ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Δ.Κ. 30/23

 

9 Φεβρουαρίου 2024

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

L.E.A. από τη Νιγηρία και τώρα στα Αστυνομικά Κρατητήρια Μεννόγειας

(Αρ. Φακ.: F23-1ΧΧΧ4, ARC 581ΧΧΧΧΧ2)

                                                                                            Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η Αίτηση

 

Α. Μιχαήλ (κα), για Νικολέττα Χαραλαμπίδου ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή.

Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση. 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής αιτείται απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 08/12/2023, το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν.6(I)/2000), και με την οποία να διατάσσεται η άμεση απελευθέρωσή του.

Διαζευκτικά της πιο πάνω θεραπείας, ο Αιτητής ζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να ακυρώνεται ή/και τροποποιείται το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 10/11/2023 και στη θέση του να διατάζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα, κατά την κρίση του Δικαστηρίου.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης (στο εξής “Τμήμα”), ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Νιγηρίας, αφίχθηκε παράνομα στη Δημοκρατία και στις 21/09/2023 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. (Ερ.4, 11 Δ.Φ.) Η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε και απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 03/10/2023. (Ερ.9 Δ.Φ.) Ο Αιτητής έλαβε γνώση της απορριπτικής απόφασης του αιτήματός του για διεθνή προστασία στις 10/11/2023. Περαιτέρω, ο Αιτητής ενημερώθηκε ότι μπορούσε να προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας εντός 15 ημερών. (Ερ.9, 12 Δ.Φ.)

Στις 08/11/2023, ο Αιτητής συνελήφθη στη βάση δικαστικού εντάλματος σύλληψης ημερομηνίας 08/11/2023, ως ύποπτος για συμμετοχή σε επεισόδια οχλαγωγίας, τα οποία σημειώθηκαν στο Κέντρο Πρώτης Υποδοχής Πουρνάρα (στο εξής «ΚΕΠΥ Πουρνάρα») στις 06/11/2023. (Ερ.54-57 Δ.Φ.)

Στις 10/11/2023, ο Διοικητής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μετανάστευσης (στο εξής «ΥΑΜ»), εισηγήθηκε ότι κρίνεται άμεση η ανάγκη σύλληψης του Αιτητή για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, με βάση το άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου. (Ερ.11 Δ.Φ.) Στις 10/11/2023 και αφού κρίθηκε ότι δεν υπήρχε περιθώριο εφαρμογής εναλλακτικών της κράτησης μέτρων, εκδόθηκε εναντίον του Αιτητή διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(3) του περί Προσφύγων Νόμου για λόγους δημόσιας τάξης. (Ερ.1 Δ.Φ.)

Στις 24/11/2023 ο Αιτητής καταχώρησε εναντίον του διατάγματος ημερομηνίας 10/11/2023 αίτηση ακυρώσεως με αρ. Δ.Κ. 28/23, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας. (Ερ.3 Δ.Φ.)

Στις 28/11/2023, το Κλιμάκιο της ΥΑΜ Λευκωσίας ενημέρωνε τη Διευθύντρια του Τμήματος για το ιστορικό του Αιτητή στη Δημοκρατία όπως και για το γεγονός ότι δεν υπέβαλε προσφυγή στο Δικαστήριο κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Εισηγείτο, ακόμη, την ακύρωση των διαταγμάτων που εκδόθηκαν δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου και την έκδοση νέων διαταγμάτων δυνάμει του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο ώστε να γίνει κατορθωτή η επιστροφή του Αιτητή στη χώρα του. (Ερ.17 Δ.Φ.)

Στις 28/11/2023, το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 10/11/2023 ακυρώθηκε και αυθημερόν εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης εναντίον του με βάση τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, Κεφ. 105. (Ερ.13, 18, 19 Δ.Φ.)

Στις 30/11/2023, λειτουργός του Τμήματος ενημέρωσε τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ότι στις 28/11/2023 εκδόθηκαν τα διατάγματα δυνάμει του Κεφ.105, αφού έλαβαν πληροφόρηση από την ΥΑΜ ότι, σύμφωνα με το μηχανογραφημένο σύστημα της Υπηρεσίας Ασύλου ο Αιτητής δεν είχε καταχωρήσει προσφυγή κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.  (Ερ.22 Δ.Φ.)

Στις 06/12/2023, ο ίδιος λειτουργός του Τμήματος, με σημείωμά του προς τη Διευθύντρια του Τμήματος, ενημέρωνε πως στις 24/11/2023 ο Αιτητής καταχώρησε την προσφυγή αρ. Τ3060/2023 κατά της απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο λειτουργός εισηγήθηκε την ακύρωση των διαταγμάτων κράτησης και απέλασης που εκδόθηκαν δυνάμει του Κεφ.105 και εισηγήθηκε την έκδοση νέου διατάγματος κράτησης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. (Ερ.32 Δ.Φ.)

Το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 28/11/2023 ακυρώθηκε στις 08/12/2023. (Ερ.20 Δ.Φ.) Την ίδια ημέρα εκδόθηκε νέο διάταγμα κράτησης δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού κρίθηκε αναγκαίο ο Αιτητής να παραμείνει υπό κράτηση καθότι δεν ήταν εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα εναλλακτικά μέτρα, λόγω της ύπαρξης κινδύνου διαφυγής του Αιτητή. (Ερ. 33-35 Δ.Φ.)

Στις 08/12/2023 εγκρίθηκε η εισήγηση για συνέχιση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του Αιτητή η οποία αναστάλθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα. (Ερ. 32 Δ.Φ.)

Στις 22/12/2023, καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον του διατάγματος κράτησης ημερομηνίας 08/12/2023 και του διατάγματος ημερομηνίας 10/11/2023.

 

NOMIKOI ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του Αιτητή με την αίτηση ακυρώσεως, τη γραπτή και απαντητική τους αγόρευση ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, του ενωσιακού δικαίου, του περί Προσφύγων Νόμου, των αρχών της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, με πλάνη και κατάχρηση εξουσίας και στερείται αιτιολογίας. Στα πλαίσια του εν λόγω ισχυρισμού παραπέμπουν με τη γραπτή τους αγόρευσης σε νομοθετικές πρόνοιες, νομολογία και νομικά συγγράμματα, σχετικά με την ερμηνεία των εννοιών της αναλογικότητας και της αναγκαιότητας, της δημόσιας τάξης, της δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. (σημεία Α.1 και Α.1.2 ΓΑΑ)

Οι πραγματικοί ισχυρισμοί τους οποίους προβάλλει ο Αιτητής δια των συνηγόρων του, περιορίζονται σε τρεις παραγράφους της γραπτής του αγόρευσης και χωρίς να γίνεται ευκρινώς υπαγωγή των γεγονότων στους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης. Συγκεκριμένα, αρνείται ότι είχε ή έχει κάποια σχέση με τα αδικήματα τα οποία του προσάπτουν οι Καθ' ων η Αίτηση και ούτε λήφθηκε κατάθεσή του ώστε να διασφαλιστεί η αρχή της ισότητας των όπλων, του δικαιώματός του σε δίκαιη δίκη και σε πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο. Προσθέτει, ακόμη, ότι συμμετείχε σε ποδοσφαιρικό αγώνα από όπου αποχώρησε κατόπιν ρίψης δακρυγόνων και σύλληψης ατόμων από την αστυνομία. Από πουθενά δεν προκύπτει, κατά τον ίδιο, ότι επιτέθηκε ή είχε στην κατοχή του επιθετικά αντικείμενα. Ο Αιτητής υποβάλλει ότι οι Καθ' ων η Αίτηση δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια με σκοπό την επαλήθευση της μοναδικής μαρτυρίας που εξασφάλισαν σε βάρος του Αιτητή και της κρίσης τους ότι η συμπεριφορά του αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για την ασφάλεια της δημόσιας τάξης. Τέλος, υποβάλλει πως τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η διοίκηση δεν ήταν ούτε κατάλληλα ούτε βέβαια καθώς υπάρχει διαφορά σε δύο επιστολές (της Λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου και της ΥΑΜ) ως προς τον αριθμό των ατόμων που αναγνωρίστηκαν να συμμετάσχουν στα επεισόδια. (σημεία Β.2.26, Β.2.27 και Β.2.34 ΓΑΑ)

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση αντιτείνει ότι οι λόγοι ακύρωσης που παρατίθενται στην αίτηση ακυρώσεως αλλά και στη γραπτή αγόρευση προβάλλονται κατά τρόπο γενικό και αόριστο και εκλείπει η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους κανόνες που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται, κατά παράβαση του Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Γι' αυτό το λόγο υποβάλλει ότι οι λόγοι ακύρωσης που προωθεί ο Αιτητής δεν μπορούν να εξεταστούν. (σημεία 4.2-4.6 ΓΑΚ). Υποστηρίζει ακόμα ότι οι νομικοί ισχυρισμοί που προβάλλονται στη γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν ακολουθούν τον Κανονισμό 6 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, που επιτάσσει όπως κάθε γραπτή αγόρευση χωρίζεται ευκρινώς σε ανάλογες παραγράφους, μια για κάθε νομικό σημείο, το οποίο θα αναφέρεται συνοπτικώς. (σημεία 4.7-4.8 ΓΑΚ)

Άνευ βλάβης των πιο πάνω θέσεων τους, οι Καθ' ων η Αίτηση απαντούν στους ισχυρισμούς των δικηγόρων του Αιτητή και υποβάλλουν ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ορθή και νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη και προϊόν επαρκούς έρευνας. (σημεία 5-6 ΓΑΚ) Παραπέμποντας στα Παραρτήματα 3 και 8 της Ένστασης, υποστηρίζουν πως ο Αιτητής συνιστά αρκούντως σοβαρή απειλή για να χαρακτηριστεί από τα αρμόδια όργανα του κράτους ως «άτομο επικίνδυνο για την δημόσια τάξη» ώστε να αιτιολογείται η κράτηση του για λόγους προστασίας της δημόσιας τάξης. Επικαλούμενοι ακόμη το Παράρτημα 3 της Ένστασής τους, υποστηρίζουν ότι εξέτασαν το ενδεχόμενο εφαρμογής εναλλακτικών μέτρων και κατέληξαν ότι δεν ήταν λογικά εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά, εναλλακτικά μέτρα. Παραπέμπουν δε στην παράγραφο 11 της Ένστασής τους, και αναφέρουν ότι το Τμήμα έλαβε τηλεφωνικώς ενημέρωση από την ΥΑΜ ότι έχει ενημερωθεί τόσο η Εισαγγελία όσο και ο Αστυνομικός Σταθμός Κοκκινοτριμιθιάς για το γεγονός ότι ο Αιτητής δεν απελάθηκε, με σκοπό την επαναπροώθηση της ποινικής υπόθεσης εναντίον του. (σημεία 7-8 ΓΑΚ)

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων οι ευπαίδευτες δικηγόροι των μερών υιοθέτησαν τις θέσεις τους ως έχουν εκτεθεί λεπτομερώς ανωτέρω και αγόρευσαν επί αυτών.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατ' αρχάς θα πρέπει να αναφέρω ότι το παρόν Δικαστήριο έχει απασχολήσει αποκλειστικά και μόνο το κύρος του διατάγματος ημερομηνίας 08/12/2023, του οποίου ο Αιτητής ζητά ακύρωση δια του αιτητικού (Α) της αίτησης ακυρώσεώς του. Η εξέταση της νομιμότητας του διατάγματος ημερομηνίας 10/11/2023 αποτελεί αντικείμενο άλλης δικαστικής διαδικασίας ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας και επομένως δεν είναι δυνατός ο έλεγχος της νομιμότητάς του δια μέσου της παρούσας αίτησης. (MUHAMMAD IMRAN ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, Υπόθεση Αρ. 284/2017, 9/6/2017, ECLI:CY:DD:2017:223, SINGH ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ 1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ 2. ΑΝΑΠΛ. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ, Υπόθεση Αρ. 43/2022, 19/5/2022, ECLI:CY:AD:2022:D229, ECLI:CY:DD:2022:219). Κατά συνέπεια το (Β) αιτητικό της αίτησης ακυρώσεως του Αιτητή απορρίπτεται.

Προχωρώντας στην εξέταση του ισχυρισμού της ευπαίδευτης συνηγόρου των Καθ' ων η Αίτηση σχετικά με την μη τήρηση των επιταγών των Κανονισμού 7 και 6 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, διαπιστώνω πως πράγματι αυτός ισχύει.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

 Επί της ουσίας, στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου τούτου να προβαίνει σε πλήρη εξέταση και έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας,  ex nunc τόσο των πραγµατικών όσο και των νοµικών ζητημάτων. Περαιτέρω το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να αποφασίσει επί της ουσίας της κράτησης και όχι μόνον ως προς τη νομιμότητας της (βλ.  C924/19 και C 925/19, FMS and Others κατά Orzagos Idegenrendeszeti Foigazgatosag, ημερομηνίας 14/5/2020):

 «293. Επομένως, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό δικαστήριο πρέπει να είναι σε θέση να υποκαταστήσει με τη δική του απόφαση την απόφαση της διοικητικής αρχής με την οποία διατάχθηκε η θέση υπό κράτηση και να διατάξει είτε τη λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είτε την απόλυση του ενδιαφερόμενου (πρβλ. απόφασητης5ηςΙουνίου2014, MahdiC‑146/14 PPUEU:C:2014:1320, σκέψη 62). Εντούτοις, η λήψη εναλλακτικού μέτρου αντί της κράτησης είναι δυνατή μόνον αν ο λόγος που δικαιολόγησε την κράτηση του ενδιαφερομένου ήταν και παραμένει σε ισχύ, πλην όμως η κράτηση αυτή δεν παρίσταται ή δεν παρίσταται πλέον αναγκαία ή αναλογική υπό το πρίσμα του λόγου αυτού.

 Το παρόν Δικαστήριο προχωρώντας σε έλεγχο νομιμότητας της κράτησης του Αιτητή έχει υποχρέωση να εξετάσει αυτεπαγγέλτως με βάση τα στοιχεία της υποθέσεως που περιήλθαν εις γνώσιν του στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας κατά πόσο τηρήθηκαν οι προϋποθέσεις για τη νομιμότητα της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση ως αυτές απορρέουν από το δίκαιο της Ένωσης, ακόμη και εάν ο Αιτητής δεν είχε επικαλεστεί παραβίαση κάποιας προϋπόθεσης της νομιμότητας (Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑704/20 και C‑39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, και X κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ. 08/11/2022, ECLI:EU:C:2022:858, σκέψεις 93 και 94).[1]

Εξετάζοντας, λοιπόν, τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, προκύπτει ότι ο Aιτητής, κρατείται σύμφωνα με το διάταγμα κράτησης ημερομηνίας 08/12/2023 δυνάμει του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου.

Το άρθρο 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου εκδόθηκε η επίδικη πράξη, ορίζει τα ακόλουθα (η έμφαση είναι δική μου):

«9ΣΤ.-(1) Απαγορεύεται η κράτηση αιτητή λόγω μόνο της ιδιότητάς του ως αιτητή, καθώς και η κράτηση ανήλικου αιτητή.

(2) Εκτός εάν στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (3), και εφόσον κρίνεται αναγκαίο και κατόπιν ατομικής αξιολόγησης κάθε περίπτωσης, ο Υπουργός δύναται να εκδίδει γραπτό διάταγμα με το οποίο να θέτει υπό κράτηση αιτητή, μόνο για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

[.]

(ε) όταν απαιτείται για την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης·

[.]

(3)  Ο Υπουργός δύναται, αντί να θέσει τον αιτητή υπό κράτηση, να του επιβάλει εναλλακτικά, για όσο χρονικό διάστημα κρίνει σκόπιμο υπό τις περιστάσεις, ορισμένες υποχρεώσεις που στοχεύουν στην αποφυγή του κινδύνου διαφυγής, όπως -

(α) Τακτική εμφάνιση ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας,

(β) κατάθεση χρηματικής εγγύησης,

(γ) υποχρέωση διαμονής σε υποδεικνυόμενο μέρος, περιλαμβανομένου κέντρου φιλοξενίας,

(δ) επιτήρηση από επόπτη.

[.]»

Οι πρόνοιες του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου ενσωματώνουν στην κυπριακή έννομη τάξη τα άρθρα 8, 9, 10 και 11 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με τις απαιτήσεις για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (αναδιατύπωση) (στο εξής «η Οδηγία»).

Το στοιχείο ε', του πρώτου εδαφίου, της παραγράφου 3, του άρθρου 8 της Οδηγίας, είναι ταυτόσημο με την παράγραφο (3) στου εδαφίου 2 του άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση C‑601/15 PPU, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ. 15/02/20216, το ΔΕΕ έκρινε πως η εν λόγω διάταξη εισήγαγε μια «ισόρροπη στάθμιση μεταξύ, αφενός, του επιδιωκόμενου σκοπού γενικού συμφέροντος, ήτοι της δημόσιας ασφάλειας και της δημόσιας τάξεως, και, αφετέρου, της επεμβάσεως στο δικαίωμα στην ελευθερία την οποία συνιστά μέτρο κρατήσεως[2]

Σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, η κράτηση αιτητή διεθνούς προστασίας επιτρέπεται μόνο σε εκείνες τις ρητώς οριζόμενες από το άρθρο 9ΣΤ(2) του περί Προσφύγων Νόμου περιστάσεις, μια εκ των οποίων είναι η περίπτωση του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) – όταν δηλαδή το απαιτεί η προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης. Ως περίσταση που επέβαλλε την έκδοση διατάγματος κράτησης για λόγους δημόσιας τάξης κρίθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση και αυτή του Αιτητή στην παρούσα προσφυγή.

Οι έννοιες της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης δεν ορίζονται στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν αιτητές και/ή κατόχους διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διασφαλίζεται ότι η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους.[3]

Ωστόσο, χρήσιμη κατεύθυνση ως προς την έννοια της «δημόσιας τάξης» και της «εθνικής ασφάλειας» αντλείται μέσα από τη νομολογία του ΔΕΕ.

Το ΔΕΕ στην υπόθεση C‑72/22 PPU, M.A. παρισταμένης της Valstybės sienos apsaugos tarnyba, ημερ.30/06/2022,[4] εξετάζοντας την επιβολή του μέτρου κράτησης σε αιτητή διεθνούς προστασίας, παρέθεσε τις πιο κάτω ενδιαφέρουσες σκέψεις αναφορικά με το άρθρο 8, παράγραφο 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ε' της Οδηγίας που αντιστοιχεί στο άρθρο 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου:

«86      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η αυστηρή οριοθέτηση της αναγνωριζόμενης στις εθνικές αρχές εξουσίας να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33 διασφαλίζεται επίσης από την ερμηνεία που δίδει η νομολογία του Δικαστηρίου στις έννοιες «εθνική ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» όπως οι έννοιες αυτές χρησιμοποιούνται σε άλλες οδηγίες, ερμηνεία η οποία ισχύει επίσης και για την οδηγία 2013/33 (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 64).

87      Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια «δημόσια τάξη» προϋποθέτει, σε κάθε περίπτωση, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης την οποία συνιστά κάθε παράβαση του νόμου, την ύπαρξη πραγματικής, ενεστώσας και αρκούντως σοβαρής απειλής κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Όσον αφορά την έννοια «εθνική ασφάλεια», από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι αυτή καλύπτει τόσο την εσωτερική ασφάλεια του κράτους μέλους όσο και την εξωτερική ασφάλειά του και ότι, κατά συνέπεια, μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (πρβλ. απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

89      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, όσον αφορά τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου, η απειλή της εθνικής ασφάλειας ή της δημοσίας τάξης μπορεί να δικαιολογεί τη θέση του αιτούντος υπό κράτηση ή τη διατήρηση της κράτησής του, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, στοιχείο εʹ, της οδηγίας 2013/33, μόνον εφόσον από την ατομική του συμπεριφορά προκύπτει πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας ή κατά της εσωτερικής ή εξωτερικής ασφάλειας του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 15ης Φεβρουαρίου 2016, N., C‑601/15 PPU, EU:C:2016:84, σκέψη 67).»

(ο τονισμός είναι δικός μου)

Η νομολογία του ΔΕΕ θέτει τα όρια εντός των οποίων θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά οι έννοιες της «δημόσιας τάξης» και της «εθνικής ασφάλειας». Παρ' όλα αυτά ο καθορισμός των απαιτήσεων της δημοσίας τάξης παραμένει στην ευχέρεια του κάθε κράτους το οποίο υποχρεούται μεν να ερμηνεύει στενά τις έννοιες της «δημόσιας τάξης» και της «εθνικής ασφάλειας» έχει δε τη δυνατότητα να ερμηνεύει αυτές συμφώνως των εθνικών του αναγκών.

Σχετική είναι η απόφαση του ΔΕΕ στην C‑18/19, WM κατά Stadt Frankfurt am Main, όπου κρίθηκε ότι:[5]

«42      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, μολονότι τα κράτη μέλη εξακολουθούν να έχουν, κατ’ ουσίαν, την ελευθερία να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, οι οποίες ενδέχεται να διαφοροποιούνται αναλόγως του κράτους μέλους και του κρίσιμου χρονικού διαστήματος, εντούτοις οι απαιτήσεις αυτές, στο πλαίσιο της Ένωσης και ιδίως ως δικαιολόγηση παρεκκλίσεως από υποχρέωση αποσκοπούσα στη διασφάλιση του σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών κατά την απομάκρυνσή τους από την Ένωση, πρέπει να ερμηνεύονται στενά, με συνέπεια το περιεχόμενό τους να μην μπορεί να καθορίζεται μονομερώς από κάθε κράτος μέλος χωρίς τον έλεγχο των θεσμικών οργάνων της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουνίου 2015, Zh. και O., C‑554/13, EU:C:2015:377, σκέψη 48).»

Στην κυπριακή νομολογία φαίνεται ότι ο ενεστώς κίνδυνος από την συμπεριφορά του ατόμου δεν απαιτείται να τεκμηριώνεται στη βάση διαπίστωσης προηγούμενης, παρελθούσας καταδίκης του ατόμου. Αρκεί τα στοιχεία να προκαλούν ευλόγως ανησυχία. Όπως ευκρινώς λέχθηκε στην υπόθεση FLORIN PUSCASU ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 771/2012, 12/9/2014, ECLI:CY:AD:2014:D674:

«[…] Στην υπόθεση Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151, αναφέρθηκαν από αυτό το Δικαστήριο τα πιο κάτω τα οποία και υιοθετούνται σε σχέση με το όλο νομοθετικό και νομολογιακό πλέγμα και ερμηνεία που διέπει τις υποθέσεις του είδους: […]

Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.».  Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).»

Τα δεδομένα που έχουν συνοπτικά αναφερθεί προηγουμένως με τις λεπτομέρειες τους να ανευρίσκονται στον διοικητικό φάκελο, εύλογα δικαιολογούν την απόφαση των καθ΄ ων να προβούν στην έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων δεδομένου ότι δεν χρειάζεται κατ΄ ανάγκη να υπάρχει προηγούμενη καταδικαστική από Δικαστήριο απόφαση, αλλά ούτε και να έχει απευθυνθεί κατηγορία εναντίον ατόμου.  Στην Eddine v. Δημοκρατίας - ανωτέρω - η Ολομέλεια θεώρησε ότι ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχομένων προβλημάτων στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία είναι επαρκείς.  Η διοίκηση δεν έχει την υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπού όταν τίθενται θέματα κρατικής ασφαλείας και το Δικαστήριο δεν ερευνά και δεν υποκαθιστά την διακριτική ευχέρεια που ασκεί η διοίκηση όταν υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα εσωτερικής τάξης ή εθνικής ασφάλειας, (Kapsaskis κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 290/2012 κ.ά., ημερ. 20.2.2013 και Kolomoets v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 443).  [..]»

(ο τονισμός είναι δικός μου)

Όπως προκύπτει μέσα από τη νομολογία, η ευχέρεια του κράτους να αποφασίσει πως συγκεκριμένη ατομική συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη ή την εθνική του ασφάλεια είναι ευρεία και κρίνεται πάντα κατά περίπτωση. Στη βάση αυτής ακριβώς της προσωποποιημένης αξιολόγησης που απαιτείται προτού αποφασιστεί η κράτηση ατόμου ως συνιστών κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, εδράζεται η υποχρέωση το μέτρο κράτησης να επιβάλλεται σε εκείνες τις περιπτώσεις που ο κίνδυνος είναι τόσο σοβαρός ή ανάλογης βαρύτητας του δικαιώματος της ελευθερίας του ατόμου.

Η τήρηση των αρχών της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας είναι θεμελιώδους σημασίας στις περιπτώσεις που αποφασίζεται η κράτηση αιτούντος προστασίας.

Στην υπόθεση C‑601/15 PPU, J. N. κατά Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ. 15/02/20216, το ΔΕΕ ανέφερε μεταξύ άλλων:

«56  Όσον αφορά το ζήτημα αν είναι αναγκαία η εξουσία που παρέχει η διάταξη αυτή στα κράτη μέλη να θέτουν αιτούντα υπό κράτηση για λόγους που σχετίζονται με την προστασία της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξεως, επισημαίνεται ότι, λαμβανομένης υπόψη της σημασίας του δικαιώματος στην ελευθερία που κατοχυρώνει το άρθρο 6 του Χάρτη και της βαρύτητας της επεμβάσεως στο δικαίωμα αυτό την οποία συνιστά το ως άνω μέτρο κρατήσεως, οι περιορισμοί της ασκήσεως του δικαιώματος πρέπει να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, όσον αφορά το δικαίωμα του σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, απόφαση Digital Rights Ireland κ.λπ., C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238, σκέψη 52).

[..]

69      Πράγματι, μέτρα κρατήσεως μπορούν να θεμελιωθούν στη διάταξη αυτή μόνο εφόσον οι αρμόδιες αρχές διαπιστώνουν, σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύουν τα επίμαχα πρόσωπα για την εθνική ασφάλεια ή για τη δημόσια τάξη αντιστοιχεί τουλάχιστον στη βαρύτητα της επεμβάσεως που συνιστούν τα μέτρα αυτά στο δικαίωμα των προσώπων αυτών στην ελευθερία.»

Παραπέμπω στην απόφαση του ΔΕΕ στην C‑519/20, K παρισταμένης της: Landkreis Gifhorn, ημερ.10/03/2022,[6] όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

38    Κατά συνέπεια, όταν διατάσσεται ενόψει απομάκρυνσης, η κράτηση του παρανόμως διαμένοντος υπηκόου τρίτης χώρας έχει ως μόνο σκοπό να διασφαλίσει την αποτελεσματικότητα της διαδικασίας επιστροφής και δεν έχει κανέναν τιμωρητικό σκοπό, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 104 των προτάσεών του.

39    Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι η οδηγία 2008/115 αποσκοπεί στην καθιέρωση αποτελεσματικής πολιτικής περί απομακρύνσεως και επαναπατρισμού με πλήρη σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειας των ενδιαφερομένων [απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Επιστροφή ασυνόδευτου ανηλίκου), C‑441/19, EU:C:2021:9, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

40    Ως προς το ζήτημα αυτό, πρέπει ειδικότερα να επισημανθεί ότι κάθε κράτηση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2008/115 υπόκειται στους αυστηρούς όρους που προβλέπουν οι διατάξεις του κεφαλαίου της IV, ώστε να εξασφαλίζεται, αφενός, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας όσον αφορά τα χρησιμοποιούμενα μέσα και τους επιδιωκόμενους σκοπούς και, αφετέρου, ο σεβασμός των θεμελιωδών δικαιωμάτων των ενδιαφερομένων υπηκόων τρίτων χωρών (απόφαση της 14ης Μαΐου 2020, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság Dél-alföldi Regionális Igazgatóság, C‑924/19 PPU και C‑925/19 PPU, EU:C:2020:367, σκέψη 274 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

41    Συνεπώς, τα μέτρα κράτησης βάσει του κεφαλαίου IV της οδηγίας 2008/115 πρέπει ιδίως να μη θίγουν το δικαίωμα στην ελευθερία των υπηκόων τρίτων χωρών εις βάρος των οποίων λαμβάνονται, όπως αυτό κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

Συνεπώς, το μέτρο κράτησης Αιτητή διεθνούς προστασίας επιβάλλεται κατ' εξαίρεση και μόνο εάν δεν μπορεί να εφαρμοστεί αποτελεσματικά ένα λιγότερο περιοριστικό μέτρο. (Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑704/20 και C‑39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, και X κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ. 08/11/2022, ECLI:EU:C:2022:858, σκέψη 78). Σε περίπτωση που διαφανεί μη πλήρωση των προϋποθέσεων νομιμότητας της κράτησης κατά τον χρόνο επιβολής του μέτρου κράτησης ή κατά το χρόνο εξέτασης του διατάγματος κράτησης από το δικαστήριο τότε ο αιτητής αφήνεται αμέσως ελεύθερος. Περιπτώσεις μη πλήρωσης των προϋποθέσεων νομιμότητας συνιστούν η διεξαγωγή χωρίς όλη την απαιτούμενη επιμέλεια των διαδικασιών επιστροφής, εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας ή της διαδικασίας μεταφοράς. (Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑704/20 και C‑39/21, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά C, B, και X κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ. 08/11/2022, ECLI:EU:C:2022:858, σκέψεις 80-81).

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του Αιτητή περί παραβίασης του δικαιώματός του σε ακρόαση, συντάσσομαι και υιοθετώ περί τούτου την απόφαση  στην υπόθεση G S ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Αναπληρωτή Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση αρ. ΔΚ 34/20, 5/10/2020, όπου έκρινε ότι:

«Προτού προχωρήσω σημειώνω ότι έχω προβληματιστεί με τα όσα λέχθηκαν από την συνήγορο του αιτητή σχετικά με το δικαίωμα του αιτητή να ακουστεί πριν την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος κράτησης. Κατ' αρχήν παρατηρώ ότι τα όσα λέχθηκαν στην απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑166/13 Sophie Mukarubega v Préfet de police στην οποία παρέπεμψε αφορούσε το ζήτημα της ακρόασης στα πλαίσια διαδικασίας απομάκρυνσης στα πλαίσια του αρ.6 της Οδηγίας 2008/15/ΕΚ και, ακόμα και εκεί, το ΔΕΕ δέχθηκε ότι υπάρχουν περιπτώσεις που μπορεί να παραληφθεί η ακρόαση.  

Σε κάθε περίπτωση αδιαμφησβήτητα το δικαίωμα σε ακρόαση πριν από την έκδοση δυσμενούς για τον διοικούμενο απόφασης αποτελεί κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης και του Ενωσιακού Δικαίου, στη βάση των άρθρων 41 & 42 του Χάρτη. Τυχόν παράλειψη της προηγούμενης ακρόασης όμως δεν σημαίνει κατ' ανάγκη ότι η εκδοθείσα πράξη πάσχει μη θεραπεύσιμης ακυρότητας ως αναφέρει η απόφαση του ΔΕΕ στην υπόθεση  C-383/13 PPU, M.G and N.R. EU:C:2013:533, όπου στις παρ.39, 40 και 45 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

«39. Συνεπώς, αφενός, κάθε πλημμέλεια κατά την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας παρατάσεως της με σκοπό την απομάκρυνση κρατήσεως υπηκόου τρίτης χώρας δεν δύναται να αποτελέσει προσβολή των δικαιωμάτων αυτών. Αφετέρου, κάθε μη τήρηση ειδικά του δικαιώματος ακροάσεως δεν είναι επομένως ικανή να καταστήσει εκ συστήματος παράνομη, υπό την έννοια του άρθρου 15, παράγραφος 2, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2008/115, την εκδοθείσα απόφαση, οπότε δεν συνεπάγεται αυτομάτως την απόλυση του συγκεκριμένου υπηκόου.

40. Πράγματι, για να διαπιστωθεί μια τέτοια παρανομία, ο εθνικός δικαστής οφείλει να εξακριβώσει, όταν εκτιμά ότι πρόκειται για πλημμέλεια θίγουσα το δικαίωμα ακροάσεως, αν, σε συνάρτηση με τις πραγματικές και νομικές περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, η επίμαχη διοικητική διαδικασία θα είχε μπορέσει να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα λόγω του ότι οι συγκεκριμένοι υπήκοοι τρίτων χωρών θα είχαν μπορέσει να προβάλουν στοιχεία ικανά να δικαιολογήσουν την απόλυσή τους.

[.]

45. Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, στα ερωτήματα που τέθηκαν πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 15, παράγραφοι 2 και 6, της οδηγίας 2008/115, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι, όταν, στο πλαίσιο διοικητικής διαδικασίας, η παράταση μέτρου κρατήσεως αποφασίστηκε μη τηρηθέντος του δικαιώματος ακροάσεως, ο εθνικός δικαστής που καλείται να αξιολογήσει τη νομιμότητα της αποφάσεως αυτής δύναται να διατάξει την άρση του μέτρου κρατήσεως μόνον αν εκτιμά, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των πραγματικών και νομικών περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ότι η προσβολή αυτή όντως στέρησε εκείνον που την προβάλλει από τη δυνατότητα να αμυνθεί καλύτερα έτσι ώστε η διοικητική αυτή διαδικασία να κατέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα.»

Βεβαίως η ανωτέρω απόφαση αφορά παράταση κράτησης στα πλαίσια και πάλι της Οδηγίας 2008/115/ΕΚ, όμως είναι ξεκάθαρο ότι μπορεί και πρέπει να τύχει εφαρμογής και στην παρούσα αφού τα συμπεράσματα που εξάγονται σε σχέση με την επίδραση της συγκεκριμένης παράλειψης δεν μπορούν να περιοριστούν μόνο στα πλαίσια της εν λόγω οδηγίας και διαδικασίας αλλά αφορούν κάθε περίπτωση διοικητικής κράτησης, ήτοι κράτησης που διατάσσεται από διοικητική αρχή και όχι από δικαστική.

Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής δεν φαίνεται να ακούστηκε πριν την έκδοση της απόφασης αφού πουθενά στο φάκελο δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να συνηγορεί προς τούτο. Συνεπώς, ενόψει της προεκτεθείσας απόφασης του ΔΕΕ,  το ερώτημα που τίθεται είναι αν, σε περίπτωση που ο αιτητής είχε ασκήσει δεόντως το δικαίωμα του που διασφαλίζεται από τα άρθρα 41 και 42 του Χάρτη, η διαδικασία θα απέληγε σε διαφορετικό αποτέλεσμα. Η κρίση επί του ζητήματος λοιπόν διέρχεται από την τελική κατάληξη του Δικαστηρίου στην παρούσα δια τον λόγο ότι αν και εφόσον, στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, κριθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επί της ουσίας ορθή και δια τούτο η κράτηση νόμιμη, η όποια επίδραση επί του κύρους αυτής λόγω παράλειψης της προηγούμενης ακρόασης θα πρέπει να θεωρηθεί εκ των πραγμάτων θεραπεύσιμη.»

Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσο ορθώς αποφάσισαν οι Καθ' ων η Αίτηση να εκδώσουν το προσβαλλόμενο διάταγμα εναντίον του Αιτητή στην παρούσα, κρίνεται σκόπιμο όπως εξεταστούν η αιτιολογία του προσβαλλόμενου διατάγματος αλλά και όλων των στοιχείων που βρίσκονται στο διοικητικό φάκελο του Αιτητή.

Σύμφωνα με το προσβαλλόμενο διάταγμα εναντίον του Αιτητή, κρίνεται πως «απαιτείται η κράτηση του για την προστασία της Δημόσιας Τάξης για τους λόγους που αναφέρονται στην επιστολή του Διοικητή της ΥΑΜ ημερομηνίας 10/11/2023». Περαιτέρω και «κατόπιν ατομικής αξιολόγησης» κρίνεται πως είναι αναγκαίο όπως ο Αιτητής παραμείνει υπό κράτηση στη βάση των προνοιών του άρθρου 9ΣΤ(2)(ε) του περί Προσφύγων Νόμου, «καθότι στη συγκεκριμένη περίπτωση κρίνεται ότι δεν είναι εφικτό να εφαρμοστούν αποτελεσματικά άλλα λιγότερο περιοριστικά εναλλακτικά μέτρα, όπως προβλέπονται στο εδάφιο (3) του Άρθρου 9ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου (2000-2020) καθότι, υπάρχει κίνδυνος διαφυγής. Επισημαίνεται ότι, ενόψει της πρόσφατης άφιξης του πιο πάνω αλλοδαπού στην Κύπρο και ότι δεν έχει μόνιμο χώρο διαμονής σε συνδυασμό με το ενδεχόμενο της πιθανότητας να διαφύγει προς τις κατεχόμενες περιοχές, δεν δύναται να υπάρχει περιθώριο εναλλακτικών μέτρων παρά την κράτηση του. Πέραν τούτου, η συμπεριφορά του δεικνύει ότι πρόκειται για επικίνδυνο πρόσωπο για το οποίο αν ληφθούν εναλλακτικά μέτρα, δυνατό να του επιτρέψουν να συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημιά σε ανθρώπινες ζωές και γενικά στη δημόσια τάξη.» (Ερ.34 Δ.Φ.)

Αιτιολογική βάση του διατάγματος ημερομηνίας 08/12/2023, αποτελεί η επιστολή ημερομηνίας 10/11/2023, του Αναπλ. Αστυνόμου Β' Σ.Σ., για τον Διοικητή  της ΥΑΜ. Σύμφωνα με την επιστολή ημερομηνίας 10/11/2023, ο Αιτητής εμπλέκεται σε υπόθεση οχλαγωγίας, μαχαιροφορίας, κατοχής επιθετικών οργάνων, που έλαβε χώρα στις 06/11/2023, κατά τη διάρκεια της οποίας τραυματίστηκαν οκτώ συνολικά μετανάστες, αιτητές ασύλου. Συγκεκριμένα, αναφέρεται ότι τα επεισόδια της 06/11/2023 εκτυλίχθηκαν στο ΚΕΠΥ Πουρνάρα, μεταξύ μεταναστών από τη Συρία και υπηκόων διαφόρων χωρών της Αφρικής αιτητών ασύλου με αφορμή το ξεφούσκωμα της μπάλας ποδοσφαίρου που έπαιζαν.

Όπως περαιτέρω αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή, σαράντα με πενήντα μετανάστες φώναζαν, έριχναν πέτρες και μερικοί από αυτούς είχαν στην κατοχή τους επικίνδυνα και επιθετικά όργανα και συγκεκριμένα μαχαίρια και σιδερολοστούς τα οποία χρησιμοποίησαν για να επιτεθούν εναντίον άλλων μεταναστών. Επίσης, ο  Αναπλ. Αστυνόμος Β' Σ.Σ., σημειώνει ότι λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου,  η οποία βρισκόταν στο χώρο κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, κατάθεσε στην Αστυνομία ότι επιθεώρησε τα πλάνα από το κλειστό κύκλωμα παρακολούθησης του Κέντρου και αναγνώρισε τον Αιτητή μεταξύ των προσώπων που είχαν εμπλακεί στα επεισόδια επίθεσης εναντίον Σύρων και οχλαγωγούσε. Σύμφωνα με την μαρτυρία, στο χώρο των επεισοδίων βρίσκονταν γυναίκες και παιδιά, τα οποία προσέτρεξαν άμεσο κίνδυνο. Άμεσο κίνδυνο διέτρεξε και η ζωή άλλων μεταναστών, ενώ τα επεισόδια επεκτάθηκαν από τη ζώνη καραντινών του ΚΕΠΥ Πουρνάρα στον κυρίως χώρο του ΚΕΠΥ Πουρνάρα, με αποτέλεσμα να χρειαστεί η παρέμβαση ισχυρής Αστυνομικής Δύναμης για να κατασταλούν τα επεισόδια. (Ερ.11-12 Δ.Φ.)

Ο Αναπλ. Αστυνόμος Β' Σ.Σ. εισηγήθηκε ότι ο Αιτητής συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, αφού για μια διαφορά που αφορούσε το ξεφούσκωμα μπάλας ποδοσφαίρου χρησιμοποίησε δυσανάλογη και εξαιρετικά επικίνδυνη βία με αποτέλεσμα να τεθούν σε κίνδυνο άλλες ανθρώπινες ζωές. Εισηγήθηκε ακόμη ότι επειδή ο Αιτητής αφίχθηκε πρόσφατα στη Δημοκρατία και δεν έχει μόνιμο χώρο διαμονής σε συνδυασμό με την πιθανότητα να διαφύγει προς τις κατεχόμενες περιοχές, δεν άφηνε περιθώριο επιβολής εναλλακτικών μέτρων παρά της κράτησής του. Σύμφωνα με την εισήγησή του, η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων είναι δυνατόν να του επιτρέψουν να συμπεριφερθεί με τον ίδιο τρόπο με αποτέλεσμα να προκληθεί ζημιά σε ανθρώπινες ζωές. (Ερ.12 Δ.Φ.)

Όπως περαιτέρω προκύπτει από επιστολή του Κλιμακίου της ΥΑΜ Λευκωσίας ημερομηνίας 28/11/2023, εναντίον του Αιτητή καταχωρήθηκε ποινική υπόθεση, η οποία στη συνέχεια αναστάλθηκε από τον Γενικό Εισαγγελέα. (Ερ.17 Δ.Φ.) Ωστόσο, σύμφωνα με άλλο σημείωμα προς την Διευθύντρια του Τμήματος που ετοιμάστηκε στις 06/12/2023, γινόταν εισήγηση όπως «ενημερωθεί η Αστυνομία για να προχωρήσει με την ποινική υπόθεση που εκκρεμούσε εναντίον του αλλοδαπού, η οποία αναστάλθηκε με σκοπό τον επαναπατρισμό του.». Με το περιεχόμενο του σημειώματος συμφώνησε και η Διευθύντρια του Τμήματος στις 08/12/2023. (Ερ.32 Δ.Φ.)

Από τα πιο πάνω στοιχεία προκύπτει ότι ο Αιτητής αναγνωρίστηκε μεταξύ άλλων προσώπων να προβαίνει σε βίαιες ενέργειες με τη χρήση επιθετικών όπλων που είναι ικανά να προκαλέσουν βαριά σωματική βλάβη ή και το θάνατο ατόμου. Η μαρτυρία που είχαν οι Καθ' ων η Αίτηση ήταν αρκούντως ικανοποιητική ως διαφαίνεται από τα στοιχεία του φακέλου του Αιτητή ώστε Επαρχιακό Δικαστήριο να διατάξει την προσωποκράτηση του Αιτητή και να διαταχθεί η συνέχιση της ποινικής διαδικασίας εναντίον του.

Περαιτέρω, οι Καθ' ων η Αίτηση φαίνεται πως έλαβαν υπόψη τους τις συνθήκες κάτω από τις οποίες εκτυλίχθηκαν τα βίαια γεγονότα, δηλαδή ένεκα ενός ασήμαντου περιστατικού – το ξεφούσκωμα μιας μπάλας ποδοσφαίρου – στην παρουσία ευάλωτων ατόμων – γυναικόπαιδων αιτούντων διεθνούς προστασίας – σε χώρο φιλοξενίας ατόμων. Έλαβαν, ακόμη, υπόψη τους ότι το χρονικό σημείο που εκτυλίχθηκαν τα γεγονότα στα οποία ενεπλάκη ο Αιτητής δεν απείχε πολύ από την ημέρα άφιξης του στο Κέντρο και στη χώρα όπως και ότι ο Αιτητής δεν είχε μόνιμο τόπο διαμονής στη Δημοκρατία. 

Από τα πιο πάνω στοιχεία προκύπτει ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση είναι δεόντως αιτιολογημένη και σύμφωνη με τις αρχές της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας. Προκύπτει, ακόμη, ότι οι ενέργειες των Καθ' ων η Αίτηση ήταν άμεσες. Λήφθηκε σχεδόν αμέσως μετά τα γεγονότα μαρτυρία, της οποίας δεν έχω λόγο ή εξουσία να αμφισβητήσω την αποδεκτότητάς της, και γενικότερα παρατηρείται ότι οι ενέργειες της διοίκησης ήταν άμεσες, έχουσες ως σκοπό την εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, ποινικής δίωξής του και απέλασής του.

Σημαντικά είναι τα όσα λέχθησαν από το ΔΕΕ κατά την εξέταση της παραγράφου 4 του άρθρου 20 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, σύμφωνα με το οποίο «Τα κράτη μέλη μπορούν να καθορίζουν τις κυρώσεις που ισχύουν για σοβαρές παραβάσεις των κανόνων των κέντρων φιλοξενίας, καθώς για την επίδειξη ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς.».

Σύμφωνα λοιπόν με το ΔΕΕ, η παραβίαση των κανόνων των κέντρων φιλοξενίας ή η επίδειξη ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς εντός ή εκτός των κέντρων φιλοξενίας, συνιστά μια από εκείνες τις περιπτώσεις που, τηρουμένων των προϋποθέσεων των άρθρων 8 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, δύναται να θεωρηθεί κίνδυνος για τη δημόσια τάξη για την ασφάλεια προσώπων και αγαθών και να δικαιολογήσει την επιβολή μέτρου κράτησης,  

Στην απόφαση του ΔΕΕ C‑422/21, Ministero dell’Interno κατά TO, ημερ.01/08/2022,[7] κρίθηκε ότι:

«29   Από το γράμμα του άρθρου 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33 προκύπτει ότι οι «σοβαρές παραβάσεις των κανόνων των κέντρων φιλοξενίας» και η «επίδειξη ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς» συνιστούν δύο διαφορετικές περιπτώσεις, καθεμία από τις οποίες αρκεί για να δικαιολογήσει την επιβολή κύρωσης.

30     Ελλείψει ρητού αντίθετου περιορισμού στη διατύπωση της εν λόγω διάταξης και λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης ερμηνείας των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης κατά τρόπο που να διασφαλίζεται η πρακτική αποτελεσματικότητά τους (πρβλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 2019, Falck Rettungsdienste και Falck, C‑465/17, EU:C:2019:234, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), πρέπει να θεωρηθεί ότι η έννοια της «ιδιαίτερα βίαιης συμπεριφοράς» καλύπτει κάθε τέτοια συμπεριφορά, ανεξάρτητα από τον τόπο όπου εκδηλώθηκε.

31    Πράγματι, αν πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης ήταν να περιλάβει, στο άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, μόνον την ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά του αιτούντος διεθνή προστασία που εκδηλώθηκε εντός του κέντρου φιλοξενίας, δεν θα ήταν αναγκαία η ειδική αναφορά στην περίπτωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς, στο μέτρο που η συμπεριφορά αυτή, εντός του κέντρου φιλοξενίας, θα συνιστούσε ασφαλώς σοβαρή παράβαση των κανόνων του κέντρου και θα καλυπτόταν, ως εκ τούτου, από την πρώτη περίπτωση της διάταξης αυτής, ενώ η δεύτερη περίπτωση θα ήταν περιττή.

32      Οι ανωτέρω εκτιμήσεις επιβεβαιώνονται τόσο από το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33 όσο και από τον σκοπό που επιδιώκει η διάταξη αυτή.

33     Όσον αφορά το πλαίσιο, αρκεί η διαπίστωση ότι οι παράγραφοι 1 έως 3 του εν λόγω άρθρου 20 αφορούν περιπτώσεις που μπορούν να δικαιολογήσουν τον περιορισμό ή την ανάκληση, κατά περίπτωση, των υλικών συνθηκών υποδοχής, οι οποίες δεν συνδέονται με συμπεριφορά που επιδείχθηκε εντός του κέντρου φιλοξενίας.

34      Όσον αφορά τον επιδιωκόμενο σκοπό, δεδομένου ότι σκοπός του άρθρου 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33 είναι να παράσχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να επιβάλλουν κατάλληλες κυρώσεις για ιδιαίτερα βίαιη συμπεριφορά του αιτούντος διεθνή προστασία, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου που μπορεί να έχει η συμπεριφορά αυτή για τη δημόσια τάξη και την ασφάλεια προσώπων και αγαθών (πρβλ. απόφαση της 12ης Νοεμβρίου 2019, Haqbin C‑233/18, EU:C:2019:956, σκέψη 44), ουδόλως δικαιολογείται ο περιορισμός αυτής της δυνατότητας μόνο για τις ιδιαίτερα βίαιες συμπεριφορές εντός του κέντρου φιλοξενίας.

[…]

43    Το Δικαστήριο έχει πάντως υπογραμμίσει, στη σκέψη 52 της απόφασης της 12ης Νοεμβρίου 2019, Haqbin (C‑233/18, EU:C:2019:956), ότι τα κράτη μέλη μπορούν, στις περιπτώσεις του άρθρου 20, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/33, να επιβάλλουν, ανάλογα με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης και υπό την επιφύλαξη της τήρησης των απαιτήσεων του άρθρου 20, παράγραφος 5, της οδηγίας αυτής, κυρώσεις που δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη στέρηση από τον αιτούντα των υλικών συνθηκών υποδοχής, όπως είναι η παραμονή του σε χωριστό τμήμα του κέντρου φιλοξενίας σε συνδυασμό με την απαγόρευση να έλθει σε επαφή με ορισμένους διαμένοντες στο κέντρο ή η μεταφορά του σε άλλο κέντρο φιλοξενίας ή σε άλλο χώρο στέγασης, κατά την έννοια του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της εν λόγω οδηγίας.

44   Στην ίδια σκέψη, το Δικαστήριο επισήμανε επίσης ότι, ομοίως, το άρθρο 20, παράγραφοι 4 και 5, της οδηγίας 2013/33 δεν εμποδίζει τη λήψη μέτρου κράτησης του αιτούντος βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, της οδηγίας αυτής, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 8 έως 11 της οδηγίας.»

Από όλες τις περιστάσεις που χαρακτηρίζουν την ατομική συμπεριφορά του Αιτητή στην παρούσα υπόθεση, προκύπτει ότι συντρέχουν όλα εκείνα τα στοιχεία που δικαιολογούν τη απόφαση κράτησης του Αιτητή και μάλιστα αφού διαπιστώνεται ότι ο Αιτητής μπορεί να καταστεί επικίνδυνος στους γύρω του.

Συνεπώς το σκεπτικό στο οποίο στηρίχθηκαν οι Καθ΄ ων η Αίτηση και έκριναν ότι ο Αιτητής είναι επικίνδυνος για την δημόσια τάξη, υποστηρίζεται από τα πραγματικά γεγονότα και το Νόμο.  

Η απόφαση του Διευθυντή του Τμήματος και τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου εμπεριέχουν αιτιολογία που υποδηλώνει ότι η έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος είναι αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ατομικής αξιολόγησης του Αιτητή.

Εναλλακτικές επιλογές αντί της κράτησης του Αιτητή, μέτρα  που προβλέπονται στο προαναφερθέν άρθρο 9ΣΤ(3) του Νόμου και οι οποίες είναι, όντως, λιγότερο επεμβατικές και λιγότερο επαχθείς για τα δικαιώματά του, δεν θα μπορούσαν, στην υπό κρίση περίπτωση, να εξυπηρετήσουν αποτελεσματικά τον σκοπό .

Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται δυνάμει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Λαμβανομένων υπόψη των συνθηκών του Αιτητή και των περιστατικών της υπόθεσης, δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.

 

 

 

                                Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.                   



[1] ECLI:EU:C:2022:858. Διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=%2BDirective%2B2013%252F33%252FEU&docid=267889&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=2731906#ctx1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/02/2024).

[2] ECLI:EU:C:2016:84. Βλέπε σκέψη 68. Διαθέσιμη σε  https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=174342&doclang=EL (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/02/2024).

[3] Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πρωτόκολλα Παραρτήματα της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δηλώσεις οι οποίες προσαρτώνται στην τελική πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία υιοθέτησε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας που υπογράφηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2007 Πίνακας αντιστοιχίας. Διαθέσιμη σε https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A12016ME%2FTXT  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/02/2024).

[4] ECLI:EU:C:2022:505. Διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=%2BDirective%2B2013%252F33%252FEU&docid=261930&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=2731906#ctx1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/02/2024).

[5] ECLI:EU:C:2020:511. Διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=228042&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=2747160 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/02/2024).

[6] ECLI:EU:C:2022:178. Διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=%2BDirective%2B2013%252F33%252FEU&docid=255425&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=2731906#ctx1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/02/2024).

[7] ECLI:EU:C:2022:616. Διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=%2BDirective%2B2013%252F33%252FEU&docid=263735&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=2731906#ctx1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 07/02/2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο