ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 3260/23

5 Φεβρουαρίου 2024

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.S. από Συρία

(M.P. No.: F18-0ΧΧΧ0, ARC 578ΧΧΧ1)

                                                                                            Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

1.   Υπουργού Εσωτερικών

2.   Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ν. Ζένιου (κ.) και Γ. Γιαννακού (κα), για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή.

Α. Ρούσου (κα) και Π. Βρυωνίδου (κα), Δικηγόροι για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την υπό εξέταση προσφυγή, ο Αιτητής ζητά από το Δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:

1.        Απόφαση ή και διαταγή του Δικαστηρίου δια της οποίας να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και αποστερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος η Απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 31/08/2023, δια της οποίας διατάσσεται η απέλαση του Αιτητή από την Κυπριακή Δημοκρατία στο Λίβανο το συντομότερο δυνατόν και η απαγόρευση εισόδου του στην Κύπρο (χωρίς χρονικό περιορισμό) ή/και

2.        Αναγνωριστική απόφαση του Δικαστηρίου ότι η απέλαση του Αιτητή από την Κυπριακή Δημοκρατία στο Λίβανο παραβιάζει το δικαίωμά του να προστατεύεται από την άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση σε χώρα που υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποστεί βασανιστήρια ή/και απάνθρωπη ή/και εξευτελιστική μεταχείριση ή/και τιμωρία, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων το Ανθρώπων ή/και

3.        Οποιανδήποτε άλλη Απόφαση ή/και Διαταγή το Σεβαστό Δικαστήριο ήθελε κρίνει δίκαιη ή/και εύλογη υπό τις περιστάσεις.

4.        Έξοδα πλέον έξοδα της επίδοσης.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα πραγματικά γεγονότα της παρούσας προκύπτουν μέσα από το διοικητικό φάκελο του Αιτητή (στο εξής «Δ.Φ.»), από τα όσα καταγράφονται και προσάγονται με την αίτηση ακυρώσεως του Αιτητή και δεν έχουν αμφισβητηθεί από τους Καθ' ων η Αίτηση, καθώς και από την ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση.

Σύμφωνα με τα ενώπιον μου στοιχεία, ο Αιτητής είναι ενήλικας, υπήκοος της Συρίας, γεννηθείς στο Edlib. (Ερ.43 Δ.Φ) Ο Αιτητής εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία. (Παράρτημα 2 της Ένστασης) Στις 03/04/2018 υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. (Ερ.2 Δ.Φ) Αφού εξετάστηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 20/12/2019 ότι αναγνωρίστηκε ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας καθώς η κατάσταση στη χώρα καταγωγής του χαρακτηρίζεται ως σοβαρή κατάσταση ένοπλης βίας, και τυχόν επιστροφή του θα εξέθετε τη ζωή του σε κίνδυνο. (Ερ.35-37 Δ.Φ)

Ο Αιτητής κατέχει ειδική άδεια παραμονής στη Δημοκρατία η οποία λήγει στις 31/07/2025. (Ερ.85 Δ.Φ)

Στις 23/08/2023 ο Αιτητής συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση ως ύποπτος, μετά από διάταγμα προσωποκράτησης που εξέδωσε το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού. Στις 31/08/2023 και αφού έληξε το διάταγμα της κράτησής του ως υπόπτου αφέθηκε ελεύθερος χωρίς οποιουσδήποτε όρους και χωρίς να καταχωρηθεί εναντίον του ποινική υπόθεση. (Παράρτημα 3 της αίτησης ακυρώσεως)

Στις 23/08/2023, με επιστολή των Καθ' ων η Αίτηση, ο Αιτητής ενημερώθηκε για την απόφασή τους να τον απελάσουν λόγω υποψίας εμπλοκής του σε εγκληματική οργάνωση στη Δημοκρατία και εκφοβισμού παράνομων μεταναστών και των οικογενειών τους, η οποία δημιουργεί βάσιμους λόγους να θεωρείται ως απειλή για την εθνική ασφάλεια και τη δημόσια τάξη. Με την ίδια επιστολή, ο Αιτητής ενημερώθηκε ότι έχει το δικαίωμα να υποβάλει γραπτώς ή προφορικώς τα επιχειρήματά του εναντίον της απόφασης για απέλασή του και για τον καθορισμό της χώρας στην οποία επιθυμεί να απελαθεί. (Παράρτημα 4 της Ένστασης)

Στις 31/08/2023 παραλήφθηκε από τους Καθ' ων η Αίτηση επιστολή των δικηγόρων του Αιτητή, ημερομηνίας 31/08/2023, δια της οποία ο Αιτητής υπέβαλε τις γραπτές του παραστάσεις σχετικά με την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση να τον απελάσουν. (Παράρτημα 3 της αίτησης ακυρώσεως)

Στις 31/08/2023 εκδόθηκαν διατάγματα κράτησης και απέλασης του Αιτητή στο Λίβανο, δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, και του άρθρου 29 του περί Προσφύγων Νόμου. (Παράρτημα 4 της Ένστασης)

  

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του Αιτητή με την αίτηση ακυρώσεως, τη γραπτή και απαντητική τους αγόρευση προωθούν πλείονες λόγους ακύρωσης.

Με τον πρώτο λόγο ακύρωσης, ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των διατάξεων της οδηγίας 2011/95/ΕΕ και του περί Προσφύγων Νόμου, ένεκα του ότι δεν είναι επιτρεπτή ή/και αποκλείεται η απέλαση προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας πριν την ανάκληση ή αποκλεισμό από το καθεστώς αυτό. (σελ.5-9 ΓΑΑ)

Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, ο Αιτητής υποβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε ή/και λήφθηκε χωρίς τη δέουσα ή/και επαρκή έρευνα ή/και χωρίς την δέουσα αιτιολογία. (σελ.9-21 ΓΑΑ) Είναι η θέση του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθώς δεν εξειδικεύεται η παράγραφος του άρθρου 29 του Νόμου στη βάση της οποίας αντλεί τη νομική της υπόσταση η απόφαση. Ο Αιτητής θεωρεί ότι από το λεκτικό της απόφασης προκύπτει πως αυτή εδράζεται επί της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 29. Υποστηρίζει ακόμη ότι δεν διενεργήθηκε ατομική αξιολόγηση των πραγματικών και νομικών στοιχείων που αφορούν το πρόσωπό του, και πως οι Καθ' ων η Αίτηση καταλήγουν γενικά και αόριστα ότι τον θεωρούν ύποπτο, ενώ οι αποφάσεις του ΔΕΕ καταδεικνύουν ότι ακόμη και εάν υπάρξει καταδίκη ενός προσώπου για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα – όχι απλή υποψία – δεν αρκεί από μόνη της για να κριθεί ένα πρόσωπο ως κίνδυνος για την κοινωνία του κράτους όπου βρίσκεται. Περαιτέρω, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι δεν διενεργήθηκε εξατομικευμένη έρευνα από τους Καθ' ων η Αίτηση αλλά από την ΥΑΜ που αποτελεί υπηρεσία με διαφορετικό ρόλο και αρμοδιότητα ενώ οι Καθ' ων η Αίτηση δεν προσκόμισαν στοιχεία που να δείχνουν τι έλαβαν υπόψη τους για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Προσθέτει,  ο Αιτητής, ότι αφενός το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να διεξάγει το ίδιο αυτή την ατομική αξιολόγηση της συμπεριφοράς του Αιτητή στο παρόν στάδιο και αφετέρου ότι θα έπρεπε η αξιολόγηση αυτή να είχε διενεργηθεί πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. (σελ.16 ΓΑΑ)

Ως τρίτο λόγο ακύρωσης, ο Αιτητής προωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασής του ή/και της αρχής της φυσικής δικαιοσύνης. (σελ.21-25 ΓΑΑ) Ειδικότερα ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι παρά το γεγονός ότι του δόθηκε επιστολή με την οποία του ζητείτο να εκφράσει τα επιχειρήματά του σχετικά με την απόφαση απέλασής του και τον τόπο απέλασής του, οι Καθ' ων η Αίτηση δεν προσδιόρισαν ούτε κατά προσέγγιση το χρονικό διάστημα εντός του οποίου ο Αιτητής θα έπρεπε να προβεί στην άσκηση του εκ του νόμου απορρέοντος δικαιώματός του, συνεπώς θα μπορούσε να ασκήσει αυτό εντός εύλογου χρόνου. Όπως συμπληρώνει, ο χρόνος για διευθέτηση συνάντησης στα κρατητήρια ικανοποιεί κατά τρόπο απόλυτο το κριτήριο του εύλογου χρόνου εντός του οποίου θα έπρεπε να ασκήσει τα δικαιώματά του. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι υπέβαλε τις θέσεις του με την επιστολή του ημερομηνίας 31/08/2023, αλλά αυτές δεν λήφθηκαν υπόψη καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε αυθημερόν και στην ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση δεν συμπεριλήφθηκε η επιστολή του.

Με έτερο λόγο ακύρωσης, ο Αιτητής προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι παράνομη καθότι εκδόθηκε ή/και λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο ή/και όργανο άλλο από τον Διευθυντή του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης. (σελ.25-27 ΓΑΑ)

Τέλος, ο Αιτητής προωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης, είτε αυτή είναι άμεση, είτε είναι έμμεση ή/και διατάσσει την απέλαση του Αιτητή σε χώρα όπου κινδυνεύει η ελευθερία του ή/και κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή/και απάνθρωπη ή/και εξευτελιστική μεταχείριση ή/και τιμωρία ή/και καταδίωξη κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ ή/και των άρθρων 29(4) ή/και 25 του Νόμου. (σελ.27-40 ΓΑΑ) Συγκεκριμένα, ο Αιτητής υποστηρίζει ότι η διαταγή για απέλασή του στο Λίβανο, μη ασφαλή χώρα, ενέχει κίνδυνο επαναπροώθησης του από εκεί στη Συρία, ήτοι στη χώρα καταγωγής του έναντι της οποίας εξασφάλισε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία. Παραπέμπει, ακόμη, σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του (COI) αλλά και τη χώρα όπου αποφασίστηκε η απέλασή.

Από την άλλη, οι ευπαίδευτες συνήγοροι των Καθ' ων η Αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Είναι η θέση των Καθ' ων η Αίτηση ότι υπάρχει εύλογος λόγος, από επαρκή μαρτυρία που έχει ενώπιον της η διοίκηση, ώστε να θεωρείται ότι ο Αιτητής  αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας. (παράγραφος 3.3 της ΓΑΚ) Οι Καθ' ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι το άρθρο 5 του Νόμου δεν υποχρεώνει τη διοίκηση να προβεί στον αποκλεισμό του Αιτητή πριν την έκδοση του διατάγματος απέλασης. Προσθέτουν δε πως ορθά και εύλογα εφάρμοσαν την πρόνοια του άρθρου 29 του Νόμου και πως η διακριτική εξουσία της Διευθύντρια του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης να κρίνει κατά πόσο ύποπτος για διάπραξη σοβαρών αδικημάτων μετά από μαρτυρία είναι ανεπιθύμητος μετανάστης είναι ευρεία, διότι αφορά την κυριαρχική εξουσία του κράτους. (παράγραφοι 4.4.3, 4.4.7 της ΓΑΚ) .Όπως ισχυρίζονται οι Καθ' ων η Αίτηση, η ύπαρξη επιστολών της ΥΑΜ και της Αστυνομίας εμπιστευτικού χαρακτήρα ήταν υπέρ του δέοντος αρκετές για να οδηγήσουν τη διοίκηση στο συμπέρασμα ότι η συμπεριφορά του Αιτητή αποτελεί άμεσο κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας. (παράγραφοι 4.5.10 της ΓΑΚ) Προσθέτουν ότι η επικινδυνότητα της συμπεριφοράς του Αιτητή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από το Δικαστήριο καθώς αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές, οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του Αιτητή στη Δημοκρατία. (παράγραφοι 4.5.12 της ΓΑΚ). Ως αναφέρουν, το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ίδιαν κρίση περί της επικινδυνότητας του Αιτητή. (παράγραφοι 4.5.13 της ΓΑΚ)

Επιπρόσθετα, οι Καθ' ων η Αίτηση ισχυρίζονται ότι το χρονικό περιθώριο μεταξύ 23/08/2023-31/08/2023 που δόθηκε στον Αιτητή για να υποβάλει τις θέσεις του ήταν εύλογο. Προσθέτουν ότι κατά την 23/08/2023, ο Αιτητής παρέλαβε την επιστολή με την οποία τον ενημέρωναν για την απόφασή τους να απελαθεί από τη Δημοκρατία αλλά δεν ανέφερε οτιδήποτε. Υποβάλλουν, ακόμη πως, ο Αιτητής μεταξύ 23/08/2023 - 31/08/2023 τύγχανε νομικής εκπροσώπησης στο πλαίσιο της διαδικασίας προσωποκράτησής του και ως εκ τούτου είχε το χρόνο και την ευκαιρία να ασκήσει το δικαίωμά του σε ακρόαση. (παράγραφοι 4.6.3 της ΓΑΚ) .Αποδέχονται, επίσης, ότι οι θέσεις του Αιτητή σε σχέση με την απόφασή τους να τον απελάσουν περιήλθαν εις γνώση τους σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος απέλασης και ισχυρίζονται ότι δεν οφείλαν να λάβουν υπόψη οποιαδήποτε μεταγενέστερα του χρόνου έκδοσης της απόφασης στοιχεία και/ή γεγονότα και/ή πράξεις. (παράγραφοι 4.6.5 της ΓΑΚ) Τέλος, υποβάλλουν ότι η πολιτική, ανθρωπιστική και οικονομική κατάσταση στην κοινωνία του Λιβάνου δεν ανέρχεται σε τέτοιο βαθμό ώστε η ύπαρξη και μόνο της παρουσίας του Αιτητή στο εν λόγω έδαφος να είναι αρκετή για να ισοδυναμεί με μεταχείριση, η οποία προσομοιάζει με βασανιστήρια ή με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, (παράγραφοι 4.8.12 της ΓΑΚ) αλλά ούτε και οι προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, υποστηρίζουν τη θέση ότι ο Αιτητής μετά την απέλασή του θα επαναπατριστεί από το Λίβανο στη Συρία. (παράγραφοι 4.8.15 της ΓΑΚ)

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων οι ευπαίδευτοι δικηγόροι του Αιτητή απέσυραν το νομικό ισχυρισμό του περί αναρμοδιότητας. Τα μέρη υιοθέτησαν τις θέσεις τους ως έχουν εκτεθεί λεπτομερώς ανωτέρω και αγόρευσαν επί αυτών.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Ως κύριο ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο υπήρξε η εξισορρόπηση τριών θεμελιωδών αξιών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφενός η προστασία σε περίπτωση απέλασης και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης κάθε προσώπου[1] και αφετέρου το δικαίωμα κάθε προσώπου στην ασφάλεια.[2] Ο λόγος ως προς τούτον τον προβληματισμό υπήρξε κατάθεση εμπιστευτικών ή απόρρητων εγγράφων στο Δικαστήριο, τα οποία διέθεταν οι Καθ' ων η Αίτηση και επί των οποίων βάσισαν την απόφασή τους, χωρίς όμως να δοθεί πλήρης πρόσβαση σε αυτά στον Αιτητή.

Κύρια αποστολή του παρόντος Δικαστηρίου είναι η εκατέρωθεν διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης των μερών και ιδίως του δικαιώματος άμυνας και υπεράσπισης του Αιτητή, ως βασική αρχή του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Εκ του δικαιώματος ακρόασης απορρέει και το δικαίωμα του Αιτητή να λάβει γνώση των εγγράφων και των στοιχείων των φακέλων που έχουν καταθέσει στο Δικαστήριο οι Καθ' ων η Αίτηση και να εκφέρει τη γνώμη του προτού το Δικαστήριο αποφανθεί επί της προσφυγής του κατά της προσβαλλόμενης απόφασης (C-159/21, GM κατά Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság κ.α., σκέψη 49, ημερ. 22/09/2022, ECLI:EU:C:2022:708[3]).

Ωστόσο, τα δικαιώματα υπεράσπισης του Αιτητή δεν είναι απόλυτα και ειδικότερα, το δικαίωμα του Αιτητή να έχει πρόσβαση στα στοιχεία του διοικητικού του φακέλου δύναται να περιοριστεί στην περίπτωση που το απαιτούν συμφέροντα που άπτονται της εθνικής ασφάλειας του κράτους. Αρκεί βεβαίως να υπάρχει κάποια στάθμιση μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων δικαιωμάτων, του δικαιώματος υπεράσπισης και του δικαιώματος της ασφάλειας, μέσω της πρόσβασης στο ουσιαστικό περιεχόμενων των λόγων επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση που προσβάλλει ο Αιτητής (C-159/21, GM κατά Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság κ.α., σκέψη 50-53, ημερ. 22/09/2022, ECLI:EU:C:2022:708).

Στα πλαίσια, λοιπόν, της πιο πάνω απόφασης οι Καθ΄ων η αίτηση  προβήκαν  σε  αποκάλυψη του ουσιώδους περιεχομένου των εγγράφων που έλαβαν υπόψη τους πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και έχει ακούσει τα μέρη επί όλων των κρίσιμων στοιχείων που είναι απαραίτητα σχετικά με την εξέταση της προσβαλλόμενης απόφασης. Κατ' αυτό τον τρόπο το δικαίωμα του Αιτητή σε κοινοποίηση των στοιχείων του διοικητικού του φακέλου έχει αντισταθμιστεί με την παροχή άλλης διαδικαστικής εγγύησης που είναι εν προκειμένω η πρόσβαση του Αιτητή στο ουσιώδες περιεχόμενο των εγγράφων δια της συνοπτικής παρουσίασής τους και η ακρόασή του επί της ουσίας αυτών (App. No. 35289/11, CASE OF REGNER v. THE CZECH REPUBLIC, 19/09/2017,  παρα. 160, ECLI:CE:ECHR:2017:0919JUD003528911[4], ABDALLA v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 96/2020, 8/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A233). Στη βάση των πιο πάνω αναφερόμενων ο Αιτητής απόσυρε την ενδιάμεση αίτηση του για αποκάλυψη εγγράφων.

Θέμα το οποίο, επίσης, απασχόλησε σοβαρά το Δικαστήριο ήταν και η έκταση της αρμοδιότητάς του όσον αφορά την εξέταση και κρίση επί της προσβαλλόμενης πράξης.

Παρατηρώ ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης εναντίον του εκδόθηκε βάσει του άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου αλλά και βάσει του άρθρου 14 του Κεφ. 105. 

Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου καθορίζεται από το άρθρο 11(2) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασία Νόμου του 2018 [73(1)/2018] και είναι συγκεκριμένη. Η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου περιορίζεται στην εξέταση των προσφυγών που υποβάλλονται δυνάμει του Άρθρου 146 κατά αποφάσεων ή πράξεων που εκδίδονται δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου ή κατά παραλείψεων οφειλόμενων ενεργειών δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου. Ως εκ τούτου, η εξέταση συμμόρφωσης της διοίκησης με οποιοδήποτε άλλο νομοθέτημα εκφεύγει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου.

Σε σχέση με το ζήτημα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αναφέρω, επιπρόσθετα, πως αυτή περιορίζεται στην εξέταση της νομιμότητας του προσβαλλόμενου διατάγματος και δεν είναι επιτρεπτή η εξέταση της ορθότητάς του. Σύμφωνοι επί τούτου ήταν και οι δικηγόροι των διαδίκων στην παρούσα, αφού αμφότεροι κάλεσαν το Δικαστήριο να εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση εντός αποκλειστικώς των ορίων της ακυρωτικής του δικαιοδοσίας.

Η απόφαση της αδελφής Δικαστού Ε. Ρήγα στην υπόθεση Α. Α. J ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Διευθύντριας Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, Υπόθεση Αρ. 363/2023, 20/7/2023, επί του ζητήματος της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου με βρίσκει σύμφωνη και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας. Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα της απόφασης σύμφωνα με την οποία:

«Προκύπτει συνεπώς εκ των ανωτέρω ότι, ο έλεγχος ορθότητας μίας πράξης της διοίκησης και ο κατ' επέκταση πλήρης και από τούδε και στο εξής έλεγχος (ex nunc), είναι άρρηκτα συνυφασμένος αλλά και περιοριζόμενος στις περιπτώσεις εκείνες κατά τις οποίες υπάρχει ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου. Και μάλιστα ο νομοθέτης, καθορίζει περαιτέρω ότι το Δικαστήριο προβαίνει σε ένα τέτοιο έλεγχο (ορθότητας κατά πλήρη δικαιοδοσία και ex nunc) σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα. Φρονώ συνεπώς ότι το παρόν Δικαστήριο είναι Δικαστήριο ουσίας, μόνο στις συγκεκριμένες και ρητά καθοριζόμενες στο νόμο περιπτώσεις, ενώ παραμένει ακυρωτικό Δικαστήριο σε όσες άλλες περιπτώσεις δεν εμπίπτουν στο συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο.

Η ως άνω εθνική διάταξη, βρίσκεται σε πλήρη σύμπνοια με τις επιταγές του σχετικού ενωσιακού δικαίου, ήτοι της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[12], οι σχετικές διατάξεις της οποίας έχουν ως ακολούθως:

[….]

Είναι κατά τούτο η κρίση μου, ότι υπό το φως και των δεδομένων της υπό κρίση υπόθεσης, ο έλεγχος που ασκεί το παρόν Δικαστήριο είναι ακυρωτικός και όχι ουσίας. Αυτή η κρίση συνεπικουρείται και από το γεγονός ότι κρίση του Δικαστηρίου για ακύρωση του προσβαλλόμενου διατάγματος, συνεπάγεται την εξαφάνιση του από τον νομικό κόσμο με αποτέλεσμα να μην απομένει οτιδήποτε, το οποίο να χρήζει εξέτασης επί της ουσίας του.» 

Έχοντας οριοθετήσει την εξουσία του Δικαστηρίου κατά το Νόμο, προχωρώ με την εξέταση των λόγων ακύρωσης του Αιτητή.

Σύμφωνα με το σύγγραμμα των Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλου και Βασίλειο Θ. Κονδύλη, ‘Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου’, Τόμος 2, 16η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 155, «[…] λόγοι που θεμελιώνουν την αίτηση ακυρώσεως, και συνεπώς επιφέρουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης (δηλαδή λόγοι ακυρώσεως), είναι: 1) η αναρμοδιότητα της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την πράξη, 2) η παράβαση ουσιώδους τύπου που έχει ταχθεί για την ενέργεια της πράξης, 3) η παράβαση κατ’ ουσία διάταξης νόμου και 4) η κατάχρηση εξουσίας. Η κατάταξη αυτών των λόγων ακυρώσεως διαμορφώθηκε κατά τη διάρκεια του προπερασμένου αιώνα από τους θεωρητικούς του γαλλικού διοικητικού δικαίου, και μάλιστα τον Laferriere, με τη συστηματική ανάλυση της νομολογίας του Conseil d’Etat, και την κατάταξη των αναφερόμενων σ’ αυτήν λόγων ακυρώσεως σε ορισμένες κατηγορίες431. […]» Όπως περαιτέρω αναφέρεται στο εν λόγω σύγγραμμα, σελ.156, οι λόγοι ακύρωσης «ερευνήθηκαν και στο πλαίσιο της εφαρμογής της αρχής της νομιμότητας» και «πολλοί συγγραφείς κατέταξαν συστηματικά τις προϋποθέσεις της νομιμότητας σε: α) στις σχετικές με την «εξωτερική» ή «τυπική» νομιμότητα (αυτές που αναφέρονται στο όργανο, από το οποίο προέρχεται η πράξη, και στη διαδικασία έκδοσής της) και β) στις σχετικές με την «εσωτερική» ή «ουσιαστική» νομιμότητα (τις αναφερόμενες στην αιτιολογία της πράξης, το αντικείμενο της και τον σκοπό της).»

Σύμφωνα με την Ευγενία Πρεβεδούρου, Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Δημοσίου Δικαίου, «[…] στην ελληνική έννομη τάξη, η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας δέχεται ότι η εξέταση των λόγων που ανάγονται στην αρμοδιότητα και τη διοικητική διαδικασία, αφορούν δηλαδή την τυπική ή εξωτερική νομιμότητα, προηγείται της εξέτασης των λόγων που ανάγονται στην εσωτερική νομιμότητα, όπως η νομιμότητα της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης πράξης (ΣτΕ 3222/2002).»[5]

Ως λόγος ακύρωσης που αφορά παράβαση ουσιώδους τύπου έχει κριθεί και «η παροχή στον διοικούμενο της δυνατότητας να ασκήσεις το δικαίωμα της προηγούμενης ακρόασης (ανωτ. αριθ.159), ΣΕ 2078/1976, 2274/2005450[6]

Ωστόσο, σύμφωνα και πάλι με τους Επαμεινώνδα Π. Σπηλιωτόπουλος και Βασίλειο Θ. Κονδύλη, «Για να είναι λυσιτελής ο σχετικός λόγος ακυρώσεως πρέπει να υπάρχει και αναφορά των ισχυρισμών που ο αιτών θα προέβαλε ενώπιον της Διοίκησης αν είχε κληθεί να ασκήσει το δικαίωμα της ακροάσεως (ΣΕ 4447/2012) και οι οποίοι είναι ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από τη Διοίκηση· βλ. ΣΕ 3578/2013, 1369/2014, 2301/2015, 689/2016, 1098/2016, 37/2017, 157/2017, 434/2020.»[7]

Έχοντας υπόψη μου τις πιο πάνω αρχές θα προχωρήσω κατά προτεραιότητα με το λόγο ακύρωσης που αφορά το δικαίωμα του σε ακρόαση.

Το δικαίωμα σε ακρόαση έχει απασχολήσει διαχρονικά τη κυπριακή νομολογία και έχει από πολύ νωρίς συνδεθεί άρρηκτα με τις αρχές και απαιτήσεις της «φυσικής δικαιοσύνης» και της «ισότητας των όπλων». Ενδεικτικά παραπέμπω στην υπόθεση ORPHANOU ν. REGISTRAR CO-OPERATIVE SOCIETIES (1985) 3 CLR 1022, όπου το Δικαστήριο έκρινε ότι:

«The respondent did not confirm with the mandatory provisions of s. 83 in that he did not obtain the notes of the proceedings and he did not give the applicant the opportunity of putting forward any representations which he wished to make.

He did not furnish the applicant, though repeatedly requested, with copies of the notes of the proceedings of the trial Court and of the Supreme Court. The fact that the applicant was an accused person some years earlier before the District Court does not, according to the principles expounded earlier on in this judgment, absolve the respondent from the obligation to furnish the applicant with copy of the notes. This is not a simple non-observance of procedural safeguards; it goes to the root of the right to defend and the right of audience. After all, as Frankfurter, J., said in Mc. Nabb v. United States, 318 U.S.: "The history of liberty has largely been the history of the observance of procedural safeguards".

The right to be heard is interwoven and inherently part of the right of defence. This right cannot by circumcision be limited to the right of physical presence before the Authority. A person charged has to be afforded the arms reasonably necessary for his defence.

In the present case the notes of the proceedings of the Courts who tried the criminal case were asked for by letters of counsel for the applicant. The need of same for the presentation of the case of the applicant was eloquently anddramatically stated on 23.3.84 to the respondent at the disciplinary proceedings.

The principle embodied in the maxim "audialteram par-tem" entails the right to be informed of the charge, to be furnished with all documents reasonably, necessary for the defence to be legally represented and to be afforded adequate opportunity to place his representations-before the tribunal. The decision maker has to act fairly, hear and consider the representations of the person charged and then proceed to reach his decision. Theprinciples of natural justice are fundamental rules, the breach of which prevents justice from being seen to be done. It cannot be validly argued that the seriousness of the offences for which the applicant was convicted was such as nothing which could have been said on behalf of the applicant would have in fluenced the mind of the applicant in the mental: process of reaching a decision as to the punishment to be imposed. There are, after all, degrees even of grave misconduct and explanations if not excuses for it. Had it been Otherwise, the hearing could have been only a useless formality, because the tribunal could not have Choice of sanction.

The respondent in reaching the sub judice decision did neither comply, with the requirements of s. 83 of the Civil Service Law nor conform substantially withthe rules of natural justice and failed to afford to the applicant adequate opportunity to exercise the right of hearing, to which he was entitled.»

Με των περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμο του 1999 (Ν.158(I)/1999), το δικαίωμα της ακρόασης κωδικοποιείται πλέον στο άρθρο 43 το οποίο προνοεί ότι:

«43.—(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης.

(2) Διοικητικό όργανο που προτίθεται να στηρίξει την απόφασή του σε ισχυρισμούς εναντίον ενός προσώπου οφείλει να παράσχει την ευκαιρία στο πρόσωπο αυτό να υποβάλει τις απόψεις του για τους ισχυρισμούς αυτούς.

(3) Το δικαίωμα ακρόασης ασκείται είτε αυτοπροσώπως είτε διά δικηγόρου της εκλογής του ενδιαφερομένου.

(4) Η ακρόαση του ενδιαφερομένου δεν είναι απαραίτητο να γίνεται προφορικά. Είναι αρκετό, αν ζητηθεί από αυτόν, να εκθέσει γραπτώς τις απόψεις του, εκτός αν ο νόμος ορίζει το αντίθετο.

(5) Το δικαίωμα ακρόασης αναγνωρίζεται και στην περίπτωση άσκησης ιεραρχικής προσφυγής, εκτός αν η νομοθετική διάταξη που προβλέπει την άσκηση της ιεραρχικής προσφυγής ρητά επιτρέπει στο αρμόδιο όργανο να μην παρέχει το δικαίωμα ακρόασης.

(6) Κάθε πρόσωπο το οποίο έχει δικαίωμα ακρόασης μπορεί, ύστερα από γραπτή αίτησή του, να λάβει γνώση των στοιχείων του σχετικού διοικητικού φακέλου. Το αρμόδιο διοικητικό όργανο μπορεί με αιτιολογημένη απόφασή του να απορρίψει ολόκληρο ή μέρος του αιτήματος, αν η ικανοποίησή του παραβλάπτει το υπηρεσιακό συμφέρον ή το συμφέρον τρίτου προσώπου.»

Το δικαίωμα της ακρόασης διασφαλίζεται όπου δίδεται στο διοικούμενο εύλογος ή επαρκής χρόνος ή ευκαιρία για να ακουσθεί. (PAPACLEOVOULOU ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 187).

Σύμφωνα με το σύγγραμμα των Ηλιάνα Νικολάου και Πέτρου Μιχαηλίδη, «Κυπριακό Διοικητικό Δίκαιο, Θεμελιώδεις αρχές – Δικαστικός έλεγχος», 2019, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σελ.90, «στην Κύπρο δεν ρυθμίζεται ο συγκεκριμένος χρόνος άσκησης του δικαιώματος ακρόασης. Όμως η νομολογία έχει δεκτεί ότι το δικαίωμα πρέπει να ασκείται το ταχύτερο δυνατό, ανάλογα μα τις ανάγκες της υπόθεσης και να αποφεύγεται οποιαδήποτε απόπειρα καθυστέρησης του μέτρου.»

Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι του Αιτητή έχουν αναπτύξει λεπτομερή επιχειρηματολογία όσον αφορά την παραβίαση του δικαιώματος του Αιτητή σε ακρόαση. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή άπτονται τόσο της διαδικαστικής εγγύησης που του εξασφαλίζει το άρθρο 29(2)(α) του περί Προσφύγων Νόμου να ακροασθεί όσο και της λυσιτέλειας που θα είχε η προβολή των ισχυρισμών του στην απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση.

Από την άλλη, οι Καθ’ ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι δεν παραβιάστηκε το δικαίωμα του Αιτητή σε ακρόαση. Ως ισχυρίζονται, δόθηκε εύλογος χρόνος στον Αιτητή για να εκθέσει τις θέσεις του επί της απόφασής των Καθ’ ων η Αίτηση για απέλασή του αλλά ουδέν έπραξε. Μάλιστα, υποβάλλουν ότι είναι η εντύπωσή τους πως όσος χρόνος και να παραχωρείτο στον Αιτητή για να ασκήσει το δικαίωμα του σε ακρόαση ποτέ δεν θα ήταν αρκετός γι’ αυτόν. Δέχονται δε μέσω της γραπτής τους αγόρευση πως παρέλαβαν την επιστολή των δικηγόρων του Αιτητή με την οποία εξέθετε τις παραστάσεις του για την απόφασή απέλασής του σε χρόνο μεταγενέστερο της έκδοσης του προσβαλλόμενου διατάγματος, παρά το γεγονός ότι τόσο η ειρημένη επιστολή και το προσβαλλόμενο διάταγμα συντάχθηκαν την ίδια ημέρα.

Το δικαίωμα του Αιτητή σε ακρόαση διαφυλάσσεται από το άρθρο 29(2)(α) του Νόμου και αποτελεί ουσιώδη τύπο της διοικητικής πράξης που τον αφορά, ήτοι του διατάγματος απέλασής του. Με βάση τα ενώπιον μου δεδομένα, διαφαίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς προηγουμένως να ακουσθεί ο Αιτητής. Είναι δε εξόφθαλμο για τους λόγους που έχω εκθέσει ανωτέρω, ότι το δικαίωμα του Αιτητή σε ακρόαση έχει παραβιαστεί. Όμως, η διαπίστωση αυτή δεν επαρκεί για να οδηγηθώ στο συμπέρασμα ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα πρέπει να ακυρωθεί. Προηγείται η εξέταση των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αυτοί καταγράφονται εναργώς τόσο στην επιστολή του προς τους Καθ’ ων η Αίτηση, η οποία αποτελεί το Παράρτημα 3 στην αίτηση ακυρώσεώς του, όσο και στις γραπτές του αγορεύσεις, ώστε να διαφανεί κατά πόσον αυτοί θα ήταν ουσιώδεις, υπό την έννοια ότι θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην εκτίμηση των πραγμάτων από τους Καθ’ ων η Αίτηση.

Επομένως, μελετώντας με προσοχή τους ισχυρισμούς του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτοί εδράζονται σε δύο επίπεδα. Πρώτον, οι ισχυρισμοί του Αιτητή σχετίζονται με την κρίση της διοίκησης ότι υπάρχει εύλογος λόγος να θεωρείται κίνδυνος για την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Ο Αιτητής επιχειρηματολογεί ότι ουδέποτε καταδικάσθηκε για κάποιο ποινικό αδίκημα και το γεγονός ότι δεν ανανεώθηκε η προσωποκράτησή του υποδεικνύει ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να θεμελιώνουν τις υποψίες των Καθ’ ων η Αίτηση ότι αυτός εμπλέκεται σε κάποια παράνομη δραστηριότητα. Δεύτερον, ο Αιτητής προβάλλει ισχυρισμούς όσον αφορά τη χώρα στην οποία αποφασίστηκε να απελαθεί, δηλαδή στο Λίβανο, και υποστηρίζει πως απέλαση του στο Λίβανο θα συνιστά άμεση ή έμμεση επαναπροώθησή του.

Θα εξετάσω τους ισχυρισμούς του Αιτητή και ως προς τις δύο τους πτυχές.

Εν πρώτοις, επαναλαμβάνω ότι το Δικαστήριο δεν θα υπεισέλθει σε ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών που είχε ενώπιον της η διοίκηση, αλλά ως υποχρεούται θα ελέγξει τις πληροφορίες και τη διαδικασία εκτίμησης των εν λόγω πληροφοριών από τη διοίκησή ως προς το νόμιμό τους. Στο τέλος της εξέτασης αυτής θα πρέπει το παρόν Δικαστήριο να καταλήξει ότι υπήρχαν ενώπιον της διοίκησης εκείνα τα στοιχεία που παρείχαν επαρκές πραγματικό έρεισμα και δικαιολογούσαν την εκτίμηση και την άσκηση της ευρείας ευχέρειας της διοίκησης, να καταλήξει ότι ο Αιτητής συνιστά απειλή για την εθνική τάξη και δημόσια ασφάλεια.

Η νομιμότητα του διατάγματος απέλασης του Αιτητή εξετάζεται σε συνάρτηση με την προστασία της εθνικής ασφάλειας της Δημοκρατίας, που είναι και ο λόγος απέλασης του Αιτητή. Κατά την εν λόγω διαδικασία, το παρόν Δικαστήριο δεν δύναται να εξαγάγει δική του κρίση ως προς το κατά πόσο τα στοιχεία που έχει ενώπιον του καθιστούν τον Αιτητή επικίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους. Αντίθετα, ο ρόλος του παρόντος Δικαστηρίου είναι έλεγχος νομιμότητα της απόφασης της διοίκησης. Σχετικά με αυτή την εξουσία του Δικαστηρίου παραπέμπω στην απόφαση ALABDALLA v. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., ΕΦΕΣΗ ΚΑΤΑ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΑΡ. 81/19, 20/7/2021, στην οποία επιβεβαιώθηκαν τα εξής:

«Σε θέματα εθνικής ασφάλειας το Δικαστήριο, σύμφωνα με τη νομολογία, δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η Διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται θέμα κρατικής ασφάλειας, ζητήματα για τα οποία έχει ευρείαν διακριτική ευχέρεια.  Η εκτίμηση των στοιχείων ή πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια γίνεται από τη διοίκηση ενώ το Δικαστήριο περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της  (βλ. Bekefi ν. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30.6.2016), ECLI:CY:AD:2016:C317.  Στην πρόσφατη υπόθεση Al Lakoud v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 95/2020, ημερομηνίας 8/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A232, ECLI:CY:AD:2021:A232που αφορούσε σε έλεγχο της νομιμότητας της διάρκειας κράτησης, αποφασίστηκε ότι «το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας ενός αιτητή.  Μπορεί, βεβαίως, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της όλης διαδικασίας να ελέγξει τις πληροφορίες - εφόσον τέτοιος έλεγχος δεν μπορεί να διενεργηθεί χωρίς στοιχεία - χωρίς, ωστόσο, να υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, ήτοι χωρίς να τις αξιολογεί για να αποφανθεί κατά πόσο η απόφαση της Διοίκησης ήταν ορθή ή η ενδεδειγμένη».»

Η αρχή σύμφωνα με την οποία το Δικαστήριο δεν μπορεί να ερευνήσει λόγους που συνδέονται με θέματα εθνικής ασφάλειας καθώς το έργο αυτό ανήκει κατ' εξοχήν στην εκτελεστική εξουσία επιβεβαιώνεται και στην υπόθεση AL LAKOUD v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 77/2020, 8/6/2021, ECLI:CY:AD:2021:A231. Συγκεκριμένα το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι:

«Όπως ορθά επισημάνθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, το Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει στους λόγους που η Διοίκηση αποφάσισε ότι τίθεται ζήτημα ασφάλειας του Κράτους. Και τούτο από την άποψη ότι αυτά είναι ζητήματα για τα οποία το Κράτος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια. Η ενεργός Διοίκηση είναι κατ' εξοχή το όργανο στο οποίο εναποτίθεται η ευθύνη για εκτίμηση των γεγονότων, ιδιαιτέρως όταν υπεισέρχονται στην εικόνα εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικές με θέματα κρατικής ασφάλειας ή που ευλόγως προκαλούν ανησυχία για τη δημόσια ασφάλεια (Stoyanov v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 718/2012, ημερ. 26/2/2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151). Το Δικαστήριο δεν μπορεί να ασκήσει ιδίαν κρίση περί της επικινδυνότητας ενός αιτητή. Μπορεί, βεβαίως, στο πλαίσιο ελέγχου της νομιμότητας της όλης διαδικασίας να ελέγξει τις πληροφορίες - εφόσον τέτοιος έλεγχος δεν μπορεί να διενεργηθεί χωρίς στοιχεία - χωρίς, ωστόσο, να υπεισέρχεται στην ουσιαστική εκτίμηση των πληροφοριών, ήτοι χωρίς να τις αξιολογεί για να αποφανθεί κατά πόσο η απόφαση της Διοίκησης ήταν ορθή ή η ενδεδειγμένη. (Bekefi v. Δημοκρατίας, Αναθεωρητική Έφεση αρ. 42/2013, ημερ. 30/6/2016, ECLI:CY:AD:2016:C317). Και είναι αυτό το οποίο έπραξε, στην προκείμενη περίπτωση, εφόσον μέσω της διαδικασίας που περιγράφηκε ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο διήλθε των σχετικών εγγράφων που του παραδόθηκαν διαπιστώνοντας το ίδιο με αυτό τον τρόπο ότι επρόκειτο για απόρρητες πληροφορίες αναφορικά με δραστηριότητα του Εφεσείοντα, σχετιζόμενη με ζητήματα εθνικής ασφάλειας.»

Εξετάζοντας τον πρώτο βασικό ισχυρισμό των Αιτήτων επί του εξεταζόμενου λόγου ακύρωσης, ήτοι ότι δεν υπάρχει πλήρης νομική αιτιολογία της απόφασης αφού δεν εξειδικεύεται η παράγραφος του άρθρου 29 του Νόμου επί του οποίου στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, παρατηρώ ότι πράγματι δεν έχει εξειδικευθεί η ειδικότερη διάταξη στην οποία βασίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση. Ωστόσο, τόσο το λεκτικό του προσβαλλόμενου διατάγματος όσο και της επιστολής ημερομηνίας 23/08/2023 με την οποία ενημερωνόταν ο Αιτητής για την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση να εκδώσουν διάταγμα απέλασης, καθιστούν απόλυτα σαφές ότι ο κανόνας δικαίου επί του οποίου εδράζεται η προσβαλλόμενη απόφαση είναι το άρθρο 29(1)(α). Από το διάταγμα ημερομηνίας 31/08/2023 και την επιστολή 23/08/2023, καθίσταται σαφές ότι ο Αιτητής θεωρείται ύποπτος, δυνάμει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 29 και όχι επειδή έχει καταδικασθεί τελεσίδικα για κάποιο αδίκημα, ως η παράγραφος (β) του εδαφίου (2) προνοεί. Δια των εν λόγω επιστολών/αποφάσεων, είναι, επίσης, επιτρεπτό στο παρόν Δικαστήριο να γνωρίζει ότι η απέλαση αποφασίστηκε επειδή ο Αιτητής θεωρήθηκε κίνδυνος για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, δυνάμει της παραγράφου (α) και όχι κίνδυνος για την κυπριακή κοινωνία, δυνάμει της παραγράφου (β).

Εξετάζοντας τη θέση των δικηγόρων του Αιτητή σύμφωνα με την οποία η καταδίκη ενός προσώπου για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για να κριθεί το εν λόγω πρόσωπο κίνδυνος για την κοινωνία του κράτους, αναφέρω τα εξής. Η έννοια του κινδύνου για την ασφάλεια της Δημοκρατίας ως αυτή προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 29 του Νόμου όχι μόνο δεν προϋποθέτει την ύπαρξη καταδίκης αλλά ούτε καν απαιτείται η πράξη για την οποία κρίνεται ύποπτο το πρόσωπο να είναι απαγορευμένη στην εθνική έννομη τάξη. Επί της άποψης αυτή παραπέμπω στην υπόθεση Βekefi Kristian και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 3 ΑΑΔ 437, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο με αναφορά στη νομολογία του ΔΕΚ (νυν ΔΕΕ) έκρινε ότι:

«Συμπεριφορά που συνιστά απειλή υπό την παραπάνω έννοια, όχι μόνο δεν προϋποθέτει - ως προς τον χαρακτηρισμό της - δικαστική αξιολόγηση και απόφαση (τηρουμένης πάντα της δυνατότητας δικαστικού ελέγχου), αλλ' ούτε πρέπει κατ' ανάγκην να συνδέεται με παράνομη δραστηριότητα ή δραστηριότητα που είναι απαγορευμένη για τους πολίτες του κράτους μέλους. Στην υπόθεση Van Duyn, Case 41/74, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε αρνηθεί σε μία Ολλανδή υπήκοο άδεια εισόδου για να εργασθεί ως γραμματέας στην «Εκκλησία της Επιστημονολογίας» (Church of Scientology). Η αγγλική κυβέρνηση θεωρούσε ότι οι δραστηριότητες της εν λόγω οργάνωσης αντίβαιναν στη δημόσια τάξη και συνιστούσαν κοινωνικό κίνδυνο. Οι δραστηριότητες όμως της οργάνωσης δεν μπορούσαν να απαγορευθούν με βάση τον ισχύοντα νόμο. Εκείνο που η κυβέρνηση έκρινε ότι μπορούσε να πράξει προς αντιμετώπιση του προβλήματος, ήταν να εμποδίζει πολίτες άλλων χωρών από του να εισέρχονται στο Ηνωμένο Βασίλειο με σκοπό την άσκηση δραστηριοτήτων στα πλαίσια της εν λόγω οργάνωσης, όπως και έγινε στη συγκεκριμένη περίπτωση. Η Van Duyn προσέφυγε στην αγγλική δικαιοσύνη και προέκυψε το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα προς το ΔΕΚ, αναφορικά με την ερμηνεία του ισχύοντος τότε Άρθρου 48 της Συνθήκης, αντίστοιχου με το ισχύον Άρθρο 27.2 και του Άρθρου 3 της σχετικής τότε Οδηγίας 64/221: 

[….]

Το Δικαστήριο, αφού υπογράμμισε ότι η έννοια της δημόσιας τάξης κατά το κοινοτικό δίκαιο πρέπει να ερμηνεύεται στενά, αναγνώρισε ότι υφίσταται περιθώριο εκτίμησης των αρμοδίων εθνικών αρχών, μέσα στα όρια που θέτει η Συνθήκη, εφόσον οι ειδικές συνθήκες που θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την προσφυγή στην έννοια της δημόσιας τάξης, δυνατόν να ποικίλουν ανάλογα με τη χώρα και τη χρονική περίοδο. Ως εκ τούτου, έγινε δεκτό ότι ένα κράτος μέλος του οποίου οι αρμόδιες αρχές έχουν λάβει διοικητικά μέτρα εναντίον των δραστηριοτήτων μιας συγκεκριμένης οργάνωσης, καθορίζοντας σαφώς τη στάση τους έναντί της και χαρακτηρίζοντάς τις ως κοινωνικό κίνδυνο, μπορεί να επικαλεστεί την έννοια της δημόσιας τάξης χωρίς καν να είναι υποχρεωμένο να τις απαγορεύσει. Έγινε, μάλιστα, δεκτό ότι το κράτος μέλος δικαιούται για λόγους δημόσιας τάξης να εμποδίζει πολίτη άλλου κράτους μέλους να ασκεί στο έδαφός του μισθωτές δραστηριότητες, στο πλαίσιο μιας ομάδας ή οργάνωσης, έστω και αν στους δικούς του πολίτες δεν επιβάλλει τέτοιο περιορισμό. Εξ άλλου αναγνωρίσθηκε ότι αποτελεί αρχή του διεθνούς δικαίου ότι ένα κράτος δεν μπορεί να αρνείται στους δικούς του πολίτες το δικαίωμα εισόδου και διαμονής στο έδαφός του. Αντίθετα, μπορεί, για λόγους δημοσίας τάξεως, να αρνηθεί σε πολίτη άλλου κράτους μέλους την εφαρμογή της αρχής της ελεύθερης κυκλοφορίας των εργαζομένων. Με αυτό το σκεπτικό το Δικαστήριο απάντησε στο σχετικό ερώτημα ως ακολούθως: 

«Το Άρθρο 48 της Συνθήκης ΕΟΚ και το Άρθρο 3, πρώτη παράγραφος της οδηγίας 64/221 πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι ένα κράτος μέλος, επικαλούμενο τους περιορισμούς που δικαιολογούνται από τη δημόσια τάξη, μπορεί να λάβει υπόψη, ως αφορών την προσωπική συμπεριφορά του ενδιαφερομένου, το γεγονός ότι αυτός ανήκει σε ομάδα ή οργάνωση, οι δραστηριότητες της οποίας θεωρούνται από το κράτος μέλος ως κοινωνικός κίνδυνος, χωρίς εντούτοις να είναι απαγορευμένες, τούτο δε ακόμη και αν δεν επιβάλλεται κανένας περιορισμός στους υπηκόους του κράτους αυτού, που επιθυμούν να ασκήσουν δραστηριότητες ανάλογες με αυτές τις οποίες ο υπήκοος άλλου κράτους μέλους πρόκειται να ασκήσει, στο πλαίσιο αυτών των ίδιων ομάδων η οργανώσεων»

(ο τονισμός είναι δικός μου)

Το άρθρο 29(1)(α) προνοεί ότι «ο Διευθυντής δικαιούται να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας όταν υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.» Απαιτείται άρα η ύπαρξη λόγου για να θεωρηθεί ένα πρόσωπο κίνδυνος για την ασφάλεια της Δημοκρατίας αλλά και ως πρόσθετη προϋπόθεση ο λόγος αυτός να είναι εύλογος.

Οι έννοιες της εθνικής ασφάλειας ή της δημόσιας τάξης δεν ορίζονται στις οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αφορούν αιτητές και/ή κατόχους διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διασφαλίζεται ότι η εθνική ασφάλεια παραμένει στην ευθύνη κάθε κράτους μέλους.[8]

Ωστόσο, το ΔΕΕ έχει οριοθετεί την εννοιολογική προσέγγιση των όρων της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας τάξης και από τη νομολογία αντλούμε χρήσιμες κατευθύνσεις.

Στην απόφαση του ΔΕΕ, C‑8/22, XXX κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερομηνίας 06/07/2023, ECLI:EU:C:2023:542, κρίθηκε ότι:[9]

«48      Προκειμένου να προσδιοριστεί, πρώτον, το περιεχόμενο της κατά την ως άνω διάταξη έννοιας του «κινδύνου για την κοινωνία», υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, μπορεί να θεωρηθεί ότι πολίτης της Ένωσης που έχει κάνει χρήση του δικαιώματός του για ελεύθερη κυκλοφορία και ορισμένα μέλη της οικογένειάς του συνιστούν απειλή για τη δημόσια τάξη μόνον εάν η ατομική συμπεριφορά τους συνιστά πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, η οποία θίγει θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους [απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, G.S. και V.G. (Απειλή για τη δημόσια τάξη), C‑381/18 και C‑382/18, EU:C:2019:1072, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

[…]

56      Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η χρήση της φράσης «κίνδυνος για την κοινωνία» αντί της αναφοράς στη «δημόσια τάξη» εκφράζει μια επιλογή να καθιερωθεί ένα κριτήριο ουσιωδώς διαφορετικό από εκείνο της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, δεδομένου ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται τόσο στο άρθρο 14, παράγραφος 4, όσο και στο άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 αντικατοπτρίζουν, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας απόφασης, τους όρους που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Γενεύης.

57      Αντιθέτως, από τη νομολογία του Δικαστηρίου συνάγεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 21, παράγραφος 2, της οδηγίας, το οποίο, όπως προκύπτει από τη σκέψη 38 της παρούσας απόφασης, πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με το άρθρο 14, παράγραφος 4, εξαρτάται από προϋποθέσεις αυστηρότερες από εκείνες που ισχύουν για την εφαρμογή του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιουνίου 2015, T., C‑373/13, EU:C:2015:413, σκέψεις 72, 74 και 75).

58      Επιπλέον, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της γενικής οικονομίας της οδηγίας 2011/95, τα σοβαρά εγκλήματα που διέπραξε ένας υπήκοος τρίτης χώρας πριν γίνει δεκτός ως πρόσφυγας δικαιολογούν την εφαρμογή της ρήτρας αποκλεισμού που προβλέπεται στο άρθρο 12, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, της οδηγίας, ενώ βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 4, και του άρθρου 21, παράγραφος 2, της οδηγίας μπορεί να ληφθεί υπόψη ο ενεστώς κίνδυνος τον οποίο συνιστά ο υπήκοος τρίτης χώρας (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2010, B και D, C‑57/09 και C‑101/09, EU:C:2010:661, σκέψη 101).

Στην απόφαση του ΔΕΕ, C‑373/13, H. T. κατά Land Baden-Württemberg, ημερομηνίας 24/06/2015, ECLI:EU:C:2015:413, λέχθηκαν τα εξής σχετικά:[10]

«77   Το Δικαστήριο όμως έχει ερμηνεύσει τις έννοιες «εθνική ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» στο πλαίσιο των άρθρων 27 και 28 της οδηγίας 2004/38. Μολονότι η τελευταία αυτή οδηγία επιδιώκει διαφορετικούς σκοπούς από εκείνους της οδηγίας 2004/83 και μολονότι τα κράτη μέλη παραμένουν ελεύθερα να καθορίζουν σύμφωνα με τις εθνικές τους ανάγκες, που ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το κράτος μέλος και τη χρονική περίοδο, τις απαιτήσεις της δημόσιας τάξης και της δημόσιας ασφάλειας (απόφαση I., C‑348/09, EU:C:2012:300, σκέψη 23 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία), είναι βέβαιο ότι ο βαθμός στον οποίο μια κοινωνία προτίθεται να προστατεύσει τα θεμελιώδη της συμφέροντα δεν επιτρέπεται να ποικίλλει ανάλογα με το νομικό καθεστώς του προσώπου που θίγει τα θεμελιώδη αυτά συμφέροντα.

[…]

79      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο έχει ερμηνεύσει την έννοια «δημόσια τάξη» στο πλαίσιο της οδηγίας 2004/38, και ειδικότερα των άρθρων 27 και 28 της συγκεκριμένης οδηγίας, διευκρινίζοντας ότι για να γίνει επίκληση της έννοιας αυτής πρέπει εν πάση περιπτώσει, εκτός της διασάλευσης της κοινωνικής τάξης, την οποία συνεπάγεται κάθε παράβαση του νόμου, να υφίσταται πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας (βλ., ιδίως, απόφαση Byankov, C‑249/11, EU:C:2012:608, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

[…]

80      Στο πλαίσιο αυτό, και όσον αφορά ειδικότερα την οδηγία 2004/83, πρέπει να υπομνηστεί ότι, όπως καθιστά σαφές η αιτιολογική της σκέψη 28, οι έννοιες «εθνική ασφάλεια» και «δημόσια τάξη» καλύπτουν και τις περιπτώσεις στις οποίες υπήκοος τρίτης χώρας είτε ανήκει σε οργάνωση που υποστηρίζει τη διεθνή τρομοκρατία είτε παρέχει στήριξη σε οργάνωση αυτού του είδους.»

(ο τονισμός είναι δικός μου)

Με την έννοια του «εύλογου» καταπιάστηκε το ΔΕΕ στην απόφασή του στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις C‑715/17, C‑718/17 και C‑719/17, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά Δημοκρατίας της Πολωνίας κ.λπ, ημερομηνίας 02/04/2020,  ECLI:EU:C:2020:257, που σχετίζονταν με ζήτημα που ανέκυψε κατά τη μετεγκατάσταση αιτητή διεθνούς προστασίας.[11] Το παρόν Δικαστήριο αντλεί χρήσιμη καθοδήγηση από την ανάλυση του όρου «εύλογος» σε συνάρτηση με τον έννοια του «κινδύνου για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη», όπως αναλύθηκε από το ΔΕΕ. Παραπέμπω σχετικά στις παραγράφους 156-159 της εν λόγω απόφασης: 

«156    Όσον αφορά τους λεγόμενους «εύλογους» λόγους για να θεωρηθεί ότι ο αιτών διεθνή προστασία συνιστά «κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη» στο έδαφος του οικείου κράτους μέλους μετεγκατάστασης, οι οποίοι επιτρέπουν στο κράτος αυτό, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 4, καθεμίας από τις αποφάσεις 2015/1523 και 2015/1601, να μην εγκρίνει τη μετεγκατάσταση αιτούντος διεθνή προστασία ο οποίος έχει υποδειχθεί από την Ελληνική Δημοκρατία ή την Ιταλική Δημοκρατία και, δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 7, καθεμίας από τις αποφάσεις αυτές, να αρνηθεί τη μετεγκατάσταση αιτούντος διεθνή προστασία, οι λόγοι αυτοί, δεδομένου ότι πρέπει να είναι «εύλογοι», και όχι «σοβαροί», και δεν αφορούν κατ’ ανάγκην σοβαρό έγκλημα που έχει ήδη διαπραχθεί ή σοβαρό μη πολιτικό έγκλημα που διαπράχθηκε εκτός της χώρας ασύλου προτού ο ενδιαφερόμενος γίνει δεκτός ως πρόσφυγας, αλλά απαιτούν απλώς να αποδεικνύεται η ύπαρξη «κινδύνου για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη», αφήνουν σαφώς ευρύτερη διακριτική ευχέρεια στα κράτη μέλη μετεγκατάστασης απ’ ό,τι οι σοβαροί λόγοι για την εφαρμογή των διατάξεων αποκλεισμού που περιλαμβάνονται στα άρθρα 12 και 17 της οδηγίας 2011/95.

157    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι το γράμμα του άρθρου 5, παράγραφοι 4 και 7, καθεμίας από τις αποφάσεις 2015/1523 και 2015/1601 διαφέρει, μεταξύ άλλων, από εκείνο του άρθρου 27, παράγραφος 2, της οδηγίας 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με το δικαίωμα των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους να κυκλοφορούν και να διαμένουν ελεύθερα στην επικράτεια των κρατών μελών, για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 1612/68 και την κατάργηση των οδηγιών 64/221/ΕΟΚ, 68/360/ΕΟΚ, 72/194/ΕΟΚ, 73/148/ΕΟΚ, 75/34/ΕΟΚ, 75/35/ΕΟΚ, 90/364/ΕΟΚ, 90/365/ΕΟΚ και 93/96/ΕΟΚ (ΕΕ 2004, L 158, σ. 77, και διορθωτικό ΕΕ 2004, L 229, σ. 35), το οποίο ορίζει ότι η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου ατόμου πρέπει να συνιστά «πραγματική, ενεστώσα και αρκούντως σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας» του οικείου κράτους μέλους. Συνεπώς, η έννοια του «κινδύνου για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη» κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις των αποφάσεων 2015/1523 και 2015/1601 πρέπει να ερμηνεύεται ευρύτερα απ’ ό,τι ερμηνεύεται στη νομολογία που αφορά τα πρόσωπα τα οποία απολαύουν του δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας. Η έννοια αυτή μπορεί, μεταξύ άλλων, να περιλαμβάνει δυνητικές απειλές για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 4ης Απριλίου 2017, Fahimian, C-544/15, EU:C:2017:255, σκέψη 40, καθώς και της 12ης Δεκεμβρίου 2019, E.P. (Απειλή για τη δημόσια τάξη), C-380/18, EU:C:2019:1071, σκέψεις 29 και 32].

158    Επομένως, πρέπει να αναγνωρίζεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στις αρμόδιες αρχές των κρατών μελών μετεγκατάστασης όταν αυτές κρίνουν αν υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος καλείται να μετεγκατασταθεί συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη στο έδαφός τους [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, E.P. (Απειλή για τη δημόσια τάξη), C‑380/18, EU:C:2019:1071, σκέψη 37].

159    Πάντως, οι εύλογοι λόγοι για να θεωρηθεί ο αιτών διεθνή προστασία ως κίνδυνος για την εθνική ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη, όπως ακριβώς και οι σοβαροί λόγοι για την εφαρμογή των διατάξεων αποκλεισμού που περιλαμβάνονται στα άρθρα 12 και 17 της οδηγίας 2011/95, μπορούν να προβληθούν από τις αρχές του κράτους μέλους μετεγκατάστασης μόνον εφόσον υφίστανται συγκλίνοντα, αντικειμενικά και συγκεκριμένα στοιχεία βάσει των οποίων δημιουργούνται υπόνοιες ότι ο εν λόγω αιτών συνιστά τέτοιο ενεστώτα ή δυνητικό κίνδυνο [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, E.P. (Απειλή για τη δημόσια τάξη), C-380/18, EU:C:2019:1071, σκέψη 49] και μόνον αφού οι αρχές αυτές προβούν, για κάθε αιτούντα που προτείνεται για μετεγκατάσταση, σε εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών των οποίων έχουν λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνουν αν, κατόπιν σφαιρικής εξέτασης όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, συντρέχουν τέτοιοι εύλογοι λόγοι.»

(ο τονισμός είναι δικός μου)

Σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση του ΔΕΕ, προκύπτει ότι η έννοια του εύλογου δεν μπορεί παρά να αξιολογείται ως η ύπαρξη συγκλινόντων, αντικειμενικών και συγκεκριμένων στοιχείων ακόμα και εάν αυτά αφορούν δυνητικές απειλές.

Καθοδήγηση αντλείται και μέσα από την εθνική νομολογία, η οποία, επίσης, φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον όρο του «εύλογου» ως «επάρκεια» του πραγματικού ερείσματος της αμφισβητούμενης πράξης της διοίκησης. Και στην κυπριακή νομολογία φαίνεται ότι ο ενεστώς κίνδυνος από την συμπεριφορά του ατόμου δεν απαιτείται να τεκμηριώνεται στη βάση διαπίστωσης προηγούμενης, παρελθούσας καταδίκης του ατόμου. Αρκεί τα στοιχεία να προκαλούν ευλόγως ανησυχία. Όπως ευκρινώς λέχθηκε στην υπόθεση FLORIN PUSCASU ν. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 771/2012, 12/9/2014, ECLI:CY:AD:2014:D674:

«[…] Στην υπόθεση Svetoslav Stoyanov v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 718/2012, ημερ. 26.2.2014, ECLI:CY:AD:2014:D151, ECLI:CY:AD:2014:D151, αναφέρθηκαν από αυτό το Δικαστήριο τα πιο κάτω τα οποία και υιοθετούνται σε σχέση με το όλο νομοθετικό και νομολογιακό πλέγμα και ερμηνεία που διέπει τις υποθέσεις του είδους: […]

Στα πλαίσια της κυριαρχίας του κράτους και στη βάση της εξέτασης κατά πόσο συμπεριφορά συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, υποδείχθηκε στην απόφαση Svetlin Lilyanchov Dichev v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 309/2012, ημερ. 15.11.2013, ότι η συμπεριφορά αυτή μπορεί να διαπιστωθεί και χωρίς καταδικαστική απόφαση από Δικαστήριο.  Αρκεί να υπάρχουν πληροφορίες και αξιόπιστες πηγές οι οποίες να προκαλούν ανησυχίες αναφορικά με την παρουσία του αλλοδαπού στη Δημοκρατία.  Συναφώς στην Eddine v. Δημοκρατία (2008) 3 Α.Α.Δ. 95, αποφασίστηκε ότι «το κράτος δεν έχει την υποχρέωση να υποστηρίξει την απορριπτική του θέση με στοιχεία που θα δικαιολογούσαν με θετικό τρόπο τη μη συνέχιση της παραμονής του στην Κύπρο.».  Αρκεί να παρέχεται επαρκώς πραγματικό έρεισμα για την αρνητική απόφαση εφόσον υπάρχουν και συγκεντρώνονται από κατάλληλες βέβαια πηγές πληροφορίες που προκαλούν ανησυχία.  Ακόμη και γενικές ενδείξεις μπορούν δικαιολογημένα να αιτιολογήσουν αρνητική απόφαση, η όποια δε αμφιβολία επενεργεί υπέρ της Δημοκρατίας, στα πλαίσια του προεξάρχοντος κυριαρχικού της δικαιώματος να ελέγχει ποιοι διακινούνται και διαμένουν  στο έδαφος της, (Moyo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 1203 και Ananda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583).»

Τα δεδομένα που έχουν συνοπτικά αναφερθεί προηγουμένως με τις λεπτομέρειες τους να ανευρίσκονται στον διοικητικό φάκελο, εύλογα δικαιολογούν την απόφαση των καθ΄ ων να προβούν στην έκδοση των προσβαλλόμενων πράξεων δεδομένου ότι δεν χρειάζεται κατ΄ ανάγκη να υπάρχει προηγούμενη καταδικαστική από Δικαστήριο απόφαση, αλλά ούτε και να έχει απευθυνθεί κατηγορία εναντίον ατόμου.  Στην Eddine v. Δημοκρατίας - ανωτέρω - η Ολομέλεια θεώρησε ότι ακόμη και γενικές ενδείξεις περί ενδεχομένων προβλημάτων στη βάση πληροφοριών που ευλόγως προκαλούν ανησυχία είναι επαρκείς.  Η διοίκηση δεν έχει την υποχρέωση παροχής οποιωνδήποτε εξηγήσεων για την έκδοση διατάγματος απαγόρευσης εισόδου αλλοδαπού όταν τίθενται θέματα κρατικής ασφαλείας και το Δικαστήριο δεν ερευνά και δεν υποκαθιστά την διακριτική ευχέρεια που ασκεί η διοίκηση όταν υπεισέρχεται στην εικόνα ζήτημα εσωτερικής τάξης ή εθνικής ασφάλειας, (Kapsaskis κ.ά. ν. Δημοκρατίας, συνεκδ. υποθ. αρ. 290/2012 κ.ά., ημερ. 20.2.2013 και Kolomoets v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 443).  [..]»

(ο τονισμός είναι δικός μου)

Τα κυπριακά δικαστήρια κλήθηκαν να εξετάσουν ζητήματα που σχετίζονταν με την απέλαση για λόγους ασφαλείας σε αρκετές περιπτώσεις. Η υπόθεση Moyo Sydney Alfred και Άλλος ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 1975, επιβεβαιώνει ότι το κριτήριο του εύλογου είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένο με την τα στοιχεία – πραγματικά δεδομένα στη βάση των οποίων η διοίκηση αποφασίζει την ύπαρξη κινδύνου της εθνικής ασφάλειας. Παραπέμπω σε σχετικό απόσπασμα της εν λόγω απόφασης:  

«Στην υπόθεση Republic v. Secretary of State [1987] 2 All E.R. 518, αποφασίστηκε ότι, παρόλο ότι τo θέμα εθνικής ασφάλειας είναι πολύ ευαίσθητο και αποκαλύψεις μπορεί να έχουν καταστροφικά αποτελέσματα, το Δικαστήριο εξετάζει εάν υπάρχει υλικό με βάση το οποίο μπορούσε εύλογα να αποφασιστεί και να υποστηριχθεί ο λόγος του κινδύνου της εθνικής ασφάλειας.  Χαρακτηριστικά ο Δικαστής Taylor είπε στη σελ. 527:-

"Totally to oust the court's supervisory jurisdiction in a field where ex hypothesi the citizen can have no right to be consulted is a draconian and dangerous step indeed. Evidence to justify the court's declining to decide a case (if such a course is ever justified) would need to be very strong and specific."

Η μαρτυρία μπορεί να ληφθεί σε κλειστό Δικαστήριο (in camera), ή να ληφθούν άλλα δικονομικά μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσης των στοιχείων στα οποία βασίστηκε ο λόγος της εθνικής ασφάλειας.

Στην Αίτηση Mohammed Zamir v. United Kingdom, (ανωτέρω), η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων είπε ότι πρέπει να εξετάζεται εάν υπήρχαν εύλογοι λόγοι για τον Υπουργό να καταλήξει στην αφμισβητούμενη απόφαση.  Πρέπει να υπάρχουν στοιχεία - πραγματικά γεγονότα, με βάση τα οποία, εφαρμόζοντας το κριτήριο του εύλογου, ένας μπορεί να καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση.  Πρέπει να υπάρχουν στοιχεία με βάση τα οποία η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι εύλογα επιτρεπτή.

Ο Υπουργός δεν μπορεί να είναι ο μόνος κριτής και δεν μπορεί για οποιοδήποτε λόγο να αποκλειστεί ο δικαστικός έλεγχος.  Αποκλεισμός του δικαστικού ελέγχου οδηγεί σε κατάχρηση εξουσίας, σε ανεπιθύμητες καταστάσεις και προσβολή βασικών ελευθεριών του πολίτη ή του αλλοδαπού.

Στην παρούσα υπόθεση, αφού εξέτασα τα τεκμήρια που κατατέθηκαν, κατάληξα ότι υπήρχαν επαρκή στοιχεία, με βάση τα οποία κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του Υπουργού ήταν εύλογα επιτρεπτή σ' αυτόν.»

(ο τονισμός είναι δικός μου)

Μετά από μελέτη των στοιχείων που προσκομίστηκαν στο παρόν Δικαστήριο, έχω εντοπίσει διάφορες πληροφορίες σε σχέση με το πρόσωπο του Αιτητή τόσο σε επιστολές που στάλθηκαν προς την Διευθύντρια του Τμήματος και συντάσσονται από αστυνόμους ή υπαστυνόμους όσο και σε ημερολόγιο ενεργείας αστυνόμων ή υπαστυνόμων που υπηρετούν σε διάφορα τμήματα της Αστυνομίας Κύπρου. Θα παραθέσω συνοπτικά και χωρίς λεπτομερή περιγραφή τα εν λόγω στοιχεία καθώς η φύση τους ως μέρος απόρρητων εγγράφων δεν επιτρέπει την αποκάλυψή τους δια της δημόσιας δημοσίευσής του δια μέσου της παρούσας απόφασης.

Συγκεκριμένα έχω εντοπίσει ότι η Αστυνομία Κύπρου απασχολείτο με τη διάπραξη συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων στο έδαφος της Δημοκρατίας από το 2019 και στα οποία θεωρεί ως εμπλεκόμενο μέρος και τον Αιτητή. Στο πλαίσιο διερεύνησης αδικημάτων που σχετίζονται με την τρομοκρατία, η επιτροπή αξιολόγησης τρομοκρατίας αξιολόγησε ως ύποπτο για θέματα τρομοκρατίας τον Αιτητή. Σύμφωνα με τις πληροφορίες των Καθ’ ων η Αίτηση, η δραστηριότητα του Αιτητή περιλαμβάνει τον εντοπισμό Σύρων υπηκόων που διαμένουν στη Δημοκρατία και επιθυμούν να φέρουν στη Δημοκρατία συγγενικά ή φιλικά τους πρόσωπα και τους φέρνει σε επαφή με τον επικεφαλή του δικτύου παράνομης διακίνησης μεταναστών. Ο επικεφαλής του δικτύου είναι συγγενικό πρόσωπο του Αιτητή.

Περαιτέρω, σύμφωνα με τα στοιχεία που προσκόμισαν οι Καθ’ ων η Αίτηση, ο Αιτητής  όπως έχουν εκτεθεί επιγραμματικά  ανωτέρω και περιγράφονται με λεπτομέρεια στις επιστολές που είχαν ενώπιον τους οι Καθ’ ων η Αίτηση και προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο ως απόρρητα έγγραφα, εύλογα δικαιολογείται η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση να προβούν στην έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος. Οι Καθ’ ων η Αίτηση είχαν ενώπιον του πληροφορίες από την Αστυνομία και ευρωπαϊκό οργανισμό ότι ο Αιτητής συνιστά πρόσωπο που εμπλέκεται σε παράνομες δραστηριότητες όπως περιγράφεται δια της προσβαλλόμενη απόφασης. Επί αυτών των πληροφοριών βάσισαν το συμπέρασμά τους ότι ο Αιτητής συνιστά κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Οι πηγές πληροφόρησης των Καθ’ ων η Αίτηση υπήρξαν αξιόπιστες και ακόμα και εάν παραμένουν στη σφαίρα των γενικών ενδείξεων, πράγματι προκαλούν ανησυχία ως προς την παρουσία του Αιτητή στη Δημοκρατία. Η ύπαρξη προηγούμενης καταδικαστικής απόφασης από Δικαστήριο ή ακόμα και καταχώρισης ποινικής υπόθεσης εναντίον του Αιτητή δεν συνιστούν αναγκαίες προϋποθέσεις για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι ο Αιτητής αποτελεί κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια.

Με βάση τις αρχές της νομολογίας, κρίνω ότι τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η διοίκηση εύλογα της επέτρεψαν να συνάγει ότι ο Αιτητής συνιστά κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια και δημόσια ασφάλεια. Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δε πλήρως αιτιολογημένη. Ο Αιτητής δύναται μέσα από το προσβαλλόμενο διάταγμα να γνωρίζει το λόγο που αποφασίστηκε η απέλασή του και τις λεπτομέρειες του αδικήματος για το οποίο θεωρείται ύποπτος. Στο προσβαλλόμενο διάταγμα περιλαμβάνεται, επίσης, ο λόγος που η παράνομη διακίνηση μεταναστών κρίνεται ως κίνδυνος για την ασφάλεια της Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα όπως καταγράφεται μεταξύ άλλων στο προσβαλλόμενο διάταγμα «η εμπορία προσώπων αποτελεί μια ευμετάβλητη και δύσκολα ελεγχόμενη μορφή εγκλήματος, το οποίο διαπράττεται συχνά στα πλαίσια του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος» και «η Κυπριακή Δημοκρατία λόγω της γεωγραφικής της θέσης αποτελεί πρώτο σημείο εισόδου πολλών μεταναστών στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση αποτελεί χώρα προορισμού θυμάτων εμπορίας προσώπων». Η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δύναται δε να συμπληρωθεί από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Όσον, αφορά την δεύτερη πτυχή του ισχυρισμού του Αιτητή και την παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης που θα σημαίνει η απέλαση του στο Λίβανο, παρατηρώ ούτε δεν εντοπίζεται στο διοικητικό φάκελο του Αιτητή κάποιο στοιχείο που να σχετίζεται και αιτιολογεί την επιλογή του Λιβάνου ως χώρα απέλασής του. Οι απαιτήσεις του εδαφίου (4) του άρθρου 29 που απαγορεύουν την έκδοση διατάγματος απέλασης προσώπου σε χώρα που θα κινδύνευε η ζωή ή η ελευθερία του ή θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία ή καταδίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής, απαιτούν όπως αιτιολογείται δεόντως η επιλογή της χώρας απέλασης του προσώπου.

Η προσκόμιση του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου ενδεχομένως να βοηθούσε το Δικαστήριο να διακριβώσει κάποιο στοιχείο σε σχέση με την απόφαση για απέλαση του Αιτητή στο Λίβανο. Οι Καθ' ων η Αίτηση δεν προσκόμισαν το διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου, επειδή δεν μπορούσε να ανευρεθεί.  Ως εκ τούτου, ούτε δια αυτής της οδού ήταν εφικτό να ελεγχθούν με οποιοδήποτε τρόπο περαιτέρω στοιχεία που τυχόν να είχε ενώπιον της η διοίκηση.

Από την άλλη, η εκτεταμένη επιχειρηματολογία του Αιτητή επί της κατάστασης των Σύρων που απελαύνονται και/ή ζουν στο Λίβανο, υποστηριζόμενη μάλιστα και από πληροφορίες από έγκυρες πηγές για το Λίβανο και τη Συρία, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο Αιτητής είχε ουσιώδη στοιχεία τα οποία θα μπορούσε να προβάλει ενώπιον της διοίκησης και να επηρεάσει την κρίση αυτής ως προς την χώρα απέλασής του.

Ισχυρισμοί εκ μέρους των Καθ’ ων η Αίτηση ότι δόθηκε στον Αιτητή εύλογος χρόνος για να τοποθετηθεί επί της απόφασής τους για απέλασή του δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί. Λαμβάνω υπόψη μου ότι ο Αιτητής ήταν κρατούμενος καθ’ όλη την ουσιώδη περίοδο, δηλαδή από την ημέρα που ενημερώθηκε για την πρόθεση των Καθ’ ων η Αίτηση να τον απελάσουν μέχρι την ημέρα έκδοσης του διατάγματος απέλασης εναντίον του. Η εισήγηση δε των Καθ’ ων η Αίτηση ότι ο Αιτητής δεν είχε την πρόθεση να ασκήσει το δικαίωμα του σε ακρόαση παραμένει στη σφαίρα της υπόθεσης και καταρρίπτεται από το ίδιο το γεγονός ότι ο Αιτητής εξέθεσε τις παραστάσεις του δια του δικηγόρου του σε χρονικό διάστημα μόλις οκτώ ημερών από την ημέρα παραλαβής της επιστολής που τον καλούσε να πράξει τούτο. Είναι μεν βέβαια η φύση της υπόθεσης σημαντική – καθώς αφορά ζητήματα εθνικής ασφάλειας – ώστε να απαιτείται η όσο το δυνατόν πιο άμεση δράση της διοίκησης, ωστόσο δεν μπορεί αυτή η ανάγκη να υπερκεράσει το δικαίωμα του Αιτητή σε ακρόαση εντός εύλογου χρόνου.

Η κρίση μου αυτή επισφραγίζει την τύχη της παρούσας και η προσφυγή του Αιτητή επιτυγχάνει ως προς το αιτητικό (Α) της αίτησης ακυρώσεως.

Με το (Β) αιτητικό της αίτησης ακυρώσεώς του, ο Αιτητής αξιώνει το Δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η απέλασή του στο Λίβανο συνιστά άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση. Το Δικαστήριο δεν έχει τη δικαιοδοσία να διεξάγει έρευνα, μελετώντας την σωρεία εκθέσεων που προσκόμισε ο Αιτητής στην παρούσα διαδικασία ελλείψει και οποιασδήποτε έρευνας των Καθ’ ων η Αίτηση επί τούτου, καθώς θα εξερχόταν του ακυρωτικού του ελέγχου. Ως εκ τούτου το αιτητικό (Β) απορρίπτεται.

Κατά συνέπεια, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφασή ακυρώνεται με έξοδα €1500 υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ΄ων η αίτηση.

 

 

 

 

    Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.          



[1] Άρθρα 19 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαθέσιμος σε https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A12016P%2FTXT (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/01/2024).

[2] Άρθρο 6 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαθέσιμος σε https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A12016P%2FTXT (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/01/2024).

[3] Διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=266106&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=38612 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 26/01/2024).

[4] Διαθέσιμη σε https://hudoc.echr.coe.int/fre#{%22tabview%22:[%22notice%22],%22itemid%22:[%22001-177299%22]} (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 26/01/2024).

[5] Ε. Πρεβεδούρου, ‘Ο ακυρωτικός δικαστής στην υπηρεσία του διαδίκου : ιεράρχηση των λόγων ακύρωσης από τον αιτούντα (με αφορμή την απόφαση CE, sect., 21 décembre 2018, Société Eden (n° 409678)’, στο Διοικητικοί Δικαστές, διαθέσιμο σε https://ddikastes.gr/%CE%B5-%CF%80%CF%81%CE%B5%CE%B2%CE%B5%CE%B4%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%BF%CF%85-%CE%BF-%CE%B1%CE%BA%CF%85%CF%81%CF%89%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%AE%CF%82-%CF%83/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/01/2024).

[6] Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος και Βασίλειος Θ. Κονδύλης, ‘Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου’, Τόμος 2, 16η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σελ.160-162.

[7] Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος και Βασίλειος Θ. Κονδύλης, ‘Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου’, Τόμος 2, 16η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, σελ.162, υποσημείωση 450.

[8] Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση Ενοποιημένη απόδοση της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Πρωτόκολλα Παραρτήματα της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης Δηλώσεις οι οποίες προσαρτώνται στην τελική πράξη της διακυβερνητικής διάσκεψης η οποία υιοθέτησε τη Συνθήκη της Λισσαβώνας που υπογράφηκε στις 13 Δεκεμβρίου 2007 Πίνακας αντιστοιχίας. Διαθέσιμη σε https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=celex%3A12016ME%2FTXT  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 26/01/2024).

[9] Διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=C-373%252F13&docid=275244&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=4604540#ctx1 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 26/01/2024).

[10] Διαθέσιμη σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=165215&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=152689 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 26/01/2024).

[11] σε https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=4F7D56D6050218B507ABD4E6B602ADBF?text=&docid=224882&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=4405423 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 26/01/2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο