ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 3261/2023

 

13 Φεβρουαρίου 2024

 

[X. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 H.S.

Αιτητής

 

-ΚΑΙ-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω

1.    Υπουργείου Εσωτερικών

2.    Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Ν. Ζ. Ζένιου (κος) και Κ. Γιαννακού (κα), για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε, Δικηγόροι για τον αιτητή

 

Ν. Τζιρτζιπή (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την προσφυγή του ο αιτητής, με το αιτητικό A) αιτείται την έκδοση απόφασης του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση, ημερομηνίας 31/08/2023, με την οποία διατάσσεται η απέλαση του αιτητή από την Κυπριακή Δημοκρατία στο Λίβανο είναι άκυρη, παράνομη και στερούμενη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος. Ακολούθως ο αιτητής με το αιτητικό Β) αιτείται απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζεται ότι η απέλαση του αιτητή στο Λίβανο παραβιάζει το δικαίωμα του να προστατεύεται από την άμεση ή έμμεση επαναπροώθηση σε χώρα που υπάρχει κίνδυνος να υποστεί βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση και/ή τιμωρία κατά παράβαση των άρθρων 2 και 3 της ΕΣΔΑ.  Τέλος, ο αιτητής με το αιτητικό Γ) αιτείται οποιαδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει δίκαιη και εύλογη υπό τις περιστάσεις το Δικαστήριο.

 

Όπως αναφέρεται στα γεγονότα της Ένστασης, η οποία καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη δικηγόρο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα και τα οποία  υποστηρίζονται από σχετικά Τεκμήρια αλλά και όπως προκύπτει από τους Διοικητικούς Φακέλους που έχουν κατατεθεί στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας υπόθεσης, ο Αιτητής είναι Σύριος. Στις 03/04/2018 ο αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, όπου ακολούθως η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε όπως παραχωρήσει στον αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Το περιεχόμενο της εν λόγω απόφασης, κοινοποιήθηκε στον αιτητή διαμέσου επιστολής ημερομηνίας 04/11/2019. Στις 23/08/2023, ο αιτητής ενημερώθηκε γραπτώς ότι η Αν. Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης προτίθεται να προβεί στην απέλαση του αιτητή καθότι υπάρχουν υπόνοιες εμπλοκής του αιτητή σε εγκληματική οργάνωση που διαπράττει ποινικά αδικήματα μεταξύ των οποίων παράνομη διακίνηση παράνομων μεταναστών στην Κυπριακή Δημοκρατία και εξαπάτηση αυτών και των οικογενειών τους και ενόψει τούτων, υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια του κράτους. Δια της εν λόγω επιστολής,  ζητήθηκε από τον αιτητή όπως υποβάλει οποιαδήποτε σχόλια ή προφορικές παρατηρήσεις σχετικά με το ζήτημα αυτό. Στις 31/08/2023 μεσολάβησε η έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης εναντίον του αιτητή δυνάμει του άρθρου 14 του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 και του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου. O συνήγορος του αιτητή προχώρησε με την καταχώρηση προσφυγής με αρ. 1576/23 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου κατά του εκδοθέντος διατάγματος κράτησης ημερ. 31/08/2023, η εκδίκαση του οποίου, εκκρεμούσε κατά την εκδίκαση της παρούσας προσφυγής. Ο συνήγορος του αιτητή καταχώρησε την παρούσα προσφυγή κατά του εκδοθέντος διατάγματος απέλασης ημερ. 31/08/2023.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προώθησε διάφορους λόγους ακύρωσης επί της αιτήσεως ακυρώσεως (προσφυγής) προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι προωθούνται και αναλύονται στην Γραπτή του Αγόρευση που επακολούθησε. Ο συνήγορος του αιτητή καταχώρησε και Απαντητική Αγόρευση. Οι ισχυρισμοί που προωθούνται ως λόγοι ακύρωσης στην γραπτή αγόρευση του αιτητή είναι:

Α) Ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του άρθρου 5 εδάφιο (2) του Περί Προσφύγων Νόμου καθότι η Διοίκηση όφειλε προτού εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα απέλασης, να ακολουθήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 5 (4) (β) του περί Προσφύγων Νόμου διαδικασία ήτοι να αποκλείσει τον αιτητή από το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Β) Ισχυρίζεται ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί δέουσα έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 45 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999 και ότι η επίδικη πράξη είναι αναιτιολόγητη σύμφωνα με το άρθρο 26 και 28 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158 (Ι)/1999. Ειδικότερα, προβάλλονται μεταξύ άλλων ότι:

 1) Οι καθ΄ων η αίτηση, κατά παράβαση του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου, όπως και των όσων επιτάσσει η νομολογία, δεν προέβησαν σε ατομική και εξατομικευμένη αξιολόγηση όλων των πραγματικών και νομικών στοιχείων που αφορούσαν τον αιτητή για να καταλήξουν περί του ότι αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.

2) Οι καθ΄ων η αίτηση δεν αξιολόγησαν την αρχή της μη επαναπροώθησης και/ή τον κίνδυνο της ελευθερίας του και/ή τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια και/ ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση και/ή τιμωρία και/ή δίωξη.

3) Οι καθ΄ων η αίτηση δεν εφάρμοσαν την αρχή της αναγκαιότητας και αναλογικότητας προτού εκδώσουν το διάταγμα απέλασης.

4) Ουδεμία έρευνα μεσολάβησε από τους καθ΄ων η αίτηση περί του χαρακτηρισμού του Λιβάνου ως ασφαλούς τρίτης χώρας.

 5) Παραβίαση του δικαιώματος της άμυνας του αιτητή κατά παράβαση του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του ΔΕΕ καθώς και της νομολογίας, λόγω μη πρόσβασης του αιτητή σε όλα τα στοιχεία και έγγραφα στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφαση της.

Γ) Ισχυρίζεται ότι το όργανο που προέβη στην έκδοση της επίδικης πράξης, είναι αναρμόδιο, καθότι δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε εξουσιοδότηση του Διευθυντή του Τμήματος Μετανάστευσης, προς την λειτουργό που προέβη στην έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.

Δ) Ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε η αρχή της μη επαναπροώθησης κατά παράβαση του άρθρου 2 και 3 της ΕΣΔΑ και των άρθρων 29 (4) και (5) του Περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, προβάλλεται η θέση ότι παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης καθότι:

1) Διατάσσεται η απέλαση του αιτητή στο Λίβανο, ήτοι σε μη ασφαλή χώρα, με τον κίνδυνο επαναπροώθησης του αιτητή από τον Λίβανο στη Συρία, χώρα καταγωγής του αιτητή έναντι της οποίας εξασφάλισε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας με τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση και/ή τιμωρία.

2) Διατάσσεται η απέλαση του αιτητή στο Λίβανο, ήτοι σε μη ασφαλή χώρα, όπου κινδυνεύει η ελευθερία του και/ή υπάρχει κίνδυνος να υποβληθεί σε βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση και/ή καταδίωξη.

Αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του αιτητή, η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αναφέρει, προς αντίκρουση του πρώτου λόγου ακύρωσης περί του ότι οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να αποκλείσουν τον αιτητή προ της εκδόσεως του διατάγματος απέλασης δυνάμει του άρθρου 5 του περί Προσφύγων Νόμου, πως το άρθρο 29 του Περί Προσφύγων Νόμου αφορά τις περιπτώσεις απέλασης δικαιούχων διεθνούς προστασίας, και ότι υπό αντίθετη εκδοχή, το ίδιο το άρθρο δεν θα είχε εφαρμογή. Πρόσθετα οι καθ΄ων η αίτηση αναφέρουν ότι ο αποκλεισμός λαμβάνει χώρα κατά το στάδιο εξέτασης της αιτήσεως διεθνούς προστασίας και ότι σε περίπτωση που έπαυε με οποιοδήποτε τρόπο το καθεστώς του αιτητή, δεν θα ήταν πλέον κάτοχος διεθνούς προστασίας και επομένως το διάταγμα απέλασης θα εκδιδόταν στα πλαίσια του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105. Η συνήγορος της Δημοκρατίας προσθέτει επίσης ότι το ίδιο το άρθρο 29 του Περί Προσφύγων Νόμου, ουδόλως θέτει τέτοιου είδους υποχρέωση προ της έκδοσης του διατάγματος απέλασης.

 

Επιπρόσθετα, οι καθ΄ων η αίτηση διά της Γραπτής τους Αγόρευσης απορρίπτουν και τον ισχυρισμό ότι η απόφαση λήφθηκε χωρίς να διεξαχθεί δέουσα έρευνα και ότι είναι αναιτιολόγητη. Η συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα επιχειρηματολογεί πως νόμιμα και ορθά εφαρμόστηκε το άρθρο 29 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου ένεκα της ύπαρξης μαρτυρίας με την οποία η προσωπική συμπεριφορά του αιτητή δεικνύει κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας.  Πρόσθετα, προς αντίκρουση του ισχυρισμού περί παραβίασης του δικαιώματος της άμυνας του αιτητή, λόγω μη πρόσβασης του αιτητή σε όλα τα στοιχεία και έγγραφα στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφαση της, ισχυρίζεται ότι ο αιτητής σε ουδέν δικονομικό διάβημα προέβη προς αποκάλυψη των απόρρητων εγγράφων. Συμπληρωματικά, οι καθ΄ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το δικαίωμα άμυνας του αιτητή δεν θα παραβιαστεί με οποιοδήποτε τρόπο καθότι τα απόρρητα έγγραφα θα τεθούν ενώπιον του Δικαστηρίου προς εξέταση, αντισταθμίζοντας τα δικαιώματα του αιτητή.

 

Οι καθ΄ων η αίτηση εισηγούνται επίσης την απόρριψη του ισχυρισμού του συνηγόρου του αιτητή περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έκδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση καθότι ως ισχυρίζονται η λειτουργός εξουσιοδοτήθηκε δεόντως περί της εν λόγω ενέργειας. 

 

Τέλος, οι καθ΄ων η αίτηση δια της γραπτής τους αγόρευσης απορρίπτουν και τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχή της μη επαναπροώθησης, καθότι ως ισχυρίζεται η συνήγορο του Γενικού Εισαγγελέα, η κατάσταση στον Λίβανο δεν οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη του αιτητή στο εν λόγω έδαφος είναι αρκετή για να ισοδυναμεί με μεταχείριση, η οποία προσομοιάζει με βασανιστήρια ή με απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία. Πρόσθετα, προς αντίκρουση του ισχυρισμού του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή, περί παραβίασης της εν λόγω αρχής λόγω ενδεχόμενης επαναπροώθησης του αιτητή στη Συρία, οι καθ΄ων η αίτηση προβάλλουν την θέση ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις μαζικών επαναπροώθησεων Σύριων από το Λίβανο στη Συρία και ότι οι προσωπικές περιστάσεις του αιτητή δεν μπορούν να τον χαρακτηρίσουν ως εύκολο στόχο για τον μετέπειτα επαναπατρισμό του στη Συρία.

 

Ο συνήγορος του αιτητή απορρίπτει επίσης μέσω της Γραπτής Απαντητικής Αγόρευσης, με περαιτέρω σχόλια και παραπομπές, τις πιο πάνω θέσεις των καθ' ων η αίτηση, επιμένοντας ουσιαστικά στους ισχυρισμούς, τους οποίους ανέπτυξε στην γραπτή αγόρευση του.

 

Στις 14/09/2023, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή καταχώρησε ενδιάμεση αίτηση αναστολής του επίδικου διατάγματος απέλασης. Στις 19/09/2023, εκδόθηκε διάταγμα αναστολής της προσβαλλόμενης πράξης ημερ. 31/08/23, μέχρι την τελική έκβαση της προσφυγής.

 

Στις 10/11/2023, ο συνήγορος του αιτητή απέσυρε τον ισχυρισμό περί αναρμοδιότητας του οργάνου που έκδωσε την προσβαλλόμενη πράξη καθότι η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση προσκόμισε στο Δικαστήριο απόσπασμα από την επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ημερομηνίας 01/09/23, όπου εμφαίνεται ο αναπληρωματικός διορισμός της λειτουργού που έκδωσε το επίδικο διάταγμα απέλασης, ως Αν. Διευθύντρια του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, από τις 19/08/23 μέχρι τις 02/09/2023, χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου είχε εκδοθεί το επίδικο διάταγμα απέλασης.

 

Στις 14/11/2023, ο συνήγορος του αιτητή, προχώρησε με την καταχώρηση ενδιάμεση αιτήσεως αποκάλυψης εγγράφων, όπου αιτείτον γνωστοποίηση όλων των στοιχείων και πληροφοριών που είχαν στην διάθεση τους οι καθ΄ων η αίτηση, υπό τη μορφή επιστολών της ΥΑΜ τις οποίες χαρακτήρισαν ως ‘απόρρητες’ και οι οποίες οδήγησαν στην έκδοση του διατάγματος απέλασης του αιτητή στο Λίβανο, ημερ. 31/08/2023 και/ή αποκάλυψη του ουσιαστικού περιεχομένου τους. Στην πορεία, η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση προσκόμισε στο Δικαστήριο ένα έγγραφο όπου κοινοποιείτο το ουσιαστικό κατά την κρίση των καθ΄ων η αίτηση περιεχόμενο του φακέλου των απορρήτων εγγράφων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο. Στις 22/12/2023, η ενδιάμεση αίτηση αποκάλυψης εγγράφων, αποσύρθηκε από τον συνήγορο του αιτητή. Σχετικό αντίγραφο του εν λόγω εγγράφου που κατατέθηκε στο Δικαστήριο δόθηκε στον συνήγορο του αιτητή.

 

Στις 29/12/2023,  κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή απέσυρε τον ισχυρισμό που είχε αναπτύξει στην γραπτή του αγόρευση περί παραβίασης του δικαιώματος της άμυνας του αιτητή, λόγω μη πρόσβασης του αιτητή σε όλα τα στοιχεία και έγγραφα στα οποία η διοίκηση στήριξε την απόφαση της, δεδομένου, ως δηλώθηκε από τον κ. Ζένιο, ότι είχε λάβει το έγγραφο που αναφέρθηκε ανωτέρω από την συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση, όπου κοινοποιείτο το ουσιαστικό περιεχόμενο των απορρήτων εγγράφων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο.

 

Προτού προχωρήσω στην εξέταση των λόγων ακυρώσεως, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι το παρόν δικαστήριο κέκτειται δικαιοδοσίας προς εξέταση του επίδικου διατάγματος απέλασης καθότι το εν λόγω εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου και ο αιτητής αφορά κάτοχο διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 11 (2) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου, το παρόν Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει για κάθε προσφυγή «η οποία υποβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος κατά απόφασης ή πράξης εκδιδομένης δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου …».

 

Έχω εξετάσει με δέουσα προσοχή τα εκατέρωθεν επιχειρήματα, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου δια των προφορικών και γραπτών αγορεύσεων του αιτητή και των Καθ’ ων η αίτηση καθώς επίσης και των στοιχείων που περιλαμβάνονται στους διοικητικούς φακέλους και τα σχετικά τεκμήρια που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο.

 

Ενόψει των πιο πάνω λεχθέντων, προχωρώ τώρα να εξετάσω τους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης, στο βαθμό που αυτοί έχουν δικογραφηθεί και αναπτυχθεί στη γραπτή αγόρευση του αιτητή.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται στα πλαίσια του πρώτου λόγου ακυρώσεως ότι οι καθ΄ων η αίτηση όφειλαν να ενεργοποιήσουν την πρόνοια του άρθρου 5 του Περί Προσφύγων Νόμου προτού εκδώσουν το επίδικο διάταγμα απέλασης ήτοι να αποκλείσουν τον αιτητή. Εκ διαμέτρου αντίθετη είναι η άποψη της ευπαίδευτης συνηγόρου των καθ΄ων η αίτηση η οποία ισχυρίζεται ότι ουδεμία υποχρέωση είχε η Διοίκηση να προβεί στην εν λόγω ενέργεια για τους λόγους που έχουν αναφερθεί ανωτέρω.

 

Στο άρθρο 29 του περί Προσφύγων Νόμου που τιτλοφορείται ως απέλαση προσώπων υπό διεθνή προστασία, αναφέρεται ( η υπογράμμιση και η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):

« 29.-(1) Ο Διευθυντής δικαιούται να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας […] »

Ακολούθως, στο ερμηνευτικό άρθρο 2 του Περί Προσφύγων Νόμου, δίνεται η ερμηνεία του όρου δικαιούχος διεθνούς προστασίας «..σημαίνει πρόσωπο στο οποίο έχει χορηγηθεί το καθεστώς  πρόσφυγα ή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας..»

Ως συμπεραίνεται από την παράθεση των πιο πάνω, το άρθρο 29 αφορά την απέλαση αιτητή ο οποίος είναι ήδη κάτοχος διεθνούς προστασίας ( ως ο αιτητής στην συγκεκριμένη περίπτωση) και εξειδικεύει ακριβώς την περίπτωση που δύναται να απελαθεί αιτητής ο οποίος έχει εξασφαλίσει καθεστώς διεθνούς προστασίας. Επομένως, η εκδοχή του συνηγόρου του αιτητή περί του ότι θα έπρεπε να ενεργοποιηθεί η διαδικασία του άρθρο 5 περί αποκλεισμού του αιτητή, δεν έχει οποιοδήποτε νομικό έρεισμα, καθότι δεν ερείδεται σε οποιαδήποτε πρόνοια του Νόμου ενώ αντίθετη εκδοχή θα αναιρούσε τον λόγο ύπαρξης του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου [ αντίστοιχη πρόνοια στο άρθρο 21 (2) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ όπως και άρθρο 33 (2) της Σύμβασης της Γενεύης]. Ως ορθά αναφέρεται από την συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση, το άρθρο 29 ουδόλως θέτει ως προϋπόθεση να προβεί η Διοίκηση σε οποιαδήποτε διαφοροποίηση του καθεστώτος του δικαιούχου διεθνούς προστασίας ώστε να μπορούν οι καθ΄ων η αίτηση να ασκήσουν την εξουσία που τους δίνει το ίδιο το άρθρο 29 του Περί Προσφύγων Νόμου. Ενόψει τούτων, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον λόγο ακύρωσης του συνηγόρου του αιτητή περί μη δέουσας έρευνας από τους καθ΄ων η αίτηση όπως και ελλιπούς αιτιολογίας, που λόγω της συνάφειας τους και της άρρηκτης διασύνδεσης τους θα εξεταστούν ως σύνολο και συνδυαστικά στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας υπόθεσης.

 

Κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω το νομοθετικό πλαίσιο μέσα στο οποίο επιτρέπεται η απέλαση κατόχου διεθνούς προστασίας, δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000

Στην σχετική νομική διάταξη 29 του περί Προσφύγων Νόμου που τιτλοφορείται ως απέλαση προσώπων υπό διεθνή προστασία, αναφέρεται ( η υπογράμμιση και η επισήμανση του παρόντος Δικαστηρίου):

« 29.-(1) Ο Διευθυντής δικαιούται να αποφασίζει την απέλαση δικαιούχου διεθνούς προστασίας-

(α) όταν υφίσταται εύλογος λόγος για να θεωρεί ότι το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, ή

(β) όταν το εν λόγω πρόσωπο έχει καταδικαστεί τελεσίδικα για τη διάπραξη ιδιαίτερα σοβαρού αδικήματος και, ως εκ τούτου, συνιστά κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία.

[….]

(4) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης πρόσφυγα ή προσώπου με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σε χώρα, στην οποία η ζωή ή η ελευθερία του θα βρισκόταν σε κίνδυνο ή θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια ή εξευτελιστική ή απάνθρωπη μεταχείριση ή τιμωρία ή καταδίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής.

(5) Απαγορεύεται η έκδοση διατάγματος απέλασης οποιουδήποτε προσώπου σε χώρα όπου θα κινδύνευε να υποστεί βασανιστήρια, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.

(6) Πρόσωπα στα οποία τυγχάνουν εφαρμογής οι διατάξεις του εδαφίου (1) απολαμβάνουν καθ’ ον χρόνο είναι παρόντα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 3, 4,16, 22, 31, 32 και 33 της Σύμβασης…»

Στο πιο πάνω άρθρο αναφέρονται ρητά οι περιπτώσεις όπου ο Διευθυντής του Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης δύναται να προβεί στην  απέλαση κατόχου διεθνούς προστασίας.

 

Επομένως, σύμφωνα με το πιο πάνω άρθρο, για να μπορέσει να προβεί η Διοίκηση στην απέλαση κατόχου διεθνούς προστασίας θα πρέπει να κρίνει και να αξιολογήσει εάν ο αιτητής συνιστά «κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας» ( άρθρο 29 εδάφιο 1) α) του Περί Προσφύγων Νόμου) καθώς και διαζευκτικά να διαπιστώσει εάν υφίσταται ποινική καταδίκη για «ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα» για να συνιστά ο αιτητής «κίνδυνο για την κυπριακή κοινωνία» [ άρθρο 29 εδάφιο 1 β) του Περί Προσφύγων Νόμου], για να προχωρήσει με την έκδοση διατάγματος απέλασης σύμφωνα με το άρθρο 29 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Προτού προχωρήσω στην περαιτέρω αξιολόγηση του εν λόγω ισχυρισμού, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι οι καθ’ων η αίτηση δεν έχουν εξειδικεύσει στο επίδικο διάταγμα απέλασης σε ποια από τις δύο παραγράφους α) και/ή  β) του εδαφίου 1 του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου έχουν βασίσει την αξιολόγηση τους. Ως ισχυρίζεται η δικηγόρος των καθ΄ων η αίτηση, εξυπακούεται ότι το διάταγμα απέλασης εκδόθηκε στη βάση της πρώτης παραγράφου καθότι δεν υφίστατον ποινική καταδίκη του αιτητή για ιδιαίτερα σοβαρό αδίκημα. Αντίστοιχα, ο συνήγορος του αιτητή, φρονεί ότι λόγω της μη ύπαρξης οποιασδήποτε ποινικής καταδίκης του αιτητή για σοβαρό αδίκημα, εδράζεται η πράξη επι της παραγράφου α). Εντούτοις, παρότι όντως διαπιστώνεται από όσα έχουν προσαχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου, η ανυπαρξία οποιασδήποτε ποινικής καταδίκης του αιτητή για σοβαρό ποινικό αδίκημα, η Διοίκηση όφειλε να το εξειδικεύσει και να το συγκεκριμενοποιήσει, καθότι το παρόν Δικαστήριο διαπιστώνει ότι,  η Διοίκηση χρησιμοποίησε όρους κατά την αξιολόγηση της για την έκδοση του επίδικου διατάγματος απέλασης - ‘πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας’- , που υποδηλώνουν ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο τόσο για την κοινωνία/ δημόσια τάξη [ που αντιστοιχεί στο άρθρο 29 (1) (β)]  όσο και για την ασφάλεια της Δημοκρατίας/ του κράτους [ που αντιστοιχεί στο άρθρο 29 (1) (α)] όπου αφορούν διαφορετικά είδη κινδύνου[1]. Επομένως με την χρήση των εν λόγων εννοιών από την Διοίκηση, δεν προκύπτει με ασφάλεια το πραγματικό νομικό πλαίσιο, όπως στην υπό εξέταση προσφυγή, εντός του οποίου η Διοίκηση διεξήλθε του ελέγχου της προ της εκδόσεως του επίδικου διατάγματος απέλασης, καθότι η αξιολόγηση ενδεχομένως να βασίστηκε είτε στο εδάφιο 1) παράγραφος α) είτε στο εδάφιο 1) παράγραφος β) του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εντούτοις, κρίνω ότι αυτό ως γεγονός δεν μπορεί από μόνο του να στερήσει από το Δικαστήριο την δυνατότητα να προβεί σε περαιτέρω εξέταση, ανεξαρτήτως σε ποιο από τα δυο εδάφια του πιο πάνω άρθρου, βασίστηκε η Διοίκηση για να εκδώσει την προσβαλλόμενη πράξη, για τους λόγους που θα αναφερθούν κατωτέρω.

 

Ενόψει των ως έχουν ανωτέρω αναφερθεί, το παρόν Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσον η Διοίκηση προέβη σε εξατομικευμένη κρίση για να προχωρήσει με την έκδοση της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να παραθέσω το κείμενο του επίδικου διατάγματος:

 

« ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΑΠΕΛΑΣΗΣ

Δυνάμει του άρθρου 14 του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105 όπως τροποποιήθηκε μέχρι το 2022 και του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023

Αρχηγός Αστυνομίας

ΕΠΕΙΔΗ ο H.S. υπήκοος Συρίας, είναι αιτητής κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας στη Δημοκρατία θεωρείστε ότι αποτελείτε κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 29 του Περί Προσφύγων Νόμου και/ή είστε απαγορευμένος μετανάστης δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 του Περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου ( Κεφ. 105) και αφότου έλαβα υπόψη όλα τα δεδομένα της περίπτωσης σας, έκρινα ότι η προσωπική σας συμπεριφορά αποτελεί πραγματική, ενεστώσα και σοβαρή απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας για τους ακόλουθους λόγους:

Από μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές του κράτους εναντίον σας προκύπτει ότι ενέχεστε σε σχέση με κύκλωμα εμπορίας προσώπων, ήτοι για ενδεχόμενη στρατολόγηση και/ή πρόσληψη και/ή μεταφορά συμπεριλαμβανόμενης της ανταλλαγής και/ή μεταβίβασης του ελέγχου ή/και της εξουσίας επί των προσώπων αυτών μέσω απειλών ή χρήση βίας και/ή άλλων μορφών εξαναγκασμού και/ή απαγωγής και/ή δόλου και/ή εξαπάτησης και/ή παραπλάνησης και/ή κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή προσφοράς ή παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων ή απολαβών για εξασφάλιση της συγκατάθεσης προσώπου κατέχοντος εξουσίας επί ενός άλλου, με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού.

Και επειδή η εμπορία προσώπων αποτελεί μια ευμετάβλητη και δύσκολα ελεγχόμενη μορφή εγκλήματος, το οποίο διαπράττεται συχνά στα πλαίσια του διεθνικού οργανωμένου εγκλήματος.

Και επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία λόγω της γεωγραφικής της θέσης αποτελεί το πρώτο σημείο εισόδου πολλών μεταναστών στην Ευρώπη και κατ΄επέκταση αποτελεί χώρα προορισμού θυμάτων εμπορίας προσώπων.

Και επειδή συνεχίζονται με αμείωτους ρυθμούς οι μεταναστευτικές ροές στην Κυπριακή Δημοκρατία δια μέσου και όχι εξαντλητικά της θαλάσσιας οδού.

Και επειδή οι συνεχόμενες μεταναστευτικές ροές στην Κυπριακή Δημοκρατία από παράνομες εισόδους δια μέσου και όχι εξαντλητικά της θαλάσσιας οδού, και η συστηματική διευκόλυνση παράνομης εισόδου αλλοδαπών στην Κυπριακή Δημοκρατία, καθιστούν τρωτή τη δημόσια τάξη και ασφάλεια.

Και επειδή σύμφωνα με το άρθρο 79 παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η Ένωση αναπτύσσει κοινή μεταναστευτική πολιτική, η οποία έχει ως στόχο να εξασφαλίζει σε όλα τα στάδια την αποτελεσματική διαχείριση των μεταναστευτικών ροών, τη δίκαιη μεταχείριση των υπηκόων τρίτων χωρών που διαμένουν νόμιμα στα κράτη μέλη καθώς και την πρόληψη της παράνομης μετανάστευσης και της εμπορίας προσώπων και την ενισχυμένη καταπολέμηση της.

Ως εκ τούτου, κρίνω και αποφασίζω ότι αποτελείτε πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς απειλή στρεφόμενη κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και συνακόλουθα απειλή κατά της δημόσιας τάξης και ασφάλειας της Δημοκρατίας.

ΓΙΑ ΤΟ ΣΚΟΠΟ ΑΥΤΟ, ασκώντας τις εξουσίες που μου δίνονται δυνάμει του άρθρου 29 των Περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2023 έχω αποφασίσει την απέλαση H.S καθότι υφίσταται εύλογος λόγος για τον οποίο το εν λόγω πρόσωπο αποτελεί κίνδυνο για την δημόσια τάξη και ασφάλεια της Δημοκρατίας. Με το παρόν διατάσσω όπως ο H.S απελαθεί στο ΛΙΒΑΝΟ και αναχωρήσει από την Δημοκρατία το συντομότερο δυνατό και στη συνέχει παραμείνει εκτός της Δημοκρατίας.

Και με το παρόν εξουσιοδοτώ και εντέλλομαι τον Αρχηγό Αστυνομίας, ή οποιοδήποτε μέλος της Αστυνομικής Δύναμης που τυχόν θα διαταχθεί, να εκτελέσει το διάταγμα αυτό και για την εκτέλεσή του το παρόν διάταγμα αποτελεί επαρκή εξουσία και εντολή.

ΕΓΙΝΕ από μένα στη Λευκωσία την 31η  ημέρα του Αυγούστου, 2023.». 

Στο σημείο αυτό, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω κατωτέρω σχετική νομολογία περί του τι όφειλε να εξετάσει η αρμόδια αρχή προτού καταλήξει ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο για την κοινωνία/δημόσια τάξη και/ή την ασφάλεια της Δημοκρατίας/ κράτους μιας και η αρμόδια αρχή δεν εξειδίκευσε σε ποιο από τα εδάφια α) και/ ή β) του άρθρο 29 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, βάσισε την αξιολόγηση της για να καταλήξει στην κρίση περί της επικινδυνότητας του αιτητή.

Σύμφωνα με την νομολογία του ΔΕΕ, οι περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη μπορούν να ανακαλέσουν το καθεστώς του πρόσφυγα, αντιστοιχούν στις περιπτώσεις όπου τα κράτη μέλη μπορούν να επαναπροωθήσουν πρόσφυγα βάσει του άρθρου 33, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Γενεύης και του άρθρου 21 (2) της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (που αντιστοιχεί στο άρθρο 29 (1) του περί Προσφύγων Νόμου που αφορά την απέλαση προσώπων που κατέχουν καθεστώτος διεθνούς προστασίας)  [βλ. σκέψη 35, στην απόφαση του ΔΕΕ C – 663/21[2] και σκέψη 35 στην απόφαση του ΔΕΕ,C 8-22[3]]. Με αυτό ως δεδομένο, η ερμηνεία που έχει δοθεί για το τι συνιστά  κίνδυνος για την κοινωνία/δημόσια τάξη και/ή την ασφάλεια του κράτους, από την νομολογία που θα παρατεθεί κατωτέρω, έχει ανάλογη εφαρμογή και στην παρούσα περίπτωση.

Στην απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C-159/21, GM κατά Országos Idegenrendézeti Főigazgatóság κ.α, ημερ. 22/09/22, το Δικαστήριο κατέληξε ότι κατά το στάδιο εξέτασης από την αρμόδια αρχή στο κατά πόσο ένα πρόσωπο αποτελεί κίνδυνος για την κοινωνία (δημόσια τάξη) και/ή την ασφάλεια του κράτους, για σκοπούς ανάκλησης του προσφυγικού του καθεστώτος, θα πρέπει να προβαίνει σε ατομική εξέταση των πραγματικών περιστατικών εκάστης περίπτωσης. Παραθέτω κατωτέρω σχετικό απόσπασμα (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) :

« 70  Όσον αφορά, ειδικότερα, τη συνεκτίμηση ενδεχόμενου κινδύνου για την εθνική ασφάλεια, επισημαίνεται ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95 επιτρέπει στα κράτη μέλη να ανακαλούν το καθεστώς που χορηγήθηκε σε πρόσφυγα όταν μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό συνιστά κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται.

71      Το άρθρο 17, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει δε ότι υπήκοος τρίτης χώρας ή ανιθαγενής δεν δικαιούται επικουρική προστασία όταν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για να θεωρείται ότι συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία ή για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται.

72  Η εφαρμογή καθεμιάς εκ των ανωτέρω διατάξεων προϋποθέτει ότι η αρμόδια αρχή προβαίνει, σε κάθε περίπτωση ατομικώς, σε εκτίμηση των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών των οποίων έχει λάβει γνώση, προκειμένου να κρίνει αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι να πιστεύεται ότι η κατάσταση του ενδιαφερομένου, ο οποίος πληροί κατά τα λοιπά τα κριτήρια υπαγωγής στο καθεστώς διεθνούς προστασίας ή διατήρησης του καθεστώτος αυτού, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής μίας εκ των διατάξεων αυτών (πρβλ. αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2017, Lounani, C‑573/14, EU:C:2017:71, σκέψη 72, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17, EU:C:2018:713, σκέψη 55)…»

Στην απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C – 8/22 XXX κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερ. 06/07/23, καθορίστηκε ότι η ύπαρξη κινδύνου για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο υπήκοος τρίτης χώρας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποδεικνυόμενη από το γεγονός και μόνον ότι υπήρξε αμετάκλητη ποινική καταδίκη για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα ( βλ. σκέψεις 42 -45 της εν λόγω απόφασης). Πρόσθετα, στην εν λόγω απόφαση του ΔΕΕ, διευκρινίστηκε ότι ο χαρακτηρισμός ενός ατόμου ως κίνδυνου για την κοινωνία, θα πρέπει να είναι πραγματικός, ενεστώς και αρκούντως σοβαρός (βλ. σκέψεις 48, 52 και 60) και ότι δεν αρκεί μόνο ένας δυνητικός κίνδυνος  ( βλ. σκέψη 53). Στην πιο πάνω απόφαση καθορίστηκε επίσης το εξής αξιοσημείωτο και που χρήζει αναφοράς ότι ο όρος ΄κίνδυνος για την κοινωνία΄ αντιστοιχεί στην έννοια ΄κίνδυνος και απειλή για την δημόσια τάξη΄ ως έχει ερμηνευτεί νομολογιακά ( βλ. σκέψεις 48, 49, 56). Πρόσθετα, καθορίστηκαν οι περιστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου μεταξύ των οποίων, η τάση του ατόμου για επανάληψη στο μέλλον κατά τρόπο που να συνιστά η συμπεριφορά του τέτοιο κίνδυνο, η παρελθοντική συμπεριφορά του, οι περιστάσεις τέλεσης ενός αδικήματος και οι εξελίξεις που ακολούθησαν από την τέλεση ενός αδικήματος. Παραθέτω κατωτέρω σχετικά αποσπάσματα από την εν λόγω απόφαση (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

« 56     Ωστόσο, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι η χρήση της φράσης «κίνδυνος για την κοινωνία» αντί της αναφοράς στη «δημόσια τάξη» εκφράζει μια επιλογή να καθιερωθεί ένα κριτήριο ουσιωδώς διαφορετικό από εκείνο της νομολογίας που μνημονεύθηκε στη σκέψη 48 της παρούσας απόφασης, δεδομένου ότι οι όροι που χρησιμοποιούνται τόσο στο άρθρο 14, παράγραφος 4, όσο και στο άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 αντικατοπτρίζουν, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 34 της παρούσας απόφασης, τους όρους που χρησιμοποιούνται στο άρθρο 33, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Γενεύης.

[…….]

61   Όσον αφορά, δεύτερον, τους αντίστοιχους ρόλους της αρμόδιας αρχής και του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας στο πλαίσιο της εκτίμησης της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αρμόδια αρχή οφείλει κατά την εφαρμογή της διάταξης αυτής να εξετάσει, για κάθε επιμέρους περίπτωση, όλες τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης [πρβλ. αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, Ahmed, C‑369/17, EU:C:2018:713, σκέψεις 48 και 50, και της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψεις 72 και 92].

62  Στο πλαίσιο αυτό, και δεδομένου, ιδίως, ότι το άρθρο 45, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής να ανακαλέσει τη διεθνή προστασία αναφέρει τους πραγματικούς και νομικούς λόγους στους οποίους στηρίζεται, η αρμόδια αρχή πρέπει να έχει στη διάθεσή της το σύνολο των σχετικών πληροφοριών και να προβαίνει, βάσει των πληροφοριών αυτών, στη δική της εκτίμηση ως προς όλες τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης, προκειμένου να προσδιορίσει το περιεχόμενο της απόφασής της και να την αιτιολογήσει πλήρως [πρβλ. απόφαση της 22ας Σεπτεμβρίου 2022, Országos Idegenrendészeti Főigazgatóság κ.λπ., C‑159/21, EU:C:2022:708, σκέψη 80].

63  Όσον αφορά τις περιστάσεις που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση της ύπαρξης κινδύνου για την κοινωνία, μολονότι η διαπίστωση πραγματικού, ενεστώτος και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας προϋποθέτει, κατά κανόνα, τάση του συγκεκριμένου ατόμου να συνεχίσει μελλοντικά να συμπεριφέρεται κατά τρόπο που να συνιστά τέτοιο κίνδυνο, είναι επίσης ενδεχόμενο η συμπεριφορά και μόνον κατά το παρελθόν να πληροί τις προϋποθέσεις για την ύπαρξη τέτοιου κινδύνου [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, K. και H. F. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψη 56]. Το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας καταδικάστηκε αμετάκλητα για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα έχει ιδιαίτερη σημασία, δεδομένου ότι ο νομοθέτης της Ένωσης αναφέρεται ειδικά στην ύπαρξη τέτοιας καταδίκης και η καταδίκη αυτή μπορεί, αναλόγως των περιστάσεων υπό τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα, να συμβάλει στην απόδειξη της ύπαρξης πραγματικού και αρκούντως σοβαρού κινδύνου στρεφόμενου κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του οικείου κράτους μέλους.

64   Ωστόσο, όσον αφορά ειδικότερα τον ενεστώτα χαρακτήρα ενός τέτοιου κινδύνου, τόσο από την απάντηση στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα όσο και από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι δεν μπορεί να συναχθεί αυτομάτως από το ποινικό ιστορικό του ενδιαφερόμενου υπηκόου τρίτης χώρας ότι είναι δυνατόν να του επιβληθεί το μέτρο του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2016, CS, C‑304/14, EU:C:2016:674, σκέψη 41). Ως εκ τούτου, όσο περισσότερο απέχει χρονικά η λήψη απόφασης βάσει της διάταξης αυτής από την αμετάκλητη καταδίκη για ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα, τόσο περισσότερο οφείλει η αρμόδια αρχή να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τις εξελίξεις που ακολούθησαν την τέλεση ενός τέτοιου εγκλήματος, προκειμένου να κρίνει αν υφίσταται πραγματικός και αρκούντως σοβαρός κίνδυνος κατά τον χρόνο κατά τον οποίο πρέπει να αποφανθεί επί της ενδεχόμενης ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα.

     [……………]

67   Η ως άνω ευχέρεια πρέπει να ασκείται τηρουμένης, μεταξύ άλλων, της αρχής της αναλογικότητας, η οποία απαιτεί να γίνεται στάθμιση μεταξύ, αφενός, του κινδύνου που συνιστά ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται και, αφετέρου, των δικαιωμάτων που πρέπει να διασφαλίζονται, σύμφωνα με την οδηγία αυτή, υπέρ των προσώπων που πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας [πρβλ. αποφάσεις της 2ας Μαΐου 2018, K. και H. F. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψη 62, της 12ης Δεκεμβρίου 2019, G.S. και V.G. (Απειλή για τη δημόσια τάξη), C‑381/18 και C‑382/18, EU:C:2019:1072, σκέψη 64, καθώς και της 9ης Φεβρουαρίου 2023, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κ.λπ. (Ανάκληση του δικαιώματος διαμονής Τούρκου εργαζομένου), C‑402/21, EU:C:2023:77, σκέψη 72].

68   Στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, η αρμόδια αρχή πρέπει επίσης να λάβει υπόψη τα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από το δίκαιο της Ένωσης και, ιδίως, να εξακριβώσει τη δυνατότητα λήψης άλλων μέτρων τα οποία θίγουν σε μικρότερο βαθμό τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στους πρόσφυγες, καθώς και τα θεμελιώδη δικαιώματα, και τα οποία θα είναι εξίσου αποτελεσματικά για τη διασφάλιση της προστασίας της κοινωνίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαΐου 2018, K. και H. F. (Δικαίωμα διαμονής και ισχυρισμοί περί εγκλημάτων πολέμου), C‑331/16 και C‑366/16, EU:C:2018:296, σκέψεις 63 και 64].

[……..]»

Στην απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C-663/21, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl κατά AA, ημερ. 06/07/23, τα πραγματικά περιστατικά όπου ανέκυψε η διαφορά αφορούσε ανάκληση προσφυγικού καθεστώτος λόγω ποινικής καταδίκης του αιτητή ενώ παράλληλα είχε εκδοθεί εις βάρος του αιτητή απόφαση επιστροφής. Σύμφωνα με την εν λόγω, η αρμόδια αρχή οφείλει κατά την εκτίμηση κατά πόσο ένας αιτητής συνιστά κίνδυνο για την κοινωνία και συνακόλουθα κίνδυνο και απειλή για την δημόσια τάξη, ως ερμηνεύτηκε στην πιο πάνω απόφαση του ΔΕΕ, C - 8/22, να προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση της περίπτωσης του για να διαπιστώσει κατά πόσο συνιστά πραγματικό, ενεστώτα και αρκούντως σοβαρό κίνδυνο κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας. Μεταξύ των παραγόντων που θα πρέπει, ως αναφέρθηκε, να λάβει υπόψη η Διοίκηση, προτού προβεί σε οποιοδήποτε μέτρο εναντίον του αιτητή είναι 1) την αναγκαιότητα και αναλογικότητα του μέτρου ( στάθμιση μεταξύ του κινδύνου κατά της κοινωνίας και των δικαιωμάτων του ως κατόχου διεθνούς προστασίας), 2) τις ενδεχόμενες συνέπειες από την επιστροφή του αιτητή στην χώρα καταγωγής του ή στο κράτος προορισμού του μιας και ενδεχομένως να υφίσταται κίνδυνος δίωξης ή βλάβης του, 3) την τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης σε όλα τα στάδια εξέτασης της διαδικασίας επιστροφής του. Παραθέτω κατωτέρω τα σχετικά αποσπάσματα από την εν λόγω απόφαση (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

« 32  Όσον αφορά τη δεύτερη από τις προϋποθέσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 28 της παρούσας απόφασης, από τις σκέψεις 46 έως 65 της σημερινής απόφασης στην υπόθεση Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (Πρόσφυγας που έχει διαπράξει σοβαρό έγκλημα) (C‑8/22) προκύπτει ότι η λήψη μέτρου προβλεπόμενου στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, είναι δυνατή μόνον όταν ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό, ενεστώτα και αρκούντως σοβαρό κίνδυνο στρεφόμενο κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται. Στο πλαίσιο της εκτίμησης της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου, η αρμόδια αρχή οφείλει να εξετάσει όλες τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης.

33  Επιπλέον, όπως επισημάνθηκε στις σκέψεις 66 έως 70 της ως άνω απόφασης, η αρμόδια αρχή πρέπει να σταθμίσει, αφενός, τον κίνδυνο που συνιστά ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται και, αφετέρου, τα δικαιώματα που πρέπει να διασφαλίζονται, σύμφωνα με την οδηγία 2011/95, υπέρ των προσώπων που πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας, προκειμένου να κρίνει αν η λήψη μέτρου προβλεπόμενου στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας συνιστά μέτρο ανάλογο προς τον κίνδυνο αυτόν.

34 Εν προκειμένω, δεδομένων των ερωτημάτων που διατύπωσε το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξεταστεί αν, στο πλαίσιο της στάθμισης αυτής, το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας επιβάλλει, επιπλέον, στα κράτη μέλη να λαμβάνουν υπόψη τις συνέπειες που θα έχει, για τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας ή για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο εν λόγω υπήκοος, η ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

     [......]

36  Ωστόσο, ενώ το άρθρο 33, παράγραφος 2, της Σύμβασης της Γενεύης στερεί, στις περιπτώσεις αυτές, από τον πρόσφυγα την προστασία που παρέχει η αρχή της μη επαναπροώθησης σε χώρα όπου απειλείται η ζωή ή ελευθερία του, το άρθρο 21, παράγραφος 2, της οδηγίας 2011/95 πρέπει, όπως επιβεβαιώνει και η αιτιολογική της σκέψη 16, να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται κατά τρόπο που να συνάδει με τα δικαιώματα τα οποία κατοχυρώνονται στον Χάρτη, ιδίως δε με το άρθρο 4 και με το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη, τα οποία απαγορεύουν απολύτως τα βασανιστήρια και κάθε απάνθρωπη ή εξευτελιστική ποινή και μεταχείριση, ανεξαρτήτως της συμπεριφοράς του ενδιαφερομένου, καθώς και την απομάκρυνση προς κράτος όπου υφίσταται σοβαρός κίνδυνος να υποστεί ο ενδιαφερόμενος τέτοια μεταχείριση. Επομένως, τα κράτη μέλη δεν επιτρέπεται να απομακρύνουν, να απελαύνουν ή να εκδίδουν αλλοδαπό σε περίπτωση που συντρέχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι θα διατρέξει στη χώρα προορισμού πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση η οποία απαγορεύεται από το άρθρο 4 και το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη [πρβλ. απόφαση της 14ης Μαΐου 2019, M κ.λπ. (Ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα), C‑391/16, C‑77/17 και C‑78/17, EU:C:2019:403, σκέψη 94].

     [..…]

42   Ως εκ τούτου, οι συνέπειες που θα έχει, για τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας ή για την κοινωνία του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο υπήκοος αυτός, η ενδεχόμενη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του λαμβάνονται υπόψη όχι κατά την έκδοση της απόφασης ανάκλησης του καθεστώτος πρόσφυγα, αλλά, κατά περίπτωση, όταν η αρμόδια αρχή προτίθεται να εκδώσει απόφαση επιστροφής εις βάρος του εν λόγω υπηκόου.

43   Κατόπιν των ανωτέρω, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, για να εφαρμοστεί η διάταξη αυτή, η αρμόδια αρχή πρέπει να αποδείξει ότι η ανάκληση του καθεστώτος πρόσφυγα αποτελεί μέτρο ανάλογο προς τον κίνδυνο που συνιστά ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας για θεμελιώδες συμφέρον της κοινωνίας του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος. Προς τούτο, η αρμόδια αρχή οφείλει να σταθμίσει τον κίνδυνο αυτόν με τα δικαιώματα που πρέπει να διασφαλίζονται, σύμφωνα με την ως άνω οδηγία, υπέρ των προσώπων που πληρούν τις ουσιαστικές προϋποθέσεις του άρθρου 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας, χωρίς ωστόσο να υποχρεούται, επιπλέον, να εξακριβώσει ότι το δημόσιο συμφέρον που συνδέεται με την επιστροφή του υπηκόου τρίτης χώρας στη χώρα καταγωγής του υπερτερεί του συμφέροντός του για διατήρηση της διεθνούς προστασίας, λαμβανομένων υπόψη της έκτασης και της φύσης των μέτρων στα οποία αυτός ενδέχεται να εκτεθεί σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

[….]

49   Δεύτερον, το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115, το οποίο αποτελεί γενικό κανόνα που δεσμεύει τα κράτη μέλη αφ’ ης στιγμής εφαρμόζουν την οδηγία, υποχρεώνει την αρμόδια εθνική αρχή να τηρεί, σε όλα τα στάδια της διαδικασίας επιστροφής, την αρχή της μη επαναπροώθησης, η οποία κατοχυρώνεται ως θεμελιώδες δικαίωμα στο άρθρο 18 του Χάρτη, σε συνδυασμό με το άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης, καθώς και στο άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, όταν η εθνική αρχή προτίθεται, αφού ακούσει τον ενδιαφερόμενο, να εκδώσει εις βάρος του απόφαση επιστροφής [πρβλ. απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Θεραπευτική κάνναβη), C‑69/21, EU:C:2022:913, σκέψη 55].

50      Επομένως, το άρθρο 5 της οδηγίας 2008/115 δεν επιτρέπει να εκδοθεί απόφαση επιστροφής κατά υπηκόου τρίτης χώρας όταν στην απόφαση αυτή μνημονεύεται, ως χώρα προορισμού, χώρα στην οποία υπάρχουν σοβαροί και αποδεδειγμένοι λόγοι να θεωρηθεί ότι, σε περίπτωση εκτέλεσης της απόφασης, ο ως άνω υπήκοος θα εκτεθεί σε πραγματικό κίνδυνο μεταχείρισης αντίθετης προς το άρθρο 18 ή το άρθρο 19, παράγραφος 2, του Χάρτη [απόφαση της 22ας Νοεμβρίου 2022, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Απομάκρυνση – Θεραπευτική κάνναβη), C‑69/21, EU:C:2022:913, σκέψη 56].

 […..]»

Τα πιο πάνω αναφερθέντα, επαναλήφθηκαν και στην απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C – 402/22, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid κατά M.A., ημερ. 06/07/23 ( βλ. σκέψεις 54 -56).

Στην απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C‑554/13, Z. Zh. κατά Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie και Staatssecretaris voor Veiligheid en Justitie κατά Ι. O., ημερ. 11/06/2015, λέχθηκε ότι η εκτίμηση από ένα κράτος του κινδύνου για τη δημόσια τάξη πρέπει να γίνεται εξατομικευμένα, στη βάση της προσωπικής συμπεριφοράς του ατόμου. Η γενική πρακτική δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ένας τέτοιος κίνδυνος. Επισημαίνεται επίσης ότι εάν ένα άτομο είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για ποινικό αδίκημα, δεν αρκεί αυτό από μόνο του για να εκτιμηθεί ένα άτομο ως κίνδυνος για την δημόσια τάξη ( βλ. σκέψη 50). Διευκρινίστηκε επίσης ότι η απλή υπόνοια τέλεσης ποινικού αδικήματος δεν αρκεί για να κρίνει ένα κράτος κάποιον ως κίνδυνο για τη δημόσια τάξη, καθότι θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλα στοιχεία για να θεμελιωθεί ένας τέτοιος κίνδυνος. Παραθέτω κατωτέρω σχετικά αποσπάσματα ( η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«   50   Συνεπώς πρέπει να γίνει δεκτό ότι ένα κράτος μέλος οφείλει να εκτιμά τον «κίνδυνο για τη δημόσια τάξη», κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, κατά περίπτωση, προκειμένου να εξακριβώσει εάν η προσωπική συμπεριφορά του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας συνιστά πραγματικό και ενεστώτα κίνδυνο για τη δημόσια τάξη. Όταν το κράτος μέλος στηρίζεται σε γενική πρακτική ή σε οποιοδήποτε τεκμήριο για τη διαπίστωση ενός τέτοιου κινδύνου χωρίς να λαμβάνει δεόντως υπόψη την προσωπική συμπεριφορά του υπηκόου και τον κίνδυνο που η συμπεριφορά αυτή εγκυμονεί για τη δημόσια τάξη, το κράτος μέλος αθετεί την υποχρέωση εξατομικευμένης εξετάσεως της επίμαχης περιπτώσεως και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι το γεγονός ότι υπήκοος τρίτης χώρας είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα δεν μπορεί, αυτό καθ’ εαυτό, να δικαιολογήσει την εκτίμηση ότι ο υπήκοος αυτός αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115.

[….]

52   Επιπροσθέτως η απλή υπόνοια ότι υπήκοος τρίτης χώρας έχει τελέσει πράξη η οποία κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα μπορεί από κοινού με άλλα στοιχεία που αφορούν τη συγκεκριμένη υπόθεση να θεμελιώσει την ύπαρξη κινδύνου για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια του άρθρου 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115, καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 48 της παρούσας αποφάσεως, τα κράτη μέλη παραμένουν κατ’ ουσίαν ελεύθερα να καθορίζουν τις απαιτήσεις δημοσίας τάξεως σύμφωνα με τις εθνικές ανάγκες τους, ούτε δε από το άρθρο 7 ούτε από οποιαδήποτε άλλη διάταξη της οδηγίας αυτής μπορεί να συναχθεί ότι είναι συναφώς αναγκαία η ποινική καταδίκη.

[….]

54   Κατόπιν των προεκτεθέντων, στο πρώτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 7, παράγραφος 4, της οδηγίας 2008/115 έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνική πρακτική κατά την οποία υπήκοος τρίτης χώρας ο οποίος διαμένει παρανόμως στο έδαφος κράτους μέλους θεωρείται ότι αποτελεί κίνδυνο για τη δημόσια τάξη κατά την έννοια της διατάξεως αυτής για τον λόγο και μόνον ότι είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα.

[….]

61   Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, στο πλαίσιο εκτιμήσεως της έννοιας αυτής, έχει σημασία κάθε πραγματικό ή νομικό στοιχείο που αφορά την κατάσταση του συγκεκριμένου υπηκόου τρίτης χώρας, το οποίο μπορεί να αποσαφηνίσει το ζήτημα εάν η προσωπική συμπεριφορά του συνιστά τέτοιου είδους απειλή.

62   Συνεπώς, στην περίπτωση υπηκόου που είναι ύποπτος ή έχει καταδικαστεί για την τέλεση πράξεως που κατά το εθνικό δίκαιο αποτελεί ποινικό αδίκημα, μεταξύ των στοιχείων που έχουν συναφώς σημασία συγκαταλέγονται η φύση και η σοβαρότητα της πράξεως αυτής καθώς και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεσή της… ».

Σύμφωνα με την απόφαση του ΔΕΕ, υποθέσεις C -482/01 και C – 493/01, Ορφανόπουλος κ.α κατά Oliveri κ.α, ημερ. 29/04/04, απαγορεύεται η απέλαση η οποία στηρίχθηκε σε λόγους γενικής προλήψεως με σκοπό την αποτροπή άλλων αλλοδαπών, χωρίς να ληφθεί υπόψη η ατομική συμπεριφορά του ατόμου ( βλ. σκέψη 68).

Σχετικά με την έννοια του ‘κινδύνου για την ασφάλεια του κράτους’ και συνακόλουθα την δημόσια ασφάλεια ως μνημονεύεται στο άρθρο 14 (4) στοιχείο α) της οδηγίας 2011/95 που αφορά την ανάκληση προσφυγικού καθεστώτος, που ως αναφέρθηκε και ανωτέρω αντιστοιχεί στους όρους που χρησιμοποιούνται τόσο στο άρθρο 33 (2) της Σύμβασης της Γενεύης, όσο και στο άρθρο 21, παράγραφος 2, στοιχείο α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ σχετικά με την απέλαση κατόχου διεθνούς προστασίας ( αντίστοιχο του άρθρου 29 (1) (α) του περί Προσφύγων Νόμου), ο Γενικός Εισαγγελέας JEAN RICHARD DE LA TOUR, στις προτάσεις του ημερ. 16/02/2023 στις υποθέσεις του ΔΕΕ, C - 663/21 και  C-8/22[4],  επισημαίνει τα εξής (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

« 66.      Εν αντιθέσει προς όσα υποστηρίζει η Βελγική Κυβέρνηση, η ερμηνεία που τάσσεται υπέρ της ύπαρξης δύο σωρευτικών προϋποθέσεων δεν έχει ως αποτέλεσμα να στερεί την πρακτική αποτελεσματικότητά του από τον έτερο λόγο ανάκλησης του καθεστώτος του πρόσφυγα που μνημονεύεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, όταν μπορεί για εύλογους λόγους να θεωρηθεί ότι ο πρόσφυγας συνιστά «κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο ευρίσκεται». Συγκεκριμένα, κατά τη γνώμη μου, ο συγκεκριμένος λόγος έχει ίδιο πεδίο εφαρμογής, καθόσον καλύπτει συγχρόνως την εσωτερική ασφάλεια και την εξωτερική ασφάλεια ενός κράτους μέλους. Κατά συνέπεια, η δημόσια ασφάλεια μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, καθώς και από τον κίνδυνο για την επιβίωση του πληθυσμού ή σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών ή από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (21). Υπ’ αυτή την έννοια, ο κίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους μέλους, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2011/95, διαφέρει από τον κίνδυνο για την κοινωνία του κράτους μέλους ο οποίος μνημονεύεται στο άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας και ο οποίος αφορά κυρίως τη διαφύλαξη της δημόσιας τάξης του οικείου κράτους μέλους (22).»

Γενικότερα το ΔΕΕ, έχει οριοθετήσει τις έννοιες δημόσια τάξη και δημόσια ασφάλεια. Το παρόν δικαστήριο θα περιοριστεί να παραθέσει κατωτέρω τις κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά την εννοιολογική προσέγγιση της δημόσιας ασφάλειας ( εθνική ασφάλεια).

Στην απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C‑373/13, H. T. Κατά Land Baden-Württemberg, ημερ. 24ης Ιουνίου 2015, λέχθηκε (η υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«78  Κατά συνέπεια, προκειμένου να ερμηνευθεί η έννοια ««επιτακτικοί λόγοι εθνικής ασφάλειας ή δημόσιας τάξης» του άρθρου 24, παράγραφος 1, της οδηγίας 2004/83, πρέπει κατ’ αρχάς να ληφθεί υπόψη ότι έχει ήδη κριθεί ότι ο όρος «δημόσια ασφάλεια», όπως χρησιμοποιείται στο άρθρο 28, παράγραφος 3, της οδηγίας 2004/38, καλύπτει τόσο την εσωτερική όσο και την εξωτερική ασφάλεια του κάθε κράτους μέλους (βλ., ιδίως, απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 43 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) και ότι, ως εκ τούτου, η δημόσια ασφάλεια μπορεί να επηρεάζεται από την παρακώλυση της λειτουργίας των κρατικών θεσμών και των βασικών δημόσιων υπηρεσιών, από την επιβίωση του πληθυσμού από τον κίνδυνο σοβαρής διαταραχής των εξωτερικών σχέσεων ή της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών, καθώς και από την προσβολή των στρατιωτικών συμφερόντων (απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 44). Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει επίσης αποφανθεί, στην ίδια αλληλουχία, ότι η έννοια «επιτακτικοί λόγοι δημόσιας ασφάλειας» του ίδιου αυτού άρθρου 28, παράγραφος 3, προϋποθέτει όχι μόνον ότι συντρέχει προσβολή της δημόσιας ασφάλειας, αλλά και ότι η προσβολή αυτή είναι ιδιαιτέρως σοβαρή, όπως υποδηλώνει η χρήση του όρου «επιτακτικοί λόγοι» (απόφαση Τσακουρίδης, C‑145/09, EU:C:2010:708, σκέψη 41).»

Τα πιο πάνω αναφερθέντα, επαναλήφθηκαν και στην απόφαση του ΔΕΕ, στην υπόθεση C‑601/15 PPUJN. και Staatssecretaris van Veiligheid en Justitie, ημερ.15/02/2016 (σκέψη 66), τα οποία επιβεβαιώθηκαν και στην απόφαση C-18/19 - WM κατά Stadt Frankfurt am Main, ημερ.02/07/20 (σκέψη 44).

Τέλος, στο εγχειρίδιο του EASO, Ending International Protection: Articles 11, 14, 16 and 19 Qualification Directive (2011/95/EU), ημερομηνίας 12/2016 εξηγείται το τι συνιστά ο όρος «κίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους», σε περιπτώσεις ανάκλησης προσφυγικού καθεστώτος, όρος που ως αναφέρεται, αντιστοιχεί στο άρθρο 33 (2) της Σύμβασης της Γενεύης και αφορά ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, τις μια από τις δύο περιπτώσεις όπου μπορεί η αρμόδια αρχή να προβεί σε απέλαση ενός πρόσφυγα (η υπογράμμιση του παρόντος δικαστηρίου):

« The ‘danger to the security’ provision corresponds to the first exception provided for in Article 33(2) Refugee Convention, which is intended for cases in which it is established that the refugee poses a current or future danger to the host country. The provision aims to protect the State itself. Security is understood as encompassing external (integrity of borders) or internal (continuance and functioning of the state, its political structures and institutions) elements. Therefore, relevant acts could be, inter alia, espionage, sabotage or terrorist acts (214). The Bundesverwaltungsgericht (German Federal Administrative Court) has decided that mere membership of a terrorist organisation which is suspected of or known to threaten internal security is not sufficient, rather a higher level of involvement or support is necessary. An overall assessment taking into account the danger of the organisation, its structure, violence and size is necessary (215). In an obiter dictum the Verwaltungsgerichtshof (Austrian Supreme Administrative Court) said that it is conceivable that trafficking in people on a large scale might under certain circumstances threaten national security (216). However, it decided in another case that instances of repeated trafficking in human beings and membership in a criminal organisation do not per se constitute such a danger (217)».

Πρόσθετα, για να θεωρηθεί ένας πρόσφυγας ‘κίνδυνος για την ασφάλεια του κράτους’, ο εν λόγω κίνδυνος θα πρέπει να είναι μελλοντικός και όχι παρελθοντικός.[5] Επίσης θα πρέπει να υπάρχουν «εύλογοι λόγοι» για να θεωρείται ένας πρόσφυγας ως κίνδυνος για την ασφάλεια της χώρας στην οποία βρίσκεται στα πλαίσια του άρθρου 33 (2) της Σύμβασης της Γενεύης. Ως εκ τούτου, το ενδιαφερόμενο κράτος δεν μπορεί να ενεργήσει αυθαίρετα και οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να αντιμετωπίσουν συγκεκριμένα το ερώτημα εάν υπάρχει μελλοντικός κίνδυνος και το συμπέρασμά τους για το θέμα πρέπει να τεκμηριώνεται με στοιχεία.[6]

Ως διαφαίνεται από το ως έχουν παρατεθεί ανωτέρω, η Διοίκηση στα πλαίσια άσκησης της διακριτικής της ευχέρειας του κατά πόσο θα προβεί σε απέλαση κατόχου διεθνούς προστασίας οφείλει να αξιολογήσει πολλούς παράγοντες για να κρίνει έκαστο αιτητή ως κίνδυνο για την κοινωνία και απειλή για την δημόσια τάξη και/ή για την ασφάλεια του κράτους, παράγοντες οι οποίοι έχουν αναφερθεί ανωτέρω και παρέλκει η επανάληψη τους. 

Στο σημείο αυτό, θα προχωρήσω με την εξέταση του ιστορικού της  υπόθεσης όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο που έχει κατατεθεί στο Δικαστήριο, σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς των δύο πλευρών, προκειμένου να εξεταστεί από το παρόν Δικαστήριο κατά πόσο, μέσω της αιτιολογίας που παρατίθεται στο κείμενο του διατάγματος, καθώς και των λοιπών στοιχείων και τεκμηρίων που περιέχονται στους διοικητικούς φακέλους, το προσβαλλόμενο διάταγμα έχει εκδοθεί παράνομα, χωρίς επαρκή αιτιολογία και χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας.

Μελετώντας τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, διαπιστώνω επιστολή ενημέρωσης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 04/11/2019 προς τον αιτητή περί του ότι αναγνωρίστηκε ο αιτητής ως κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας. Στο φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο που περιλαμβάνει τα ‘απόρρητα έγγραφα’ εντοπίζεται επιστολή ημερ. 31/07/2023 από την ΥΚΑΝ προς την ΥΑΜ, όπου γίνεται αναφορά στην εν λόγω σε διάφορα άτομα/στοιχεία με τα οποία συνδέεται ο αιτητής, ότι εκκρεμεί υπόθεση εναντίον του για το αδίκημα της αναχώρησης από τη Δημοκρατία από μη εγκεκριμένα λιμάνια και είναι οφειλέτης ενός εντάλματος ύψους 200 ευρώ. Ακολούθως, στο ίδιο διοικητικό φάκελο, εντοπίζεται επιστολή ημερ. 23/08/2023 από την ΥΑΜ προς την Διευθύντρια του ΤΑΠΜ, με την οποία αναφέρονται μέλη κυκλώματος διακίνησης παράτυπων μεταναστών – ενεστώσα απειλή για την δημόσια τάξη και ασφάλεια. Στην εν λόγω γίνεται αναφορά σε 12 υπόπτους, μεταξύ των οποίων και ο αιτητής, όπου όσον αφορά τον αιτητή, αναφέρεται ότι είναι ύποπτος για αδικήματα, χωρίς να προκύψει οτιδήποτε εναντίον του. Γίνεται επίσης αναφορά στην δράση του ήτοι να εντοπίζει Σύριους υπηκόους στην Κύπρο, οι οποίοι επιθυμούν να φέρουν συγγενικά τους πρόσωπα στην Κύπρο. Περαιτέρω, με επιστολή της Διευθύντριας του ΤΑΠΜ προς τον αιτητή, ημερ. 23/08/2023, ενημερώνεται ο αιτητής ότι αποφασίστηκε η απέλαση του σε ασφαλή χώρα λόγω υπονοιών εμπλοκής του σε εγκληματική οργάνωση που διαπράττει εγκληματικές πράξεις, μεταξύ των οποίων παράνομη διακίνηση μεταναστών στην Κυπριακή Δημοκρατία και εξαπάτηση των ιδίων και των οικογενειών τους, και ένεκα τούτου, υπάρχουν εύλογοι λόγοι να θεωρείται ότι ο αιτητής αποτελεί απειλή για την εθνική ασφάλεια και την δημόσια τάξη, δίνοντας του την δυνατότητα να υποβάλει γραπτές ή προφορικές παρατηρήσεις εναντίον της εν λόγω αποφάσεως. Πρόσθετα, διαπιστώνω στο φάκελο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο στο Δικαστήριο με τα ‘απόρρητα έγγραφα΄ ημερολόγιο ενεργείας της Αστυνομίας Κύπρου, ημερ. 30/08/2023. Στην επιστολή ημερ. 31/08/23, από την ΥΑΜ προς την Διευθύντρια του ΤΑΠΜ (περιλαμβάνεται στο φάκελο με τα απόρρητα έγγραφα), γίνεται εισήγηση για έκδοση διαταγμάτων κράτησης και απέλασης του αιτητή για λόγους δημοσίας τάξης και ασφάλειας, καθότι ως αναφέρεται στην εν λόγω, ο αιτητής είναι ύποπτος για διάφορα αδικήματα, μαζί με άλλα πρόσωπα. Ακολούθως, στις 31/08/23, εκδόθηκε διάταγμα απέλασης στο οποίο αναφέρεται ότι σύμφωνα με μαρτυρία που κατέχουν οι αρμόδιες αρχές, ο αιτητής εμφαίνεται να ενέχεται σε διάφορα ποινικά αδικήματα, ως αναφέρθηκαν ανωτέρω όταν παρατέθηκε αυτούσιο το κείμενο του διατάγματος απέλασης.

Κρίνω σκόπιμο να αναφέρω σε αυτό το σημείο ότι σε όσα γεγονότα αναφέρθηκε το παρόν Δικαστήριο και περιλαμβάνονταν στο Διοικητικό Φάκελο των απορρήτων εγγράφων, αποτελούν στοιχεία που αποκαλύφθηκαν από τους καθ΄ων η αίτηση, στον κατάλογο που κατάθεσε η συνήγορος της Δημοκρατίας, όταν αποκαλύφθηκε το ουσιαστικό περιεχόμενο των απορρήτων εγγράφων αναφορικά με τον συγκεκριμένο αιτητή, κατάλογος ο οποίος κοινοποιήθηκε και στον συνήγορο του αιτητή.

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων της παρούσας υπόθεσης, ο κος Ζένιος, ανάφερε στο Δικαστήριο ότι δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή, ισχυρισμό που επιβεβαίωσε και η κα Τζιρτζιπή. Η συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα, δήλωσε επίσης στο Δικαστήριο ότι ναι μεν δεν εκκρεμεί οποιαδήποτε ποινική διαδικασία, εντούτοις ως ανάφερε συνεχίζονται οι έρευνες από τις αρμόδιες αρχές όσον αφορά τον συγκεκριμένο αιτητή. Ερωτηθείσα η κα Τζιρτζιπή εάν ουδέποτε ο αιτητής έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε ποινικό αδίκημα, η συνήγορος της Δημοκρατίας, απάντησε αρνητικά. Κατόπιν υποβολής σχετικού ερωτήματος από το Δικαστήριο προς την συνήγορο των καθ΄ων η αίτηση, εάν υπήρξε οποιαδήποτε έγγραφη επικοινωνία με τον Λίβανο, όσον αφορά την απέλαση του αιτητή στην εν λόγω χώρα, η συνήγορος της Δημοκρατίας δήλωσε ότι δεν έχει εντοπίσει οτιδήποτε εντός των διοικητικών φακέλων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο.

Κρίνω σκόπιμο επίσης σε αυτό το σημείο να αναφέρω ότι το Δικαστήριο, είχε ερωτήσει τους καθ’ων η αίτηση εάν υφίσταντο άλλο υλικό και στοιχεία στην κατοχή της Διοίκησης που θα μπορούσαν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο προς αξιολόγηση. Η κα Τζιρτζιπή ανάφερε ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε άλλο υλικό που θα μπορούσε να κοινοποιηθεί στο Δικαστήριο προς εξέταση. Αντίστοιχα, οι καθ΄ων η αίτηση δεν προσκόμισαν το διοικητικό φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου, που περιλάμβανε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου με τους λόγους για τους οποίους παραχωρήθηκε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας στον αιτητή, καθότι ως η συνήγορος του Γενικού Εισαγγελέα δήλωσε είχε απωλεστεί.

Συνακόλουθα, και ενόψει των ως έχουν αναφερθεί ανωτέρω, από όλα τα στοιχεία που προσκομίστηκαν στο Δικαστήριο, δεν προκύπτει ότι οι καθ΄ων η αίτηση, κατά το στάδιο αξιολόγησης κατά πόσο θα πρέπει να εκδοθεί το διάταγμα απέλασης, να αξιολόγησαν με τον δέοντα τρόπο την περίπτωση του αιτητή, για τους λόγους που θα αναφερθούν κατωτέρω.

Ως προκύπτει από τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές που έχει παραθέσει το Δικαστήριο, η Διοίκηση οφείλει προτού καταλήξει στην έκδοση του διατάγματος απέλασης, να προβεί σε εξατομικευμένη και ατομική αξιολόγηση της περίπτωσης του αιτητή για να διαπιστώσει ότι αποτελεί πραγματικό, ενεστώτα και σοβαρό κίνδυνο κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας - δημόσια τάξη ( άρθρο 29 (1) β) του Περί Προσφύγων Νόμου) και/ή απειλή κατά της ασφάλειας του κράτους ( άρθρο 29 (1) α) του Περί Προσφύγων Νόμου). 

Μεταξύ των παραγόντων που θα πρέπει να λάβει υπόψη της η αρμόδια αρχή κατά την εξέταση της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου είναι οι  ιδιαίτερες περιστάσεις  του αιτητή ήτοι τάση του συγκεκριμένου ατόμου να συμπεριφέρεται με αυτό τον τρόπο στο μέλλον που να συνιστά κίνδυνο, η συμπεριφορά του κατά το παρελθόν/ ποινικό μητρώο, περιστάσεις τέλεσης του αδικήματος, η φύση του αδικήματος, η σοβαρότητα της πράξεως και ο χρόνος που παρήλθε από την τέλεση του ( βλ. σχετικά σκέψεις 61-68, απόφαση του ΔΕΕ C- 8/22 και σκέψη 62, απόφαση του ΔΕΕ C -554/13 ανωτέρω). Ως εμφαίνεται από τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, ο αιτητής δεν τέλεσε οποιοδήποτε σοβαρό αδίκημα – εντοπίζεται μόνο η αναφορά περί ύπαρξης ενός εντάλματος ύψους 200 ευρώ, που δεν προκύπτει από κανένα στοιχείο από το υλικό που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο πως επιβλήθηκε και προέκυψε η εν λόγω χρηματική οφειλή - πάρα μόνο υπήρξαν υπόνοιες τέλεσης ποινικών αδικημάτων ήτοι για παράνομη διακίνηση και/ή εμπορία προσώπων. Δεν εμφαίνεται η Διοίκηση να εξέτασε και να αξιολόγησε άλλες προσωπικές περιστάσεις του αιτητή μεταξύ των οποίων το γεγονός ότι δεν υφίστατο οποιαδήποτε ποινική καταδίκη του αιτητή στο παρελθόν για σοβαρό ποινικό αδίκημα (ποινικό μητρώο), το γεγονός ότι δεν εκκρεμεί ποινική διαδικασία για τα ποινικά αδικήματα για τα οποία υφίστανται οι υπόνοιες τέλεσης τους από τις αρμόδιες αρχές, όπως επίσης, το γεγονός ότι ο αιτητής είναι Σύριος, με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας από το 2019 μέχρι και σήμερα, επομένως απολαύει συγκεκριμένων δικαιωμάτων και προστασίας, σύμφωνα με το παραχωρηθέν καθεστώς του.

Η Διοίκηση κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο αιτητής αποτελεί απειλή κατά της ασφάλειας της κοινωνίας και της δημόσιας τάξης όπως επίσης και της ασφάλειας της Δημοκρατίας, λόγω υποψιών και υπονοιών για συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα. Ουδέν άλλο στοιχείο εντοπίζεται από τα στοιχεία που παρουσιάστηκαν στο Δικαστήριο, ούτε εμφαίνεται να λήφθηκε υπόψη οποιοδήποτε άλλο νομικό και πραγματικό στοιχείο, πέραν της ύπαρξης υπονοιών, που ως αυτοτελή στοιχείο δεν αρκεί από μόνο του για να τεκμηριώσει η Διοίκηση την επικινδυνότητα με οποιοδήποτε τρόπο του αιτητή. Όπως ορθά αναφέρει ο κος Ζένιος στην γραπτή του αγόρευση, το γεγονός ότι ένα άτομο είναι ύποπτο, ακόμη και σε σοβαρά ποινικά αδικήματα, δεν μπορεί αφ΄εαυτό, μηχανοποιημένα και αυτόματα και το δίχως άλλο να οδηγεί στην διατύπωση τέτοιων συμπερασματικών κρίσεων.

Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το σημείο να αναφέρω επίσης ότι η απέλαση κατόχου διεθνούς προστασίας, απαιτεί υψηλότερο επίπεδο απόδειξης σε σχέση ακόμη και με τις περιπτώσεις αποκλεισμού ενός αιτητή από το καθεστώς του, μιας και η αξιολόγηση εξαρτάται από την εκτίμηση μιας μελλοντικής απειλής και κινδύνου από το εκάστοτε πρόσωπο, παρά από την διάπραξη κάποιας πράξης από το συγκεκριμένο άτομο στο παρελθόν[7]. Υπό αυτήν την προϋπόθεση, όφειλε η Διοίκηση και συνακόλουθα η συνήγορος των καθ΄ων η αίτηση, να παρουσιάσει στο Δικαστήριο το απαραίτητο υλικό που είχαν στην κατοχή της οι αρμόδιες αρχές για να καταλήξουν στην εν λόγω κρίση, για να μπορέσει το Δικαστήριο να καταλήξει εάν προέβησαν σε ορθή αξιολόγηση των γεγονότων και στοιχείων που είχαν ενώπιον τους. Δεν εντοπίζεται, από το ότι έχει παρουσιαστεί στο Δικαστήριο, οποιαδήποτε ειδική ουσιαστική εκτίμηση, πως ο αιτητής, στο σύνολο των προσωπικών του περιστάσεων και της όλης προσωπικότητας του, αποτελεί μελλοντικό κίνδυνο για την κοινωνία και/ή την ασφάλεια του κράτους για να επιβάλλεται η απέλαση του.  

Εφόσον για την απέλαση απαιτείται υψηλό επίπεδο απόδειξης, μιας και το πρόσωπο έναντι του οποίου εκδίδεται τέτοιου είδους διαταγή, αποτελεί πρόσωπο που κατέχει καθεστώς επικουρικής προστασίας και τυχόν απέλαση του ενδεχομένως να έθετε την ζωή του σε κίνδυνο, ακριβώς γι΄ αυτό το λόγο, οι αρμόδιες αρχές όφειλαν να παρουσιάσουν περαιτέρω στοιχεία, για να τεκμηριώσουν την κατάληξη τους περί του ότι ο αιτητής αποτελεί είτε κίνδυνο για την κοινωνία και την δημόσια τάξη [ άρθρο 29 (1) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου]  είτε κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους [ άρθρο 29 (1) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου].

Ενόψει του γεγονότος ότι δεν εντοπίζεται να προέβη η Διοίκηση σε εξατομικευμένη εξέταση για να κρίνει την επικινδυνότητα του αιτητή, μιας και καμία άλλη προσωπική περίσταση του ιδίου λήφθηκε υπόψη, αλλά αρκέστηκε στο να καταλήξει και να συμπεράνει την επικινδυνότητα του μόνο στην ύπαρξη υπονοιών περί τέλεσης του ποινικού αδικήματος της διακίνησης και/ή εμπορίας προσώπων, ως προκύπτει από το υλικό που παρουσιάστηκε στο Δικαστήριο, κρίνω ότι γι΄αυτό το λόγο, έχει αθετήσει την υποχρέωση της προς εξατομικευμένη εξέταση και αδικαιολόγητα κατέληξε στην πιο πάνω εκτίμηση.

Κατ΄ επέκταση, δεν είναι ξεκάθαρο ποια ήταν ακριβώς τα ποινικά αδικήματα για τα οποία υπήρξαν υπόνοιες τέλεσης τους από τον αιτητή, μιας και στο περιεχόμενο του ίδιου του διατάγματος απέλασης, που περιλαμβάνει την αιτιολογία του, εμπεριέχονται σωρεία αδικημάτων, που σύμφωνα με την Διοίκηση ο αιτητής ενέχεται « [..] σε σχέση με κύκλωμα εμπορίας προσώπων, ήτοι για ενδεχόμενη στρατολόγηση και/ή πρόσληψη και/ή μεταφορά συμπεριλαμβανόμενης της ανταλλαγής και/ή μεταβίβασης του ελέγχου ή/και της εξουσίας επί των προσώπων αυτών μέσω απειλών ή χρήση βίας και/ή άλλων μορφών εξαναγκασμού και/ή απαγωγής και/ή δόλου και/ή εξαπάτησης και/ή παραπλάνησης και/ή κατάχρησης εξουσίας ή ευάλωτης θέσης ή προσφοράς ή παροχής ή λήψης πληρωμών ή ωφελημάτων ή απολαβών για εξασφάλιση της συγκατάθεσης προσώπου κατέχοντος εξουσίας επί ενός άλλου, με σκοπό την εκμετάλλευση αυτού. […]», χωρίς όμως να αντιστοιχούν στο σύνολο τους με το μαρτυρικό υλικό που προσάχθηκε στο Δικαστήριο προς εξέταση και χωρίς να εμφαίνεται ο οποιοσδήποτε σύνδεσμος της πλειονότητας των εν λόγω αδικημάτων, με το πρόσωπο του αιτητή, μέσα από τους Διοικητικούς Φακέλους, ενέργεια που δεικνύει επίσης την μη ορθή αξιολόγηση των απαραίτητων στοιχείων, για να καταλήξουν οι καθ΄ων η αίτηση στο συμπέρασμα περί επικινδυνότητας του αιτητή.

Το γεγονός ότι μέχρι και σήμερα, ως αναφέρεται στην επιστολή ημερ. 23/08/23 της ΥΑΜ, προς το ΤΑΠΜ, παρότι ο αιτητής είναι ύποπτος, ουδέν στοιχείο έχει προκύψει εναντίον του, όπως επίσης και η αποχή των αρχών να προβούν σε οποιαδήποτε άλλη ενέργεια, δεικνύει τον επιδερμικό τρόπο με τον οποίο κατέληξε η διοίκηση στην εν λόγω συμπερασματική κρίση περί της επικινδυνότητας του.

Κατ΄επέκταση, από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, δεν προκύπτει ότι ορθώς αξιολόγησε η Διοίκηση και προέβη σε εξατομικευμένη εξέταση προτού καταλήξει ότι ο αιτητής αποτελεί κίνδυνο και απειλή για την ασφάλεια της κοινωνίας και της δημόσιας τάξης και/ή της ασφάλειας της Δημοκρατίας.

Ενόψει των όσων ανέφερα ανωτέρω, και με παραπομπή στα στοιχεία των διοικητικών φακέλων, προκύπτει ότι η απόφαση δεν λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα των περιστατικών της υπόθεσης, και επίσης, ενόψει των ως έχουν αναφερθεί, δεν διαφαίνεται ποια ήταν η ακριβής αιτιολογική σκέψη της διοίκησης για την έκδοση του διατάγματος απέλασης του Αιτητή.

Ενόψει τούτου, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει σε οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση, πέραν από το να ακυρώσει το επίδικο διάταγμα απέλασης, για τους λόγους που έχουν αναφερθεί ανωτέρω.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου και παρότι παρέλκει η εξέταση σε οτιδήποτε περαιτέρω, για σκοπούς πληρότητας, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι ακόμη και αν το παρόν Δικαστήριο κατέληγε ότι ορθώς η αρμόδια αρχή προέβη στην αξιολόγηση της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου για να καταστήσει τον αιτητή κίνδυνο για την κοινωνία και την δημόσια τάξη και/ή την ασφάλεια του κράτους, πράγμα που δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση, ως έχει αναφερθεί ανωτέρω, η πλημμέλεια της πράξης, εντοπίζεται και σε άλλα σημεία, μιας και για να μπορέσει να καταλήξει η Διοίκηση στην απέλαση του εκάστοτε αιτητή, θα πρέπει, πέραν από την εξέταση της επικινδυνότητας του, να εξετάσει και να αξιολογήσει και άλλους παράγοντες ήτοι τις ενδεχόμενες συνέπειες που θα επέλθουν στο πρόσωπο του αιτητή, η ενδεχόμενη επιστροφή του στην χώρα καταγωγής του και στην χώρα προορισμού του ( βλ. σκέψεις 34, 36,50 απόφασης του ΔΕΕ, C – 663/21, ως ανωτέρω), συνέπειες που θα πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά το στάδιο έκδοσης του διατάγματος απέλασης ( βλ. σκέψεις 42,49 απόφασης του ΔΕΕ, C – 663/21, ως ανωτέρω). Επομένως, στο πλαίσιο της εξέτασης αυτής, η Διοίκηση, οφείλει να διερευνήσει όπως και να λάβει υπόψη της κατά πόσο στον Λίβανο, που αποτελεί την χώρα όπου κρίθηκε η απέλαση του αιτητή, θα διατρέξει πραγματικό κίνδυνο κατά της ζωής του ή της ελευθερίας του ή σε κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία ή δίωξη λόγω φύλου, θρησκείας, ιθαγένειας, ιδιότητας του ως μέλος σε συγκεκριμένο κοινωνικό σύνολο, πολιτικών του αντιλήψεων, ένοπλης σύρραξης ή περιβαλλοντικής καταστροφής ( βλ. σχετικά άρθρο 29 εδάφιο 4 του Περί Προσφύγων Νόμου).

 

Πρόσθετα, όπως εμφαίνεται ξεκάθαρα, ουδέποτε απασχόλησε την Διοίκηση, προτού εκδώσει το διάταγμα απέλασης, εάν ο Λίβανος αποτελεί ασφαλή χώρα επιστροφής του αιτητή. Η Διοίκηση, προτού προβεί στην αξιολόγηση της, δεν είχε κανένα στοιχείο στην κατοχή της ούτε πληροφορία, για να προβεί στην εν λόγω εκτίμηση όπως και τι έλαβε υπόψη της για να χαρακτηρίσει τον Λίβανο ως ασφαλή χώρα, όσον αφορά τον συγκεκριμένο αιτητή, ο οποίος επαναλαμβάνω είναι Σύριος με καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Η Διοίκηση δεν προέβη σε καμία αξιολόγηση της αρχή της μη επαναπροώθησης ( βλ. σκέψη 49, απόφασης του ΔΕΕ, C – 663/21, ως ανωτέρω) καθότι σε κανένα σημείο της διαδικασίας, προτού εκδοθεί το διάταγμα απέλασης, δεν προέβη στον απαραίτητο έλεγχο του κινδύνου που θα προκύψει προς το πρόσωπο του αιτητή η τυχόν απέλαση του στο Λίβανο καθώς και η ενδεχόμενη επαναπροώθηση του αιτητή από το Λίβανο στη Συρία ( άμεση και έμμεση επαναπροώθηση.

Τα εν λόγω στοιχεία ελλείπουν από τους Διοικητικούς φακέλους, όπως επίσης και το σκεπτικό των καθ΄ων η αίτηση περί του πιο πάνω ελέγχου, προτού καταλήξουν στην έκδοση της επίδικης απόφασης, κατά παράβαση βασικών υποχρεώσεων της Διοίκησης και κατά παράβαση και του ίδιου του άρθρου 29 (4) του Περί Προσφύγων Νόμου. Η Διοίκηση όφειλε και είχε υποχρέωση να διεξέλθει τέτοιο έλεγχο, προ της έκδοσης απόφασης απέλασης ατόμου με καθεστώς διεθνούς προστασίας. Ενόψει των ως έχουν αναφερθεί,  το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί να προβεί σε οποιοδήποτε άλλο έλεγχο.

Το γεγονός ότι οι καθ΄ων η αίτηση δεν είχαν ενώπιον τους τα πιο πάνω στοιχεία και πληροφορίες εν σχέση με την ασφάλεια του Λιβάνου,  κατά παράβαση τόσο των νομολογιακών αρχών που παρατέθηκαν ανωτέρω, όσο και του άρθρου 29 εδάφιο 4 του Περί Προσφύγων Νόμου, για να προχωρήσει στην εξέταση κατά πόσο θα απελάσει τον αιτητή, αποτελεί ούτως ή άλλως σοβαρή πλημμέλεια στην όλη διοικητική διαδικασία, όπου το παρόν Δικαστήριο αδυνατεί, ενόψει τούτου, να ασκήσει περαιτέρω έλεγχο.

Παρατηρώ επίσης ότι οι καθ΄ων η αίτηση προτού καταλήξουν στην έκδοση του διατάγματος απέλασης δεν εφάρμοσαν την αρχή της αναλογικότητας, ως είχαν υποχρέωση ( βλ. σκέψη 67 -68, απόφασης του ΔΕΕ, C – 8/22, ανωτέρω όπως επίσης σκέψεις 33 και 43 απόφασης του ΔΕΕ, C – 663/21, ανωτέρω), αφού ουδεμία στάθμιση μεσολάβησε όσον αφορά αφενός τον κίνδυνο που συνιστά ο αιτητής για την κοινωνία και/ή την ασφάλεια του κράτους και, αφετέρου, των δικαιωμάτων ως κατόχου διεθνούς προστασίας όπως επίσης, δεν αξιολόγησαν κατά πόσον ήταν εφικτό να εφαρμοστούν άλλα αποτελεσματικά μέτρα έναντι της απέλασης, στάδιο το οποίο πρέπει να ενυπάρχει και να υφίσταται προς αξιολόγηση, προ της κατάληξης των καθ΄ων η αίτηση, στο κατά πόσο θα προβεί στην έκδοση του εκάστοτε διατάγματος απέλασης.

Ενόψει τούτου, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να υπεισέλθει σε οποιαδήποτε περαιτέρω εξέταση, πέραν από το να ακυρώσει το επίδικο διάταγμα απέλασης, για τους λόγους που έχουν αναφερθεί ανωτέρω.

Ενόψει των πιο πάνω λοιπόν, κρίνω ότι επιτυγχάνουν οι προβαλλόμενοι λόγοι ακυρώσεως ως έχουν αναλυθεί ανωτέρω και παρέλκει η εξέταση οποιουδήποτε άλλου λόγου ακυρώσεως που θέτει ο αιτητής στην γραπτή του αγόρευση.

Συνεπώς, με βάση τα ανωτέρω και για τους λόγους που έχουν αναφερθεί, ως προς την αιτούμενη υπό το στοιχείο Α) του αιτητικού θεραπεία, η προσφυγή επιτυγχάνει και παρέλκει η εξέταση άλλων ζητημάτων που έχουν εγερθεί στην παρούσα υπόθεση. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται στην ολότητα της με  έξοδα υπέρ του αιτητή όπως θα υπολογιστούν από την Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

 

 

                                                                                             

                                                                                               Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 



[1] Βλ. σκέψη 41, απόφαση του ΔΕΕ, C – 8/22 XXX κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερ. 06/07/23 «Πράγματι, από τη σύγκριση των δύο αυτών διατάξεων προκύπτει ότι το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, της οδηγίας αναφέρεται σε κίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους μέλους στο οποίο βρίσκεται ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας, ενώ το άρθρο 14, παράγραφος 4, στοιχείο βʹ, της οδηγίας αναφέρεται σε κίνδυνο για την κοινωνία του εν λόγω κράτους μέλους. Συνεπώς, οι δύο αυτές διατάξεις αφορούν δύο διαφορετικά είδη κινδύνου.».

[2] Απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C-663/21, Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl κατά AA, ημερ. 06/07/23

[3] απόφαση του ΔΕΕ, υπόθεση C – 8/22 XXX κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερ. 06/07/23

[4] Προτάσεις Γενικού Εισαγγελέα στις υποθέσεις του ΔΕΕ  C- 663/21  και  C - 8/22: < https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf;jsessionid=6E6D73BD7A56DF69EF11697906F3A590?text=&docid=270540&pageIndex=0&doclang=EL&mode=req&dir=&occ=first&part=1&cid=1258660#Footref >.

[5] Feller E, Türk V, Nicholson F, eds. Refugee Protection in International Law: UNHCR’s Global Consultations on International Protection. Cambridge University Press; 2003, διαθέσιμο εδώ < Refugee Protection in International Law: UNHCR's Global Consultations on International Protection | Refworld>, par. 164, page 135. “164. Simply as a matter of textual interpretation, the exception is clearly prospec-
tive in its application. In other words, it is concerned with danger to the security of
the country in the future, not in the past. While past conduct may be relevant to an
assessment of whether there are reasonable grounds for regarding the refugee to be
a danger to the country in the future, the material consideration is whether there is
a prospective danger to the security of the country.
»

[6] Ibid, par. 168, page 135. This margin of appreciation is, however, limited in scope. In the first place,
there must be ‘reasonable grounds’ for regarding a refugee as a danger to the secu-
rity of the country in which he is. The State concerned cannot, therefore, act either
arbitrarily or capriciously. The relevant authorities must specifically address the
question of whether there is a future risk; and their conclusion on the matter must
be supported by evidence
».

[7] Cambridge University Press, The Scope and Content of the Principle of Non-Refoulement: Opinion, June 2003, <https://www.refworld.org/docid/470a33af0.html> par. 147: “In an important respect, Article 33(2) indicates a higher threshold than Article 1F insofar as, for the purposes of the former provision, it must be established that the refugee constitutes a danger to the security or to the community of the country of refuge. The provision thus hinges on an appreciation of a future threat from the person concerned rather than on the commission of some act in the past. Thus, if the conduct of a refugee is insufficiently grave to exclude him or her from the protection of the 1951 Convention by operation of Article 1F, it is unlikely to satisfy the higher threshold in Article 33(2).(ημερ. Τελευταίας πρόσβασης 07/02/24)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο