ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 3534/2023

 

14 Φεβρουαρίου, 2024

            [Μ.ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

P.O.A. εκ Νιγηρίας

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ'ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Ι. Γεωργίου (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ο Αιτητής παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 01/09/23 (του κοινοποιήθηκε στις 12/09/23), με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.  

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 26/04/22, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 14/07/23 και στις 29/08/23 λειτουργός της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής «ΕΥΥΑ»)ετοίμασε έκθεση με εισήγηση για απόρριψη του αιτήματός του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 31/08/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής  υποστηρίζει, μέσω Γραπτής Αγόρευσης της δικηγόρου του, ότι στα πλαίσια της συνέντευξης του δεν παρασχέθηκε διερμηνέας αγγλικής γλώσσας, ούτε ενημερώθηκε για το δικαίωμα του να έχει διερμηνέα κατά την συνέντευξη. Παραπέμποντας στις αποφάσεις του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας 4188/21 και 1061/22, τονίζει ότι η μη παραχώρηση διερμηνείας αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας που θα πρέπει να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης. Προβάλλει, ότι αυτός ο λόγος ακύρωσης θα πρέπει να εξετάζεται και από το Δικαστήριο (ανεξάρτητα εάν έχει δικογραφηθεί) καθότι αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξης. Τονίζει ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε ελλείψει δέουσας έρευνας, δεν έγινε εξατομικευμένη αξιολόγηση της περίπτωσης του και δεν είναι εφικτή η μετεγκατάσταση του εντός της χώρας του λόγω του προβλήματος που αντιμετωπίζει.

 

Οι Καθ΄ ων η αίτηση σε απάντηση των ισχυρισμών του Αιτητή υιοθέτησαν το περιεχόμενο της ένστασης και υποστήριξαν ότι οι ισχυρισμοί του δεν εμπίπτουν στην έννοια του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Σημειώνουν, ότι υπήρχε έλλειψη ευλογοφάνειας στους ισχυρισμούς του, προέρχεται δε από ασφαλή χώρα ιθαγένειας με βάση το διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών.

 

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Στην υπό εξέταση υπόθεση εμφανώς η διατύπωση των λόγων ακύρωσης στην προσφυγή του Αιτητή, είναι εξαιρετικά λακωνική και είναι κατά παράβαση των σχετικών διαδικαστικών κανονισμών - απλή επίκληση παραβίασης του Συντάγματος, Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η δε αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά  παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599 (Απόφαση Πογιατζή, Δ.), Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 (Απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε)

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω μόνο τους λόγους ακύρωσης που καλύπτονται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογραφου της προσφυγής και πληρούν τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης.

 

Η δικηγόρος του Αιτητή ζητά από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθότι δεν παρασχέθηκε διερμηνέας κατά την συνέντευξη και/ή ήτο υποχρέωση των Καθ΄ ων η αίτηση να εξασφάλιζαν μεταφραστή κατά την συνέντευξη ανεξάρτητα εάν ο Αιτητής ομιλεί την αγγλική γλώσσα και/ή ανεξάρτητα εάν ο ίδιος ανέφερε ότι μπορεί να προχωρήσει χωρίς την παρουσία διερμηνέα. 

 

Οι διατάξεις του Άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) υπό τον τίτλο «Αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίας» προνοούν, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα εξής:

 

«18.(1) Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε προσωπικής συνέντευξης πραγματοποιείται με τον αιτητή, στα πλαίσια είτε της ταχύρυθμης είτε της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα ανηλίκου και του αναγκαίου διερμηνέα δύναται να παρευρίσκεται, εκτός εάν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.

[...]

(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον αιτητή, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές.

(2Α) (α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο-

(i) δύναται να μεριμνά για την ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης και, σε τέτοια περίπτωση, λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε η καταγραφή ή/και το κείμενο της απομαγνητοφώνησης να διατίθεται σε σχέση με το φάκελο του αιτητή∙

(ii) είτε συντάσσει διεξοδική και εμπεριστατωμένη γραπτή έκθεση η οποία περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των γεγονότων, είτε απομαγνητοφωνεί την τυχόν ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης∙

(iii) παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να παράσχει διευκρινίσεις προφορικά ή/και γραπτώς σε σχέση με τυχόν εσφαλμένες μεταφράσεις ή παρερμηνείες που περιλαμβάνονται στην γραπτή έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης, στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης ή εντός καθορισμένου χρονικού ορίου πριν λάβει απόφαση ο Προϊστάμενος επί της αίτησης∙

(iv) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iii), ενημερώνει πλήρως τον αιτητή για το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή για ουσιώδη στοιχεία του κειμένου της απομαγνητοφώνησης, με τη συνδρομή διερμηνέα εάν είναι απαραίτητο, και κατόπιν ζητά από τον αιτητή να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την συνέντευξη· σε περίπτωση που ο αιτητής αρνείται να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της  γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την προσωπική συνέντευξη, οι λόγοι άρνησής του καταχωρίζονται στον προσωπικό του φάκελο και η άρνηση αυτή δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.

[...]»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Το δε Άρθρο 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), προνοεί ότι:

 

«1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:

[…]

β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο·»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Καθίσταται σαφές τόσο από τις πρόνοιες εθνικής νομοθεσίας όσο και από την ίδια την Οδηγία, που αφορά κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ότι η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη οριζόντια και/ή σε όλες τις περιπτώσεις, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για την διεξαγωγή της συνέντευξης ως ο ισχυρισμός της συνηγόρου του Αιτητή. Ο ίδιος ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του καταγράφει ότι μητρική του γλώσσα είναι Αγγλική (ερυθρό 3 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρό 16 «ΔΦ») και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα. Με το πέρας της συνέντευξης και/ή από τα ερυθρά 16-9 του ΔΦ προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος των πρακτικών της συνέντευξης, ο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο: «I, the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview», βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφονται (στο πρακτικό) αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του (ερυθρό 9 ΔΦ). Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης του. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης (ερυθρό 15 ΔΦ) γίνεται ενδελεχής ενημέρωση του για την διαδικασία της συνέντευξης, της διενέργειας της στην Αγγλική και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την διαδικασία, ειδικότερα εντοπίζονται τα ακόλουθα:

 

«CO: In case, during the interview you face any difficulty in understanding/or communication, please let me know immediately, so I can clarify/explain.

IC: Okay.

CO: [...]

CO: Do you have any questions regarding what I explained to you? 

IC: No.

CO: Are you in good condition (fit) to proceed with the interview today?

IC: Yes.

CO: In general, do you face any health/medical issues?

IC: No.

CO: Is your first language English?

IC: Yes.

CO: Are you fluent in English?

IC: Yes.

CO: Are you comfortable to do this interview in English?

IC: Yes. »

 

Σημειώνεται ότι, και στην επιστολή κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης (που υπογράφει ο Αιτητής ότι έλαβε γνώση και επισυνάπτεται στην προσφυγή του) αναγράφεται ότι «The applicant stated that he understands and speaks the English language and does not need the help of an interpreter» (ερυθρό 52 ΔΦ). Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ο ισχυρισμός για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίπτεται ως αβάσιμος (ως η ανωτέρω ανάλυση). Ούτε οι αποφάσεις που επικαλείται η συνήγορος του Αιτητή βοηθά την περίπτωση του. Στην Υπoθ. Αρ. 4188/2021, S. P. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 28/04/23, η διεξαγωγή της συνέντευξης ήτο στην Αγγλική γλώσσα, ενώ βάση της δήλωσής του ίδιου του αιτούντα η μόνη γλώσσα που ομιλούσε ήτο η μητρική του - Tamil. Έχοντας δε μελετήσει το περιεχόμενο της απόφασης επί της Υπόθ. Αρ. 1061/22, S.A.A. ν. Κυπριακή Δημοκρατία και/ή μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 11/09/23, με όλο το σεβασμό, θα διαφωνήσω με την προσέγγιση της Αδελφής Δικαστή Μ. Παπαντωνίου, εξάλλου, τα δικαστήρια δεσμεύονται μόνο από αποφάσεις ιεραρχικά ανώτερων και όχι ομόβαθμων δικαστηρίων (D.K. Windsupply Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλης (2017) 3 Α.Α.Δ. 542 - αρχή δεσμευτικού προηγούμενου).  

 

Απορρίπτεται και η θέση του Αιτητή μέσω της συνηγόρου του ότι η μη παροχή διερμηνέα κατά την συνέντευξη αποτελεί ζήτημα δημοσίας τάξεως. Λόγοι δημοσίας τάξεως που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως είναι η προθεσμία καταχώρισης της αίτησης, το έννομο συμφέρον, η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγοι που έχουν σχέση με το παραδεκτό της προσφυγής, όπως επίσης «αναρμοδιότης του εκδόσαντος την προσβαλλομένη πράξη οργάνου, η κακή συγκρότηση του αποφασίσαντος ή γνωμοδοτήσαντος συμβουλίου, η μη νομότυπη δημοσίευση της πράξεως, η παράλειψη λήψεως της απαιτουμένης γνωμοδοτήσεως συνιστούν τους πλέον κοινούς λόγους εξ επαγγέλματος εξεταζομένους» (Κυριάκος Τριανταφυλλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 429,«Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας», Ιωάννη Δ. Σαρμά σελ. 447-449,Δημοκρατία ν. Γεωργιάδη (1972) 3 Α.Α.Δ. 594, Όθωνος κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1989) 3(A) Α.Α.Δ. 475, Δημοκρατία ν. Χατζηπαντελή (1989) 3 (Β) Α.Α.Δ. 961Οικονομίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) Α.Α.Δ. 1009).

 

Αναφορικά, τώρα, με την ουσία της αίτησης ασύλου το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της σε συνδυασμό με τους εγειρόμενους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολόγησης της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Τα προσωπικά στοιχεία και προφίλ του Αιτητή έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου, καθώς επίσης και ο ισχυρισμός του ότι εγκατέλειψε την χώρα του για οικονομικούς λόγους και/ή για να εργαστεί (ερυθρά 42-41, 39-38 ΔΦ). Απορρίφθηκε, όμως, το αφήγημα του ότι κινδυνεύει από ομάδα φίλων του αδελφού του θύματος που σκοτώθηκε από τον ξάδελφο του, καθότι αυτό το σημείο παρουσίαζε αντιφάσεις, υπεκφυγές, έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη πληροφοριών (ερυθρό 41-39 ΔΦ) ειδικότερα:

-          δεν είχε συμβεί το οτιδήποτε στον Αιτητή κατά την παραμονή του στη χώρα καταγωγής,

-          παρατηρήθηκε ασυνέπεια και έλλειψη ευλογοφάνειας, καθότι ενώ ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα του λόγω του φόβου του και/ή του περιστατικού που περιέγραψε δεν του είχε συμβεί κάποια αληθοφανής βλάβη που να δικαιολογεί την γενεσιουργό αιτία της φυγής του,

-          δεν εισέφερε κανένα βιωματικό στοιχείο στο αφήγημα του,

-          οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονταν από ανακρίβειες, χρονικές ασυνέπειες και δεν επεξηγείται επαρκώς με την απαραίτητη συνέπεια η σύνδεση του με τις απειλές/επιθέσεις και/ή αφορούν μεμονωμένα κατ΄ ισχυρισμό περιστατικά,

-          ο ισχυρισμός του διακρίνεται από έλλειψη ευλογοφάνειας και συνεκτικότητα αφού για το συγκεκριμένο περιστατικό, όπως ο ίδιος δήλωσε, ήτο γνωστό στην αστυνομία, βασιλιά της κοινότητας και ο πάστορας που τον βοήθησε,

-          ο φόβος για την ζωή του από ομάδα προσώπων καθίσταται μη ευλογοφανής, λόγω των απαντήσεων του σε συνάρτηση με τα περιστατικά διαφυγής του από την εν λόγω ομάδα προσώπων και της απάντησης του αναφορικά με την μετοίκηση του σε άλλη περιοχή της χώρας.

     

Επισημαίνεται πως οι ισχυρισμοί του Αιτητή θα πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην προκύπτουν αντιφάσεις και ανακρίβειες. Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό αυτό το μέρος του αφηγήματος του Αιτητή. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11[1]). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έπεισε για το υπαρκτό των απειλών από την ομάδα αυτή. Οι συνθήκες θανάτου του αδελφού του κατ’ ισχυρισμό «διώκτη», οι απειλές κατά του θείου του, οι περιγραφές των πρωταγωνιστών του αφηγήματος, οι ελλιπείς πληροφορίες και λεπτομέρειες, η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων και οι δηλώσεις του για τα περιστατικά φυγής του αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας του στο σύνολό τους. Ακόμα δε και εάν γινόταν αποδεκτό το αφήγημα του δεν τεκμηριώνεται ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη από της αρχές της χώρας και/ή άλλους φορείς που ελέγχουν έδαφος και/ή περιοχή συνήθους διαμονής του και/ή δεν μπορεί να αναζητήσει εγχώρια προστασία από κρατικές αρχές. Ούτε έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε οι αδιευκρίνιστες απειλές που προβάλει πληρούν τα κριτήρια μορφής δίωξης ως οι πρόνοιες του Άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000).

 

Αναφορικά, τώρα, με το ενδεχόμενο παροχής στον Αιτητή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο  λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται (ερυθρό 37 ΔΦ). Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[2] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου[3] επιβεβαιώνεται ότι παρόλο που στην περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή (ερυθρό 13 ΔΦ)  λαμβάνουν χώρα κάποια περιστατικά ασφαλείας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών είναι χαμηλός (σε συνάρτηση με τον πληθυσμό της περιοχής) – επομένως η παρουσία του Αιτητή στο έδαφος της συγκεκριμένης περιοχής δεν τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του Άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000), με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ.26/05/23 ορίζει την χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, ο ίδιος δεν έχει τεκμηριώσει ότι στην χώρα του δεν είναι ασφαλής λόγω των ειδικών του περιστάσεων. 

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                              

 

 

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]«Κατά κανόνα, όσο περισσότερες λεπτομέρειες αναφέρονται και διατίθενται τόσο καλύτερη είναι η εικόνα που σχηματίζεται. Αυτό αφορά το γεγονός ότι τα γεγονότα που έχει πράγματι βιώσει κάποιος αναφέρονται με περισσότερη παραστατικότητα και αυθορμητισμό. […]Εάν η μαρτυρία του αιτούντος / της αιτούσας δεν χαρακτηρίζεται από ιδιαιτερότητα, αυτό ίσως αποτελεί ένδειξη έλλειψης αξιοπιστίας. Συνήθως, η προσωπική συνέντευξη αποτελεί τη σημαντικότερη πηγή πληροφοριών για τη συλλογή όσο το δυνατόν περισσότερων λεπτομερειών και εξειδικευμένων πληροφοριών και εξαρτάται πολύ από τις δεξιότητες λήψης συνέντευξης του χειριστή (δημιουργία καλής ατμόσφαιρας, ορθές τεχνικές συνέντευξης, βασικές γνώσεις για την υπόθεση) ώστε να εκμαιεύσει τις ουσιώδεις λεπτομέρειες.»

[2]του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[3] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard στοιχεία της ιστοσελίδας ACLED, Nigeria, Enugu, 19/01/23-19/01/24, εντοπίστηκαν στο σύνολο μόνο 82 περιστατικά ασφαλείας και 80 θάνατοι εκ των οποίων 26 μάχες (43 θάνατοι), 52 περιστατικά βίας εναντίον αμάχων (37 θάνατοι), και 4 εξεγέρσεις σε σύνολο περίπου  4.6 εκατομμύρια πληθυσμό – Βλέπε City Population, Enugu, https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA014__enugu/, βλέπε επίσης, Britannica, Enugu State, Nigeria, https://www.britannica.com/place/Enugu-state-Nigeria, ο πληθυσμός της πολιτείας Enugu είχε εκτιμηθεί το 2022 ότι ανερχόταν στα 4.6 εκατομμύρια, καθότι το 2006 η επίσημη καταγραφή πληθυσμού ανέδειξε ότι ήταν 3.2 εκατομμύρια.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο