ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 4276/22

8 Φεβρουαρίου, 2024

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ι. Τ.

Αιτήτρια,

και

Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 

(κα) X. Ματθαίου, για την Αιτήτρια

(κα.) E. Προκοπίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αιτείται την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση, ημερομηνίας 17.6.2021, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της τελευταίας για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020 (στο εξής: ο Περί Προσφύγων Νόμος).

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Δημοκρατία της Αλγερίας. Εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και περί τις 23.3.2018, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 26.8.2020, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής: EASO και πλέον Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο - EUAA). Στις 11.3.2021, λειτουργός υπέβαλε Έκθεση /Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: Προϊστάμενος) για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας. Η Εισήγηση εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο στις 17.6.2021. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 16.6.2022, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας προσφυγής, η Αιτήτρια δήλωσε ότι προωθεί ως μόνο λόγο προσφυγής την έλλειψη δέουσας έρευνας.

 

3.             Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις νομοθετημένες διατάξεις, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει στους ώμους της, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

Το νομικό πλαίσιο

4.              Η Σύμβαση περί του καθεστώτος των προσφύγων, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 28 Ιουλίου 1951 και τέθηκε σε ισχύ στις 22 Απριλίου 1954 [Recueil des traités des Nations unies, τόμος 189, σ. 150, αριθ. 2545 (1954)], όπως συμπληρώθηκε με το Πρωτόκολλο περί του καθεστώτος των προσφύγων, το οποίο συνήφθη στη Νέα Υόρκη στις 31 Ιανουαρίου 1967 και τέθηκε σε ισχύ στις 4 Οκτωβρίου 1967 (στο εξής: Σύμβαση της Γενεύης), ορίζει, στο άρθρο 1, τμήμα Α, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, ότι ο όρος «πρόσφυγας» εφαρμόζεται επί παντός προσώπου το οποίο, «συνεπεία δικαιολογημένου φόβου διώξεως λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητος, κοινωνικής τάξεως ή πολιτικών πεποιθήσεων, ευρίσκεται εκτός της χώρας της οποίας έχει την ιθαγένεια και δεν δύναται ή, λόγω του φόβου τούτου, δεν επιθυμεί να απολαύη της προστασίας της χώρας ταύτης».

5.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

7.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου πρόσφυγας και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτόν τον ορισμό.

8.             Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις, όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Κατάληξη

9.             Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί εκ προοιμίου αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής των λόγων προσφυγής. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει και την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Η έκταση του ελέγχου που ασκεί το παρόν Δικαστήριο επί της διοικητικής πράξης καθιστά αλυσιτελή την προβολή υποπεριπτώσεων λόγων προσφυγής π.χ. έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, πλάνης, ορισμένες διαδικαστικές πλημμέλειες κατά την έκδοση της επίδικης πράξης. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια εκπροσωπούμενη και δια συνηγόρου, έχει την ευκαιρία να εκθέσει τους ισχυρισμούς της και να λάβει όλα τα δέοντα δικονομικά μέσα προς τεκμηρίωσή τους, καθώς το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε εξ υπαρχή και ex nunc έλεγχο των περιστάσεων της αιτήσεως του εκάστοτε Αιτητή. [Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552].

10.           Επισημαίνεται επιπλέον συναφώς ότι αποτελεί βασική νομολογιακή αρχή ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που θα ακολουθηθεί ποικίλλει ανάλογα με το υπό εξέταση ζήτημα, ανάγεται δε στην διακριτική ευχέρεια της Διοίκησης [Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270, Α.Ε. Aρ.: 3017, Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, ημερ. 5.6.2002, (2002) 3 ΑΑΔ 345].

 

11.           Η γενική αυτή νομολογιακή αρχή θα πρέπει να εξεταστεί εν προκειμένω υπό το φως του ειδικού δικαίου που διέπει τη διαδικασία εξέτασης μίας αιτήσεως ασύλου και των αρχών που θεσπίζει τόσο η εθνική όσο και η ενωσιακή νομοθεσία. Συναφές εν προκειμένω είναι το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου και ειδικότερα τα εδάφια (2) και (3) αυτού. Από τις εν λόγω διατάξεις απορρέει καταρχάς η υποχρέωση του Αιτητή να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τεκμηρίωση της αίτησης ασύλου του. Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου [Βλ. ενδεικτικώς, (Υπόθ. Αρ. 1721/2011, Ηοοman & Mahiab Khanbabaie vAναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 30.6.2016, ECLI:CY:AD:2016:D320) αποτελεί υποχρέωση του Αιτητή ασύλου να επικαλεστεί έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Βλ. επίσης Nομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010]. Εν συνεχεία ωστόσο, λόγω ακριβώς της δυσχέρειας των αιτητών ασύλου να τεκμηριώσουν με συγκεκριμένα στοιχεία την αίτησή τους, γεννάται υποχρέωση της διοίκησης να συνδράμει τον εκάστοτε Αιτητή σε αυτήν την προσπάθεια προβολής και τεκμηρίωσης των ισχυρισμών του [Βλ. Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Υπάτης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών παρ. 195 επ., Βλ. επίσης αναφορικά με την ενεργό συνεργασία Απόφαση του ΔΕΕ της 22ας Νοεμβρίου 2012, Υπόθεση C‑277/11, M. M., ECLI:EU:C:2012:744, σκέψεις 63 εώς 68].

 

12.          Παρατηρώ συγκεκριμένα ότι τόσο στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της παρούσας διαδικασίας όσο και στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας, γίνεται εκτενής αναφορά στις γενικότερες αρχές που διέπουν την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας. Απουσιάζει ωστόσο, η ουσιαστική παραπομπή στις περιστάσεις της Αιτήτριας και η υπαγωγή των προσωπικών της περιστάσεων στα συστατικά στοιχεία των άρθρων 3 ή 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Αφ' ης στιγμής, όπως εξηγείται ανωτέρω, το παρόν δικαστήριο δεν επιτελεί ρόλο απλώς ακυρωτικού δικαστηρίου, η εν λόγω ανάλυση θα έπρεπε να αποτελεί την ουσία της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας, γεγονός που δεν παρατηρείται εν προκειμένω.

 

13.          Προχωρώντας στην εξ υπαρχής και ex nunc εξέταση των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως υπαγορεύουν τα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου. Να σημειωθεί ότι η αίτηση υποβλήθηκε από τον τότε σύντροφο της, ο οποίος κατέγραψε ότι η Αιτήτρια εργαζόταν στη Γενική Διεύθυνση Εθνικής Ασφάλειας της Αλγερίας και απειλήθηκε από μια τρομοκρατική οργάνωση λόγω της φύσης της εργασίας της αλλά και λόγω της δολοφονίας του αστυνομικού συζύγου της αδελφής της. Επιπλέον, αναφέρθηκε και σε διαβαθμισμένες πληροφορίες αναφορικά με τον διοικητική της Αιτήτριας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου (βλ. ερυθρά 20-25 του Δ.Φ). Ο σύντροφος της Αιτήτριας απέσυρε το αίτημα του και επέστρεψε στην Αλγερία και παρέμεινε το αίτημα της Αιτήτριας προς εξέταση.

 

14.          Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια ανέφερε ότι το έτος 2016 νυμφεύτηκε με ένα συνάδελφό της και τον Φεβρουάριο του 2017 έλαβαν διαζύγιο. Η οικογένειά της μετά το διαζύγιο της απαγόρευσαν να πηγαίνει στην οικία τους, η μητέρα της την κακοποιούσε λεκτικά και την προσέβαλλαν. Μετά το διαζύγιό της, διέμενε σε ένα διαμέρισμα, στο οποίο ποτέ δεν την επισκέφθηκε η οικογένεια της, ούτε τα αδέλφια της γνώριζαν που βρίσκεται. Κατά ή περί τον Οκτώβριο 2017, αφότου η αδελφή της έφυγε από την Αλγερία, κλήθηκε από τον επιθεωρητή της αστυνομίας να δώσει πληροφορίες για το που βρίσκεται η αδελφή της. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι κάθε 3 με 4 ημέρες την κλήτευσαν προκειμένου να μάθουν που βρίσκεται η αδελφή της και στην συνέχεια άρχισε να λαμβάνει τηλεφωνήματα από αγνώστους. Δήλωσε ότι έλαβε περίπου 3 με 4 τηλεφωνήματα, δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τις φωνές, ούτε εάν ήταν διαφορετικά άτομα κάθε φορά, μέχρι που άλλαξε αριθμό.  Η κατάσταση αυτή διήρκησε 3 μήνες, με την Αιτήτρια να έχει κατάθλιψη, να μην τρέφεται και να μην πηγαίνει στην εργασία της. Ο πρώην σύντροφός της πρότεινε να φύγουν από τη χώρα. Η οικογένειά του ήταν εναντίον του γάμου μαζί με την Αιτήτρια και η οικογένεια της δεν θα αποδεχόταν τον γάμο με το πρόσωπο που προκάλεσε το διαζύγιό της. Μετά την άφιξη της Αιτήτριας στη Δημοκρατία, έμεινε έγκυος με τον σύντροφό της, επικοινώνησε η μητέρα μαζί της και της ανέφερε ότι είναι ντροπή να είναι έγκυος χωρίς να νυμφευτεί και ότι την αναζητούσαν από την εργασία της. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο σύντροφός της τον Οκτώβριο του 2018 αποχώρησε από τη Δημοκρατία και επικοινωνώντας με την μητέρα της της ανέφερε ότι τα αδέλφια της την αναζητούν για να την σκοτώσουν. Δήλωσε ότι η μητέρα της δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη Αλγερία διότι τα αδέλφια της θα σκοτώσουν την ίδια και τον υιό της. Δεν έχει πλέον επικοινωνία με τον πρώην σύντροφό της.

 

15.          Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων, ερωτήθηκε για ποιο λόγο η αστυνομία αναζητούσε την αδελφή της, δηλώνοντας ότι απ’ όσο γνωρίζει, επειδή ο σύζυγος της αδελφής της ήταν αστυνομικός, εργαζόταν στο τμήμα τρομοκρατίας και η αδελφή της τρία έτη μετά τον θάνατο του αποχώρησε από την Αλγερία με τουριστική άδεια και δεν επέστρεψε. Η Αιτήτρια δεν γνωρίζει το λόγο που η αστυνομία αναζητά την αδελφή της, ούτε την ενημέρωσε ποτέ η αστυνομία στις συναντήσεις τους το λόγο. Δήλωσε ότι ο επιθεωρητής την κλήτευε κάθε 3 με 4 ημέρες προκειμένου να μάθουν που βρίσκεται η αδελφή της, με την ίδια κάθε φορά να δηλώνει ότι δεν γνωρίζει που βρίσκεται και ότι δεν είχε επικοινωνία μαζί της. Γεγονός που επηρέασε την εργασία της και δεν της ανέθεταν πλέον εργασία. Όπως δήλωσε, η όλη κατάσταση της προκαλούσε άγχος. Ανέφερε ότι συνολικά ο προϊστάμενος την κάλεσε στο γραφείο του 3 με 4 φορές για να δώσει πληροφορίες για την αδελφή της.

 

16.          Η Αιτήτρια ανέφερε ότι στην τελευταία επικοινωνία που είχε με την μητέρα της, της ανέφερε ότι 2-3 μήνες μετά την αποχώρησή της από την Αλγερία στάλθηκε κλήση διότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε την εργασία της και δεν επέστρεψε και ότι την αναζητούσαν διότι η εργασία της ήταν ευαίσθητη. Ήταν, όπως δήλωσε, εσωτερικό ζήτημα και δεν είχε εκδοθεί ένταλμα σύλληψης, ούτε δικαστική απόφαση. Η μητέρα της, τής δήλωσε ότι η κατάσταση με τα αδέλφια της έχει χειροτερέψει διότι απέκτησε τέκνο εκτός γάμου και χωρίς να το αναγνωρίσει ο πατέρας του, και ότι θεωρείται άτιμη για την οικογένειά της και θα την σκοτώσουν εάν επιστρέψει στην Αλγερία.

 

17.          Αξιολογώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας, οι Καθ’ ων η αίτηση σχημάτισαν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς, ο μεν πρώτος ως προς τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής της, ο δε δεύτερος ως προς την κατ’ ισχυρισμό παρενόχληση της από τους εργοδότες της, ήτοι την αστυνομία της Αλγερίας και ο τρίτος αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι τα αδέλφια της θα την σκοτώσουν διότι έχει τέκνο εκτός γάμου. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός, δεδομένου ότι κρίθηκε ότι παρατέθηκε με επαρκή λεπτομέρεια και πως, βρισκόταν σε συμφωνία με τις εξωτερικές πηγές.

 

18.          Ο δεύτερος ισχυρισμός, περί παρενόχλησής της από τους εργοδότες της, την αστυνομία, απορρίφθηκε διότι οι δηλώσεις της ήταν γενικές, χωρίς λεπτομέρειες και μη συγκεκριμένες. Ως προς τον λόγο της παρενόχλησής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η αστυνομία τη ρωτούσε για ποιο λόγο η αδελφή της αποχώρησε από τη χώρα καταγωγής της. Δήλωσε ότι λάμβανε κλήσεις από άγνωστους αριθμούς όπου ζητούσαν να μάθουν που βρίσκεται η αδελφή της. Ερωτήθηκε γιατί η αστυνομία αναζητούσε την αδελφή της, απαντώντας ότι ο σύζυγος της εργαζόταν στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, δεν ήξερε γιατί την αναζητούσαν. Δήλωσε ότι δεν ανακρίθηκε άλλο μέλος της οικογένειάς της, αποδίδοντας ως λόγο ότι ήταν εσωτερική υπόθεση, επειδή εργαζόταν μαζί τους. Η Αιτήτρια δεν ρώτησε τους εργοδότες της για ποιο λόγο αναζητούσαν την αδελφή της, ισχυριζόμενη ότι ο αρχηγός της ήταν ο γενικός επιθεωρητής και δεν μπορείς να τον αμφισβητήσεις. Δεν μπορούσε να προσδιορίσει ποιος την καλούσε, και συνέχισε ότι λάμβανε τηλεφωνήματα και ανακρίθηκε στην εργασία της για περίοδο τριών μηνών. Η Αιτήτρια δεν μπορούσε να παρέχει ουσιαστικές λεπτομέρειες σχετικά με τις απειλές που έλαβε κατά τη διάρκεια των τηλεφωνημάτων. Η τελευταία κλήση που έλαβε ήταν τρεις μήνες πριν έρθει στην Δημοκρατία.

 

19.          Η Αιτήτρια δεν παρείχε συγκεκριμένες λεπτομέρειες για την παρενόχληση που ισχυρίζεται ότι δέχθηκε στην εργασία της. Δήλωσε ότι κλήθηκε στο γραφείο του Προϊσταμένου της περίπου 3-4 φορές, για να μάθει που βρίσκεται η αδελφή της και γιατί αποχώρησε από τη χώρα, με την ίδια να απαντά ότι δεν γνωρίζει και ότι δεν είχε επικοινωνία μαζί της. Κατά τις συναντήσεις που είχε με τον Προϊστάμενο, δεν δόθηκαν επαρκείς λεπτομέρειες σχετικά και επομένως δεν μπορούσε να εξαχθεί συμπέρασμα περί παρενόχλησης ή περί άλλου κινδύνου για την Αιτήτρια.  Περαιτέρω, αμφισβητήθηκαν οι δηλώσεις της, ως προς την αποχώρηση της από τη χώρα. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι απλά ήθελαν πληροφορίες, ότι ήταν εσωτερικό ζήτημα και δεν μπορούσαν να την σταματήσουν στο αεροδρόμιο. Ισχυρίστηκε ότι η εργασία της ήταν ευαίσθητη, εντούτοις, αποχώρησε με βίζα και με άδεια που χορηγήθηκε από τον εργοδότη της για ιατρικούς λόγους.

 

20.          Σύμφωνα με τους Καθ’ ων η αίτηση, η Αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες, προκειμένου να επεξηγήσει τη θέση της ότι κινδύνευε να υποστεί βλάβη ή ότι τα περιστατικά αυτά (συναντήσεις με Προϊστάμενο και τηλεφωνικές κλήσεις) συνιστούν παρενόχληση, σε σημείο ώστε να αποχωρήσει από τη χώρα καταγωγής της. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, τονίστηκε ο προσωπικός χαρακτήρας των ισχυρισμών της, γεγονός που δεν καθιστά δυνατό τον έλεγχο των δηλώσεών της από εξωτερικές πηγές.

 

21.          Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, ότι δηλαδή φοβάται ότι τα αδέλφια της θα την σκοτώσουν διότι έχει αποκτήσει τέκνο εκτός γάμου, αυτός απορρίφθηκε.  Η Αιτήτρια δήλωσε ότι το 2016 παντρεύτηκε και χώρισε. Κατόπιν η Αιτήτρια επικοινώνησε με τον πρώην σύντροφο της, ο οποίος της εξασφάλισε ένα διαμέρισμα, και όταν η οικογένειά της το έμαθε δεν ήθελαν επαφή μαζί της. Η Αιτήτρια ταξίδεψε στη Δημοκρατία με τον πρώην σύντροφο της, όπου έμεινε έγκυος και γέννησε. Ισχυρίζεται ότι όταν η μητέρα της έμαθε για την εγκυμοσύνη της ανέφερε ότι τους ντρόπιασε, χωρίς να δώσει περισσότερες πληροφορίες. Ερωτήθηκε εάν η οικογένειά της είχε επικοινωνήσει μαζί της από τότε που μετακόμισε στο διαμέρισμα, αφότου χώρισε, δηλώνοντας ότι είχε επαφή μόνο με την αδελφή της, ενώ κανένα άλλο μέλος της οικογένειάς της δεν γνώριζε ακριβώς πού έμενε. Η τελευταία φορά που μίλησε με τον αδελφό της ήταν στην κηδεία του πατέρα τους και προηγουμένως είχε χρόνια να μιλήσει με τα αδέλφια της. Η Αιτήτρια αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό που συνέβη το έτος 2016, όταν ο αδελφός της προσπάθησε να την μαχαιρώσει αλλά την έσωσαν. Ερωτήθηκε εάν είχε δεχτεί απειλές ή παρενόχληση από τη μητέρα ή τους αδερφούς της, με την Αιτήτρια να αναφέρει ότι η μητέρα της όταν έμαθε ότι ήταν έγκυος σταμάτησε να της μιλάει για έξι μήνες και δεν αναφέρθηκε στα αδέλφια της.  

 

22.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, τονίστηκε ο προσωπικός χαρακτήρας του ισχυρισμού. Σημειώθηκε δε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει λεπτομέρειες σχετικά με τη φύση των απειλών, ούτε είχε δει ή μιλήσει με τα αδέλφια της για πολλά χρόνια, η ίδια ζούσε ανεξάρτητα, είχε εργασία, ενώ οι ισχυρισμοί της βασίζονταν στις αναφορές της μητέρας της.

 

23.          Κατά την ανάλυση κινδύνου, διαπιστώθηκε ως προς την κατάσταση ασφαλείας στη πόλη Αλγέρι, περιοχή τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας, ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός να υποβληθεί σε μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση  εκεί επιστροφής της. Κατά το ακόλουθο στάδιο της νομικής ανάλυσης, οι Καθ' ων  η αίτηση κατέληξαν, ότι δεν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας για κάποιους από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης αυτού δυνάμει του άρθρου 19(2)(α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου. Στο πλαίσιο εξέτασης της υπαγωγής της Αιτήτριας στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, παραθέτοντας επιπλέον πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, αξιολογήθηκε πως δεν προκύπτει πιθανότητα υπαγωγής της σε αυτό.

 

24.          Ενώπιον της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, η Αιτήτρια, δια της συνηγόρου της, δεν προβάλει κανένα απολύτως ισχυρισμό συναφή με τον πυρήνα του αιτήματός της για άσυλο, ούτε σχολιάζεται το εύρημα περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της.

 

25.          Κατ΄εφαρμογή του άρθρου 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο δυνάμει του οποίου το παρόν δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής, θα προχωρήσω στην αξιολόγηση των ενώπιον μου δεδομένων ως προς την αίτησή της Αιτήτριας για διεθνή προστασία. Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι οι Καθ' ων η αίτηση διέκριναν τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς ως καταγράφονται ανωτέρω. Συντάσσομαι με την ανάλυση των Καθ' ων η αίτηση ως προς την αξιολόγηση του πρώτου ισχυρισμού ως αξιόπιστου, αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, την οποία και υιοθετώ. Η Αιτήτρια δηλώνει μουσουλμάνα στο θρήσκευμα, κάτοχος διπλώματος πληροφορικής, ομιλεί αραβικά, γαλλικά και αγγλικά και εργαζόταν από τον Ιούνιο του 2015 μέχρι την αποχώρηση της από τη χώρα στην αστυνομία της Αλγερίας.  Εξάλλου, η Αιτήτρια προσκόμισε πρωτότυπο διαβατήριο.

 

26.          Ως προς τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό περί παρενόχλησης από τους εργοδότες της Αιτήτριας, ήτοι την αστυνομία, θα συνταχθώ με την κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση ως προς τη μη ύπαρξη εσωτερικής αξιοπιστίας στα λεγόμενά της.[1] Οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν γενικές και χωρίς λεπτομέρειες. Η ισχυριζόμενη κακομεταχείρισή της από τους εργοδότες της, αφορούσε αποκλειστικά την αδελφή της, και συγκεκριμένα τον λόγο για τον οποίο αποχώρησε από την Αλγερία και που βρισκόταν, ερωτήσεις που η Αιτήτρια επανειλημμένως τους ανέφερε ότι δεν γνώριζε (βλ. ερυθρό 88-6χ,7χ, 87-1χ του Δ.Φ.). Δεν παρείχε λεπτομέρειες, όσον αφορά τις συναντήσεις που είχε με τον Προϊστάμενο της, ούτε πως οδηγήθηκε να θεωρεί ως παρενόχληση ή ότι υπήρχε κίνδυνος να υποστεί βλάβη, από τον εργοδότη της. Περαιτέρω, αναφέρθηκε σε απειλητικές τηλεφωνικές κλήσεις, οι οποίες με την αλλαγή του αριθμού τηλεφώνου της διακόπηκαν. Ως προς το περιεχόμενο των ανώνυμων τηλεφωνημάτων αυτή δήλωσε ότι ερωτήθηκε για την τοποθεσία στην οποία βρίσκεται η αδελφή της (βλ. ερυθρό 88-2χ-5χ του Δ.Φ). Η Αιτήτρια, ως ανέφερε, δεν διερωτήθηκε για ποιο λόγο επιθυμούσαν να μάθουν για την αδελφή της (βλ. ερυθρό 88-1χ του Δ.Φ.), και επιπλέον, παραδέχεται ότι η αδελφή της, της ανέφερε ότι σήμερα δεν έχει προβλήματα. Οι δηλώσεις της Αιτήτριας για τις συναντήσεις με τον Προϊστάμενο της και οι τηλεφωνικές κλήσεις, σε συνδυασμό με την παροχή πιστοποιητικού ετήσιας άδειας προκειμένου να αποχωρήσει από τη χώρα νόμιμα, πλήττουν την αξιοπιστία της, καθότι δεν παρείχε λεπτομέρειες γιατί θεωρούσε ότι η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο.

 

27.          Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω αναφερόμενου ισχυρισμού, λόγω της φύσεώς του δεν  ενδείκνυται εν προκειμένω η περαιτέρω εξέταση της εξωτερικής της αξιοπιστίας.

 

28.          Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, περί φόβου δίωξής της από τα αδέλφια της συντάσσομαι με τα ευρήματα αναξιοπιστίας αυτού, ως αυτά εκτέθηκαν και αναλύθηκαν από τους Καθ'ων η αίτηση. Ειδικότερα, διακρίνω από το σύνολο των δηλώσεων της Αιτήτρια πως αυτές διέπονται σε μεγάλο βαθμό από γενικότητα και αοριστία, ενώ εκλείπει ο ενδεδειγμένος βαθμός σαφήνειας και συνεκτικότητας ως προκύπτει κατά την εξιστόρηση βιωμένων προσωπικών εμπειριών. Η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι μπορεί τα αδέλφια της να την σκοτώσουν ή να κάνουν κακό στο τέκνο της (βλ. ερυθρό 84 του Δ.Φ.). Δεν ήταν σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει τις απειλές από τα αδέλφια της, ενώ αναφερόταν αποκλειστικά σε δηλώσεις της μητέρας της. Ως η ίδια δήλωσε δεν είχε επικοινωνία με τα αδέλφια της, ούτε όταν διέμενε στη χώρα καταγωγής της, αλλά ούτε και όταν ήρθε στη Δημοκρατία (βλ. ερυθρά 86, 85 του Δ.Φ.).  Αναφέρθηκε σε ένα περιστατικό απειλής με μαχαίρι εναντίον της από τον αδελφό της, το οποίο πραγματοποιήθηκε πριν τον γάμο της, κατά ή περί το έτος 2016, χωρίς να δώσει περαιτέρω λεπτομέρειες. Επιπλέον, η Αιτήτρια δεν έχει δεχθεί οποιαδήποτε προσωπική απειλή από τα αδέλφια της. Αντιθέτως, σε σχετική ερώτηση από τον λειτουργό, δήλωσε ότι όταν η μητέρα της έμαθε για την εγκυμοσύνη της, διέκοψε την επικοινωνία μαζί της για περίοδο έξι μηνών αλλά σήμερα επικοινωνούν περιστασιακά (βλ. ερυθρό 84-2χ του Δ.Φ.). Δεν παροράται, βέβαια, ότι η Αιτήτρια, μετά το διαζύγιο της και την τεταμένη συμπεριφορά της οικογένειας της (βλ. ερυθρό 91 του Δ.Φ.), συνέχισε να έχει επικοινωνία με την μητέρα της και διέμενε στο κέντρο της πόλης Αλγέρι, απόσταση μισής ώρας από τον τόπο διαμονής της οικογένειας της.

 

29.          Προχωρώντας στην ανάλυση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τις ανύπαντρες γυναίκες και την ενδοοικογενειακή βία. Οι ανύπαντρες μητέρες συχνά απορρίπτονται από τις ίδιες τις οικογένειές τους και πρέπει να υπομείνουν τεράστια κοινωνική πίεση. Aυξημένος αριθμός κοριτσιών και ανύπαντρων γυναικών, εκδιώκονται ή φεύγουν από τις οικίες τους και ζουν στο δρόμο. Η εκδίωξη μπορεί να συμβαίνει για να τιμωρούνται οι γυναίκες και τα κορίτσια που θεωρείται ότι έχουν παραβιάσει την οικογενειακή τιμή, συμπεριλαμβανομένων των νεαρών γυναικών, οι οποίες μένουν έγκυες εκτός γάμου ή εμπλέκονται σε σχέσεις που δεν εγκρίνονται από την οικογένεια.[2]

 

30.          Η κρατική έκθεση για τα ανθρώπινα δικαιώματα που υποβλήθηκε από τον ΟΗΕ, αναφέρει ότι η ισότητα των ανδρών και γυναικών ενώπιον του νόμου και η απαγόρευση των διακρίσεων αποτελούν θεμελιώδεις αρχές του κράτους της Αλγερίας. Ο νόμος προστατεύει τα δικαιώματα των γυναικών στην αγορά εργασίας και στην εκπαίδευση. Στο πλαίσιο της πολιτικής για την προστασία των ευάλωτων γυναικών, οι ανύπαντρες μητέρες επωφελούνται από την ίδια φροντίδα και τις ίδιες υπηρεσίες με τους άλλους δικαιούχους. Η προστασία των δικαιωμάτων των παιδιών είναι κατοχυρωμένη στο Σύνταγμα (άρθρο 71). Αναγνωρίζεται το δικαίωμα τους στη υγεία και την εκπαίδευση, ανεξάρτητα εάν είναι υπήκοος Αλγερίας, αλλοδαπός,  ανήκει σε μια κανονική ή παράτυπη κατάσταση ή έχουν το καθεστώς του μετανάστη ή του πρόσφυγα. Το Σύνταγμα προβλέπει την προστασία των γυναικών από κάθε μορφή βίας, σε όλους τους χώρους και τις περιστάσεις, στο δημόσιο, επαγγελματικό και ιδιωτικό τομέα. Όλες οι μορφές βίας κατά των γυναικών αποτελούν αδικήματα βάσει του Ποινικού Κώδικα. Το άρθρο 40 του Συντάγματος εγγυάται την πρόσβαση σε καταφύγια, εγκαταστάσεις περίθαλψης και νομικές βοήθεια για τα θύματα. Οι ευάλωτες γυναίκες και τα θύματα βίας μπορούν να ζητούν βοήθεια από μηχανισμούς που έχουν συσταθεί για το σκοπό αυτό. Οι μονάδες της αστυνομίας και της χωροφυλακής που ειδικεύονται στην προστασία των γυναικών και των κοριτσιών έχουν ενισχυθεί σε ολόκληρη τη χώρα. Ο νόμος περί υγείας του 2018 απαιτεί από τους επαγγελματίες υγείας να αναφέρουν τη βία κατά των γυναίκες.[3]

 

31.          Ο εμφανής στιγματισμός και η εχθρότητα απέναντι στις ανύπαντρες μητέρες παραμένουν ιδιαίτερη πρόκληση. Εξοστρακισμένες και απορριφθείσες από τις οικογένειες και τις κοινότητές τους, πολλές γυναίκες εγκαταλείπουν τα σπίτια τους ή πετιούνται στους δρόμους, όπου μπορεί να υποστούν εκμετάλλευση και περαιτέρω κακοποίηση. Ανύπαντρες γυναίκες αντιμετωπίζουν επίσης ένα ευρύ φάσμα διακρίσεων, καθώς πολλές φορές πέφτουν θύματα βίας και στερούνται δικαιώματα, όπως η πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη για τον οικογενειακό προγραμματισμό.[4] Σύμφωνα με άλλες πηγές οι ανύπαντρες μητέρες είναι πιθανόν να υποστούν δημόσια δυσφήμιση, και πολλές εξαναγκάζουν τον εαυτό τους σε αγαμία για να μην χάσουν τα δικαιώματα επιμέλειας των τέκνων τους από τους πρώην συζύγους τους.[5]

 

32.          Παρατηρούνται εχθρικές στάσεις της κοινωνίας προς τις σεξουαλικές σχέσεις εκτός γάμου, με αποτέλεσμα να στιγματίζονται ανύπαντρες γυναίκες, ανύπαντρες μητέρες και χήρες, οι οποίες καθίστανται ευάλωτες σε σεξουαλική βία.[6] Γυναίκες σε δύσκολες καταστάσεις, κυρίως ανύπαντρες μητέρες, στιγματίζονται και απορρίπτονται από την κοινωνία. Σε περίπτωση που βρουν δουλειά (συχνά ως καθαριστές σπιτιού), αντιμετωπίζουν εκμετάλλευση και σεξουαλική κακοποίηση από τους εργοδότες.[7]

 

33.          Η ενδοοικογενειακή βία παρέμεινε ένα επίμονο πρόβλημα, ωστόσο ποινικοποιείται με την κυβέρνηση να εφαρμόζει τους νόμους αυτούς.  Κατά τη διάρκεια του έτους 2022, το Υπουργείο Δικαιοσύνης σχημάτισε μια επιτροπή για να εξετάσει την αναθεώρηση του ποινικού κώδικα, ειδικότερα τις διατάξεις που αφορούν τον βιασμό και τη ρήτρα χάριτος για τα θύματα ενδοοικογενειακής βίας, ωστόσο δεν υπήρξαν αλλαγές στον ποινικό κώδικα ούτε μέτρα από την επιτροπή. Το Υπουργείο Δικαιοσύνης ανέφερε ότι ο όγκος των καταγγελιών για ενδοοικογενειακή βία παρέμεινε περίπου ο ίδιος με το προηγούμενο έτος και η Εθνική Χωροφυλακή ανέφερε ότι περισσότερα από τα δύο τρίτα των θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας ήταν άνω των 30 ετών. Το Υπουργείο Εθνικής Αλληλεγγύης, Οικογένειας και Γυναικών παρείχε ψυχολογική φροντίδα, καθοδήγηση και διοικητική και νομική υποστήριξη μέσω των ομάδων των Τμημάτων Κοινωνικής Δράσης και Αλληλεγγύης σε κάθε επαρχία της χώρας, λειτούργησε δωρεάν τηλεφωνική γραμμή ενδοοικογενειακής βίας για γυναίκες που αντιμετωπίζουν προβλήματα και διεξήγαγε μια πανεθνική εκστρατεία ευαισθητοποίησης για την ενδοοικογενειακή βία, διαφημίζοντας τις νομικές επιλογές και τη διαθέσιμη βοήθεια για τις γυναίκες που αντιμετωπίζουν οικιακές δυσκολίες. Το Υπουργείο ανέφερε ότι εκπαίδευσε ομάδες επαγγελματιών σε συνεργασία με τις υπηρεσίες του ΟΗΕ. Η κυβέρνηση διατήρησε τρία περιφερειακά καταφύγια γυναικών στις πόλεις Tipaza, Mostaganem και Annaba και διαχειρίστηκε επτά άλλες δομές για «προσωρινή διαμονή» για γυναίκες που βρίσκονται σε κίνδυνο, που συνήθως ονομάζονται «Diar Rahma», στις επαρχίες Algiers, Constantine, Oran, Skikda, Ouargla, Batna and Blida. Η κυβέρνηση λειτούργησε επίσης επτά κέντρα Κινητής Βοήθειας Κοινωνικής Έκτακτης Ανάγκης, παρέχοντας υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης σε γυναίκες που βρίσκονται σε κίνδυνο, σε Oran, Batna, Bordj-Bou-Arreridj, Constantine, Béchar και Ouargla, καθώς και εξειδικευμένα Κέντρα Προστασίας και Εξειδικευμένα Κέντρα Αποκατάστασης στις μεγαλύτερες πόλεις για τα κορίτσια.  Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία από ομάδες υπεράσπισης των γυναικών που δημοσιεύονται στον τοπικό τύπο, 100 έως 150 γυναίκες πεθαίνουν κάθε χρόνο από ενδοοικογενειακή βία. Το Femicides Algerie, μια ομάδα υπεράσπισης που παρακολουθεί και δημοσιοποιεί τις γυναικοκτονίες, ανέφερε 36 γυναίκες που σκοτώθηκαν λόγω του φύλου τους στη χώρα τον Νοέμβριο. Οι τοπικές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών σημείωσαν ότι οι περιορισμοί χρηματοδότησης περιορίζουν την ικανότητά τους να παρακολουθούν αυτές τις περιπτώσεις.[8]

 

34.          Ως προς το συστατικό στοιχείο της δίωξης, ο περί Προσφύγων Νόμος ορίζει, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 3Γ(1)(α) τις πράξεις δίωξης ως πράξεις «[…] αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών…», μεταφέροντας στην εθνική έννομη τάξη το αντίστοιχο άρθρο 9(α) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας [στο εξής: Οδηγία 2011/95/ΕΕ]. Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου «Οι ακόλουθες πράξεις συνιστούν μη εξαντλητικό κατάλογο πράξεων δίωξης, κατά την έννοια του εδαφίου (1): (α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας, (β) […],(γ) […], (δ)[…], (ε) […],(στ) πράξεις που στοχεύουν το φύλο ή τα παιδιά.». Περαιτέρω, όπως έχει αποφανθεί το  ΔΕΕ για να συνιστά μια προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων δίωξη υπό την έννοια του άρθρου 1Α, της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σχετικά με το Καθεστώς των Προσφύγων, η προσβολή αυτή πρέπει να είναι σοβαρή σε ορισμένο τουλάχιστον βαθμό [απόφαση X κ.λπ., C‑199/12 έως C‑201/12, EU:C:2013:720, σκέψεις 51 έως 53].

 

35.          Εν προκειμένω, παρά τις ενδείξεις περί κοινωνικού στιγματισμού, δεν προκύπτει ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση ότι η Αιτήτρια, με τις δικές της περιστάσεις, θα αντιμετωπίσει βασίμως κίνδυνο δίωξης ή πραγματικής βλάβης. Η Αιτήτρια παρέμεινε για σημαντικό χρονικό διάστημα και μετά το διαζύγιό της στη χώρα καταγωγής της, όπου εργαζόταν και διέμενε με τον πρώην σύντροφό της. Πέραν της αντίθεσης του οικογενειακού της κύκλου με τις επιλογές της αναφορικά με την επιλογή συντρόφου και το διαζύγιο που προηγήθηκε, δεν υφίσταται οποιαδήποτε απτή ένδειξη περί δίωξής της. Σε κάθε περίπτωση, εάν παρουσιαστεί οποιαδήποτε απειλή για την Αιτήτρια στο τελευταίο τόπο διαμονής της από οποιοδήποτε μη κρατικό δρώντα, ήτοι τα αδέλφια της, αυτή δύναται να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής της. Η Αιτήτρια παρέμεινε στη χώρα καταγωγής της για περίοδο πέραν του ενός έτους από το διαζύγιο της μέχρι την αποχώρηση της, χωρίς να υποστεί οιονδήποτε πράξη βίας ή απειλή από τα αδέλφια της. Παράλληλα είναι εξοικειωμένη με τον τόπο τελευταία διαμονής της, διαθέτει σημαντική εργασιακή πείρα και είναι υγιής. Υπενθυμίζεται ότι η διεθνής προστασία είναι δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.[9] Η συμπερίληψη της Αλγερίας στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας αποτελεί σημαντική ένδειξη για την ικανότητα των αρχών της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας να της παρέχουν προστασία (Βλ. Κ. Δ. Π. 166/23).

 

36.          Ως εκ τούτου, με βάση τους αποδεκτούς ισχυρισμούς της Αιτήτριας, δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

37.          Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν τεκμηριώνει αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

38.          Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό της Αιτήτριας δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ.  άρθρο 19(2)(α) και (β)].

 

39.          Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν κατά την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι λαμβάνονται υπόψη «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

 

40.          Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ( στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

 

41.          Περαιτέρω, όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.» (απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie, ημερ.17.2.2009) Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

42.          Σημειώνεται συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ορίζεται ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, χωρίς εν προκειμένω η τελευταία να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/ στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας.

 

43.          Βάσει και άλλων, επικαιροποιημένων πληροφοριών, αναφορικά με τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και ειδικότερα στην πόλη Αλγέρι για την περίοδο 2.2.2023 έως 2.2.2024 δεν υπάρχουν καταγεγραμμένα περιστατικά ασφαλείας.[10]

 

44.          Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή της Αιτήτριας στο καθεστώς του πρόσφυγα καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν καταδεικνύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

45.          Επικουρικώς, ως προς τη δυνατότητα  επιστροφή της, παρά το γεγονός ότι έχει ανήλικο πλέον τέκνο, λαμβάνεται υπόψιν το γεγονός ότι επιστρέφει σε ένα τόπο οικείο για την ίδια, στον οποίο δεν παρουσιάζονται οποιαδήποτε περιστατικά ασφαλείας, η χώρα της συγκαταλέγεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, ενώ πρόκειται περί υγιούς, μορφωμένου και με προηγούμενη εργασιακή πείρα ατόμου.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται ως ανωτέρω, με €1000 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis Second edition, EUAA https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-evidence-and-credibility-context-common-european-asylum-system[τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 06.02.2024], σ. 120-134.

 

[2] Ireland: Refugee Documentation Centre, Algeria: Information on attitudes to single mothers in Algeria, Is there discrimination? Information on NGOs working with single mothers in Algeria?, 5 January 2011, Q13164, available at: https://www.refworld.org/docid/4d2ebf022.html  [ημερομηνία πρόσβασης 06/02/2024]

[3]HRC – UN Human Rights Council (Author): National report submitted in accordance with Human Rights Council resolutions 5/1 and 16/21*Algeria [A/HRC/WG.6/41/DZA/1], 2 September 2022     https://www.ecoi.net/en/file/local/2080580/G2247723.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/02/2024)

 

[4]EuroMed Rights, FACT-SHEET ON: Violence against Women in Algeria, January 2021,https://euromedrights.org/wp-content/uploads/2021/03/Violence-against-women-in-Algeria.pdf(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/02/2024)

[5]IRB – Immigration and Refugee Board of Canada (Author) Algeria: Situation of single women and women who head their own households and their treatment by society and authorities, including their ability to live on their own and access housing, education, income, health care, and support services, particularly in Algiers, Oran and Annaba (2020–July 2022), 4 August 2022, https://www.ecoi.net/en/document/2080075.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/02/2024)

[6] EuroMed Rights, Situation report on discriminations against women in Algeria, https://euromedrights.org/wp-content/uploads/2023/03/factsheet-Algeria_EN.pdf [ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/02/2024]

[7] IEMed, European Institute of the Mediterranean, Violence against Women in Algeria – Focus on Oran, 1 APRIL 2017, https://www.iemed.org/publication/violence-against-women-in-algeria-focus-on-oran/ [ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/02/2024]

 

 

[8] USDOS – US Department of State (Author), 2022 Country Report on Human Rights Practices: Algeria, 20 March 2023, https://www.state.gov/reports/2022-country-reports-on-human-rights-practices/algeria/ [ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/02/2024]

 

[9] European Asylum Support Office (EASO), 'Practical Guide: Qualification for International Protection' (2018), 36 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 29/1/2024)

[10] ACLEDDashboard, Algeria , Alger, reference period 02/02/2023 - 02/02/2024διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard(ημερομηνία πρόσβασης 07/02/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο