ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

     Υπόθεση Αρ.:  4803/2022

26  Φεβρουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α.Α.Α.Ε., 

από Αίγυπτο

                           Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Μ. Χαραλαμπίδου (κα) για Ν. Λοΐζου και Χ. Χριστούδια

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Σ. Πιτσιλλίδου (κα) Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 28.05.2022, με την οποίαν απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ 

 

Ο Αιτητής κατάγεται από την Αίγυπτο την οποίαν εγκατέλειψε στις 17.03.2018 και αφίχθηκε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εργασίας. Στις 26.10.2020 υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και στις 06.05.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος με σχετική Εισηγητική Έκθεσή του ημερ. 06.05.2022 εισηγήθηκε την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, η ασκούσα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 28.05.2022 την εν λόγω εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Την απορριπτική αυτή απόφαση  αμφισβητεί ο Αιτητής μέσω της υπό κρίση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω των συνηγόρων του προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής του αγόρευσης λόγους ακυρώσεως αναφορικά με την αναρμοδιότητα του οργάνου το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και την έλλειψη άρτιου πρακτικού, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στη προώθηση των λόγων ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.

  

Από την πλευρά τους, οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν, καταρχάς, ότι παρατηρείται έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, επισημαίνω ότι αυτοί προωθούνται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2]. Έχει πλειστάκις λεχθεί και από το παρόν Δικαστήριο, με παραπομπή στη σχετική επί του θέματος νομολογία ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[3], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[4]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της συγκεκριμένης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθούνται οι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως.  

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[5], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[6]. Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης[7].

 

Αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει , στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[8].

 

Ανεξαρτήτως της ως άνω κατάληξης μου, ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν (Βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018N. 73(I)/2018), θα προχωρήσω στην εξέταση  της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας ο οποίος άπτεται εν πάση περιπτώσει της ουσίας της υπόθεσης.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με την κατ' ισχυρισμό έλλειψη δέουσας έρευνας

 

Αναφορικά με  τη   θέση  του  Αιτητή,  ως  αυτή  προωθείται  με  την κατ’ ισχυρισμό  έλλειψη δέουσας έρευνας, επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[9].

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου μέσα από τα οποία καταδεικνύεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιον τους. 

 

Ειδικότερα, ο Αιτητής στο πλαίσιο της αίτησής του, αναφορικά με τους λόγους εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του κατέγραψε ότι ο πατέρας του είναι ηλικιωμένος και η μητέρα του είναι άρρωστη, ότι δεν υπάρχουν ευκαιρίες εργοδότησης και διαμονής, ότι διαμένει σε ενοικιαζόμενο κατάλυμα και η οικονομική του κατάσταση είναι πολύ δύσκολη προσθέτοντας τέλος ότι επιθυμεί να νυμφευτεί  αλλά δεν υπάρχουν ευκαιρίες εργοδότησης.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του προκειμένου να εργαστεί και να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του, ενώ πέραν από αυτόν δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος. Ως ο ίδιος δήλωσε, ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής του ενώ ερωτηθείς  ως προς τις συνέπειες που θα έχει σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία για να εργαστεί για δύο ακόμη χρόνια προκειμένου να βοηθήσει την οικογένειά του και μετά θα επιστρέψει στη χώρα του. Τα περιστατικά συνεπώς που ο ίδιος ο Αιτητής ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου παρέπεμπαν σε περίπτωση οικονομικού μετανάστη και συνεπώς κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής, επικαλείται κατά τρόπο ατεκμηρίωτο και χωρίς την απαιτούμενη εξειδίκευση, δια του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής του, ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο κατά της ζωής του στη χώρα καταγωγής εξαιτίας πολιτικών, θρησκευτικών, εθνικών, στρατιωτικών αντιπαραθέσεων που επικρατούν στη χώρα και απειλών τις οποίες έχει δεχθεί εξαιτίας ιδίας ανάμειξης σε τέτοιου είδους δραστηριότητες. Προσθέτει ότι εξαιτίας της ανάμειξής του σε τέτοιες δραστηριότητες αναζητείται στη χώρα καταγωγής του και κινδυνεύει η ζωή του. Πέραν του γεγονότος ότι πουθενά δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε σχετική αναφορά στα πλαίσια της συνέντευξής του εντούτοις παρατηρείται ότι ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, έχοντας μάλιστα υπόψη και τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής επιχείρησε να παραθέσει σχετική επιχειρηματολογία ή οποιαδήποτε επιπλέον στοιχεία, τα οποία δυνατόν να τεκμηρίωναν μία τέτοια θέση, μέσω ασφαλώς του κατάλληλου δικονομικού διαβήματος. Αφέθηκε στη γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη αναφορά περί ύπαρξης κινδύνου, με αποτέλεσμα τέτοιοι ισχυρισμοί να στερούνται βασιμότητας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ισχυρισμούς περί κινδύνου εκθέτει ο Αιτητής μόνο στα πλαίσια του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής του  ενώ στα πλαίσια της γραπτής του  αγόρευσης, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη σχετικής επιχειρηματολογίας, ουδέν τέτοιο κίνδυνο επικαλείται ή επιχειρηματολογεί επί τούτου.

 

Πέραν τούτου, οι ως άνω ισχυρισμοί έρχονται σε σύγκρουση με τα όσα ο ίδιος ο Αιτητής δήλωσε κατά τη διοικητική διαδικασία, αφού οι πραγματικοί ισχυρισμοί που προβλήθηκαν από τον ίδιο κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του κατέτασσαν τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ως οικονομικούς, με αποτέλεσμα να κρίνεται εύλογη η κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση ότι ο Αιτητής είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων ως οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 προκειμένου να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας. Περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, προϋπόθεση απαραίτητη προκειμένου να αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Τουναντίον, στην παρούσα περίπτωση δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Αιτητής, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενά του, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62 διαλαμβάνεται ότι: 

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Παρά το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα, ως προκύπτει και από την παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου, γίνεται μερικές φορές ασαφής, εντούτοις κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς τα κίνητρα του Αιτητή εφόσον όπως και ο ίδιος έχει αναφέρει στην συνέντευξή του, υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας για να νομιμοποιήσει την παραμονή του και να μπορέσει να εργαστεί.

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[10].

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, αφού παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 17.03.2018, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 26.10.2020, ήτοι δύο και πλέον έτη μετέπειτα. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από τον Αιτητή, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[11]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι ο Αιτητής δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και του πιο πρόσφατου ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) χωρίς εν προκειμένω ο ίδιος να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.   

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : «Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ’ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[3] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[4] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[5] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[6] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/06, ημερ. 26.07.2007.

[7] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[8] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[9] Απόφαση αρ. 128/2008, JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[10] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.

[11] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο