ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

      Υπόθεση Αρ. 4968/2022

 

9 Φεβρουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

N. T. P.

Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 …………………….

 

Αλεξάνδρα Κιρακόζοβα για Νατάσα Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος για την αιτήτρια

 

Άντρεα Ρούσου για Ιωάννα Χαραλάμπους, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 10/6/2022, με την οποία απορρίφθηκε η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχώρησε η ευπαίδευτη συνήγορος που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω: Η αιτήτρια είναι υπήκοος του Βιετνάμ και αφίχθη νόμιμα στη Δημοκρατία τον Αύγουστο του 2009 ως οικιακή βοηθός. Υπέβαλε στις 5/12/2011 αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και αυθημερόν παρέλαβε τη Βεβαίωση Υποβολής Αίτησης Διεθνούς Προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας.

 

Στις 19/1/2012 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της αιτήτριας από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε αυθημερόν Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας σχετικά με τη συνέντευξη της αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού, απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας στις 31/1/2012.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος της αιτήτριας, η οποία της επιδόθηκε δια χειρός στις 22/2/2012.  Την ίδια ημέρα η αιτήτρια υπέβαλε διοικητική προσφυγή αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, η οποία απορρίφθηκε με απόφαση της τελευταίας ημερομηνίας 16/5/2012.

 

Στις 31/8/2020 η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερο αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της σχετικά με το αίτημά της για παραχώρηση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, το οποίο παραλήφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου την ίδια ημέρα. Στις 31/8/2020 η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με το αίτημα της αιτήτριας για επανάνοιγμα του φακέλου της. Εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδια λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε το Σημείωμα/Εισήγηση της λειτουργού σχετικά με τη μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια, την απέρριψε κρίνοντάς την ως απαράδεκτη.  Η αιτήτρια, μέσω του συνηγόρου της, καταχώρησε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου,  η οποία απορρίφθηκε στις 26/5/2021.

 

Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 23/3/2022 η αιτήτρια υπέβαλε δεύτερο μεταγενέστερο αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της, το οποίο κρίθηκε στις 10/6/2022 από την Υπηρεσία Ασύλου απαράδεκτο. Στις 29/7/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απόφαση επί του αιτήματος της αιτήτριας για επανάνοιγμα του φακέλου της, η οποία της επιδόθηκε δια χειρός στις 8/8/2022, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα στη μητρική γλώσσα της αιτήτριας. Στη συνέχεια η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της  προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η συνήγορος της αιτήτριας στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία απέσυρε τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην αίτηση ακυρώσεως της αλλά και στη Γραπτή της Αγόρευση και δήλωσε πως προωθεί τους ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω τους ισχυρισμούς που προωθεί η συνήγορος της αιτήτριας.  Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε, μετά από δέουσα έρευνα, εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου κατέγραψε πως θα αναφερθεί με λεπτομέρεια στα προβλήματα που αντιμετωπίζει στη συνέντευξή της. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της στην Υπηρεσία Ασύλου, η αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της με σκοπό να εργαστεί λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει και για να αποπληρώσει τα δάνεια που είχε συνάψει στη χώρα της. Η αιτήτρια δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο δίωξης κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών απέρριψε το αίτημά της, εφόσον έκρινε πως πρόκειται για οικονομικό μετανάστη και πως δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα (άρθρο 3, του Ν.6 (Ι)/2000) ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19, του Ν.6 (Ι)/2000). 

 

Στις 22/2/2012 η αιτήτρια καταχώρησε ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, στην οποία επανέλαβε τους οικονομικούς λόγους για τους οποίους επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία. Αναφέρθηκε επίσης σε ατύχημα που είχε στη χώρα της, κατά το οποίο σκοτώθηκαν δύο άτομα, η οικογένεια των οποίων ζητά χρηματική αποζημίωση για τον θάνατό τους με συνέπεια να αυξηθούν τα δάνεια της. Στις 16/5/2012 η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων εξέδωσε απόφαση με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή της αιτήτριας, καθότι κρίθηκε ότι δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο φόβο δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της, καθότι οι ισχυρισμοί της περί οικονομικών δυσκολιών δεν αποτελούν νέο ή επιπρόσθετο στοιχείο σχετικά με το αίτημά της.

 

Στις 31/8/2020 η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε πως ο πατέρας της, της έδωσε ένα τεμάχιο γης, το οποίο δάνεισε στο γείτονά της. Όταν του ζήτησε να της το επιστρέψει, αυτός αρνήθηκε και τότε ζήτησε τη βοήθεια της τοπικής κυβέρνησης. Έκτοτε ο γείτονας και η οικογένειά του προσπαθούν να την βλάψουν με συνέπεια να φοβάται για τη ζωή της. Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά της, κρίνοντας το αίτημά της ως απαράδεκτο, καθότι δεν ανέφερε τους πιο πάνω ισχυρισμούς λόγω δικής της υπαιτιότητας κατά την προηγούμενη εξέταση της αίτησής της και επιπλέον, έκρινε ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησής της με καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Στις 4/11/2020 η αιτήτρια καταχώρισε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας αμφισβητώντας την απόφαση επί του μεταγενέστερου αιτήματός της.  Η προσφυγή της αιτήτριας απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 26/5/2021.

 

Μετά την απόρριψη της προσφυγής της, η αιτήτρια στις 23/3/2022 υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ανέφερε πως η μητέρα της την συμβούλεψε να μην επιστρέψει στο Βιετνάμ, διότι η ζωή της θα τεθεί σε κίνδυνο από τα πρόσωπα που οφείλει χρήματα, από τα οποία είχε δανειστεί προκειμένου να φτιάξει τη δική της επιχείρηση. Η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι λόγω υπαιτιότητας της αιτήτριας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, καθώς και ότι οι ισχυρισμοί της περί οικονομικών δυσκολιών δεν αυξάνουν τις πιθανότητες για χορήγησή της με διεθνή προστασία και ως εκ τούτου απέρριψε το δεύτερο μεταγενέστερο αίτημά της ως απαράδεκτο.  Με την υπό εξέταση προσφυγή αμφισβητεί την προαναφερόμενη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, μόνο εφόσον ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την προηγούμενη διαδικασία.  Στην υπό εξέταση περίπτωση, διαφαίνεται πως η αιτήτρια λόγω δικής της υπαιτιότητας δεν προέβαλε και δεν στοιχειοθέτησε τον καινοφανή ισχυρισμό περί κινδύνου κατά της ζωής της από τα άτομα που της δάνεισαν χρήματα.  Ο προαναφερόμενος ισχυρισμός δεν θα μπορούσε να στοιχειοθετήσει καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου συνάγεται πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα, αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης της αιτήτριας,  προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης και είναι ικανά να προσδώσουν καθεστώς διεθνούς προστασίας στην αιτήτρια.

 

Σημειώνεται ότι η αιτήτρια, τόσο κατά τη συνέντευξή της στην Υπηρεσία Ασύλου, όσο και κατά την προσφυγή που υπέβαλε στην Αναθεωρητική Αρχή, στήριξε το αίτημά της σε οικονομικούς λόγους και δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα της, ενώ της δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες να το πράξει. Η αιτήτρια κατά το πρώτο μεταγενέστερο αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου της διαφοροποίησε τους προηγούμενους ισχυρισμούς της, επικαλούμενη λόγο για τον οποίο δεν θα μπορούσε να της δοθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Κατά το δεύτερο μεταγενέστερο αίτημά της, η αιτήτρια διαφοροποίησε εκ νέου τους ισχυρισμούς της, αναφέροντας αόριστα κίνδυνο για τη ζωή της σε περίπτωση επιστροφής της από τους δανειστές της, ισχυρισμό τον οποίο παρουσίασε με την ίδια γενικότητα στην ενώπιον μου διαδικασία μέσω της συνηγόρου της.  Η συνήγορος της αιτήτριας ισχυρίζεται ότι η Υπηρεσία Ασύλου δεν αντιλήφθηκε ότι τα γεγονότα δίωξης της αιτήτριας προέκυψαν μετά την εξέταση των προηγούμενων αιτήσεών της, λόγω της καθυστέρησης στην αποπληρωμή του δανείου της. Ακόμη κι αν κρινόταν ότι τα εν λόγω στοιχεία δεν είχαν υποβληθεί προηγουμένως, άνευ υπαιτιότητας της αιτήτριας, οι ισχυρισμοί που προέβαλε δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης στην αιτήτρια διεθνούς προστασίας.

 

Αναφορικά με τον κίνδυνο κατά της ζωής της που επικαλείται η αιτήτρια ότι διατρέχει εάν δεν αποπληρώσει τα χρήματα που οφείλει, ως νομολογιακά έχει κριθεί, γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί, καθώς και ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης (βλ. υπόθεση στην απόφαση υπ' αριθμόν 121/20 A.S.Rv. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Ο ισχυρισμός περί απειλών σε σχέση με τα χρήματα που οφείλει η αιτήτρια στοιχειοθετεί την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς, οι δε ιδιωτικές διαφορές που καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα.  Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα της αιτήτριας είναι απαράδεκτο. Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, ο ισχυρισμός που προέβαλε γενικά και αόριστα η αιτήτρια στο δεύτερο μεταγενέστερό της αίτημα, δεν έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης και για το λόγο αυτό ορθά απορρίφθηκε το δεύτερο μεταγενέστερο αίτημά της ως απαράδεκτο.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, δεν είχαν υποχρέωση να διεξάγουν οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα. Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των πλαισίων του νόμου και κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό της συνηγόρου της αιτήτριας περί αναιτιολόγητης και/ή μη δεόντως αιτιολογημένης απόφασης των καθ’ ων η αίτηση επισημαίνονται τα ακόλουθα. Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο πού βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιόν μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται ότι δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του δεύτερου μεταγενέστερου αιτήματος της αιτήτριας ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της σχετικής νομοθεσίας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με 1000€ έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 

                                                                           Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο