ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. 6181/2021

 

27 Φεβρουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 A. K. M.

 Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 

 …………………….

 

Μαρία Χριστοφορίδου για Αλέξανδρο Χρ. Αλεξάνδρου, Δικηγόρος για τον αιτητή

 

Αλίκη Καρσλιάδου για Μέλανη Τρεμούρη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ.Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως και συγκεκριμένα με το αιτητικό Α αυτής εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 09/08/2021, που του κοινοποιήθηκε στις 26/08/2021 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του, για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Με το αιτητικό Β της προσφυγής ο αιτητής ζητά όπως ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, επειδή ο αιτητής πληροί όλες τις προϋποθέσεις που θέτει ο νόμος για απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας και επειδή το αρμόδιο όργανο αποφάσισε καθ’υπέρβαση του νόμου.  Με το αιτητικό Γ ζητά από το Δικαστήριο να ακυρωθεί η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση με την οποία ζητείται από τον αιτητή να εγκαταλείψει το έδαφος της Κυπριακής Δημοκρατίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχώρισε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, ο αιτητής είναι υπήκοος Ιορδανίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 31/07/2019, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές.  Την ίδια ημέρα, ο αιτητής παρέλαβε τη βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας.

 

Στις 02/04/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (European Agency Support Office στο εξής: «E.A.S.O») και στον αιτητή παραχωρήθηκε δωρεάν βοήθεια διερμηνέα.  Μετά τη συνέντευξη, στις 05/08/2021 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου. Ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του στις 09/08/2021. Στις 20/08/2021 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον αιτητή σχετικά με την απόρριψη του αιτήματος και αιτιολόγηση της απόφασης. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε δια χειρός στον αιτητή στις 26/08/2021.  Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου. 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή με τη Γραπτή του Αγόρευση ισχυρίζεται πως η  απόφαση του αρμόδιου οργάνου είναι άκυρη, παράνομη και λήφθηκε κατά παράβαση του νόμου.  Επιπρόσθετα, ισχυρίζεται πως το αρμόδιο όργανο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση χωρίς να προηγηθεί η δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και η οποία στερείται επαρκούς αιτιολογίας.  Η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, υπεραμύνθηκε της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, απορρίπτοντας όλους τους προαναφερόμενους ισχυρισμούς του αιτητή και ζήτησε την απόρριψη της προσφυγής. 

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο.  Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Θεωρώ χρήσιμο να εξεταστεί αρχικά ο προβαλλόμενος ισχυρισμός του αιτητή, περί του ότι οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα προς διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων.  Θα πρέπει να καταγραφούν οι ισχυρισμοί του αιτητή σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, για σκοπούς εξέτασης του νομικού ισχυρισμού που προβάλλει ο ευπαίδευτος συνήγορός του, αλλά και για να εξεταστεί η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης  ως επιβάλλει και η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

Ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να εργαστεί.  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής κλήθηκε να απαντήσει σε ερωτήσεις τόσο αναφορικά με τα προσωπικά του στοιχεία και την χώρα καταγωγής του, όσο και αναφορικά με τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δήλωσε πως είναι Ιορδανός υπήκοος προερχόμενος από την πόλη Al Ruseiffa της διοικητικής επαρχίας της Al Zarga (ερυθρό 38, 1χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με το μορφωτικό και επαγγελματικό του υπόβαθρο δήλωσε πως έχει ολοκληρώσει την δευτεροβάθμια εκπαίδευση στην χώρα καταγωγής του και στη συνέχεια, δραστηριοποιήθηκε επαγγελματικά ως επιχειρηματίας στην Κύπρο (ερυθρό 38, 1χ και ερυθρό 37, του  διοικητικού φακέλου). Ισχυρίστηκε πως εγκατέλειψε την χώρα του για πρώτη φορά το 2003 για να εγκατασταθεί στην Κύπρο, όπου και διέμεινε μέχρι το 2005. Κατόπιν, επέστρεψε στην Al Ruseiffa της Ιορδανίας όπου και έμεινε για διάστημα περίπου οχτώ μηνών. Στη συνέχεια, ταξίδεψε εκ νέου προς την Δημοκρατία, όπου παντρεύτηκε με γυναίκα που κατάγεται από τη Ρουμανία και παρέμεινε μέχρι το έτος 2015.  Ακολούθως, μετέβη εκ νέου στην Al Ruseiffa και μέχρι το 2018 επισκεπτόταν τακτικά την Κύπρο με τουριστική άδεια. Το 2018 μετέβη οριστικά στην Κύπρο και ένα χρόνο αργότερα αιτήθηκε διεθνούς προστασίας (ερυθρό 38, 1χ του διοικητικού φακέλου).  Στην πόλη Amman της Ιορδανίας, βρίσκονται οι γονείς και κάποια από τα αδέλφια του, ενώ δύο από τα αδέλφια του διαμένουν νόμιμα στην Κύπρο τα τελευταία 20 χρόνια (ερυθρό 39, 1χ του διοικητικού φακέλου).

 

Ο αιτητής δήλωσε πως υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας λόγω οικογενειακής διαμάχης επί περιουσιακών ζητημάτων που έλαβαν χώρα κατά την παραμονή του στην Δημοκρατία.  Συγκεκριμένα, δήλωσε πως διατηρούσε δύο υπεραγορές και μια κατασκευαστική εταιρεία στην Κύπρο αλλά αντιμετώπιζε προβλήματα με την γυναίκα του αδελφού του που διέμεναν στην Κύπρο, η οποία συνήθιζε να δημιουργεί προβλήματα. Λόγω του ότι η τελευταία κατ’ επανάληψη αποσπούσε πράγματα χωρίς αντάλλαγμα, ο αιτητής αναγκάστηκε αφού ενημέρωσε τον αδελφό του και διαπληκτίστηκε με την γυναίκα του επανειλημμένα, να την διώξει από το κατάστημα.

 

Η τελευταία ισχυρίστηκε ότι ο αιτητής άσκησε σωματική βία εναντίον της και κατόπιν τον κατήγγειλε στην αστυνομία, η οποία όμως διαπίστωσε την οικογενειακή φύση της διαφοράς και δεν ενεπλάκη. Κατόπιν, η γυναίκα προσκόμισε ιατρική βεβαίωση για την κατ’ ισχυρισμόν σωματική επίθεση που δέχτηκε από τον αιτητή με συνέπεια η αστυνομία να τον αναζητήσει. Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν παρουσιάστηκε στις αρχές λόγω του ότι η σύζυγός του βρισκόταν στη Ρουμανία και φοβόταν ότι θα ξεκινούσαν τις διαδικασίες απέλασης του, γι’ αυτό και μετέβη από την Πάφο στην Λεμεσό. Στο μεταξύ ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι είναι διαζεγμένος με την σύζυγό του και γι’αυτό το λόγο αποφάσισε να επιστρέψει στην Ιορδανία.  Στη συνέχεια, επέστρεψε και πάλι στη Δημοκρατία το 2018, όπου ένα χρόνο αργότερα υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας  (ερυθρό 37 του διοικητικού φακέλου).

 

Ερωτηθείς αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτήθηκε διεθνούς προστασίας, απάντησε αρνητικά (ερυθρό 37, του  διοικητικού φακέλου). Ο αιτητής δήλωσε πως σε περίπτωση επιστροφής του στην Ιορδανία, δεν αισθάνεται φόβο και πως δεν συντρέχει κάποιος λόγος ανησυχίας για τον ίδιο (ερυθρά 27 και 36, 1χ του διοικητικού φακέλου).  Περαιτέρω, ερωτηθείς για ποιόν λόγο αποφάσισε να επιστρέψει στην Κύπρο και να αιτηθεί διεθνούς προστασίας ένα χρόνο αργότερα, ισχυρίστηκε ότι δεν ήταν βέβαιος αν έπρεπε να υποβάλει το υπό εξέταση αίτημα, καθότι πέρα από το πρόβλημα με τη γυναίκα του αδελφού του στην Κύπρο, δεν αντιμετώπιζε οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα. Τέλος, ο αιτητής δήλωσε πως  επιθυμεί να παραμείνει στη Δημοκρατία λόγω συναισθηματικών δεσμών που έχει αναπτύξει (ερυθρά 35-36 του διοικητικού φακέλου).

  

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός στην Έκθεση-Εισήγησή του, κατέγραψε πως παρά την γενική του αξιοπιστία κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία και την χώρα καταγωγής του, οι λόγοι που ώθησαν τον αιτητή να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του είναι οικονομικής και οικογενειακής φύσεως, καθώς και η επιθυμία του για αλλαγή και επομένως, δεν δύνανται να αποτελέσουν λόγο παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Επίσης, κατά την αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου ο λειτουργός κατέληξε ότι παρά την ύπαρξη μεγάλου ποσοστού ανεργίας στην Ιορδανία,  δεν εκφράστηκε οποιοσδήποτε φόβος από τον αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του καθώς επανειλημμένα ο αιτητής επέστρεφε οικειοθελώς στην χώρα του. Το περιεχόμενο της υπό αναφορά Έκθεσης-Εισήγησης υιοθέτησε ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Όπως προκύπτει από το πιο πάνω ιστορικό, ο αιτητής δεν προώθησε κανένα απολύτως ισχυρισμό που να εμπίπτει στις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα, το μόνο πρόβλημα που επικαλέστηκε είναι τα προβλήματα που αντιμετωπίζει συνεπεία οικογενειακής διαφοράς με την γυναίκα ενός από τα αδέρφια του στην Κύπρο και η επιθυμία του να παραμείνει στην χώρα λόγω συναισθηματικών δεσμών. Τα στοιχεία αυτά, δεν θα μπορούσαν να εντάξουν τον αιτητή στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Σύμφωνα με την παράγραφο 62 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου) : «62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Στην πιο πάνω παράγραφο το Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων που εκδόθηκε από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες προβαίνει σε ένα διαχωρισμό μεταξύ μεταναστών και προσφύγων.  Κάποιες φορές ο διαχωρισμός αυτός μπορεί να είναι ασαφής όπως διαπιστώνεται στην παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου.  Η υπό εξέταση περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς την ιδιότητα του αιτητή, εφόσον όπως και ο ίδιος αναφέρει από τα όσα αφηγείται, υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας για να παραμείνει νόμιμα στην Δημοκρατία για συναισθηματικούς λόγους.

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 προβλέπει πως (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):  «Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής».

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το προαναφερόμενο άρθρο, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37,38 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).  Επιπρόσθετα, ο αιτητής δεν έχει αποδείξει οποιονδήποτε φορέα δίωξης που τον εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.

 

Οι διαπιστώσεις του Προϊσταμένου και του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, περί του ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα (άρθρο 3, του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000), συνιστούν διαπιστώσεις εύλογα επιτρεπτές ενόψει των στοιχείων που είχε ο Προϊστάμενος ενώπιον του, όπως αυτά διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1. 

 

Ο «Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων» (Μάρτιος 2015) καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών θα πρέπει να προσδιορίζονται τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε το αρμόδιο όργανο θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.

 

Ορθά κρίθηκε από τον αρμόδιο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν στοιχειοθετούνταν ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1) του Ν. 6 (Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19 του Ν. 6 (Ι)/2000, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Ο λειτουργός έχοντας αποδεχθεί την καταγωγή του αιτητή, διεξήγαγε έρευνα για τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην Ιορδανία και συγκεκριμένα στον τόπο καταγωγής του αιτητή  (την πόλη Al Ruseiffa της διοικητικής επαρχίας της Al Zarga), από την οποία προέκυψε ότι δεν λαμβάνουν χώρα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης. Ο λειτουργός αφού συνεκτίμησε τους ισχυρισμούς του αιτητή και με παραπομπή σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, διαπίστωσε πως με βάση την κατάσταση ασφαλείας στην Ιορδανία σε συνδυασμό με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο τελευταίος να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Ως εκ τούτου, κρίθηκε πως δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για παραχώρηση σε αυτόν  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Στα πλαίσια του κατ’ουσίαν ελέγχου της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης διεξήγαγα επικαιροποιημένη έρευνα σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής του αιτητή, αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφάλειας στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του αιτητή. Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία  της βάσης δεδομένων ACLED[1] κατά την χρονική περίοδο 09/02/2023 – 09/02/2024 καταγράφηκαν, στην επαρχία Al Zarga της Ιορδανίας, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, 3 περιστατικά ασφαλείας χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε απώλεια ανθρώπινης ζωής.  Λαμβάνοντας υπόψιν και τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του

 

Ο συνήγορος του αιτητή στη Γραπτή του Αγόρευση αναφέρει πως  εγκατέλειψε τη χώρα του λόγω της μεταχείρισής του από το Ιορδανικό κράτος το οποίο έθετε σε άμεσο κίνδυνο τη ζωή και την ελευθερία του και γι’ αυτό το λόγο ισχυρίζεται πως σε περίπτωση επιστροφής του κινδυνεύει να υποβληθεί σε βασανιστήρια.  Στη βάση των προαναφερόμενων ισχυρισμών ο συνήγορος του αιτητή υποστηρίζει πως ο αιτητής πληροί τα κριτήρια για απόκτηση Κυπριακής υπηκοότητας.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως τα όσα αναφέρει ο συνήγορος του αιτητή δεν επιβεβαιώνονται από την αφήγηση του αιτητή ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.  Επιπρόσθετα, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν έχει αρμοδιότητα εξέτασης κριτηρίων υπηκοότητας και επισημαίνεται πως το αίτημα διεθνούς προστασίας αφορά την απόδοση καθεστώτος πρόσφυγα ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας και όχι την απόκτηση κυπριακής υπηκοότητας.

 

Θα πρέπει βεβαίως να τονιστεί πως οι Γραπτές Αγορεύσεις δεν μπορούν να θεμελιώσουν ισχυρισμούς που αφορούν πραγματικά γεγονότα.  Σύμφωνα, με πάγια νομολογία επί του θέματος, η αγόρευση, γραπτή ή προφορική, δεν συνιστά μέσο προσαγωγής μαρτυρίας (βλ. ΑΝΤΕΝΝΑ ΛΙΜΙΤΕΔ και Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2013) 3 ΑΑΔ 242, Μαρία Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 281 και Χριστάκης Βασιλείου ν. Δήμου Παραλιμνίου και/ή άλλου (1995) 4 ΑΑΔ 1275).

 

Ούτως ή άλλως ο συνήγορος του αιτητή είχε τη δυνατότητα να προβεί στο αναγκαίο δικονομικό διάβημα, θέτοντας ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αίτημα για προσκόμιση μαρτυρίας, προκειμένου να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου πραγματικά γεγονότα που αφορούν τον αιτητή, πράγμα που δεν έπραξε.  Το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη του όλο το υλικό που είχε ενώπιόν του το διοικητικό όργανο και βεβαίως εντοπίζεται στον διοικητικό φάκελο (βλ. ΡΟΥΣΟΣ ΚΑΙ ΙΩΑΝΝΙΔΗ Κ.Α. (1999) 3 Α.Α.Δ. 549 και ΡΑΦΤΗ Κ.Α. ΚΑΙ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ (2003) 3 Α.Α.Δ. 335).  Ως εκ τούτου, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί απορρίπτονται.  Εν πάση περιπτώσει, τα όσα ισχυρίζεται ο αιτητής δεν θα μπορούσαν να τον υπαγάγουν στο προστατευτικό καθεστώς διεθνούς προστασίας ενόψει της αοριστίας και της γενικότητας με την οποία προβάλλονται στην ενώπιόν μου διαδικασία.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στην διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωση του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, διεξήγαγαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα.  Συνεπώς, ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου συνηγόρου του αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας και παράβαση Νόμου εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Σε συνάρτηση με τους ανωτέρω ισχυρισμούς, ο δικηγόρος του αιτητή ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας.  Η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με το Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371).  Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιον μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος, αποκαλύπτει ότι η απόφασή τους ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια των εξουσιών που του δίνει ο Νόμος.

 

Αναπόφευκτα στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων διαπιστώνω πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από το αρμόδιο όργανο στο πλαίσια των αρμοδιοτήτων του, είναι ορθή και νόμιμη και κατά συνέπεια, το αιτητικό Α της προσφυγής απορρίπτεται.  Το αιτητικό Β της προσφυγής του αιτητή απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον η προσβαλλόμενη απόφαση αλλά και το αίτημα του αιτητή αφορά παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και όχι εξασφάλιση κυπριακής υπηκοότητας, όπως αιτείται με το αιτητικό Β της προσφυγής του.  Τα ζητήματα μάλιστα που αφορούν την επιστροφή του αιτητή τίθενται κατά γενικό και αόριστο τρόπο και δεν συγκεριμενοποιούνται.  Κατά συνέπεια, το αιτητικό Γ οδηγείται επίσης σε απόρριψη, εφόσον δεν απέδειξε ο αιτητής πως θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στο σύνολό της, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.                                            

 

 

 

       Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1] ACLED Dashboard (Middle East, Jordan, Az Zarqa)  https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο