ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  6833/2022

 26 Φεβρουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1.    S.D.

2.    S.D. (ανήλικο τέκνο),

από Νεπάλ

                                     Αιτητές

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτήτρια: Α. Παπασιάντης

Αιτήτρια 1 παρούσα

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Μ. Τρεμούρη (κα) για Κ. Φράγκου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

[Adhikari Aaarsulu (κα) Διερμηνέας, για διερμηνεία από τη νεπαλική στην αγγλική και αντίστροφα

Ρ. Ευαγγέλου (κος)- Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική  στην ελληνική και αντίστροφα]

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, οι Αιτητές αμφισβητούν την απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση ημερ. 05.09.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά τους για παραχώρηση ασύλου, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

Γεγονότα

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας 1, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας:

 

Η Αιτήτρια 1 κατάγεται από το Νεπάλ, το οποίο εγκατέλειψε στις 04.02.2020 και στις 05.02.2020 και αφίχθηκε μέσω του αεροδρομίου Λάρνακος στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς φοιτητικής άδειας, υποβάλλοντας στις 20.08.2021 αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Ένα περίπου μήνα αργότερα και συγκεκριμένα στις 17.09.2021 γέννησε το ανήλικο τέκνο της (Αιτητή 2), ο πατέρας του οποίου είναι ομοεθνής της Αιτήτριας και διαμένει στη Δημοκρατία. Στις 10.08.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια 1 από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία  στις 22.08.2022 υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 05.09.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια 1 στις 27.09.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 26.09.2022. Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

 

Νομικοί ισχυρισμοί

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης του ευπαίδευτου δικηγόρου τους, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, οι Αιτητές ισχυρίζονται κατά πρώτον ότι η απόφαση των Kαθ' ων η αίτηση λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα καθώς, ως είναι η θέση τους, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου δεν προχώρησε σε οποιαδήποτε έρευνα ή αναζήτηση στοιχείων σε σχέση με τους ισχυρισμούς τους για τον κίνδυνο που αντιμετωπίζουν στην χώρα καταγωγής τους λόγω της γέννησης στην Κύπρο τέκνου εκτός γάμου, ήτοι του Αιτητή 1.

Κατά δεύτερον, οι Αιτητές υποβάλουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη  και/ή μη δεόντως αιτιολογημένη, υποστηρίζοντας ότι αυτή βασίζεται σε λανθασμένο υπόβαθρο, ήτοι στην εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου. Στα πλαίσια του ίδιου λόγου ακυρώσεως, οι Αιτητές ισχυρίζονται δια του συνηγόρου τους ότι δεν επεξηγείται γιατί δεν χορηγήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας στην Αιτήτρια 1 και γιατί δεν κρίθηκε αξιόπιστη. 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ο συνήγορος των Αιτητών ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τους ότι η Αιτήτρια 1 είναι ανύπαντρη μητέρα και ότι δεν μπορεί να επιστρέψει στο Νεπάλ. Ερωτηθείσα σχετικώς η Αιτήτρια 1, δήλωσε ότι η οικογένειά της δε θα την αποδεχθεί γιατί έχει ένα παιδί και είναι ανύπαντρη.

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνθηκαν δια της προφορικής τους αγόρευσης κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν δέουσας έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Επισημαίνουν περαιτέρω ότι ο ισχυρισμός περί μη αποδοχής της Αιτήτριας 1 από την οικογένειά της είναι αβάσιμος, καθώς κατά τη συνέντευξή η ίδια δήλωσε ότι μιλά με την οικογένειά της, τους οποίους ενημέρωσε για τη γέννηση του παιδιού της και είναι χαρούμενοι. Καταληκτικά ισχυρίζονται ότι οι ισχυρισμοί των Αιτητών δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο οι ίδιοι φέρουν στους ώμους τους, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθούν με την προσφυγή τους, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

Αξιολόγηση εκατέρωθεν ισχυρισμών

 

Αναφορικά με τον δεύτερο ισχυρισμό των Αιτητών περί αναιτιολόγητης απόφασης και μη παραχώρησης του ευεργετήματος  της αμφιβολίας στην Αιτήτρια 1, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης τους, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός τους και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττουν δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως[4].

 

Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού αυτό που τελικώς εξετάζει είναι κατά πόσον έχουν προβληθεί ειδικοί και τεκμηριωμένοι ισχυρισμοί που να δικαιολογούν την υπαγωγή των Αιτητών σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[5].

 

Προχωρώ λοιπόν στην εξέταση του ισχυρισμού των Αιτητών περί έλλειψης δέουσας έρευνας. Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6]

 

Ως εκ τούτου, προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου μέσα από τα οποία διαφαίνεται ότι η Αιτήτρια κατά την υποβολή της αίτησής της για διεθνή προστασία, ισχυρίστηκε ότι η κατάσταση στη χώρα καταγωγής της δεν είναι καλή, αναφερόμενη σε δάνειο που έλαβε προκειμένου να έλθει στην Κύπρο. Ως ισχυρίστηκε, λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού δεν μπόρεσε να ανανεώσει την άδεια παραμονής της. Δήλωσε περαιτέρω ότι είναι έγκυος, δεν έχει εργασία και δεν μπορεί να εγκαταλείψει το παιδί της οπότε δεν έχει καμία επιλογή επιστροφής στο Νεπάλ.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης της, η Αιτήτρια 1 δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να σπουδάσει και να εργαστεί, ενώ πέραν τούτου, δεν υπάρχει κανένας άλλος λόγος για τον οποίον εγκατέλειψε το Νεπάλ. Ως περαιτέρω δήλωσε, ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στη χώρα καταγωγής της για οποιονδήποτε λόγο, τίποτα δεν έχει επισυμβεί στην ίδια ενόσω ήταν στο Νεπάλ, ενώ σε περίπτωση επιστροφής της δε θα της συμβεί τίποτα. Δήλωσε περαιτέρω ότι γέννησε ένα παιδί εδώ στην Κύπρο, για το οποίο ενημέρωσε την οικογένειά της και αυτή (η οικογένειά της) είναι χαρούμενη. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας 1 κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που η ίδια ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, η Αιτήτρια 1, τόσο διά της γραπτής της αγόρευσης όσο και δια της προσωπικής της παράστασης ενώπιόν του Δικαστηρίου, ισχυρίζεται ότι δε μπορεί να επιστρέψει στο Νεπάλ καθώς η οικογένειά της δε θα την αποδεχθεί γιατί έχει ένα παιδί και είναι ανύπαντρη. Ωστόσο, παρά τα ερωτήματα που της τέθηκαν προκειμένου να αναπτύξει και να εξειδικεύσει τον ισχυρισμό της αυτό, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί περαιτέρω επί του θέματος. Αφέθηκε στη γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη αναφορά περί ύπαρξης κινδύνου, με αποτέλεσμα τέτοιοι ισχυρισμοί να στερούνται βασιμότητας και ως εκ τούτου να μην μπορούν να ληφθούν υπόψη, εφόσον παγίως αναγνωρίζεται ότι οι αγορεύσεις δεν αποτελούν μέσο για τη θεμελίωση γεγονότων[7]. Εξάλλου έρχονται σε αντίθεση με τα όσα ρητώς δήλωσε η Αιτήτρια 1 κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης της και παραθέτω προς τούτο τόσο τα σχετικά ερωτήματα όσο και τις δικές τις τοποθετήσεις (βλ. ερυθρό 23 του δ.φ.):

 

« CO: How often do you communicate with your family members? And with whom?

IC: We speak every day. I talk with everyone.

(…)

CO: You said that you have one child. Correct?

IC: Yes, a son

(…)

CO: Do you inform your family about the baby?

IC:  Yes, they are happy».   

 

Η συνέντευξη έλαβε χώρα στις 10.08.2022 και οι Αιτητές καταχώρισαν την υπό εξέταση προσφυγή στις 24.10.2022, χωρίς καμία καταγραφή επί αυτής για κίνδυνο που αντιμετωπίζουν από την οικογένειά τους σε περίπτωση επιστροφής τους. Το ζήτημα εγέρθηκε για πρώτη φορά δια της γραπτής αγόρευσης που καταχώρισε εκ μέρους τους ο συνήγορός τους, στις 07.06.2023 και υποστηρίχθηκε περαιτέρω και κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων. Η Αιτήτρια 1, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τα όσα αντιφατικά λέχθηκαν από την ίδια κατά τη συνέντευξή της, σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό που προώθησε κατά τη δικαστική αυτή διαδικασία. Τόσο οι αντιφάσεις αυτές όσο και η έλλειψη εξειδίκευσης των ισχυρισμών της Αιτήτριας ενώπιόν του παρόντος Δικαστηρίου, είναι αρκετά για να κρίνω ως αναληθή των ισχυρισμό της αυτό.

Πέραν των ως άνω, έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια 1 έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης η αρμόδια λειτουργός παρατήρησε, τα όσα η Αιτήτρια 1 ανέφερε στη συνέντευξή της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης. Σημειώνεται άλλωστε ότι το βάρος απόδειξης και τεκμηρίωσης της αίτησης διεθνούς προστασίας, αρχικά βαραίνει, σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, τον αιτητή.

 

Οι πραγματικοί ισχυρισμοί οι οποίοι προβλήθηκαν από την Αιτήτρια 1 κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της κατέτασσαν τους λόγους που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα  καταγωγής της ως οικονομικούς, ενώ στη βάση των στοιχείων που έχω ενώπιόν μου, είναι η εκτίμησή μου ότι παρασχέθηκε στην Αιτήτρια, κατάλληλη ευκαιρία, κατά τη διεξαγωγή της προσωπικής της συνέντευξης για να υποβάλει τους ισχυρισμούς της και να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με αυτούς [Βλ. άρθρα 13Α(1) και 13Α(10)του περί Προσφύγων Νόμου]. Παρά την ευκαιρία που της δόθηκε, ουδέν φόβο δίωξης, δεν προέβαλε ούτε απέδειξε.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα των Αιτητών εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε πλήρης αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση της αρμόδιας λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι οι Αιτητές δεν κατάφεραν να αποδείξουν βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψουν στη χώρα ιθαγένειάς τους, θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία.

 

Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν δεν χωρεί αμφιβολία ότι η Αιτήτρια 1, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενά της, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι: 

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Παρά το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα, ως προκύπτει και από την παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου, γίνεται μερικές φορές ασαφής, εντούτοις κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς τα κίνητρα της Αιτήτριας 1, εφόσον όπως και η ίδια ανέφερε κατά  την συνέντευξή της, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να σπουδάσει και να εργαστεί.

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[8].

 

Πρόσθετα των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός της, αφού παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια 1 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 04.02.2020, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 20.08.2021, ήτοι ένα και πλέον έτος μετέπειτα. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός  χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από την Αιτήτρια 1, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[9]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι η Αιτήτρια 1 δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής των Αιτητών (Νεπάλ), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και του πιο πρόσφατου ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω οι Αιτητές να προβάλουν οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στους ίδιους και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον των Αιτητών.

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο ».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[6] Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

 

[7] Βλ.  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Ελισσαίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 412 και Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας (2009) 3 Α.Α.Δ. 384

[8] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.

[9] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο