ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: 7674/21

 

15 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

D.I.B

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

  

Καθ' ων η αίτηση

 ........

 

Μ. Μπαγιαζίδου (κα) Δικηγόρος για την Αιτήτρια

 

Ρ. Χρυσάνθου (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό εξέταση προσφυγή, η Αιτήτρια αιτείται: Δήλωση και/ή Διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 22/09/2021, η οποία γνωστοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 14/10/2021 και με την οποία την πληροφορούν ότι το αίτημα της για διεθνή προστασία απορρίπτεται καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο, είναι άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης περί γεγονότων και κακής εφαρμογής του νόμου και/ή ερμηνείας και/ή είναι πλήρως αναιτιολόγητη.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχωρήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο που εκπροσωπεί τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Η Αιτήτρια είναι υπήκοος Καμερούν και συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 20/09/2018. Στις 13/04/2021 και στις 04/08/2021, πραγματοποιήθηκαν οι δύο συνεντεύξεις από λειτουργό του Οργανισμού Ασύλου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUAA πρώην EASO – στο εξής λειτουργός EUAA). Στις  13/09/2021, αρμόδιος λειτουργός EUAA ετοίμασε Έκθεση και Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 22/09/2021. Στις 14/10/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 19/10/2021. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής, η οποία καταχωρήθηκε μέσω της συνηγόρου της Αιτήτριας στις 12/11/2021.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, προωθούνται συγκεκριμένα ως λόγοι ακύρωσης ότι η απόφαση των Καθ’ ων λήφθηκε χωρίς να διενεργηθεί η δέουσα έρευνα. Ειδικότερα αναφέρει παραθέτοντας συνάμα πληροφορίες από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ότι ο λειτουργός δεν προέβη σε επαρκή έρευνα αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στην χώρα καταγωγής της Αιτήτριας σε σχέση με όλα τα γεγονότα που αφορούν το αίτημα της. Τέλος αναφέρει ότι η Καθ’ων δεν εξέτασαν δεόντως ή και δεν προέβησαν σε δέουσα έρευνα κατά πόσο η Αιτήτρια πληροί της προϋποθέσεις για επικουρική προστασία σύμφωνα με το άρθρο 19 του Περί Προσφυγών Νόμου.

Οι Καθ’ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του Νόμου. Περαιτέρω, αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που η Αιτήτρια είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων. 

Περαιτέρω υποβάλλουν ότι η Αιτήτρια με τους ισχυρισμούς που προβάλλει δεν έχει καταφέρει να αποσείσει το βάρος απόδειξης και δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για φυλετικούς, θρησκευτικούς λόγους, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων. 

Καταλήγοντας υποβάλλουν ότι η Αιτήτρια απέτυχε να αποδείξει ότι συντρέχει οποιοσδήποτε νόμιμος λόγος που να δικαιολογεί την επέμβαση του Δικαστηρίου και ότι η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως νόμο και ουσία αβάσιμη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια στο πλαίσιο της γραπτής της αγόρευσης, προωθεί συγκεκριμένα ως λόγο ακύρωσης ότι η απόφαση των Καθ’ ων λήφθηκε χωρίς να διενεργηθεί η δέουσα έρευνα. Δια ταύτα κρίνω, ότι τα εγειρόμενα νομικά σημεία περί έλλειψης δέουσας έρευνας, μεταξύ των οποίων και η ελλιπής έρευνα σε συνάρτηση με τους ειδικούς ισχυρισμούς που εγείρει η Αιτήτρια και τα γεγονότα που προβάλλει αναφορικά με την υποστήριξη των νομικών αυτών σημείων, αποτελούν επαρκή εξειδίκευση των υπό αναφορά νομικών σημείων που αυτή προωθεί (Βλ. συναφώς Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997). Αποτελεί βεβαίως διακριτό γεγονός το κατά πόσον οι ισχυρισμοί που εγείρονται και τα γεγονότα που προβάλλονται αναφορικά με τον πυρήνα του αιτήματός του για άσυλο, επαρκούν για την αναγνώριση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και κατά πόσον αυτοί τεκμηριώνονται.  

Ως προς τους πιο πάνω λόγους προσφυγής, είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι η δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών. Ειδικότερα, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του εξ αρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε Αιτητή).

Ως εκ τούτου, θα προχωρήσω στην εξέταση του ισχυρισμού που προβάλλει η συνήγορος της Αιτήτριας περί έλλειψης δέουσας έρευνας, λαμβανομένης και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου, όπου και σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση της έρευνας, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση.

(βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού EUAA αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, η Αιτήτρια είναι ενήλικας από το Καμερούν, εισήλθε παρατύπως στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών, κατάγεται από την περιοχή Bole  στο Καμερούν και ανήκει στη φυλή Oroko. Στην αρχική της αίτηση για Διεθνή Προστασία ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε το Καμερούν διότι, εξαιτίας της Αγγλόφωνης κρίσης έχασε την μητέρα της και δύο από τα τέσσερα αδέλφια της, ενώ το χωριό Bole στην οποίο διέμενε, καταστράφηκε ολοσχερώς. Πρόσθεσε επιπλέον ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Καμερούν εξαιτίας της κακομεταχείρισης που υπέστη από μια κυρία με την οποία ζούσε στην πόλη Kumba.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της και σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια επανέλαβε πως είναι υπήκοος Καμερούν, ενώ δήλωσε  καταγόμενη από χωριό Bole. Σε σχέση με την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε πως είναι άγαμη και μητέρα ενός τέκνου, γεννηθέντος κατά τη διαμονή της στην Κυπριακή Δημοκρατία και ηλικίας ενός έτους και τεσσάρων μηνών κατά τη στιγμή της συνέντευξης. Εξήγησε πως δε διατηρεί οποιαδήποτε επαφή με τον πατέρα της κόρης της (ερυθρό 51 4χ). Ως προς τους γονείς της, εξήγησε πως η μητέρα της έχει αποβιώσει, ενώ ο πατέρας της δεν γνωρίζει που βρίσκεται. Ανέφερε επιπλέον, ότι δύο από τα τέσσερα αδέλφια της έχουν αποβιώσει, ενώ δεν γνωρίζει τί έχει συμβεί με τα υπόλοιπα. Σχετικά με το επίπεδο μόρφωσής της εξήγησε πως διαθέτει Πανεπιστημιακή εκπαίδευση (απόφοιτη Πανεπιστημίου Buea), ενώ δε διαθέτει εργασιακή εμπειρία, πάρα μόνο βοηθούσε τους γονείς της σε αγροτικές εργασίες (ερυθρό 50 3Χ). 

Ως προς τους λόγους που εγκατάλειψε την χώρας καταγωγής της το Καμερούν, η Αιτήτρια δήλωσε στο στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της ότι αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το Καμερούν,  διότι ο πατέρας της ήταν διοικητής στο χωριό Bole. Γι’ αυτό το λόγο οι αυτονομιστές μαχητές (Αμπαζόνιαν), ισχυρίστηκαν ότι είναι προδότης και ότι δουλεύει για την Κυβέρνηση. Ανέφερε ότι στο Bole, ανάγκασαν όλους τους διοικητές να συνεργαστούν με τους αυτονομιστές. Ανέφερε επιπλέον, ότι τον Ιανουάριο του 2018, βρισκόταν στο σπίτι με την μητέρα της και τα τέσσερα αδέλφια της, όταν αυτονομιστές χτύπησαν την πόρτα. Συνέχισε, ανέφερε ότι η ίδια με δύο από τα τέσσερα αδέλφια της πρόλαβαν να κρυφτούν, ενώ η μητέρα της άνοιξε την πόρτα στους αυτονομιστές. Οι αυτονομιστές αναζητούσαν τον πατέρα της και όταν η μητέρα της τους ενημέρωσε ότι απουσιάζει σε ταξίδι, άρχισαν να πυροβολούν, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί η μητέρα της και δύο από τα αδέλφια της. Πρόσθεσε στη συνέχεια, ότι όλοι εγκατέλειψαν την περιοχή μετά από εκείνη την μέρα και ότι το χωριό έκτοτε παρέμεινε εγκαταλελειμμένο. Η Αιτήτρια ωστόσο δεν θυμόταν πότε ακριβώς συνέβη το ανωτέρω περιστατικό.

Η Αιτήτρια, ακολούθως, απάντησε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που της έθεσε ο λειτουργός. Διευκρίνισε ότι μετά το ανωτέρω περιστατικό, παρέμεινε κρυμμένη μέσα σε θάμνους. Διευκρίνισε επιπλέον, ότι ο στόχος της ήταν να φτάσει μαζί με άλλους συχωριανούς της, από το χωριό Bole στην πόλη Kumba. Οι συνθήκες διαμονής τους κατά την διάρκεια του ταξιδιού μέχρι την Kumba ήταν άθλιες. Διέμεναν κρυμμένοι μέσα σε θάμνους, και σύμφωνα με την περιγραφή της υπήρχαν έντομα, και έκανε πολύ κρύο (ερυθρό 45 2Χ). Έβρισκαν τροφή από την φύση και εν τέλει έφτασαν στην Kumba μετά από περίπου 2 μήνες. Όταν έφτασε στην Kumba, συνάντησε μια γυναίκα, με το παρατσούκλι “Mητέρα Κασσάνδρα”, στον δρόμο και της ζήτησε βοήθεια. Ανέφερε ότι η γυναίκα ήξερε τί συνέβη στο χωριό Bole και της είπε να την ακολουθήσει. Σε διευκρινιστική ερώτηση της λειτουργού γιατί η γυναίκα αυτή την βοήθησε, η Αιτήτρια απάντησε ότι την βοηθούσε στις δουλειές του σπιτιού. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι, η γυναίκα, πουλούσε φαγητό έξω από το σπίτι της και ότι η ίδια κρυβόταν μέσα στο σπίτι της, βοηθώντας στο πλύσιμο των πιάτων. Στη συνέχεια ανέφερε ότι η γυναίκα αυτή, είχε έναν φίλο με το παρατσούκλι “θείος Josef”, ο οποίος μόλις είδε την Αιτήτρια, ζήτησε μέσω της γυναίκας, να έχει ερωτική επαφή μαζί της. Έτσι λοιπόν, η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο άντρας την εκμεταλλεύτηκε σεξουαλικά για όσο διάστημα παρέμενε κρυμμένη σε εκείνο το σπίτι χωρίς την συναίνεση της Αιτήτριας (ερυθρό 44 4Χ). Ο ίδιος άντρας προσφέρθηκε να την βοηθήσει με το ταξίδι της στην Κύπρο.

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά  με τον πατέρα της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εκείνος ως διοικητής είναι ενταγμένος στο πολιτικό κόμμα CPDM. Συνέχισε περιγράφοντας τις αρμοδιότητές του στο χωριό Bole, μερικές από τις οποίες ήταν η επίλυση προβλημάτων στο χωριό, η πληροφόρηση των κατοίκων σε συγκεκριμένα θέματα και η επισκευή των δρόμων (ερυθρό 47 5Χ). Ανέφερε στη συνέχεια ότι δεν γνωρίζει ποια είναι η  σχέση του πατέρα της με τη κυβέρνηση, λέγοντας γενικά ότι έχει σχέση. Ανέφερε επιπλέον, ότι οι αυτονομιστές είπαν ότι όλοι οι διοικητές εργάζονται για την κυβέρνηση και ότι ξαφνικά μια ημέρα ήρθαν στο σπίτι της οικογένειάς της, αναζητώντας τον πατέρα της. Η Αιτήτρια ρωτήθηκε πώς έμαθαν οι αυτονομιστές ότι ο πατέρας της υποτίθεται ότι δούλευε για την κυβέρνηση, και η Αιτήτρια απάντησε  ότι δεν γνωρίζει. Όταν ρωτήθηκε γιατί ισχυρίζεται ότι οι αυτονομιστές είπαν ότι η οικογένειά της τους πρόδωσε απάντησε ότι ισχυρίστηκαν ότι ο πατέρας της ήταν προδότης και ότι το χωριό Bole μετά το περιστατικό κάηκε και έμεινε εγκαταλελειμμένο. Ωστόσο, ανέφερε ότι δεν έχει δει η ίδια την περιοχή, ότι αυτό κυκλοφορούσε σαν φήμη και  ότι δεν γνωρίζει εάν ήταν οι Αμπαζόνιαν ή η Κυβέρνηση που έκαψαν το χωριό (ερυθρό 45 1Χ).

Εν συνεχεία, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, τα στοιχεία του προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο δεύτερος σε σχέση με τον πατέρα της ότι οι αυτονομιστές τον αναζητούσαν στο σπίτι τους και ότι σκότωσαν την μητέρα και δύο από τα τέσσερα αδέλφια της, ενώ ο τρίτος ότι έπεσε θύμα πορνείας στην Kumba, πριν την άφιξή της στην Κύπρο.

Ο πρώτος  και ο τρίτος ισχυρισμός έγιναν αποδεκτοί, ενώ ο δεύτερος έτυχε απόρριψης. Πιο συγκεκριμένα, στο πλαίσιο του πρώτου ισχυρισμού, έγινε αποδεκτή τόσο η ταυτότητα και η εθνικότητα όσο και τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, ήτοι η περιοχή καταγωγής, η εθνοτική καταγωγή και η εκπαίδευση της. Στο πλαίσιο του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού ο λειτουργός διαπίστωσε ότι οι απαντήσεις της Αιτήτριας δεν ήταν επαρκώς λεπτομερείς ή συγκεκριμένες. Η Αιτήτρια δεν διευκρίνισε λεπτομερώς την εμπλοκή του πατέρας της με τα πολιτικά και το λόγο που οι Αμπαζόνιας τον αναζητούσαν. Ο λειτουργός παρατήρησε ότι η Αιτήτρια δεν  ήξερε πότε ακριβώς συνέβη το περιστατικό στο σπίτι της αλλά ισχυρίστηκε γενικά ότι συνέβη στις αρχές του έτους 2018. Επιπλέον, δεν γνώριζε ποια ήταν η σχέση του πατέρα της με την κυβέρνηση ούτε μπόρεσε να αιτιολογήσει γιατί οι αυτονομιστές ισχυρίστηκαν ότι ο πατέρας της δούλευε για την κυβέρνηση. Όταν η Αιτήτρια ρωτήθηκε να διευκρινίσει γιατί στο Bole οι αρχηγοί αναγκάστηκαν να συνεργαστούν με τους αυτονομιστές, η Αιτήτρια έδωσε μια γενική απάντηση δηλώνοντας ότι η περιοχή είναι μικρή και ότι οι αυτονομιστές είναι άνθρωποι "που ξέρουμε" και όταν κάποιος δεν είναι με το μέρος τους σημαίνει ότι είναι εναντίον τους. Όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια να εξηγήσει γιατί οι αυτονομιστές είπαν ότι η οικογένειά της τους πρόδωσε, η προσφεύγουσα έδωσε μια γενική απάντηση, ότι κατηγορούσαν την οικογένειά της ότι ήταν προδότες. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός παρατηρεί ότι δεν ήταν δυνατός ο εντοπισμός της επίθεσης των Ambazonians στο χωριό Bole στις αρχές του 2018, αλλά βρέθηκε σύμφωνα με έκθεση του Human Rights Watch, επίθεση σε πέντε χωριά στο Καμερούν, μεταξύ αυτών και στην περιοχή Bole, η οποία ωστόσο φαίνεται να συνέβη από τον στρατό και όχι από τους Ambazonians. Ως εκ των άνω ο λειτουργός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία αυτού του ισχυρισμού δεν μπορεί να διαπιστωθεί, απορρίπτοντας τον ισχυρισμό.

Ο λειτουργός έκανε δεκτό τον τρίτο ισχυρισμό της Αιτήτριας, ότι έπεσε θύμα πορνείας στην Kumba, πριν την άφιξή της στην Κύπρο. Συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια ήταν συνεπής, λεπτομερής και συγκεκριμένη αναφορικά με το γεγονός ότι έπεσε θύμα πορνείας. Ανέφερε λεπτομερώς ότι αυτός ο άντρας, ο οποίος ήταν πελάτης της γυναίκας (“Μητέρας Κασσάνδρας”) στο σπίτι της οποίας διέμενε, συζήτησε με εκείνη (την γυναίκα),  ώστε να έχει σεξουαλική σχέση με την Αιτήτρια. Η Αιτήτρια ανέφερε ότι στο Καμερούν δεν υπάρχει ελευθερία και συναίνεση σε σχέση αντίθετο φύλλο. Ο λειτουργός συμπεραίνει ότι η ανωτέρω γυναίκα παρείχε φαγητό και στέγη στην Αιτήτρια και ως αντάλλαγμα κανόνισε να παρέχει η Αιτήτρια σεξουαλικές υπηρεσίας στον ανωτέρω άντρα. Ο λειτουργός παραθέτει ότι δεδομένης της ιδιωτικής φύσης της σεξουαλικής "σχέσης" που είχε ο αιτών, είναι αδύνατον να εντοπιστούν εξωτερικές πηγές που να επαληθεύουν την εξωτερική αξιοπιστία της. Ωστόσο παραθέτει εξωτερικές πηγές από τις οποίες προκύπτει ότι η πορνεία τιμωρείται στο Καμερούν και ότι πολλές νεαρές γυναίκες στρέφονται στην πορνεία για να συντηρήσουν τον εαυτό τους, τα μικρότερα αδέλφια τους και την οικογένειά τους. Ως εκ των άνω ο λειτουργός καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας ήταν συνεπής και βάσει της διαπιστωμένης εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας, αυτός ο ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, συμπεριλαμβανομένης της χώρας καταγωγής της, η κρίση στο νοτιοδυτικό Καμερούν εξακολουθεί να υφίσταται, δημιουργώντας κίνδυνο για την Αιτήτρια κατά την επιστροφή του στο Καμερούν. Όσον αφορά τον τρίτο ισχυρισμό, και όπως παρατηρείται στις εξωτερικές πηγές, η πορνεία στο Καμερούν είναι παράνομη αλλά ανεκτή, με τρομερή έλλειψη διώξεων. Διάφορες περιστάσεις ωθούν τις γυναίκες στην πορνεία, όπως η αγγλόφωνη κρίση, η οποία πλήττει οικονομικά τις γυναίκες. Η Αιτήτρια  όταν ρωτήθηκε για το τί φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, δεν ανέφερε ότι φοβάται ότι θα πέσει  ξανά θύμα πορνείας. Η Αιτήτρια δεν ανέφερε ότι ο άντρας θα την αναζητήσει σε περίπτωση επιστροφής της, αλλά αντιθέτως ήταν το άτομο που την βοήθησε να εγκαταλείψει το Καμερούν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε το Καμερούν το 2018, οι δεσμοί με την ανωτέρω γυναίκα ή των ανωτέρω άντρα, δεν είναι τόσο ισχυροί, πέραν του γεγονότος ότι και οι δύο ζούσαν στην Kumba, η οποία πόλη ωστόσο δεν αποτελεί τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, που είναι το Bole. Όσον αφορά τις ιδιαίτερες περιστάσεις της Αιτήτριας, ο λειτουργός κατέληξε στο γεγονός ότι η Αιτήτρια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή Bole Και να πάει στην kumba. Εκεί της παρείχε στέγη και τροφή η ανωτέρω γυναίκα, η οποία κανόνισε σε αντάλλαγμα να έχει σεξουαλική σχέση με τον ανωτέρω άντρα. Φαίνεται ότι η Αιτήτρια εμπίπτει στο μοτίβο που περιγράφεται ανωτέρω, όπου οι γυναίκες στο Καμερούν ωθούνται στην πορνεία για επιβίωση. Εν κατακλείδι, ενώ υπάρχει γενικός κίνδυνος για την Αιτήτρια ως γυναίκα στο Καμερούν, δεν φαίνεται να υπάρχει εξατομικευμένος κίνδυνος που προέρχεται από την ανωτέρω γυναίκα ή τον ανωτέρω άντρα. Συμπερασματικά, ο λειτουργός καταλήγει ότι, λαμβάνοντας υπόψη τον πρώτο ισχυρισμό, ήτοι το προφίλ, την ταυτότητα και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να υποστεί μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της  στο Νοτιοδυτικό Καμερούν.

Ως εκ τούτου, αξιολογήθηκε πως η Αιτήτρια δε βρίσκεται αντιμέτωπη με βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης εντός του πλαισίου του άρθρου 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, ή με πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης εντός του πλαισίου του άρθρου 15 (α) και (β) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, τα οποία αντιστοιχούν στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο Αρμόδιος Λειτουργός έκρινε ότι, με βάση τις δημόσιες πηγές, η κατάσταση στο Bole δεν χαρακτηρίζεται από αδιάκριτη βία σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης. O λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι η περίπτωσή της δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Ειδικότερα, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς της, τόσο ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, ούτε ως προς τον φόβο της σε περίπτωση επιστροφής της.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).

Εναπόκειται στον Αιτητή να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες2. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010). Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο Αιτητής, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτητής.

Λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς της Αιτήτριας (αξιολόγηση αξιοπιστίας) και βάσει αυτών που έγιναν τελικά αποδεκτοί,  έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (αξιολόγηση κινδύνου). 

Θα προχωρήσω στη συνέχεια σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex-nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 11(3) α του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018).

Δεδομένου ότι ο πρώτος και ο τρίτος ισχυρισμός της Αιτήτριας έχουν γίνει αποδεκτοί από τη διοίκηση, με αποτέλεσμα συνεπώς να έχει γίνει αποδεκτό ότι η Αιτήτρια συνιστά θύμα πορνείας, βάσει της αρχής της μη απαγόρευσης (reformatio in peuis), το Δικαστήριο δεν είναι δυνατό να προβεί σε άλλη αξιολόγηση. Πράγματι, «Το Διοικητικό Δικαστήριο δεν μπορεί να εξέρχεται των ορίων που θέτει η αίτηση ακυρώσεως αλλά ούτε και μπορεί να χειροτερεύει τη θέση του Αιτητή (απαγόρευση της reformation in peius). Επειδή το δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατοχυρώνεται από το ίδιο το Σύνταγμα (Άρθρο 146) προκειμένου να διασφαλισθεί η προστασία του προσφεύγοντος, δεν μπορεί το Διοικητικό Δικαστήριο με απόφασή του να χειροτερεύσει τη θέση του Προσφεύγοντος [.]. Συνεπώς, δεν μπορεί να υπάρξει «επί τα χείρω μεταβολή» (reformatio in pejus)» (Κ. Παρασκευά, Κυπριακό Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Νομική Βιβλιοθήκη, 2020, σελ. 108)

Σύμφωνα εξάλλου με πρόσφατη απόφαση της Προέδρου του παρόντος Δικαστηρίου, Μ. Παπαντωνίου (ΔΔΔΠ, Υποθ. Αρ. 7397/21, Ν. Dv. Υπηρεσία Ασύλου, ημερ. 09.05.2023) την οποία υιοθετώ,

«Δεδομένου ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας έχουν κριθεί αξιόπιστοι από την διοίκηση και έχει γίνει αποδεκτός ο ουσιώδης ισχυρισμός της ότι είναι θύμα σεξουαλικής βίας χωρίς υποστηρικτικό περιβάλλον στην χώρα της, τίθεται σε ισχύ η αρχή της απαγόρευσης της χειροτερεύσεως (reformation in peius), σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί κατ' αρχήν το δικαστήριο να χειροτερεύσει τη θέση του προσφεύγοντος, εφόσον το δικαίωμα προσφυγής χορηγείται από τον νόμο για την προστασία του.  Η απαγόρευση αυτή απορρέει από την ίδια την έννοια και τον σκοπό της προσφυγής και ισχύει ακόμα και όταν δεν προβλέπεται ρητώς από τον νόμο (βλ. Π.Δ. Δαγτόγου, «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», έκτη έκδοση, Εκδόσεις Σάκκουλα, σελ. 638-639)  και το δικαστήριο δεν μπορεί να ακυρώσει ευνοϊκό τμήμα της πράξεως που δεν προσβάλλεται με την προσφυγή.   Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο θα εξετάσει την υπαγωγή της Αιτήτριας σε καθεστώς διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης, στη βάση του ουσιώδους ισχυρισμού της που έγινε αποδεκτός από τους Καθ'ων η Αίτηση.»

Σε σχέση τώρα με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, όπως αυτός σχηματίστηκε και αξιολογήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, ότι οι αυτονομιστές αναζητούσαν τον πατέρα της Αιτήτριας στο σπίτι τους στο χωριό Bole και ότι σκότωσαν την μητέρα και δύο από τα αδέλφια της, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν γενικόλογες και μη ικανοποιητικές. Ειδικότερα, η Αιτήτρια δεν θυμόταν πότε ακριβώς συνέβη το περιστατικό αλλά ανέφερε γενικά ότι συνέβη στις αρχές του έτους 2018. Επιπλέον, δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει την ακριβή σχέση του πατέρα της με την κυβέρνηση, παρά μόνο ανέφερε ότι σίγουρα είχε σχέση διότι, όπως ανέφερε, όταν έρχονταν κυβερνητικοί αξιωματούχοι, ο πατέρας της ήταν ένας από εκείνους που τους υποδέχονταν. Σε ερώτηση του λειτουργού για τον τρόπο με τον οποίο οι αυτονομιστές έμαθαν ότι ο πατέρας της υποτίθεται ότι δούλευε για την Κυβέρνηση, η Αιτήτρια δεν ήξερε τί να απαντήσει αναφέροντας απλώς ότι αυτό έχει ακούσει. Παράλληλα, όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί οι αυτονομιστές είπαν ότι η οικογένειά της τους πρόδωσε, η προσφεύγουσα έδωσε μια γενική απάντηση, ότι κατηγορούσαν την οικογένειά της ότι ήταν προδότες, ωστόσο δεν γνώριζε όπως ανωτέρω αναφέρθηκε, πώς έμαθαν ότι ο πατέρας της υποτίθεται ότι δούλευε για την Κυβέρνηση. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε επιπλέον, ότι μετά από αυτό το περιστατικό, το χωριό Bole κάηκε και εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους. Ωστόσο, η Αιτήτρια συνέχισε αναφέροντας ότι αυτό είναι μια φήμη και ότι δεν το έχει δει η ίδια. Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά την ακροαματική διαδικασία στις 30/08/2023 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η Αιτήτρια ενώ σε αρχική ερώτηση του Δικαστηρίου απάντησε ότι δεν διαμένει κανείς σήμερα στο χωριό, στην συνέχεια σε σχετική ερώτηση για το αν οι κάτοικοι του χωριού έχουν έκτοτε επιστρέψει στις εστίες τους, η Αιτήτρια απάντησε ότι δεν γνωρίζει τίποτα για το πώς είναι σήμερα η περιοχή. Σε σχετική ερώτηση του Δικαστηρίου, ότι από σχετικές πληροφορίες προκύπτει ότι το 2018 η κυβέρνηση επενέβη στο συγκεκριμένο χωριό και όχι οι αυτονομιστές όπως ισχυρίζεται η Αιτήτρια, η ίδια απάντησε ότι θεωρεί ότι ήταν οι αυτονομιστές, επειδή υπάρχει πόλεμος και αυτοί έχουν τον έλεγχο του χωριού. Επομένως, η γενικότητα των απαντήσεων της και η έλλειψη επαρκών λεπτομερειών, το αυθαίρετο συμπέρασμά της πως διώκεται από αυτονομιστές, οδηγούν στο συμπέρασμα πως η Αιτήτρια δεν περιέγραψε προσωπικά βιώματα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ομοίως με τους Καθ’ ων η αίτηση ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Σε έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου σχετικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, καθώς και σύμφωνα με τις εξωτερικές πηγές οι οποίες ορθά αναγράφονται στην εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, επιβεβαιώθηκε επίθεση στο χωριό Bole το 2018, ωστόσο σύμφωνα με τις πηγές έγινε από την Κυβέρνηση και όχι από αυτονομιστές. Συγκεκριμένα, σύμφωνα έκθεση του Human Rights Watch το έτος 2018 εντοπίστηκαν αρκετές εκατοντάδες σπίτια με σημάδια καταστροφής που συνάδουν με εμπρησμό σε 20 χωριά της νοτιοδυτικής περιοχής του Καμερούν, μεταξύ αυτών και στο χωριό Bole. Οι μαρτυρίες έδειξαν ότι οι δυνάμεις ασφαλείας ήταν υπεύθυνες για τους εμπρησμούς, καθώς σύμφωνα με μαρτυρίες κατοίκων πέντε από τα χωριά - Kwakwa, Kombone, Bole, Wone και Mongo Ndor – εγκαταλείφθηκαν καθώς οι δυνάμεις ασφαλείας εισέρχονταν στο χωριό και στη συνέχεια έβλεπαν τον καπνό να υψώνεται στον αέρα[1]. Επιπλέον, σύμφωνα με την ίδια έκθεση μάρτυρες δήλωσαν ότι στις 2 Φεβρουαρίου 2018, οι δυνάμεις ασφαλείας επιτέθηκαν στο χωριό Bole και άρχισαν αμέσως να πυροβολούν[2].

Παρά τις πληροφορίες που βρέθηκαν, δεν διαπιστώθηκε ότι έλαβε χώρα επίθεση από αυτονομιστές στο χωριό Bole στις αρχές του έτους 2018. Αναφορικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας, ότι το χωριό Bole κάηκε ολοσχερώς το 2018 και πλέον έχει εγκαταλειφθεί, από την έρευνα που διενήργησε το Δικαστήριο, δεν βρέθηκαν πληροφορίες που να αποδεικνύουν τον ισχυρισμό αυτό, και από τις οποίες να διαφαίνεται ότι το χωριό είναι εγκαταλελειμμένο μέχρι σήμερα. Επιπλέον,  ένεκα της προσωπικής φύσεως του ισχυρισμού της Αιτήτριας, αναφορικά με την θέση του πατέρα της στην κυβέρνηση αλλά και τον θάνατο της μητέρας της και των αδελφών της, δεν μπορεί να θεμελιωθεί ούτε η εξωτερική αξιοπιστία αυτού του εν λόγω ισχυρισμού.

Συναφώς επισημαίνεται ότι ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας», όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος της, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με την Αιτήτρια κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής. Παράλληλα οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγραφα που παρέθεσε η Αιτήτρια συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές της περιστάσεις [άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000]. Επί των όσων ανέφερε η Αιτήτρια, εύλογα παρατηρούνται  ελλείψεις και γενικότητες στα λεγόμενα της που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της Αιτήτριας στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Όσον αφορά τον τρίτο παραδεκτό ισχυρισμό, δεδομένου ότι αφορά την πιθανότητα να υποστεί ο αιτητής  δίωξη, το στοιχείο του «βάσιμου» στον ορισμό του πρόσφυγα είναι κυρίως ζήτημα πραγματολογικής εκτίμησης κινδύνου. Στην εκτίμηση αυτή, λαμβάνεται υπόψη η ατομική κατάσταση του αιτητή, όπως επίσης και πληροφορίες όσον αφορά τη γενική κατάσταση στη χώρα καταγωγής. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση επικεντρώνεται αρχικά στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων, και κατά δεύτερον, ο «βάσιμος φόβος» βασίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής (άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ).

Με δεδομένη επαναλαμβάνω τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου προς έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της επίδικης απόφασης, δια της πλήρους και ex nunc εξέτασης των γεγονότων και νομικών ζητημάτων που διέπουν αυτή, θα προχωρήσω σε αξιολόγηση κινδύνου, προκειμένου να διαπιστώσω εάν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας επί τη βάσει των ισχυρισμών και στοιχείων που έχουν γίνει αποδεκτά.

Παρόλο που ο «βάσιμος φόβος» περιλαμβάνει μια μελλοντική αξιολόγηση του κινδύνου δίωξης, το άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) απαιτεί σε μια τέτοια αξιολόγηση να λαμβάνεται υπόψη η προηγούμενη δίωξη ή σοβαρή βλάβη που πιθανόν να υπέστη ο Αιτητής ως  μια «σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου του αιτούντος για δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να θεωρηθεί ότι αυτή η δίωξη ή σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί». Το άρθρο 4 παράγραφος 4 της οδηγίας 2011/95/ΕΕ (αναδιατύπωση) είναι επίσης σχετικό κατά την αξιολόγηση του κινδύνου. Απαιτεί αξιολόγηση οποιασδήποτε προηγούμενης δίωξης ή σοβαρής βλάβης και απειλών τέτοιας μεταχείρισης.

Σε κάθε περίπτωση ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των φορέων δίωξης. Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση).

Συνεπώς, το Δικαστήριο θα προβεί σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης λαμβανομένου ότι έχει πρόσβαση σε ακριβείς και επικαιροποιημένες πληροφορίες  από διάφορες πηγές σχετικά με τη γενική κατάσταση που επικρατεί στις χώρες καταγωγής και διέλευσης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασής του [βλ. άρθρο 10 παράγραφος 4 της Οδηγία 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)], σε συνάρτηση βέβαια με το άρθρο 4 της 2011/95/ΕΕ της οδηγίας (αναδιατύπωση) και άρθρο 46 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ  (αναδιατύπωση)  όπου απαιτείται  να υπάρχει «πλήρης και ex nunc εξέταση τόσο των γεγονότων όσο και νομικά σημεία» με τα ακόλουθα ευρήματα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

Η πορνεία στο Καμερούν είναι παράνομη[3] και τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 343 του Ποινικού Κώδικα[4]. Ωστόσο πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας καταγράφουν πως πολλές γυναίκες αλλά και ανήλικα κορίτσια στο Καμερούν καταφεύγουν συχνά στην πορνεία[5]Aπό τότε που η αγγλόφωνη περιοχή Βορειοδυτικά και Νοτιοδυτικά του Καμερούν ενεπλάκη σε μια ένοπλη αυτονομιστική σύγκρουση το 2017, νεαρά κορίτσια και γυναίκες που εκτοπίστηκαν από τη σύγκρουση αυτή, όντας παγιδευμένες στη φτώχεια και απελπισμένες να ανεύρουν χρήματα, οδηγήθηκαν στην πορνεία, εις βάρος της ηθικής τους ανατροφής[6]. Πολλές από τις γυναίκες που εκτοπίστηκαν από τις αγγλόφωνες περιοχές έχουν χάσει στενούς συγγενείς ή/και μέλη της ευρύτερης οικογένειας, παραμένοντας χωρίς καμία συναισθηματική και οικονομική υποστήριξη. Για αυτές τις γυναίκες, η στροφή στην πορνεία ήταν ένας μηχανισμός αντιμετώπισης για να εξασφαλίσουν τα απαραίτητα για τον εαυτό τους και για τα εξαρτώμενα από αυτές άτομα. Επικαλούμενο μια πηγή από την αστυνομία της Yaounde, το τοπικό μέσο ενημέρωσης Cameroon Intelligence Report, δήλωσε ότι υπάρχουν «δεκάδες χιλιάδες ανήλικα κορίτσια», συμπεριλαμβανομένων μαθητών και εκτοπισμένων εφήβων από το νότιο Καμερούν, που εργάζονται ως ιερόδουλες στην πρωτεύουσα, ειδικά στις συνοικίες Mini Ferme και Obili, κοντά στην πανεπιστημιούπολη.[7]

Σύμφωνα με έκθεση του Γραφείου Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων («OCHA»), για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην χώρα, η οποία καλύπτει το έτος 2022, η μείωση των οικονομικών μέσων και η καταστροφή του δικτύου κοινωνικής ασφάλειας έχει αφήσει πολλές γυναίκες και κορίτσια να επιλέγουν αρνητικές πρακτικές αντιμετώπισης, συμπεριλαμβανομένης της πορνείας, στα αστικά κέντρα, στα βορειοδυτικά, νοτιοδυτικά, δυτικά, παράκτιες και κεντρικές περιοχές.[8] Επιπλέον, οι εσωτερικά εκτοπισμένοι υφίστανται εκμετάλλευση, από μέλη της κοινότητας ή τους ίδιους τους εκτοπισμένους, οι οποίοι τους νοικιάζουν σπίτια σε υψηλότερες τιμές, διπλασιάζουν το ενοίκιο ή εκμεταλλεύονται (σεξουαλικά) τα άτομα και τις οικογένειές τους με αντάλλαγμα ένα μέρος για να ζήσουν. Η έλλειψη στέγασης έχει ωθήσει πολλές οικογένειες να υιοθετήσουν αρνητικούς μηχανισμούς αντιμετώπισης, όπως την παιδική εργασία, το σεξ επιβίωσης, την πορνεία, κ.λ.π. Οι γυναίκες που στρέφονται στην πορνεία είναι ευάλωτες στη σεξουαλική βία, στην έμφυλη βία, στα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα αλλά έρχονται και αντιμέτωπες με τις μομφές, τις διακρίσεις, το φόβο και τις συλλήψεις αλλά ωστόσο επιβιώνουν[9].

Σύμφωνα με άλλες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, οι γυναίκες στο Καμερούν και ειδικότερα οι μόνες γυναίκες χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο αντιμετωπίζουν εμπόδια και διακριτική μεταχείριση στην πρόσβαση τους στην εργασία, υγεία και στέγαση[10]. Ειδικότερα, έκθεση του Συμβουλίου Μεταναστών και Προσφύγων του Καναδά σχετικά με τις συνθήκες των γυναικών που ηγούνται ενός νοικοκυριού, και ειδικότερα στην Yaoundé και Douala, καταγράφει σχετικά με την πρόσβαση των ανωτέρω στην εργασία «πως οι γυναίκες χωρίς γνώση γαλλικών και ενός σχετικού κοινωνικού δικτύου είναι δύσκολο να εξεύρουν εργασία στον επίσημο τομέα απασχόλησης, ενώ είναι ευκολότερο για τις γυναίκες που γνωρίζουν άτομα στο τομέα απασχόλησης τους να βρουν εργασία. Επίσης, οι γυναίκες με προηγούμενη εργασιακή εμπειρία βρίσκονται σε ευνοϊκότερη θέση κατά την αναζήτηση εργασίας. Είναι πιθανόν οι μη έγγαμες γυναίκες που ζουν μόνες τους να αποκτήσουν μια αρνητική/κακή φήμη καθώς σύμφωνα με την παράδοση στο Καμερούν οι γυναίκες ζουν με τους γονείς τους μέχρι να παντρευτούν[11]. Επίσης, διεθνείς  πηγές σημειώνουν πως πολλές μόνες γυναίκες στις πόλεις Yaoundé και Douala και σε μεγάλο βαθμό πολλές εκτοπισθείσες μόνες γυναίκες στις ανωτέρω πόλεις καταφεύγουν στην πορνεία εξαιτίας της αδυναμίας τους να βρουν πόρους για να επιβιώσουν[12].

Αναφορικά με την έμφυλη βία στο Καμερούν, πλήθος εξωτερικών πηγών πληροφόρησης επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι η βία με βάση το φύλο είναι ευρέως διαδεδομένη, και ότι η επικράτησή της είναι υψηλή σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένης της συχνής σεξουαλικής παρενόχλησης ασυνόδευτων γυναικών που ταξιδεύουν μόνες. Οι δράστες σπάνια διώκονται ποινικά, εν μέρει λόγω της απροθυμίας των θυμάτων να αναφέρουν τα περιστατικά κακοποίησης από φόβο αντεκδίκησης ή στιγματισμού.[13] Σε έκθεση της Καναδικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Ασύλου (διάστημα αναφοράς 2020-2022), σημειώνεται ότι: Το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (HRW) αναφέρει ότι  'οι διακρίσεις κατά των γυναικών' είναι 'διαδεδομένες' στο Καμερούν και ότι η ενδοοικογενειακή βία είναι 'ενδημική'».[14] Σύμφωνα με το RuWCED [Rural Women Center for Education and Development Cameroon], εκτός από το κοινωνικό 'στίγμα' για τους επιζώντες και τις οικογένειές τους, «οι περισσότερες γυναίκες από κοινωνικοοικονομικά 'μειονεκτικά' πλαίσια υφίστανται ενδοοικογενειακή βία επειδή εξαρτώνται οικονομικά από τους συζύγους τους».[15] Αναφορικά με την δυνατότητα κρατικής προστασίας, στην ανωτέρω έκθεση της Καναδικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Ασύλου σημειώνεται ότι «αν και το Σύνταγμα του Καμερούν εγγυάται ίσα δικαιώματα σε άνδρες και γυναίκες, πηγές αναφέρουν ότι στην πράξη αυτή η αρχή δεν εφαρμόζεται [πάντα] και οι γυναίκες δεν έχουν πρόσβαση στα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες. Το Freedom House αναφέρει ότι περιπτώσεις ενδοοικογενειακής βίας και βιασμού 'σπάνια' διώκονται ποινικά[16].

Από τις ανωτέρω πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προκύπτει πως υπάρχει γενικός κίνδυνος για την Αιτήτρια ως γυναίκα στο Καμερούν, και πως η πορνεία, αποτελεί διαδεδομένη πρακτική στην χώρα, με γυναίκες και νεαρά κορίτσια να στρέφονται σε αυτή για να μπορέσουν να επιβιώσουν οικονομικά οι ίδιες ή να συντηρήσουν τις οικογένειές τους.  Επιπλέον, η έμφυλη βία αποτελεί και αυτή διαδεδομένη πρακτική στη χώρα, με χαμηλά μόνο περιστατικά να αναφέρονται στις αρχές από τα θύματα, αλλά και με σχετικά χαμηλή απόκριση από τις αρχές προστασίας.

Ο πληρέστερος και συνεκτικότερος μέχρι σήμερα ορισμός της εμπορίας ανθρώπων, έχει δοθεί από το Πρωτόκολλο για την Αποτροπή, την Καταστολή και την Τιμωρία της Παράνομης Διακίνησης Προσώπων με σκοπό τη Σεξουαλική και Οικονομική Εκμετάλλευση, ιδιαίτερα Γυναικών και Παιδιών (εφεξής: Πρωτοκόλλο του Palermo), το οποίο ολοκληρώθηκε το Νοέμβριο του 2000 και τέθηκε σε ισχύ το 2003. Αποδίδει το trafficking ως τη 'στρατολόγηση, μεταφορά, μετακίνηση, εγκατάσταση (στέγαση, μέριμνα για τη συνέχιση της παραμονής) ή παραλαβή προσώπων, μέσω της απειλής ή της χρήσης βίας ή άλλων μορφών εξαναγκασμού, της απαγωγής, του δόλου, της εξαπάτησης, της κατάχρησης της δύναμης/ μιας τρωτής ή ευάλωτης θέσης, της προσφοράς ή της αποδοχής οικονομικού ή άλλου οφέλους για την επίτευξη της σύμφωνης γνώμης ενός προσώπου το οποίο ασκεί έλεγχο ή εξουσία επί άλλου προσώπου, για το σκοπό της εκμετάλλευσης, η οποία θα περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστο την εκμετάλλευση της πορνείας των άλλων ή άλλες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης, την εξαναγκαστική εργασία ή παροχή υπηρεσιών, τη διαμόρφωση συνθηκών σκλαβιάς ή παρόμοιων με αυτή πρακτικών, τη διαμόρφωση συνθηκών δουλείας (δεσμευτική παροχή υπηρεσιών) ή τη λήψη σωματικών οργάνων[17]. Ο ορισμός αυτός, που συμπληρώνει τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών κατά του Διεθνικού Οργανωμένου Εγκλήματος [18] διατηρείται από την Οδηγία 2011/36/ΕU[19] η οποία διευρύνεται ώστε να καλύπτει εγκλήματα όπως μικροκλοπές και επαιτεία[20].

Μία από τις πιο διαδεδομένες μορφές είναι η σεξουαλική εκμετάλλευση, την οποία δύνανται να υποστούν τόσο ανήλικα παιδιά, όσο και ενήλικες. Όταν ένας ενήλικας παρέχει σεξουαλικές υπηρεσίες, ως αποτέλεσμα βίας, απειλών ή εξαπάτησης, τότε είναι θύμα εμπορίας. Η εμπορία όμως μπορεί να προκύψει και στα πλαίσια ενός ‘δεσμού χρέους’ όταν  ένα άτομο υποχρεωθεί να συνεχίσει την πορνεία λόγω ενός παράνομου χρέους, το οποίο προέκυψε από τη μεταφορά, τη στρατολόγηση ή την πώλησή του σε άλλον, και το οποίο οι διακινητές θεωρούν ότι πρέπει να αποπληρωθεί, προτού το άτομο μπορεί να ελευθερωθεί. Η αρχική συναίνεση του προσώπου να απασχοληθεί στην πορνεία, δεν έχει συνέπειες για το χαρακτηρισμό του ως θύμα εμπορίας ανθρώπων - επομένως, αν υποχρεωθεί μέσω ψυχολογικής χειραγώγησης ή φυσικής βίας, να παραμείνει στην πορνεία, τότε πρόκειται για θύμα εμπορίας. Στη σεξουαλική εκμετάλλευση εντάσσονται, ως ειδικότερες κατηγορίες , η πορνεία[21] του δρόμου, η πορνεία του παραθύρου και οι οίκοι ανοχής, τα ‘strip’ κλαμπ και μπαρ, η βιομηχανία της πορνογραφίας, οι υπηρεσίες συνοδείας και τα πρακτορεία μοντέλων, τα σαλόνια μασάζ, και τυχόν άλλες άγνωστες μορφές που δεν εντάσσονται στα ανωτέρω.

Οι περιπτώσεις θυμάτων εμπορίας προσώπων μπορεί να καλύπτουν μια ποικιλία καταστάσεων, όπως: θύματα που έπεσαν θύματα εμπορίας στη χώρα καταγωγής τους και κατέφυγαν στη χώρα ασύλου για να υποβάλουν αίτηση για διεθνή προστασία, θύματα που έχουν πέσει θύματα εμπορίας εκτός της χώρας καταγωγής τους, είτε σε τρίτη χώρα (π.χ. διαμετακομιστική χώρα) ή στη χώρα ασύλου, και τα οποία ζητούν διεθνή προστασία και τέλος, άτομα που δεν έχουν πέσει ποτέ θύματα εμπορίας, αλλά φοβούνται ότι θα πέσουν θύματα εμπορίας στη χώρα καταγωγής τους, και που εγκατέλειψαν τη χώρα ασύλου για να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας.

Τα άτομα που έχουν πέσει θύματα εμπορίας προσώπων μπορούν να θεωρηθούν ως μια ομάδα ατόμων που μοιράζονται την κοινή εμπειρία του παρελθόντος, διαθέτουν δηλαδή ένα "κοινό υπόβαθρο που δεν μπορεί να αλλάξει". Προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας, πρέπει να εξεταστεί κατά πόσον η ομάδα που ορίζεται από ένα κοινό χαρακτηριστικό έχει διακριτή ταυτότητα στη σχετική χώρα καταγωγής.

Το γεγονός ότι στιγματίζονται, αποξενώνονται ή υφίστανται διακρίσεις στη χώρα ή την περιοχή καταγωγής τους, μπορεί να αποτελεί ένδειξη ότι τα θύματα γίνονται αντιληπτά ως διαφορετικά από την περιβάλλουσα κοινωνία, και επομένως ότι η διακριτή ταυτότητα πληρείται. Η αντίληψη αυτή εξαρτάται συχνά από το είδος της εκμετάλλευσης που έχει υποστεί το θύμα. Τα θύματα εργασιακής εκμετάλλευσης ή κλοπής οργάνων, για παράδειγμα, μπορεί να αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τα θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Η διαπίστωση της ένταξης ενός αιτούντος σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα (στην παρούσα περίπτωση θα μπορούσε να είναι "πρώην θύματα εμπορίας προσώπων”), δεν αρκεί για να αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα.

Πρέπει επίσης να πληρούνται και τα άλλα κριτήρια ένταξης στον ορισμό του πρόσφυγα. Ειδικότερα, πρέπει να υπάρχει σύνδεση (δηλ. αιτιώδης σύνδεσμος) μεταξύ της ένταξης του αιτούντος στη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα των "πρώην θυμάτων εμπορίας προσώπων" και ενός βάσιμου φόβου δίωξης ή απουσίας προστασίας από τη δίωξη αυτή. Ως μέλος μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ομάδας ο αιτών μπορεί να εκτεθεί σε διάφορες πράξεις δίωξης, όπως αντίποινα, σοβαρές μορφές διακρίσεων ή εξοστρακισμού[22].

Όσον αφορά πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, επισημαίνω ότι η αξιολόγηση του κινδύνου περιλαμβάνει αναπόφευκτα την εξέταση των ισχυρισμού του αιτούντος στο πλαίσιο των συνθηκών που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του. Άρα η συνάφεια των δηλώσεων ενός αιτούντος με πληροφορίες από την χώρα καταγωγής του και άλλα αποδεικτικά στοιχεία είναι επομένως ένας σημαντικός παράγοντας εάν ένας αιτών έχει τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του.[23]

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω παρατηρώ ότι, στην προκειμένη περίπτωση το γεγονός ότι η Αιτήτρια έπεσε θύμα πορνείας, δεν αρκεί από μόνο του για την ένταξη στο καθεστώς του πρόσφυγα. Πρέπει, με βάση τον οδηγό της EASO, να υπάρχει σύνδεση με βάσιμο φόβο δίωξης και απουσία προστασίας από τη δίωξη αυτή.

Εν προκειμένω, η Αιτήτρια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας, ήτοι κατά την συνέντευξη ασύλου, κατά την καταχώρηση της προσφυγής και κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν επικαλέστηκε ούτε η ίδια, ούτε δια των συνηγόρων της φόβο που να σχετίζεται με τον εν λόγω ισχυρισμό. Αντιθέτως, αρκέστηκε στο να αναφέρει ότι κινδυνεύει από τους αυτονομιστές, οι οποίοι αναζητούσαν τον πατέρα της και οι οποίοι σε περίπτωση επιστροφής της θα την σκοτώσουν. Επιπλέον και εξετάζοντας το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου όπως επίσης και από τα ενώπιον μου στοιχεία, η Αιτήτρια δεν ανέφερε ότι ο εν λόγω άντρας θα την αναζητήσει σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν ή ότι έχει δεχτεί ενόχληση έως σήμερα, αλλά ούτε ανέφερε ότι εμπίπτει στην συγκεκριμένη ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα γυναικών ή και ακόμη ότι διατρέχει κίνδυνο να εκπορνευτεί εκ νέου σε περίπτωση επιστροφής της. Αντιθέτως δήλωσε ότι ήταν το άτομο που την βοήθησε να εγκαταλείψει το Καμερούν και ετοίμασε τα έγγραφά της για το ταξίδι της στην Κύπρο ενώ ερωτηθείς να περιγράψει τα βιώματα της με τον συγκεκριμένο άντρα αυτή αναφέρθηκε ότι είχε «σχέση» μαζί του(βλ. ερυθρό 44 Δ.Φ.). Περαιτέρω, η Αιτήτρια δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας της αλλά ούτε στην αστυνομία ούτε ζήτησε κάποια ιατρική ή ψυχολογική υποστήριξη κατά την άφιξή της στην Κύπρο. Η Αιτήτρια, επίσης, δήλωσε πως δεν έχει καμία επικοινωνία με τον εν λόγω άντρα και την εν λόγω γυναίκα και λαμβάνοντας υπόψη ότι  έχουν περάσει έξι χρόνια από το περιστατικό, δεν προκύπτει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, θα την αναζητήσουν και θα πέσει και πάλι θύμα. Περαιτέρω, δεν εντοπίζονται ενδείξεις στην αφήγηση της Αιτήτριας ότι με την επιστροφή της θα αντιμετωπίσει σοβαρής μορφής διακρίσεις ή στιγματισμό ή εξοστρακισμό.  Επιπλέον, ούτε και επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας αλλά ούτε και επί της γραπτής της αγόρευσης  η Αιτήτρια  προβάλλει τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς οι οποίοι να ανατρέπουν τα ανωτέρω συμπεράσματα και οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Αφ' ης στιγμής, όπως εξηγείται, το παρόν δικαστήριο εξετάζει την αίτηση του Αιτητή εξ υπαρχής, η εν λόγω ανάλυση θα έπρεπε να αποτελεί την πεμπτουσία της γραπτής αγόρευσης της Αιτήτριας, γεγονός που δεν παρατηρείται εν προκειμένω. Η Αιτήτρια, μέσω της συνηγόρου της, περιορίζεται αποκλειστικά στον δεύτερο ισχυρισμό της, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά στον τρίτο ισχυρισμό, ότι δηλαδή έπεσε θύμα πορνείας.

Σύμφωνα με το ΔΕΕ επί της εκτιμήσεως του «κατά πόσον ο αιτών έχει βάσιμο φόβο δίωξης» συνίσταται στην απαίτηση όπως, οι αρμόδιες αρχές, όταν αξιολογούν αν ένας αιτών έχει βάσιμο φόβο διώξεως, εξετάζουν αν οι αποδεδειγμένες περιστάσεις συνιστούν ή όχι τέτοια απειλή ώστε το πρόσωπο αυτό εύλογα να φοβάται, όσον αφορά την ατομική του κατάσταση, ότι όντως θα αποτελέσει το αντικείμενο πράξεων διώξεως (βλ., στο ίδιο πνεύμα, προαναφερθείσα απόφαση Y και Z, σκέψη 76)[24]. Ως εκ τούτου για το ΔΕΕ, η εκτίμηση του βάσιμου φόβου δεν απαιτεί τη διαπίστωση ότι ο αιτών έχει υποκειμενικό φόβο, το μόνο που χρειάζεται είναι ένα αντικειμενικό κριτήριο που λαμβάνει υπόψη τη συνεκτίμηση τόσο ατομικών, όσο και γενικών περιστάσεων σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 3 οδηγία 2011/95/EΕ (αναδιατύπωση). Όπως επισημάνθηκε ως άνω, για το ΔΕΕ, ο «βάσιμος φόβος» πρέπει να είναι ο φόβος ότι ο προσφεύγων «προσωπικά θα υπόκεινται σε δίωξη [...]»[25]. Με άλλα λόγια, τα προσωπικά χαρακτηριστικά του αιτούντος και οι περιστάσεις θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του επιπέδου κινδύνου για το οποίο ο αιτών θα εκτεθεί στη χώρα προέλευσης.

Επιπρόσθετα, ο «βάσιμος φόβος» στηρίζεται στην εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής. Λόγω των εγγενών δυσκολιών που εμφανίζει η πρόγνωση του τι θα συμβεί εάν ο Αιτητής επιστρέψει στη χώρα του, ο κίνδυνος υποκειμενικής εκτίμησης εν προκειμένω είναι υψηλός. Είναι, συνεπώς, εξαιρετικά σημαντικό η αξιολόγηση του βάσιμου φόβου να πραγματοποιείται με βάση μια αντικειμενική μεθοδολογία, η οποία αποφεύγει τις εικασίες. Στο πλαίσιο αυτό και προκειμένου να αξιολογηθεί η νομική προϋπόθεση του «βάσιμου», θα πρέπει η αξιολόγηση να επικεντρώνεται στο κατά πόσον ένας τέτοιος φόβος είναι βάσιμος κατά το χρόνο λήψης της απόφασης επί της αίτησης διεθνούς προστασίας, δηλαδή ο βάσιμος φόβος του αιτητή πρέπει να είναι τρέχων. Οι περιστάσεις που οδήγησαν ένα πρόσωπο να εγκαταλείψει τη χώρα του μπορεί να αλλάξουν ή να παύσουν να υφίστανται με την πάροδο του χρόνου ή, αντιστρόφως, να εμφανιστούν μετά την αναχώρησή του.

Επομένως, εκ των ανωτέρω, βάσει και των ατομικών περιστάσεων της Αιτήτριας,  ήτοι ότι αυτή συνιστά γυναίκα, με οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο στην χώρα καταγωγής της (σημειώνεται  ότι απορρίφθηκε ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας) , με ένα υψηλό μορφωτικό επίπεδο λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει φοιτήσει τρία έτη στο Πανεπιστήμιο, και με εργασιακή εμπειρία απασχολούμενη σε διάφορες χειρωνακτικές εργασίες, δεν προκύπτει πως θα στοχοποιηθεί σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν και θα κινδυνεύσει με δίωξη, και πως δεν θα καταφέρει να εξεύρει εργασία και έτσι να συνδράμει οικονομικά την οικογένεια της. Άλλωστε η ίδια κατά  την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στις 16/02/2023, δήλωσε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, μπορεί να εργαστεί ως πωλήτρια ή ως καθαρίστρια. Επίσης, η ίδια κατά  την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου στις 30/08/2023, απέδωσε την μη δυνατότητα να εξεύρει εργασία σε περίπτωση επιστροφής της, στο γεγονός ότι σε περίπτωση που βρει εργασία δεν θα είναι ασφαλής διότι δεν θα μπορεί να παραμένει κρυμμένη και θα την αντιληφθούν οι αυτονομιστές. Αντιθέτως, δεν αναφέρθηκε σε κάποια αδυναμία που η ίδια θα αντιμετωπίσει κατά την προσπάθεια της να βρει εργασία αλλά και ούτε συνάγεται από τις δηλώσεις της ότι αυτή αναζήτησε εργασία και δεν βρήκε κατά την διαμονή της εκεί.

Συνεπώς, με βάση τα διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά, την εκτίμηση κινδύνου και τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής, διαπιστώνεται ότι δεν πληρούται το αντικειμενικό στοιχείο  του βάσιμου φόβου δίωξης. Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι δεν υφίσταται εν προκειμένω εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να εκτεθεί, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, σε μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω της ιδιότητας της ως θύμα πορνείας.

Επιπρόσθετα, ούτε στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας εμπίπτει η Αιτήτρια, η οποία δίδεται όταν ο αιτητής πρόκειται να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα ιθαγένειας του.

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλής σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19,ημερομηνίας 10/06/2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07και 11449/07, ημερομηνίας 29/11/2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως η χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. απόφαση στην C-465/07, Meki Elgafaji, Noor ElgafajiStaatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17/12/2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τόπου καταγωγής της Αιτήτριας, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (Non-International Armed Conflicts) κατά της Boko Haram στον Άπω Βορρά και εναντίον ορισμένων αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, ιδίως το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζονίας και τη στρατιωτική του πτέρυγα (Αμυντικές Δυνάμεις Αμπαζονίας, ADF) και την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αμπαζονίας με τη στρατιωτική της πτέρυγα (το Συμβούλιο Αυτοάμυνας Αμπαζονίας), μεταξύ άλλων. Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2016 ξεκίνησαν ειρηνικές διαδηλώσεις στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κατά των αντιληπτών δομικών διακρίσεων και με αιτήματα για περισσότερη αυτονομία στην περιοχή. Η κυβέρνηση απάντησε αναπτύσσοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίες χρησιμοποίησαν πυρομαχικά και συνέλαβαν δεκάδες ακτιβιστές με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, ακολούθησαν απεργίες και βίαιες ταραχές: οι διαδηλωτές κατέφυγαν σε ένοπλη αντίσταση, με το πρώτο κύμα επιθέσεων σε κρατικούς στόχους από ένοπλες πολιτοφυλακές να αναφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.

Υπάρχουν πολλές ένοπλες ομάδες που μάχονται εναντίον των κρατικών δυνάμεων, αν και το επίπεδο συντονισμού αυτών των ενόπλων ομάδων παραμένει ασαφές. Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες δείχνουν συλλογικό χαρακτήρα και ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της, συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης RIB. Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθούν οι Αμυντικές Δυνάμεις Ambazonia (ADF), ο Στρατός Αποκατάστασης της Ambazonia, οι Ambazonian Tigers, το Southern Cameroons Defense Forces (Socadef), το Banso Resistance Army και το Donga Mantung Liberation Force.

Η διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Αμπαζόνια» την 1η Οκτωβρίου 2017 ήταν το σημείο καμπής που επιτάχυνε μάχες μεγάλης κλίμακας. Έκτοτε, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά καθώς οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές άρχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, σε κυβερνητικούς θεσμούς και απείλησαν, απήγαγαν και σκότωσαν πολίτες που θεωρούνταν ότι τάσσονταν στο πλευρό της κυβέρνησης[26]. Επομένως δέον να προχωρήσω να εξετάσω την κατάσταση ασφαλείας στην νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, όπου βρίσκεται και ο τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι το χωριό Bole.  Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας στο νοτιοδυτικό Καμερούν (όπου ανήκει η περιοχή συνήθους διαμονής της Αιτήτριας), για την πληρότητα της έρευνας παρατίθενται και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED (Τhe Armed Conflict Location  & Event Data Project), κατά την χρονική περίοδο 12.01.2023 έως 12.01.2024 καταγράφονται στην ανωτέρω βάση 85 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 174 απώλειες, εκ των οποίων τα 32 καταγράφηκαν ως μάχες, τα 11 ως εξεγέρσεις, 7 ως εκρήξεις και τα 35 ως βία κατά αμάχων. Πιο συγκεκριμένα, στο ανωτέρω χωριό Bole καταγράφεται, κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο,  μόνο ένα (1) περιστατικό ασφαλείας με μία απώλεια, το οποίο έλαβε χώρα την 01/04/2023, κατά το οποίο ένα  άτομο έχασε την ζωή του από όχλο ατόμων, οι οποίοι του επιτέθηκαν και τον ξυλοκόπησαν μέχρι θανάτου  διότι υποπτεύθηκαν ότι ο άνδρας ήταν κλέφτης[27].

Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα των περιστατικών ασφαλείας στη νοτιοδυτική περιοχή είναι τα ακόλουθα: Στις 15 Σεπτεμβρίου 2023, μαχητές αυτονομιστές σκότωσαν 2 αμάχους στην πόλη Buea. Γύρω στις 24 Αυγούστου 2023, ύποπτοι αυτονομιστές επιτέθηκαν και σκότωσαν μια 60χρονη γυναίκα γύρω από το Mutengene στο Tiko. Στις 11 Ιουλίου 2023, τρείς αυτονομιστές έχασαν την ζωή τους, όταν αυτονομιστές συγκρούστηκαν με στρατιωτικές δυνάμεις στο Mbonge. Στις 15  Μαΐου 2023, τρείς στρατιώτες έχασαν την ζωή τους από αυτοσχέδιο εκρηκτικό μηχανισμό, ο οποίος είχε τοποθετηθεί από τους αυτονομιστές και εξερράγη εναντίον των στρατιωτικών δυνάμεων του Καμερούν στο Mabonji[28]. Στις 16 Φεβρουαρίου 2023, αυτονομιστές έστησαν ενέδρα σε στρατιωτική αυτοκινητοπομπή του Καμερούν που συνόδευε μια καμερουνέζικη εταιρεία ζυθοποιίας κατά μήκος του δρόμου Balangi-Kumba, στο Ekondo Titi, με αποτέλεσμα να χάσει τη ζωή του τουλάχιστον 1 στρατιώτης και αρκετοί άλλοι να τραυματιστούν. Στις 10 Φεβρουαρίου 2023, άγνωστοι ένοπλοι επιτέθηκαν σε εργάτες σε φυτεία μπανάνας στο Τίκο, προκαλώντας 5 θανάτους και 44 τραυματισμούς.[29]

Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον συνολικό πληθυσμό στην εν λόγω Περιφέρεια που εκτιμάται στους 1.553.300  κατοίκους περίπου σύμφωνα με την τελευταία επίσημη καταμέτρηση που έγινε το 2015[30], ενδεικνύει ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω ένοπλης σύρραξης στην εν λόγω περιοχή (βάσει των πιο πάνω δεδομένων, οι ανθρώπινες απώλειες ανέρχονται συνολικά στα 5 περίπου άτομα ανά 100.000 κατοίκους), που να ανάγονται σε τέτοιο υψηλό βαθμό που θα μπορούσαν να θέσουν υπό απειλή την ζωή ενός πολίτη από την παρουσία του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, υπό την έννοια του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Ως εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στο Καμερούν δεν έχουν φτάσει σε τέτοιο υψηλό σημείο που να στοχοποιούνται αδιακρίτως άμαχοι πολίτες μόνο και μόνο λόγω της παρουσίας τους στην αγγλόφωνη περιοχή, και συγκεκριμένα στη νοτιοδυτική περιοχή της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας. 

Κατά συνέπεια, δεν λαμβάνουν χώρα στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι το χωριό Bole, υψηλά περιστατικά βίας και με βάση τα παρατεθέντα στοιχεία συνάγεται ότι το επίπεδο της βίας δεν είναι υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στο χωριό Bole, στη νοτιοδυτική περιοχή του Καμερούν, θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας της στην περιοχή. Απαιτείται επιπλέον, η ύπαρξη ορισμένων προσωπικών χαρακτηριστικών στο πρόσωπο της Αιτήτριας ούτως ώστε να συναχθεί ότι θα κινδυνεύει από βία ασκούμενη αδιακρίτως σε περίπτωση μετάβασής της στο χωριό Bole. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια πρόκειται για μία νεαρή και υγιή γυναίκα, με υποστηρικτικό δίκτυο, ικανή προς εργασία, με υψηλό μορφωτικό επίπεδο (απόφοιτη Πανεπιστημίου) και προηγούμενη εργασιακή εμπειρία, και χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας, που θα αύξανε σημαντικά το ρίσκο της συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό και, συνεπώς, θεωρείται ότι μπορεί να προστατευθεί αποτελεσματικά σε περίπτωση που λάβει χώρα κάποιο περιστατικό ασφαλείας. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο της Αιτήτριας οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Δια ταύτα, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι η Αιτήτρια, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε η Αιτήτρια ενώπιον της. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και υπήρξε ικανοποιητική αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς οι οποίοι έγινα δεκτοί και στην προκειμένη περίπτωση της Αιτήτριας, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί στην Αιτήτριας το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στην Αιτήτριας το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα της.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή της για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτή «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π 

 



[1] Human Rights Watch, ‘Theses killings can be stopped” Abuses by Government and Separatist Groups in Cameroon’ s Anglophone Regions, 19 July 2018, διαθέσιμο σε: “These Killings Can Be Stopped”: Abuses by Government and Separatist Groups in Cameroon’s Anglophone Regions | HRW

[2] Human Rights Watch, ‘Theses killings can be stopped” Abuses by Government and Separatist Groups in Cameroon’ s Anglophone Regions, 19 July 2018, διαθέσιμο σε: cameroon0718_reportcover_8.5x11_HIGHRES (hrw.org)

 

[3] The Guardian Post, Cameroon IDP sex workers and access to HIV prevention Kits, a tale reproach , survival, May 2023, διαθέσιμο σε: Cameroon: IDP sex workers & access to HIV prevention kits, a tale of reproach, survival | The Guardian Post (theguardianpostcameroon.com) (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024),

Thomson Reuters Foundation, After fleeing Boko Haram, Cameroonian girls sell sex to survive, Μάιος 2018, After fleeing Boko Haram, Cameroonian girls sell sex to survive - Cameroon | ReliefWeb (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024), Cameroon Intelligence Report, Forced into prostitution in Yaoundé: the nightmare of trying to survive in a divided Cameroon, 3 November 2020, https://www.cameroonintelligencereport.com/forced-into-prostitution-in-yaounde-the-nightmare-of-trying-to-survive-in-a-divided-cameroon/ (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[4] Cameroun: Code Pénal [Cameroon], n° 67/LF/1, 12 June 1967, available at: Refworld | Cameroun: Code Pénal (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[5] The Guardian Post, Cameroon IDP sex workers and access to HIV prevention Kits, a tale reproach , survival, May 2023, διαθέσιμο σε: Cameroon: IDP sex workers & access to HIV prevention kits, a tale of reproach, survival | The Guardian Post (theguardianpostcameroon.com) (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024),

Thomson Reuters Foundation, After fleeing Boko Haram, Cameroonian girls sell sex to survive, Μάιος 2018, After fleeing Boko Haram, Cameroonian girls sell sex to survive - Cameroon | ReliefWeb (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024), Cameroon Intelligence Report, Forced into prostitution in Yaoundé: the nightmare of trying to survive in a divided Cameroon, 3 November 2020, https://www.cameroonintelligencereport.com/forced-into-prostitution-in-yaounde-the-nightmare-of-trying-to-survive-in-a-divided-cameroon/ (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[6]The Guardian Post, Cameroon IDP sex workers and access to HIV prevention Kits, a tale reproach , survival, May 2023, διαθέσιμο σε: Cameroon: IDP sex workers & access to HIV prevention kits, a tale of reproach, survival | The Guardian Post (theguardianpostcameroon.com) (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[7] Cameroon intelligence Report, Forced into prostitution in Yaoundé: the nightmare of trying to survive in a divided Cameroon, διαθέσιμο σε: Forced into prostitution in Yaoundé: the nightmare of trying to survive in a divided Cameroon – Cameroon Intelligence Report (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[8] Humanitarian needs overview Cameroon, OCHA, April 2022, διαθέσιμο σε: Cameroon-2022 Humanitarian Needs Overview- HNO.pdf (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[9]The Guardian Post, Cameroon IDP sex workers and access to HIV prevention Kits, a tale reproach , survival, May 2023, διαθέσιμο σε: Cameroon: IDP sex workers & access to HIV prevention kits, a tale of reproach, survival | The Guardian Post (theguardianpostcameroon.com) (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[10] Freedom House (Author): Freedom in the World 2023 - Cameroon, 2023, Freedom House (Author): “Freedom in the World 2023 - Cameroon”, Document #2094348 - ecoi.netUN SDGs, UNITED NATIONS SUSTAINABLE DEVELOPMENT COOPERATION FRAMEWORK FOR CAMEROON 2022-2026 σελ. 16, https://unsdg.un.org/sites/default/files/2021-06/Cameroon_Cooperation_Framework_2022-2026-ENG.pdfUSDOS - US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon, 20 March 2023,
USDOS – US Department of State (Author): “2022 Country Report on Human Rights Practices: Cameroon”, Document #2089132 - ecoi.net Cameroon: Situation and treatment of single women and women who head their own households, including their ability to live on their own and access housing, income, education, health care, and support services, particularly in Douala and Yaoundé; impact of COVID-19 (2020-May 2022) [CMR201034.E], 8 June 2022
https://www.ecoi.net/en/document/2074600.html  (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[11] Canada, IRB, Cameroon: Forced marriages; treatment of and protection available to women who try to flee a forced marriage; whether it is possible for a woman to live alone in the country's large cities such as Yaoundé and Douala [CMR104129.FE], 20 September 2012, https://www.ecoi.net/en/document/1067526.html , EUAA - European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Cameroon; Situation of single women in Yaoundé and Douala [Q2-2022], 26 January 2022

[12] Cameroon Intelligence Report, Forced into prostitution in Yaoundé: the nightmare of trying to survive in a divided Cameroon, 3 November 2020, https://www.cameroonintelligencereport.com/forced-into-prostitution-in-yaounde-the-nightmare-of-trying-to-survive-in-a-divided-cameroon/ , Freedom House: Freedom in the World 2022 - Cameroon, 24 February 2022 https://www.ecoi.net/en/document/2071860.html

(τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[13] UN SDGs, UNITED NATIONS SUSTAINABLE DEVELOPMENT COOPERATION FRAMEWORK FOR CAMEROON 2022-2026 σελ. 13, https://unsdg.un.org/sites/default/files/2021-06/Cameroon_Cooperation_Framework_2022-2026-ENG.pdf ; OECD, Gender Index, σελ. 4, CM.pdf (genderindex.org), (τελευταίας πρόσβασης 24/01/2024)

; USDOS - US Department of State: 2020 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon, 30 March 2021, σελ.29, USDOS – US Department of State (Author): “2020 Country Reports on Human Rights Practices: Cameroon”, Document #2048145 - ecoi.net (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024); Freedom House: Freedom in the World 2022 - Cameroon, 24 February 2022 https://www.ecoi.net/en/document/2071860.html (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[14] Human Rights Watch (HRW), 'World Report 2022: Events of 2021: Cameroon' https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/cameroon#827df3 (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[15] Rural Women Center for Education and Development Cameroon (RuWCED), Αλληλογραφία με το Τμήμα Έρευνας της Καναδικής Υπηρεσίας Μετανάστευσης και Ασύλου, 25 Απριλίου 2022 (τελευταία πρόσβαση 24.01.2024)

[16] Freedom House, 'Freedom in the World 2022:

Cameroon', Ερώτημα G3, https://freedomhouse.org/country/cameroon/freedom-world/2022 (τελευταία πρόσβαση 24/01/2024)

[17] Άρθρο 3 εδάφιο α’ του Πρωτοκόλλου.

[18] UN Protocol to Prevent, Suppress and Punish Trafficing in Persons, Especially Women and Children, Suplementing The United Nations Convention Against Transnational Organized Crime, New York, 15 November 2000

[19] DIRECTIVE 2011/36/EU OF THE EUROPEAN PARLIAMENT AND OF THE COUNCIL, 5 April 2011, on preventing and combating trafficking in human beings and protecting its victims, and replacing Council Framework Decision 2002/629/JHA.

[20] Άρθρο 2 παρ. 3 2011/36/ΕU: ‘Εxploitation shall include, as a minimum, the exploitation of the prostitution of others or other forms of sexual exploitation, forced labour or services, including begging, slavery or practices similar to slavery, servitude, or the exploitation of criminal activities, or the removal of organs’

[21] Trafficking in human beings, Εurostat, 2015 edition, σελ. 29, διαθέσιμο σε: https://ec.europa.eu/anti-trafficking/sites/antitrafficking/files/eurostat_report_on_trafficking_in_human_ beings_-_2015_edition.pdf

[22] EASO Guidance on membership of a particular social group, March 2020, σ. 40-41

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/EASO-Guidance-on%20MPSG-EN.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 5/12/2023)

[23] Απόφαση ΕΔΑΔ, 23/8/2016, JK and Others v Sweden, Παρ.. 114.

[24] Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C199/12 έως C201/12, 7/11/2013 Παρ. 72

[25] Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C199/12 έως C201/12, 7/11/2013 Παρ. 51

 

[26] Rulac, Non-International Armed Conflicts in Cameroon, January 2023 available at: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac

https://www.rulac.org/browse/conflicts/non-international-armed-conflict-in-cameroon#collapse1accord (τελευταία πρόσβαση 22/01/2024)

[27] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED, με τις κάτωθι παραμέτρους έρευνας Cameroon, Southwest, 12/01/2023-12/01/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/01/2024)

[28] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED, με τις κάτωθι παραμέτρους έρευνας Cameroon, Southwest, 12/01/2023-12/01/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/01/2024)

[29] Προσαρμοσμένη έρευνα στην βάση ACLED, με τις κάτωθι παραμέτρους έρευνας Cameroon, Southwest, 12/01/2023-12/01/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 24/01/2024)

[30] City Population, Cameroon, διαθέσιμο σε Cameroon: Regions, Major Cities & Towns - Population Statistics, Maps, Charts, Weather and Web Information (citypopulation.de) (assessed on 24/01/2024)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο