ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ. 8741/2021

 

 

22 Φεβρουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με τα άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

B. M. N.

Αιτητής

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 

……………………………………….

 

Δώρος Κακουλλής, Δικηγόρος  για τον αιτητή

Σώτια Πιτσιλλίδου για Νικολέττα Δημητρίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

X. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 05/11/2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από την Ένσταση που καταχώρισε η ευπαίδευτη συνήγορος των καθ’ ων η αίτηση, ο αιτητής είναι υπήκοος της Σενεγάλης και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 26/11/2018, αφού εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές. Στις 19/12/2018, ο αιτητής παρέλαβε βεβαίωση υποβολής αιτήματος διεθνούς προστασίας από το Επαρχιακό Γραφείο Αλλοδαπών Λευκωσίας.

 

Στις 07/10/2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του αιτητή με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με τη συνδρομή διερμηνέα. Στις 21/10/2021 ετοιμάστηκε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του αιτητή. Στις 5/11/2021, η αρμόδια εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Στις 24/11/2021, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την απορριπτική της απόφαση σχετικά με το αίτημα του αιτητή, η οποία του γνωστοποιήθηκε στις 26/11/2021 κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρισε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.

 

Ο αιτητής στην αίτηση ακυρώσεως που καταχώρησε αρχικά αυτοπροσώπως αναφέρει γενικά και αόριστα ότι κινδυνεύει η ζωή του στη χώρα του λόγω προσωπικών διαφορών με άτομα με τα οποία συνεργάστηκε. Σε μεταγενέστερο στάδιο ο αιτητής διόρισε νομικό εκπρόσωπο και ακολούθησε η διαδικασία τροποποίησης της προσφυγής.

 

Ηγέρθη προδικαστική ένσταση από τους καθ’ ων η αίτηση μέσω της Ένστασης, ότι η παρούσα προσφυγή έχει καταχωρηθεί εκπρόθεσμα,  η οποία κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 14/12/2022 αποσύρθηκε από τη συνήγορο των καθ’ων η αίτηση και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, εφόσον διαφάνηκε πως εκ παραδρομής προβλήθηκε η προδικαστική ένσταση.

 

Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 11/09/2023, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, ο συνήγορος του αιτητή δήλωσε πως προωθεί και υιοθετεί το σύνολο των νομικών ισχυρισμών που εμπεριέχονται στη Γραπτή του Αγόρευση, δηλαδή τους ισχυρισμούς περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης και το ότι η απόφαση είναι αναιτιολόγητη και προϊόν  πλάνης.  Διαπιστώθηκε πως η Γραπτή Αγόρευση του αιτητή δεν ανταποκρίνεται στα πραγματικά γεγονότα που αφορούν προσωπικά τον αιτητή και επισημάνθηκε αυτό στο συνήγορο του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινίσεων.  Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση τόνισε μέσω της Γραπτής της Αγόρευσης πως η αγόρευση του αιτητή δεν συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο με τον αιτητή προσωπικά.

 

Παρ’όλα αυτά, ο συνήγορος του αιτητή υιοθέτησε την γραπτή του αγόρευση στο σύνολο της, χωρίς να επεξηγήσει τα ζητήματα που προκύπτουν από τη γραπτή του αγόρευση και τα οποία δεν συνάδουν με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή αλλά και με τον πυρήνα του αιτήματός του.  Συνεπώς, όλοι οι ισχυρισμοί που αφορούν πραγματικά γεγονότα απορρίπτονται στο σύνολό τους, εφόσον δεν συνδέονται με τον πυρήνα του αιτήματος του αιτητή, δεν έχουν καμία σχέση με τους ισχυρισμούς του και ακόμη και να ίσχυε οτιδήποτε από τα όσα καταγράφονται, όφειλε να τα θέση ενώπιον του Δικαστηρίου με το ορθό δικονομικό διάβημα.  Η συνήγορος των καθ’ων η αίτηση προσκόμισε στο Δικαστήριο τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή, ο οποίος κατατέθηκε στο Δικαστήριο και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1.  Η κυρία Πιτσιλλίδου υιοθετώντας την Γραπτή Αγόρευση των καθ’ων η αίτηση υποστήριξε πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη και ορθή.

 

Θα πρέπει να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η υπό εξέταση υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3), του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι εσφαλμένα και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας, το αρμόδιο όργανο απέρριψε το αίτημά του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Ενόψει των ανωτέρω, είναι χρήσιμο να καταγραφούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να εξετάσω την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά και για να διαφανεί εάν το αρμόδιο όργανο αποφάσισε μετά από δέουσα έρευνα, ορθά, νόμιμα και εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας. 

 

Στην αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε ότι εγκατέλειψε το χωριό του Bofa Bayo στην περιοχή Casamance της Σενεγάλης, διότι οι επαναστάτες τους αναγκάζουν να ακολουθούν τις αποφάσεις τους και εάν αρνηθούν να το πράξουν, διώκονται.  Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε στην περιοχή Dakar της Σενεγάλης, όπου και διέμενε μέχρι την αναχώρησή του από τη χώρα. Ανήκει στην φυλή Lebou και είναι μουσουλμάνος στο θρήσκευμα. Δήλωσε επίσης ότι δεν είναι νυμφευμένος και δεν έχει ανήλικα τέκνα υπό την προστασία του.

 

Δεν ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, καθότι αποφάσισε να διακόψει τη φοίτησή του στο σχολείο και να ασχοληθεί με το ποδόσφαιρο. Ασχολείται από το 2018 με την αγορά και την μεταπώληση ξηρών καρπών, σε διάφορες περιοχές της Σενεγάλης. Όπως ανέφερε, ο πατέρας του απεβίωσε λόγω ιατρικών προβλημάτων και η μητέρα του διαμένει στην περιοχή Dakar μαζί με τις 5 αδελφές του και τους 4 αδελφούς του και με  έναν εξ αυτών διατηρεί καθημερινή επικοινωνία. Στη Δημοκρατία εισήλθε παράνομα μέσω των μη ελεγχόμενων περιοχών.

 

Ο αιτητής κατά την αφήγησή του, ισχυρίστηκε ότι αιτήθηκε διεθνούς προστασίας, επειδή όταν βρισκόταν στο χωριό Bofa Bayyo στην περιοχή Casamance της Σενεγάλης για να αγοράσει και στη συνέχεια να μεταπωλήσει ξηρούς καρπούς, επαναστάτες επιτέθηκαν σε αυτόν και σε άλλα άτομα που βρίσκονταν εκεί και αρκετοί σκοτώθηκαν. Σχετικά με το περιστατικό το οποίο ως ισχυρίστηκε τον ώθησε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ο αιτητής ανέφερε ότι στις 5/1/2018, καθώς βρισκόταν στο δάσος και αγόραζε ξηρούς καρπούς, ξαφνικά άκουσε πυροβολισμούς και είδε άτομα να βγαίνουν από ένα αυτοκίνητο και να πυροβολούν άτομα που βρίσκονταν επίσης στο δάσος. Ισχυρίστηκε ότι δεν γνώριζε αρχικά ποια ήταν τα άτομα αυτά, αλλά πληροφορήθηκε αργότερα ότι ήταν επαναστάτες, ωστόσο δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει σε ποια ομάδα ανήκαν.

 

Όταν ακούστηκαν οι πυροβολισμοί, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι άρχισε να τρέχει αφήνοντας το αυτοκίνητό του και τα χρήματά του για να ξεφύγει, ώσπου συνάντησε έναν ηλικιωμένο, τον αρχηγό του χωριού, ο οποίος τον βοήθησε. Την επόμενη ημέρα, όταν καταλάγιασε η κατάσταση επέστρεψε στην Dakar. Όταν ρωτήθηκε εάν οι επαναστάτες πυροβόλησαν προς το μέρος του, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν τον παρατήρησαν και πυροβολούσαν προς αυτούς που βρίσκονταν μέσα στο δάσος.

 

Ερωτηθείς για ποιο λόγο οι επαναστάτες επιτέθηκαν, ο αιτητής ανέφερε ότι προβαίνουν συχνά σε επιθέσεις στην συγκεκριμένη περιοχή, καθότι επιδιώκουν ανεξαρτησία. Σε διευκρινιστική ερώτηση, ο αιτητής δήλωσε ότι αρκετοί πηγαίνουν εκεί για να κόψουν δέντρα και για να αγοράσουν ξηρούς καρπούς και ότι αυτό δεν θεωρείται παράνομο. Ερωτηθείς κατά πόσο αυτό θεωρείται παράνομο από τους επαναστάτες, ο αιτητής ανέφερε ότι πιθανόν γι’ αυτούς να είναι πρόβλημα η κοπή των δέντρων, καθώς και οι ίδιοι επιθυμούν να βιοπορίζονται από αυτή την εργασία και θεωρούν δικά τους τα δέντρα της περιοχής.

 

Ο αιτητής διευκρίνισε ότι ο ίδιος αρκετές φορές ξεκινούσε από την Dakar και έφτανε μέχρι το χωριό Bofa Bayyo στην περιοχή Casamance, με σκοπό να αγοράσει καρπούς και στη συνέχεια να τους μεταπωλήσει και ουδέποτε αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα.  Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν του συνέβη οτιδήποτε το διάστημα που βρισκόταν στη χώρα του, ωστόσο είχε συνεχώς την αίσθηση ότι τον παρακολουθούσαν όταν περπατούσε και άκουσε άτομα να μιλούν για τον ίδιο. 

 

Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι δεν ήρθε σε επαφή με τα εν λόγω άτομα και πως επειδή δεν διαμένει στην περιοχή Casamance πιθανόν να μην γνωρίζουν την ταυτότητά του. Σε σχετική ερώτηση δήλωσε πως πιστεύει ότι δεν τον έχει αναζητήσει κανείς από τότε που αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του.  Σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο αιτητής δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τι θα μπορούσε να του συμβεί  και ότι εάν επιστρέψει δεν θα κυκλοφορεί στο δρόμο με ασφάλεια.

 

Ο λειτουργός λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανέφερε ο αιτητής, διέκρινε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν αναφορικά με την ταυτότητα του αιτητή και τη χώρα καταγωγής του, έναν δεύτερο αναφορικά με το γεγονός ότι ο αιτητής δέχθηκε επίθεση από τους επαναστάτες στο χωριό Casamance τον Ιανουάριο του 2018 καθώς αγόραζε τοπικά προϊόντα και έναν τρίτο ισχυρισμό ότι ο αιτητής παρακολουθείται από άτομα που σχετίζονται με τους επαναστάτες, οι οποίοι είχαν επιτεθεί στο χωριό Casamance τον Ιανουάριο του 2018.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής του και την πόλη όπου διέμενε, έγινε αποδεκτός. Παρόλο που ο αιτητής δεν προσκόμισε οποιοδήποτε αποδεικτικό της ταυτότητάς του, υπήρξε συγκεκριμένος στις αναφορές του και ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες, οι οποίες επιβεβαιώθηκαν από έρευνα που διεξήγαγε ο λειτουργός σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του αιτητή, ότι δέχθηκε επίθεση από τους επαναστάτες στην περιοχή Casamance τον Ιανουάριο του 2018 ενώ αγόραζε τοπικά προϊόντα με σκοπό να τα μεταπωλήσει. Ο αιτητής ήταν συγκεκριμένος  τόσο σε ημερομηνίες, όσο και στις αντιδράσεις που είχε κατά τη διάρκεια των περιστατικών που έλαβαν χώρα. Παρουσιάστηκε λεπτομερής και σαφής περιγράφοντας τις ενέργειες των επαναστατών και έδωσε ευλογοφανείς απαντήσεις αναφορικά με τα γεγονότα. Ο αιτητής εξήγησε με λεπτομέρεια τα κίνητρα των επαναστατών στην περιοχή, οι οποίοι επιδιώκουν ανεξαρτησία και θεωρούν τα δέντρα εκεί δικά τους. Ο λειτουργός διεξήγαγε έρευνα, κατά την οποία εξωτερική πηγή πληροφόρησης επιβεβαιώνει ότι στο Casamance, ύστερα από επιθέσεις από οπλισμένους επαναστάτες σκοτώθηκαν 13 άτομα και η Σενεγάλη είχε διήμερο πένθος.

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός αναφορικά με το ότι ο αιτητής παρακολουθείτο από άτομα που σχετίζονται με τους επαναστάτες, οι οποίοι είχαν επιτεθεί στην περιοχή Casamance τον Ιανουάριο του 2018, δεν έγινε αποδεκτός από τον λειτουργό. Ο αιτητής δήλωσε ότι κατά το περιστατικό της επίθεσης, τον ακολούθησαν αντάρτες, αλλά κατάφερε να διαφύγει.  Ο αιτητής ισχυρίστηκε πως μετά την αποχώρησή του από τον τόπο που έλαβαν χώρα οι πυροβολισμοί, τον ακολούθησαν άτομα που γνώριζαν ότι ο ίδιος ήταν μάρτυρας των όσων συνέβησαν.

 

Ωστόσο, ο αιτητής δεν ήταν συγκεκριμένος στις δηλώσεις του όταν του ζητήθηκε να αναφέρει πόσα άτομα τον καταδίωκαν και επιπρόσθετα, ο αιτητής δεν απάντησε με συνοχή και ευλογοφάνεια όταν ρωτήθηκε επανειλημμένα για ποιο λόγο πιστεύει ότι οι επαναστάτες δεν επιχείρησαν να πυροβολήσουν προς την κατεύθυνσή του, αφού ισχυρίστηκε πως τον καταδίωκαν.  Ο αιτητής απάντησε σε σχετική ερώτηση ότι δεν τον πυροβόλησαν επειδή είδε τα πρόσωπα κάποιων εξ αυτών και επειδή στο δάσος υπάρχουν αρκετά δέντρα.

 

Σε επανάληψη της ερώτησης, διαφοροποίησε τους ισχυρισμούς του, ισχυριζόμενος ότι ο ίδιος δεν είχε πάει εκεί για να κόψει δέντρα, αλλά για να πωλήσει. Ερωτηθείς κατά πόσο αντιμετώπισε οποιαδήποτε προβλήματα μετά το περιστατικό λόγω της παρουσίας του στο χώρο της επίθεσης, ο αιτητής αναφέρθηκε σε ανθρώπους που τον κυνήγησαν μέχρι το Dakar, αλλά όταν του ζητήθηκε επανειλημμένα να διευκρινίσει, οι απαντήσεις του δεν ήταν λεπτομερείς και αρκέστηκε στο να αναφέρει πως διαισθανόταν ότι τον ακολουθούσαν. Όταν ρωτήθηκε κατά πόσο οι επαναστάτες γνώριζαν την ταυτότητά του, απάντησε αρνητικά, γεγονός που όπως επεσήμανε ο λειτουργός δεν συνάδει με την όλη αφήγηση του αιτητή. Ο αιτητής διαφοροποίησε τους ισχυρισμούς του, δηλώνοντας σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξης ότι ο κόσμος στην περιοχή Casamance γνώριζε ότι ο ίδιος είναι από το Dakar.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου από τα στοιχεία που είχε ενώπιον της έκρινε πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες για τη δίωξή του από μέλη της ομάδας των επαναστατών, καθότι πρόβαλε ασαφείς, αόριστους και γενικόλογους ισχυρισμούς. Δεν κρίθηκε ευλογοφανές ο αιτητής να κινδυνεύει από τα μέλη της ομάδας των επαναστατών, επειδή ήταν παρών στο επεισόδιο που έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2018 στο χωριό Bofa Bayyo στο Casamance της Σενεγάλης. Κατόπιν έρευνας του λειτουργού σχετικά με τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, παρά την επιβεβαίωση του περιστατικού στην περιοχή Casamance, δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες για τις ενέργειες των επαναστατών στην περιοχή Dakar.

 

Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη σε νομική ανάλυση και έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του όπως αυτός καθορίζεται από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000 καθότι κρίθηκε αναξιόπιστος ως προς τον ισχυρισμό του ότι διώκεται από μέλη των επαναστατών λόγω της παρουσίας του στο περιστατικό επίθεσης στην περιοχή Casamance. Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000, καθότι με βάση έρευνα που διεξήγαγε ο λειτουργός διαπιστώθηκε ότι η κατάσταση στην Dakar, τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του αιτητή, δεν είναι τέτοια που να στοιχειοθετείται πραγματικός κίνδυνος ο αιτητής να υποστεί σοβαρή βλάβη.

 

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (§37 και §38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες). 

 

 

 

Αδιαμφισβήτητα προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, πως ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, οφείλει να εκθέσει στην διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα προέβαλε ο αιτητής ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνεται ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι θα αντιμετωπίσει δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη Σενεγάλη, λόγω της παρουσίας του στο περιστατικό επίθεσης των επαναστατών στην περιοχή Casamance. Ο αιτητής κατά την αφήγησή του δεν στοιχειοθέτησε προσωπική στοχοποίηση, καθότι με βάση τους ισχυρισμούς του οι επαναστάτες εξαπολύουν συχνά επιθέσεις στην περιοχή επιζητώντας ανεξαρτησία και κατοχύρωση της ιδιοκτησίας των δέντρων στην περιοχή.

 

Κατόπιν έρευνας την οποία διεξήγαγα επιβεβαιώνονται τα ευρήματα της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δηλαδή το περιστατικό το οποίο περιέγραψε ο αιτητής έλαβε χώρα τον Ιανουάριο του 2018 στο δάσος Bayotte στην περιοχή Casamance και κατά το οποίο 13 άτομα σκοτώθηκαν και 7 τραυματίστηκαν από άγνωστη ομάδα ένοπλων ανδρών. Αρχηγός του MFDC (Movement of Democratic Forces of Casamance) αρνήθηκε την εμπλοκή της οργάνωσης στο περιστατικό, ενώ οι αρχές της Σενεγάλης ισχυρίστηκαν ότι η επίθεση έγινε από χωρικούς με την υποστήριξη των επαναστατών.[1] Το γεγονός ότι επιβεβαιώνεται η επίθεση στην οποία αναφέρθηκε ο αιτητής δεν στοιχειοθετεί από μόνο του ότι ο αιτητής θα αντιμετωπίσει προσωπική δίωξη λόγω της παρουσίας του στο περιστατικό επίθεσης.

 

Ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, καθότι με βάση το σύνολο των όσων ανέφερε, διαπιστώνεται ότι πρόκειται για μεμονωμένο περιστατικό, δήλωσε ότι δεν είχε καμία επαφή με επαναστάτες μετά το περιστατικό, ουδέποτε αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά τη διάρκεια των τριών ετών που πήγαινε στην περιοχή για να πωλήσει καρπούς, δεν του συνέβη οτιδήποτε προσωπικό έκτοτε και δεν διαπιστώνεται οποιαδήποτε ένδειξη ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Σενεγάλη θα στοχοποιηθεί. O αιτητής εξέφρασε γενικό και αόριστο φόβο δίωξης, βασισμένο κυρίως σε εικασίες και στη διαίσθηση του ότι κάποια πρόσωπα τον ακολουθούν, παρόλα αυτά όπως ο ίδιος ανέφερε δεν του συνέβη οτιδήποτε κατά την παραμονή του στη χώρα του.

 

Επομένως δεν προκύπτει οποιοσδήποτε κίνδυνος σε σχέση με το πρόσωπο του αιτητή και ο αόριστος κίνδυνος που ισχυρίζεται ότι διατρέχει, αν δεν στοιχειοθετείται από αντικειμενικά στοιχεία δεν μπορεί να ενταχθεί στη δίωξη που καθορίζει ο περί Προσφύγων Νόμος, Ν. 6 (Ι)/2000.  Όπως έχω αναφέρει στην απόφασή μου στην υπόθεση υπ’ αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020:

 

«Η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου ζωής, όταν όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν συνεπικουρείται εξ’ ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρή, ώστε να ισοδυναμεί με εκείνη της προσβολής των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση και δεν στοιχειοθετεί περιστάσεις, οι οποίες λαμβανομένης υπόψη της εξατομικευμένης κατάστασης του αιτητή να συνιστούν απειλή έτσι ώστε ευλόγως να δύναται να θεωρηθεί ότι ο αιτητής έχει «βάσιμο φόβο δίωξης». Ούτως ή άλλως, οποιαδήποτε προσβολή ενός δικαιώματος δεν υποχρεώνει τις αρχές να χορηγήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα στον υφιστάμενο την προσβολή.»

 

Η Υπηρεσία Ασύλου διεξήγαγε έρευνα των ουσιωδών στοιχείων, εξετάζοντας τη συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του λειτουργού, όλο το υλικό που περιέχεται στο διοικητικό φάκελο και γενικότερα όλο το υλικό το οποίο είναι ενώπιόν μου.  Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε την δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο αιτητής ενώπιόν της.  Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους και ορθά απέρριψαν τον ισχυρισμό του αιτητή για προσωπική δίωξη και στοχοποίηση από τους επαναστάτες της περιοχής Casamance.

 

Υπό το φως των όσων έχω αναφέρει ανωτέρω, αλλά και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, σύμφωνα με το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Η αξιολόγηση των στοιχείων στην οποία προέβη ο λειτουργός, φαίνεται να είναι σύμφωνη με τον Νόμο αλλά και με τον Πρακτικό Οδηγό της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων (Μάρτιος 2015). Ο Οδηγός καθορίζει πως στη βάση της συλλογής πληροφοριών το αρμόδιο όργανο, θα πρέπει να προσδιορίζει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά, τα οποία στη συνέχεια θα πρέπει να συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του πρόσφυγα και αν δεν υπάρχει κατάληξη ότι μπορεί να δοθεί προσφυγικό καθεστώς, τότε θα πρέπει να εκτιμήσει εάν τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά συνδέονται με τις απαιτήσεις του ορισμού του προσώπου που δικαιούται επικουρική προστασία.

 

Ορθά κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Το Δικαστήριο διεξήγαγε επικαιροποιημένη έρευνα σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του αιτητή. Από την έρευνα προέκυψε ότι η Σενεγάλη αποτελεί μία από τις πιο σταθερές χώρες στην ιστορικά ασταθή περιοχή της Δυτικής Αφρικής. Υπό τον σημερινό πρόεδρο Macky Sall, η κυβέρνηση σημείωσε πρόοδο στην καταπολέμηση της διαφθοράς και στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων.[2] Μια χαμηλής έντασης αποσχιστική σύγκρουση στην περιοχή Casamance συνεχίζεται, αν και οι επιθέσεις από το αυτονομιστικό Κίνημα Δημοκρατικών Δυνάμεων της Casamance (MFDC - Movement of Democratic Forces of Casamance) έχουν μειωθεί μετά την επίτευξη de facto εκεχειρίας το 2012. Ωστόσο, οι συγκρούσεις εντάθηκαν και πάλι το 2022.

 

Η κυβέρνηση της Σενεγάλης εξαπέλυσε νέα στρατιωτική επίθεση τον Μάρτιο, μετά τη δολοφονία τον Ιανουάριο τεσσάρων Σενεγαλέζων στρατιωτών και την απαγωγή άλλων επτά από αυτονομιστές. Η κυβέρνηση και μία από τις αυτονομιστικές φατρίες του MFDC υπέγραψαν ειρηνευτική συμφωνία τον Αύγουστο του 2022.[3] Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED για την περιοχή Dakar, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή και στην οποία αναμένεται να επιστρέψει, για το διάστημα από 2/2/2023 έως 2/2/2024, σημειώθηκαν συνολικά 87 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 21 ανθρώπων. Τα  3 αφορούσαν βία κατά αμάχων, τα 34 διαδηλώσεις και τα 50 περιστατικά εξεγέρσεις / ταραχές.[4] Λαμβάνοντας υπόψη πως ο πληθυσμός στην εν λόγω περιοχή σύμφωνα με την τελευταία καταμέτρηση το 2023 ανέρχεται σε 3.896.564[5] συμπεραίνεται πως ο προαναφερθείς αριθμός περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή δεν ανέρχεται σε υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι στην εν λόγω περιοχή επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης και αδιάκριτης βίας ως αυτή ορίζεται στο άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6(Ι)/2000.

 

Κατά πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447).  Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (Βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Τουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120).  Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή και/ή δέουσα έρευνα.

 

Ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος νομικός ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, απορρίπτεται στο σύνολό του, εφόσον το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός της άσκησης των πλαισίων της νομοθεσίας

 

Σε συνάρτηση με τους πιο πάνω ισχυρισμούς ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.  Θα πρέπει να επισημανθεί πως η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη για να μπορεί το Δικαστήριο να ελέγξει εάν η απόφαση λήφθηκε σύμφωνα με τον Νόμο και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414). 

 

Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. Στέφανος Φράγκου v. Κυπριακή Δημοκρατίας, (1998) 3ΑΑΔ 270).

 

Η αιτιολογία της απόφασης του διοικητικού οργάνου συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν τους λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. 

 

Από τα στοιχεία του φακέλου που έχω ενώπιόν μου, μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την προσβαλλόμενη απόφαση και ούτως ή άλλως διαφαίνεται η αιτιολογία της απόφασης και από το κείμενό της (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  Συνεπώς, από όσα έχω επεξηγήσει ανωτέρω προκύπτει ότι, το αρμόδιο όργανο έλαβε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη απόφαση και ως εκ τούτου, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Ο συνήγορος του αιτητή ισχυρίζεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο πως η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε από το αρμόδιο όργανο κατά πλάνη περί τα πράγματα και το Νόμο.  Θα πρέπει να αναφερθεί πως το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267).  Ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν στοιχειοθετείται επαρκώς από το συνήγορο του αιτητή και είναι γενικόλογος, εφόσον δεν στοιχειοθετείται οποιουδήποτε είδους πραγματική ή νόμιμη πλάνη, τόσο ως προς τη διαδικασία που ακολουθήθηκε, όσο και ως προς τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε η Υπηρεσία Ασύλου, με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους.

 

Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.  Όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει, διότι η πλάνη του αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου και κατά συνέπεια με αυτό τον τρόπο συντρέχει πλάνη περί το Νόμο.

 

Ο αιτητής δεν παρέπεμψε σε στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν την πραγματική πλάνη των καθ’ ων η αίτηση και ούτε προκύπτει από τα όσα ισχυρίζονται πως οι καθ’ ων η αίτηση υπέπεσαν σε νομική πλάνη. Η προσβαλλόμενη απόφαση στηρίζεται σε υπαρκτά πραγματικά περιστατικά και στο σωστό νομικό υπόβαθρο, τα οποία έχουν εκτιμηθεί με τον ορθό τρόπο από το αρμόδιο όργανο.  Στη βάση των ανωτέρω, είναι προφανές πως δεν αποδεικνύεται ο ισχυρισμός του αιτητή περί πραγματικής και νομικής πλάνης και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

 

Με βάση λοιπόν, το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση της προσβαλλόμενης απόφασης. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1000 έξοδα, υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EASO COI Query Response, Senegal - Information on forced recruitment by secessionist rebel group(s), including the ‘Movement of Democratic Forces of Casamance (MFDC), in 2013, in the Casamance region, 26 April 2018, σ. 4

https://www.ecoi.net/en/file/local/1431335/1226_1525353867_qh-senegal-forced-recruitment-68.pdf

 

 

[2]   Crisis24, Senegal Country Report, Last update: 12 April 2022

https://crisis24.garda.com/insights-intelligence/intelligence/country-reports/senegal

[3] Freedom House, Freedom in the World 2023 - Senegal

https://freedomhouse.org/country/senegal/freedom-world/2023

[4] ACLED -DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 2/2/2023-2/2/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ: Western Africa – Senegal - Dakar

[5] https://www.citypopulation.de/en/senegal/cities/

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο