ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ1663/2023

07 Φεβρουαρίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.A.H.,

από Μπαγκλαντές

Αιτητής

 

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Α. Κιρακόζοβα (κα) για Νατ. Χαραλαμπίδου (κα) 

Η παρουσία των Καθ' ων η αίτηση δεν κρίθηκε απαραίτητη και συνεπώς δεν κλήθηκαν να παραστούν στη διαδικασία.[1]

Αιτητής παρών

(Ραφαήλ Ευαγγέλου (κος) Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα και αντίστροφα

Al Amin Islam (κος) Διερμηνέας, για διερμηνεία από την bangla στην αγγλική γλώσσα και αντίστροφα)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής αποτελεί η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 18.05.2023, με την οποίαν απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία ως προδήλως αβάσιμη δυνάμει των άρθρων 12Βτετράκις(2)(δ), 16Δ(3)(δ), 16Δ(4)(β) και 18(7Β) του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί [2] και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται από το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»). Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και της συνηγόρου του.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης ως προκύπτουν από τον διοικητικό φάκελο έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές και στις 12.10.2019 εισήλθε νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με προσωρινή άδεια (visa) εργασίας, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 14.04.2022.  Στα πλαίσια της αίτησης αυτής προσήλθε σε συνέντευξη με λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου προς την επί της ουσίας εξέταση της αίτησής του στις 11.05.2022 η οποία εξεταζόμενη στη συνέχεια απορρίφθηκε στις 04.06.2022.  Στις 10.08.2022, ο Αιτητής καταχώρισε προσφυγή με αριθμό 5038/22  εναντίον της ανωτέρω απόφασης, η οποία αποσύρθηκε από τους συνηγόρους του και ως εκ τούτου απορρίφθηκε στις 05.04.2023 με έξοδα €300 εναντίον του.  Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στις 18.05.2023 στην καταχώριση της υπό κρίση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία αφού εξετάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, υποβλήθηκε, αυθημερόν, Εισηγητική Έκθεση προς απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτη. Στις 18.05.2023, ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, με αποτέλεσμα την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή, απόφαση την οποίαν ο Αιτητής αμφισβητεί με την υπό κρίση προσφυγή.

 

Με την προσφυγή του ο Αιτητής, διά της συνηγόρου του επιζητά απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος η προσβαλλόμενη απόφαση.  Με δεύτερο αιτητικό (υπό Β) ο Αιτητής επιζητά περαιτέρω την έκδοση νέας εκτελεστής απόφασης από το Σεβαστό Δικαστήριο επί της ουσίας του αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία, η οποία να αντικαθιστά την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Περαιτέρω, με το εναρκτήριο δικόγραφο του ο Αιτητής προωθεί πλείονες λόγους ακυρώσεως τους οποίους ωστόσο δεν προώθησε, τουλάχιστον όχι στο σύνολο τους, κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας.  Κατά αυτό δε το στάδιο, ο Αιτητής προώθησε την θέση ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα, ισχυριζόμενος ότι με την μεταγενέστερη αίτησή του προσκομίστηκαν νέα στοιχεία/έγγραφα τα οποία δεν αξιολογήθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση.  Συγκεκριμένα, επικαλείται το σημείο 9 της μεταγενέστερης αίτησής του η οποία εντοπίζεται ως ερυθρό 60 στον δ.φ. (και μετάφραση στο ερυθρό 63 του δ.φ.), όπου αριθμεί τρία έγγραφα τα οποία προσκομίζει με αυτήν: (α) charge sheet, (β) court paper και (γ) punishment documents. Ως προς τον λόγο που δεν προσκόμισε τα έγγραφα αυτά σε προγενέστερο στάδιο, ο Αιτητής παραπέμπει στο σημείο 10 της αίτησής του όπου καταγράφεται πως: «I didn’t have those documents. Now my wife send me all papers».  Είναι περαιτέρω η θέση του Αιτητή ότι ενόψει των προσκομισθέντων αυτών εγγράφων, θα έπρεπε να κληθεί εκ νέου σε συνέντευξη, ενώ υποβάλλει ότι πάσχει και η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση- δια του υπομνήματός τους-υπεραμύνθηκαν της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποβάλλοντας  ότι η απόφαση έχει ληφθεί νόμιμα και ορθά.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΟΛΟΓΙΑΣ ΑΙΤΗΤΗ ΚΑΙ ΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Επισημαίνεται καταρχάς ότι αυτό που εν προκειμένω εξετάζεται είναι η απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του Αιτητή για διεθνή προστασία, εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, η οποία διαβάζεται σε συνάρτηση με τα όσα διαλαμβάνονται στο άρθρο 16Δ(3)(α) και (β).  Σύμφωνα με τις παραγράφους 2 έως 4 του άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[3], διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και της σχετικής επί του θέματος νομολογίας, η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων[4].  Ειδικότερα, το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) παρέχει τη δυνατότητα  στην Υπηρεσία Ασύλου να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον Αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

Το άρθρο 12Βτετράκις (2)(δ) συμπληρώνεται από τις πρόνοιες του άρθρου 16Δ. Ειδικότερα, το πρώτο αυτό στάδιο του παραδεκτού συνεχίζεται σε περαιτέρω στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού, ως αυτές παρατίθενται στα εδάφια  (3) (α) και (β)  του  άρθρου  16Δ  του  περί Προσφύγων  Νόμου  τα  οποία  διαλαμβάνουν  τα  ακόλουθα  (- έμφαση  και υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«16Δ(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέτασή του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο Αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον Αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον: -

 

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον Αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

 

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος».

 

Οι προϋποθέσεις λοιπόν του παραδεκτού μίας μεταγενέστερης αίτησης, ως αυτές έχουν καθοριστεί νομοθετικά και ερμηνευθεί νομολογιακά από το ΔΕΕ αλλά και από τα εθνικά μας Δικαστήρια, διαμορφώνονται ως ακολούθως:

 

Πρώτον, διαπιστώνεται, μέσω  προκαταρτικής εξέτασης, κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον Αιτητή  νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασής του (επί της αρχικής αίτησης ασύλου),  σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την αρχική αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί κατά δεύτερον: (α) αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας  και (β) εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία.

 

Οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς[5].

 

Σκοπός λοιπόν της προκαταρκτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της απορριφθείσας αιτήσεως ασύλου και όχι η εις βάθος επί της ουσίας έρευνα των νέων ισχυρισμών ωσάν να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Αυτή είναι άλλωστε και η σκοπιμότητα των διατάξεων του αρ. 40 (2), (3) και (4) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ ως αυτές έχουν ερμηνευθεί στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C-18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710 (στο εξής αναφερόμενη ως η «ΧΥ»).

 

Υπενθυμίζεται, ότι η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [6].

 

Ως εκ τούτου, στις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ορθώς η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του Αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του.

 

Προσέγγισα λοιπόν το ζήτημα αυτό με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο των διοικητικών φακέλων με σκοπό να εξετάσω κατά πόσον οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιόν τους. Ωστόσο προτού εξεταστεί η επιχειρηματολογία της συνηγόρου του Αιτητή, κρίνω σκόπιμο όπως καταγραφούν οι ισχυρισμοί του Αιτητή επί της μεταγενέστερης αίτησής του και η αξιολόγηση αυτών από τους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Ως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελο, με την υποβληθείσα μεταγενέστερη αίτησή του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι ενημέρωσε τηλεφωνικά τη σύζυγό του, η οποία διαμένει στη χώρα καταγωγής του, για τη λήξη της άδειας παραμονής του στη Δημοκρατία. Η σύζυγός του τότε, τον πληροφόρησε ότι εκκρεμεί εναντίον του δικαστική υπόθεση και επομένως, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του, πρόκειται να συλληφθεί από την αστυνομία. Ως επίσης κατέγραψε, επικοινώνησε με δικηγόρο, δια μέσου της συζύγου του, οπόταν και κατάφεραν να εξασφαλίσουν τα έγγραφα που προσκόμισε με τη μεταγενέστερη αίτησή του, τα οποία δεν είχε στην κατοχή του κατά την υποβολή της προγενέστερης αίτησης.

 

Κατά την αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής του, οι Καθ' ων η αίτηση, εξετάζοντας κατά το πρώτο στάδιο, το παραδεκτό αυτής έκριναν, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση του λειτουργού ασύλου (βλ. ερυθρά 68-71 του δ.φ.) ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας.  Σημείωσαν περαιτέρω, ότι ο Αιτητής κατά την προηγούμενη διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου για εξέταση της αίτησής του, ισχυρίστηκε ότι στη χώρα του αντιμετώπιζε σοβαρό πολιτικό πρόβλημα, με συνεπεία να χρειαστεί να μετοικήσει σε άλλη πόλη. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ήταν μέλος και γραμματέας στην περιοχή του στο κόμμα Bangladesh National Party (NPP) και ότι το εκλεγμένο κόμμα, Morolgang, δημιουργούσε προβλήματα σε όσους υποστήριζαν διαφορετικό κόμμα και επομένως, αναγκάστηκε να μετοικήσει στη Dhaka για 5 χρόνια.  Ακολούθως, ανέφερε ότι έλαβε την απόφαση να μεταβεί νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία για σκοπούς εργασίας, με την προϋπόθεση ότι θα του δινόταν προσωρινή άδεια παραμονής για 4 χρόνια.  Μη έχοντας ωστόσο καταφέρει να εξασφαλίσει την άδεια αυτή, υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία. Επισημάνθηκε, περαιτέρω, (στην εισηγητική έκθεση) ότι παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής δήλωσε πως ανήκε στο συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, ωστόσο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για οικονομικού περιεχομένου λόγους.  Συνεπώς, αν και αναφέρθηκε στην ιδιότητα του ως μέλος του πολιτικού κόμματος, δεν εξέφρασε πραγματικό φόβο δίωξης. Καταληκτικά, κρίθηκε ότι οι προβαλλόμενοι λόγοι δεν αποτελούσαν νέα στοιχεία και ότι από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στο Μπαγκλαντές, θα διατρέχει κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και/ή της αρχής της μη επαναπροώθησης.  Η εισηγητική έκθεση ολοκληρώθηκε με την εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης ως απαράδεκτης, εισήγηση η οποία έγινε αποδεκτή από τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Έχοντας εξετάσει τα ενώπιόν μου δεδομένα, ως αυτά ανακύπτουν μέσα από τον διοικητικό φάκελο, θα συμφωνήσω με την ευπαίδευτη συνήγορό του Αιτητή, ότι η  έρευνα που διενεργήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση δεν ήταν η δέουσα και η επιβαλλόμενη υπό τις περιστάσεις καθότι δεν αξιολογήθηκαν στο σύνολό τους τα ουσιώδη στοιχεία τα οποία θα παρείχαν τη βάση για ασφαλή συμπεράσματα[7]. Συγκεκριμένα, διαπιστώνω έλλειψη δέουσας έρευνας από τους Καθ’ ων η αίτηση ως προς τα προσκομισθέντα έγγραφα, ένεκα της παράλειψης αξιολόγησης του συνόλου αυτών. Ειδικότερα, ως προκύπτει από την Έκθεση-Εισήγηση (βλ. ερυθρά 71-68 του δ.φ.), ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, φαίνεται να αξιολόγησε μόνο το έγγραφο που αφορούσε τη συμμετοχή του Αιτητή στο πολιτικό κόμμα Bangladesh National Party (NPP) και στηριζόμενος σε αυτό, ως επίσης στα λεχθέντα του Αιτητή κατά τη διάρκειά της συνέντευξης που διεξήχθηκε επί της προγενέστερης αίτησής του, έκρινε ότι ο Αιτητής παρά το γεγονός ότι αναφέρθηκε στην ιδιότητά του ως μέλος του πολιτικού κόμματος NPP, εντούτοις δεν εξέφρασε πραγματικό φόβο δίωξης. Παρέλειψε, ωστόσο να αξιολογήσει τα υπόλοιπα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη αίτησή του

 

Ειδικότερα, ο Αιτητής προσκόμισε τα ακόλουθα έγγραφα, τα οποία δεν αξιολογήθηκαν από τους Καθ’ ων η αίτηση:

 

(α)  Αντίγραφο κατηγορητηρίου σύμφωνα με το οποίο ορισμένα άτομα (μεταξύ αυτών και ο Αιτητής) κατηγορούνται για παραβίαση των άρθρων 15 (1) (3), 16 (2) και 25D του Special Powers Act 1974 (βλ. ερυθρό 53 του δ.φ.). Το έγγραφο αυτό φέρει ημερομηνία 07.05.2023.

 

(β) Αντίγραφο αστυνομικής έκθεσης σύμφωνα με το οποίο ορισμένα άτομα (μεταξύ των οποίων και ο Αιτητής) κατηγορούνται ότι σε συγκεκριμένη ημερομηνία και με σκοπό να ανατρέψουν την κυβέρνηση, άρχισαν να παρεμποδίζουν την κυκλοφορία των νυχτερινών μεταφορών, δημιουργώντας δολιοφθορές και ανατρεπτικές δραστηριότητες στην περιοχή (βλ. ερυθρά 52 - 51 του δ.φ.). Το έγγραφο αυτό φέρει ημερομηνία 07.05.2023.

 

(γ)  Αντίγραφο εγγράφου με τίτλο «seizure list», όπου καταγράφονται ορισμένα από τα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν από τους κατηγορούμενους για την πρόκληση δολιοφθορών, τα οποία κατάφερε να κατασχέσει η Αστυνομία. (βλ. ερυθρό 50 του δ.φ.). Το έγγραφο αυτό φέρει ημερομηνία 07.05.2023.

 

(δ) Αντίγραφο εγγράφου με τίτλο «complaint letter», όπου στο πεδίο του ονόματος του παραπονούμενου καταγράφεται το όνομα του εξεταστή της υπόθεσης, στο πεδίο των κατηγορούμενων αναγράφονται τα ονόματα όλων των κατηγορούμενων και στο πεδίο των αντικειμένων αναφέρονται ορισμένα αντικείμενα που χρησιμοποιήθηκαν από τους κατηγορούμενους (βλ. ερυθρά 49 – 41 του δ.φ.).Το έγγραφο αυτό φέρει ημερομηνία 07.05.2023. 

 

Επί του παρόντος επισημαίνω ότι, μελετώντας το περιεχόμενο των ανωτέρω προσκομισθέντων εγγράφων, εντοπίζω σε αυτά το ονοματεπώνυμο του Αιτητή ως επίσης και εκείνο του πατέρα του κατά τρόπο ώστε να φαίνεται ότι εκ πρώτης όψεως, τα έγγραφα αυτά αναφέρονται και/ή αφορούν τον Αιτητή.

 

Αυτό που καταρχάς λοιπόν προκύπτει είναι ότι τα έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής αλλά και οι ισχυρισμοί που επικαλείται εδραζόμενοι σε αυτά, είναι «νέα» καθώς φέρουν ημερομηνίες μεταγενέστερες της τελεσίδικης απόρριψης του αρχικού του αιτήματος (η αρχική του αίτηση απορρίφθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 04.06.2022, ενώ η προσφυγή του επί αυτής ενώπιόν του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, απορρίφθηκε στις 5.04.2023). Ιδιαιτέρως όμως, τα στοιχεία αυτά είναι νέα κατά την έννοια του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, καθώς η απόφαση επί της προγενέστερης αίτησης εκδόθηκε χωρίς τα στοιχεία αυτά να έχουν γνωστοποιηθεί στην αρμόδια για τον καθορισμό του καθεστώτος του Αιτητή αρχή.

 

Υπενθυμίζεται ότι στην υπόθεση XY (ανωτέρω), μελετήθηκε το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων. Το ΔΕΕ κλήθηκε στα πλαίσια της υπόθεσης αυτής να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής αναφερόμενη ως «η Οδηγία 2013/32/ΕΕ»), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (σκέψεις 31 έως 44). 

 

Διαφωνώ συνεπώς με την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση για απόρριψη ως απαράδεκτης της αίτησής του Αιτητή, λόγω του ότι ο Αιτητής δεν προσκόμισε νέα στοιχεία. Η παράλειψη τους για διεξαγωγή της δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας η οποία συνεπικουρείται και από την παράλειψη τους να αξιολογήσουν τα προσκομισθέντα έγγραφα, οδήγησε τους Καθ’ ων η αίτηση στην εσφαλμένη κρίση ότι δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής συνιστούν τέτοια νέα στοιχεία. Επισημαίνεται ότι, η εξέταση του ζητήματος αν η μεταγενέστερη αίτηση στηρίζεται σε νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της ύπαρξης, προς στήριξη της αίτησης αυτής, στοιχείων ή πορισμάτων που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απόφασης επί της προγενέστερης αίτησης και επί των οποίων δεν μπόρεσε να στηριχθεί η απόφαση αυτή, η οποία έχει καταστεί απρόσβλητη [απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C‑921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 50].

 

Παρατηρώ περαιτέρω ότι ένα από τα έγγραφα που υπέβαλε ο Αιτητής δεν ήταν μεταφρασμένο (βλ. ερυθρό 54), χωρίς ωστόσο οι Καθ’ ων η αίτηση να επισημάνουν το γεγονός αυτό και στο πλαίσιο του καθήκοντος συνεργασίας τους να προχωρήσουν σε μετάφραση αυτού ή αν μη τι άλλο να αιτιολογήσουν τον λόγο που δεν αναζήτησαν την μετάφραση του.

 

Σύμφωνα με τις Αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίας και ειδικότερα  το άρθρο 18 (7β) (ζ) του περί Προσφύγων Νόμου:

 

«Η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει δωρεάν υπηρεσίες μετάφρασης εγγράφων σχετικών με την εξέταση των αιτήσεων. Ο αρμόδιος λειτουργός δεν είναι υποχρεωμένος να εξασφαλίσει τη μετάφραση οποιουδήποτε εγγράφου που προσκομίζεται από τον αιτητή, εάν κρίνει ότι αυτό δεν είναι σχετικό με την αίτηση. (…)»

 

Περαιτέρω, σύμφωνα με τον οδηγό της EUAA που αφορά στις μεταγενέστερες αιτήσεις[8]:

 

«Προκειμένου να υποστηριχθεί η προκαταρκτική εξέταση μεταγενέστερης αίτησης (49), τα κράτη μέλη δύνανται να υποχρεώσουν τον αιτούντα να αναφέρει γεγονότα προκειμένου να παράσχει αποδεικτικά στοιχεία που αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της ΟΑ.

 

Ωστόσο, θα μπορούσαν να προβλεφθούν διαφορετικές επιλογές στην εθνική νομοθεσία σχετικά με την υποβολή από τον αιτούντα γεγονότων, εγγράφων ή άλλων αποδεικτικών στοιχείων για την υποστήριξη της μεταγενέστερης αίτησής του. Η ΟΔΑ δεν ορίζει με ποιον τρόπο μπορεί ο αιτών να υποβάλει αυτά τα στοιχεία.

 

Αυτό επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του εθνικού νομοθέτη.

 

Κατά την υποβολή μεταγενέστερης αίτησης, θα πρέπει να δοθούν στον αιτούντα πληροφορίες σχετικά με το πώς, πότε και πού μπορεί να υποβάλει νέα στοιχεία, συμπεριλαμβανομένης σαφούς προθεσμίας για τις ενέργειες αυτές.

 

(…) Λόγω της ειδικής διαδικαστικής φύσης των μεταγενέστερων αιτήσεων, η παροχή ορθής πληροφόρησης στον  αιτούντα είναι ουσιώδης. Σε περίπτωση μη διεξαγωγής συνέντευξης, η αρμόδια αρχή θα πρέπει να εξηγήσει  στον αιτούντα πώς να παρουσιάσει γραπτώς νέα στοιχεία για το αίτημά του. Αυτό θα μπορούσε να γίνει, για παράδειγμα, με την παροχή πληροφοριών, οδηγιών και υποστήριξης στον αιτούντα γι’ αυτόν τον σκοπό και, κατά περίπτωση, με τη χρήση τυποποιημένου εντύπου υποβολής.»

 

Επισημαίνω ότι τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε ο Αιτητής δεν είναι τα αυθεντικά, αλλά αντίγραφα, ο δε Αιτητής δήλωσε στην παράγραφο 3 των γεγονότων της προσφυγής του, ότι ο ίδιος έχει λάβει στο μεταξύ τα πρωτότυπα έγγραφα τα οποία δύναται να προσκομίσει προς εξέταση. Ωστόσο, η νομολογία επιβάλλει, την εξέταση και αξιολόγηση των προσκομισθέντων εγγράφων ανεξαρτήτως της τυχόν αδυναμίας εξακρίβωσης της γνησιότητας ή όχι τέτοιων εγγράφων.

 

Το ζήτημα αυτό καθώς και το ζήτημα της αναγκαιότητας εξέτασης των προσκομισθέντων εγγράφων, εξετάστηκαν στην υπόθεση C‑921/19, 10.06.2021, LH Κατά Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, διαλαμβάνονται τα ακόλουθα (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«40.  (…) δεδομένου ότι το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 δεν διακρίνει μεταξύ πρώτης αίτησης για διεθνή προστασία και μεταγενέστερης αίτησης όσον αφορά τη φύση των στοιχείων ή των πορισμάτων βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95, η αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων προς στήριξη των αιτήσεων αυτών πρέπει, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95.

 

(…)

 

44. (…)κάθε έγγραφο που προσκομίζει ο αιτών προς στήριξη της αίτησής του για διεθνή προστασία πρέπει να θεωρείται στοιχείο της αίτησης αυτής προς συνεκτίμηση, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, και, κατά συνέπεια, η αδυναμία εξακρίβωσης της γνησιότητας του εγγράφου αυτού ή η έλλειψη κάθε αντικειμενικά επαληθεύσιμης πηγής δεν δικαιολογεί αφ’ εαυτής τον αποκλεισμό ενός τέτοιου εγγράφου από την εξέταση στην οποία υποχρεούται να προβεί η αποφαινόμενη αρχή, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 31 της οδηγίας 2013/32.

 

45.Επομένως, όσον αφορά μεταγενέστερη αίτηση, η μη εξακρίβωση της γνησιότητας εγγράφου δεν μπορεί να οδηγήσει στην άνευ ετέρου διαπίστωση του απαράδεκτου της αίτησης αυτής, χωρίς να εξεταστεί το ζήτημα αν το έγγραφο αυτό συνιστά νέο στοιχείο ή πόρισμα και, ενδεχομένως, αν αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

(…)

 

48. Συγκεκριμένα, η οδηγία 2013/32, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις της 3, 18 και 25, αποσκοπεί στη θέσπιση κοινού ευρωπαϊκού συστήματος για το άσυλο, στο οποίο, αφενός, κάθε αιτών πρέπει να έχει πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες, τη δυνατότητα να συνεργάζεται και να επικοινωνεί καταλλήλως με τις αρμόδιες αρχές ώστε να υποβάλλει τα στοιχεία της υπόθεσής του, καθώς και επαρκείς διαδικαστικές εγγυήσεις για να προωθεί την υπόθεσή του σε όλα τα στάδια της διαδικασίας και, αφετέρου, πρέπει να λαμβάνεται απόφαση επί των αιτήσεων για διεθνή προστασία το συντομότερο δυνατό, με την επιφύλαξη της διεξαγωγής κατάλληλης και πλήρους εξέτασης.

 

49.Επιπλέον, όσον αφορά τη διαδικασία εξακρίβωσης του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης, σκοπός της είναι, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 36 της οδηγίας 2013/32, να παρέχεται στα κράτη μέλη η δυνατότητα να απορρίπτουν ως απαράδεκτη κάθε μεταγενέστερη αίτηση που υποβάλλεται ελλείψει οποιωνδήποτε νέων στοιχείων ή πορισμάτων, προκειμένου να τηρείται η αρχή του δεδικασμένου που καλύπτει την προγενέστερη απόφαση.

 

50. Επομένως, η εξέταση του ζητήματος αν η μεταγενέστερη αίτηση στηρίζεται σε νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95 πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της ύπαρξης, προς στήριξη της αίτησης αυτής, στοιχείων ή πορισμάτων που δεν εξετάσθηκαν στο πλαίσιο της απόφασης επί της προγενέστερης αίτησης και επί των οποίων δεν μπόρεσε να στηριχθεί η απόφαση αυτή, η οποία έχει αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου.

 

51. Τυχόν διαφορετική ερμηνεία του άρθρου 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32, υπό την έννοια ότι η αποφαινόμενη αρχή προβαίνει, ήδη από το στάδιο της εξακρίβωσης της ύπαρξης νέων στοιχείων ή πορισμάτων προς στήριξη της μεταγενέστερης αίτησης, σε εκτίμηση των εν λόγω στοιχείων και πορισμάτων, πέραν του ότι θα οδηγούσε σε σύγχυση των διαφόρων σταδίων της διαδικασίας εξέτασης μιας τέτοιας αίτησης, θα αντέβαινε στον σκοπό της οδηγίας 2013/32, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση όσο το δυνατόν ταχύτερης εξέτασης των αιτήσεων για διεθνή προστασία.

 

52. Ομοίως, τυχόν ερμηνεία της διάταξης αυτής υπό την έννοια ότι επιβάλλει ως παραδεκτό κάθε έγγραφο που υποβάλλεται προς στήριξη μεταγενέστερης αίτησης μόνον εφόσον έχει εξακριβωθεί η γνησιότητά του, θα ερχόταν σε αντίθεση προς τον σκοπό της οδηγίας αυτής, ο οποίος συνίσταται στη διασφάλιση κατάλληλης και πλήρους εξέτασης μιας τέτοιας αίτησης.

 

53. Ως εκ τούτου, μόνο στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου της εξακρίβωσης του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης, όπως περιγράφεται στη σκέψη 37 της παρούσας απόφασης, μπορεί η εκτίμηση της αποφαινόμενης αρχής να αφορά την εξακρίβωση του κατά πόσον τα νέα στοιχεία και πορίσματα που προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα είναι ικανά να αυξήσουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

 

(…)

 

58. [Αντιθέτως]όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της παρούσας απόφασης, δεδομένου ότι το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 δεν διακρίνει μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης από την άποψη των στοιχείων ή των πορισμάτων βάσει των οποίων μπορεί να αποδειχθεί ότι ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95, η αξιολόγηση των γεγονότων και των περιστάσεων προς στήριξη των αιτήσεων αυτών πρέπει, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95.

 

59.Επομένως, μολονότι το γεγονός ότι η πρώτη αίτηση εξετάστηκε πλήρως δικαιολογεί, κατ’ αρχάς, την προκαταρκτική εξέταση από τα κράτη μέλη του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης σε σχέση, ιδίως, με την ύπαρξη νέων στοιχείων ή πορισμάτων που προσκομίζονται προς στήριξή της και που αφορούν τον προσδιορισμό του εάν ο αιτών πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95, το γεγονός αυτό δεν μπορεί, αντιθέτως, να δικαιολογήσει το να μην εκτιμηθούν, στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης, τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2013/32, ή, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 65 και 66 των προτάσεών του, σύμφωνα με το άρθρο 4 της οδηγίας 2011/95.

 

60.Αφετέρου, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2011/95, εναπόκειται στο οικείο κράτος μέλος να αξιολογήσει, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησης διεθνούς προστασίας.

 

61. Όπως, όμως, προκύπτει από τη σκέψη 44 της παρούσας απόφασης, στον βαθμό που το έγγραφο, ακόμη και αν δεν μπορεί να αποδειχθεί η γνησιότητά του ή δεν μπορεί να επαληθευθεί αντικειμενικά η πηγή του, συνιστά στοιχείο που προσκομίζεται προς στήριξη της αίτησης, το εμπλεκόμενο κράτος μέλος υποχρεούται, σύμφωνα με την ίδια αυτή διάταξη, να αξιολογήσει το έγγραφο αυτό σε συνεργασία με τον αιτούντα.

 

62.Εξάλλου, υπενθυμίζεται στο πλαίσιο αυτό ότι, προκειμένου η προσκόμιση ενός τέτοιου εγγράφου να μπορεί να οδηγήσει, δυνάμει του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας 2013/32, στη συνέχιση της εξέτασης επί της ουσίας σύμφωνα με το κεφάλαιο II της οδηγίας αυτής, δεν είναι αναγκαίο το κράτος μέλος να είναι πεπεισμένο ότι το νέο αυτό έγγραφο τεκμηριώνει επαρκώς τη μεταγενέστερη αίτηση, αλλά αρκεί το εν λόγω έγγραφο να αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95».

 

Καταλήγω συνεπώς ότι οι Καθ΄ων η αίτηση όφειλαν πρωτίστως να αξιολογήσουν τα προσκομισθέντα έγγραφα σε συνάρτηση με τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή και ακολούθως να καταλήξουν στην κρίση κατά πόσον αυτά αποτελούν ή δεν αποτελούν νέα στοιχεία προτού προχωρήσουν στην απόρριψη της αίτησής του. Τουναντίον, οι Καθ’ ων η αίτηση δρώντας αντίθετα προς την υποχρέωσή τους αυτή, αξιολόγησαν μόνο ένα  εκ των προσκομισθέντων εγγράφων χωρίς καμία μνεία ή αναφορά στα υπόλοιπα έγγραφα.

 

Επισημαίνω ιδιαιτέρως ότι, η εισηγητική έκθεση επί της οποίας ερείδεται η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν διαλαμβάνει οποιαδήποτε αυτοτελή κρίση ως προς το περιεχόμενο και τη γνησιότητα των προσκομισθέντων εγγράφων, ούτε ως προς την αποδεικτική τους δύναμη, ήτοι κατά πόσο αυτά είναι πρόσφορο να στηρίξουν τους ισχυρισμούς του Αιτητή. Είναι μάλιστα αξιοπρόσεκτο ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν κατέγραψαν το περιεχόμενο των προσκομισθέντων εγγράφων από τα οποία φαίνεται να προκύπτει ότι κινήθηκαν εναντίον του Αιτητή διαδικασίες αλλά και ότι εκδόθηκε και σχετικό κατηγορητήριο για αδικήματα βανδαλισμών, διατάραξης κοινής ησυχίας, πρόκληση οχληρίας, πρόκλησης δημόσιου φόβου, τρομοκρατίας και επιθέσεις καθώς και προσπάθεια ανατροπής της κυβέρνησης. Με αυτά τα δεδομένα, εφόσον από τα προσκομισθέντα έγγραφα προέκυπταν οι κατηγορίες που έχουν απαγγελθεί στον Αιτητή, έπρεπε και αυτά να συνεκτιμηθούν προκειμένου να αξιολογηθεί συνδυαστικώς το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής του. Τουναντίον οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν περαιτέρω να εξετάσουν όχι μόνο τα λοιπά έγγραφα  αλλά και τον νέο ισχυρισμό του Αιτητή ότι η αστυνομία θα τον συλλάβει αν επιστρέψει καθώς έχει υποθέσεις εναντίον του -παραπέμποντας στα προσκομισθέντα έγγραφα-  και αυτή τη δεδομένη στιγμή θα αντιμετωπίσει πρόβλημα.

 

Με αυτά τα δεδομένα, η προσβαλλόμενη απόφαση, κατά το μέρος που απορρίπτει ως απαράδεκτη την μεταγενέστερη αίτηση χωρίς να εκφέρει κρίση ως προς την αποδεικτική δύναμη των εγγράφων αυτών, εκ των οποίων τα πλείστα εξ αυτών δεν μνημονεύονται καν στο σώμα της, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει το περιεχόμενος τους, δεν είναι νομίμως αιτιολογημένη, όπως βασίμως προβάλλεται από τη συνήγορο του Αιτητή.

 

Είναι τα νέα αυτά στοιχεία ουσιώδη για την αξιολόγηση του αιτήματος διεθνούς προστασίας;

 

Ωστόσο, το γεγονός ότι πρόκειται για νέα στοιχεία κατά την έννοια του νόμου, δεν αρκεί προκειμένου το αίτημά του Αιτητή να κριθεί με προκριματική απόφαση ως παραδεκτό και να διερευνηθεί ακολούθως επί της ουσίας του. Ως έχουν ανωτέρω παρατεθεί τα νομολογημένα κριτήρια, το Δικαστήριο θα πρέπει περαιτέρω να εξετάσει κατά πόσο τα νέα αυτά στοιχεία και ισχυρισμοί είναι ουσιώδη, δηλαδή κατά πόσο αυτά είναι κατ’ αρχήν ικανά να θεμελιώσουν την ανάγκη διεθνούς προστασίας

 

Προκειμένου να εξεταστεί το κριτήριο τούτο, προχώρησα σε σχετική έρευνα αναφορικά με τα αδικήματα για τα οποία κατ’ ισχυρισμό κατηγορείται ως αυτά προκύπτουν από τα προσκομισθέντα, με την υπό κρίση μεταγενέστερη αίτησή του, έγγραφα και διαφάνηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με τα άρθρα 15 (1) (3), 16 (2) και 25D του Special Powers Act 1974:

 

·         Το άρθρο 15 παρ. 3 του Special Powers Act 1974, ορίζει ότι αν οποιοδήποτε πρόσωπο παραβιάσει τις διατάξεις της παρ. 1 του παρόντος άρθρου τιμωρείται με θανατική ποινή ή με δια βίου φυλάκιση ή με αυστηρή φυλάκιση για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τα δεκατέσσερα έτη[9].

 

·         Το άρθρο 16 του Special Powers Act 1974, καταργήθηκε με το άρθρο 3 του περί Ειδικών Εξουσιών (Τροποποιητικού) Νόμου του 1991 (Νόμος αριθ. XVIII του 1991)[10]. Ωστόσο και παρά την κατάργηση του συγκεκριμένου άρθρου, εξακολουθούν να ασκούνται ποινικές διώξεις βάσει αυτού[11].

·         Το άρθρο 25D του Special Powers Act 1974, ορίζει ότι “ όποιος επιχειρεί ή συνωμοτεί ή προετοιμάζει τη διάπραξη ή υποθάλπει οποιοδήποτε αδίκημα που τιμωρείται δυνάμει του παρόντος νόμου τιμωρείται με την ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα ”[12].

 

·         Σύμφωνα με έγγραφο του Συμβουλίου Μετανάστευσης και Προσφύγων του Καναδά το οποίο αναφέρεται σε πληροφορίες σχετικά με την Special Powers Act 1974 (SPA), τον τρόπο εφαρμογής της από τις Αρχές και τις διαδικασίες που ακολουθούνται από την Αστυνομία κατά την εφαρμογή της κατά το χρονικό διάστημα 2011-μέχρι τον Αύγουστο του 2014, οι διατάξεις  της SPA παρέχουν στο κράτος εξαιρετικά ευρείες εξουσίες σύλληψης και κράτησης, δεν υπάρχουν καθορισμένες διαδικασίες για τη χρήση του SPA και ότι «δεν υπάρχει διαφάνεια στην τήρηση αρχείων ή στην άσκηση του νόμου». Η SPA στοχεύει κυρίως πολιτικούς ακτιβιστές, την αντιπολίτευση και άλλους επικριτές της κυβέρνησης ενώ αναφέρεται επίσης ότι έχει χρησιμοποιηθεί ως ένα από τα κύρια όπλα για την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την πρόληψη των διαφωνούντων φωνών στο Μπαγκλαντές.

 

·         Η SPA "επιτρέπει την αυθαίρετη κράτηση χωρίς κατηγορία". (…) Σύμφωνα με το Sec. 10 της SPA, η κυβέρνηση μπορεί να κρατήσει ένα άτομο υπό τη SPA χωρίς δίκη για έως και 120 ημέρες[13] .

 

·         Λιγότερο συχνά, η χρήση του SPA μπορεί να προέρχεται από την αστυνομία. Το άρθρο 54[14] του Ποινικού Κώδικα εξουσιοδοτεί την αστυνομία να συλλαμβάνει ένα άτομο χωρίς ένταλμα.

 

·         Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται κι από πιο πρόσφατες πηγές[15],[16] όπου αναφέρεται ότι: «η επεκτατικότητα του νόμου περί ειδικών εξουσιών του 1974 παρέχει νομική αιτιολόγηση για συλλήψεις που συχνά θα θεωρούνταν αυθαίρετες, καθώς καταργεί την απαίτηση οι συλλήψεις να βασίζονται σε εγκλήματα που έχουν συμβεί στο παρελθόν.»

 

Διαφαίνεται συνεπώς ότι ο Αιτητής φαίνεται να κατηγορείται και/ή να αναζητείται για αδικήματα τα οποία επισύρουν, μεταξύ άλλων θανατική ποινή, ότι οι διατάξεις του νόμου αυτού είναι εν ισχύ και εφαρμόζονται ανελλιπώς από όλες τις Κυβερνήσεις του Μπαγκλαντές κατά διαφωνούντων και με δεδομένο ότι ο Αιτητής προσκόμισε έγγραφο στο οποίο αναγράφεται ότι εξελέγη σε θέση γενικού γραμματέα του κόμματος Bangladesh Nationalist Youth Party το έτος 2015 στην κοινότητα όπου διέμενε (ερ.54), κόμμα το οποίο αποτελεί την κύρια αντιπολίτευση του κυβερνώντος κόμματος[17], κρίνω ότι η όποια απόφαση, χωρίς την κλήση του Αιτητή σε συνέντευξή ούτως ώστε να εξεταστούν οι ισχυρισμοί και τα έγγραφα που προσκόμισε και να αξιολογηθεί η αξιοπιστία του επί αυτών είναι ιδιαίτερα επισφαλής, έως επικίνδυνη. Φρονώ συνεπώς ότι, υπό τα ως άνω δεδομένα η μεταγενέστερη αίτηση θα έπρεπε να διέλθει του σταδίου του παραδεκτού και να προχωρήσει η επί της ουσίας εξέτασή της καθώς τα στοιχεία που προσκόμισε ο Αιτητής αυξάνουν την πιθανότητα χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

 

Θα συμφωνήσω λοιπόν με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ως αυτοί αναπτύσσονται στην αίτηση ακύρωσής του, ήτοι ότι υποβλήθηκαν ενώπιόν των Καθ’ ων η αίτηση νέα στοιχεία με τα οποία υποστηρίχθηκε ότι ο ίδιος αντιμετώπιζε πραγματικό πρόβλημα δίωξης στη χώρα του και ότι η ζωή του βρισκόταν σε κίνδυνο.  Σημειώνεται, ακόμη, ότι η συνήγορος του Αιτητή στην αίτηση ακύρωσης επισημαίνει ότι “ …  την ίδια ακριβώς μέρα και μέσα σε μόλις τρείς ώρες, με συνοπτικές και πρόχειρες διαδικασίες, σε μια προσπάθεια ταχείας απόρριψης του αιτήματός του και χωρίς να του λάβουν συνέντευξη επί των νέων αυτών στοιχείων τα οποία επικαλέστηκε και χωρίς να λάβουν υπόψιν τους και/ή να εξετάσουν τα νέα αυτά αποδεικτικά έγγραφα τα οποία τους προσκόμισε και αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς του περί πολιτικής δίωξης του από τις Αρχές στη χώρα του, και χωρίς να εξετάσουν και/ή ερευνήσουν την ουσία του αιτήματός του και/ή να διασταυρώσουν τους ισχυρισμούς του ως όφειλαν, αποφάσισαν βεβιασμένα, εκ του προχείρου και εκ προοιμίου στην αίτησή του και απέρριψαν αυτήν στο προκαταρκτικό στάδιο ως απαράδεκτη …’’

 

Με βάση τα ως άνω, οι Καθ’ ων η αίτηση λανθασμένα έκριναν ότι η προκαταρκτική εξέταση, σύμφωνα με το άρθρο 16 (3)(α), δεν κατέδειξε την ύπαρξη νέων ουσιωδών στοιχείων που να ενεργοποιούν τις πρόνοιες του Νόμου για το επανάνοιγμα του φακέλου και την επί της ουσίας εξέταση της αίτησης.  Παρατηρώ εν προκειμένω ότι υποβλήθηκαν από τον Αιτητή στοιχεία, τα οποία η αρμόδια αρχή δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης της για χορήγηση ή μη διεθνούς προστασίας και ως εκ τούτου όφειλε να, προβεί σε ουσιαστική εξέταση των νέων αυτών στοιχείων, τα οποία δεν προβλήθηκαν σε προγενέστερο στάδιο εξέτασης του αιτήματος του Αιτητή, άνευ δικής του υπαιτιότητας (αφού αυτά έπονται του χρόνου εξέτασης της αρχικής αιτήσεως του) και τα οποία αυξάνουν την πιθανότητα χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. 

 

Διαπιστώνοντας τα ανωτέρω, κρίνω ότι ο λόγος ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας που προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία είναι εν προκειμένω βάσιμος και η προσβαλλόμενη απόφαση είναι συνεπώς πάσχουσα.

 

Ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου σε αυτές τις περιπτώσεις, θα παραπέμψω στα όσα έχουν εκτενώς παρατεθεί και αναλυθεί από την αδελφή μου Δικαστή Κ. Κ. Κλεάνθους στην υπόθεση M.D. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, υπ. αρ. 1317/20, 20.09.2021 (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«32.  Ως προς την έκταση της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου σε αυτές τις περιπτώσεις, αυτή καθορίζεται στο άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου.  Στο εδάφιο (4) του άρθρου 11 απαριθμούνται εξαντλητικώς οι αποφάσεις, επί των οποίων το παρόν Δικαστήριο προβαίνει σε έλεγχο και έχει τις εξουσίες, κατά οριζόμενα στο εδάφιο (3).

 

33.     Εν προκειμένω η επίδικη απόφαση είναι απόφαση, η οποία απορρίπτει ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση.  Η εν λόγω περίπτωση θα μπορούσε να υπαχθεί στην κατηγορία των αποφάσεων που αναφέρονται στο εδάφιο (4)(γ)(ii) του άρθρου 11, το οποίο ορίζει ότι:

[...]

 

34.   Στο άρθρο 12Βτετράκις τίτλο «Απαράδεκτες Αιτήσεις» περιλαμβάνεται ως περίπτωση, η οποία θα μπορούσε να απορριφθεί ως απαράδεκτη αίτηση, η μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.  Η διάταξη αυτή μεταφέρει αυτούσιο το άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ).  Φρονώ ότι με τη διατύπωση αυτή ο ενωσιακός νομοθέτης δεν είχε σκοπό να εξαιρέσει και τις υπόλοιπες περιπτώσεις απαράδεκτών μεταγενέστερων αιτήσεων, για παράδειγμα τις μεταγενέστερες αιτήσεις που καίτοι προσκομίζονται νέα στοιχεία, η αίτηση κρίνεται ως απαράδεκτη λόγω του ότι τα στοιχεία δεν υποβλήθηκαν εγκαίρως εξ υπαιτιότητας του αιτούντος.  Η περιγραφή που περιλαμβάνεται στο άρθρο 33 παράγραφος 2 στοιχείο δ) των απαράδεκτων μεταγενέστερων αιτήσεων φαίνεται να προκύπτει από το γεγονός ότι δυνάμει του άρθρου 40 παράγραφος 4 της ίδιας οδηγίας το στοιχείο της υπαιτιότητας είναι δυνητικό για τα κράτη μέλη.  Ειδικότερα, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 παράγραφος 4, το στοιχείο της υπαιτιότητας είναι στοιχείο, το οποίο δυνητικά τα κράτη μέλη μπορούν να εντάξουν στην εθνική τους νομοθεσία ως μέρος της κρίσης για το παραδεκτό.  Συνεπώς, ευλόγως παραλείπεται η αναφορά  στο άρθρο 33 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Κατ' επέκταση ερμηνευόμενο το άρθρο 12Βτετράκις(2)(δ) υπό το φως του ενωσιακού δικαίου, περιλαμβάνει όλες τις κατηγορίες απαράδεκτων μεταγενέστερων αιτήσεων, ανεξαρτήτως του λόγου για τον οποίο αυτές κρίθηκαν ως απαράδεκτες.  Συνεπώς, σε σχέση με αυτές ασκείται καταρχήν η έκταση του ελέγχου και οι εξουσίες δυνάμει του εδαφίου (4) του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου.

 

35. Δυνάμει δε του εδαφίου (3) του άρθρου 11, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει το ίδιο για πρώτη φορά κατ' ουσίαν το καινοφανή ισχυρισμό της Αιτήτριας.  Ειδικότερα, στο εδάφιο (3) ορίζεται ότι το Δικαστήριο προβαίνει σε σχέση με απόφαση του εδαφίου (4) σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (i) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και (ii) την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου, σε περίπτωση που προσβάλλεται απόφαση, η οποία συνεπάγεται τη μη χορήγηση τέτοιας προστασίας ή την ανάκληση ή παύση τέτοιας προστασίας ή τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας αντί του καθεστώτος πρόσφυγα.  Με το πέρας του ελέγχου το Δικαστήριο επικυρώνει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή πράξη, ή ακυρώνει και τροποποιεί εν όλω ή εν μέρει αυτήν.  Με βάση τόσο το γράμμα όσο και την τελεολογία της εν λόγω διάταξης, φρονώ ότι το παρόν Δικαστήριο κατά την εξέταση μεταγενέστερης αίτησης, η οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη δεν έχει εξουσία να εξετάσει περαιτέρω τα νέα στοιχεία και να αποφασίσει επί της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας το ίδιο, καθώς πρόκειται περί περίπτωσης όπου η προσβαλλόμενη απόφαση δεν συνεπάγεται τη μη χορήγηση διεθνούς προστασίας, με την έννοια ότι δεν εξετάστηκε η αίτηση επί της ουσίας της, παρά μόνο το παραδεκτό της.  Η τελεολογική αυτή ερμηνεία είναι σύμφωνη και με την ανάγκη μη παράκαμψης ενός σταδίου εξέτασης του καινοφανούς αυτού ισχυρισμού της Αιτήτριας, ήτοι τη διοικητική εξέταση της αιτήσεως και των ισχυρισμών της (Βλ. συναφώς Απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2018, στην υπόθεση αρ.: C‑652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, ECLI:EU:C:2018:801 , σκέψεις 92 έως 103).

 

36.  Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.»

 

Προσθέτω στην πιο πάνω αναλυτική και ολοκληρωμένη σκέψη, ότι σε περίπτωση αποδοχής της προσφυγής και ανατροπής της πρωτοβάθμιας απόφασης που κρίνει μεταγενέστερο αίτημα ως απαράδεκτο, η υπόθεση οφείλει να αναπεμφθεί σε πρώτο βαθμό για τη διεξαγωγή πλήρους προσωπικής συνέντευξης και κρίσης σε πρώτο βαθμό επί της ουσίας του αιτήματος, διαφορετικά ο αιτών χάνει ένα βαθμό εξέτασης, η δε προσφυγή του ουσιαστικά συνεπάγεται την σε πρώτη βαθμό κρίση της ουσίας, με συνεπακόλουθη απαλοιφή της προσφυγής σε δεύτερο βαθμό[18]. Μια τέτοια κατάληξη θα συνεπαγόταν στέρηση του διοικούμενου από ουσιώδη δικαιώματα του, αφού το κεφάλαιο της βασιμότητας του αιτήματος δεν έχει εξεταστεί καθόλου σε πρώτο βαθμό[19].  

 

Επισημαίνω πρόσθετα, ότι ενόψει της ως άνω κατάληξης μου περί ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, προβληματίστηκα ως προς το κατά πόσο θα έπρεπε να κρίνω σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση στη διαδικασία, ούτως ώστε να τοποθετηθούν επί της πρόθεσης του Δικαστηρίου για ακύρωση. Ωστόσο, έκρινα πως, ενόψει των περιστάσεων της υπόθεσης και των δεδομένων που το Δικαστήριο έχει ενώπιόν του και τα οποία προκύπτουν αδιαμφισβήτητα μέσα από το διοικητικό φάκελο, δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος για να κλητευθούν οι Καθ' ων η αίτηση. Υπενθυμίζω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 12Βτετράκις (2) (δ) του περί Προσφύγων Νόμων και δυνάμει του εδαφίου (ε) του περί άρθρου 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), στις περιπτώσεις αυτές η υπόθεση ορίζεται απευθείας από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση, χωρίς να απαιτείται η παρουσία των καθ' ων η αίτηση, εκτός εάν το Δικαστήριο διατάξει διαφορετικά. Προφανώς, εάν ο νομοθέτης ήθελε προβλέψει σε κάθε περίπτωση που το Δικαστήριο προσανατολίζεται ή ήθελε αποφανθεί περί ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξης, να διατάζει όπως οι Καθ' ων η αίτηση παραστούν στη διαδικασία, θα έπραττε τούτο ρητώς. Τουναντίον, αφέθηκε διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο, να διατάζει τούτο, όταν οι ιδιαίτερες συνθήκες που περιβάλλουν την ενώπιόν του υπόθεση, το επιβάλλουν. Εν προκειμένω, δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο και συνεπώς δεν υπάρχει καμία σκοπιμότητα κλήσης των Καθ' ων η αίτηση να παραστούν στη διαδικασία.

 

Οφείλουν πλέον οι Καθ' ων  η αίτηση να προχωρήσουν τάχιστα σε ουσιαστική εξέταση των όσων παρέθεσε ο Αιτητής με τη μεταγενέστερη αίτησή του στη βάση των διαδικασιών που προβλέπονται στον περί Προσφύγων Νόμο.

 

Υπό το φως του συνόλου των πιο πάνω διαπιστώσεων, είναι η κατάληξη μου ότι η παρούσα προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται δυνάμει του άρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18), λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας και συνεπακόλουθης πάσχουσας αιτιολογίας.  Επιδικάζονται €500 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ του Αιτητή και εναντίον των Καθ' ων η αίτηση.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1] Δυνάμει του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).

[2] Με τον περί Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας (Τροποποιητικός) (Αρ. 4) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2022, 31/2022.

 

[3] ΟΔΗΓΙΑ 2013/32/ΕΕ ΤΟΥ ΕΥΡΩΠΑΪΚΟΥ ΚΟΙΝΟΒΟΥΛΙΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση)

[4] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C-921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[5] Βλ. Μ. D ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1317/20, 20.09.2021.

[6] Σχετική επίσης και η απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34.

[7] Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου (1997) 3 Α.Α.Δ. 270.

[8] EUAA, Πρακτικός οδηγός για τις μεταγενέστερες αιτήσεις, σ. Δεκέμβριος 2021, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-05/Practical_Guide_Subsequent_Applications_EL.pdf, σ.21

[9] The Special Powers Act 1974 (ACT NO. XIV OF 1974), άρθρο 15

Διαθέσιμο στο: http://bdlaws.minlaw.gov.bd/act-details-462.html (ημερ. τελευταίας πρόσβασης 01.02.2024).

[10] Ibid, αριθμός 9, άρθρο 16

[11] Ashutosh Sarkar, ‘ Section 16 (2) of Special Powers Act: Scrapped yet used for arrest ‘ [2008], The Daily Star <https://www.thedailystar.net/frontpage/section-162-special-powers-act-scrapped-yet-used-arrest-1610176> τελευταία πρόσβαση στις 01.02.2024 

[12] Ibid, αριθμός 9, άρθρο 25D

[13] The Special Powers Act 1974 (ACT NO. XIV OF 1974), section 10, http://bdlaws.minlaw.gov.bd/act-details-462.html

[14] Bangladesh, The Code of Criminal Procedure, 1898 ( ACT NO. V OF 1898 ), section 54, http://bdlaws.minlaw.gov.bd/act-75/section-14518.html

[15] Freedom House, ‘Freedom in the World 2023: Bangladesh’ (F2), 2023, https://freedomhouse.org/country/bangladesh/freedom-world/2023

[16] USSD, ‘2022 Country Reports on Human Rights Practices’ (section 1D), 20 March 2023, https://www.state.gov/reports/2022-country-reports-on-human-rights-practices/bangladesh/

[17] Al Jazeera, Vote doesn’t count’: Bangladesh’s ‘bizarre’ election tests ties with West, 06/01/2024, https://www.aljazeera.com/news/2024/1/6/vote-doesnt-count-bangladeshs-bizarre-election-tests-ties-with-west, Anadolu Ajansi, Ruling party wins landslide victory as opposition stays away from Bangladesh election, 08/01/2024, https://www.aa.com.tr/en/asia-pacific/ruling-party-wins-landslide-victory-as-opposition-stays-away-from-bangladesh-election/3103305

[18] Βλ. «Προσφυγικό Δίκαιο. Ερμηνευτική προσέγγιση και πρακτική διάσταση», Κωνσταντίνος Δ. Φαρμακίδης-Μάρκου, 2021, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 83.

[19] Σχετική η νομολογία του ΣτΕ επί πειθαρχικών ενδικοφανών προσφυγών, ΣτΕ 644/2010, 1284/2003, 2493/2002 κ.α.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο