ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ.: Τ2182/23

08 Φεβρουαρίου,2024

[Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

E.C.

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

 

Καθ' ων η αίτηση

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως

(Sara Habib (Κα), μεταφράστρια για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.)

ΑΠΟΦΑΣΗ

Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η Αιτήτρια  με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 20/07/2023, η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν την ίδια ημέρα και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την Αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως αυτοί έχουν τροποποιηθεί.

Η Αιτήτρια  είναι υπήκοος Σιέρρα Λεόνε και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 24/04/2021, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Στις 04/03/2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 21/07/2022, η αρμόδια λειτουργός ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, και ο εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊστάμενου λειτουργός ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης για διεθνή προστασία την 01/08/2023. Στις 12/10/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία απεστάλη στην Αιτήτρια ταχυδρομικώς στις 24/10/2022 και παραλήφθηκε από την ίδια στις 09/11/2022. Στις 28/11/2022 καταχωρήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αριθμό υπόθεσης 7308/22.

Στις 20/07/2023 η Αιτήτρια  υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου. Αυθημερόν, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση / Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας. Επίσης την ίδια ημέρα, αρμοδίως εξουσιοδοτημένος να ασκεί καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την Έκθεση / Εισήγηση του λειτουργού όπως η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κριθεί απαράδεκτη.

Ακολούθως, κατά την ίδια ημερομηνία, ήτοι στις 20/07/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά  με την μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, την οποία η τελευταία παρέλαβε δια χειρός αυθημερόν αφού της μεταφράστηκε σε γλώσσα που η ίδια  κατανοεί. Στις 25/07/2023 καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της  Αιτήτριας ως απαράδεκτη.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε νομική πλημμέλεια της επίδικης απόφασης παρά μόνο γίνεται καταγραφή γεγονότων. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια κατέγραψε πως δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της διότι θα κινδυνεύσει η ζωή της από την κοινότητα “Bondo”, οι οποίοι θα την σκοτώσουν σε περίπτωση που αρνηθεί την μύησή της στην κοινότητα. Συμπλήρωσε ότι λόγω αυτού του γεγονότος έχει χάσει τα ίχνη της αδελφής της και δεν έχει κανέναν στην χώρα καταγωγής της. Τέλος, ανέφερε ότι δεν θα ήθελε  να επιστρέψει και το παιδί της να περάσει τα ίδια με εκείνη.

Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον κανονισμό 3(ε) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας διαδικαστικοί κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των Καθ' ων η Αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία.

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ' ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ' ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας, η οποία παρουσιάζεται στην παρούσα άνευ δικηγόρου.

 

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

 

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

 

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i)            Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας η οποία αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια της μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» και περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Συνεπώς, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ' εαυτό σε ουσιαστική εξέτασή τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Στην παρούσα υπόθεση, οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίνοντας ότι η Αιτήτρια δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Επιπλέον, έκριναν ότι τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια με την μεταγενέστερη αίτησή της δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Τέλος, από τα στοιχεία που έχει προβάλει η ίδια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Σιέρρα Λεόνε, θα διατρέχει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση το άρθρο 16 Δ (4) (α) του περί Προσφύγων Νόμου.

Παρατηρώ ότι κατά τη διοικητική εξέταση της προγενέστερης αίτησης ασύλου, η Αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, Σιέρρα Λεόνε, εξαιτίας της κοινότητας “Bondo”, αναφέροντας ότι έχασε την αδελφή της επειδή η τελευταία αρνήθηκε την μύησή της στην κοινότητα και δολοφονήθηκε. Ισχυρίστηκε ότι, στην συνέχεια, η ίδια κοινότητα πλησίασε την ίδια και την μεγαλύτερη αδελφή της, ούτως ώστε να μυηθούν στην κοινότητα. Ανέφερε ότι μια μέρα μια ομάδα ατόμων από την κοινότητα τους πλησίασε και ότι η ίδια κατάφερε να ξεφύγει. Έκτοτε έχασε κάθε επαφή με την αδελφή της. Στην συνέχεια, ισχυρίστηκε ότι γνώρισε μια γυναίκα η οποία αρχικά προσφέρθηκε να την βοηθήσει και έτσι έμεινε μαζί της. Στην συνέχεια όμως, η γυναίκα άρχισε να την κακομεταχειρίζεται, μέχρι που γνώρισε έναν άντρα, ο οποίος προσφέρθηκε να την βοηθήσει. Της υποσχέθηκε ότι θα την παντρευτεί, ότι θα την βοηθήσει να εγκαταλείψει την χώρα και να βρει την αδελφή της. Έτσι, έφτασαν μαζί στην Κύπρο, όντας έγκυος η Αιτήτρια. Στην συνέχεια όμως ανέφερε ότι ο άντρας άρχισε να την κακομεταχειρίζεται και να την χτυπάει, ώσπου κατάφερε να δραπετεύσει.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης η Αιτήτρια, κληθείσα να επιβεβαιώσει το περιεχόμενο της αίτησής της για διεθνή προστασία, δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της λόγω της κοινότητας “Bondo”, στη οποία αρνήθηκε να μυηθεί. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι η μητέρα της ήταν πρόεδρος της τοπικής κοινότητας και όταν η μητέρα της πέθανε, η κοινότητα πλησίασε την αδελφή της και τον σύζυγο της αδελφής της με σκοπό να τους εντάξουν στην κοινότητα. Το έτος 2018, μέλη της κοινότητας τους πλησίασαν και πάλι. Η αδελφή της αρνήθηκε να μυηθεί στην κοινότητα, ενώ η Αιτήτρια κατάφερε να ξεφύγει και έκτοτε έχασε τα ίχνη της αδελφής της. Στην συνέχεια ανέφερε ότι γνώρισε μια γυναίκα, η οποία προσφέρθηκε να την βοηθήσει με αντάλλαγμα να δουλεύει στο μαγαζί της. Σταδιακά όμως η γυναίκα άρχισε να την κακομεταχειρίζεται ώσπου γνώρισε έναν άντρα, ο οποίος προσφέρθηκε να την βοηθήσει σε περίπτωση που τον ακολουθούσε στην χώρα του.  

Ο αρμόδιος Λειτουργός, αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας, σχημάτισε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο μεν πρώτος σχετικά με την ταυτότητα, τα στοιχεία του προφίλ και τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, ο δεύτερος σε σχέση με την κοινότητα “Bondo” και ότι προσπάθησαν δύο φορές να πλησιάσουν την Αιτήτρια για να μυηθεί στην κοινότητα, ενώ ο τρίτος ότι η Αιτήτρια κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον άντρα στην Κύπρο. Ο πρώτος  και ο τρίτος ισχυρισμός έγιναν αποδεκτοί ως αξιόπιστοι, ενώ ο δεύτερος έτυχε απόρριψης. Στην συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων και στον περί Προσφύγων Νόμο, και συνακόλουθα δεν μπορεί να τύχει χορήγησης προσφυγικού καθεστώτος ή συμπληρωματικής προστασίας αντίστοιχα.

Στη συνέχεια, με την καταχώρηση της προσφυγής της, ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η Αιτήτρια μέσω του συνηγόρου της, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της διότι είναι στόχος πολιτικών διώξεων λόγω της έντονης δραστηριοποίησής της ως ακτιβίστρια για την προάσπιση και προώθηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ατομικών και δημοκρατικών ελευθεριών. Ένεκα τούτου, έχει στοχοποιηθεί από παρακρατικούς κύκλους, από τους οποίους δέχεται συνεχείς απειλές κατά της ζωής της. Η προσφυγή της Αιτήτριας απορρίφθηκε στις 11/05/2023 από το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας λόγω μη προώθησης.

Στην μεταγενέστερη αίτηση της  η οποία υπεβλήθη στις 20/07/2023, η Αιτήτρια ισχυρίσθηκε ότι θα διατρέξει κίνδυνο, σε περίπτωση επιστροφής της στην Σιέρρα Λεόνε, από την κοινότητα “Bondo”, οι οποίοι θα την σκοτώσουν εάν αρνηθεί να μυηθεί στην κοινότητα. Ισχυρίστηκε επιπλέον, ότι έχει ένα ανήλικο τέκνο, ενώ δεν ξέρει εάν είναι ζωντανή η αδελφή της (βλ. ερυθρό 124).

Οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίνοντας ότι η Αιτήτρια δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς αλλά επανέλαβε τους ίδιους. Επιπλέον, κρίθηκε ότι τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια με την μεταγενέστερη αίτησή της δεν αποτελούν νέα στοιχεία τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Τέλος, από τα στοιχεία που έχει προβάλει η ίδια, δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη Σιέρα Λεόνε, θα διατρέχει κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης. Ως εκ τούτου, η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη με βάση το άρθρο 16 Δ (4) (β) (i) του περί Προσφύγων Νόμου.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρει με τη μεταγενέστερη αίτηση, καταλήγω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση εξέτασαν τα όσα η Αιτήτρια έθεσε κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασης αυτής και ορθά έκριναν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3)(α) εφόσον δεν υποβλήθηκαν από την Αιτήτρια νέα στοιχεία ή πορίσματα. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια επανέλαβε τους ίδιους ισχυρισμούς τόσο κατά την προγενέστερη αίτηση ασύλου όσο και κατά την μεταγενέστερη αίτηση ασύλου, ότι δηλαδή σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, θα κινδυνεύσει από την κοινότητα “Bondo”.  Επομένως, ευλόγως και ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας ως απαράδεκτη καθώς δεν προώθησε νέους ισχυρισμούς παρά τους ίδιους με αυτούς που κατέγραψε στην προγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία και έπειτα επικαλέστηκε στη συνέντευξή της.

Επισημαίνεται ότι τα όσα αναφέρει επί της παρούσας διαδικασίας αποτελούν επανάληψη όσων κατέγραψε στη μεταγενέστερη αίτησή της αλλά και όσων ανέφερε κατά την προγενέστερη αίτηση ασύλου της. Από το ενώπιον μου στοιχεία κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν παρέθεσε οποιαδήποτε νέα στοιχεία τα οποία να υποστηρίζουν την ουσία των ισχυρισμών της περί φόβου δίωξης της στην χώρα καταγωγής της, τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην αναθεώρηση της προηγούμενη απόφαση προχωρώντας σε επί της ουσίας εξέτασης της σύμφωνα με το άρθρο 16Δ (3)  του Περί Προσφύγων Νόμου.

Τέλος, κρίνω ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί παραμένουν γενικοί και αόριστοί και κατ' επέκταση  δεν αυξάνουν με οποιοδήποτε τρόπο τις πιθανότητες χορήγησης στο πρόσωπο της το καθεστώς διεθνούς προστασίας, σύμφωνα με το άρθρο 16(Δ) του περί Προσφύγων Νόμου.  Ως εκ τούτου κρίνω ότι δεν τεκμηριώνεται η συνδρομή  του βάσιμου φόβου δίωξης σε σχέση με το πρόσωπό της για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου). Από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου επαναλαμβάνω, ότι οι Καθ' ων η Αίτηση ορθώς απέρριψαν την μεταγενέστερη αίτησή της, διαπιστώνοντας τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.

Ούτε στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι η Αιτήτρια  δεν επικαλείται ειδικώς ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλαπόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] δεν προκύπτει ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [Βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου]. Ούτε εξάλλου προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής της Αιτήτριας, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ακόμα κι αν ήθελε υποτεθεί ότι θα επιστρέψει στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας της και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43].

Τέλος, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν την Αιτήτρια  σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογεί το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της και εξέταση της ουσίας του αιτήματός της.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι  οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία  όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια  και υπαγωγή τους στη σχετική εφαρμοστέα νομοθεσία. Η προσβαλλόμενη δια της παρούσης προσφυγής απόφαση είναι δια τούτο θεωρώ προϊόν δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας - αφού οι Καθ' ων η αίτηση πραγματεύτηκαν όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας στο πλαίσιο της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης και υπήγαγαν αυτούς στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ως πιο πάνω καταγράφεται, και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη.

Ως εκ τούτου και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3). Ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή της κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.

 

 Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο