ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ2262/23

06 Φεβρουαρίου 2024

[Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

T.B.T

Αιτήτρια

ΚΑΙ

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

........

Λώρα Κούτρα (κα) για Δημήτρης Κούτρας και Συνεργάτες, Δικηγόροι για την Αιτήτρια.

(Ευαγγέλου Ραφαήλ μεταφραστής από τα ελληνικά στα αγγλικά)

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Κ. Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 31.07.2023 η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 31.07.2023 και με την οποία απορρίφθηκε ως απαράδεκτη η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) του περί  Προσφύγων Νόμου (Ν.6(Ι)/2000), ως έχει ως σήμερα τροποποιηθεί.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Τα γεγονότα της υπό εξέτασης υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την Αιτήτρια  και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου σύμφωνα με τον κανονισμό 3 των Περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019.

Η Αιτήτρια έχει την ιθαγένεια του Βιετνάμ και υπέβαλε αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 11.10.2019, αφού προηγουμένως εισήλθε νόμιμα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές έχοντας στην κατοχή της άδεια εργασίας. Στις 09.07.2019 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 13.07.2019 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας της στις 26.07.2019. Στις 15.09.2019 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική του αιτήματος της Αιτήτριας επιστολή μαζί με  αιτιολόγηση της απόφασης της, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια στις 20.09.2021.

Στις 19.10.2021 καταχωρήθηκε η υπ’ αριθμόν προσφυγή 6984/21 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασία η οποία απορρίφθηκε στις 20.06.2022 κατόπιν απόσυρσης, καθιστώντας την τελική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 26.07.2021 τελεσίδικη.

Στις 26.10.2022 η Αιτήτρια υπέβαλε Μεταγενέστερη Αίτηση για Διεθνή Προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου. Στις 28.07.2023, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Σημείωμα/ Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία της Αιτήτριας ως απαράδεκτης. Στις 28.07.2023 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε το Σημείωμα / Εισήγηση του λειτουργού σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση που αφορούσε Εισήγηση όπως αυτή κριθεί ως απαράδεκτη.

Στις 31.07.2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με την μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας, η οποία δόθηκε δια χειρός σε αυτήν και της μεταφράστηκε σε γλώσσα που η ίδια κατανοεί στις 31.07.2023.

Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου που απέρριψε την μεταγενέστερη αίτηση του ως απαράδεκτη, καταχωρήθηκε η υπό εξέταση προσφυγή.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

H Αιτήτρια παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Επί της γραπτής της αγόρευσης ο συνήγορος της Αιτήτριας επαναλαμβάνει αρκετούς λόγους ως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας εστιάζοντας ωστόσο στη συνέχεια επί του νομικού ισχυρισμού περί έλλειψης δέουσας έρευνας από τον αρμόδιο λειτουργό ως κατονομάζεται στον Περί Προσφύγων Νόμο 2000. Ειδικότερα προβάλλει ότι σύμφωνα με το άρθρο 2 των περί προσφύγων νόμου κάθε διοικητική προσφυγή εξετάζεται από την υπηρεσία ασύλου ύστερα από διερεύνηση της υπόθεσης από αρμόδιο λειτουργό ο οποίος και υποβάλλει σχετική έκθεση. Είναι η θέση του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας δεν προέβη σε ουδεμίαν έρευνα σχετικά με την αίτηση της Αιτήτριας και τους λόγους που προέβαλε ενώ δεν κατέγραψε κανένα στοιχείο που να προέρχεται από τη δική του έρευνα παρά μόνο υιοθέτησε και επανέλαβε την έρευνα της Υπηρεσίας Ασύλου. Επιπλέον αναφέρει ότι Αιτήτρια προτίθεντο να προσκομίσει έγγραφα προς υποστήριξη των ισχυρισμών της τα οποία δεν είχε στην κατοχή της κατά τον χρόνο υποβολής του μεταγενέστερου αιτήματός της.

 

TO ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Η παρούσα εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπει το εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία της Αιτήτριας και του συνηγόρου αυτής.

Παράλληλα, το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 2 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «μεταγενέστερη αίτηση» ως ακολούθως:

«"μεταγενέστερη αίτηση" σημαίνει την περαιτέρω αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται δυνάμει του άρθρου 16Δ μετά τη λήψη τελικής απόφασης επί προηγούμενης αίτησης, περιλαμβανομένων περιπτώσεων όπου ο Προϊστάμενος έλαβε απόφαση σύμφωνα με το άρθρο 16Β ή 16Γ·»

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής (έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

[...]»

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς και σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι λόγοι προσφυγής που δεν αναπτύσσονται στο πλαίσιο της αγόρευσης του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεωργίας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, όλοι οι λόγοι προσφυγής που αναφέρονται ως τίτλοι στο πλαίσιο του δικογράφου της προσφυγής και δεν προωθούνται με τη γραπτή αγόρευση του Αιτητή θεωρούνται ως εγκαταλειφθέντες. Το ίδιο ισχύει και με τους λόγους σε σχέση με τους οποίους δεν προβάλλεται οποιαδήποτε επιχειρηματολογία προς υποστήριξή τους. (Βλ. συναφώς Υπόθεση Αρ. 692/89, Level Tachexcavs Ltd v. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λευκωσίας, ημερ. 17.12.1990, (1990) 3 ΑΑΔ 4407, Α.Ε. Αρ. 2421, Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας, ημερ. 24.1.2020 (2000) 3 ΑΑΔ 21, Υπόθεση Αρ. 1073/2004, Γεώργιας Αντωνίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, μέσω Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, ημερ. 6.2.2007).

Η αναγκαιότητα έγερσης των λόγων προσφυγής με ευκρίνεια και λεπτομέρεια είναι θεμελιώδους σημασίας διαφορετικά το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείται να τα εξετάσει αυτεπαγγέλτως, έστω και εάν έχουν εγερθεί με την αγόρευση [Βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή (1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533 και Χατζηχάννας ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (2009) 3 Α.Α.Δ. 655]. Η δε αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. [Βλ. Α.Ε. Αρ. 3729, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας, 3.11.2006, (2006) 3 ΑΑΔ 671, Α.Ε. 1883, Μαρία Ευθυμίου ν. Ε.Δ.Υ., (1997) 3 ΑΑΔ 281, 14.7.1997]. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια αποτυγχάνει να υποστηρίξει με οποιοδήποτε τρόπο τους  ισχυρισμούς της και ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολο τους ως γενικοί και απαράδεκτοι εφόσον δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε εξειδίκευση αυτών σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής της[1].

Σε κάθε περίπτωση, η απλή επίκληση πλημμελειών ή παραβιάσεων γενικών αρχών Διοικητικού Δικαίου δεν επαρκεί από μόνη της για να ανατρέψει την επίδικη απόφαση. Ο Αιτητής θα πρέπει να επεξηγεί τη βλάβη που επήλθε στον ίδιο και να προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας (βλ. αποφάσεις ΣτΕ 3067/2013, 521/2010, 2650/2009).

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση του  ισχυρισμού που προβάλλει ο συνήγορος της Αιτήτριας, περί έλλειψης έρευνας και/ή δέουσας έρευνας λαμβανομένης εξάλλου και της εξουσίας του παρόντος Δικαστηρίου όπου και δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 [Ν.73(Ι)/2018], το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσιαστικής της ορθότητας. Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου τόσο της νομιμότητας όσο και της ουσιαστικής ορθότητας (έλεγχος επί της ουσίας) της επίδικης πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Εν προκειμένω αυτό που εξετάζεται επί της παρούσας είναι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας, η οποία αποτελεί απόφαση που έχει εκδοθεί δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (Κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), εφόσον «η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας».

Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην πρόσφατη απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην Υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710. Το ΔΕΕ κλήθηκε να ερμηνεύσει το άρθρο 40 παράγραφοι 2, 3 και 4 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (στο εξής: Οδηγία 2013/32/ΕΕ), διατάξεις οι οποίες μεταφέρονται στο ημεδαπό δίκαιο με το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Στην απόφαση αυτή ξεκαθαρίστηκε ότι η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα», τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα (βλ. Υπόθεση C‑18/20, σκέψεις 31 έως 44).

Ως εκ τούτου, στα πλαίσια μεταγενέστερης αίτησης αυτό που ερευνάται είναι, πρώτα, το κατά πόσο «[.] υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του [.]» [άρθρο 16Δ(3)(α)] του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(I)/2000 ως έχει τροποποιηθεί]) και, εφόσον διαπιστωθεί τούτο, η Υπηρεσία Ασύλου προχωρά σε εξέταση κατά πόσο «[τ]α εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του ιδίου Νόμου] και, περαιτέρω, κατά πόσο «ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]» [άρθρο 16Δ(3)(β)(ii) το Νόμου], [βλ. και αρ.40, παράγραφοι (2),(3) και (4), Ευρωπαϊκή Οδηγία 2013/32/ΕΕ].

Σκοπός λοιπόν της προκαταρτικής έρευνας η οποία κατέληξε στην προσβαλλόμενη δια της παρούσης απόφαση, είναι ο έλεγχος του κατά πόσο πληρούνται οι ως άνω και εκ της νομοθεσίας τιθέμενες προϋποθέσεις, οι οποίες θα δικαιολογούσαν περαιτέρω εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης και όχι επί της ουσίας έρευνα των νεών ισχυρισμών ως να επρόκειτο για πρώτη αίτηση ασύλου. Τούτη είναι και η σκοπιμότητα των διατάξεων του άρθρου 40, παράγραφοι (2), (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ, όπου γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ πρώτης και μεταγενέστερης αίτησης όπου λέγεται ότι «[.] η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας υποβάλλεται καταρχήν σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να καθορισθεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα [.]» και ότι μόνο «[ε]άν η προκαταρκτική εξέταση που αναφέρεται στην παράγραφο 2 καταλήξει στο συμπέρασμα ότι νέα στοιχεία ή πορίσματα έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95/ΕΕ, η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με το κεφάλαιο II.» Περαιτέρω προνοείται ότι «[τ]α κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω μόνο εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς υπαιτιότητά του, δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα στοιχεία που αναφέρονται στις παραγράφους 2 και 3 του παρόντος άρθρου κατά την προηγούμενη διαδικασία [.]».

Συνεπώς, το Δικαστήριο στα πλαίσια εξέτασης μεταγενέστερης αίτησης, υπό το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, ελέγχει μόνο κατά πόσον, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής, προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και αφού κρίνει επί του κατά πόσο προέκυψαν τα εν λόγω νέα στοιχεία η απόφαση θα πάσχει και θα ακυρωθεί. Επομένως, στα πλαίσια αποτελεσματικής πρόσβασης του αιτητή στη δικαιοσύνη, το δικαστήριο δεν προχωρά καθ’ εαυτό σε ουσιαστική εξέταση τους, όπως προνοεί το δεύτερο σκέλος του άρθρου 16(Δ) (3) (β), αφού για να γίνει δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος του αιτητή ενώπιον του Δικαστηρίου, πρέπει να υπάρχει απόφαση από το διοικητικό όργανο, στο οποίο ο Νόμος έχει εναποθέσει την εξουσία να εξετάζει το αίτημα του αιτητή σε πρώτο βαθμό, κάτι που δεν υφίσταται στην παρούσα περίπτωση.

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην Έκθεση/Εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο και δεν αμφισβητούνται, η Αιτήτρια είναι ενήλικας με χώρα καταγωγής το Βιετνάμ. Κατά την αρχική της αίτηση για διεθνή προστασία ανέφερε ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο στην χώρα καταγωγής της  (βλ. ερυθρό 19 δ.φ ). Στην συνέχεια και κατά την διάρκεια της συνέντευξης της η Αιτήτρια αναίρεσε τους αρχικούς της ισχυρισμούς αναφέροντας ότι ήταν ο δικηγόρος της που την προέτρεψε να αναφέρει τα όσα είχε καταγράψει στην αρχική της αίτηση. Ερωτηθείσα αναφορικά με τους λόγους που την ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, η ίδια ανέφερε ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα και δεν είχε εργασία ενώ επιθυμούσε όπως εξοικονομήσει κάποια λεφτά ώστε να υποστηρίξει τα παιδία της με τα σχολικά τους δίδακτρα (βλ. ερυθρό 22 δ.φ.). Περαιτέρω, απαντώντας σε ερωτήσεις της αρμόδιας λειτουργού, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά στην ερώτηση αν έχει υποστεί κακομεταχείριση ή δίωξη και αν έχει συλληφθεί ή κρατηθεί ποτέ στη χώρα καταγωγής της. Τέλος, δήλωσε ότι θεωρεί πως οι αρχές του κράτους καταγωγής του θα της επιτρέψουν την επιστροφή της στη χώρα.

Οι Καθ’ ων η Αίτηση έκριναν ότι, παρά την ικανοποιητική της αξιοπιστία αναφορικά με τους οικονομικούς λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της, εντούτοις οι ισχυρισμοί της δεν εμπίπτουν στους λόγους της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 ούτε και στον περί Προσφύγων Νόμων 2000 -2019.

Στις 19.10.2021 η Αιτήτρια δια συνηγόρου καταχώρησε την υπ’ αριθμόν 6984/21 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασία η οποία στην συνέχεια απορρίφθηκε στις 20.06.2022 κατόπιν ρητής απόσυρσης από τον συνήγορο της Αιτήτριας καθιστώντας την τελική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 26.07.2021 τελεσίδικη.

Στις 26.10.2022 η Αιτήτρια υπέβαλε Μεταγενέστερη Αίτηση για Διεθνή Προστασία στην Υπηρεσία Ασύλου ισχυριζόμενη ότι αντιμετωπίζει κίνδυνο της ζωής της καθότι καταζητείται από την αστυνομία του Βιετνάμ, για να συλληφθεί λόγω πολιτικών προβλημάτων αναφέροντας επίσης ότι υπάρχει έγγραφο σύλληψης της με ημερομηνία 10/05/2023 ως εκ τούτου η ζωή της βρίσκεται υπό απειλή ενώ σε περίπτωση επιστροφής της εκφράζει φόβο ότι θα συλληφθεί και θα σκοτωθεί.

Η αρμόδια λειτουργός στο Σημείωμα – Εισήγηση, το οποίο εγκρίθηκε στις 28/07/2023, εισηγήθηκε ότι ο νέος ισχυρισμός της Αιτήτριας δεν προβλήθηκε κατά την αρχική της αίτηση από δική της υπαιτιότητα και ως εκ τούτου έκρινε όπως η μεταγενέστερη αίτησή της απορριφθεί ως απαράδεκτη με βάση το άρθρο 16(Δ) των Περί Προσφύγων Νόμων 2000 – 2020.  

Τέλος, σημειώνουν ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στο Βιετνάμ θα διατρέχει  κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).  

Εναντίον της εν λόγω απόφασης η Αιτήτρια κατέθεσε την υπό εξέταση προσφυγή.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας καθώς και τα στοιχεία που προκύπτουν από αυτόν και κρίνω ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας πρωτίστως και υπό το φως βεβαίως και των σχετικών διατάξεων του Νόμου, κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(α) ήτοι κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) ήτοι (α) ύπαρξη νέων στοιχείων ή πορισμάτων και (ίί) ο Προϊστάμενος ικανοποιείται πως ο Αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος,».

Σύμφωνα με τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς την έννοια των νέων στοιχείων « […] κατ’ ορθήν ερμηνεία του άρθρου 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32, η έννοια «νέα στοιχεία ή πορίσματα» τα οποία «έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα», κατά τη διάταξη αυτή, περιλαμβάνει τα στοιχεία ή τα πορίσματα που προέκυψαν μετά την οριστική περάτωση της διαδικασίας που είχε ως αντικείμενο προγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας, καθώς και τα στοιχεία ή τα πορίσματα τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από τον αιτούντα»» (ΔΕΕ, C-18/20, απόφ. ημερ. 9.9.2021, σκ. 44).

Στην παρούσα υπόθεση της Αιτήτριας παρατηρώ ότι οι κατ’ ισχυρισμόν απειλές κατά της ζωής της Αιτήτριας από τις αρχές της χώρας της συνίστανται σε στοιχεία τα οποία υφίσταντο μεν ήδη πριν από την περάτωση της διαδικασίας, αλλά δεν προβλήθηκαν από την Αιτήτρια. Προχωρώντας και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου διαπιστώνω ότι όντως πρόκειται για στοιχεία τα οποία προϋπήρχαν του αρχικού αιτήματος της Αιτήτριας για διεθνή προστασία και τα οποία δεν προβλήθηκαν από την Αιτήτρια λόγω δικής της υπαιτιότητας τόσο κατά την αρχική της αίτηση και ιδίως κατά το στάδιο της προσφυγής της στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας βάσει του άρθρου 146 του Συντάγματος. Πρόσθετα παρατηρώ ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αναφορικά με το ότι κινδυνεύει η ζωή της είχαν λεχθεί από την ίδια στην αίτηση ασύλου της (βλ. ερυθρό 19 Δ.Φ.). Ωστόσο στην συνέχεια και κατά την διάρκεια της συνέντευξης της ανέφερε ότι το περιεχόμενο της αίτηση της δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα και πως υπέβαλε αίτηση ασύλου για να παραμείνει νόμιμα στην Δημοκρατία για να εργαστεί (βλ. ερυθρό 21 Δ.Φ.). Τέλος, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια είχε την δυνατότητα να αναφέρει τους πιο πάνω ισχυρισμούς και κατά το στάδιο της υπ’ αριθμόν 6984/21 προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασία παρόλα αυτά δεν το έπραξε. Αντιθέτως απέσυρε την εν λόγω προσφυγή δια του συνηγόρου της η οποία και στην συνέχεια απορρίφθηκε ήτοι στις 20.06.2022.

Συνεπώς, κρίνω πως τα παραπάνω στοιχεία που προβάλλονται με την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση δεν θεωρούνται νέα και ουσιώδη καθότι δεν τα ανέφερε η Αιτήτρια λόγω δικής της υπαιτιότητας και κατά συνέπεια ορθώς δεν χρήζουν περαιτέρω εξέτασης καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(α) του Περί Προσφύγων Νόμου. Ενόψει του δεδομένου ότι αυτές  οι δύο προϋποθέσεις του άρθρου 16Δ(3)(β) (ι) (ιι) τίθενται σωρευτικά και όχι διαζευκτικά, σε περίπτωση που δεν πληρείται μια εκ των δύο, δεν χρήζει ανάλυσης η δεύτερη. Άρα, το κατά πόσον τα οποία νέα στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας, δεν είναι κρίσιμο πλέον καθότι έχω ήδη αποφανθεί ότι δεν πληρούται μία εκ των προϋποθέσεων του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης.

Στη βάση αυτού, ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση δεν κάλεσαν την Αιτήτρια σε συνέντευξη εφόσον ήταν ξεκάθαρο ότι δεν προσκόμισε οποιαδήποτε στοιχεία που στα πλαίσια του άρθρου 16Δ(3) να δικαιολογούν το παραδεκτό της μεταγενέστερης αίτησής της και εξέταση της ουσίας του αιτήματός της.

Τονίζω εξάλλου σε αυτό το σημείο ότι σύμφωνα με το άρθρο 16 του Περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί], αρχικά, το βάρος απόδειξης το φέρει ο Αιτητής ο οποίος υποχρεούται να υποστηρίξει την αίτηση του με όλα τα έγραφα και στοιχεία που έχει στην κατοχή του, αλλά και γενικότερα να βοηθήσει την Υπηρεσία Ασύλου με τον καλύτερο τρόπο να διαπιστώσει τα γεγονότα της υπόθεσης του. Ως έχει νομολογηθεί ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγησή του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του στο καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010). Στην παρούσα υπόθεση της Αιτήτριας και από τα ενώπιον μου στοιχεία έμπρακτα προκύπτει ότι η Αιτήτρια από δική της υπαιτιότητα δεν προέβαλε τα εν λόγω στοιχεία, τα οποία προϋπήρχαν του αρχικού αιτήματος της, ενώ αρκέστηκε στο να αναφέρει οικονομικούς λόγους ως λόγους διαφυγής της από την χώρα καταγωγής της.

Κατά την ακροαματική διαδικασίας η Αιτήτρια προέβαλε νέους και καινοφανείς ισχυρισμούς ήτοι ότι κατά ή περί τον Ιούλιο του 2018 στην περιοχή της υπήρξε πλημμύρα και ότι όλα τα σπίτια είχαν καταστραφεί συμπεριλαμβανομένου και του δικού της. Στη συνέχεια ανέφερε ότι αιτήθηκαν στον πρόεδρο να δώσει κάποια βοήθεια στον κόσμο. Περαιτέρω ανέφερε ότι η κυβέρνηση έδωσε κάποια χρήματα και ότι βοήθησε κάποιους να χτίσουν τα σπίτια τους. Στη συνέχεια όμως και λόγω αδυναμίας της Κυβέρνησης να βοηθήσει όλους τους κατοίκους συντάχθηκε μια λίστα ατόμων στην οποία έπρεπε και οι ιδιοκτήτες να συνεισφέρουν με κάποια χρήματα στην ανέγερση των οικιών. Η Αιτήτρια πρόσθεσε ότι λόγω του ότι ήταν μεγάλο το χρηματικό ποσό που χρειαζόταν η κυβέρνηση δανείστηκε λεφτά με υψηλό τόκο καθότι ήταν φτωχή. Πρόσθεσε ωστόσο ότι δεν μπορούσε να δεχθεί την κατάσταση και προσπάθησε να μιλήσει με άλλους κατοίκους κατά της κυβέρνησης μαζεύοντας υπογραφές ώστε να προχωρήσει με καταχώρηση κάποιου παραπόνου κατά της Κυβέρνησης. Στη συνέχεια ανέφερε ότι άρχισε να αισθάνεται αγνώστους να την ακολουθούν και την ζωή της να βρίσκεται σε κίνδυνο ως εκ τούτου επικοινώνησε με την αδελφή της η οποία βρισκόταν ήδη στην Κύπρο να την βοηθήσει να έρθει και αυτή.

Αναφορικά με το έγγραφο το οποίο προσκόμισε στην Υπηρεσία ασύλου ημερομηνίας 10.05.2023 (τεκμήριο «Β»  ερυθρό 76 δ.φ.) επί του οποίου και όπως  αναφέρει καταζητείται στην χώρα καταγωγής της καθότι πρόκειται για ένταλμα σύλληψης. Ερωτηθείσα πως το εν λόγω έγγραφο ήρθε στην κατοχή της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι το παρέλαβε η μητέρα της η οποία της το έστειλε στο email στη αδελφής της η οποία στην συνέχεια της το παρέδωσε. Ερωτηθείσα γιατί δεν ανέφερε σε κανένα στάδιο της προηγούμενης πρωτοβάθμιας διαδικασίας τα προβλήματα που αντιμετωπίζει με τις αρχές της χώρας της ότι δηλαδή την αναζητούν καθότι πρόκειται για γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα πριν την καταχώρηση της αρχικής της αίτησης για διεθνή προστασία, ήτοι στις 11/10/2019, η Αιτήτρια αποκρίθηκε ότι προσπαθούσε να φτιάξει τα χαρτιά της, όπως επίσης και ότι ο μεταφραστής κατά την διάρκεια της συνέντευξης της δεν μετέφραζε σωστά. Εστιάζοντας την προσοχή της Αιτήτριας ότι στην συνέντευξη της ανέφερε ότι τα όσα κατέγραψε στην αρχική της αίτηση της δεν ανταποκρίνονται στη πραγματικότητα επισημαίνοντας παράλληλα στην Αιτήτρια ότι ανέφερε ότι ο δικηγόρος της της είπε να αναφέρει τα πολιτικά προβλήματα που αντιμετωπίζει, η Αιτήτρια δεν αποκρίθηκε. Ερωτηθείσα από το Δικαστήριο γιατί στην συνέντευξη της ανέφερε μόνο τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει στην χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια και πάλι δεν αποκρίθηκε. Ερωτηθείσα γιατί η αρχές την αναζητούν σήμερα (το εν λόγω έγγραφο φέρει ημερομηνία έκδοσης 10/05/2023) λαμβανομένου ότι έχουν παρέλθει σχεδόν πέντε χρόνια από το περιστατικό το οποίο επικαλέστηκε ήτοι γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα το 2018 η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Ερωτηθείσα γιατί το εν λόγω έγγραφό φέρει τίτλο -Confirmation Letter- και όχι ένταλμα σύλληψης ως προηγουμένως ανέφερε και πάλι δεν μπορούσε να αποκριθεί. Ερωτηθείσα για το περιεχόμενο του εγγράφου η Αιτήτρια και πάλι δεν ήταν σε θέση να απαντήσει συνεκτικά και τεκμηριωμένα. Ερωτηθείσα πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της η Αιτήτρια αποκρίθηκε νόμιμα. Ερωτηθείσα πώς είναι δυνατόν να διέφυγε νόμιμα καθότι την αναζητούσαν η αρχές από το 2018 ως αναφέρει η Αιτήτρια αποκρίθηκε και πάλι γενικά και αόριστα ότι αυτή είναι η αλήθεια.

Δια ταύτα και εξετάζοντας τα όσα αναφέρει η Αιτήτρια τόσο επί της μεταγενέστερης αίτησης αλλά και επί της παρούσας διαδικασίας κρίνω ότι ορθώς αξιολογήθηκαν και απερίφθησαν από τους Καθ’ων η Αίτηση καθότι έμπρακτά προκύπτει ότι η Αιτήτρια λόγω δικής της υπαιτιότητας δεν προέβαλε τους εν λόγω ισχυρισμούς περί φερόμενης δίωξης της στην χώρα καταγωγής σε προηγούμενα στάδια της διαδικασίας της καθότι πρόκειται για γεγονότα τα οποία προϋπήρχαν του αιτήματος της για Διεθνή Προστασία. Ως εκ τούτου δεν μπορώ να δεχθώ της αιτιολόγηση περί μη κατοχής οποιαδήποτε στοιχείων κατά το στάδιο της συνέντευξης της  που να υποστηρίζουν το αίτημα της, καθότι σε κανένα στάδιο της προηγούμενης διαδικασίας δεν προέβαλε πέραν των οικονομικών δυσκολίων οποιοδήποτε ισχυρισμό περί βάσιμου φόβο δίωξη στην χώρα καταγωγής της. Εκπρόθεσμη υποβολή δηλώσεων ή καθυστερημένη παρουσίαση αποδεικτικών στοιχείων επηρεάζουν αρνητικά την αξιοπιστία ενός Αιτητή, εκτός εάν παρέχονται  έγκυρες εξηγήσεις[2]. Συνεπώς, τα εν λόγω στοιχεία ορθώς δεν έτυχαν περαιτέρω αξιολόγησης, λόγω υπαιτιότητας της ίδιας της Αιτήτριας να τα αναφέρει σε προηγούμενα στάδιο εξέτασης του αιτήματος της. Για τον λόγο αυτό κρίνεται ότι η ύπαρξη νέων στοιχείων δεν μπορεί να οδηγήσει στην ουσιαστική εξέτασή τους και η μεταγενέστερη αίτησή της ορθώς θεωρήθηκε απαράδεκτη βάσει του άρθρου 16 Δ (3) (α) και (β) (ii) του Περί Προσφύγων Νόμου. 

Πέραν τούτου, διαπιστώνω από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου  ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Μετά το τέλος της συνέντευξης, η Αιτήτρια, ο διερμηνέας και ο αρμόδιος λειτουργός υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης και στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης η Αιτήτρια πιστοποίησε με την υπογραφή της ότι το περιεχόμενο της συνέντευξης του μεταφράστηκε ορθά. Συνακόλουθα απαράδεκτα προβάλλεται αόριστα με την αγόρευση του συνηγόρου της ο ισχυρισμός περί πλημμέλειας των διαδικασιών συνέντευξης, ενώ ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι ο μεταφραστής δεν μετέφραζε σωστά δεν ευσταθεί και απορρίπτεται. Σημειώνεται  ότι ούτε κατά το στάδιο της προσφυγής της κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς προστασίας προέβαλε οποιουσδήποτε ισχυρισμούς περί φόβο δίωξης. Αντιθέτως προχώρησε και απέσυρε την προσφυγής της δια μέσω του συνηγόρου της καθιστώντας  την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου τελεσίδικη. Τούτο δε, λαμβάνοντας υπόψη ότι δεν έχουν αμφισβητηθεί δικαστικώς με καταχώριση προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο (αφού εν προκειμένω, η καταχωρισθείσα προσφυγή αποσύρθηκε χωρίς να εξεταστεί). Η μη προσβολή τους στο Δικαστήριο δημιουργεί δεδικασμένο με αποτέλεσμα το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, να εξετάζεται υπό το φως των κριθέντων με τις αποφάσεις αυτές ως πραγματικών και νομικών περιστατικών[3]

Επικουρικώς δε να σημειώσω ότι το έγγραφο που έχει προσκομίσει  η Αιτήτρια (τεκμήριο «Β») στην Υπηρεσία Ασύλου προς απόδειξη των ισχυρισμών της ότι καταζητείται στη χώρα καταγωγής της, ομοίως δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Σημειώνεται  ότι οποιοδήποτε έγγραφο που προσκομίζετε αξιολογείται με βάση τη νομολογία και τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του και (α) κατά πόσο είναι συναφή με το αίτημα ασύλου, (β) ζήτημα ύπαρξης του τύπου εγγράφου σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (γ) περιεχόμενο των εγγράφων/ συμβατότητας με τις δηλώσεις του αιτούντος και πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (δ) ακρίβεια/λεπτομέρειες των εγγράφων, (ε) εάν αποτελεί άμεση μαρτυρία ενός ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, (στ) τύπος/τυποποιημένη μορφή για συγκεκριμένους τύπους εγγράφων επίσης παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς την αξιολόγηση της γνησιότητάς του[4]. H δε αξιολόγηση της αξιοπιστίας του αιτούντα διενεργείται με βάση το σύνολο των στοιχείων της υπόθεσης ήτοι των δηλώσεων του, άλλων αποδεικτικών στοιχείων/εγγράφων προκειμένου να προσδιοριστεί αν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας.[5] Το επίπεδο απόδειξης συνίσταται στη στάθμιση των πιθανοτήτων σε συνδυασμό, κατά περίπτωση, με το ευεργέτημα της αμφιβολίας το οποίο είναι το κατάλληλο επίπεδο σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας[6]. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι, ενώ σύμφωνα με το Άρθρο 4 (1) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[7] η υποχρέωση τεκμηρίωσης της αίτησης φαίνεται να περιλαμβάνει την υποχρέωση υποστήριξης των δηλώσεων με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις, δεν υπάρχει γενική απαίτηση να τεκμηριώνονται όλες οι πτυχές των δηλώσεων του αιτούντος με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις ούτε δε είναι απαραίτητη η επιβεβαίωση των δηλώσεων με έγγραφα ή άλλες αποδείξεις[8]. Λόγω της ειδικής κατάστασης στην οποία βρίσκονται συνήθως οι αιτούντες άσυλο, συχνά χρειάζεται να τους παρέχεται το ευεργέτημα της αμφιβολίας κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας των δηλώσεών τους και των εγγράφων που υποβάλλουν προς υποστήριξή τους. Όμως, όταν παρουσιάζονται πληροφορίες που δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών ενός αιτούντος άσυλο, ο ενδιαφερόμενος πρέπει να παράσχει ικανοποιητική εξήγηση των προβαλλόμενων ανακριβειών των ισχυρισμών του [...][9].Συνεπώς, η αίτηση αξιολογείται συνολικά, με συνεκτίμηση όλων των παραγόντων που αφορούν τον αιτούντα, συμπεριλαμβανομένων της ηλικίας, του φύλου, του πολιτιστικού, εκπαιδευτικού και γλωσσικού υπόβαθρου, των αναπηριών, των προβλημάτων υγείας, των τραυματικών εμπειριών, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ντροπής ή του στίγματος καθώς και όλων των άλλων συναφών αποδεικτικών στοιχείων[10] δηλαδή στο σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων[11]

Από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι το εν λόγω έγγραφο με τίτλο – Confirmation Letter- δεν έχει αποδεικτική αξία καθότι και σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας δεν πρόκειται για ένταλμα σύλληψης ως αυτή ανέφερε κατά την ακροαματική διαδικασία αλλά ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου ότι τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της ότι αναζητείται στην χώρα καταγωγής της. Σημαντικότερα κρίνω ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση αν παρέχει περισσότερες πληροφορίες αναφορικά με τον εν λόγω έγγραφο ενώ και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέν φρονώ ότι και σε σύγκρισή με τις δηλώσεις της Αιτήτριας  σε όλα τα στάδια της διαδικασίας, αλλά και κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας παρουσιάζονται σημαντικές αντιφάσεις που δημιουργούν ισχυρούς λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας των ισχυρισμών της. Ως εκ τούτου η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας δεν τεκμηριώνεται. Επομένως κρίνω ότι τα όσα αναφέρει δεν αυξάνουν τις πιθανότητες επιτυχίας της αίτησής του καθότι με βάση τα αποδεκτά στοιχεία της αίτησης της Αιτήτριας, ήτοι προσωπικές λεπτομέρειες, δε στοιχειοθετείται βάσιμος φόβος δίωξης είτε πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στο Βιετνάμ.

Η πλήρης εικόνα που διαμορφώνεται μέσω των στοιχείων του φακέλου της Αιτήτριας, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους[12] επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα του λειτουργού. Το αφήγημα της Αιτήτριας επί της μεταγενέστερης αίτησης της εμπεριέχει δηλώσεις που δεν θεωρούνται συνεπείς και ευλογοφανείς με τα όσα είχε προηγουμένως αναφέρει κατά το στάδιο εξέτασης της αρχικής της Αίτησης . Από τις απαντήσεις της, κατά την ακροαματική διαδικασία, διαπιστώνεται ότι δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια και συνοχή.[13]

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα, τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι  οι Καθ' ων η αίτηση προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αλλά και η αιτιολογία αυτής είναι πλήρης και εμπεριστατωμένη, με αναφορά στους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια και υπαγωγή τους στη σχετική εφαρμοστέα νομοθεσία. Η προσβαλλόμενη δια της παρούσας προσφυγής απόφαση είναι δια τούτο θεωρώ προϊόν δέουσας υπό τις περιστάσεις έρευνας - αφού οι Καθ' ων η αίτηση πραγματεύτηκαν όλους τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας στο πλαίσιο της επίδικης μεταγενέστερης αίτησης και υπήγαγαν αυτούς στις διατάξεις της οικείας νομοθεσίας, ως πιο πάνω καταγράφεται, και είναι περαιτέρω πλήρως και σαφώς αιτιολογημένη. 

Υπό το φως των ανωτέρω, ορθώς η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας κρίθηκε ως απαράδεκτη κατά το προκαταρκτικό στάδιο εξέτασής της από την Υπηρεσία Ασύλου.

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (Βιετνάμ), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω η Αιτήτρια να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας ιθαγένειας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται  με €500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

 

  Δ. Κατσαρίδης, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου, Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη σελ. 247  και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Π.Δ. Δαγτόγλου, σελ. 552.

[2] Βλ. Υπόθεση ΕΔΑΔ, CRUZ VARAS AND OTHERS κατά Σουηδίας , Αριθ. Αιτ. 15576/89 ημερ. 22/3/1991 Παρ. 73

[3] Υπόθεση υπ' αρ. ΔΔΠ 114/19, R.A. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 30.03.2020.

[4] Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.14-15

[5] EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018, https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5, σελ.21

[6] High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2017, ON κατά Refugee Appeals Tribunal & Ors [2017] IEHC 13, σκέψη 63.

[7] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας (στο εξής «ΟΕΑΑ» (αναδιατύπωση),

[8] EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018, https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5 , σελ. 82.

[9] UNHCR, Ερμηνευτικό σημείωμα «Το βάρος της απόδειξης και η αποδεικτική ισχύς των ισχυρισμών κατά την εξέταση των αιτημάτων ασύλου», 16/12/1998, σ. 3, γίνεται μνεία στην απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) (τμήμα ευρείας συνθέσεως) της 23ης Αυγούστου 2016, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 59166/12, σκέψη 53.

[10] EASO-Δικαστική ανάλυση-Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου, 1/2/2018, https://euaa.europa.eu/publications?field_category_target_id=15212&field_geo_coverage_target_id&field_keywords_target_id&title=&language=All&page=5, σελίδα 73

[11] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), απόφαση της 24ης Ιουλίου 2009, IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, σκέψη 11, αρχή 4: «Η αξιολόγηση της αξιοπιστίας πρέπει να γίνεται με βάση την πλήρη εικόνα που διαμορφώνεται από το σύνολο των διαθέσιμων αποδεικτικών στοιχείων και πληροφοριών, κατόπιν ορθολογικής ανάλυσης και δίκαιης στάθμισής τους».

[12] Βλέπε High Court (Ανώτερο Δικαστήριο) (Ιρλανδία), IR κατά Minister for Justice Equality & Law Reform & anor, [2009] IEHC 353, ημερομηνίας 24/07/2009, σκέψη 11.

[13] (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2022, Ν.6(Ι)/2000, βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11[3]). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών,


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο