ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. Τ2948/2023

 

27 Φεβρουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

J. S.

 Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

 

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

 

Μιχάλης Μαυρονικόλας για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόρος για τον αιτητή 

 

Καμία εμφάνιση για τους καθ’ ων η αίτηση

 

[Παρών ο κύριος Haseeb Rahman για πιστή μετάφραση από Punjabi σε Αγγλικά και αντίστροφα και παρούσα η κυρία Έλενα Ηρακλέους για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.]

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  O αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 31/10/2023, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως προδήλως αβάσιμο δυνάμει των άρθρων 12Βτρις, 12Δ και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019.  Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος Ινδίας και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 09/10/2023.

 

Στις 25/10/2023 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε Έκθεση-Εισήγηση ημερομηνίας 26/10/2023 προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια, ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, απέρριψε το αίτημα του αιτητή στις 31/10/2023, ως προδήλως αβάσιμο.  Η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε στις 03/11/2023 απορριπτική του αιτήματος του αιτητή επιστολή στην οποία συμπεριέλαβε την αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία επιδόθηκε δια χειρός στον αιτητή την ίδια ημέρα. Στη συνέχεια, ο αιτητής καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της προαναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως ο συνήγορος του αιτητή κατά την δικάσιμο ημερομηνίας 27/11/2023, όπου η υπόθεση ήταν ορισμένη για διευκρινίσεις και παρουσίαση φακέλου, δήλωσε πως προωθεί τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου, εφόσον κατά την εισήγησή του δεν λήφθηκαν υπόψη τα έγγραφα που προσκόμισε ο αιτητης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.  Θα πρέπει βέβαια να επισημανθεί πως ο συνήγορος του αιτητή διευκρίνισε πως τα έγγραφα μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του και του κατ’ουσίαν ελέγχου της απόφασης του αρμόδιου οργάνου που το Δικαστήριο διεξάγει.  Στην υπό εξέταση υπόθεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ’ ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία.

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να διεξάγω έλεγχο ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης αλλά και για να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε πως αγαπά μια κοπέλα, η οποία ανήκει στη θρησκεία των Sikh όπως και ο ίδιος, ωστόσο η οικογένειά της δεν συμφωνούσε με τη σχέση τους. Ως εκ τούτου, αποφάσισαν να συνάψουν γάμο ενώπιον Δικαστηρίου (“court marriage”). Όταν μετέβησαν στο Δικαστήριο, βρισκόταν εκεί η οικογένεια της κοπέλας, τους κτύπησαν και προσπάθησαν να σκοτώσουν τον ίδιο, ενώ πήραν την κοπέλα μαζί τους. Ανέφερε ότι ακόμα και τώρα που βρίσκεται στη Δημοκρατία απειλούν να τον σκοτώσουν. Παρακάλεσε όπως του επιτραπεί να παραμείνει νόμιμα, καθότι έχει καταβάλει τα δίδακτρα του κολλεγίου του, ωστόσο δεν έγινε αποδεκτή η άδεια παραμονής του (ερυθρό 1 και μετάφραση ερυθρό 33, του Διοικητικού Φακέλου).

 

Σημειώνεται ότι ο αιτητής προσκόμισε μαζί με την αίτηση τα ακόλουθα έγγραφα:

 

1.    Δικαστικό έγγραφο (ερυθρά 26-10 του Διοικητικού Φακέλου).

2.    Πιστοποιητικό γάμου από τελετή σε ναό (ερυθρό 9 του Διοικητικού Φακέλου).

3.    Αντίγραφο της ταυτότητας της συζύγου του (ερυθρό 8 του Διοικητικού Φακέλου).

4.    Αντίγραφο της ταυτότητας του ιδίου (ερυθρό 7 του Διοικητικού Φακέλου).

5.    Αίτηση που καταχώρισε ο αιτητής για προστασία στις αστυνομικές αρχές της χώρας του (ερυθρά 6-5 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Κατά την έναρξη της συνέντευξης, ο αιτητής ενημερώθηκε σχετικά με την εφαρμογή της ταχύρρυθμης διαδικασίας και τα προβλεπόμενα από τον περί Προσφύγων Νόμο, Ν. 6(Ι)/2000 και συγκεκριμένα, το άρθρο 12Δ, του Ν. 6(Ι)/2000. Ειδικότερα, ο αιτητής ενημερώθηκε ότι η χώρα του κρίνεται ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις του προαναφερθέντος Νόμου και από τον Υπουργό Εσωτερικών, σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 166/2023. Σημειώνεται, ότι δόθηκε η δυνατότητα στον αιτητή να προβάλει επιχειρήματα σχετικά με το αν η χώρα καταγωγής του είναι ασφαλής και ανέφερε ότι η Ινδία είναι ασφαλής χώρα, αλλά όχι για τον ίδιο (ερυθρό 45, 2Χ του Διοικητικού Φακέλου).

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο αιτητής δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το 2017 με σκοπό να σπουδάσει. Ανέφερε ότι φοίτησε σε Κολλέγιο για τέσσερα χρόνια, στη συνέχεια ανανεώθηκε η άδεια παραμονής του για δύο επιπλέον χρόνια, αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές του.  Ο αιτητής ανέφερε πως επέστρεψε στην Ινδία το 2019 αλλά και τον Νοέμβριο του 2022, για να συναντήσει την οικογένειά του και να παντρευτεί και επανήλθε στη Δημοκρατία τον Φεβρουάριο του 2023. Αναφορικά με τη σύζυγό του, ο αιτητής δήλωσε πως βρίσκεται στην πόλη Karnal της πολιτείας Haryana στην Ινδία και διαμένει με τους γονείς της.  Ο αιτητής ανέφερε πως όταν επέστρεψε στην Ινδία επισκέφθηκε τους γονείς της κοπέλας ενημερώνοντάς τους για την πρόθεσή τους να παντρευτούν.  Οι γονείς της ήταν αρνητικοί και γι’αυτό το λόγο αποφάσισαν να παντρευτούν σε Δικαστήριο (ερυθρό 42, 5Χ του Διοικητικού Φακέλου).

 

Σε διευκρινιστική ερώτηση ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι προχώρησε σε γάμο παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειάς της, διότι η σύντροφός του απείλησε να αυτοκτονήσει (ερυθρό 40, 3Χ του Διοικητικού Φακέλου). Ερωτηθείς τι συνέβη μετά το γάμο, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι όταν μετέβησαν στο Δικαστήριο για την τέλεση του γάμου, η οικογένεια της συντρόφου του ζήτησε από τον Δικαστή να τους δώσει λίγο χρόνο για να μιλήσουν με την θυγατέρα τους και ακολούθως, η τελευταία αποχώρησε με τους γονείς της και ανέφερε ότι θα τον παντρευόταν αλλά όχι εκείνη τη χρονική στιγμή. Στη συνέχεια, οι συγγενείς της που βρίσκονταν εκεί άρχισαν να κτυπούν τον αιτητή (ερυθρό 40, 7Χ του Διοικητικού Φακέλου).

 

Σε ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού σε σχέση με τις απειλές που δέχθηκε, ο αιτητής ανέφερε ότι κατά τη διάρκεια του διαπληκτισμού που είχαν στο Δικαστήριο, απείλησαν ότι θα τον σκοτώσουν (ερυθρό 39, 2Χ, του Διοικητικού Φακέλου) και δήλωσε πως δεν του συνέβη οποιοδήποτε άλλο περιστατικό, απλά λάμβανε τηλεφωνικές απειλές ενόσω βρισκόταν στη Δημοκρατία από μέλη της οικογένειάς της (ερυθρό 39, 3Χ και 4Χ, του Διοικητικού Φακέλου).   Αναφορικά με τις απειλές, ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι άρχισαν στις 24/01/2023 και έλαβε την τελευταία απειλή στις 12/08/2023 (ερυθρό 39, 5Χ, του Διοικητικού Φακέλου). Σε ερώτηση αν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του το 2023, ο αιτητής απάντησε αρνητικά.  Δήλωσε βέβαια πως βρίσκεται στην Κυπριακή Δημοκρατία γιατί είχε ήδη καταβάλει τα δίδακτρα της σχολής (ερυθρό 42, 7Χ, του Διοικητικού Φακέλου).

 

Στη βάση των ανωτέρω προβαλλόμενων ισχυρισμών, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην Έκθεση-Εισήγησή του, διαμόρφωσε τρεις βασικούς ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και το προφίλ του αιτητή, ο οποίος έγινε αποδεκτός, καθότι ο αιτητής παρουσίασε αντίγραφο διαβατηρίου και ταυτότητας και τα όσα ανέφερε σχετικά με την περιοχή καταγωγής και συνήθους διαμονής του επιβεβαιώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης. Αποδεκτός έγινε και ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός, ότι δηλαδή βρίσκεται στην Δημοκρατία με σκοπό να σπουδάσει, αναφέροντας ότι ολοκλήρωσε τέσσερα έτη σπουδών και ότι εκκρεμούν ακόμη δύο για να λάβει το πτυχίο του.

 

Ο τρίτος ουσιώδης ισχυρισμός που σχημάτισε ο αρμόδιος λειτουργός αφορά το φόβο που δηλώνει ο αιτητής για τη ζωή του από την οικογένεια της συζύγου του, η οποία αντιτίθεται στον γάμο τους.  Ο ισχυρισμός αυτός δεν έγινε αποδεκτός, καθότι ως καταγράφεται στην εισηγητική έκθεση, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ακριβείς και ικανοποιητικές πληροφορίες. Συγκεκριμένα, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τα λεγόμενά του, κληθείς να εξηγήσει το γεγονός ότι ήρθε στη Δημοκρατία για να σπουδάσει, ενώ μετέπειτα ανέφερε ότι επέστρεψε στην Ινδία τον Νοέμβριο του 2022 για να παντρευτεί, ενέργεια η οποία οδήγησε στις απειλές κατά της ζωής του.

 

Περαιτέρω, ερωτηθείς για ποιο λόγο είχαν αντιρρήσεις οι γονείς της συντρόφου του για τον γάμο τους, ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφή απάντηση, αναφέροντας πως θα έβρισκαν κάποιο άλλο πρόσωπο για τη θυγατέρα τους. Επίσης, κληθείς να δώσει λεπτομέρειες για τη σχέση του με την εν λόγω κοπέλα, ο αιτητής ανέφερε ότι γνωρίστηκαν το 2015 ή το 2016 χωρίς να θυμάται ακριβώς και ότι γνώρισε τους γονείς της το 2019.  Όπως ανέφερε, διατηρούσαν σχέση για περίοδο έξι χρόνων, αλλά οι γονείς της δεν τον αποδέχτηκαν ενώ η δική του οικογένεια δεν έφερε αντιρρήσεις στο γάμο τους.

 

Ο αιτητής χωρίς να δίνει επαρκείς πληροφορίες ισχυρίστηκε πως κατά την παραμονή του στην Ινδία, τον περίμεναν τα ξαδέρφια και λοιποί συγγενείς της κοπέλας για να τον κτυπήσουν, αλλά κατάφερε να ξεφύγει. Ο αρμόδιος λειτουργός αφού εξέτασε όλα τα έγγραφα και τους ισχυρισμούς που έθεσε ενοποιόν του ο αιτητής, καταλήγει πως ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να αφηγηθεί τα γεγονότα με λεπτομέρεια, συνοχή και ακρίβεια όπως θα ήταν αναμενόμενο με συνέπεια να μην στοιχειοθετείται ο ισχυρισμός του περί φόβου κατά της ζωής του από την οικογένεια της συντρόφου του.

 

Όπως προκύπτει από την εισηγητική έκθεση, o αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου προέβη ακολούθως σε νομική ανάλυση και με βάση τα αποδεκτά ουσιώδη πραγματικά περιστατικά έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα του όπως αυτός καθορίζεται από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000.  Επιπρόσθετα, διαπιστώθηκε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης όπως αυτός καθορίζεται στο άρθρο 19 του προαναφερόμενου Νόμου, καθότι με βάση την έρευνα που διεξήγαγε ο αρμόδιος λειτουργός διαπιστώθηκε ότι στην περιοχή Samana, της επαρχίας Punjab, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος του αιτητή για παραχώρηση προσφυγικού καθεστώτος και καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ως προδήλως αβάσιμο, δυνάμει του άρθρου 12Βτρις, 12Δ, και 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000. Ο αρμόδιος εξουσιοδοτημένος λειτουργός, που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου, υιοθέτησε την Έκθεση-Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και απέρριψε το αίτημα του αιτητή.

 

Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 27/11/2023, ηγέρθη το θέμα αξιολόγησης των εγγράφων που προσκόμισε ο αιτητής μαζί με την αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, τα οποία ως ισχυρίστηκε ο συνήγορος του αιτητή δεν αξιολογήθηκαν επαρκώς κατά τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματος του από την Υπηρεσία Ασύλου. Το παρόν Δικαστήριο, ως Δικαστήριο ουσίας έχει τη δικαιοδοσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας και να αξιολογήσει τα προσκομισθέντα έγγραφα, σημείο το οποίο υποστήριξαν και οι συνήγοροι του αιτητή κατά το στάδιο των διευκρινίσεων της υπόθεσης.  Είναι βέβαια χρήσιμο να επισημανθεί πως το αρμόδιο όργανο κατέγραψε τα έγγραφα που προσκόμισε ενώπιον του ο αιτητής (ερυθρό 63, του διοικητικού φακέλου και τα έλαβε υπόψη του κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης (ερυθρά 59, 60, του διοικητικού φακέλου), όπως προκύπτει από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου. Ενώ το ζήτημα θα μπορούσε να σταματήσει σε αυτό το στάδιο εφόσον υποβλήθηκαν ερωτήσεις στον αιτητή και είχε το αρμόδιο όργανο ενώπιον του τα έγγραφα τα οποία σχολιάζει στην απόφασή του, προχωρώ να εξετάσω τα έγγραφα εφόσον υπάρχει και συγκεκριμένος ισχυρισμός από τον ευπαίδευτο συνήγορο του αιτητή.

 

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με τον «Πρακτικό Οδηγό της EASO για την αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων» τα έγγραφα που προσκομίζει ο αιτητής ως αποδεικτικά στοιχεία προς υποστήριξη των ισχυρισμών του πρέπει να εξετάζονται διεξοδικά και πρέπει να αξιολογούνται ως προς τη συνάφεια τους με τους ισχυρισμούς του αιτητή, ως προς το περιεχόμενο, τη φύση και τον συντάκτη τους. Τα έγγραφα πρέπει να εξετάζονται από κοινού με άλλα αποδεικτικά στοιχεία που έχει προσκομίσει για να τεκμηριώσουν το συγκεκριμένο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό το οποίο προορίζονται να στηρίξουν, καθώς και με άλλα στοιχεία της αξιολόγησης της αξιοπιστίας.[1]

 

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο προχωρά στην εξέταση των εγγράφων που προσκόμισε ο αιτητής, ενόψει της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου. Κατά τη δικάσιμο ημερομηνίας 12/02/2024, όπου έγινε επανάνοιγμα της υπόθεσης για σκοπούς διευκρίνισης κάποιων ζητημάτων τα οποία έπρεπε να επεξηγηθούν στα πλαίσια ορθής απονομής της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο υπέβαλε διευκρινιστικές ερωτήσεις στον αιτητή σχετικά με τα έγγραφα που προσκόμισε. Τα έγγραφα αφορούν:

 

1.    Δικαστική απόφαση γάμου (ερυθρά 26-10 του Διοικητικού Φακέλου).

2.    Πιστοποιητικό γάμου από τελετή σε ναό (ερυθρό 9 του Διοικητικού Φακέλου).

3.    Αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής για προστασία στις αστυνομικές αρχές της χώρας του (ερυθρά 6-5 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Το έγγραφο υπ’ αριθμό 1 αφορά δικαστικό έγγραφο, το οποίο ο αιτητής δήλωσε στη συνέντευξή του ότι πρόκειται για υπόθεση δικαστηρίου της Ινδίας, ότι παντρεύτηκε μία κοπέλα και επακόλουθα παράπονα από τις δύο οικογένειες ότι δεν  αποδέχονται τον γάμο (“India court case that I married a girl then the others are complains from both families that they didnt accept the marriage”, ερυθρό 44, 5Χ του Διοικητικού Φακέλου). Το συγκεκριμένο έγγραφο, ως συνάγεται από το περιεχόμενο το οποίο είναι στην αγγλική γλώσσα, αφορά δικαστική υπόθεση η οποία καταχωρήθηκε από τον αιτητή και την κατ’ ισχυρισμό σύζυγο του (εφεξής αιτητές) στο High Court for the States of Punjab and Haryana at Chandigarh στις 21/01/2023.

 

Το έγγραφο αναφέρει πως οι αιτητές τέλεσαν γάμο στις 20/01/2023 με βάση τα τελετουργικά των Σιχ και ότι οι συγγενείς της αιτήτριας (κατ’ ισχυρισμό σύζυγο του αιτητή) αντιτίθενται στο γάμο αυτό και προβαίνουν σε απειλές εναντίον τους και για το λόγο αυτό οι αιτητές αποτάθηκαν στο δικαστήριο για προστασία. Καταγράφεται επίσης πως οι αιτητές αποτάθηκαν και στις αστυνομικές αρχές, οι οποίες δεν προέβησαν σε καμία ενέργεια για την προστασία τους.

 

Αναφορικά με το έγγραφο υπ’ αριθμό 2, που αποτελεί πιστοποιητικό γάμου από τελετή σε ναό, (όπως το περιέγραψε ο ίδιος ο αιτητής στη συνέντευξή του, ερυθρό 44,5χ του Διοικητικού Φακέλου), πρόκειται για αντίγραφο, συνταγμένο σε τοπική γλώσσα και συμπληρωμένο στην Αγγλική γλώσσα.  Σημειώνεται πως στα πλαίσια του επανανοίγματος της υπόθεσης ο διερμηνέας που βρισκόταν ενώπιον του Δικαστηρίου επιβεβαίωσε το περιεχόμενο του εγγράφου.  Σε αυτό αναγράφονται τα ονόματα του αιτητή και της κατ’ ισχυρισμό συζύγου του, οι ημερομηνίες γεννήσεώς τους και το έγγραφο φέρει ημερομηνία την 20/01/2023. Σε διευκρινιστική ερώτηση που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, για πιο λόγο ουσιαστικά να τελέσει γάμο δύο φορές ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι στη θρησκεία τους ο γάμος αρχικά τελείται σε ναό και ακολούθως ενώπιον δικαστηρίου.

 

Το έγγραφο υπ’ αριθμό 3 αφορά αντίγραφο επιστολής που απέστειλε ο αιτητής και η κατ’ ισχυρισμό σύζυγός του σε ανώτερο αξιωματούχο της αστυνομίας στις 20/01/2023 και στο οποίο καταγράφεται ότι τα μέλη της οικογένειας της συζύγου του προβαίνουν σε συνεχείς απειλές εναντίον τους και ζητούν όπως περιοριστεί η ανάμειξή τους στη συζυγική τους ζωή.

 

Επισημαίνεται ότι τα έγγραφα εξετάζονται υπό το φως των ισχυρισμών του αιτητή και δεν μπορούν από μόνα τους να στοιχειοθετήσουν αίτημα διεθνούς προστασίας, εάν δεν υπάρχει συνοχή και συνάφεια με τα όσα ο αιτητής προβάλλει. Κατόπιν ενδελεχούς αξιολόγησης των εγγράφων, εγείρονται σοβαρά ερωτηματικά ως προς την αξιοπιστία τους και λόγω της μορφής τους, λόγω λαθών που εντοπίζονται στο περιεχόμενό τους και λόγω αντιφάσεων που προκύπτουν σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του αιτητή.

 

Συγκεκριμένα, κατόπιν έρευνας, διαπιστώθηκε ότι το δικαστήριο που αναφέρεται στο έγγραφο υπ’ αριθμόν 1 διαθέτει ιστοσελίδα[2] στην οποία υπάρχει αρχείο και αρκετές πληροφορίες για τη λειτουργία του και τις υποθέσεις που έχει ενώπιον του. Έγινε προσπάθεια εντοπισμού της συγκεκριμένης υπόθεσης στη μηχανή αναζήτησης της ιστοσελίδας, ωστόσο, χωρίς αποτέλεσμα. Αυτό που παρατηρείται όμως, είναι η λανθασμένη καταγραφή του ονόματος του Δικαστηρίου στην πρώτη σελίδα του εγγράφου, αντί High Court for the States of Punjab and Haryana at Chandigarh, καταγράφεται High Court for the States of Punjab and Punjab at Chandigarh. Λάθη επίσης εντοπίζονται και εντός του κειμένου, καθότι στις σελίδες 8 και 9 καταγράφεται η ημερομηνία 20/01/2022 η οποία είναι ένα χρόνο προγενέστερη του κατ’ ισχυρισμού γάμου (20/01/2023). Επίσης, στο έγγραφο αναφέρεται ότι η κατ’ ισχυρισμό σύζυγος του αιτητή είναι 24 ετών (ερυθρό 23 του εγγράφου), ενώ ο ίδιος στη συνέντευξή του η οποία έλαβε χώρα το ίδιο έτος με το έτος το οποίο φαίνεται να συντάχθηκε το έγγραφο, ανέφερε ότι είναι 26 ετών.

 

Αναφορικά με το έγγραφο υπ’ αριθμό 3 ο αιτητής σε διευκρινιστική ερώτηση του Δικαστηρίου ισχυρίστηκε ότι πρόκειται για ηλεκτρονικό μήνυμα το οποίο του απέστειλε λειτουργός του δικαστηρίου στην Ινδία για να ρωτήσει κατά πόσο χρειάζεται προστασία, ισχυρισμός που έρχεται σε αντίφαση με το περιεχόμενο του εγγράφου στο οποίο διαφαίνεται ότι ο αιτητής είναι ο αποστολέας.  Περαιτέρω, ο αιτητής σε κανένα σημείο της συνέντευξής του δεν ανέφερε ότι προέβησαν με την σύντροφό του σε τέλεση γάμου σε ναό, ως αναφέρεται στο έγγραφο υπ’ αριθμόν 2, αναφέρθηκε μόνο στην πρόθεσή τους να τελέσουν γάμο σε Δικαστήριο λόγω της μη έγκρισης του γάμου τους από την οικογένεια της συντρόφου του.  

 

Θα αναμένετο από τον αιτητή να γνωρίζει και να δώσει περισσότερες πληροφορίες, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει τα έγγραφα που υπέβαλε με την αίτηση διεθνούς προστασίας, αλλά αυτός περιορίστηκε στην απλή αναφορά ότι το έγγραφο υπ’ αριθμόν 1 αποτελεί δικαστική υπόθεση ότι παντρεύτηκε και ότι υπάρχουν παράπονα από τις δύο οικογένειες επειδή δεν αποδέχονται τον γάμο. Εντούτοις το έγγραφο το οποίο προσκόμισε κατονομάζει συγγενείς μόνο της συντρόφου του αιτητή. Επιπρόσθετα, αντίφαση ως προς το εν λόγω σημείο εντοπίζεται και στα όσα προέβαλε ο αιτητής στη συνέντευξή του, στην οποία ισχυρίστηκε ότι μόνο η οικογένεια της συντρόφου του δεν εγκρίνει τον γάμο τους, ενώ η δική του οικογένεια τον αποδέχεται (ερυθρό 40, 2χ του Διοικητικού Φακέλου).

 

Ο αιτητής δεν έκανε οποιαδήποτε αναφορά ότι ο γάμος πραγματοποιήθηκε κάποια άλλη μέρα, ούτε τον περιέγραψε αλλά δήλωσε πως είναι παντρεμένος. Το πιστοποιητικό γάμου για γαμήλια τελετή σε ναό το οποίο καταχωρήθηκε έχει ημερομηνία 20/01/2023, το ίδιο και το ηλεκτρονικό μήνυμα που στάλθηκε στις αστυνομικές αρχές της χώρας του για παραχώρηση προστασίας, ενώ το δικαστικό έγγραφο φέρει ημερομηνία 21/01/2023. Ο αιτητής, ως ισχυρίστηκε, παντρεύτηκε στις 20/01/2023 (ερυθρό 38, 1Χ του Διοικητικού Φακέλου), ενώ στην περιγραφή της μέρας που θα διεξαγόταν ο γάμος, αναφέρει ότι η κοπέλα έφυγε με τους γονείς της δηλώνοντας ότι θα τον παντρευτεί σε διαφορετική χρονική στιγμή υποδηλώνοντας με αυτό τον τρόπο ότι δεν πραγματοποιήθηκε εν τέλει η εγγραφή του γάμου τους. Οι πιο πάνω δηλώσεις του αιτητή έρχονται σε αντίθεση με τα έγγραφα γάμου τα οποία υπέβαλε, γεγονός το οποίο ορθά εντοπίστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική του έκθεση (ερυθρό 60 του Διοικητικού Φακέλου).

 

Είναι ξεκάθαρο τόσο από το άρθρο 3 του Ν.6(Ι)/2000, όσο και από το άρθρο 1 Α της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, πως για να αναγνωριστεί πρόσωπο ως πρόσφυγας, θα πρέπει να αποδεικνύεται βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης, του οποίου τόσο το υποκειμενικό, όσο και το αντικειμενικό στοιχείο, πρέπει να εκτιμηθούν από το αρμόδιο όργανο προτού καταλήξει σε απόφαση (βλ. παραγράφους 37 και 38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών).

 

Αδιαμφισβήτητα όπως προκύπτει από το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6 (Ι)/2000), ο αιτητής που επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Σύμβασης, οφείλει να εκθέσει στη διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το αίτημα που υπέβαλε στις αρμόδιες αρχές.

 

Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την παράγραφο 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια του Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών, ο αιτητής πρέπει (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

 «(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς. Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν

 

Από τα όσα ισχυρίστηκε ο αιτητής σε κάθε στάδιο εξέτασης του αιτήματός του, προκύπτει πως προέβαλε γενικούς και χωρίς συνοχή ισχυρισμούς, χωρίς να είναι σε θέση να δώσει επαρκείς εξηγήσεις, λεπτομέρειες και πληροφορίες για τα όσα επικαλέστηκε, ούτε ήταν σε θέση να παρέχει ικανοποιητικές πληροφορίες για τις εμπειρίες που περιέγραψε και λόγω των οποίων ισχυρίζεται ότι απειλείται η ζωή του. Σύμφωνα με το πιο πάνω ιστορικό και τη συνολική αξιολόγηση όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, διαπιστώνεται ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να τεκμηριώσει φόβο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του Περί Προσφύγων Νόμου, του Ν.6(Ι)/2000.

 

Οι ισχυρισμοί περί απειλών που δέχθηκε από την οικογένεια της συντρόφου του δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί, καθότι με βάση την ανάλυση που προηγήθηκε ο αιτητής δεν κατάφερε να περιγράψει με επαρκείς λεπτομέρειες τις εμπειρίες που ως ισχυρίστηκε βίωσε, τόσο σε σχέση με τη διαδικασία τέλεσης του γάμου, όσο και αναφορικά με τις απειλές που δέχτηκε, υπέπεσε σε σωρεία αντιφάσεων, ενώ τα έγγραφα που προσκόμισε ενισχύουν την έλλειψη αξιοπιστίας στους ισχυρισμούς του.

 

Πρόσθετα, κρίθηκε από τον δεόντως εξουσιοδοτημένο λειτουργό που εκτελεί καθήκοντα Προϊσταμένου Υπηρεσίας Ασύλου, ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 για να παραχωρηθεί στον αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αναφορικά με τον κίνδυνο να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

 

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), του Ν. 6(Ι)/2000, «ουσιώδεις λόγοι». Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, του Ν. 6 (Ι)/2000 σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής ή εκτέλεσης βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας ή να υπάρχει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης (Βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015), ECLI:CY:AD:2015:D619.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, δεν είχαν υποχρέωση να διεξάγουν οποιαδήποτε εξειδικευμένη έρευνα, αλλά προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση.  Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των ορίων της διακριτικής του ευχέρειας και κατά συνέπεια, ο προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολό του.

 

Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται ότι δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή ως προδήλως αβάσιμη, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ’ ων η αίτηση, και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

                                                                   Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] EASO, Πρακτικός οδηγός της EASO: Αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, Μάρτιος 2015, σ. 18 και 24-25

 https://euaa.europa.eu/sites/default/files/PG%20Evidence%20Assessment%20-%20EL.pdf

 

[2] High Court of Punjab and Haryana, Chandigarh

 https://highcourtchd.gov.in/

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο