ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: T3144/23

 

               06 Φεβρουαρίου, 2024

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

P.S.

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Ο Αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.

K. Enongo (κος) παρών για πιστή μετάφραση από Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα.

R. Hasseb (κος) παρών για πιστή μετάφραση από Punjabi στα Αγγλικά και αντίστροφα.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 21/09/23 η οποία του κοινοποιήθηκε 05/12/23, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερή του αίτηση ως απαράδεκτη.

 

Με βάση τα γεγονότα, όπως αυτά προκύπτουν από το διοικητικό φάκελο, ο Αιτητής καταχώρησε μεταγενέστερη αίτηση στις 16/12/22, στις 21/09/23 ακολούθησε σημείωμα/εισήγηση του λειτουργού και απόφαση ημερομηνίας 23/11/23 για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησης του ως απαράδεκτη, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

Κατά την ενώπιον μου διαδικασία, ο Αιτητής υιοθέτησε στην ουσία τους λόγους του μεταγενέστερου αιτήματος του και ανέφερε ότι οφείλει χρήματα σε δανειστές με επιτόκια και δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα του.

 

Η παρούσα υπόθεση αφορά απόρριψη μεταγενέστερου αιτήματος το οποίο εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στη βάση του Άρθρου 12Βτετράκις και Άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Όπως ορίζεται στο σχετικό Άρθρο 16Δ του Νόμου, δεν θεωρείται οτιδήποτε το οποίο υποβλήθηκε ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης.

 

Αυτό το οποίο πρωτίστως αξιολογείται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στα πλαίσια παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης είναι κατά πόσο ο αιτών υπέβαλε νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης επί του αρχικού αιτήματος του. Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτών δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη. Εάν δε διαπιστωθεί ότι ο αιτών υπέβαλε νέα στοιχεία, δεν καθίσταται υποχρεωτικό για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου να προβεί πάντα σε νέα κλήση του ενδιαφερόμενου σε συνέντευξη, καθότι θα πρέπει τα στοιχεία αυτά (α) να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης σ΄ αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και (β) ο αιτών-ενδιαφερόμενος προκύπτει να αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη και/ή αρχική διαδικασία εξέτασης ασύλου.

Οι πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου ενσωματώθηκαν στην εθνική νομοθεσία σε σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[1]. Η μεθοδολογία προκαταρκτικής αξιολόγησης επί των μεταγενέστερων αιτήσεων και/ή οι προϋποθέσεις για απόφαση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης επιβεβαιώνονται και στην απόφαση ΔΕΕ C-921/19, LH v Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ.10/06/2021, ήτοι:

 

«34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Πρόσθετα των πιο πάνω, σημαντικότατη πρόνοια που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και τυγχάνει εφαρμογής στις μεταγενέστερες αιτήσεις προβλέπει ότι (α) ο αιτών έχει υποχρέωση να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία, και (β) επιτρέπεται η διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς να απαιτείται η εκ νέου προσωπική συνέντευξη του αιτούντα.

 

Ο λειτουργός που εξέτασε το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή ετοίμασε σημείωμα/εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση του κριθεί ως απαράδεκτη. Γίνεται εκτενής περιγραφή στο σχετικό σημείωμα αναφορικά με την αρχική διαδικασία ασύλου – ήτοι ότι μετά την απορριπτική απόφαση της πρώτης αίτησης ασύλου ο Αιτητής καταχώρησε εμπρόθεσμα προσφυγή (3010/22) ενώπιον  του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης και ως εκ τούτου η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 19/03/22 κατέστη τελική. Καταγραφή γίνεται και των όσων επικαλέστηκε ο Αιτητής με το μεταγενέστερο του αίτημα ότι ανήκει σε μία ομάδα που αγωνίζεται ενάντια στο κράτος, με την επιστροφή του θα του παραβιάσουν τα ανθρώπινα του δικαιώματα και ότι σκοπός του είναι να αρραβωνιασθεί με κύπριο υπήκοο. Σημειώνεται ότι κατά την αρχική διαδικασία αναφέρθηκε σε οικονομικούς λόγους αιτήματος ασύλου, το ίδιο δε ισχυρίστηκε και κατά την παρούσα διαδικασία σε αντίφαση με τα όσα κατέγραψε στην μεταγενέστερη του αίτηση. Ορθά, λοιπόν, απορρίφθηκε η αίτηση του σε προκαταρκτικό στάδιο ως απαράδεκτη λόγω δικής του υπαιτιότητας.

 

Εξάλλου, υπό τύπο σχολίου, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην ουσία δεν προσκομίστηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου οποιαδήποτε νέα στοιχεία που να δικαιολογούν επανεκκίνηση της διαδικασίας και/ή να αυξάνουν σημαντικά την χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Η επίκληση αδιευκρίνιστων απειλών και/ή αόριστου κίνδυνου από τον Αιτητή χωρίς υπόδειξη επαρκών στοιχείων και/ή γενική αναφορά σε κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του στη χώρα του[2] δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε επαναξιολόγηση της ουσίας του αιτήματος του.

Σχετική επί αυτού του σημείου είναι και η απόφαση ΔΕΕ C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερ.02/09/2020, στην οποία αποφασίστηκαν, μεταξύ άλλων, και στην έκταση που μας ενδιαφέρει τα εξής:

 

«58. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται, πρώτον, αφενός, ότι πριν από κάθε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας προηγείται μια πρώτη αίτηση η οποία έχει οριστικώς απορριφθεί, στο πλαίσιο της οποίας η αρμόδια αρχή διενήργησε εξαντλητική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει αν ο αιτών πληρούσε τις προϋποθέσεις για την παροχή διεθνούς προστασίας. Αφετέρου, πριν καταστεί απρόσβλητη η απορριπτική απόφαση, ο αιτών έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

59. Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αποσκοπεί στην υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, νέων στοιχείων ή πορισμάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση στην οποία υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όταν από την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή πορίσματα, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2 στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.

60. Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ' ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.»

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Συνεπώς, το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε ενδελεχώς από την Υπηρεσία Ασύλου, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και η απόφαση απόρριψης του αιτήματος της ως απαράδεκτου στη βάση του Άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) ήταν δεόντως αιτιολογημένη.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €600 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

                              

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1]  της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση).

[2] Άρθρο 19 περί Προσφύγων Νόμος του 2000 έως 2023, (Ν.6(I)/2000)

(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, “σοβαρή βλάβη” ή “σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη” σημαίνει-

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη  ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο