ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    Υπόθεση Αρ. Τ48/2024

 

9 Φεβρουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

P.D.S.

 Αιτήτριας

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της

Υπηρεσίας Ασύλου

 

  Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

H αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά

 

Καμία εμφάνιση για τους καθ' ων η αίτηση

 

[Παρών και ο κύριος Maurice Nasr για πιστή μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα και παρούσα η κα R. Subba Angendmbe Rana από Nepali σε Αγγλικά]

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Η αιτήτρια προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 8/01/2024, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά την αιτήτρια και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019.  Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως η αιτήτρια είναι υπήκοος Νεπάλ και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 11/05/2022. Η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε το αίτημά της στις 12/09/2022, αφού πραγματοποιήθηκε η συνέντευξή της στην Υπηρεσία Ασύλου.

 

Η αιτήτρια αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου υπέβαλε την προσφυγή υπ’ αριθμόν 6681/22 στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας.  Η προσφυγή αυτή αποσύρθηκε και απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 17/10/2023.  Στις 08/01/2024 η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση για επανάνοιγμα του φακέλου της σχετικά με το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον της και έκρινε πως η μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε η αιτήτρια, είναι απαράδεκτη.  Στη συνέχεια, η αιτήτρια καταχώρησε την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Η αιτήτρια κατά την ακρόαση της προσφυγής στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία δήλωσε πως επιθυμεί να παραμείνει στην Κυπριακή Δημοκρατία για ένα με δύο χρόνια επειδή ισχυρίστηκε πως δεν θα μπορεί να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που έχει στη χώρα της.  Στην υπό εξέταση υπόθεση με τον Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ'ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία. 

 

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός της, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός των αρμοδιοτήτων της, όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από τη σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, η αιτήτρια στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και επιθυμεί να παραμείνει κάποια χρόνια στην Κυπριακή Δημοκρατία για να φροντίσει την οικογένειά της και την κόρη της.  Επιπρόσθετα, δήλωσε πως δεν έχει καλή σχέση με το σύζυγο της.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της στην Υπηρεσία Ασύλου, η αιτήτρια δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να εργαστεί και να υποστηρίξει οικονομικά την οικογένεια της (ερυθρό 35, του διοικητικού φακέλου). Ανέφερε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα της θα είναι δύσκολο για την ίδια εφόσον δεν θα έχει τη δυνατότητα να εξεύρει εργασία και να υποστηρίξει την οικογένειά της οικονομικά.

 

Η αιτήτρια δήλωσε πως είναι χωρισμένη με το σύζυγο της από το έτος 2021 αλλά διατηρούν καλή επικοινωνία λόγω του παιδιού τους.  Όπως ανέφερε δεν είναι επίσημα διαζευγμένοι γιατί δεν έχουν τα χρήματα για να κινήσουν αυτές τις διαδικασίες.  Επιπρόσθετα, η αιτήτρια ισχυρίστηκε πως αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής της νόμιμα και ισχυρίστηκε πως ουδέποτε είχε κρατηθεί ή συλληφθεί και πως οι αρχές της χώρας της θα της επιτρέψουν την επιστροφή της.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας, εφόσον έκρινε πως δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα (άρθρο 3, του Ν.6 (Ι)/2000) ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19, του Ν.6 (Ι)/2000). 

 

Στις 08/01/2024 η αιτήτρια υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας δήλωσε πως αντιμετωπίζει προβλήματα με το σύζυγο της ο οποίος παραπονέθηκε στην  αστυνομία και δήλωσε πως αν επιστρέψει στη χώρα της θα τη συλλάβουν.  Επιπρόσθετα, δήλωσε πως θα επιστρέψει στη χώρα της όταν επιλυθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζει.  Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε η αιτήτρια σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός της, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά της στις 08/01/2024, κρίνοντας το αίτημά της ως απαράδεκτο.

 

Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως δεν υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε η μεταγενέστερη αίτηση κρίνεται απαράδεκτη, όπως συνέβη και στην υπό εξέταση περίπτωση.  Ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρκτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από την αιτήτρια,  νέα στοιχεία ή πορίσματα, τα οποία δεν έλαβε υπόψη του κατά την έκδοση της απόφασης επί της αίτησης.

 

Από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου συνάγεται πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης της αιτήτριας, προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης.

 

Η αιτήτρια δεν υπέβαλε οποιοδήποτε νέο στοιχείο κατά την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος της το οποίο μπορούσε να της προσδώσει οποιοδήποτε καθεστώς και κατά συνέπεια, δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημά της, είναι απαράδεκτο.  Όλο το πιο πάνω ιστορικό στο οποίο στηρίζεται το αίτημα διεθνούς προστασίας που υπέβαλε η αιτήτρια δεν παρουσιάζει οποιοδήποτε βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής της. 

 

Η αιτήτρια εξέφρασε την απροθυμία της να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, επικαλούμενη προβλήματα με το σύζυγο της ενώ είχε ήδη αναφέρει στη συνέντευξή της πως διατηρεί πολύ καλές σχέσεις μαζί του και πως υποστηρίζει οικονομικά την κόρη τους.  Η αναφορά της αιτήτριας πως θα τη συλλάβει η αστυνομία λόγω του παραπόνου που υπέβαλε ο σύζυγος της έρχεται σε αντίθεση με όσα δήλωσε προηγουμένως και ούτως ή άλλως ο ισχυρισμός αυτός προβάλλεται κατά γενικό και αόριστο τρόπο.  Ως νομολογιακά έχει κριθεί, αόριστοι ισχυρισμοί για κίνδυνο ζωής χωρίς στοιχειοθετημένες και τεκμηριωμένες αναφορές, δεν θεμελιώνουν βάσιμο φόβο δίωξης ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.  (βλ. υπόθεση υπ' αριθμόν 121/20, A.S.R. v. Κυπριακή Δημοκρατία, ημερομηνίας 31/7/2020).

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προκύπτει ότι δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν. Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε η αιτήτρια, καταλήγω ότι το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των πλαισίων της σχετικής νομοθεσίας.

 

Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής της αιτήτριας, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται ότι δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα της αιτήτριας εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση.  Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος της αιτήτριας ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και σύμφωνη με τη νομοθεσία.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση, και εναντίον της αιτήτριας.

 

 

 

 

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο