ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: T66/24

 

29 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

 

                                                   Μ.Α.                                                        Αιτήτριας

 

και

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση

 …………………….

 

Α. Κλαϊδή (κα), για την Αιτήτρια

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Κ. Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 28.11.2023, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτησή της για διεθνή προστασία, καθώς κρίθηκε ως απαράδεκτη δυνάμει των άρθρων 16Δ και 12Βτετράκις(2)(δ) των περί Προσφύγων Νόμων 2000 έως 2023 (στο εξής: o περί Προσφύγων Νόμος).

 

Γεγονότα

1.             Τα γεγονότα της υπόθεσης έχουν ως ακολούθως: Η Αιτήτρια κατάγεται από το Νεπάλ. Περί τις 14.9.2021, υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στις 25.10.2021, πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας. Στις 31.10.2021, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής: o Προϊστάμενος) ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της αίτησής της για άσυλο. Στις 14.12.2021, η Αιτήτρια καταχώρισε την υπ’ αριθμό 8611/21 προσφυγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε. Στις 27.3.2023, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτημα για επανάνοιγμα της αίτησής της για άσυλο. Στις 28.11.2023, ο Προϊστάμενος ενέκρινε εισήγηση για απόρριψη της μεταγενέστερης αίτησής της ως απαράδεκτης. Η εν λόγω απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια  στις 9.1.2024 και αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

 

Νομικοί Ισχυρισμοί

2.             Η Αιτήτρια δια του συνηγόρου της προωθεί τον ισχυρισμό ότι η μεταγενέστερη αίτησή της θα έπρεπε κριθεί ως παραδεκτή και να εξεταστεί επί της ουσίας, καθώς σε περίπτωση που αυτή επιστρέψει στη χώρα της κινδυνεύει η ζωή της από τον εν διαστάσει σύζυγό της.  

 

3.             Κατ΄εφαρμογή του Κανονισμού 3(ε) των περί της λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019, ως έχουν τροποποιηθεί, οι Καθ‘ ων η αίτηση συμμετέχουν στην παρούσα διαδικασία δια της καταχωρίσεως υπομνήματος, δεν συμμετείχαν στην ακροαματική διαδικασία και δεν καταχώρισαν γραπτή αγόρευση.

 

To νομικό πλαίσιο

4.             Ο Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι του παρόντος δικαστηρίου):

«Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου  (Αρ.1) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

 

5.             Ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 προβλέπει τα εξής:

«Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται και, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρέουται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμό αυτόν.».

 

6.             Το άρθρο 11 των περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 και 2020 (Ο περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμος) καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

 

7.             Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις αναγνώρισης προσώπου ως πρόσφυγα.

 

8.             Το άρθρο 16 του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποχρεώσεις αιτητή κατά την εξέταση της αίτησης και συναφής υποχρέωση αρμόδιων αρχών

16.-(1) Κατά την εξέταση της αίτησής του, ο αιτητής οφείλει να συνεργάζεται με την Υπηρεσία Ασύλου με σκοπό την εξακρίβωση της ταυτότητάς του και των υπόλοιπων στοιχείων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2).

(2) Ιδίως, ο αιτητής οφείλει-

(α) να υποβάλει το συντομότερο δυνατό όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης, τα οποία στοιχεία συνίστανται σε δηλώσεις του αιτητή και σε όλα τα έγγραφα που έχει ο αιτητής στη διάθεσή του σχετικά με την ηλικία του, το προσωπικό του ιστορικό, καθώς και το ιστορικό των οικείων συγγενών του, την ταυτότητα, την ιθαγένεια, τη χώρα και το μέρος προηγούμενης διαμονής του, τις προηγούμενες αιτήσεις ασύλου, το δρομολόγιο που ακολούθησε, το δελτίο ταυτότητας και τα ταξιδιωτικά του έγγραφα και τους λόγους για τους οποίους ζητεί διεθνή προστασία∙

 […]

(3) Η Υπηρεσία Ασύλου αξιολογεί, σε συνεργασία με τον αιτητή, τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) στοιχεία.».

9.             Το άρθρο 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Απαράδεκτες αιτήσεις

12Βτετράκις.-(1) Χωρίς επηρεασμό των περιπτώσεων κατά τις οποίες μια αίτηση δεν εξετάζεται σύμφωνα με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 604/2013, σε περίπτωση που αίτηση θεωρείται απαράδεκτη δυνάμει του εδαφίου (2), ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13 και επί της οποίας απόφασης εφαρμόζονται οι διατάξεις των εδαφίων (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(2) Με την επιφύλαξη της Σύμβασης, η Υπηρεσία Ασύλου δύναται να θεωρήσει αίτηση ως απαράδεκτη μόνον εάν-

(α) [...]

(β) [...]

(γ) [...]

(δ) η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας∙ ή

(ε) [...]».

10.          Το άρθρο 16Δ του του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει τα εξής:

«Υποβολή νέων στοιχείων ή πορισμάτων ή μεταγενέστερης αίτησης

16Δ.-(1)(α) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο -

(i) Μεταγενέστερη αίτηση, ή

(ii) νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά ή μετά την ημερομηνία στην οποία καθίσταται εκτελεστή απόφαση του Προϊσταμένου επί πρότερης αίτησης του αιτητή,

ο Προϊστάμενος εξετάζει το συντομότερο δυνατό οτιδήποτε ούτως υποβληθέν σύμφωνα με το παρόν άρθρο.

(β) Στην παράγραφο (α), ο όρος «απόφαση» περιλαμβάνει απόφαση που λαμβάνεται από τον Προϊστάμενο δυνάμει του άρθρου 16Β ή 16Γ.

(2) Σε περίπτωση που αιτητής υποβάλει στον Προϊστάμενο είτε μεταγενέστερη αίτηση είτε νέα στοιχεία ή πορίσματα, σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο Προϊστάμενος δεν μεταχειρίζεται οτιδήποτε υποβληθέν ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Ο Προϊστάμενος λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία των προαναφερόμενων περαιτέρω διαβημάτων χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(3)(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

  Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον -

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας∙ και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

(γ) Επί της νέας εκτελεστής απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο (β) εφαρμόζονται τα εδάφια (7) μέχρι (7Ε) του άρθρου 18.

(δ) Σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις και σε τέτοια περίπτωση ο Προϊστάμενος εκδίδει σχετική απόφαση επί της οποίας εφαρμόζονται κατ' αναλογία τα εδάφια (7) και (7Ε) του άρθρου 18. Η εν λόγω απόφαση παραθέτει την αιτιολογία της και ενημερώνει τον αιτητή για το δικαίωμα που έχει να την προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής[...]».

11.          Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου καθορίζει τις προϋποθέσεις χορήγησης  καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Κατάληξη

12.          Είναι κρίσιμο και απαραίτητο να καταστεί αντιληπτό ότι, το παρόν Δικαστήριο ως Δικαστήριο ουσίας δικάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιόν του εξ υπαρχής, κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως. Η Αιτήτρια αναμένεται να προβάλει, στο πλαίσιο της διοικητικής ή και της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας και εν προκειμένω στην αξιολόγηση της μεταγενέστερης αίτησής της ως παραδεκτής.

 

13.          Επισημαίνεται ότι η επίδικη πράξη αποτελεί απόφαση εκδιδόμενη δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις του περί Προσφύγων Νόμου. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ (ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων) και 13 (κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων), όταν η αίτηση είναι μεταγενέστερη αίτηση στο πλαίσιο της οποίας δεν υποβλήθηκαν από τον αιτητή ή δεν προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας.

 

14.          Το ζήτημα της εξέτασης των μεταγενέστερων αιτήσεων και ειδικότερα της έννοιας των νέων στοιχείων και πορισμάτων εξετάστηκε στην απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C 18/20, XY κατά Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, ECLI:EU:C:2021:710, σκέψεις 31 έως 44. Η εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων διενεργείται  σε δύο στάδια: Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων [Βλ. επίσης απόφαση της 10ης Ιουνίου 2021, Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid (Νέα στοιχεία ή πορίσματα), C 921/19, EU:C:2021:478, σκέψη 34].

 

15.          Οι προϋποθέσεις παραδεκτού της αίτησης, συνεπώς, οι οποίες ανήκουν στο πρώτο στάδιο εξέτασης μίας μεταγενέστερης αίτησης, όπως μεταφέρθηκαν στην εθνική έννομη τάξη είναι οι ακόλουθες:

 

16.          Πρώτον, καθορίζεται εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για το χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

17.          Δεύτερον, εάν τα νέα στοιχεία ή πορίσματα που έχουν προκύψει ή υποβληθεί από τον αιτούντα  αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

 

18.          Τρίτον, εάν ο συγκεκριμένος αιτών, χωρίς δική του υπαιτιότητα,  δεν μπόρεσε να επικαλεσθεί τα εν λόγω νέα στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία, που αφορούσε την εξέταση της αίτησής του. Οι πιο πάνω προϋποθέσεις θα πρέπει να συντρέχουν σωρευτικά.  

 

19.          Ως εκ τούτου, σε αυτές τις περιπτώσεις, όπου δεν υφίσταται ουσιαστική κρίση επί της βασιμότητας της αίτησης ασύλου, αλλά κρίση επί του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία, το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει μόνο κατά πόσον ευλόγως η αρμόδια αρχή έκρινε ως απαράδεκτο το αίτημα του αιτητή για επανάνοιγμα της υπόθεσής του. Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η διαδικασία ουσιαστικής εξέτασης της  μεταγενέστερης αίτησης επαφίεται πλέον στην δικονομική αυτονομία των κρατών μελών.

 

20.          Εν προκειμένω, η Αιτήτρια στο έντυπο της πρώτης αίτησής του για άσυλο, καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα της εξαιτίας ενός σεισμού που έλαβε χώρα το 2015, ο οποίος οδήγησε στην καταστροφή της οικίας της και της οικογένειάς της. Εξαιτίας των δύσκολων οικονομικών περιστάσεων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της. Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της ημερομηνίας 25.10.2021, η Αιτήτρια, γεννηθείσα το 1987, δήλωσε ότι χώρισε από το σύζυγό της όταν ήταν 16 χρόνων,όταν ήταν έγκυος, και ενώ το ανήλικο τέκνο της διαμένει μαζί με τους γονείς και την αδελφή της. Εξαιτίας των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που προέκυψαν μετά το σεισμό, η Αιτήτρια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα της προκειμένου να συνδράμει την οικογένειά της. Η Αιτήτρια αναφέρθηκε και σε ένα περιστατικό όπου δύο πρόσωπα ινδικής καταγωγής, με τα οποία μοιραζόταν το διαμέρισμά της, επέστρεψαν στο σπίτι μεθυσμένοι και αποπειράθηκαν να τη βιάσουν. Η Αιτήτρια επιχείρησε να υποβάλει καταγγελία στην αστυνομία για το περιστατικό. Ανέφερε εξάλλου, ότι ουδέποτε κρατήθηκε ή συνελήφθη στη χώρα της και ότι σε περίπτωση επιστροφής της θα αντιμετωπίσει οικονομικά προβλήματα εξαιτίας δανείου που έλαβε προκειμένου να έρθει στη Δημοκρατία. Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της οι Καθ’ ων η αίτηση διαπίστωσαν ότι πρόκειται περί οικονομικής μετανάστριας καταγόμενης από ασφαλή χώρα ιθαγένειας και απέρριψαν την αίτησή της για διεθνή προστασία.

 

21.          Ακολούθως, καταχώρισε την υπ’ αριθμό 8611/21 προσφυγή 14.12.2023, στο πλαίσιο της οποίας δεν αναφέρθηκε στα γεγονότα που συνθέτουν τον πυρήνα του αιτήματός της για διεθνή προστασία.

 

22.          Στο πλαίσιο της μεταγενέστερης αίτησής του για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι οι δανειστές της πίσω στο χωριό της την απείλησαν ότι θα την σκοτώσουν εάν επιστρέψει προτού αποπληρώσει το δάνειό της. Επιπλέον, η Αιτήτρια ανέφερε ότι δυο άτομα ινδικής καταγωγής αποπειράθηκαν να την κακοποιήσουν και όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ό σύζυγός της την κατηγόρησε για πορνεία και ότι θα την σκοτώσει εάν επιστρέψει στη χώρα της.

 

23.          Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς της οι Καθ’ ων η αίτηση, απέρριψαν τη μεταγενέστερη αίτησή της ως απαράδεκτη. Συγκεκριμένα, έκριναν ότι οι ισχυρισμοί της περί οικονομικών δυσκολιών είχαν ήδη εξεταστεί στο πλαίσιο της πρώτης αίτησής της για διεθνή προστασία και ότι συνεπώς δεν δύνανται να εξεταστούν περαιτέρω, ως απαράδεκτοι. Αναφορικά με την επίθεση που δέχτηκε και τις απειλές που ισχυρίζεται ότι δέχτηκε από το σύζυγό της, οι Καθ’ ων η αίτηση σημείωσαν ότι πρόκειται περί ισχυρισμών που δεν προβλήθηκαν σε προηγούμενο στάδιο από υπαιτιότητα της Αιτήτριας, χωρίς η Αιτήτρια να προβάλλει λόγους που δεν προβλήθηκαν προηγουμένως είτε κατά το στάδιο της συνέντευξής της είτε στο πλαίσιο της προσφυγή που αυτή άσκησε κατά την πρώτης απορριπτικής απόφασης του Προϊσταμένου. Επεσήμαναν εξάλλου ότι κατά τη συνέντευξή της η Αιτήτρια δήλωσε ότι χώρισε από 16 ετών και ότι δεν γνώριζε που βρίσκεται ο σύζυγός της. Ως προς το περιστατικό απόπειρας κακοποίησής της, σχολίασαν ότι έλαβε χώρα στη Δημοκρατία.    

 

24.          Κατά το στάδιο των διευκρινίσεων, υποβλήθηκαν ερωτήματα στην Αιτήτρια, η οποία ανέφερε ότι ζει χωριστά με το σύζυγό της επί 15 έτη αν και επίσημα δεν έλαβαν διαζύγιο και ότι στη χώρα της βρίσκονται και τα τέκνα της ηλικίας 19 και 17 ετών. Στη χώρα καταγωγής της βρίσκονται εξάλλου οι γονείς και η αδελφή της.  

25.          Πράγματι, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια προβάλλει τις οικονομικές φύσεως αιτιάσεις της απαραδέκτως καθώς αυτές εξετάστηκαν και απορρίφθηκαν ως λόγοι υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.  Σημειώνεται δε ότι η επίκληση οικονομικών κινήτρων εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας δεν δικαιολογεί από μόνη της την υπαγωγή της στο καθεστώς του πρόσφυγα ή την αναγνώριση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας [Βλ. ενδεικτικώς Υπόθεση Αρ. 2319/2006Md Jakir Hossain v.  Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 16.7.2008, (2008) 4 ΑΑΔ 568, Απόφαση στην υπόθεση αρ. 444/20, S.Μ.S. ν. Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 2.6.2021, Υπόθεση Αρ. 1051/2010,  Irene Fesenko v. Δημοκρατίας, μέσω Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων].

Ορθώς εξάλλου οι Καθ’ ων η αίτηση έκριναν ότι από υπαιτιότητα της Αιτήτριας δεν προβλήθηκε σε προηγούμενο στάδιο της διαδικασίας ο ισχυρισμός της αναφορικά με τα προβλήματα που αντιμετώπισε με τον τέως σύζυγό της. Παρατηρείται συναφώς ότι το περιστατικό της απόπειρας κακοποίησης έλαβε χώρα όπως προκύπτει από έγγραφο που προσκόμισε η Αιτήτρια (βλ. ερ. 82), στις 26.7.2021. Η συνέντευξή της πραγματοποιήθηκε μεταγενέστερα, ομοίως και η προσφυγή της  καταχωρίστηκε πολύ μετά την εν λόγω ημερομηνία. Σημειώνετε δε ότι στη συνέντευξή της η Αιτήτρια αναφέρθηκε στο εν λόγω περιστατικό απόπειρας κακοποίησης χωρίς να κάνει λόγο για τον εν διαστάσει σύζυγό της πέραν του ότι δεν ζουν μαζί από όταν αυτή ήταν 16 ετών. Σε κάθε περίπτωση, τόσο οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί απειλών από τους δανειστές της και τον πρώην σύζυγό της παρουσιάζονται με γενικότητα, γεγονός που συνιστά αρνητικό δείκτη περί αξιοπιστίας τους, όπως αρνητικά αξιολογείται ως προς την αξιοπιστία των ισχυρισμών και το ετεροχρονισμένο της προβολής του. Εξάλλου, δεν είναι ευλογοφανές, η Αιτήτρια από 16 ετών που είναι πρακτικά χωρισμένη με το σύζυγό της, για μεγάλο χρονικό διάστημα ενώ αυτή έμενε στη χώρα της να μην είχε επικοινωνία μαζί του, αυτός να τη θυμήθηκε ξαφνικά είκοσι χρόνια αργότερα εξαπολύοντας απειλές εναντίον της. Σημειώνεται τέλος, συναφώς, το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερομηνίας 26.5.2023 (Κ.Δ.Π. 166/23) δυνάμει του οποίου η χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ορίζεται ως ασφαλής τρίτη χώρα ιθαγενείας, χωρίς εν προκειμένω αυτή να έχει προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/στοιχεία, που αφορούν προσωπικά στην ίδια και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Επικουρικώς σημειώνεται ότι επειδή η Αιτήτρια αναφέρεται σε ιδιωτικής φύσεως διαφορές θα μπορούσε να ζητήσει τη συνδρομή των αρχών της χώρας καταγωγής της. Υπενθυμίζεται σχετικώς, ότι η διεθνής προστασία αποτελεί προστασία δευτερεύουσα εκείνης της χώρας καταγωγής.[1] Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση τα όσα η Αιτήτρια προβάλλει δεν αυξάνουν τις πιθανότητες υπαγωγής της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.  

 

26.          Συνεπώς, ορθώς η μεταγενέστερη αίτησή της απορρίφθηκε ως απαράδεκτη.

 

Ως εκ τούτου, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με €1400 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ’ ων η αίτηση.

 

                             Κ.Κ. Κλεάνθους, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.             



[1] European Asylum Support Office (EASO), ‘Practical Guide: Qualification for International Protection’ (2018), 36 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/easo-practical-guide-qualification-for-international-protection-2018.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο