ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

    

 Υπόθεση Αρ. T78/2024

 

 

9 Φεβρουαρίου, 2024

 

[X. ΜΙΧΑΗΛΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

S. R.

Αιτητή

 

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η αίτηση.

 …………………….

 

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

 

Αλεξάνδρα Κιρακόζοβα για Νατάσα Χαραλαμπίδου, Δικηγόρος του αιτητή

 

Καμία εμφάνιση για τους καθ’ ων η αίτηση

 

[Παρούσες η κυρία Nova Noor για πιστή μετάφραση από Bengali σε Αγγλικά και αντίστροφα και η κυρία Sara Habib από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.]

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.:  Ο αιτητής προσφεύγει με την παρούσα αίτηση ακυρώσεως εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 8/1/2024, με την οποία απορρίφθηκε η δεύτερη μεταγενέστερη αίτησή του ως απαράδεκτη.

 

Τα γεγονότα της υπό εξέταση υπόθεσης προκύπτουν από το Υπόμνημα το οποίο συνοδεύεται από τον διοικητικό φάκελο που αφορά τον αιτητή και καταχωρήθηκε στο Δικαστήριο από την Υπηρεσία Ασύλου, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019.  Από τη μελέτη του διοικητικού φακέλου προκύπτει πως ο αιτητής είναι υπήκοος του Μπαγκλαντές και υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας στις 21/6/2019. Η Υπηρεσία Ασύλου κατόπιν διεξαγωγής συνέντευξης με τον αιτητή, απέρριψε το αίτημά του στις 4/3/2021.

 

Στις 13/4/2021 ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή υπ’αριθμόν 1846/21 ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας, η οποία απορρίφθηκε στις 29/4/2022. Στη συνέχεια, στις 24/5/2022 ο αιτητής συμπλήρωσε μεταγενέστερο αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του. Η Υπηρεσία Ασύλου εξέτασε όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν της και στις 27/12/2022 αποφάσισε πως η μεταγενέστερη αίτηση που υπέβαλε ο αιτητής, είναι απαράδεκτη. 

 

Ακολούθως, ο αιτητής καταχώρισε την προσφυγή Τ1293/23 ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία αποσύρθηκε και απορρίφθηκε. Στις 2/1/2024 ο αιτητής υπέβαλε δεύτερο μεταγενέστερο αίτημα για επανάνοιγμα του φακέλου του, το οποίο η Υπηρεσία Ασύλου στις 8/1/2024 έκρινε ως απαράδεκτο. Στη συνέχεια, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, καταχωρήθηκε εκ μέρους του αιτητή στο Δικαστήριο  η υπό εξέταση προσφυγή.

 

Η συνήγορος του αιτητή στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία απέσυρε τους ισχυρισμούς που περιλαμβάνονται στην αίτηση ακυρώσεώς της και δήλωσε πως προωθεί τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου. Επιπρόσθετα, η κυρία Κυρακόζοβα αναφέρει πως ο αιτητής έγινε μέλος του κόμματος Jamaat-e-Islam και για τον λόγο αυτό κινδυνεύει η ζωή του.

 

 

Στην υπό εξέταση υπόθεση, σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (ε) του περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2019, δεν απαιτείται η παρουσία των καθ’ ων η αίτηση στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία.  Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που πρόβαλε ο αιτητής σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματός του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση αφού διεξήγαγε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και προκειμένου να εξεταστεί η ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου, ο αιτητής στην αίτηση που υπέβαλε στην Υπηρεσία Ασύλου δεν κατέγραψε τον λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του στην Υπηρεσία Ασύλου, ο αιτητής δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του με σκοπό να εργαστεί για να αντιμετωπίσει τα οικονομικά του προβλήματα και για να υποστηρίξει την οικογένειά του. Όπως ανέφερε  υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας για να παραμείνει στη Δημοκρατία νόμιμα και να εργαστεί και δήλωσε πως αν επιστρέψει στη χώρα του θα αντιμετωπίσει οικονομικής φύσεως προβλήματα.

 

Η Υπηρεσία Ασύλου στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών απέρριψε το αίτημα του αιτητή, εφόσον έκρινε πως πρόκειται για οικονομικό μετανάστη και πως δεν πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα (άρθρο 3, του Ν.6 (Ι)/2000) ή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19, του Ν.6 (Ι)/2000). 

 

Ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου καταχώρισε την προσφυγή υπ’αριθμόν 1846/21 ενώπιον του Δικαστηρίου, η οποία απορρίφθηκε στις 29/4/2022.

 

 

 

Στις 24/5/2022 ο αιτητής υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ισχυρίστηκε πως οι γονείς του είναι άρρωστοι, δεν εργάζονται και ότι η οικία του κατέρρευσε.  Όπως δήλωσε έχει συνάψει δάνειο από τον ξάδερφο του για το ταξίδι του στη Δημοκρατία, το οποίο δεν έχει ακόμη αποπληρώσει. Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνοντας υπόψη όλους τους ισχυρισμούς που προώθησε ο αιτητής σε όλα τα στάδια εξέτασης του αιτήματός του, απέρριψε το μεταγενέστερο αίτημά του στις 27/12/2022, κρίνοντας το αίτημά του ως απαράδεκτο, καθότι τα στοιχεία που υπέβαλε δεν αποτελούν νέα στοιχεία, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.   Ο αιτητής αμφισβητώντας την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επί του πρώτου μεταγενέστερου αιτήματός του  καταχώρησε την προσφυγή υπ’ αριθμό Τ1293/23 στο Δικαστήριο, την οποία στη συνέχεια απέσυρε και κατά συνέπεια, απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.

 

Στις 2/1/2024 ο αιτητής υπέβαλε δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση μέσω της οποίας ανέφερε πως συνελήφθη στις 28/12/2023 από την αστυνομία στη Δημοκρατία. Ισχυρίστηκε πως επιθυμεί να επιστρέψει στο Μπαγκλαντές, αλλά θα κινδυνεύσει η ζωή του από τον αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος Awami League, διότι ο ίδιος είναι μέλος στο κόμμα Jamaat-e-Islami. Πρόσθεσε πως ο πατέρας του τον συμβούλεψε να μην επιστρέψει, διότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του. Τέλος, ανέφερε πως θα προσκομίσει επίσημα έγγραφα προς υποστήριξη του ισχυρισμού του. Η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε ότι λόγω υπαιτιότητας του αιτητή δεν προβλήθηκαν οι προαναφερόμενοι ισχυρισμοί κατά τα προηγούμενα στάδια εξέτασης του αιτήματός του και ως εκ τούτου, απέρριψε το αίτημά του ως απαράδεκτο.

 

Από τα άρθρα 16Δ και 12Βτετράκις στο εδάφιο 2 παράγραφος (δ), του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 συνάγεται πως εάν υποβληθεί μεταγενέστερη αίτηση ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και ο Προϊστάμενος διαπιστώσει στα πλαίσια του μεταγενέστερου αυτού αιτήματος πως υποβλήθηκαν νέα στοιχεία, τότε προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, μόνο εφόσον ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία κατά την διαδικασία που προηγήθηκε.    Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, ο αιτητής λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν προέβαλε και δεν στοιχειοθέτησε τον καινοφανή ισχυρισμό περί κινδύνου κατά της ζωής του λόγω συμμετοχής του σε πολιτικό κόμμα.

 

Από τις σχετικές διατάξεις του Νόμου συνάγεται πως η μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται ως ένα νέο αίτημα, αλλά ως ένα μεταγενέστερο διάβημα στα πλαίσια της αίτησης που αποφασίστηκε ήδη από το αρμόδιο όργανο. Ο Προϊστάμενος έχει υποχρέωση να λάβει υπόψη όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και να προβεί σε μία συγκριτική εξέταση της προγενέστερης και μεταγενέστερης αίτησης του αιτητή,  προκειμένου να διαφανεί εάν από την υποβολή του μεταγενέστερου αιτήματος προβάλλονται στοιχεία ή ισχυρισμοί για πρώτη φορά ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα οποία χρήζουν διερεύνησης.

 

Σημειώνεται ότι ο αιτητής τόσο κατά τη συνέντευξή του στην Υπηρεσία Ασύλου, όσο και κατά το πρώτο μεταγενέστερο αίτημά του, στήριξε το αίτημά του σε οικονομικούς λόγους και δεν εξέφρασε οποιοδήποτε φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του, ενώ του δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες να το πράξει. Ο αιτητής κατά την καταχώρηση του δεύτερου μεταγενέστερου αιτήματός του αναφέρθηκε γενικά και αόριστα σε κίνδυνο για τη ζωή του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα του από τον αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος Awami League, επειδή ο ίδιος έγινε μέλος του κόμματος Jamaat-e-Islami, ισχυρισμό τον οποίο παρουσίασε με την ίδια γενικότητα στην ενώπιον μου διαδικασία.

 

Επισημαίνεται ότι ο αιτητής ουδεμία αναφορά έκανε στον ισχυρισμό αυτό σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας που προηγήθηκε. Ο αιτητής ουδέποτε αναφέρθηκε σε πολιτικής φύσεως προβλήματα, παρά μόνο στα οικονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζει και στην επιθυμία του να παραμείνει στη Δημοκρατία για να εργαστεί με σκοπό να στηρίξει την οικογένειά του που βρίσκεται σε δυσμενή οικονομική κατάσταση. Περαιτέρω, ενώ ο αιτητής ισχυρίστηκε στο δεύτερο μεταγενέστερο αίτημά του ότι θα προσκομίσει επίσημα έγγραφα, δεν προέβη στην ενέργεια αυτή, ούτε στην ενώπιόν μου διαδικασία. Δεν διαφαίνεται ότι θα μπορούσε η Υπηρεσία Ασύλου να αποφασίσει κάτι άλλο πέραν από το ότι το μεταγενέστερο αίτημα του αιτητή είναι απαράδεκτο, καθότι ο αιτητής ενώ είχε κάθε ευκαιρία να προβάλει τον ισχυρισμό αυτό σε προηγούμενα στάδια της εξέτασης της αίτησής του, λόγω δικής του υπαιτιότητας δεν αναφέρθηκε στο νεοφανή αυτό ισχυρισμό.

 

Ούτως ή άλλως ο προβαλλόμενος ισχυρισμός δεν αυξάνει σημαντικά την πιθανότητα χορήγησης του με καθεστώς διεθνούς προστασίας, εφόσον η αόριστη επίκληση ενός κινδύνου, όταν ο ισχυρισμός αυτός δεν συνεπικουρείται εξ’ ουδενός αντικειμενικού στοιχείου, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αρκούντως σοβαρός λόγος που ισοδυναμεί με στοιχείο ικανό να καλύψει τις προϋποθέσεις χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, ο ισχυρισμός που προέβαλε γενικά και αόριστα ο αιτητής για πρώτη φορά στο δεύτερο μεταγενέστερό του αίτημα, δεν έχρηζε περαιτέρω διερεύνησης και για το λόγο αυτό ορθά απορρίφθηκε το δεύτερο μεταγενέστερο αίτημα του, ως απαράδεκτο.

 

Κατόπιν έρευνας σε έγκυρη πηγή πληροφόρησης διαπιστώθηκε ότι το Jammat-e-Islami (στο εξής: «JI») είναι ένα Ισλαμιστικό πολιτικό κόμμα που υποστήριξε τον πακιστανικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου της ανεξαρτησίας το 1971.  Τα μέλη του διεκδίκησαν μικρό αριθμό εδρών στις εκλογές του 2018 υπό τη σημαία του Jatiya Oikya Front, στο οποίο συμμετείχε επίσης το BNP. Αν και επισήμως διαγράφηκε ως πολιτικό κόμμα, το «JI» παραμένει σε συμμαχία με το BNP. Ωστόσο, δημοσιεύματα των μέσων ενημέρωσης τον Οκτώβριο του 2021 έδειξαν ότι το BNP αναθεωρούσε το ενδεχόμενο συμμαχίας, επισημαίνοντας ιδεολογικές διαφορές.

 

 

Η ίδια πηγή αναφέρει πως το μέγεθος του κόμματος έχει συρρικνωθεί τα τελευταία χρόνια και πολλά πρώην μέλη εντάχθηκαν σε άλλα κόμματα, συμπεριλαμβανομένου του Awami League, αν και ορισμένοι έχουν ενταχθεί σε άλλα ισλαμιστικά κινήματα, τα οποία μπορεί να είναι ή όχι παρόμοια. Τα μέλη και οι υποστηρικτές του «JI» διατηρούν γενικά χαμηλό προφίλ. Όσοι δεν κρατούν χαμηλό προφίλ πιθανόν να προσελκύσουν την προσοχή των αρχών και ως εκ τούτου αντιμετωπίζουν μέτριο κίνδυνο διακρίσεων.   

 

Παρόλο που δεν είναι γνωστές κοινωνικές διακρίσεις σε βάρος των μελών του «JI», όπως και με τα μέλη του BNP, τα μέλη του «JI» μπορεί να έχουν λιγότερες ευκαιρίες απασχόλησης και επιχειρηματικότητας λόγω της υπόγειας φύσης των προσωπικών και επαγγελματικών τους δικτύων. [1]  Ο αιτητής δεν έχει παρουσιάσει τέτοιο προφίλ από το οποίο να συνάγεται πως θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Ούτως ή άλλως από την παράγραφο 80 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων, του Ύπατου αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, αναφέρεται πως “Το να έχει κάποιος πολιτικές απόψεις διαφορετικές από εκείνες της κυβέρνησης δεν συνιστά από μόνο του λόγο για αναγνώριση καθεστώτος πρόσφυγα και ο αιτών πρέπει να αποδείξει ότι εξαιτίας αυτών των απόψεων έχει φόβο δίωξης”.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δέουσα έρευνα κρίνεται από το Δικαστήριο ότι έγινε, όταν το αρμόδιο όργανο εξετάζει κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός (βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών (1999) 3ΑΑΔ 447). Ορθή και πλήρης έρευνα θεωρείται αυτή που εκτείνεται στη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων της υπόθεσης (βλ. Νικολαΐδη v. Μηνά (1994) 3ΑΑΔ 321, Ττουσούνα ν.

 

Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ. 151, Χωματένος ν. Δημοκρατίας κ.α. (2 Α.Α.Δ. 120). Η έκταση της έρευνας εξαρτάται πάντοτε από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (βλ. Δημοκρατία v. Ευαγγέλου κ.α. (2013) 3ΑΑΔ 414) και το αρμόδιο όργανο οφείλει να βρει τον κατάλληλο τρόπο για να εκπληρώσει την υποχρέωσή του για επαρκή έρευνα.

 

Οι καθ’ ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση και ενόψει των ισχυρισμών που πρόβαλε ο αιτητής, αλλά προέβησαν στη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα, εκδίδοντας με τον τρόπο αυτό πλήρως αιτιολογημένη απόφαση.

 

Ως εκ τούτου, καταλήγω ότι το αρμόδιο όργανο διενήργησε τη δέουσα υπό τις περιστάσεις έρευνα και αποφάσισε εντός των πλαισίων του Νόμου. Κατά συνέπεια, ο μοναδικός προβαλλόμενος ισχυρισμός περί έλλειψης δέουσας έρευνας εκ μέρους του αρμόδιου οργάνου απορρίπτεται στο σύνολο του.

 

Πρόσθετα, λαμβάνεται υπόψη πως ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 166/2023, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται ότι δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε επαρκής αιτιολόγηση. Το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή ως απαράδεκτο, αποκαλύπτει ότι η απόφασή της ήταν απόλυτα ορθή και στα πλαίσια της διακριτικής της ευχέρειας.

 

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται, με 1000€ έξοδα υπέρ των καθ’ ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

 

 

 

 

                                                                           Χ. Μιχαηλίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Australian Government - Department of Foreign Affairs and Trade, DFAT COUNTRY INFORMATION REPORT: BANGLADESH, 30 November 2022, σ. 24

https://www.dfat.gov.au/sites/default/files/country-information-report-bangladesh.pdf

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο