ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                               Υπόθεση Αρ.: 1083/2023

20 Μαρτίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

                                                S.P.A. (και υιός)

                                                   από Φιλιππίνες

 Αιτητές

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

 Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητές:  Μ. Χαραλαμπίδου (κα) για Ν. Λοΐζου και Χ. Χριστούδια

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Θ. Παπαχαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 29.12.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά τους για παραχώρηση ασύλου καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση των Αιτητών, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση, αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, που κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας:

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από τη Δημοκρατία των Φιλιππίνων, την οποίαν εγκατέλειψε στις 02.03.2018 και την αμέσως επόμενη μέρα, ήτοι στις 03.03.2018, αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εργασίας.  Το ανήλικο τέκνο της γεννήθηκε στην Κύπρο, εκτός γάμου, από Αιγύπτιο πατέρα.  Στις 10.11.2022, η Αιτήτρια καταχώρισε αίτηση για διεθνή προστασία, στα πλαίσια της οποίας, στις 19.12.2022, πραγματοποιήθηκε συνέντευξή της από αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος αυθημερόν υπέβαλε εισηγητική έκθεση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με εισήγηση της απόρριψης της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, στις 29.12.2022, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην Αιτήτρια, μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 14.03.2023.  Η απόφαση αυτή αποτελεί το αντικείμενό της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Οι Αιτητές, μέσω των συνηγόρων τους πρόβαλαν στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής τους αγόρευσης λόγους ακυρώσεως αναφορικά με την αναρμοδιότητα του οργάνου το οποίο εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση και την έλλειψη άρτιου πρακτικού, τους οποίους ωστόσο απέσυραν κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκαν στην προώθηση των λόγων ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, περί αναιτιολόγητης απόφασης καθώς και περί παράβασης της Συνθήκης του Δουβλίνου αναφορικά με τους πρόσφυγες και του περί Προσφύγων Νόμου, ισχυρισμός ο οποίος εδράζεται στη θέση περί παράλειψης εξέτασης του βέλτιστου συμφέροντος του ανήλικου τέκνου.

Από την πλευρά τους, οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν, καταρχάς, ότι παρατηρείται έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που  προωθούν οι Αιτητές κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο.  Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας τους ισχυρισμούς των Αιτητών, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι οι Αιτητές εμπίπτουν στην έννοια των οικονομικών μεταναστών.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως, επισημαίνω ότι αυτοί προωθούνται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης των Αιτητών, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός τους και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου[1]. Πράττουν δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία λόγων περί των συγκεκριμένων λόγων ακυρώσεως χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας αυτοί προωθούνται[4].

 

Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή).  Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού αυτό που τελικώς εξετάζει είναι κατά πόσον έχουν προβληθεί ειδικοί και τεκμηριωμένοι ισχυρισμοί που να δικαιολογούν την υπαγωγή των Αιτητών σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[5].

 

Ενόψει των πιο πάνω, οι γενικόλογοι ισχυρισμοί των Αιτητών απορρίπτονται ως αναιτιολόγητοι αλλά και ως αλυσιτελείς και προχωρώ στην εξέταση της ουσίας της υπόθεσης, σε συνάρτηση με τον ισχυρισμό των Αιτητών περί έλλειψης δέουσας έρευνας συμπεριλαμβανομένης της παράλειψης εξέτασης του βέλτιστου συμφέροντος του ανήλικου τέκνου. Επισημαίνεται ότι, το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6].

 

Υπό το πρίσμα λοιπόν όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, διαφαίνεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιον τους πλην του βέλτιστου συμφέροντος του ανήλικου τέκνου. 

 

Ειδικότερα, η Αιτήτρια στα πλαίσια της καταχωρισθείσας αίτησής της, κατέγραψε ότι δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα καταγωγής της καθώς ο πρώην σύντροφός της απειλεί να σκοτώσει τόσο την ίδια όσο και το ανήλικο τέκνο της.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της για να εργαστεί. Ως η ίδια δήλωσε, ουδέποτε έχει συλληφθεί ή κρατηθεί στην χώρα καταγωγής της, οι αρχές της οποίας θα της επιτρέψουν την είσοδό της. Ερωτηθείσα σχετικώς με τις συνέπειες τις οποίες θα επιφέρει ενδεχόμενη επιστροφή της στις Φιλιππίνες, η Αιτήτρια απάντησε ότι ο πρώην σύζυγός της είναι αναστατωμένος καθώς η ίδια έχει ένα υιό από άλλον άντρα και λόγω αυτού την απειλεί να την σκοτώσει. Ακολούθως ρωτήθηκε για τα μελλοντικά της σχέδια με την ίδια να απαντά ότι επιθυμεί να εργαστεί δύο περίπου χρόνια και μετά να επιστρέψει πίσω, δηλώνοντας περαιτέρω ότι πρέπει να διευθετήσει τα έγγραφα του παιδιού της και μετά θα μπορεί να επιστρέψει μαζί του. Ως ανέφερε, ο πατέρας του παιδιού της κατάγεται από την Αίγυπτο και εγκατέλειψε αυτήν προτού η ίδια γεννήσει και έκτοτε δεν τον είδε ξανά. Κληθείσα να διευκρινίσει πως γίνεται να κινδυνεύει από τον σύζυγό της, αλλά παρόλα αυτά να έχει πρόθεση να επιστρέψει στις Φιλιππίνες, η Αιτήτρια αποκρίθηκε:

 

«He is upset. But we have been separated since before I came here. So, he will not do anything. I just need to keep working for a while longer, get some money, arrange my son's papers and then I will go back».

 

Με την ως άνω δήλωση της, αναίρεσε ουσιαστικά τον ισχυρισμό της περί κινδύνου από τον πρώην σύζυγό της.

 

Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία της Αιτήτριας κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που η ίδια ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή της σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο λειτουργός της υπηρεσίας έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία.  Όπως επίσης ο λειτουργός παρατήρησε, τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια στη συνέντευξή της αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος της και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Οι ισχυρισμοί οι οποίοι προβλήθηκαν από την Αιτήτρια κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της κατέτασσαν τους λόγους που την ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της ως οικονομικούς. Λαμβάνοντας μάλιστα υπόψη ότι, παρά το γεγονός ότι αρχικώς ανέφερε κίνδυνο από τον πρώην σύζυγό της, τελικώς αναίρεσε τη θέση της αυτή δηλώνοντας ξεκάθαρα ότι, εφόσον έχουν χωρίσει εδώ και καιρό, αυτός (ο πρώην σύζυγός της), δεν θα κάνει τίποτα.  Με βάση τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, είναι η εκτίμηση μου ότι παρασχέθηκε στην Αιτήτρια, κατάλληλη ευκαιρία, κατά τη διεξαγωγή της προσωπικής της συνέντευξης για να υποβάλει τους ισχυρισμούς της και να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με αυτούς (Βλ. άρθρα 13Α(1) και 13Α(10)του περί Προσφύγων Νόμου).  Παρά την ευκαιρία που της δόθηκε, ουδέν φόβο δίωξης, δεν προέβαλε ούτε απέδειξε.

 

Παρατηρώ ωστόσο και σε συμφωνία με τον ισχυρισμό που προωθήθηκε από τους ευπαίδευτους  συνηγόρους των Αιτητών, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ασχολήθηκαν ειδικώς με το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας και δεν συμπεριέλαβαν κρίση περί του  βέλτιστου συμφέροντος αυτού.

 

Ειδικότερα παρατηρώ πως παρά το γεγονός ότι, ως προκύπτει από το ερυθρό 28 του διοικητικού φακέλου, η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση ασύλου και εκ μέρους του ανήλικου τέκνου της, ωστόσο δεν έλαβε χώρα εξατομικευμένη εξέταση της αίτησής του κατά παράβαση της αρχής της εξατομικευμένης αξιολόγησης των αιτήσεων διεθνούς προστασίας [βλ. άρθρο 4 παράγραφος 3 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και άρθρο 18(3) του περί Προσφύγων Νόμου]. Μάλιστα, ως προκύπτει από το περιεχόμενο της Έκθεσης-Εισήγησης, πέραν της καταγραφής στο πλαίσιο των πληροφοριών σχετικών με το αίτημα διεθνούς προστασίας, ότι η αίτηση υποβάλλεται για δύο Αιτητές, ήτοι την Αιτήτρια και τον υιό της με την σημείωση «γιος χωρίς πιστοποιητικό γέννησης», καμία άλλη ενασχόληση και/ή αναφορά στο πρόσωπο του υιού της Αιτήτριας δεν περιλαμβάνεται.

 

Επί τούτου, επισημαίνεται ότι η Οδηγία 2011/95/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου στο Προοίμιο υπό (18) παραπέμπει στο μείζον συμφέρον του παιδιού όπως αυτό προβλέπεται από τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού.  Σύμφωνα με το άρθρο 3 της εν λόγω Σύμβασης  και τον Κυρωτικό αυτής Νόμο του 1990[7]σε όλες τις δράσεις, μεταξύ των οποίων και όσες λαμβάνουν χώρα από διοικητικές αρχές, και οι οποίες αφορούν παιδιά, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού οφείλει να είναι πρωταρχικό μέλημα.  Ο Νόμος δεν προβαίνει σε καμία διάκριση σε σχέση με την ιδιότητα του παιδιού ως συνοδευόμενου ή μη από την οικογένειά του, αναφερόμενος συλλήβδην σε παιδιά.  Στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και/ ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, η οποία επίσης παραπέμπει στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού, εξάλλου αναφέρεται ότι αυτές εφαρμόζονται σε όλα τα παιδιά αιτούντες άσυλο, συμπεριλαμβανομένων όσων συνοδεύονται[8]. Περαιτέρω, σύμφωνα με την Επιτροπή για τα Δικαιώματα του παιδιού, το βέλτιστο συμφέρον του τέκνου συνιστά μεταξύ άλλων διαδικαστικό κανόνα, με αποτέλεσμα η αιτιολόγηση της απόφασης να οφείλει να υποδεικνύει τόσο τη λήψη του δικαιώματος υπόψιν όσο και τον τρόπο αξιολόγησης αυτού στη συγκεκριμένη περίσταση[9]

 

Η ως άνω πλημμέλεια καταδεικνύει την παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση για εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος που υποβλήθηκε για το ανήλικο τέκνο, δια της μητέρας του. Δεν μου διαφεύγει βεβαίως ότι η επιστολή ενημέρωσης που στάλθηκε στην Αιτήτρια ημερ. 14.03.2023 (βλ. ερυθρό 31 του δ.φ.) απευθύνεται και περιλαμβάνει και τον υιό της. Το ίδιο παρατηρείται και σε σχέση με την έκθεση εισήγησης όπου στην πρώτη σελίδα αυτής, στο σημείο «πληροφορίες σχετικές με το αίτημα ασύλου» (βλ. ερυθρό 28 του δ.φ.) καταγράφεται ο αριθμός των αιτητών διεθνούς προστασίας «2», με την σημείωση: «(γιος χωρίς πιστοποιητικό γέννησης)». Οι αναφορές αυτές δεικνύουν ότι δεν αγνοήθηκε η ύπαρξη του ανήλικου τέκνου, απαιτείτο παρ’ όλα αυτά η ρητή αναφορά και ενασχόληση των Καθ’ ων η αίτηση με το τέκνο, το οποίο αντιμετωπίστηκε τελικώς ως μέλος της οικογένειας της Αιτήτριας και όχι ως πρόσωπο με ίδια δικαιώματα και συμφέροντα, ως όφειλε να αντιμετωπιστεί.

 

Ωστόσο, η πλημμέλεια αυτή δεν επιδρά τελικώς στο αποτέλεσμα της προσβαλλόμενης απόφασης, καθώς είναι και η δική μου κατάληξη ότι δεν πληρούνται εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Επισημαίνω κυρίως ότι παρά τον ισχυρισμό των συνηγόρων των Αιτητών περί παράλειψης εξέτασης του ανήλικου Αιτητή και τη μη λήψη αυτού υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ωστόσο οι ίδιοι δεν επικαλούνται κάποιο συγκεκριμένο φόβο δίωξης του ίδιου του ανήλικου τέκνου, δυνάμενο να ανατρέψει την τελική κατάληξη για απόρριψη της αίτησής του. Ούτε και η Αιτήτρια αναφέρθηκε κατά τη συνέντευξή της, σε ένα τέτοιο φόβο παρά την ευκαιρία που της δόθηκε. Δεν τέθηκε συνεπώς ενώπιόν μου ένας τέτοιος εξατομικευμένος φόβος με αποτέλεσμα το αίτημα ασύλου του ανήλικου εύλογα να κρίνεται ότι ερείδεται επί της ίδιας βάσης με το αίτημα ασύλου της Αιτήτριας. Κατά τούτου, ως έχω ήδη επισημάνει, η Αιτήτρια δεν έθεσε με στοιχειώδη σαφήνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που της προκαλούσαν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής της και κατ’ επέκταση ούτε και το ανήλικο τέκνο της.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε και επί της ουσίας οι Αιτητές δεν κατάφεραν να αποδείξουν βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφεραν να τεκμηριώσουν ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψουν στη χώρα ιθαγένειάς τους, θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Τουναντίον, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενα της Αιτήτριας, η ίδια  εγκατέλειψε τη χώρα της για σκοπούς εξεύρεσης εργασίας με αποτέλεσμα το κίνητρο της αυτό να την εντάσσει στον ορισμό του οικονομικού μετανάστη, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι:

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα [10].

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός ασύλου, αφού παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της στις 02.03.2018, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 10.11.2022, ήτοι τέσσερα (4) και πλέον έτη μετέπειτα.  Η υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από την Αιτήτρια, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[11]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο.  Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι η Αιτήτρια δεν είναι γνήσια αιτήτρια ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής της και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής των Αιτητών (Φιλιππίνες), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 27.05.2022 (Κ.Δ.Π. 202/2022) αλλά και του πιο πρόσφατου Διατάγματος ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023) χωρίς εν προκειμένω οι Αιτητές να έχουν προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στους ίδιους και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής.  Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων, όπως αυτά αναλύθηκαν ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Ενόψει την κατάληξης μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, λόγω παράλειψης εξατομικευμένης  εξέτασης του ανήλικου τέκνου, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση των Αιτητών για διεθνή προστασία απορρίπτεται χωρίς έξοδα. 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο ».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ.Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[6] Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[7] Ο Κυρωτικός Νόμος βρίσκεται διαθέσιμος στο https://www.mlsi.gov.cy/mlsi/sws/sws.nsf/All/EFA941CBE41740E3C2256E5B00295F40/$file/Convention%20on%20the%20Rights%20of%20Children.pdf?OpenElement (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22.02.2024)

[8] UNHCR, ' Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Εξέταση των Αιτημάτων Ασύλου των Παιδιών στο πλαίσιο των άρθρων 1 (Α) 2 και 1 (ΣΤ) της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων' (2009), 6 διαθέσιμο στο https://www.unhcr.org/gr/wp-content/uploads/sites/10/2017/05/children-Asylum-Seekers-UNHCR-2009.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22.02.2024)

[9] UN Committee on the Rights of the Children, CRC/C/GC/14, 'General comment No. 14 (2013) on the right of the child to have his or her best interests taken as a primary consideration (art. 3, para. 1)*' (2013), 4 διαθέσιμο στο https://www2.ohchr.org/english/bodies/crc/docs/gc/crc_c_gc_14_eng.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22.02.2024)

[10] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011

[11] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο