ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  1313/2022

06 Μαρτίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J.R.F.,

από Καμερούν

                                            Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόρος για Αιτητή: Χρύσω Αργυρού (κα)

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Στ. Σταύρου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 26.11.2021, με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ' ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

Ο Αιτητής κατάγεται από το Καμερούν, το οποίο εγκατέλειψε τον Ιανουάριο του 2020 και αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές στις 18.02.2020, χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, υποβάλλοντας αίτηση ασύλου στις 21.02.2020. Στις 29.10.2021 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO, νυν EUAA στο εξής αναφερόμενη ως «η EASO»), ο οποίος υπέβαλε στις 15.11.2021 Εισηγητική Έκθεση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 26.11.2021 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτόν στις 22.02.2022 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 17.12.2021. Εναντίον αυτής της απόφασης στρέφεται με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Εξειδικεύοντας και περιορίζοντας στα πλαίσια της γραπτής αγόρευσης της ευπαίδευτης δικηγόρου του, τους εγειρόμενους στην προσφυγή λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής κατά επιγραμματικό τρόπο και χωρίς παράθεση σχετικής επιχειρηματολογίας, προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη είναι αναιτιολόγητη, ότι το αποφασίζον όργανο τελούσε σε πλάνη περί τα πράγματα και ότι δε διεξήχθη η δέουσα υπό της περιστάσεις έρευνα ειδικότερα σε ό,τι αφορά την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής του Αιτητή.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση επισημαίνουν καταρχάς, ότι παρατηρείται παντελής έλλειψη εξειδίκευσης και/ή τεκμηρίωσης των λόγων ακυρώσεως που προωθεί ο Αιτητής κατά παραβίαση του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, υποβάλλοντας ότι για το λόγο αυτό δεν θα πρέπει να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο. Πέραν τούτου, οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, εξετάζοντας και αντικρούοντας έναν έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή, υποβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος φέρει στους ώμους του, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Καταρχάς, μελετώντας την γραπτή αγόρευση του Αιτητή, και σε συμφωνία με τα όσα υποβάλλει η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση, εύκολα διαπιστώνεται η γενικόλογη, αόριστη και εν πολλοίς ρητορική αναφορά σε σειρά επιχειρημάτων, χωρίς ωστόσο να δίδονται οποιαδήποτε στοιχεία ή επιχειρήματα, που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του αυτούς. Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[1].

 

Είναι διαχρονική η θέση της ημεδαπής νομολογίας ότι τα επίδικα θέματα στοιχειοθετούνται και προσδιορίζονται από τη δικογραφία[2], ενώ ξεκάθαρη είναι η απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Η ίδια προσέγγιση επί του υπό συζήτηση θέματος ακολουθήθηκε και από την Ολομέλεια του Διοικητικού Δικαστηρίου στην Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 107/2017, ημερ. 11.12.2017, η οποία επικυρώθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Μιχαήλ κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Έφεση κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 112/2017, ημερ. 19.03.2019.

 

Σχετική είναι και η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, A.E. 95/2012, 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, όπου επισημάνθηκε ακριβώς ότι η γενικότητα με την οποία παρατηρείται η δικογράφηση των νομικών ισχυρισμών έχει λάβει ανησυχητικές διαστάσεις και στην ουσία παρακωλύει την ορθή και σύννομη απονομή της δικαιοσύνης, διότι οι προσφεύγοντες καλυπτόμενοι πίσω από τη γενικότητα των ισχυρισμών τους, θεωρούν ότι δύνανται να εγείρουν οποιοδήποτε θέμα κατά τον τρόπο που επιθυμούν, αποπροσανατολίζοντας έτσι την υπόθεση από την ορθή της διάσταση, αλλά και με το Δικαστήριο να ασχολείται άνευ λόγου με σωρεία θεμάτων. Η έννοια του Κανονισμού 7 είναι  η οριοθέτηση με λεπτομέρεια, (αυτή είναι η έννοια της λέξης «πλήρως»), ούτως ώστε τα επίδικα θέματα να περιορίζονται στα απολύτως αναγκαία, με τους διαδίκους να γνωρίζουν με ακρίβεια το λόγο που προωθείται η νομική εισήγηση, αλλά και το Δικαστήριο να ασχολείται μόνο με συγκεκριμένα ζητήματα και όχι με γενικότητες και αοριστολογίες. 

 

Καθίσταται επομένως σαφές ότι, μόνο στοιχειοθετημένοι λόγοι ακύρωσης και στη βάση ξεκάθαρης επιχειρηματολογίας, μπορεί να παράσχουν έρεισμα στο αίτημα για ακύρωση της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Σε διαφορετική περίπτωση θα παρεχόταν ευχέρεια για τη συζήτηση κάθε θέματος, με αποτέλεσμα τον εξοβελισμό των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου τους στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης[4].

 

Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμος, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού αυτό που τελικώς εξετάζει είναι κατά πόσον έχουν προβληθεί ειδικοί και τεκμηριωμένοι ισχυρισμοί που να δικαιολογούν την υπαγωγή του Αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[5].

 

Έχοντας υπόψη λοιπόν την διευρυμένη δικαιοδοσία που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], εξέτασα την ουσία της υπόθεσης αυτής σε συνάρτηση και με τον, έστω γενικόλο, ισχυρισμό του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της υπόθεσης σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Υπό το πρίσμα λοιπόν όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, διαφαίνεται ότι, σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος κατέγραψε στην αίτησή του, ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας της αγγλόφωνης κρίσης και του πολέμου στο Νοτιοδυτικό και Βορειοδυτικό Καμερούν.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, κατά την ελεύθερή αφήγηση του, ο Αιτητής πρόβαλε ως λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, την απόπειρα στρατολόγησής του κατά την επίσκεψή του στο χωριό του πατέρα του και την απαγωγή του τον Ιούλιο του 2017 από τους Αμπαζόνιαν (στο εξής αναφερόμενοι ως «οι Αμπαζόνιαν» ή «οι αυτονομιστές») έπειτα από την άρνησή του να ενταχθεί στην ομάδα τους. Πιο συγκεκριμένα, ανέφερε ότι κατά την επίσκεψή του στο χωριό Muyuka, στην αγγλόφωνη περιοχή, τον προσέγγισαν μέλη των Αμπαζόνιαν ζητώντας του να ενταχθεί στην ομάδα τους. Εκείνος αρνήθηκε και την επόμενη μέρα οι Αμπαζόνιαν απευθύνθηκαν στον πατέρα του. Τότε ο Αιτητής έφυγε από το χωριό του, στο οποίο ωστόσο επέστρεψε δύο μήνες αργότερα για να επισκεφτεί τον πατέρα του, η υγεία του οποίου επιδεινώθηκε. Κατά τις δύο με τρεις η ώρα το βράδυ εμφανίστηκαν στο σπίτι του μέλη των Αμπαζόνιαν, τον πήραν και τον οδήγησαν σε άγνωστο σημείο μέσα στο δάσος μαζί με άλλους άνδρες και γυναίκες τους οποίους φρουρούσαν δύο άτομα. Όταν ένας από τους φρουρούς απομακρύνθηκε, οι απαχθέντες επιτέθηκαν στον άλλον φρουρό και κατάφεραν να ξεφύγουν. Αφού περπάτησε όλη νύχτα στο δάσος ο Αιτητής βρήκε, κατά τα ξημερώματα, το δρόμο για τη Douala. Οι Αμπαζόνιαν τον αναζητούσαν στο σπίτι του πατέρα του και  απειλούσαν ότι θα τον βρουν όπου κι αν βρίσκεται. Ο Αιτητής συνειδητοποίησε ότι οι απειλές ήταν σοβαρές όταν, μία μέρα καθώς οδηγούσε για τη δουλειά του το εταιρικό αυτοκίνητο τον σταμάτησε ένας άνδρας ο οποίος  του είπε ότι γνωρίζουν που εργάζεται και ζει και ότι «we will deal with you». Από εκείνη την ημέρα άρχισε να διαμένει σε διαφορετικά μέρη, καθυστερούσε στην εργασία του και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί κατά την οδήγηση εξαιτίας της ανησυχίας του. Ο Αιτητής, ενημέρωσε τότε τον θείο του για τα όσα του συνέβηκαν κι εκείνος έκανε όλους τους απαραίτητους διακανονισμούς προκειμένου ο Αιτητής να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Ως ο ισχυρισμός του, σε περίπτωση επιστροφής του θα υποχρεωθεί να ενταχθεί στους Αμπαζόνιαν και θα χάσει τη ζωή του διότι δεν γνωρίζει ούτε πως να χρησιμοποιήσει ένα όπλο και δεν ξέρει να μάχεται.  

 

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων ανέφερε ότι αρχικά, στο χωριό του πατέρα του, τον προσέγγισαν τρία άτομα και του ζήτησαν να συμμετέχει στη μάχη για την υπεράσπιση του τόπου του. Από εκεί αντιλήφθηκε ότι επρόκειτο για αυτονομιστές. Ερωτώμενος για το σημείο όπου βρισκόταν εκείνος όταν έλαβε χώρα η συνάντηση των Αμπαζόνιαν με τον πατέρα του, αποκρίθηκε ότι δεν ήταν παρών στη συζήτηση διότι έτσι συνηθίζεται σε τέτοιες περιπτώσεις ως ένδειξη σεβασμού. Ως προς τον τρόπο με τον οποίο λύθηκε και απελευθερώθηκε  όταν κρατείτο από τους αυτονομιστές, δήλωσε ότι κάποιος άλλος κατάφερε και έλυσε το σκοινί που τους κρατούσε στο δέντρο. Ως προς τον λόγο για τον οποίο δεν απευθύνθηκε στις Αρχές δήλωσε ότι από τη στιγμή που η Κυβέρνηση μάχεται τους αυτονομιστές, θα τον χρησιμοποιούσαν ως πληροφοριοδότη και ότι η Αστυνομία είναι αναποτελεσματική. Καλούμενος να διευκρινίσει τον αριθμό των συναντήσεων που είχε με τους αυτονομιστές, αποκρίθηκε ότι εκείνον τον προσέγγισαν δύο φορές όμως άγνωστοι ρωτούσαν για εκείνον καθημερινά στην περιοχή όπου έμενε και στην εργασία του αναγκάζοντάς τον μάλιστα να αλλάζει σπίτια. Αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο γνωρίζει ότι οι Αμπαζόνιαν τον αναζητούν ακόμη και σήμερα απάντησε ότι πληροφορήθηκε ότι άγνωστοι ρωτούν για εκείνον ακόμη και στην εταιρία στην οποία εργάζεται.

 

Ερωτώμενος αν θα μπορούσε να επιστρέψει στο Καμερούν και να ζήσει με ασφάλεια σε άλλη πόλη, ήτοι στο  Badjoun  ή στη Yaounde όπου ζουν τα αδέλφια του, απάντησε αρνητικά διότι οι Αμπαζόνιαν του είπαν ότι θα τον έβρισκαν οπουδήποτε κι ότι εφόσον τον εντόπισαν στη Douala, θα τον εντοπίσουν οπουδήποτε και αν πάει.

 

Κατά την αξιολόγηση της αίτησης ασύλου του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τέσσερεις ουσιώδεις ισχυρισμούς: ο πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του αιτητή, ο δεύτερος αναφορικά με την προσπάθεια στρατολόγησής του από τους Αμπαζόνιαν επειδή ο πατέρας του είναι αγγλόφωνος και την άρνησή του να στρατολογηθεί, ο τρίτος σχετικά την σύλληψή του από τους Αμπαζόνιαν και την απόδρασή του από αυτούς και ο τέταρτος σχετικά με την αναζήτηση του από τους Αμπαζόνιαν και την απειλή του από αυτούς.

 

Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε δεκτός καθότι οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως συνεκτικές και συγκεκριμένες και παρέθεσε πληροφορίες για την περιοχή και τη γειτονιά όπου κατοικούσε στη Douala. Οι δηλώσεις του Αιτητή, υποστηρίζονται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης καθώς και από τα έγγραφα τα οποία ο ίδιος προσκόμισε στην υπηρεσία, ήτοι την πρωτότυπη ταυτότητά του από το Καμερούν και το αντίγραφο του διαβατηρίου του.

 

Ως προς τον δεύτερο ισχυρισμό, σχετικά με την προσπάθεια στρατολόγησής του από τους Αμπαζόνιαν επειδή ο πατέρας του είναι αγγλόφωνος και την άρνησή του να στρατολογηθεί, ο λειτουργός έκανε δεκτό τον σχετικό ισχυρισμό καθότι απάντησε σε κάθε ερώτηση σχετικά με τα κίνητρα της στρατολόγησής του από τους Αμπαζόνιαν και υπήρξε λεπτομερής σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο έγινε η προσέγγισή του από τους αυτονομιστές.

 

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, ο λειτουργός εντόπισε το χωριό του πατέρα του Αιτητή ενώ η περιγραφή της διαδρομής προς το χωριό αυτό βρίσκεται σε συμφωνία με τις πληροφορίες από τη χώρα καταγωγής. Περαιτέρω, εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνουν την ύπαρξη της ομάδας των αυτονομιστών Αμπαζόνιαν οι οποίοι στρατολογούν παιδιά στην ομάδα τους. Επισημαίνει ωστόσο, ότι η στρατολόγηση στην οποία κάνουν αναφορά οι πηγές αφορά σε παιδιά και  όχι ενήλικες. 

 

Αξιολογώντας τον τρίτο ισχυρισμό του Αιτητή που αφορά την σύλληψή του από τους Αμπαζόνιαν και την απόδρασή του από αυτούς, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ότι στερούνταν λεπτομέρειας και σαφήνειας ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά τη σύλληψή του από τους Αμπαζόνιαν και τον τρόπο με τον οποίο κατάφερε να απελευθερωθεί από τα δεσμά του και να αποδράσει. Περαιτέρω, ο λειτουργός θεώρησε ότι δεν επεξηγήθηκε επαρκώς ο σκοπός της σύλληψης του Αιτητή, ο τρόπος με τον οποίο μπορούσε να παρακολουθεί τι γινόταν στο σκοτάδι εφόσον δήλωσε ότι δεν υπήρχε φωτισμός, ενώ δεν παρείχε ικανοποιητική απάντηση σε ό,τι αφορά την άρνησή του να απευθυνθεί στις αρχές της χώρας του.

 

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, αν και ο λειτουργός δεν παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης απέρριψε τον ισχυρισμό λόγω ελλιπούς εσωτερικής αξιοπιστίας.

 

Αναφορικά με τον τέταρτο ισχυρισμό, ήτοι την αναζήτηση του Αιτητή από τους Αμπαζόνιαν και τις απειλές που δέχθηκε από αυτούς, ο λειτουργός EASO έκρινε ότι οι δηλώσεις του υπήρξαν αόριστες, χωρίς λεπτομέρεια και συγκεχυμένες. Ως κρίθηκε, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να απαριθμήσει τις φορές που οι αυτονομιστές ήρθαν σε επαφή με τον πατέρα του και το περιεχόμενο των συζητήσεών του. Καθώς επρόκειτο για ζήτημα μείζονος σημασίας για τον Αιτητή αναμενόταν εύλογα να έχει συγκεντρώσει τις σχετικές πληροφορίες από τον πατέρα του και συνεπώς η άγνοιά του επί του θέματος αυτού πλήττει σημαντικά την αξιοπιστία του. Περαιτέρω, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο εντοπίστηκε από τους Αμπαζόνιαν στη Douala ενώ η δήλωσή του ότι εντόπισαν το όχημά του και ότι ο ίδιος μοιάζει εξαιρετικά στον πατέρα του δεν εξηγούν επαρκώς τον τρόπο με τον οποίο τον εντόπισαν οι αυτονομιστές.

 

Σε ό,τι αφορά την εξωτερική αξιοπιστία, αν και ο λειτουργός δεν παρέθεσε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης απέρριψε τον ισχυρισμό λόγω ελλιπούς εσωτερικής αξιοπιστίας.

 

Στα πλαίσια των ισχυρισμών που έγιναν δεκτοί, ήτοι τα στοιχεία προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή καθώς και την άρνηση του να στρατολογηθεί από τους αυτονομιστές, εξετάζοντας τον κίνδυνο τον οποίο ενδέχεται να αντιμετωπίσει σε ενδεχόμενη επιστροφή του στο Καμερούν, ο λειτουργός επισήμανε ότι ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή βρίσκεται στη Douala του Littoral και ότι δεν έχει γίνει δεκτή η ύπαρξη παρελθούσας δίωξης ενόψει του ότι οι ισχυρισμοί που αφορούσαν την αιχμαλώτισή του από τους αυτονομιστές και την μετέπειτα απειλή του στη Douala έτυχαν απόρριψης. Περαιτέρω, από τα στοιχεία του προφίλ του Αιτητή δεν προκύπτει ότι θα υποστεί μεταχείριση η οποία να ανάγεται σε δίωξη καθώς έχει εδραιώσει τη ζωή του στη γαλλόφωνη περιοχή, μιλάει τέλεια γαλλικά, φοίτησε σε σχολείο και Πανεπιστήμιο εκεί και εργαζόταν εκεί μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του. Επίσης, την τελευταία φορά που ήρθε σε επικοινωνία με τον αδελφό του στη Douala, δεν ανέφερε προβλήματα. Αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Douala, ο λειτουργός παραθέτει πληροφορίες για τα περιστατικά ασφαλείας τα οποία σημειώθηκαν στο Littoral το πρώτο τρίμηνο του 2021 και λαμβάνοντας υπόψη τον πληθυσμό τη περιοχής καταλήγει ότι ο αριθμός των απωλειών είναι χαμηλός και ο Αιτητής δεν αναμένεται ευλόγως να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη επιστρέφοντας στη Douala.

 

Ακολούθως, κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός σημειώνει αρχικά ότι από τους προβαλλόμενους ισχυρισμούς του Αιτητή, το προφίλ του και την αξιολόγηση κινδύνου, διαφάνηκε ότι δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου για αναγνώρισή του ως πρόσφυγα. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ως προς την συνδρομή των προϋποθέσεων των παραγράφων (α) και (β) του άρθρου 15 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ. Προχωρώντας στην εξέταση των προϋποθέσεων του άρθρου  15 παράγραφος (γ), ο αρμόδιος λειτουργός επισήμανε πως, επί τη βάσει του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή, σε συνδυασμό με τις πληροφορίες αναφορικά με την τρέχουσα κατάσταση ασφαλείας στην Douala του Littoral, ήτοι στην περιοχή της συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος ο Αιτητής να υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας κατά την επιστροφή του εκεί. Περαιτέρω, ο Αιτητής δεν διαθέτει τις προσωπικές περιστάσεις εκείνες που ενδεχομένως να επαύξαναν την πιθανότητα να υποστεί σοβαρή προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός εισηγήθηκε όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή και ως προς τη συμπληρωματική προστασία.

 

Εκτίμηση του Δικαστηρίου - Αξιολόγηση αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή

 

Έχω εξετάσει με μεγάλη προσοχή την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν του Δικαστηρίου. Εντοπίζω καταρχάς πως η αιτιολόγηση των Καθ' ων η αίτηση είναι ελλιπής ως προς το σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας του τρίτου και τέταρτου σχηματισθέντα ισχυρισμού του Αιτητή καθώς γίνεται απλώς επίκληση της υποκειμενικής φύσης των ανωτέρω ισχυρισμών και δεν υπήρξε έρευνα σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ως όφειλε σύμφωνα με τις επιταγές του άρθρου 18 (7 Α) του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Επισημαίνεται επίσης ότι, ενώ κατ’ ισχυρισμόν τα περιστατικά τα οποία έλαβαν χώρα κατά την επίσκεψη του Αιτητή στο χωριό του πατέρα του τοποθετούνται στο έτος 2017, ο ίδιος εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του την 07.12.2019 (ερ. 57). Ωστόσο δεν διερευνήθηκε η ακριβής χρονική σειρά των περιστατικών από το έτος 2017 μέχρι τα τέλη του 2019 οπότε και ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα του. Αν και ο Αιτητής αναφέρθηκε στον εντοπισμό του και την απειλή του από τους Αμπαζόνιαν στη Douala, δεν τέθηκαν ερωτήματα για το χρονικό σημείο ή το χρονικό πλαίσιο κατά το οποίο συνέβη ο εντοπισμός του από τους αυτονομιστές στη Douala και το διάστημα το οποίο μεσολάβησε από την επίσκεψη στο χωριό του πατέρα του μέχρι να λάβουν χώρα τα σχετικά περιστατικά απειλών στα οποία αναφέρθηκε.

 

Καταλήγω συνεπώς ως ορθώς προέβαλε και ο Αιτητής διά του συνηγόρου του μέσω της γραπτής του αγόρευσης, πως η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης πάσχει λόγω έλλειψης υπό τις περιστάσεις δέουσας έρευνας και κατ’ επέκταση και μη επαρκούς αιτιολογίας κατά το σκέλος εκείνο αξιολόγησης επί της εξωτερικής αξιοπιστίας του τρίτου και τέταρτου ισχυρισμού του Αιτητή καθώς και την εξέταση του χρονολογίου των περιστατικών που έλαβαν χώρα κατά παράβαση όσων προβλέπονται από τις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου και ως προνοείται ειδικότερα από τον περί Προσφύγων Νόμο.

 

Ωστόσο, η ως άνω κατάληξη μου, δεν σφραγίζει την τύχη της υπό κρίση προσφυγής, καθώς το παρόν Δικαστήριο έχει δικαιοδοσία, ως επισημάνθηκε,  δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, να προβαίνει σε έλεγχο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν. Προχωρώ συνεπώς σε αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή.

 

Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό, για τους λόγους που εκτενώς αναλύονται στην εισηγητική έκθεση του λειτουργού της EUAA (βλ. ερυθρά 43-51 του δ.φ.), η οποία αποτελεί την αιτιολογική βάση της επίδικης απόφασης, κρίνω ότι ορθά ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή κρίθηκε αξιόπιστος, ευρήματα για τα οποία το Δικαστήριο δεν εντοπίζει λόγο διαφοροποίησης.  

 

Εξετάζοντας τον δεύτερο ισχυρισμό σχετικά με την προσπάθεια στρατολόγησής του Αιτητή από τους Αμπαζόνιαν λόγω της καταγωγής του πατέρα του από τις αγγλόφωνες περιοχές και την άρνησή του να στρατολογηθεί, φρονώ πως o αρμόδιος λειτουργός έθεσε πληθώρα ερωτήσεων σχετικά με το χωριό στο οποίο διέμενε ο πατέρας του στην αγγλόφωνη περιοχή, την ταυτότητα των ατόμων με τα οποία συναντήθηκε ο αιτητής όταν του προτάθηκε να στρατολογηθεί στους αυτονομιστές, το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο έλαβαν χώρα οι συναντήσεις αυτές, την προσέγγιση του πατέρα του από τους αυτονομιστές και τον λόγο για τον οποίο επιχειρήθηκε η στρατολόγησή του το συγκεκριμένο χρονικό σημείο. Οι ερωτήσεις οι οποίες τέθηκαν ήταν τόσο ανοικτού όσο και κλειστού τύπου, και δόθηκαν πολλαπλές ευκαιρίες στον αιτητή προς αποσαφήνιση και εξειδίκευση των δηλώσεων του.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, πέραν των όσων παρέθεσε ο λειτουργός σχετικά με την στρατολόγηση -κυρίως παιδιών- στις αγγλόφωνες περιοχές από τους αυτονομιστές, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε πηγές πληροφόρησης που αφορούν τη στρατολόγηση από τους αυτονομιστές κατά την περίοδο που ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του σύμφωνα με τις οποίες οι αυτονομιστές στρατολογούσαν τόσο παιδιά όσο και ενήλικες[7],[8].  Συνεπώς, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ότι ορθώς θεωρήθηκε αξιόπιστος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του τρίτου ισχυρισμού σχετικά με την σύλληψη του Αιτητή από τους Αμπαζόνιαν και την εν συνεχεία απόδρασή του από το σημείο όπου κρατείτο, ο Αιτητής αν και έδωσε τον αριθμό των ατόμων που τον συνέλαβε, το χρόνο της σύλληψης και τον αριθμό των άλλων ανθρώπων που συνελήφθησαν εντούτοις, δεν ήταν συγκεκριμένος όταν αναφέρθηκε στο σημείο και στο χώρο όπου οδηγήθηκε και κρατήθηκε μετά τη σύλληψή του από τους Αμπαζόνιαν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι σύμφωνα πάντα με τους ισχυρισμούς του, μετέβη εκεί με τα πόδια, περπάτησε εν συνεχεία μέσα στο δάσος και κατάφερε να βρει το δρόμο του προς τη Douala όταν ξημέρωσε, δηλαδή λίγες ώρες μετά την απόδρασή του στις 3 το πρωί,  αναμένεται ότι ο Αιτητής θα μπορούσε να προσδιορίσει έστω κατά προσέγγιση την περιοχή όπου κρατήθηκε. Περαιτέρω, δεν έδωσε λεπτομέρειες σχετικά με το χώρο κράτησής του, αν επρόκειτο για καταυλισμό, αν υπήρχαν κτίσματα και το χώρο στον οποίο κρατήθηκε χωρίς να αποτυπώσει τις σχετικές πληροφορίες με ακρίβεια (ερ.50). Εν συνεχεία, και σε σχέση με τον τρόπο απελευθέρωσής του οι δηλώσεις του Αιτητή υπήρξαν γενικόλογες και οι περιγραφές του επιφανειακές. Κι αυτό, διότι αν και ανέφερε ότι ένας από τους συγκρατούμενους του ήταν εκείνος ο οποίος έλυσε το σχοινί που τον κρατούσε δεμένο, δεν έδωσε σαφή εικόνα και περιγραφή του τρόπου με τον οποίο εν συνεχεία απελευθερώθηκε ο ίδιος και κατά πόσο έπραξε αυτό με τη βοήθεια του συγκρατούμενού του ή όχι, του τρόπου με τον οποίο ήταν δεμένοι οι κρατούμενοι και όλες εκείνες τις λεπτομέρειες που αναμένεται να υπάρχουν κατά την αφήγηση ενός βιωμένου περιστατικού. Επισημαίνεται δε ότι ο αριθμός των κρατουμένων ήταν μικρός, μόλις επτά εκ των οποίων οι τρεις γυναίκες οι οποίες κρατούνταν ξεχωριστά από τους άνδρες. Συνεπώς, ο Αιτητής θα μπορούσε να παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τον τρόπο με τον οποίο ήταν δεμένος, αν ήταν δεμένος με τους υπόλοιπους κρατούμενους και τον τρόπο με τον οποίο η απαλλαγή του συγκρατούμενού του από τα δεσμά του βοήθησε στη δική του απελευθέρωση.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, η έκθεση του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με την επικρατούσα κατάσταση στην Κεντρική Αφρική και της δραστηριότητας του Γραφείου των Ηνωμένων Εθνών της Κεντρικής Αφρικής της 29 Νοεμβρίου 2019 κάνει λόγο για καταγγελίες συνέχισης της βίας και καταχρήσεων από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, εθνικών και διεθνών παρατηρητών ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ανθρωπιστικών ομάδων που προέρχονται από την κρίση στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές Περιφέρειες ενώ ομάδα του Γραφείου του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών διαπίστωσε σε επίσκεψή της ότι σημειώνονταν σοβαρές παραβιάσεις και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που αποδίδονται τόσο σε κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας όσο και σε ένοπλους αυτονομιστές[9]. Πιο πρόσφατες πηγές στις οποίες ανέτρεξε το Δικαστήριο κάνουν λόγο για την ύπαρξη στις «μη κρατικές ένοπλες ομάδες συνέχισαν να επιτίθενται σε κυβερνητικές δυνάμεις και πολίτες, διαπράττοντας δολοφονίες, βασανιστήρια και κακομεταχείριση αμάχων, απαγωγές για λύτρα» και επιβολή lockdown[10].

 

Ο Αιτητής ωστόσο δεν κατάφερε να δώσει μία ακριβή εικόνα για το λόγο της αιχμαλώτισής του από τους Αμπαζόνιαν, αν επρόκειτο για αιχμαλωσία για την απαίτηση λύτρων  ή για άλλο σκοπό. Παράλληλα, οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την απόδρασή του και τη δυνατότητά του να βρει το δρόμο για τη Douala η οποία βρισκόταν σε μεγάλη απόσταση από την αγγλόφωνη περιοχή χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία. Συνεπώς, αν και κάποιες από τις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τον τρόπο αντιμετώπισης των αμάχων από τους αυτονομιστές κατά την χρονική περίοδο της επίσκεψής του στην αγγλόφωνη περιοχή υποστηρίζονται από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης εντούτοις λόγω της ελλιπούς εσωτερικής του αξιοπιστίας εξαιτίας της απουσίας λεπτομέρειας και της διευκρίνισης του λόγου για τον οποίο αιχμαλωτίστηκε αλλά και του τρόπου με τον οποίο έγινε η απόδρασή, ο ισχυρισμός δεν γίνεται αποδεκτός.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση του τέταρτου ισχυρισμού, την αναζήτηση και απειλή του Αιτητή από τους μαχητές Αμπαζόνιαν, το Δικαστήριο επεσήμανε την απουσία σύνδεσης μεταξύ των περιστατικών που έλαβαν χώρα  στο χωριό του πατέρα του Αιτητή με την προσέγγισή του από αυτονομιστές στη Douala. Καταρχάς οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την προσέγγισή του από τους αυτονομιστές στη Douala είναι γενικόλογες, ενώ η περιγραφή των περιστατικών επιφανειακή. Η ιδιότητα των ατόμων τα οποία τον προσέγγισαν ως αυτονομιστών παρίσταται αυθαίρετη εφόσον δεν αναφέρεται κάποιο στοιχείο που να επιβεβαιώνει την κατάληξη του Αιτητή ως προς την ιδιότητά τους αυτή, ούτε αυτή προκύπτει από το περιεχόμενο του διαλόγου που αυτός είχε με τους μοτοσικλετιστές. Η ταυτότητα των αγνώστων που τον αναζητούσαν στην οικία ή την εργασία του δεν μπορεί να συνδεθεί με μέλη των Αμπαζόνιαν εφόσον κάτι τέτοιο δεν υποστηρίζεται ούτε από το σύνολο των πληροφοριών τις οποίες παρέθεσε ο Αιτητής κατά τη συνέντευξή του. Σημειώνεται επίσης ότι κατά το διάστημα της ισχυριζόμενης αναζήτησής του από τους αυτονομιστές στη Douala ένα σταθερό σημείο αναφοράς μέσω του οποίου θα μπορούσε να εντοπιστεί ήταν και η εργασία του, εντούτοις, ο Αιτητής δεν εμφανίζεται να είχε λάβει μέτρα για να αποτρέψει τον εντοπισμό του από τους ΑΜπαζόνιαν αν και ισχυρίστηκε ότι η προσπάθεια ανεύρεσής του από τους αυτονομιστές υπήρξε μακρά και διαρκής (ερ.48).

 

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού από αναζήτηση του Δικαστηρίου σε εξωτερικώς πηγές δεν προέκυψαν δεδομένα τα οποία να υποστηρίζουν τη δράση των Ambazonians αυτονομιστών στη Douala κατά τη χρονική περίοδο στην οποία γίνεται αναφορά από τον Αιτητή[11],[12]. Πέραν του γεγονότος ότι δεν εντοπίστηκαν πηγές που να υποστηρίζουν τις δηλώσεις του Αιτητή περί δραστηριοποίησης των αυτονομιστών στη Douala, ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται λόγω ελλιπούς αξιοπιστίας εξαιτίας της απουσίας ευλογοφάνειας που αφορά την αδυναμία εντοπισμού του από τους αυτονομιστές στη Douala παρά τη διαρκή αναζήτησή του αν και ο τόπος εργασίας του παρέμεινε σταθερός και συγκεκριμένος  κατά το διάστημα μετά την επιστροφή του από το Αγγλόφωνο Καμερούν και μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής.

 

Επισημαίνεται εν προκειμένω, ότι το Δικαστήριο αποδέχεται ως τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή την πόλη Douala στην οποία αναμένεται να εγκατασταθεί ο Αιτητής άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής, λόγω της προηγούμενης απρόσκοπτης διαμονής και εργασίας του εκεί κατόπιν της μη αποδοχής των ισχυρισμών που αφορούσαν σε προηγούμενη δίωξή του από τους αυτονομιστές. Εξετάζοντας εν συνεχεία την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, πράγματι προκύπτει από τις πληροφορίες οι οποίες παρατέθηκαν από το λειτουργό ότι το επίπεδο βίας ήταν χαμηλό και δεν αναμενόταν ευλόγως ο Αιτητής να υποστεί μεταχείριση που να ανάγεται σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη άμα τη επιστροφή του στη Douala.

 

Υπό το φως λοιπόν των προλεχθέντων, καταρχάς  κρίνω ότι δεν δικαιολογείται η υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα, καθώς δεν διαπιστώνονται δείκτες κινδύνου έναντι της ζωής του, σε περίπτωση επιστροφής του στο Καμερούν, ιδιαιτέρως υπό τον ορισμό και προϋποθέσεις του προφίλ του πρόσφυγα, άρθρο 1Α της Συνθήκης της Γενεύης και άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. 

 

Ερχόμενοι τώρα στην εξέταση του κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα να υπαχθεί ο Αιτητής στο καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ως αυτό καθορίζεται στην εθνική νομοθεσία, το άρθρο 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει ότι: 

 

 «το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, αναγνωρίζεται σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.» 

 

Ο ορισμός της «σοβαρής» ή «σοβαρής και αδικαιολόγητης βλάβη» καλύπτει δυνάμει του άρθρου 19(2) εξαντλητικά, τρεις διαφορετικές καταστάσεις, ήτοι:

 

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

 

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

 

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

 

Έχοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ο Αιτητής δεν μπορεί να ενταχθεί στα υπό (α) και (β) ανωτέρω εδάφια.  Απομένει συνεπώς η εξέταση των προϋποθέσεων που θέτει το εδάφιο (γ) του άρθρου 19(2). Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν αναφορικά με την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης επεσήμανε  στην  απόφασή  του C-901/19, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, ημερομηνίας 10.06.2021 στη σκέψη 43 ότι αυτοί είναι:

 

 «(...) μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» 

 

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην απόφασή του στην υπόθεση Sufi and Elmi κατά Ηνωμ. Βασιλείου, ημ. 28.11.2011, αξιολόγησε, κατά τρόπο μη εξαντλητικό, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης. 

 

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ στην υπόθεση Meki Elgafaji, Noor Elgafaji vStaatssecretaris van Justitie, ημερομηνίας 17.02.2009 :

 

«34. Συγκεκριμένα, η βλάβη αυτή αφορά, ευρύτερα, «απειλή [.]κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» αμάχου και όχι συγκεκριμένες πράξεις βίας. Επιπροσθέτως, η απειλή αυτή είναι συμφυής με μια γενική κατάσταση «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης». Τέλος, η βία από την οποία προέρχεται η εν λόγω απειλή χαρακτηρίζεται ως «αδιακρίτως» ασκούμενη, όρος που σημαίνει ότι μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους.

 

35. Στο πλαίσιο αυτό, ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας.

 

36.Η ερμηνεία αυτή, η οποία δύναται να διασφαλίσει ένα αυτοτελές πεδίο εφαρμογής στο άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, δεν αναιρείται  από το γράμμα της εικοστής έκτης αιτιολογικής σκέψης, κατά το οποίο «οι κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη».

 

37. Συγκεκριμένα, μολονότι η αιτιολογική αυτή σκέψη σημαίνει ότι η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.

 

38. Ο εξαιρετικός χαρακτήρας της καταστάσεως αυτής επιρρωννύεται, επίσης, από το γεγονός ότι η οικεία προστασία είναι επικουρική, καθώς και από την οικονομία του άρθρου 15 της οδηγίας, καθόσον η βλάβη, της οποίας τον ορισμό δίνει το άρθρο αυτό υπό τα στοιχεία α΄ και β΄, πρέπει να εξατομικεύεται σαφώς. Μολονότι είναι αληθές ότι στοιχεία που αφορούν το σύνολο του πληθυσμού αποτελούν σημαντικό παράγοντα για την εφαρμογή του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, υπό την έννοια ότι σε περίπτωση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης ο ενδιαφερόμενος, όπως και άλλα πρόσωπα, εντάσσεται στον κύκλο των δυνητικών θυμάτων μιας αδιακρίτως ασκούμενης βίας, εντούτοις, η ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως πρέπει να γίνεται λαμβανομένου υπόψη του συστήματος στο οποίο εντάσσεται, δηλαδή σε σχέση με τις λοιπές δύο περιπτώσεις που προβλέπει το άρθρο 15 και, επομένως, να ερμηνεύεται σε στενή συνάρτηση με την εξατομίκευση αυτή. 

 

39. Συναφώς, πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.».

 

Στη βάση της ως άνω νομολογίας, προς τον σκοπό εξέτασης των προϋποθέσεων που διαλαμβάνει το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως αυτός ενσωματώνει το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ και λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι έχει παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα από την πρωτοβάθμια εξέταση της αίτησής του Αιτητή, κρίνεται σκόπιμη η έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας στη περιοχή του Littoral όπου υπάγεται η πόλη Douala που αποτελεί τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, από την οποία διαφάνηκαν τα ακόλουθα: 

 

Στην έκθεσή της Ιουλίου 2023, η Διεθνής Αμνηστία σημειώνει τα ακόλουθα σχετικά με την παρουσία των δυνάμεων ασφαλείας του Καμερούν:

 

·                «Από την αρχή της ένοπλης βίας, οι αρχές του Καμερούν αύξησαν τη στρατιωτική παρουσία στις αγγλόφωνες περιοχές. Τα κρατικά μέσα ενημέρωσης ανακοίνωσαν τη δημιουργία μιας πέμπτης στρατιωτικής περιφέρειας στις 21 Φεβρουαρίου 2018, που θα καλύπτει τις δυτικές και βορειοδυτικές περιοχές, με έδρα την Bamenda (Βορειοδυτικά). Αυτές οι δύο περιοχές καλύπτονταν προηγουμένως από τη δεύτερη στρατιωτική περιοχή της Douala, στην περιοχή Littoral»[13].

 

·                Σύμφωνα με τα στοιχεία της ACLED, προκύπτει πως υπήρξαν επίσης 22 περιστατικά ασφαλείας που προκάλεσαν 61 θανάτους σε γαλλόφωνες περιοχές των περιοχών της Central, της Littoral και της Δυτικής περιοχής του Καμερούν μεταξύ 1ης Ιανουαρίου 2021 και 8 Δεκεμβρίου 2023, στα οποία εμπλέκονται αγγλόφωνες αυτονομιστικές ομάδες (κωδικοποιημένες ως «Αμπαζόνιαν Αυτονομιστές»)[14].

 

·                Σε έκθεση του UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs (OCHA), η οποία καλύπτει το διάστημα από την 1η έως την 31η Ιανουαρίου 2023, δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε αναφορά σε συγκεκριμένα περιστατικά ασφαλείας στην Περιφέρεια Littoral[15].

 

·                Ως προς τον αριθμό των περιστατικών ασφαλείας γενικότερα στην περιφέρεια Littoral του Καμερούν, για την πληρότητα της έρευνας παρατίθενται και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project): ιδιαίτερα, το χρονικό διάστημα 02.02.2023 – 02.02.2024 έλαβαν χώρα στην περιφέρεια Littoral του Καμερούν, όπου ανήκει ο τελευταίος τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, Douala, συνολικά 26 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 20 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Εξ αυτών, τα 3 εκ των περιστατικών συνίστατο σε μάχες (με 8 απώλειες ανθρώπινων ζωών), τα 16 σε εξεγέρσεις (με 10 απώλειες ανθρώπινων ζωών), και τα 6 σε βία κατά αμάχων (με 2 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[16] Στην Douala  πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ίδια βάση δεδομένων σημειώθηκαν 16 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 10 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Εξ αυτών τα 11 συνίσταντο σε εξεγέρσεις  και τα 5 σε βία κατά αμάχων.  Σημειωτέον δε ότι o πληθυσμός της περιφέρειας Littoral είναι 4.085.142 το έτος 2021[17] και της πόλης Douala ανερχόταν στα 3.416.473 το 2021[18].

 

Από τα πιο πάνω δεδομένα, συμπεραίνεται ότι η Περιφέρεια Littoral του Καμερούν, στην οποίαν ανήκει  γεωγραφικά η πόλη Douala, και την οποία το Δικαστήριο θεωρεί ως την περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή, δε φαίνεται να πλήττεται από συγκρούσεις και περιστατικά βίας, τα οποία να ανάγονται σε τόσο υψηλό επίπεδο, ώστε να θεωρούνται, βάσει και της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του Αιτητή και τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ως παρατέθηκε ανωτέρω, ότι πληρούν το όριο του άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το ΔΕΕ στις αποφάσεις C-465/07 - Elgafaji και C‑285/12 - Diakité. Επισημαίνεται ότι το προφίλ του Αιτητή δεν χαρακτηρίζεται από ειδικές ατομικές περιστάσεις που να επιτείνουν τον κίνδυνο σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του. Κατ’ επέκταση, λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα δεδομένα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στην Περιφέρεια Littoral του Καμερούν, τη φύση και την έκταση της κρίσης σε συνάρτηση  με το ατομικό προφίλ του Αιτητή, θεωρώ ότι δεν υφίστανται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του και συγκεκριμένα στην πόλη Douala της Περιφέρειας Littoral του Καμερούν και, συνεπώς, δε μπορεί να τύχει εφαρμογής το άρθρο 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.  

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ 

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς κρίθηκε επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεών του, με αποτέλεσμα να είναι ορθή η κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν πληροί τις προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, ορθή κρίνω και την κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων να πιστεύεται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και ότι ως εκ τούτου δεν μπορεί να του αποδοθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Με βάση το σύνολο των ενώπιόν μου δεδομένων, όπως έχω αναλύσει ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Ενόψει την κατάληξης μου αναφορικά με την πάσχουσα νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θεωρώ ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις να μην επιδικάσω έξοδα. Υπό το φως της ανάλυσης της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, ως έχει παρατεθεί ανωτέρω, αυτή επικυρώνεται ως προς την κατάληξή της, ήτοι ότι η αίτηση του Αιτητή για διεθνή προστασία απορρίπτεται, χωρίς καμία διαταγή για έξοδα.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο.».

[2] Βλ. ενδεικτικά Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 Α.Α.Δ. 598.

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Ανθούσης ν. Δημοκρατίας (1995) 4(Γ) Α.Α.Δ. 1709.

[5] Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[7] Danish Refugee Council, Protection Monitoring Report, Southwest Cameroon, January to December 2020 https://reliefweb.int/sites/reliefweb.int/files/resources/drc_cmr_protection_monitoring_report_sw_2020.pdf, σ.15

[8] UN Office for the Coordination of Humanitarian Affairs, Humanitarian Needs Overview, Cameroon, 2020, https://www.ecoi.net/en/file/local/2039302/cmr_hno_2020-revised_25062020_print.pdf

[9] UN Security Council, The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa; Report of the Secretary-General [S/2019/913] , 29.11.2019, https://www.ecoi.net/en/file/local/2020948/S_2019_913_E.pdf

[10]  ACCORD, Cameroon: The Cameroon Anglophone Crisis (2021 – 2023), https://www.ecoi.net/en/file/local/2102908/a-12289.pdf, σ.20

[11] Crisis24, Separatist activism likely to continue in the Southwest and Northwest regions of Cameroon through mid-2023, 04/01/2023, https://crisis24.garda.com/alerts/2023/01/cameroon-separatist-activism-likely-to-continue-in-the-southwest-and-northwest-regions-through-at-least-mid-2023#:~:text=Separatist%20activism%20is%20likely%20to,through%20at%20least%20mid%2D2023., (ημερομηνία πρόσβασης 30/05/2023)

[12] Crisis24, Cameroon: Suspected separatists attack security post in Matouke, Littoral Region, May 1, 03/05/2023, https://crisis24.garda.com/alerts/2023/05/cameroon-suspected-separatists-attack-security-post-in-matouke-littoral-region-may-1, (ημερομηνία πρόσβασης 30/05/2023) όπου αναφέρεται ότι: « Η βία που σχετίζεται με τους αυτονομιστές δεν είναι συχνή στην περιοχή του Littoral. Ωστόσο, η απειλή της βίας παραμένει αυξημένη στις αγγλόφωνες νοτιοδυτικές και βορειοδυτικές περιοχές καθώς διάφορες ένοπλες ομάδες συνεχίζουν να ζητούν απόσχιση, υπογραμμίζοντας τους κινδύνους για όσους επιχειρούν ή ταξιδεύουν στις πληγείσες περιοχές».

[13] AI – Amnesty International: With or against us: People of the North-West region of Cameroon caught between the army, armed separatists and militias [AFR 17/6838/2023], July 2023,

https://www.ecoi.net/en/file/local/2094320/AFR1768382023ENGLISH.pdf

[14] ACLED – Armed Conflict Location & Event Data Project: Curated Data Files, Cameroon, data covering 1 January 2021 to 8 December 2022, as of 12 December 2023, https://acleddata.com/curated-data-files/

[15] OCHA, Cameroun : Rapport de situation, 22 décembre 2023, 22.12.2023, https://reliefweb.int/report/cameroon/cameroun-rapport-de-situation-22-decembre-2023,

[16] Dashboard, Armed Conflict Event & Location Event (ACLED), Cameroon, Sud Οuest, 19/01/2023-19/01/2024], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[17] REPUBLIQUE DU CAMEROUN, INSTITUT NATIONAL DE LA STATISTIQUE, AGENCE REGIONALE DU LITTORAL, Littoral en chiffres, Edition 2022, https://ins-cameroun.cm/wp-content/uploads/2023/06/Littoral-en-chiffres-ed2022_Francais.pdf, σ.9

[18] Ο.π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο