ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 1650/23

27  Μαρτίου 2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

1.   G.F.K. από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό  και παιδιά :   

2.   Η.Κ.A, 3 .Α.Κ.Ν. , 4.Α.Κ. , 5.Α.Κ.

Αιτητές

-και-

     ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Χ. Παλαικυθρίτη (κα), Δικηγόρος για τους Αιτητές.

Μ. Σουρουλλά (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η 

Με την παρούσα προσφυγή οι Αιτητές προσβάλλουν την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 28/04/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια 1 στις 23/05/2023 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά των Αιτητών για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και διατάχθηκε η επιστροφή τους στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό , ως  άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος. Περαιτερω αιτονται απόφαση του δικαστηρίου με την οποία να αναγνωρίζονται οι Αιτητές ως πρόσφυγες δυνάμει του άρθρου 3 του περί Ποσφύγων Νόμου του 2000.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που κατατέθηκε στο στάδιο της ακρόασης της παρούσας, οι Αιτητές κατάγονται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό («στο εξής: Λ.Δ.Κ»). Στις 29/06/2021 εγκατέλειψαν την χώρα καταγωγής και στις 14/07/2021 εισήλθαν παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών. Στις 28/07/2021 οι Αιτητές, δια της Αιτήτριας 1 συμπλήρωσαν αίτηση για παροχή καθεστώτος διεθνούς προστασίας και την ίδια ημέρα παρέλαβαν βεβαίωση υποβολής αιτήματος. Στις 09/03/2023 διεξήχθη προφορική συνέντευξη στην Αιτήτρια 1 από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο («EUAA») παρέχοντάς της δωρεάν βοήθεια διερμηνέα. Στις 28/04/2023, ο αρμόδιος λειτουργός του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο ετοίμασε έκθεση-εισήγηση με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματος των Αιτητών για παροχή διεθνούς προστασίας. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση στις 28/04/2023. Στις 18/05/2023, ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τους Αιτητές σχετικά με την απόρριψη της αίτησής τους. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε στην Αιτήτρια 1 στις 23/05/2023, μαζί με την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, κατόπιν διερμηνείας του περιεχομένου της σε γλώσσα πλήρως κατανοητή από την ίδια, ήτοι στα Γαλλικά. Ακολούθως, η Αιτήτρια 1 προχώρησε στην καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 31/05/2023. Η Αιτήτρια 1 στις 02/06/2023 καταχώρησε το αίτημα Νομικής Αρωγής υπ’ αριθ. 87/23 ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο εγκρίθηκε με απόφαση ημερoμηνίας 12/07/2023.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Κατά την καταχώρηση του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής από την Αιτήτρια 1, οι Αιτητές δεν εκπροσωπούντο από δικηγόρο και δεν προέβαλαν κανένα νομικό ισχυρισμό εναντίον της επίδικης απόφασης απόρριψης του αιτήματός τους για διεθνή προστασία. Η δε Αιτήτρια 1 προέβαλε ότι επιθυμεί να εξεταστεί η προσφυγή που καταχώρησε εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου διότι σε περίπτωση που οι Αιτητές επιστρέψουν στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό θα κινδυνέψουν από τον Kalend Mutond.

Με το διορισμό της δικηγόρου των Αιτητών στις 26/07/2023 εγκρίθηκε η τροποποιημένη προσφυγή η οποία καταχωρήθηκε  στις 02/08/2023. Κατά την τροποποιημένη προσφυγή, οι Αιτητές προβάλλουν δια της συνηγόρου τους διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματός τους για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και τους οποίους δεν εξειδικεύουν καθώς δεν αναφέρουν τα γεγονότα πάνω στα οποία βασίζονται οι ισχυρισμοί.

Δια της γραπτής της αγόρευσης, η συνήγορος των Αιτητών εγείρει τους κάτωθι ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης:

1)   Η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε από αναρμόδιο πρόσωπο ή/και πρόσωπο το οποίο δεν είχε δέουσα και νόμιμη εξουσιοδότηση να αποφασίσει επί της αίτησης των Αιτητών.

2)   Η απόφαση επιστροφής λήφθηκε χωρίς τη δέουσα έρευνα και/ή είναι αντιφατική ή/και πάσχει λόγω έλλειψης αιτιολογίας ένεκα του ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να αξιολογήσουν ή/και δεν αξιολόγησαν στον απαιτούμενο βαθμό της ευαλωτότητα της Αιτήτριας 1 και ειδικότερα το γεγονός ότι αποτελεί γυναίκα μόνη, κεφαλή πολυμελούς μονογονεϊκής οικογένειας. Σε συνδυασμό δε με τις  εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, η συνήγορος των Αιτητών υποστηρίζει ότι η Αιτήτρια 1, λόγω του ότι δε φέρει ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο στη χώρα καταγωγής, σε περίπτωση επιστροφής της εκεί θα υποστεί δίωξη και/ή σοβαρή βλάβη.

3)   Η προσβαλλόμενη απόφαση πάσχει καθότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να εξετάσουν και/ή να λάβουν υπόψη το βέλτιστο συμφέρον του παιδιών κατά παράβαση της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, της Σύμβασης των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού και του σχετικού Κυρωτικού Νόμου του 1990 καθώς επίσης και του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 και του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ. Προσθέτει δε ότι η εν λόγω παράλειψη συνιστά παράβαση ουσιώδους τύπου η οποία οδηγεί στην ακυρότητα της προσβαλλόμενης, χωρίς μάλιστα να χρειάζεται το Δικαστήριο να προβεί σε έλεγχο ουσίας, ενώ καταλήγει το ότι το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού εν προκειμένω είναι να μην επαναπροωθηθούν στη χώρα καταγωγής καθώς εκεί επικρατούν υψηλά ποσοστά κακοποίησης και/ή κακομεταχείρισης και/ή δίωξης των παιδιών. Σε περίπτωση δε που το Δικαστήριο προχωρήσει σε έλεγχο ουσίας, η συνήγορος του Αιτητή εγείρει ότι θα πρέπει να εκχωρηθεί σε αυτά προσφυγικό καθεστώς ως μέλη ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας όντας πολύ νεαρά τέκνα μονογονεϊκής οικογένειας τα οποία στερούνται υποστηρικτικού δικτύου

4)   Η προσβαλλόμενη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί καθότι η απόφαση επιστροφής των Αιτητών στη χώρα καταγωγής τους είναι αναιτιολόγητη και/ή αποτελεί προϊόν νομικής  πλάνης καθότι η νομική βάση στην οποία εκδόθηκε είναι ελλιπής λόγω του ότι εξέλειπε εξ αυτής η διάταξη του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου.

5)   Οι Αιτητές θα πρέπει να αναγνωριστούν ως δικαιούχοι διεθνούς προστασίας ένεκα του ότι εάν επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής, θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη από τον Kalev Motond και λανθασμένα και/ή συνέπεια έλλειψης δέουσας έρευνας η Αιτήτρια 1 κρίθηκε αναξιόπιστη ως προς τον ισχυρισμό αυτό.

6)   Η προσβαλλόμενη παραβιάζει την αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Κατά τις ενώπιόν μου διευκρινίσεις, η συνήγορος των Αιτητών απέσυρε τους ισχυρισμούς 1 και 4, υιοθετώντας τους υπόλοιπους νομικούς ισχυρισμούς προς ακύρωση της προσβαλλόμενης.

Δια της γραπτής της αγόρευσης της συνηγόρου τους, οι Καθ’ ων η αίτηση, εις απάντηση των ισχυρισμών των Αιτητών, υποστηρίζουν πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών και είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η αίτηση κατ' εφαρμογή των αρχών του διοικητικού δικαίου και λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα.  Αντικρούοντας τους νομικούς ισχυρισμούς που εγείρει η συνήγορος των Αιτητών και ως προς το νομικό ισχυρισμό 2, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση εγείρει ότι από τη γραπτή αγόρευση της Αιτήτριας δεν προκύπτει και δεν αποδεικνύεται παράλειψη δέουσας έρευνας αν και η Αιτήτρια έφερε το σχετικό βάρος απόδειξης, η δε έρευνα των Καθ’ ων η αίτηση ήταν επαρκής και επεκτάθηκε σε όλα τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης. Προβάλει δε ότι λόγω του ότι η Αιτήτρια κρίθηκε ευάλωτο άτομο ως μονογονέας, της παρασχέθηκαν όλες οι προβλεπόμενες διαδικαστικές εγγυήσεις, πλην όμως η ίδια εν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης που φέρει και ως εκ τούτου ορθώς απορρίφθηκαν οι ισχυρισμοί της ως αναξιόπιστοι και επομένως κρίθηκε ότι δεν ανέκυψε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής των Αιτητών ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής. Προσθέτει δε ότι η απόφαση των Καθ΄ων η αίτηση είναι πλήρως αιτιολογημένη, ο δε τρόπος που ο συγκεκριμένος ισχυρισμός εγέρθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, δεν καθιστά εφικτό το δικαστικό έλεγχο.

Σε σχέση με το νομικό ισχυρισμό 3 που εγείρει η συνήγορος των Αιτητών, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση αντιτείνει ότι αφορά τη μη τήρηση της αρχής της μη επαναπροώθησης και σχολιάζει ότι δε δικογραφείται δεόντως και ως εκ τούτου δε θα πρέπει να ληφθεί υπόψη από το παρόν Δικαστήριο. Σε κάθε περίπτωση, η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση προωθεί ότι δεν συντρέχει κάποιος λόγος εκ του οποίου θα μπορούσε να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής, οι Αιτητές θα αντιμετωπίσουν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, έτσι ώστε να κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη αντίκεται στην ανωτέρω αρχή.

Δια της απαντητικής αγόρευσης της συνηγόρου τους, οι Αιτητές υποβάλουν ως προς το νομικό ισχυρισμό 2 ότι εξειδικεύουν με επιχειρηματολογία και με υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών το νομικό πλαίσιο που διέπει τον εν λόγω ισχυρισμό, υποστηρίζοντας ότι εφόσον η Αιτήτρια 1 κρίθηκε ευάλωτη σε σχέση με την ιδιότητά της ως κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, θα έπρεπε οι Καθ’ ων η αίτηση να προβούν σε εξατομικευμένη έρευνα ως προς το συγκεκριμένο στοιχείο, ανατρέχοντας σε πληροφορίες αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση στη χώρα καταγωγής.

Αναφορικά με το νομικό ισχυρισμό 3, η συνήγορος των Αιτητών εγείρει ότι παραβιάστηκε η αρχή του βέλτιστου συμφέροντος του παιδιού και όχι η αρχής της μη επαναπροώθησης, όπως η συνήγορος των Καθ΄ων η αίτηση υποστηρίζει. Σε κάθε περίπτωση, η συνήγορος των Αιτητών υποστηρίζει ότι η παραβίαση της εν λόγω αρχής δικογραφείται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο της παρούσας διαδικασίας. Προσθέτει επίσης, ότι η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση δεν αντικρούει κατά το ελάχιστο το λόγο ακύρωσης που αφορά την παραβίαση της αρχής του βέλτιστου συμφέροντος των ανήλικων τέκνων της Αιτήτριας 1, γεγονός που καθιστά αποδεκτή την εν λόγω πλημμέλεια της προσβαλλόμενης.

Παρόμοια είναι και η τοποθέτηση της συνηγόρου των Αιτητών σχετικά με το νομικό ισχυρισμό 5, δηλώνοντας ότι η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση δεν  αντικρούει κατά το ελάχιστο τους ισχυρισμούς τους περί λανθασμένης αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας 1 αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, και καλεί το Δικαστήριο να προβεί σε ex nunc αξιολόγησή του προκειμένου να διαπιστωθεί η αξιοπιστία των σχετικών δηλώσεων της Αιτήτριας.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι τα νομικά σημεία που εγείρονται στην αίτηση ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης από την συνήγορο της Αιτήτριας εγείρονται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακυρώσεως της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται και εξειδικεύονται πλήρως.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται (Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 ΑΑΔ 672). Περαιτέρω, δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ 598).

Στην παρούσα περίπτωση, η απλή επίκληση παραβίασης συγκεκριμένων νόμων και γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου από την Αιτήτρια χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή.

Σύμφωνα ακόμη με τη νομολογία, για να μπορεί το Δικαστήριο να εξετάσει ένα λόγο ακύρωσης θα πρέπει αυτός να προωθείται με επαρκή επιχειρηματολογία με τη γραπτή αγόρευση του αιτητή. Λόγος ακύρωσης ο οποίος δεν αναπτύσσεται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση του αιτητή θεωρείται νομολογιακά εγκαταλειφθείς και δεν δύνανται να τύχει εξέτασης από το Δικαστήριο (Ηλιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 313, Λοΐζου Παντελής ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 4 ΑΑΔ 663).

Στη βάση των ως άνω, είναι ευδιάκριτο ότι οι λόγοι ακύρωσης που προωθούνται από την Αιτήτρια και δύνανται να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο είναι οι ισχυρισμοί 2,3,5 και 6.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Θα πρέπει, παράλληλα, να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας της και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. 

Το Δικαστήριο, στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (JAMAL KAROU ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΔΙΑ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ, Υπόθεση αρ. 128/2008, 1 Φεβρουαρίου 2010).

Περαιτέρω όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Knai v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 1534). Η έκταση της έρευνας, που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης, εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και η Ε.Δ.Υ, έχει διακριτική ευχέρεια επιλογής του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων (Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων, Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 869, ημερομηνίας 13/12/90).)».

Ενόψει των πιο πάνω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια 1 δήλωσε με την αίτησή της για διεθνή προστασία και κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, των όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή και των όσων προέκυψαν από την ανεξάρτητη έρευνα στην οποία έχει προβεί το παρόν Δικαστήριο.

Κατά το στάδιο υποβολής της αίτησής της για διεθνή προστασία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας του ότι η ίδια και τα ανήλικα τέκνα της δεχόταν απειλές από τη μητριά της (βλ. ερυθρά 1, 49 διοικητικού φακέλου).

Κατά την προσωπική της συνέντευξη και όσον αφορά τα στοιχεία του προσωπικού της προφίλ, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Ως προς την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αμφότεροι οι γονείς της απεβίωσαν το 2006, αγνοεί δε την τύχη του νεότερου αδερφού της εδώ και πολλά χρόνια. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε έγγαμη, μητέρα 5 ανήλικων τέκνων, τα οποία βρίσκονται μαζί της στην Κύπρο. Σε σχέση με το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε απόφοιτη πανεπιστημίου έχοντας σπουδάσει Λογιστική, ενώ σε σχέση με το εργασιακό της παρελθόν δήλωσε ότι από το 2018 μέχρι το 2021 διατηρούσε επιχείρηση ενοικίασης αυτοκινήτων στην Kinshasa (βλ. ερυθρά 83 – 79 διοικητικού φακέλου).

Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρονται να εγκατέλειψαν τη χώρα καταγωγής η ίδια και τα ανήλικα τέκνα της, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής της η Αιτήτρια επικαλέστηκε το γεγονός ότι ο σύζυγός της εργαζόταν για την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών της χώρα καταγωγής (εφεξής «ΑΝR») με προϊστάμενό του  τον Kalev Motond. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι μια ημέρα ο σύζυγός της μετέβη στην εργασία του χωρίς να επιστρέψει ποτέ στην οικία που διέμεναν. Η Αιτήτρια περίμενε μια ημέρα, ωστόσο την επόμενη ήρθε σε επικοινωνία με τον φίλο του συζύγου της κο Mitchoua, ο οποίος της συνέστησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Ακολούθως, στις 29/06/2021, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εισήλθαν εντός της οικίας της ένοπλοι άνδρες, οι οποίοι άρχισαν να της υποβάλουν ερωτήσεις σχετικά με το που βρισκόταν ο σύζυγός της. Όταν όμως η Αιτήτρια του απάντησε ότι δε γνώριζε που βρισκόταν ο σύζυγός της, οι εν λόγω άνδρες άρχισαν να την απειλούν ότι θα τη σκοτώσουν, παρόλα αυτά αποχώρησαν δηλώνοντάς της ότι θα επιστρέψουν. Στη συνέχεια η Αιτήτρια επικοινώνησε με τον κο Mitchoua, ο οποίος της συνέστησε να εγκαταλείψει την οικία της το ίδιο βράδυ και ακολούθως τη βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρά 78 4Χ, 77 1Χ διοικητικού φακέλου).

Κατά τη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε το αφήγημα της Αιτήτριας σε θεματικές και αρχικά υπέβαλε σε αυτήν ερωτήσεις αναφορικά με το σύζυγό της και την εργασία του στην ANR,  ως προς το χρόνο κατά το οποίο εκείνος άρχισε να εργάζεται εκεί, το βαθμό που κατείχε, τα καθήκοντά του, τον τόπο εργασίας του, το μισθό του και τις σπουδές του. Ακολούθως η Αιτήτρια υποβλήθηκε σε ερωτήσεις σχετικά με το φερόμενο ως προϊστάμενο του  συζύγου της, κο Kalev Motond, ενώ της ζητήθηκε να περιγράψει λεπτομερώς την ημέρα κατά την οποίο ο σύζυγός της δεν επέτρεψε στην οικία που διέμεναν μετά το πέρα της εργασίας του. Στο επόμενο στάδιο, ο αρμόδιος λειτουργός της υπέβαλε στην Αιτήτρια ερωτήσεις αναφορικά με την επικοινωνία που ακολούθησε ανάμεσα στην ίδια και το φίλο του συζύγου της, κο Mitchoua. Ακολούθως ζητήθηκε από την Αιτήτρια να περιγράψει την ημέρα κατά την οποία φέρονται να εισήλθαν εντός της οικίας της ένοπλοι άνδρες και να απαντήσει σε διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με το περιγραφέν περιστατικό. Κατά το τελευταίο δε στάδιο της διερεύνησης του αφηγήματος της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε στην Αιτήτρια ερωτήσεις αναφορικά με τις ενέργειες στις οποίες προέβη μετά την εισβολή των ενόπλων εντός της οικίας της, την επικοινωνία που και πάλι είχε με τον κο Mitchoua καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τελικά εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της (βλ. ερυθρά 77 – 73 διοικητικού φακέλου).

Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια δήλωσε ο προϊστάμενος του συζύγου της θα σκοτώσει τόσο την ίδια όσο και τα ανήλικα τέκνα της (Βλ. ερυθρό 77 2Χ διοικητικού φακέλου).

Υπό το φως των ως ανωτέρω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε στην εισήγησή του δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ, τον τόπο καταγωγής καθώς και αυτόν τελευταίας συνήθους διαμονής της ίδιας και των ανήλικων τέκνων της Αιτήτριας. Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός συνίσταται στις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι εξαφανίστηκε ο σύζυγός της, ο οποίος εργαζόταν στην ANR, και ότι ακολούθως η ίδια απειλήθηκε από άγνωστα άτομα.

Όσον αφορά τον πρώτο ουσιώδη ισχυρισμό της Αιτήτριας, αυτός έγινε αποδεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος καθώς οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν σαφείς και σύμφωνες με τις εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης.

Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας έτυχε απόρριψης. Συγκεκριμένα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των σχετικών δηλώσεών της, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της ήτο ασαφείς, αόριστες και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας. Ειδικότερα, ως προς την εργασία του συζύγου της στην ANR, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προβάλει περιεκτικές, επαρκείς και λεπτομερείς απαντήσεις καθώς η Αιτήτρια δήλωσε μεν επιφανειακά ότι ο σύζυγός της εργαζόταν στην ANR από το γάμο τους, ότι προϊστάμενό του ήταν o Kalev Motond και ότι ο μισθός του ανέρχετο στα 1800 δολάρια Αμερικής, παρόλα αυτά δεν ήταν σε θέση να παράσχει κάποια άλλη πληροφορία ως προς την εργασία του συζύγου της, όπως ευλόγως θα αναμενόταν. Ειδικότερα, όταν ζητήθηκε από την Αιτήτρια να περιγράψει τα καθήκοντα του συζύγου της, εκείνη  απάντησε γενικόλογα ότι ο σύζυγός της συνέλεγε πληροφορίες, ενώ προσπάθησε να δικαιολογήσει την άγνοιά της επικαλούμενη ότι ο σύζυγός της της είχε πει πως ήταν καλύτερα να μη της αποκαλύψει πληροφορίες γύρω από τα καθήκοντά του (βλ. ερυθρά 77 3Χ, 75 2Χ διοικητικού φακέλου). Όταν επίσης η Αιτήτρια ρωτήθηκε εάν ο σύζυγός της έλαβε μέρος σε κάποιες εκπαιδεύσεις, η Αιτήτρια προέβαλε αορίστως ότι ο σύζυγός της έλαβε μέρος σε εκπαιδεύσεις που έλαβαν χώρα στην Κίνα χωρίς να παραθέτει κάποια άλλη πληροφορία (βλ. ερυθρό 76 1Χ διοικητικού φακέλου). Όταν επίσης υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ερωτήσεις αναφορικά με τους συναδέλφους του συζύγου της, εκείνη αποκρίθηκε ανεπαρκώς ότι γνώρισε μόνο τον κύριο Mitchoua, τον άνθρωπο που φέρεται να τη συμβούλεψε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής και τη βοήθησε να εκδώσει τα ταξιδιωτικά έγγραφα της ίδιας και των ανήλικων τέκνων της (βλ. ερυθρό 76 3Χ διοικητικού φακέλου). Παρόλα αυτά, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει περισσότερες λεπτομέρειες ως προς το συγκεκριμένο πρόσωπο, όπως ευλόγως θα αναμενόταν λόγω του ότι ο εν λόγω άνδρας φέρεται να επισκέφτηκε την οικία της κατ’ επανάληψη. Ζητηθείσα άλλωστε να παραθέσει στοιχεία και/ή πληροφορίες ως προς το φερόμενο ως προϊστάμενο του συζύγου της και διώκτη της, κο Motond, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει καμία πληροφορία πλην της αόριστης και ασαφούς δήλωσής της περί του ότι, σύμφωνα με αυτά που έμαθε, ο εν λόγω άνδρας είχε διαπράξει πλήθος δολοφονιών (βλ. ερυθρό 75 2Χ διοικητικού φακέλου). Δεδομένου λοιπόν ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις της Αιτήτριας ο σύζυγός της εργαζόταν στην ANR από το 2013 και σε συνδυασμό με το υψηλό της μορφωτικό επίπεδο της ίδιας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτρια ως προς την εργασία του συζύγου της ήτο ανεπαρκείς, αόριστες και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας.

Ως προς τη φερόμενη εξαφάνιση του συζύγου της και την επίθεση που ακολούθως φέρεται να δέχτηκε εντός της οικίας της, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει λεπτομερείς και βιωματικού χαρακτήρα πληροφορίες/περιγραφές. Ειδικότερα, αν και ήταν σε θέση να προβάλει ένα χρονογράφημα των περιστατικών που φέρονται να εξελίχθηκαν, οι λοιπές δηλώσεις της ήταν αόριστες και ασαφείς. Καθώς κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησής της η Αιτήτρια δήλωσε ότι στις 29/06/2021 δέχτηκε εισβολή ενόπλων ατόμων εντός της οικίας της κατά τη διάρκεια της οποίας απειλήθηκε, στη συνέχεια της υποβλήθηκαν ανοικτού τύπου ερωτήσεις αναφορικά με το υπό εξέταση περιστατικό, πλην όμως η Αιτήτρια επανέλαβε χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια το αρχικό της αφήγημα, προσθέτοντας αορίστως ότι οι εισβολείς ήθελαν να μάθουν που βρισκόταν ο σύζυγός της  (βλ. ερυθρό 77 1Χ διοικητικού φακέλου). Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι περιγραφές της Αιτήτριας δεν παραπέμπουν σε βιωματικές περιγραφές λόγω της έλλειψης περιγραφικής λεπτομέρειας με την οποία θα αναμενόταν από εκείνη να επιγράψει οποιοδήποτε βιωματικής φύσης περιστατικό, σε συνδυασμό φυσικά με το ότι λόγω του συγκεκριμένου περιστατικού η Αιτήτρια και τα ανήλικα τέκνα της φέρονται να εγκατέλειψαν άμεσα τη χώρα καταγωγής. Παράλληλα, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στις απειλές που φέρεται να δέχτηκε εντός της οικίας της και τον προϊστάμενο του συζύγου της, κο Motond, προβάλλοντας αορίστως ότι το εν λόγω πρόσωπο είναι  αρχηγός και στέλνει άτομα όπως αυτά που εισήλθαν εντός της οικίας της προκειμένου να κάνουν τη βρώμικη δουλειά (βλ. ερυθρό 73 4Χ διοικητικού φακέλου).

Όταν στη συνέχεια ζητήθηκε άλλωστε να από την Αιτήτρια να περιγράψει λεπτομερώς το περιεχόμενο της επικοινωνίας της με τον κο Matchoua μετά την επίθεση και τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε εντός της οικίας της, η Αιτήτρια προέβαλε γενικόλογα ότι το εν λόγω πρόσωπο της συνέστησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής χωρίς να παραθέτει άλλα στοιχεία (βλ. ερυθρό 74 2Χ διοικητικού φακέλου).

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν δύναντο να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα, εκ της οποίας ανευρέθηκαν πληροφορίες αναφορικά με την ANR και τη δράση της στη χώρα καταγωγής, οι οποίες επιβεβαίωσαν ότι τον υπό εξέταση χρόνο ο Kalev Motond αποτελούσε πρώην διευθυντή της και ότι λόγω κατηγοριών για παράνομες συλλήψεις και απόπειρες δολοφονιών που αντιμετώπισε, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Εντοπίστηκε παράλληλα ότι το εν λόγω πρόσωπο οργάνωσε τη βίαιη καταστολή των πολιτικών του αντιπάλων, ενώ επιβεβαιώθηκε ότι υπό την καθοδήγησή του, η εθνική υπηρεσία πληροφοριών της ΛΔΚ, προχώρησε σε συλλήψεις ακτιβιστών καθώς και πολιτικών αντιπάλων, οι οποίοι συνελήφθησαν παράνομα και υποβλήθηκαν σε βασανιστήρια.

Βάσει όλων των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν θεμελιώθηκε η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως αναξιόπιστος καθώς δεν κρίθηκε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας αντικατοπτρίζουν βιωματικό περιστατικό.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τον μοναδικό αποδεκτό ισχυρισμό της Αιτήτριας που αφορά τα προσωπικά της στοιχεία και τη χώρα καταγωγής, ο αρμόδιος λειτουργός ανέτρεξε σε πηγές πληροφόρησης που αφορούν την κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της. Εκ των ανωτέρω πληροφοριών προέκυψαν στοιχεία που υπέδειξαν ότι κατά το χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης, η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa  ήταν σταθερή καθώς οι αρχές της ΛΔΚ εμπλέκοντο σε ένοπλες συγκρούσεις εναντίον ένοπλων ομάδων αποκλειστικά στις επαρχίες Ituri, Kivu και Kasai. Στη βάση των ανωτέρω πληροφοριών, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν προέκυψε εύλογος βαθμός πιθανότητας η Αιτήτρια και τα ανήλικα τέκνα της να υποστούν μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφή τους στην Kinshasa.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση και βασιζόμενος στην προηγηθείσα αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως δε συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας και των ανήλικων τέκνων της στις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς η Αιτήτρια δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για ένα από του πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο.

Σε σχέση δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας και των ανήλικων τέκνων της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στην πόλη Kinshasa, οι Αιτητές  δεν θα κινδυνεύσουν με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 19 (2) (α), ούτε ενδέχεται να υποστούν βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 19 (2) (β) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000. Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι από τη σχετική έρευνα δεν προέκυψαν στοιχεία που να δικαιολογούν την υπαγωγή των Αιτητών  στο άρθρο 19(2)(γ) ίδιου Νόμου καθώς η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κατεγράφη ως σταθερή.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι αρχικά ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος της όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Ωστόσο κρίνω ότι η εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, η οποία αποτελεί και την αιτιολογική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης, είναι ελλιπής και αναιτιολόγητη καθώς, όπως ορθώς εντοπίζει και προωθεί η συνήγορος των Αιτητών,  ο αρμόδιος  λειτουργός κατά την αξιολόγηση κινδύνου παρέλειψε να προβεί σε έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που στερούνται οικογενειακού και/ή ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής καθώς και οι γυναίκες που αποτελούν κεφαλή μονογονεϊκών οικογενειών με τα ανήλικα τέκνα τους.  Παρ’ όλα αυτά, το ανωτέρω συμπέρασμα δεν επισφραγίζει την τύχη της παρούσας υπόθεσης αφού στα πλαίσια της αρμοδιότητας του παρόντος Δικαστηρίου να εξετάζει εξ' υπαρχής και πλήρως τις υποθέσεις που άγονται ενώπιόν του, θα προχωρήσω με κατ' ουσία εξέταση της παρούσας.

Με βάση λοιπόν τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, συντάσσομαι με την αξιολόγηση του πρώτου ουσιώδους ισχυρισμού της Αιτήτριας ως αυτός καταγράφεται στην εισηγητική έκθεση του λειτουργού, αφού δεν προκύπτει κανένα περί του αντιθέτου στοιχείο.

Όσον αφορά το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, παρατηρώ ότι οι Καθ΄ων η αίτηση παρέθεσαν πλήρως τους λόγους για τους οποίους τον απέρριψαν ως μη αξιόπιστο, το δε Δικαστήριο κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως ένα ασαφές και στερούμενο περιγραφικής λεπτομέρειας αφήγημα, δια του οποίου η Αιτήτρια προσπαθεί ελλιπώς να στοιχειοθετήσει παρελθούσα δίωξη προς το πρόσωπό της βασιζόμενη στη φερόμενη επαγγελματική ιδιότητα και εξαφάνιση του συζύγου της. Η δε αόριστη αναφορά της Αιτήτριας στο πρόσωπο του πρώην Διευθυντή της ANR, Κalev Motond, τον οποίο παρουσιάζει ως φορά δίωξής της στη χώρα καταγωγής,  αποτελεί μια επίσης ανεπιτυχή προσπάθειά της να στοιχειοθετήσει την αξιοπιστία των δηλώσεων της επάνω σε ευρέως γνωστές πληροφορίες στη χώρα καταγωγής αναφορικά με το συγκεκριμένο πρόσωπο. Ειδικότερα, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να προβάλει, όπως ευλόγως θα αναμενόταν από εκείνη,  επαρκή στοιχεία και/ή πληροφορίες αναφορικά με την εργασία του συζύγου της στην ANR, αν και σύμφωνα με τις δηλώσεις της εκείνος εργαζόταν εκεί από το 2013.  Ακολούθως, η Αιτήτρια όχι μόνο δεν ήταν σε θέση παραθέσει σαφείς πληροφορίες ως προς τον Kalev Motond, αλλά και οι δηλώσεις της αναφορικά με την εισβολή που φέρεται να δέχτηκε εντός της οικίας της από άγνωστα ένοπλα άτομα στερούνται περιγραφικής λεπτομέρειας, λαμβάνοντας υπόψη άλλωστε το υψηλό μορφωτικό της επίπεδο αφού αποτελεί απόφοιτη πανεπιστημιακής σχολής.  Σε κάθε περίπτωση, ακόμα και σε περίπτωση που η περιγραφείσα εκ της Αιτήτριας εισβολή εντός της οικίας της από ένοπλους άνδρες κρινόταν ως αξιόπιστο περιστατικό, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει αιτιώδη συνάφεια ανάμεσα στο εν λόγω περιστατικό και τη φερόμενη επαγγελματική ιδιότητα του συζύγου της. Η δε προσπάθειά της να το πράξει δηλώνοντας γενικόλογα ότι ο προϊστάμενός του συζύγου της έβαζε άλλα άτομα να κάνουν τη βρώμικη δουλειά, επιβεβαιώνει την κρίση του Δικαστηρίου περί χρήσης του εν λόγω ονόματος λόγω των ευρέως γνωστών πληροφορίων γύρω από το πρόσωπό του στη χώρα καταγωγής, και όχι σε εμπειρία που η Αιτήτρια βίωσε.

Καταληκτικά, αν και η Αιτήτρια φέρει υψηλό μορφωτικό επίπεδο, δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει, όπως ευλόγως θα ανανεωνόταν από εκείνη, κανένα σκέλος του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται και από το Δικαστήριο ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

Προχωρώντας στην εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού και δεδομένου ότι ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα ως προς τις πρακτικές που υιοθετεί η ANR και το πρόσωπο του Kalev Motond, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, αφού ούτως η άλλως ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται ως εσωτερικά μη αξιόπιστος. 

Καταληκτικά, το Δικαστήριο απορρίπτει των υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο.

Έχει, κατ’ επανάληψη νομολογηθεί ότι κρίση περί της αναξιοπιστίας αιτητή/τριας και κρίση περί κωλύματος έγκρισης αίτησης εξαιτίας της αναξιοπιστίας των προβαλλομένων ισχυρισμών του αιτητή, είναι επιτρεπτή (Amiri Mohammad ν. Aναθεωρητικής Aρχής Προσφύγων και Άλλης (2009) 3 ΑΑΔ 358).

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε αιτητή/αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία.

Ως προς τους ισχυρισμούς άλλωστε που προβάλλει η συνήγορος των Αιτητών δια της γραπτής της αγόρευσης κατά την ενώπιόν μου διαδικασία, δια των οποίων υπεραμύνεται της αξιοπιστία των ισχυρισμών  της Αιτήτριας, αξιολογούνται τα ακόλουθα. 

Ως προς την ιδιότητα του συζύγου της Αιτήτριας ως εργαζόμενο στην ANR, η συνήγορος της Αιτήτριας προωθεί ότι λόγω της φύσης της εργασίας του, ο σύζυγος της Αιτήτριας δεν θα αναμενόταν ευλόγως να αποκαλύψει πληροφορίες σχετικά με αυτή στη σύζυγό του λόγω του ότι η τελευταία δεν ήταν εξουσιοδοτημένο άτομο, αν και σε κάθε περίπτωση η Αιτήτρια προέβαλε ότι ο σύζυγός της ήταν υπεύθυνος συλλογής πληροφορίων, προσδιόρισε το μισθό του και δήλωσε ότι έχει λάβει μέρος σε εκπαιδεύσεις στην Κίνα. Το Δικαστήριο συναφώς κρίνει ότι ναι μεν λόγω της φύσης της εργασίας εντός της Υπηρεσίας Πληροφοριών, δεν θα αναμενόταν από το σύζυγο της Αιτήτριας να έχει αποκαλύψει εμπιστευτικές πληροφορίες σχετικά με τα καθήκοντά του σε μη εξουσιοδοτημένα άτομα όπως η σύζυγός του, ωστόσο η δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν ασαφείς σε τέτοιο βαθμό που πλήττουν ανεπανόρθωτα της αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ενδεικτικά, η Αιτήτρια δεν ήταν καν σε θέση να προσδιορίσει το βαθμό και τη θέση που κατείχε ο σύζυγός της, αφού σε σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση απάντησε επιφανειακά ότι ο σύζυγός της ήταν κοντά στον κο Motond, χωρίς ωστόσο να παραθέτει κανένα άλλο στοιχείο. Διαπιστώνω συνεπώς ότι η Αιτήτρια προέβαλε επιλεκτικά, πλην γενικόλογα, στοιχεία που θα μπορούσαν να ενδυναμώσουν τον πυρήνα του ισχυρισμού της, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να προβάλει περαιτέρω περιφερειακά στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να παραπέμψουν σε βιωματική εμπειρία. Επί παραδείγματι, δεν κρίνεται εύλογο να μη γνωρίζει η Αιτήτρια ούτε καν την τοποθεσία στην οποία φέρεται  να εργαζόταν ο σύζυγός της, αφού σε σχετικό ερώτημα απάντησε ασαφώς ότι ο σύζυγός τη εργάζεται στην περιοχή Gombe (βλ. ερυθρό 76 2Χ διοικητικού φακέλου), χωρίς να παραθέτει κανένα άλλο στοιχείο. Ζητηθείσα άλλωστε να παραθέσει περαιτέρω στοιχεία σχετικά με την εργασία του συζύγου της στην ANR, η Αιτήτρια απάντησε υπεκφεύγοντας ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να φανταστεί ότι θα χρειαζόταν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρό 76 2Χ διοικητικού φακέλου), χωρίς ουσιαστικά να απαντά στο υποβληθέν ερώτημα. Η Αιτήτρια και πάλι επιλεκτικά δήλωσε άλλωστε ότι έφερε μαζί της στην Κύπρο την εργασιακή ταυτότητα του συζύγου της, πλην όμως την απώλεσε (βλ. ερυθρό 76 4Χ διοικητικού φακέλου), αν και προσκόμισε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου τα διαβατήρια των ανήλικων τέκνων της χωρίς να τα έχει απωλέσει. Παράλληλα, δεδομένου ότι ο σύζυγός της φέρεται να εξαφανίστηκε κατά τη διάρκεια της εργασίας του, θα αναμενόταν από εκείνον να φέρει μαζί του την εργασιακή του ταυτότητα και όχι να την κατέχει η Αιτήτρια. Οι δε δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι ο σύζυγός της συνέλεγε πληροφορίες και ότι η εργασιακή του ταυτότητα ανέγραφε τη λέξη «μηχανικός» (βλ. ερυθρό 75 1Χ διοικητικού φακέλου) στερούνται ευλογοφάνειας καθώς κρίνονται ως αντιφατικές μεταξύ τους. Καταληκτικά, το Δικαστήριο απορρίπτει τον συγκεκριμένο ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας ως αβάσιμο.

Σε σχέση με την εξαφάνιση του συζύγου της και τη φερόμενη εισβολή ενόπλων ατόμων εντός της οικίας της Αιτήτριας, η συνήγορός της υπεραμύνεται της αξιοπιστίας των δηλώσεων της επικαλούμενη  ότι η Αιτήτρια προσδιόρισε τη χρονολογική σειρά τέλεσης των υπό εξέταση περιστατικών, όσο και στη στιχομυθία που είχε με τα πρόσωπα που εισέβαλαν και την απείλησαν εντός της οικίας της. Έχοντας ωστόσο σταχυολογήσει το πρακτικό της προφορικής συνέντευξης της Αιτήτριας παρατηρώ ότι σε σχέση με την εξαφάνιση του συζύγου της, η Αιτήτρια δεν προέβαλε κάποια άλλη περιγραφή πλην του ότι ο σύζυγός της μετέβη στην εργασία του και ουδέποτε γύρισε στην οικία του (βλ. ερυθρό 75 3Χ διοικητικού φακέλου). Σε σχέση δε με την εισβολή και τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε εντός της οικίας της από ένοπλους άνδρες, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια κλήθηκε δια ανοικτού τύπου ερωτήσεώς να περιγράψει λεπτομερώς τη συνέβη τη συγκεκριμένη ημέρα και εκείνη ναι μεν παρέθεσε ένα χρονοδιάγραμμα, ωστόσο οι δηλώσεις της παρουσιάζονται και πάλι αόριστες και επιλεκτικές κατά τρόπο που δεν ενισχύουν τον πυρήνα του ισχυρισμού της.  Ειδικότερα, η Αιτήτρια προέβαλε ότι την απείλησαν με ένα όπλο ρωτώντας την που βρίσκεται ο σύζυγός της αφού η πεθερά της και τα τέκνα της μεταφέρθηκαν σε άλλο δωμάτιο, χωρίς ωστόσο να αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω άτομα εισήλθαν εντός της οικίας της, τον τρόπο με τον οποίο η ίδια αντιλήφθηκε  ότι τα εν λόγω άτομα εισήλθαν εντός της οικίας της καθώς και τον τρόπο με τον οποίο τα εν λόγω άτομα αποχώρησαν. Οι ανωτέρω περιγραφές θα αναμενόταν να είναι πιο λεπτομερείς και περιγραφικές δεδομένου του μορφωτικού επιπέδου της Αιτήτριας και του ότι εξαιτίας του συγκεκριμένου περιστατικού η Αιτήτρια και τα ανήλικα τέκνα της φέρονται να αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την οικία τους το ίδιο βράδυ. Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός της συνηγόρου της απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Σε σχέση με τη συνομιλία που ακολούθως η Αιτήτρια φέρεται να είχε με το φίλο του συζύγου της κο Mitchoua, η συνήγορός της προωθεί ότι δεν θα αναμενόταν ευλόγως από εκείνη να θυμάται με ακρίβεια το περιεχόμενό της λόγω του χρονικού διαστήματος του παρήλθε συν του ότι το εν λόγω περιστατικό αποτέλεσε για εκείνη τραυματική εμπειρία.  Το Δικαστήριο κρίνει ότι ναι μεν παρήλθε μεγάλο διάστημα από την τέλεση του υπό εξέταση περιστατικού και τη διεξαγωγή της προφορικής της συνέντευξης της Αιτήτριας, ωστόσο λόγω του ότι το εν λόγω περιστατικό και δη η συμβουλή του κου Mitchoua αποτέλεσαν τους λόγους για τον οποίους η Αιτήτρια εγκατέλειψε την οικία της το ίδιο βράδυ και ακολούθως τη χώρα καταγωγής, θα αναμενόταν από εκείνη να παραθέσει επιπρόσθετα περιφερειακά στοιχεία ως προς τη συνομιλία και τις πληροφορίες που αποκόμισε από το συγκεκριμένο άνδρα και όχι να περιοριστεί αποκλειστικά στη δήλωση ότι ο εν λόγω άνδρας της συνέστησε να πάρει τα ανήλικα τέκνα της και να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρό 74 2Χ διοικητικού φακέλου). Δεν κρίνεται άλλωστε ευλογοφανές να έχει εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής η Αιτήτρια, ακόμα και αν είχε όντως εξαφανιστεί ο σύζυγός της, βασιζόμενος στη συμβουλή του εν λόγω άνδρα χωρίς ωστόσο να της έχει μεταφερθεί κάποια άλλη πληροφορία από εκείνον και ενώ ο σύζυγός της αγνοείτο. Ως εκ τούτου, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός της συνηγόρου της απορρίπτεται επίσης ως αβάσιμος.

Αναφορικά τέλος με την αδυναμία της Αιτήτριας να παραθέσει στοιχεία και/ή πληροφορίες αναφορικά με τον Kalev Motond, η συνήγορός της προωθεί ότι ναι μεν η Αιτήτρια συνέδεσε βάσει εικασίας την εισβολή αγνώστων εντός της οικίας της με το εν λόγω πρόσωπο, επισημαίνει όμως ότι η αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού ενισχύεται από το γεγονός ότι ο εν λόγω άνδρας κατηγορείται στη χώρα καταγωγής για πλήθος παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο υπό εξέταση ισχυρισμός της συνηγόρου της Αιτήτριας απορρίπτεται ομοίως ως αβάσιμος καθώς η ίδια η τοποθέτησή της συνηγορεί υπερ της κρίσης του Δικαστηρίου, σύμφωνα με την οποία το αφήγημα της Αιτήτριας βασίζεται αποκλειστικά σε ευρέως γνωστές πληροφορίες στη χώρα καταγωγής ως προς το πρόσωπο του Kalev Motond και όχι σε βιωματικές εμπειρίες τις οποίες η ίδια βίωσε. Δεν κρίνεται ως ευλογοφανές άλλωστε η Αιτήτρια να παρουσιάζει ελάχιστες γνώσεις ως προς το επάγγελμα του συζύγου της και να προωθεί όμως επιλεκτικά ότι ο σύζυγός της εργαζόταν κοντά στον εν λόγω άνδρα, τον οποίο κατά τα λοιπά παρουσιάζει ως φορέα δίωξής της στη χώρα καταγωγής.

Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να ανατρέψει τα ευρήματα των Καθ’ ων η αίτηση περί αναξιοπιστίας των ισχυρισμών της και να θεμελιώσει την αξιοπιστία τους ούτε κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου διαδικασίας.

Επί τη βάσει λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού, ήτοι των προσωπικών στοιχείων της Αιτήτριας και των ανήλικων τέκνων της, της χώρα καταγωγής τους και του τόπου τελευταίας διαμονής τους, θα προχωρήσω σε αξιολόγηση του κινδύνου που αυτή και τα ανήλικα τέκνα της ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής και δη στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τους, ήτοι την Kinshasa.

Σε σχέση με τον εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας, ο οποίος συνίσταται στο ότι ο Kalev Motond θα σκοτώσει την ίδια και τα ανήλικα τέκνα της, δεδομένου ότι  ο συνδεόμενος με το συγκεκριμένο φόβο ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος, κρίνω ότι δεν προκύπτει ουδεμία  ένδειξη συνεχούς, πραγματικής και υφιστάμενης απειλής της Αιτήτριας και των ανήλικων τέκνων της από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Συνεπώς, το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου της κρίνεται ως αβάσιμο και μη δικαιολογημένο. Προς επίρρωση του συγκεκριμένου συμπεράσματος, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια κατά την υποβολή του αιτήματός του σε ουδεμία αναφορά προέβη στο συγκεκριμένο άτομο ή στους ισχυρισμούς που προέβαλε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης καθώς προέβαλε ότι στη χώρα καταγωγής απειλείτο από τη μητριά της.  

Σε σχέση δε με τον μη εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας ο οποίος όμως απορρέει τις δηλώσεις της περί του ότι αποτελεί γυναίκα μόνη, κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανέκυψαν οι ακόλουθες πληροφορίες. Η Έκθεση της Αυστριακής ACCORD του Νοεμβρίου του 2020 αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες αποτελούν σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν παραμείνει στερημένη από οικονομικά μέσα.[1] Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι: «Η Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[2] Όπως προαναφέρθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι μια πατρογονική κοινωνία, που σημαίνει ότι οι γενιές συνδέονται μέσω του πατέρα μιας οικογένειας.[3] Στο πλαίσιο του Κονγκό, αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι μια γυναίκα στη ΛΔΚ ορίζεται πάντα μόνο σε σχέση με έναν άνδρα συγγενή. Ως εκ τούτου, γυναίκες που απομακρύνονται από αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας εκλαμβάνονται αρνητικά από την κοινωνία και ενίοτε από τη δική τους οικογένεια.[4] Αυτές οι μεροληπτικές συμπεριφορές έναντι των γυναικών έχουν συμβάλει σε μια γενικά χαμηλή ισότητα των φύλων και σε εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία με βάση το φύλο. Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία».,[5] H ίδια ως άνω έκθεση συνεχίζει: «Οι ανύπαντρες γυναίκες στην Κινσάσα συχνά βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση, για τον λόγο αυτό πολλές γυναίκες από μητριαρχικά νοικοκυριά προσποιούνται ότι είναι παντρεμένες σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον στιγματισμό και να ελαττώσουν την ευαλωτότητά τους.[6] Από την άλλη πλευρά, η [ΜΚΟ] Afia Mama εκτίμησε ότι οι ανύπαντρες και μορφωμένες γυναίκες στην Κινσάσα θα ήταν πιο χειραφετημένες από πολλές παντρεμένες γυναίκες στη ΛΔΚ, επειδή έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων τους από τις γυναίκες χωρίς μόρφωση.[7]

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση των συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκές οικογένειες στη χώρα καταγωγής, το Δικαστήριο προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα εκ της οποίας ανευρέθηκε άρθρο του Διεθνούς Περιοδικού Περιβαλλοντικής Έρευνας και Δημόσιας Υγείας του 2021 αναφορικά με τη ΛΔΚ, το οποίο αναφέρει ότι υπάρχει ένας βαθμός στιγματισμού τόσο για τις έφηβες όσο και για τις ανύπαντρες ενήλικες μητέρες στη ΛΔΚ. Οι εν λόγω μητέρες συχνά αγωνίζονται να είναι ο κύριος προμηθευτής εισοδήματος και πόρων του νοικοκυριού, εκτός από το να έχουν τον ίδιο βαθμό προσοχής στην παρακολούθηση και την επίβλεψη των παιδιών τους. Οι ανύπαντρες μητέρες ήταν πιο πιθανό να είναι άνεργες ή να απασχολούνται σε θέσεις χαμηλού εισοδήματος, στη χειρωνακτική εργασία ή/και στη γεωργία. Τα παιδιά μητέρων που δεν παντρεύτηκαν ποτέ ή πήραν διαζύγιο στη ΛΔΚ και στο είχαν 1,79 φορές αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν μειωμένη ανάπτυξη, η οποία σχετίζεται με κακή γνωστική ικανότητα, μειωμένη εκπαιδευτική επίδοση και οικονομική κατάσταση, καθώς και κακή υγεία στην ενήλικη ζωή και αυξημένο κίνδυνος θνησιμότητας. Η φτώχεια ήταν ένα μια συνήθης συνθήκη και πολλές μητέρες αντιμετωπίζουν προβλήματα που σχετίζονται με την ανατροφή παιδιών σε φτωχές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της κάλυψης των καθημερινών δαπανών ενώ έχουν χαμηλό επίπεδο προσωπικών πόρων. Ενώ η φτώχεια είναι ευρέως διαδεδομένη στη ΛΔΚ, οι οικονομικές προκλήσεις συχνά επιδεινώνονται για τις άγαμες μητέρες [8].

 

Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει μεν ότι οι γυναίκες που στερούνται υποστηρικτικού δικτύου καθώς και οι γυναίκες που αποτελούν κεφαλή μονογονεϊκών οικογενειών στη χώρα καταγωγής αντιμετωπίζουν πλήθος, κυρίως οικονομικής φύσεως δυσχερειών, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν τόσο τις ίδιες όσο και τα ανήλικα τέκνα τους. Εν προκειμένω όμως, με βάσει τα όσα έχουν γίνει δεκτά, δεν προκύπτει ότι η Αιτήτρια στερείται ανδρικού υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής. Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας περί εξαφάνισης του συζύγου της έχει απορριφθεί ως μη αξιόπιστος, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια διαθέτει στην Kinshasa ανδρικό, οικογενειακό, υποστηρικτικό δίκτυο το οποίο ευλόγως αναμένεται να τη στηρίξει σε περίπτωση που εκείνη και τα ανήλικα τέκνα τους επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής.

Ως προς τις οικονομικές δυσκολίες που θα μπορούσε δυνητικά να αντιμετωπίσει  η Αιτήτρια άμα τη επιστροφή της στην Kinshasa άλλωστε, το Δικαστήριο δεν παραβλέπει ότι η Αιτήτρια συνιστά μια υγιή, αρτιμελή γυναίκα, η οποία διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο καθώς έχει αποφοιτήσει από το Πανεπιστήμιο έχοντας σπουδάσει Λογιστική, ενώ λαμβάνεται υπόψη και το γεγονός ότι στη χώρα καταγωγής διατηρούσε για μια τριετία επιχείρηση ενοικίασης αυτοκινήτων. Ως εκ τούτου αναμένεται ευλόγως ότι θα μπορέσει να βρει εργασία προκειμένου να καλύψει τα έξοδα διαβίωσής της καθώς και των ανήλικων τέκνων της, υποβοηθούμενη σαφώς και το σύζυγο και πατέρα των ανήλικων τέκνων της.  

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο κρίνει ότι  δεν προκύπτει απολύτως κανένα στοιχείο εκ του οποίου θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa, η Αιτήτρια και τα ανήλικα τέκνα της θα αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε συνεχόμενη, αληθή, πραγματική και έμπρακτη  απειλή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου, ο φόβος της Αιτήτριας κρίνεται στο σύνολό του αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Προχωρώντας στη Νομική Ανάλυση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, είτε σε σχέση με την ίδια ή με το ανήλικο τέκνο της, για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της συνηγόρου της περί του ότι θα πρέπει να εκχωρηθεί στα ανήλικα τέκνα της προσφυγικό καθεστώς ως μέλη της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Σημειώνεται ότι λόγω του ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας  αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια και τα ανήλικα τέκνα της κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική µμεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β). Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός που προέβαλε ή συνήγορός των Αιτητών στη γραπτή της αγόρευση υποστηρίζοντας ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής η Αιτήτρια 1 θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό τη μορφή απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης  λόγω της ευαλωτότητας της, ήτοι του ότι αποτελεί κεφαλή πολυμελούς μονογονεϊκής οικογένειας, απορρίπτεται ως αβάσιμος καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν υπέρ τούτου. Επαναλαμβάνεται συναφώς ότι καθώς ο ισχυρισμός της Αιτήτριας σχετικά με την εξαφάνιση του συζύγου της απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, το Δικαστήριο κρίνει ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα τύχει της στήριξής του συζύγου της και ως εκ τούτου δε θα αποτελέσει γυναίκα χωρίς ανδρικό/υποστηρικτικό δίκτυο και κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας. Συνεπώς, ο σχετικός ισχυρισμός της συνηγόρου των Αιτητών απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας και των ανήλικων τέκνων της υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

 

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της θα υποστούν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[9]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα συμπληρωματικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής/τρια δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.[10]

 

Εν προκειμένω, κρίνω πως σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που χρησιμοποίησε ο αρμόδιος λειτουργός, στις οποίες ανέτρεξε και το παρόν Δικαστήριο, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας και των ανήλικων τέκνων της στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής τους, δηλαδή στην Kinshasa, δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτοί θα έλθουν αντιμέτωποι με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σύμφωνα με επικαιροποιημένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λ.Δ. του Κονγκό συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[11] Περαιτέρω, σύμφωνα με ταξιδιωτικές συμβουλές για τη Λ.Δ.Κ. από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στους ταξιδιώτες συστήνεται να ξανά σκεφτούν το ταξίδι τους αλλά δεν αποτρέπονται από το να ταξιδέψουν. Οι μόνες περιοχές στις οποίες υπάρχει αποτροπή είναι οι επαρχίες του Βόρειου Kivu, Ituri και η ανατολική περιοχή της Λ.Δ.Κ. και οι τρεις επαρχίες Kasai (Kasai, Kasai-Oriental, Kasai-Central) λόγω του εγκλήματος, των εμφύλιων ταραχών, της τρομοκρατίας, των ένοπλων συγκρούσεων και των απαγωγών. Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η Kinshasa.[12] Σύμφωνα με άλλη πηγή πληροφόρησης δεν ανευρέθηκε ότι δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, παρά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[13]

 

Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 08/03/2023 έως 08/03/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 55 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 69 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[14]. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2024 (17.032.322 κάτοικοι), καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.[15]

 

Δεδομένου λοιπόν ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής των Αιτητών, ήτοι στην πόλη Kinshasa, η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων των Αιτητών για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Λ.Δ.Κ. η Αιτήτρια και τα ανήλικα τέκνα της θα έλθουν αντιμέτωποι με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας τους, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

 

Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης της Αιτήτριας καθώς και του ανήλικου τέκνου της για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, αλλά ούτε και πλήρωση των προϋποθέσεων υπαγωγής τους σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περνώντας τώρα στον ισχυρισμό της συνηγόρου της Αιτήτριας περί του ότι η προσβαλλόμενη αντίκεται στην αρχή του βέλτιστου συμφέροντος των ανήλικων τέκνων της, το Δικαστήριο τοποθετείται ως ακολούθως.

 

Αρχικά, αποτελεί θέση του Δικαστηρίου ότι με βάση τα στοιχεία του φακέλου, τα ανήλικα τέκνα της Αιτήτριας βρίσκονται μαζί με την μητέρα τους στην Κυπριακή Δημοκρατία και δεν έχει προβληθεί οποιοσδήποτε ειδικός λόγος που να αφορά αποκλειστικά εκείνα, ο οποίος θα μπορούσε να τεκμηριώσει αίτημα για διεθνή προστασία για να αξιολογηθεί από το Δικαστήριο.

 

Σε κάθε περίπτωση, στην αιτιολογική σκέψη 33 της Οδηγίας 2013/33/ΕΕ, μεταφορά διατάξεων της οποίας αποτελεί και το ως άνω άρθρο της εθνικής νομοθεσίας, αναφέρεται ότι «[το] μείζον συμφέρον του παιδιού, σύμφωνα με τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Χάρτης) και τη σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών του 1989 για τα δικαιώματα του παιδιού, θα πρέπει να αποτελεί πρωταρχική μέριμνα των κρατών μελών κατά την εφαρμογή της παρούσας οδηγίας. Κατά την εκτίμηση του μείζονος συμφέροντος του παιδιού, τα κράτη μέλη θα πρέπει συγκεκριμένα να λαμβάνουν υπόψη την καλή διαβίωση και την κοινωνική ανάπτυξή του, συμπεριλαμβανομένων των καταβολών του.»

 

Εν προκειμένω - ενόψει της απόρριψης των ισχυρισμών της Αιτήτριας 1 περί παρελθούσας διώξεως της από το φερόμενο ως προϊστάμενο του συζύγου της και στην απουσία άλλων ισχυρισμών οι οποίοι θα δημιουργούσαν την ελάχιστη αμφιβολία για την διαφύλαξη του βέλτιστου συμφέροντος των ανήλικων τέκνων της, δεδομένου ότι βρίσκονται εδώ υπό τη φύλαξή της - δεν θα μπορούσε να γίνει λόγος για ζήτημα το οποίο θέτει εν αμφιβόλω τα βέλτιστα τους συμφέροντα.

 

Σε σχέση δε με τον ισχυρισμό της συνηγόρου τους περί του ότι η χώρα καταγωγής δεν είναι ασφαλής για τα παιδιά λόγω του ότι εκεί παρατηρούνται υψηλά ποσοστά κακοποίησης και/ή κακομεταχείρισης και/ή δίωξης των παιδιών, παρατηρώ ότι η εξωτερική πηγή που εξ εκείνης παρατίθεται αναφέρεται στα παιδιά που διαμένουν στην εμπόλεμες περιοχές  της ΛΔΚ, οι οποίες εντοπίζονται στα Δυτικά της χώρας και όχι στην Kinshasa, όπου όπως ανωτέρω προέκυψε η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή.

 

Σε κάθε περίπτωση, δεν εντοπίζω οποιοδήποτε άλλο ζήτημα σε σχέση με το βέλτιστο συμφέρον των ανήλικων τέκνων της Αιτήτριας σε περίπτωση που επιστρέψουν με τη μητέρα τους στη χώρα καταγωγής και δη στον προηγούμενο τόπο διαμονής τους. Το δε αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσής του αναμένεται ευλόγως να εξασφαλιστεί αφού ο μεν πατέρας τους ζει στην Kinshasa, η δε μητέρα τους συνιστά γυναίκα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και προηγούμενης επιχειρηματικής εμπειρίας και ως εκ τούτου αναμένεται να είναι σε θέση να εξασφαλίσουν σε αυτά κατάλληλη διατροφή, κοινωνική ασφάλιση, μόρφωση, ένα ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης σε ένα υγιές και ασφαλές περιβάλλον και ψυχαγωγία. Ως εκ τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός που προβάλλει η συνήγορος των Αιτητών απορρίπτεται.

 

Σε σχέση δε με τον ισχυρισμό της συνηγόρου των Αιτητών περί του ότι η προσβαλλόμενη αντίκεται στην αρχή της μη επαναπροώθησης και ειδικότερα στο Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο αξιολόγησε τόσο τις προσωπικές περιστάσεις των Αιτητών όσο και τους ισχυρισμούς που η Αιτήτρια 1 προέβαλε ενώπιον της διοικητικής αλλά και της παρούσας διαδικασίας και   διαπίστωσε ότι οι Αιτητές δεν θα  αντιμετωπίσουν απολύτως κανένα κίνδυνο με την επιστροφή τους στην χώρα καταγωγής έτσι ώστε να παραβιάζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης. Ως τούτου ο συγκεκριμένος ισχυρισμός της συνηγόρου των Αιτητών απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Υπό το φως των ανωτέρω,  η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον των Αιτητών και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

                                      

 

                                            Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020,
https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[2] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[3] Wagner, K., Glaesmer, H., Bartels, S.A. et al., “Presence of the Absent Father: Perceptions of Family among Peacekeeper-Fathered Children in the Democratic Republic of Congo”. J Child Fam Stud, 2022, https://link.springer.com/article/10.1007/s10826-022-02293-2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[4] De Herdt, Tom “Hidden families, single mothers and Cibalabala: Economic Regress and Changing Household Composition in Kinshasa”, Trefon, T. (Red.), Reinventing order in the Congo – How people respond to state failure in Kinshasa. London: Zed Books, 2004 σελ. 121, 128, https://www.bloomsburycollections.com/book/reinventing-order-in-the-congo-how-people-respond-to-state-failure-in-kinshasa/ch8-hidden-families-single-mothers-and-cibalabala-economic-regress-and-changing-household-composition-in-kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[5] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[6] Jacobs C. et al., Figurations of Displacement in the Democratic Republic of the Congo: Empirical findings and reflections on protracted displacement and translocal connections on Congolese IDPs, November 2020, https://trafig.eu/output/working-papers/trafig-working-paper-no-4 σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[7] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, Afia Mama, an NGO in the Democratic Republic of Congo (DRC), Skype-interview, 2 August 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11 – 12, σελ. 45 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[8] International Journal of Environmental Research and Public Health, “I Don’t Know where I Have to Knock for Support”: A Mixed-Methods Study on Perceptions and Experiences of Single Mothers Raising Children in the Democratic Republic of Congo, October 2021, διαθέσιμο σε file:///C:/Users/petraef/Downloads/I_Dont_Know_Where_I_Have_to_Knock_for_Support_A_M.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[9] Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115)»

[10] EASO, ‘Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση’, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 06/03/2024).

[11] Human Rights Watch, ‘World Report 2024 - Democratic Republic of CongoEvents of 2023’, n.d., διαθέσιμο σε  https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/democratic-republic-congo  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 06/03/2024).

[12] Travel.State.Gov., U.S. Department of State – Bureau of Consular Affairs, ‘Democratic Republic of the Congo Travel Advisory’, 31/07/2023, διαθέσιμο σε  https://travel.state.gov/content/travel/en/traveladvisories/traveladvisories/democratic-republic-of-the-congo-travel-advisory.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 19/03/2024).

[13] Council on Foreign Relations, Global Conflict Tracker, ‘Conflict in the Democratic Republic of Congo’, last updated 21/02/2024, διαθέσιμο σε  https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 19/03/2024).

[14] Αccled, Kinshasa, reference period 08/03/2023 - 08/32/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 19/03/2024]

[15] World Population Review, ‘Kinshasa Population 2024’, n.d., διαθέσιμο σε https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 19/03/2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο