ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                             Υπόθεση αρ. 1820/23

                                   

5 Μαρτίου 2024

 

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟY - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

                                  Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

F.K.L., από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό , ARC: 581856ΧΧΧ

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της  Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                               Καθ' ων η Αίτηση

Α. Πλιάκα (κα) για Δ. Κυριάκου Ζησιμοπούλου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Α. Αναστασιάδη (κα) για Μ. Παραδισιώτη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 07/03/2023, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 17/05/2023 και δια της οποίας πληροφορήθηκε ότι το αίτημά του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε και αποφασίστηκε και η επιστροφή του στην χώρα καταγωγής ως άκυρη, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας στις 09/12/2021, αφού αφίχθηκε παράνομα στις ελεύθερες περιοχές στις 02/11/2021 μέσω κατεχομένων, μετά την αναχώρηση του από τη χώρα καταγωγής του στις 13/10/2021.

Στις 08/02/2023 διεξήχθη η προφορική συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Κυπριακής Υπηρεσίας Ασύλου (εφεξής «ο λειτουργός»), ο οποίος ετοίμασε ΈΚΘΕΣΗ - ΕΙΣΗΓΗΣΗ προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στις 01/03/2023.

Στις 07/03/2023 ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την ανωτέρω ΕΚΘΕΣΗ - ΕΙΣΗΓΗΣΗ και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.

Στις 13/04/2023 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη της αίτησής του και αιτιολόγηση της απόφασης. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 17/05/2023.

Στις 14/06/2023 ο Αιτητής καταχώρισε δια της συνηγόρου του την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της επίδικης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του, ο Αιτητής προβάλλει τους κάτωθι λόγους ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξης:

1)   Λανθασμένη εφαρμογή της νομοθεσίας καθότι πριν την διενέργεια της συνέντευξης δεν φαίνεται να επεξηγήθηκαν στον Αιτητή τα βασικά της δικαιώματα, και ιδίως το δικαίωμα σε νομική συνδρομή κατά την διαδικασία της συνέντευξης.

2)   Πλάνη περί τον νόμο και τα πράγματα.

3)   Μη δέουσα έρευνα, διότι ο ισχυρισμός του Αιτητή περί του ότι έπεσε θύμα απειλών και απαγωγής από το σύζυγο της ερωμένης του αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι ο φόβος είναι βάσιμος και δικαιολογημένος  καθώς διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης και επιπρόσθετα δεν τεκμηριώθηκαν οι λόγοι μη υπαγωγής του Αιτητή στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. 

4)   Κατάχρηση εξουσίας.

Οι  Καθ' ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου  είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η Αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και λήφθηκε ύστερα από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως. 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι  και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 :«Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε καμία έρευνα ή ποσό μάλλον δέουσα έρευνα  και ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν στηρίχθηκαν σε οποιαδήποτε έρευνα σχετικά με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα του Αιτητή κρίνω ότι δεν ευσταθούν και απορρίπτονται για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας  που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με το άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την αίτηση του για διεθνή προστασία όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλει με την παρούσα Προσφυγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας δήλωσε ότι  εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή η ερωμένη του εξαναγκάστηκε από την οικογένειά της να παντρευτεί ένα πλούσιο άνδρα τον οποίο δεν αγαπούσε. Ο εν λόγω άνδρας γνώριζε την ύπαρξη του Αιτητή και πίστευε πως η σύζυγός του δεν τον αγαπά εξαιτίας του Αιτητή. Απείλησε δε τον Αιτητή ότι θα τον σκοτώσει εάν δε  διακόψει τη σχέση του με τη σύζυγό του. Ως εκ τούτου, ο Αιτητής αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρά 1 και 24 διοικητικού φακέλου).

 

Κατά το στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και ως προς τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην Kinshasa. Σχετικά με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε οι γονείς του απεβίωσαν και ότι δε έχει αδέρφια. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος, πατέρας δύο ανήλικων εκτός γάμου τέκνων τα οποία διαμένουν με τη μητέρα τους στην Αγκόλα. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ως προς το επάγγελμά του δήλωσε ότι δεν εργαζόταν στη χώρα καταγωγής ωστόσο απασχολούνταν ως ηθοποιός (βλ. ερυθρά 45 - 43 διοικητικού φακέλου).

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής προέβαλε ότι διατηρούσε σχέση με γυναίκα η οποία ήταν παντρεμένη, χωρίς ωστόσο να γνωρίζει την οικογενειακή της κατάσταση, με αποτέλεσμα  ο σύζυγός της εν λόγω γυναίκας να τον απειλήσει ότι θα τον σκοτώσει.

Κατά το στάδιο της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος τέθηκαν στον Αιτητή ερωτήσεις αναφορικά με τα στοιχεία της γυναίκας με την οποία διατηρούσε σχέση, του συζύγου αυτής, του τρόπου με τον οποίο ο Αιτητής γνώρισε την εν λόγω γυναίκα, τη διάρκεια και τη φύση της σχέσης τους καθώς και τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε εις γνώση του συζύγου της η σχέση της με τον Αιτητή. Στη συνέχεια ο Αιτητής κλήθηκε να απαντήσει σε υποβληθέντα ερωτήματα αναφορικά με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε και τους λόγους για τους οποίου διατήρησε τη σχέση του με την ερωμένη του παρά τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από το σύζυγό της. Τέλος ζητήθηκε από τον Αιτητή να παραθέσει περισσότερα στοιχεία και/ή λεπτομέρειες αναφορικά με την φερόμενη απαγωγή της οποίας έπεσε θύμα από το σύζυγο της ερωμένης του καθώς κλήθηκε να περιγράψει το μέρος που κρατήθηκε, τις συνθήκες που αντιμετώπισε κατά τη διάρκεια της κράτησής του και τον τρόπο και τους λόγους για τους οποίους εν τέλει αφέθηκε ελεύθερος από τους απαγωγείς του (βλ. ερυθρά 42 -38 διοικητικού φακέλου).  

Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο σύζυγος της ερωμένης του ήταν πολιτικός και επειδή η ερωμένη του εξακολουθεί να τον αγαπάει, φοβάται ότι εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής θα τον σκοτώσει ο σύζυγός της (βλ. ερυθρά 42 2Χ διοικητικού φακέλου). 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε την εισήγησή του δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς 1) Την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και 2) τις δηλώσεις του Αιτητή  περί του ότι απειλήθηκε και απήχθη από το σύζυγο της ερωμένης του όταν περιήλθε στη γνώση του τελευταίου η σχέση του Αιτητή με τη σύζυγό του.

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός, ο οποίος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή έγινε δεκτός καθώς οι δηλώσεις του διασταυρώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ενώ δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία.

Ο δεύτερος ωστόσο ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε απόρριψης αφού οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ασαφείς, αόριστες και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας και ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι γνώρισε την κοπέλα του το 2019 χωρίς να γνωρίζει ότι ήταν παντρεμένη, πλην όπως το 2020 η σχέση του με την εν λόγω κοπέλα περιήλθε εις γνώση του συζύγου της ο οποίος επικοινώνησε με τον Αιτητή και τον απείλησε. Ως προς τις απειλές που δέχτηκε, ο Αιτητής προέβαλε ότι τις λάμβανε απειλητικά μηνύματα στο τηλέφωνό του από άγνωστο αριθμό ενώ προσέθεσε ότι μια φορά του άφησαν μια σημείωση – απειλή στο χώρο εργασίας του. Παρόλα αυτά ο Αιτητής δήλωσε ότι εξακολούθησε να συναντά την κοπέλα του (βλ. ερυθρά 41 1Χ, 42 2Χ, 40 1Χ, 38 2Χ διοικητικού φακέλου). Βασιζόμενος στο ανωτέρω αφήγημα, ο λειτουργός ζήτησε από τον Αιτητή να αποσαφηνίσει τους λόγους για τους οποίους εξακολούθησε να διατηρεί σχέση με την ερωμένη του παρά τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε και εκείνος απάντησε χωρίς νοηματική συνοχή και ευλογοφάνεια ότι διατήρησε τη σχέση του μαζί της για οικονομικού λόγους καθώς εκείνη κάλυπτε τα έξοδά διαβίωσής του (βλ. ερυθρό 40 1Χ διοικητικού φακέλου).

Ως προς τη φερόμενη απαγωγή του από το σύζυγο της ερωμένης του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε χώρα το Νοέμβριο του 2020, παρόλα αυτά δεν ήταν σε θέση να παράσχει σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες γύρω από αυτήν. Ενδεικτικά, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει το μέρος επί του οποίου δήλωσε ότι κρατήθηκε για μια εβδομάδα καθώς σε σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση, εκείνος απάντησε γενικόλογα και χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι κρατήθηκε σε ένα ημιτελές κτήριο το οποίο είχε κλειστές πόρτες και παράθυρα. Κληθείς να περιγράψει άλλωστε τις συνθήκες της 7ήμερης κράτησής του, ο Αιτητής προέβαλε χωρίς συνοχή, περιγραφική λεπτομέρεια και ευλογοφάνεια ότι ο σύζυγος της κοπέλας του δεν του είπε τίποτα, πλην όμως είχε τοποθετήσει εντός του ημιτελούς κτηρίου μεγάφωνα δια των οποίων περιέγραφε στον Αιτητή τον τρόπο με τον οποίο είχε γνωρίσει τη σύζυγό του (βλ. ερυθρό  40 2Χ διοικητικού φακέλου). Ως προς τις συνθήκες απελευθέρωσή του άλλωστε, ο Αιτητής προσέθεσε χωρίς νοηματική συνοχή, ευλογοφάνεια και χωρίς να αποσαφηνίζει το λόγο, ότι ο απαγωγέας του απλά τον άφησε ελεύθερο μετά από 7 ημέρες (βλ. ερυθρό 39 2Χ διοικητικού φακέλου). Κληθείς επίσης να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο δεν κατήγγειλε την απαγωγή του ενώπιον των αρχών, ο Αιτητής αποκρίθηκε χωρίς νοηματική συνοχή και σαφήνεια ότι η ερωμένη του και σύζυγος του απαγωγέα του υποσχέθηκε να φροντίσει την κατάσταση που προέκυψε (βλ. ερυθρά 40 1Χ, 39 1Χ – 2Χ διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής, τέλος, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια πως κατάφερε να παραμείνει ασφαλής στην Kinshasa για ένα χρόνο μετά την απαγωγή του από το σύζυγο της ερωμένης του αφού σε σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση αποκρίθηκε χωρίς συνοχή και ευλογοφάνεια ότι η ερωμένη του του έδωσε και χρήματα και του ζήτησε να παραμείνει σε ένα φίλο του μέχρι εκείνη να διευθετήσει την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρά 39 3Χ – 2Χ διοικητικού φακέλου). Επί τη βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ορθώς ότι λόγω της προσωπικής φύσης των υπό εξέταση περιστατικών δεν προέκυψε κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας προς επιβεβαίωση ή όχι των δηλώσεων του Αιτητή. Βασιζόμενος λοιπόν αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, ο λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο καθώς δεν κρίθηκε ότι τα όσα ο  Αιτητής εξιστόρησε  αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά.

Επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και αυτόν της τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Kinshasa και καταληκτικά έκρινε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του. Το εν λόγω συμπέρασμα βασίστηκε αφενός στην απόρριψη του ισχυρισμού του Αιτητή ως προς τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής αλλά και στο ότι βάσει της διεξαχθείσας έρευνας, η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa καταγράφηκε ως σταθερή.

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η πιθανότητα εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπο του Αιτητή.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ.Κ., πιθανολογείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα.

Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι από τη σχετική έρευνα δεν προέκυψαν στοιχεία που να δικαιολογούν την υπαγωγή του Αιτητή  στο άρθρο 19(2)(γ) ίδιου Νόμου καθώς η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κατεγράφη ως σταθερή.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από την εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο μόνιμης διαμονής του Αιτητή, αφού οι δηλώσεις του αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό χαρακτηρίζονται σαφήνεια, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης και χαρτογράφησης. Ως προς το σκέλος του ισχυρισμού σχετικά με τη χώρα καταγωγής, λαμβάνεται επίσης υπόψη ότι προς επίρρωση των ισχυρισμών του ο Αιτητής προσκόμισε επίσημο ταυτοποιητικό έγγραφο από τη χώρα καταγωγής, ήτοι το διαβατήριό του.

Περαιτέρω συντάσσομαι με την κρίση του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με την απόρριψη του δεύτερου ισχυρισμού, αφού έχοντας ανατρέξει στο πρακτικό της προφορικής του συνέντευξης, διαπιστώνω ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει κανένα ισχυρισμό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ένταξή του στο Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, σταχυολογώντας τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι απήχθη από το σύζυγο της ερωμένης του, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή είναι ασαφείς και αόριστες, στερούνται ευλογοφάνειας, ενώ δεν παρατίθενται με την αναμενόμενη περιγραφική λεπτομέρεια δεδομένου ότι εξαιτίας των εξιστορισθέντων περιστατικών ο Αιτητής φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής. Δεδομένου ότι οι Καθ’ ων η αίτηση αναλύουν πλήρως τους λόγους για τους οποίους έκριναν τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο, θα προσθέσω τα σημεία τα οποία το Δικαστήριο εντόπισε και κλονίζουν περαιτέρω την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Αρχικά εντοπίζεται χρονική ασυνέπεια ανάμεσα στα όσα ο Αιτητής δήλωσε κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, τους ισχυρισμούς που προέβαλε στη συνέντευξη προς αξιολόγηση τη ευαλωτότητας του  και στις δηλώσεις του κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης. Η εν λόγω χρονική ασυνέπεια κλονίζει ανεπανόρθωτα την ήδη κλονισθείσα αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.  Συγκεκριμένα, κατά την υποβολή του αιτήματός του αλλά και κατά τη συνέντευξη προς αξιολόγηση της ευαλωτότητας του,  ο Αιτητής δήλωσε ότι η ερωμένη του αναγκάστηκε από την οικογένειά της να παντρευτεί ένα πλούσιο άνδρα τον οποίο ουδέποτε αγάπησε, ενώ  ο εν λόγω άνδρας, γνωρίζοντας την ύπαρξη του Αιτητή και πίστευε πως η σύζυγός του ουδέποτε τον αγάπησε εξαιτίας του Αιτητή. Από τις εν λόγω δηλώσεις προκύπτει ότι η σχέση του Αιτητή με την ερωμένη του προϋπήρχε του γάμου της, γεγονός το οποίο όμως έρχεται σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς του Αιτητή κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, δια των οποίων ο Αιτητής προέβαλε αντιφατικά ότι γνώρισε την ερωμένη του ενώ η ίδια ήταν ήδη παντρεμένη χωρίς ωστόσο ο ίδιος να το γνωρίζει.

Ζητηθείς άλλωστε να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε εις γνώση του συζύγου της ερωμένης του ότι εκείνη διατηρούσε εξωσυζυγική σχέση με τον Αιτητή, ο τελευταίος αποκρίθηκε αντιφατικά ότι ο σύζυγος της ερωμένης του την υποπτευόταν και άρχισε να παρακολουθεί τις κινήσεις της, πλην όμως διαπίστωσε ότι η σύζυγός του τον απατούσε μόνο όταν εκείνη έλαβε ένα γραπτό μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο από τον Αιτητή. Δεδομένου λοιπόν ότι ο Αιτητής και η ερωμένη του φέρονται να παρακολουθούντο από το σύζυγο της δεύτερης, θα αναμενόταν ευλόγως η σχέση τους να περιέλθει εις γνώση του τελευταίου μέσω της εν λόγω παρακολούθησης και όχι μέσω ενός γραπτός μηνύματος στο κινητό τηλέφωνο, το οποίο ούτως ή άλλως, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή, ανέφερε απλά ότι ο Αιτητής χρειαζόταν βοήθεια για κάτι και δεν αναφερόταν σε κάποια άλλη πληροφορία που να παραπέμπει σε εξωσυζυγική σχέση.  

Ως προς τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε και την κατά δήλωση απαγωγή του, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνται συνοχής και σαφήνειας καθώς ο Αιτητής δήλωσε ότι  οι απειλές που δέχτηκε συνίστατο αποκλειστικά σε γραπτά μηνύματα στο κινητό του τηλέφωνο τα οποία έλαβε από άγνωστο αριθμό.

Σε σχέση δε με τη φερόμενη απαγωγή του, το αφήγημα που ο Αιτητής προέβαλε περί του ότι αφέθηκε ελεύθερος από τον σύζυγο της ερωμένης του πιθανότατα κατόπιν μεσολάβησης εκείνης, ότι ο ίδιος εξακολούθησε παρά την απαγωγή του να διατηρεί εξωσυζυγική σχέση με την ερωμένη του και ότι διέμεινε κρυμμένος για ένα χρόνο  στην οικία ενός φίλου του στην περιοχή Lufu στα σύνορα ΛΔΚ και Αγκόλας φοβούμενος το άτομο που προηγουμένως τον είχε αφήσει ελεύθερο, στερείται νοηματικής συνοχής και ευλογοφάνειας.

Ως δείκτης που αποδυναμώνει περαιτέρω την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού κρίνεται άλλωστε και η παράλειψη του Αιτητή να αναφερθεί στην υπό εξέταση απαγωγή τόσο κατά την υποβολή του αιτήματός του αλλά και  κατά τη διάρκεια της ελεύθερης αφήγησής του στην προφορική του συνέντευξη. Παρατηρώ ότι ο Αιτητής αναφέρθηκε στην εν λόγω απαγωγή σε προχωρημένο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και μόνο όταν ο λειτουργός τον ρώτησε πως κατάφερε να παραμείνει ασφαλής στη χώρα καταγωγής για ένα χρόνο μετά τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε αφού η σχέση του περιήλθε εις γνώση του συζύγου της ερωμένης του. Θα αναμενόταν ευλόγως από τον Αιτητή, δεδομένου ότι η υπό εξέταση απαγωγή φέρεται να αποτέλεσε την υλοποίηση των απειλών που εκείνος δήλωσε ότι δέχτηκε από το σύζυγο της ερωμένης του, να έχει αναφερθεί σε αυτή τόσο κατά την υποβολή του αιτήματός του και την ελεύθερή του αφήγησή του και όχι να την επικαλείται συμπληρωματικά (βλ. ερυθρό 40 1Χ, 2Χ διοικητικού φακέλου).

Βάσει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο υπό εξέταση ισχυρισμός στερείται εσωτερικής αξιοπιστίας κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό και ως εκ τούτου, λόγω και της προσωπικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών, ο ισχυρισμός κρίνεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος χωρίς να προκύπτει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο σχετικής έρευνας.

Εν πάσει περιπτώσει, παρατηρώ ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου διαδικασίας, η συνήγορος του Αιτητή, όχι μόνο δεν μπόρεσε να προσθέσει περαιτέρω στοιχεία και η πληροφορίες που να ενδυναμώνουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών του Αιτητή, αλλά προέβη και στην παράθεση ασαφών ισχυρισμών που αποδυναμώνουν περαιτέρω την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.  Ενδεικτικά, η συνήγορος του Αιτητή αναφέρει ότι ο τελευταίος επισύναψε σχέση με την ερωμένη του χωρίς να γνωρίζει ότι εκείνη ήταν παντρεμένη, ωστόσο ο εν λόγω ισχυρισμός έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις του Αιτητή κατά την υποβολή του αιτήματός του, τις οποίες μάλιστα επανέλαβε κατά την αξιολόγηση της ευαλωτότητας του στις 07/11/2021, όπου ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή η κοπέλα με την οποία ήδη διατηρούσε σχέση, αναγκάστηκε να παντρευτεί ένα άλλο άνδρα ο οποίος άρχισε να εκδιώκει τον Αιτητή (βλ. ερυθρό 21 διοικητικού φακέλου).

Παράλληλα, ουδέν στοιχείο παρέθεσε ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της παρούσας διαδικασίας που θα μπορούσε να ενδυναμώσει τους ισχυρισμούς του, η δε γραπτή του αγόρευση αναφέρεται αορίστως στον κίνδυνο που ενδέχεται να αντιμετωπίσει στη χώρα καταγωγής, ο οποίος όμως εδράζει από ισχυρισμό που απορρίφθηκε τόσο από τους Καθ’ ων η αίτηση, όσο και από το παρόν Δικαστήριο. Τα δε υπό ανάλυση νοηματικά κενά δεν καλύφθηκαν ούτε στο πλαίσιο της παρούσης διαδικασίας καίτοι ο Αιτητής εκπροσωπείται από συνήγορο και είχε τα δικονομικά μέσα προς τούτο.  

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι, σε κάθε περίπτωση,  σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία.  

Ως εκ τούτου, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε περί μη πλήρωσης των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος  καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, αφού από το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων δεν προέκυψαν ενδείξεις υφιστάμενης, συνεχόμενης, αληθούς, πραγματικής και έμπρακτης  στοχοποίησής του Αιτητή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ελλείψει οιασδήποτε πράξης παρελθούσας δίωξης του Αιτητή, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική µεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ.C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην Meki Elgafaji and Noor Elgafaji vStaatssecretaris van Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας»[1] ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής[2].

Εν προκειμένω, σε σχέση με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και κατ' επέκταση ευλόγως αναμενόμενο προορισμό του σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, ήτοι την πόλη Kinshasa, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας.

Εκ της διεξαχθείσας έρευνας ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της ΛΔΚ  καθώς εκεί δραστηριοποιούνται ένοπλες ομάδες και καταγράφεται διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων[3]. Σε σχέση με την πόλη Kinshasa ωστόσο, δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων ή την ύπαρξη κάποιας ένοπλης σύγκρουσης. To δε International Crisis Group, σε έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 επιβεβαιώνει ότι ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά είτε στην πόλη Kinshasa ή στην ομώνυμη περιφέρεια [4].Αναλύοντας άλλωστε τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 23/02/2023 έως 23/02/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 60 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 70 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 31 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (2 θάνατοι), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι) ενώ καταγράφηκαν και 52 περιστατικά που αποτελούσαν διαμαρτυρίες  εκ των οποίων όμως δεν προέκυψε κάποια απώλεια. Ούτε άλλωστε καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[5] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[6],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (70 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

Η κατάσταση γενικευμένης βίας θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαρκή, γενικά και παρατεταμένα επίπεδα βίας σε μια χώρα ή σε μια περιοχή. Δεν αρκεί για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης η διαπίστωση σποραδικών και μεμονωμένων περιστατικών τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων βίαιων επεισοδίων ούτε αυξημένης εγκληματικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της έννομης τάξης και των μέτρων για τη δημόσια ασφάλεια κάθε οργανωμένου κράτους.

Τα παραπάνω υποδηλώνουν στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και μέρος όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής,  δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά αμάχων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ. 

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει λοιπών όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε έπειτα από δέουσα, πλήρη και εξατομικευμένη έρευνα και αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης και των δηλώσεων που προέβαλε ο Αιτητής τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία. Συναφώς λοιπόν καταλήγω στην απόρριψη του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας εκ των Καθ' ων η αίτηση ως επίσης και όλων λοιπών πλημμελώς προβαλλόμενων λόγων ακύρωσης που προβλήθηκαν αλυσιτελώς.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

 

 

Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 



[1] Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html, ): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115).»

[2] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf), [ημερ. πρόσβασης 01/03/2024].

[3] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερπρόσβασης 01/03/2024]

[4]International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo,  [ημερ. πρόσβασης 01/03/2024]

[5] Αccled, Kinshasa, reference period 23/02/2023 - 23/02/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 01/03/2025]

[6] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερπρόσβασης 26/01/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο