ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 1852/22

 

05 Μαρτίου, 2024

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

   Ν.Κ.Ν

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.

Α. Δημητρίου (κος), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

Μ.Σταύρου (κα.) για πιστή μετάφραση από την γαλλική στην ελληνική και αντιστρόφως 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ’ων η αίτηση ημερομηνίας 14.03.2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 14.03.2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικας πολίτης Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό. Στις 24.06.2021 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 17.02.2022 έλαβε χώρα συνέντευξη του Αιτητή από Αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 01.03.2022 ο Αρμόδιος Λειτουργός ετοίμασε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στη συνέχεια, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή στις 08.03.2022. Στις 14.03.2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 14/03/2022. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Στο δικόγραφο της προσφυγής του αιτητή δεν καταγράφονται νομικοί λόγοι και δεν υπάρχει έκθεση γεγονότων. Στην ιδιόχειρη αίτηση προσφυγής του ο Αιτητής αναφέρει ότι προσφεύγει κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία δεν έλαβε υπόψη ότι κινδυνεύει η ζωή του στη χώρα του σε περίπτωση επιστροφής του λόγω προσωπικών διαφορών με τον αρχηγό της οικογένειας του.

Ο Αιτητής μέσω της γραπτής του αγόρευσης την οποία υπέβαλε υπό την μορφή ένορκης δήλωσης επανέλαβε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του λόγω των περιουσιακών διαφορών με τον θείο του. Ισχυρίστηκε πως τα προβλήματα ξεκίνησαν μετά τον θάνατο των γονέων του, όταν ο θείος του από την πατρική του πλευρά πήρε την περιουσία τους και τους έδιωξε. Επανέλαβε πως ο θείος του από την μητρική του πλευρά τον συμβούλευσε να πάρει πίσω τον τίτλο ιδιοκτησίας και μια ημέρα εισέβαλε στο σπίτι του θείου του και πήρε πίσω τα έγγραφα. Εν συνεχεία, δήλωσε πως από εκείνη την στιγμή ο θείος του που έχει τον βαθμό του στρατηγού στο στρατό τον αναζητεί, τον συνέλαβε δύο φορές, την πρώτη φορά κατάφερε και διέφυγε ενώ την δεύτερη φορά τον απείλησαν πως εάν δεν έφερνε πίσω τα έγγραφα θα τον σκότωναν. Τέλος, δήλωσε πως ο θείος του από την πλευρά του πατέρα του ασκεί μαύρη μαγεία και εάν τον βρει θα τον σκοτώσει.

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η αίτηση υπεραμύνονται της επίδικης πράξης. Υποδεικνύουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού αξιολογήθηκαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και πως η επίδικη πράξη να είναι δεόντως αιτιολογημένη.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε  «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99). 

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Είναι χρήσιμο να παρατεθούν όλοι οι ισχυρισμοί που προέβαλε ο Αιτητής  σε όλα τα στάδια της διαδικασίας εξέτασης του αιτήματος του, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε εντός τον αρμοδιοτήτων της όπως αυτές οι αρμοδιότητες καθορίζονται από την σχετική νομοθεσία και έχουν επεξηγηθεί από τη σχετική νομολογία του Ανωτάτου, Διοικητικού και Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής συνιστά ενήλικο πρόσωπο με ιθαγένεια της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό. Κατά την καταγραφή του αιτήματός του για διεθνή προστασία, ο Αιτητής δήλωσε πως εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του επειδή δέχθηκε απειλές θανάτου από τον αρχηγό της οικογένειας του, τον στρατηγό Kulufa μετά τον θάνατο του πατέρα του το 2012 και μετά το θάνατο της μητέρας του στις 26 Μαΐου του 2012, η οικογένεια του συναντήθηκε για να πάρει την περιουσία του, όμως ο ίδιος είχε τους τίτλους ιδιοκτησίας και έτσι πούλησε το σπίτι. Μετά την πώληση του σπιτιού αυτοί άρχισαν να τον ψάχνουν και στις 5 Ιανουαρίου άγνωστα άτομα τον απήγαγαν τον χτύπησαν, τού έσπασαν ένα δόντι του και τον τραυμάτισαν στο αριστερό του χέρι. Εν συνεχεία ο Αιτητής δεν ήξερε τι να κάνει και πρόσθεσε πως φοβάται ότι θα τον σκοτώσουν.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του και σε σχέση με τα προσωπικά  του στοιχεία, δήλωσε πως γεννήθηκε στην Kinshasa όπου διέμενε μέχρι να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Είναι άγαμος, πατέρας ενός τέκνου το οποίο βρίσκεται στην Kinshasa με την μητέρα του και δεν το έχει αναγνωρίσει. Δήλωσε πως εργαζόταν στην χώρα καταγωγής του σε part-time εργασίες. Αναφορικά με το εκπαιδευτικό του υπόβαθρο δήλωσε πως ολοκλήρωσε το γυμνάσιο σε ηλικία 16 ετών. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια δήλωσε πως αποτελείται από την μικρότερη αδελφή του, η μητέρα του απεβίωσε στις 12 Μαΐου 2012 και ο πατέρας του κάποιο διάστημα νωρίτερα από τον θάνατο της μητέρας του. Η αδελφή του δήλωσε ότι διαμένει με την θεία του στην Κινσάσα και ο ίδιος μετά το θάνατο των γονέων του διέμεινε σε φίλους του.  Αναχώρησε από την χώρα καταγωγής του νόμιμα με την χρήση διαβατηρίου και το ταξίδι του χρηματοδοτήθηκε από χρήματα που του έδωσε ο θείος του από την πώληση της οικίας τους.

Ο Αιτητής δήλωσε πως μετά τον θάνατο του πατέρα του το 2012 η οικογένεια συγκεντρώθηκε για να μοιρασθεί την περιουσία του ανωτέρω. Ο αρχηγός της οικογένειας, ο θείος του πατέρα του, μετά την κηδεία αυτού πήρε όλους τους τίτλους ιδιοκτησίας της περιουσίας του πατέρα του. Ο Αιτητής δήλωσε πως με την βοήθεια ενός άλλου θείου του από την μητρική πλευρά έκλεψαν τους ανωτέρω τίτλους ιδιοκτησίας της οικίας του πατέρα του και εν συνεχεία, το πούλησαν. Όταν το έμαθε αυτό ο θείος του τον απήγαγε  στις 05/03/2019, τον μετέφερε σε έναν μέρος που δεν γνώριζε ο Αιτητής, τον χτύπησε, τον μαχαίρωσε και τον απείλησε πως θα τον σκοτώσει και στην συνέχεια τον επέστρεψε πίσω. Μετά από αυτό το περιστατικό ο Αιτητής πήγε να κρυφτεί στο σπίτι ενός φίλου του μακριά από το κέντρο της Κινσάσα όπου διέμεινε για 3 έτη χωρίς να εντοπισθεί ή να ενοχληθεί από τον θείο του από την πατρική του πλευρά. Ερωτηθείς για ποιο λόγο τον αναζητούσαν ο Αιτητής δήλωσε πως ήθελαν να μάθουν που βρίσκεται ο θείος του,  τον οποίο βοήθησε να πουλήσει το σπίτι. Ο θείος του που τον βοήθησε να πουλήσει την οικία του δήλωσε πως διέφυγε στην Αγκόλα. Δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία επειδή ο θείος του ήταν αρχηγός της αστυνομίας.

Ερωτηθείς τι πιστεύει ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε πως φοβάται μήπως τον βλάψουν. Πρόσθεσε ότι δεν θα μπορούσε να διαμείνει κάπου αλλού μέσα στην χώρα καταγωγής του καθώς δεν έχει υποστηρικτικό δίκτυο και είναι ριψοκίνδυνο.

Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, οι Καθ' ων η Αίτηση σχημάτισαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αφορά την χώρα καταγωγής και περιοχή τελευταίας διαμονής του Αιτητή εκεί (ΛΔΚ, Kinshasa) και ο δεύτερος αφορά τον φόβο δίωξης του Αιτητή από τον θείο του πατέρα του, λόγω του ότι βοήθησε τον θείο του να πουλήσει την περιουσία του πατέρα του.

Ο πρώτος ισχυρισμός του Αιτητή έγινε αποδεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος, ενώ ο δεύτερος ισχυρισμός του έτυχε απόρριψης. Ειδικότερα, κρίθηκε πως οι δηλώσεις του Αιτητή στερούνταν λεπτομερειών, συνέπειας και ακρίβειας. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει ακριβείς και επαρκείς πληροφορίες σε σημαντικά περιστατικά. Συγκεκριμένα δεν γνώριζε πότε ο θείος του πώλησε το σπίτι τους αλλά και να προσδιορίσει μετά από πόσο χρόνο από τον θάνατο του πατέρα του έλαβε χώρα η πώληση της οικίας τους. Ούτε ήταν σε να εξηγήσει με πειστικότητα για ποιο λόγο ενώ ο πατέρας του απεβίωσε το 2012 αυτοί ωστόσο τον απήγαγαν και τον χτύπησαν το 2019 με τον Αιτητή να αποκρίνεται ασαφώς πως βρισκόταν μακριά από την Κινσάσα και δεν μπορούσαν να τον εντοπίσουν νωρίτερα. Επίσης, ως μη ευλογοφανής κρίθηκε ο ισχυρισμός του πως ενώ τον έψαχναν παντού δεν εντοπίστηκε επειδή το σπίτι του φίλου του όπου κρυβόταν για 3 έτη ήταν  μακριά από το κέντρο της Κινσάσα. Κρίθηκε, επίσης, πως ο Αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις καθώς σε ένα σημείο της συνέντευξης του ανέφερε πως ο θείος του τον καταδιώκει επειδή του έκλεψε τους τίτλους ιδιοκτησίας ενώ σε άλλο σημείο ανέφερε πως τον αναζητούν επειδή θέλουν να μάθουν που βρίσκεται ο θείος του που τον βοήθησε να πουλήσει την οικία του.  Περαιτέρω, επισημάνθηκε από την αρμόδια λειτουργό πως ο Αιτητής συνέδεσε το μη δυνατό της μετεγκατάστασης του σε άλλη περιοχή εντός της χώρας καταγωγής του με την έλλειψη υποστηρικτικού δικτύου εκεί και όχι με την  κατ’ ισχυρισμό δίωξη του από τον θείο του.  Τέλος, η αρμόδια λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής ήτο αντιφατικός ως προς τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο απεβίωσε ο πατέρας του αλλά και ως προς το χρόνο κατά τον οποίο ο ίδιος απήχθη από τον θείο του πατέρα του και αρχηγό της οικογένειας του. Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του ως άνω ισχυρισμού του, κρίθηκε από την αρμόδια λειτουργό πως όσα δήλωσε ο Αιτητής κατά την συνέντευξη του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη της αίτησης του και ως εκ τούτου δεν συντρέχουν λόγοι διασταύρωσης αυτών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την χώρα καταγωγής του Αιτητή.

Ακολούθως, η αρμόδια λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου στη βάση του ισχυρισμού που έγινε αποδεκτός (χώρα καταγωγής και περιοχής συνήθους διαμονής του Αιτητή εκεί) καταλήγοντας πως, επί τη βάσει πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σχετικά την κατάσταση ασφαλείας στην χώρα καταγωγής του Αιτητή (Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, Kinshasa), δεν συντρέχει εύλογη πιθανότητα o Αιτητής να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του εκεί.  Προχωρώντας εν συνεχεία στη νομική ανάλυση, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για έναν από τους λόγους που αναφέρονται περιοριστικά στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Περαιτέρω, κατέληξε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις ούτε για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι ο Αιτητής δεν χρήζει την προστασία που προβλέπεται στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Αναφορικά με τον κύριο ισχυρισμό του Αιτητή περί της ισχυριζόμενης δίωξης από το θείο του πατέρα του, λόγω του ότι βοήθησε τον θείο του από την μητρική του πλευρά να πουλήσει την περιουσία του πατέρα του, παρατηρώ πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να θεμελιώσει αυτόν με επάρκεια πληροφοριών, συνάφεια και συνεκτικότητα[1] ενώ εξέλειπε το βιωματικό στοιχείο από τις περιγραφές του σχετικά με την περιουσιακή διαφορά που είχε με τον θείο του, όπως επίσης, πότε και πώς κατέλειψε η περιουσία στην κατοχή του θείου του μετά τον θάνατο του πατέρα, περιγραφή της περιουσίας, τις απειλές και την συχνότητα των απειλών, όπως επίσης και σχετικά με το περιστατικό της απαγωγής και ξυλοδαρμού του από τον θείο του από την πατρική του πλευρά.Περαιτέρω, ως ορθά διεπίστωσαν οι Καθ’ων η αίτηση ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει χρονικά τον θάνατο του πατέρα του υποπίπτοντας σε αντιφάσεις, πληροφορία που θα αναμένονταν να γνωρίζει αφ’ ης στιγμής μετά τον θάνατο αυτού ξεκίνησαν για τον ίδιο τα προβλήματα με την περιουσία του πατέρα του, τα οποία τον οδήγησαν εν τέλει να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του. Ομοίως αντιφατικός υπήρξε ως προς την ημερομηνία κατά την οποία ως δήλωσε απήχθη από τον θείο του, με τον Αιτητή να αναφέρει κατά την συνέντευξη του έτερη ημερομηνία από αυτήν που δήλωσε κατά  την υποβολή της αίτησης του για διεθνή προστασία, ενώ ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει την ανωτέρω απόκλιση όταν αυτή υπεδείχθη σε αυτόν από την αρμόδια λειτουργό.

Ούτε ήταν σε θέση να αποκριθεί με συγκεκριμένο και επαρκή τρόπο σε ουσιώδεις πληροφορίες όπως περί της ημερομηνίας κατά την οποία πουλήθηκε η οικία του, περί της ηλικίας του θείου του που τον βοήθησε να πουλήσει το σπίτι αλλά και να προσδιορίσει πόσο χρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του έλαβε χώρα η πώληση της επίμαχης οικίας. Έλλειψη ευλογοφάνειας και πειστικότητας παρουσιάζουν, ακόμη, οι αποκρίσεις του Αιτητή όταν κλήθηκε να επεξηγήσει πως κατάφερε να διαμείνει περί τα τρία έτη στην Κινσάσα χωρίς να δεχθεί κάποια βλάβη/ενόχληση από τον θείο του ενώ ως δήλωσε αυτός τον έψαχνε παντού και ήθελε να τον βλάψει, ενώ δεν καθίσταται σαφές από τις δηλώσεις του ο λόγος για τον οποίο αναζητείται από τον ανωτέρω άνδρα, με τον Αιτητή να παρουσιάζει δύο διαφορετικές εκδοχές (Βλ.Ερ.23 7χ δ.φ., Ερ.24 1χ. δ.φ.).

Αλλά και κατά την επ’ακροατηρίω διαδικασία ο Αιτητής ήταν αόριστος και γενικόλογος όταν κλήθηκε να σκιαγραφήσει τους δύο θείους του, αυτόν που τον διώκει ως ισχυρίζεται αλλά και τον θείο του που τον βοήθησε να πουλήσει την οικία του, ενώ υπήρξε αντιφατικός όταν κλήθηκε από το Δικαστήριο να αποκριθεί εάν απευθύνθηκε στην αστυνομία για την ισχυριζόμενη απαγωγή του από τον θείο του, αλλά και σε αντιφάσεις υπέπεσε σχετικά με την θέση (αξίωμα) του θείου του και το όνομα αυτού,  με τον Αιτητή να αναφέρει πως ο θείος του ήταν στρατηγός ενώ κατά την συνέντευξη του δήλωσε πως είναι αρχηγός της αστυνομίας.

Επισημαίνεται πως ακόμη και αν υποτεθεί πως ο  Αιτητής αναζητείται από τον ανωτέρω άνδρα καίτοι έχει ήδη κριθεί ως αναξιόπιστος ο ανωτέρω ισχυρισμός, ο Αιτητής  διέμεινε περί τα τρία έτη στο σπίτι του φίλου του εντός της Κινσάσα χωρίς να δεχθεί την οιανδήποτε ενόχληση ή απειλή από τον ισχυριζόμενο διώκτη του.

Τονίζεται πως το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 προνοεί ότι «εναπόκειται στον Αιτητή να τεκμηριώσει την αίτηση διεθνούς προστασίας», χωρίς να απαιτείται να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Ο Αιτητής έχει την ευθύνη να εκθέσει με την αίτησή του αλλά και μέσα από την ενώπιον της αρμόδιας αρχής συνέντευξη του ακόμα και ενώπιον του Δικαστηρίου, με την ορθή δικονομική διαδικασία, με στοιχειώδη σαφήνεια, τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά τα οποία του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικό, δικαιολογημένο φόβο δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής οφείλει να επικαλεστεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το υποβληθέν αίτημά του για διεθνή προστασία και αρμόδιο όργανο εξετάζοντας την αίτηση του Αιτητή, οφείλει να λάβει υπόψη του κάθε σχετικό με την υπόθεση γεγονός. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί της προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).  Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο αιτών, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτών. 

Ως προς την αξιοπιστία του Αιτητή σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση  και θα καταλήξει με απόλυτη  βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία  έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο  κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση  JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53. Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». »).

Ξεκάθαρά, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξης του ήτοι λόγω του φόβου δίωξής του από τον θείο του λόγω περιουσιακών διαφορών ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ.  απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Με βάση τα ενώπιόν μου δεδομένα, συντάσσομαι με το εύρημα των Καθ'ων η αίτηση περί αναξιοπιστίας του δεύτερου ουσιώδους ισχυρισμού. Ως προς το δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό που επικαλέστηκε ό Αιτητής ως αιτία για την οποία εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και όπως προκύπτει από τον διοικητικό φάκελό παρατηρώ ότι αυτός δεν απάντησε με σαφήνεια, αμεσότητα, συνοχή και πλήθος λεπτομερειών σε  όλες τις ερωτήσεις που τέθηκαν σε αυτόν από τον αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, οι δε απαντήσεις του  είναι γενικόλογες, ενώ διέποντας από λογικά κενά και ουσιώδεις αντιφάσεις και ως εκ τούτου ορθώς είχε κριθεί αναξιόπιστος. Ως εκ της ανωτέρω ανάλυσης, κρίνω πως ο Αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τον ανωτέρω ισχυρισμό του ως ορθά κατέληξαν οι Καθ΄ών η αίτηση  περί της ισχυριζόμενης δίωξης του από τον θείο του από την πατρική του πλευρά. 

Ούτε στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου από τον θείο του ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Σε κάθε περίπτωση και λαμβάνοντας υπόψιν το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, κρίνω ότι οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν τους ουσιώδεις ισχυρισμούς του Αιτητή (αξιολόγηση αξιοπιστίας) και βάσει αυτών που έγιναν τελικά αποδεκτοί,  έκριναν στη συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (αξιολόγηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή περί δίωξής του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που έδωσε.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Η αρμόδια λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με τον αιτούντα κατά το στάδιο προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής[2]. Παράλληλα, οι Καθ' ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις του Αιτητή συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές του περιστάσεις [άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000]. Επί των όσων ανέφερε ο Αιτητής, εύλογα παρατηρούνται  ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενά του που  άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία του αιτούντος στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου υπόψιν ότι ορθώς  η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση του Αιτητή δεν έγιναν αποδεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή. Συνεπώς, οι ισχυρισμοί του Αιτητή που έγιναν αποδεκτοί από την Αρμόδια Λειτουργό, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία και ο τόπος καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν σχετίζονται με τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλης σύγκρουσης  ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων.

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CFDN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43)

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011), αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τελευταίου τόπου διαμονής του Αιτητή, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές στην Kinshasa, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Όσον αφορά την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή, πρόσφατες πηγές αναφέρουν πως η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της Λ.Δ. του Κονγκό με παραπάνω από 100 ένοπλες ομάδες να είναι ακόμη ενεργές στις ανατολικές επαρχίες Ituri, North Kivu, South Kivu, και Tanganyika και με περιστατικά διακοινοτικής βίας να λαμβάνουν χώρα στην δυτική περιοχή Mai-Ndombe[3]. Παρόλη την βία και τις συνθήκες ανασφάλειας που επικρατούν στις ανατολικές περιοχές της χώρας, στην επαρχία Kinshasa βρέθηκε πως δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς [4].

Για την πληρότητα της έρευνας θα παρατεθούν και αριθμητικά δεδομένα από τη βάση δεδομένων ACLED. Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτά τα δεδομένα  αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinshasa, της οποίας η πόλη Kinshasa αποτελεί πρωτεύουσα. Κατά την χρονική περίοδο 05/01/2023 έως 05/01/2024 στην  επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν 55 περιστατικά ασφαλείας τα οποία οδήγησαν σε 71 απώλειες, τα περισσότερα εξ αυτών αποδίδονται σε διαδηλώσεις/εξεγέρσεις(25 περιστατικά ασφαλείας), τα 23 εξ αυτών χαρακτηρίστηκαν ως  βία κατά αμάχων και τα 7 ως μάχες[5]Σε έτερο ενημερωτικό σημείωμα του ACLED το οποίο περιλαμβάνει τα περιστατικά που έλαβαν χώρα κατά το έτος 2022(στο σύνολο) στην ΛΔΚ αναφέρεται ότι στην επαρχία Kinshasa καταγράφηκαν 100 περιστατικά τα οποία οδήγησαν σε 20 θανάτους[6]. Επίσης,  η ευρύτερη περιοχή της Κinshasa αριθμεί περί τα 16,315,534 πληθυσμό[7].

Όπως παρατίθενται ανωτέρω, η κατάσταση ασφαλείας στις κεντρικές και στις περισσότερες δυτικές περιοχές της ΛΔΚ όπου υπάγεται η Kinshasa, ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, είναι σχετικά πιο ήρεμη και σταθερή, ενώ προκύπτει από τις ως άνω παρατεθείσες πληροφορίες πως οι εχθροπραξίες περιορίζονται στο ανατολικό τμήμα της χώρας. Ως εκ τούτου, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94  Elgafaji, σκέψη 43]. 

Ούτε παρατηρώ κάποιον παράγοντα επίτασης κινδύνου του Αιτητή βάσει του ατομικού του προφίλ, ως ορθά έκριναν και οι Καθ’ων η αίτηση, καθώς ο Αιτητής επρόκειτο για έναν ενήλικα άνδρα, υγιή, με ένα σχετικά μέτριο μορφωτικό επίπεδο, ικανό προς εργασία, χωρίς να έχει προηγούμενη ανάμειξη/συμμετοχή σε οιανδήποτε πολιτική ομάδα και χωρίς να έχει τεκμηριωθεί προηγούμενη δίωξη του Αιτητή, αλλά και με καλή γνώση και εξοικείωση της περιοχής συνήθους διαμονής του εκεί.

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου].

Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Επομένως ορθά και η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε με την απόφαση  του, ότι στην περίπτωση του Αιτητή, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτήν το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800  υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Δ.ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Π



[1] Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System Judicial analysis Second edition, EUAA https://euaa.europa.eu/publications/judicial-analysis-evidence-and-credibility-context-common-european-asylum-system[τελευταία ημερομηνία πρόσβασης: 25.02.2024], σ. 120-134.

[2] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[3] HRW – Human Rights Watch (Author): World Report 2024 - Democratic Republic of Congo, 11 January 2024
https://www.ecoi.net/en/document/2103189.html, AI – Amnesty International (Author): Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Democratic Republic Of The Congo 2022, 27 March 2023
https://www.ecoi.net/en/document/2089471.html, UN Security Council (Author): Midterm report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2023/990], 30 December 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2103043/N2336437.pdf  (ημερομηνία πρόσβασης 15/02/2024)

[4] λενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th#:~:text=the%20Congo%20(CODECO)-,DRC%3A%20A%20New%20Conflict%20in%20Ituri%20involving%20the%20Cooperative,Development%20of%20the%20Congo%20(CODECO)&text=The%20Democratic%20Republic%20of%20Congo,in%20Ituri%2C%20Kasai%20and%20Kivu.  UN Security Council (Author): Final report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2023/431], 13 June 2023, https://www.ecoi.net/en/file/local/2094036/N2312380.pdf , UN Security Council (Author): Final report of the Group of Experts on the Democratic Republic of the Congo [S/2022/479], 14 June 2022
https://www.ecoi.net/en/file/local/2074508/N2233870.pdf(ημερομηνία πρόσβασης 15/02/2024)

[5] Προσαρμοσμένη έρευνα στη βάση δεδομένων ACCLED, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard) (ημερομηνία πρόσβασης 25/02/2024)

[6] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation (Author): DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, YEAR 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2090468/2022yDemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία πρόσβασης 25/02/2024)

[7] https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (ημερομηνία πρόσβασης 25/02/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο