ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση αρ. 1910/23

 

 

29 Μαρτίου  2024

 

Β. ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥΔ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

H.   M. A.

Αιτητής

                                                     Και

                   Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                       Καθ' ων η αίτηση

  

Γ. Βασιλόπουλος (κος), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Δ. Κυπριανίδου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 3/2/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 8/6/23 και με την οποία τον πληροφορούν ότι το αίτημα του για διεθνή προστασία ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου απορρίπτεται και αποφασίστηκε η επιστροφή του, στην χώρα καταγωγής. Η αίτηση του απορρίφθηκε καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου και ότι ο Αιτητής δεν απέδειξε οποιονδήποτε λόγο για να της παραχωρηθεί το καθεστώς πρόσφυγα ή τη συμπληρωματικής προστασίας.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Σύμφωνα με τα στοιχεία του φακέλου, ο Αιτητής, υπήκοος Σομαλίας,  αφίχθηκε παράτυπα στην Κυπριακή Δημοκρατία μέσω των μη ελεγχόμενων από τη Δημοκρατία περιοχών, και στις 2/11/2021 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας. Στις 7/10/2022 και 20/12/2022 διεξήχθη η πρώτη και η συμπληρωματική συνέντευξη αντιστοίχως στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (εφ' εξής «Ε.Υ.Υ.Α.»), ο οποίος ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας στις 10/01/2023. Στις 03/02/2023, ο εξουσιοδοτημένος από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την έκθεση και εισήγηση σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Στις 6/6/2023, ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη της αίτησης και αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 8/6/2023 και του εξηγήθηκε το περιεχόμενο με την βοήθεια διερμηνέα, σε γλώσσα κατανοητή από τον ίδιο.

Ακολούθως, ο Αιτητής προχώρησε στην αυτοπρόσωπη καταχώρηση της παρούσας προσφυγής στις 20/6/2023 και εν συνεχεία διόρισε συνήγορο για να τον εκπροσωπήσει.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ 

 

Κατά την καταχώρηση της προσφυγής, ο Αιτητής, ο οποίος δεν εκπροσωπείτο από δικηγόρο, δεν προέβαλε κανένα νομικό ισχυρισμό εναντίον της επίμαχης απόφασης απόρριψης του αιτήματος του για διεθνή προστασία. Σημείωσε δε, ότι επιθυμεί να καταχωρήσει προσφυγή εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου διότι η ζωή του βρίσκεται σε κίνδυνο από μέλη της Al Shabaab, η οποία δολοφόνησε τον πατέρα του κατά διάρκεια μιας επίθεσης.

Έπειτα από τον διορισμό του κου. Γεώργιου Βασιλόπουλου ως δικηγόρο του Αιτητή στις 18/9/2023, καταχωρήθηκε στις 2/10/2023 αίτημα δια κλήσεως, μέσω του οποίου ο Αιτητής δια του συνηγόρου του, αιτείτο διάταγμα του δικαστηρίου που να επιτρέπει την τροποποίηση του αιτητικού της προσφυγής. Το Δικαστήριο ενέκρινε το αίτημα του Αιτητή στις 4/10/2023, και η τροποποιημένη προσφυγή καταχωρήθηκε  στις 16/10/2023. Κατά την τροποποιημένη προσφυγή, ο Αιτητής προβάλλει γενικά δια του συνηγόρου του, πλείονες λόγους ακυρώσεως.

O Αιτητής δια της γραπτής αγόρευσης του συνηγόρου του, βάλλει κατά της προσβαλλόμενης για τους κάτωθι λόγους: 1) Έλλειψη δέουσας έρευνας και απουσία επαρκούς αιτιολογίας, 2) παράλειψη εξέτασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου των προϋποθέσεων παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, 3) παραβίαση των αρχών που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, και 4) πλάνη περί το Νόμο, ως προς την έκδοση απόφασης επιστροφής.

Οι Καθ' ων η αίτηση, με τη Γραπτή τους Αγόρευση, διατείνονται ότι οι λόγοι ακύρωσης εγείρονται κατά παράβαση του Κανονισμού 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962 και αιτούνται όπως να μην ληφθούν υπόψη, λόγω αοριστίας. Επικουρικώς δε υποβάλλουν ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και Κανονισμών, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, σύμφωνα με τις γενικές αρχές διοικητικού δικαίου και είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

Με την από 22/1/2024 Απαντητική του Γραπτή Αγόρευση, ο Αιτητής δια του συνηγόρου του, επικαλείται παραβίαση της ορθής ή και νόμιμης διαδικασία της επίδικης, λόγω ανεπαρκούς αιτιολόγησης στη Γραπτή Αγόρευση των Καθ’ ων η αίτηση. Επίσης, αιτείται να μην ληφθούν υπόψη οι σελίδες 8 έως 24 της Γραπτής Αγόρευσης των Καθ’ ων, λόγω της εκ μέρους της επίκλησης του άρθρου 7 του Κανονισμού, ενώ επικουρικά ζητά την απόρριψη των ισχυρισμών των Καθ’ ων ως αόριστοι.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.

 

Η αναφορά, για παράδειγμα, ότι «Η απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε χωρίς την δέουσα έρευνα» (το ίδιο αοριστόλογοι είναι και οι υπόλοιποι λόγοι ακύρωσης), δεν εξηγεί καθόλου, ούτε παραπέμπει σε συγκεκριμένα κατ' ισχυρισμόν δεδομένα που οδήγησαν σε μη έρευνα, ή σε πλάνη, ή καταπάτηση των αρχών της ίσης μεταχείρισης κλπ.

 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

 

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

 

Ο συνήγορος του Αιτητή παραθέτει γενικά και αόριστα τα νομικά σημεία στην προσφυγή και επικαλείται παραβιάσεις του Συντάγματος, του περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου χωρίς ωστόσο την παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά επίσης ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης.

 

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

 

Σχετική είναι και η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4. «Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρότητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κάποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγόμενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

 

Είναι  ευδιάκριτο ότι οι νομικοί ισχυρισμοί του Αιτητή είναι με γενικότητα που προβάλλονται τόσο στο δικόγραφο της προσφυγής του όσο και με την γραπτή αγόρευση του .Ελλείπει η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. Αναπαράγει  στην ουσία τους λόγους ακύρωσης στην παρούσα  προσφυγή χωρίς να αναπτύσσει ή να τεκμηριώσει, ή να στοιχειοθετεί και  να αποδεικνύει  οποιοδήποτε λόγο ακύρωσης. Η προσφυγή θα μπορούσε να απορριφθεί για τους πιο πάνω διαδικαστικούς λόγους οι οποίοι αντανακλούν βεβαίως και επί της ουσίας.

 

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 :

«Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

 

Η αγόρευση συνιστά το μέσο ανάπτυξης της επιχειρηματολογίας  που στην παρούσα δεν προκύπτει. Είναι δε εμφανές ότι η συνήγορος του Αιτητή επαναλαμβάνει τα νομικά σημεία όπως αυτά καταγράφονται στο δικόγραφο της προσφυγής τα οποία ωστόσο δεν αιτιολογούνται.

 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση και το δικαστήριο δεν θα αναφερθεί περαιτέρω στους νομικούς ισχυρισμούς που είτε δεν δικογραφούνται είτε κακογραφούνται κατά παράβαση του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962.

Κατ’ αρχάς και σε σχέση με ζητήματα διαδικαστικών εγγυήσεων που εγείρονται από το συνήγορο του Αιτητή λεκτέα τα ακόλουθα.  Όσον αφορά τις αιτιάσεις του Αιτητή, περί έλλειψης προσόντων του διερμηνέα, παρατηρώ πρωτίστως ότι ο εν λόγω ισχυρισμός προβάλλεται αορίστως. Τούτο δε, διότι ούτε διαφαίνεται από τη συνέντευξη, αλλά ούτε επικαλείται ο ίδιος ειδικώς τη βλάβη που του προξενήθηκε και τον τρόπο με τον οποίο επηρέασε τη διαδικασία. Ακόμη δε, και παρά την αοριστία του εν λόγω ισχυρισμού σημειώνεται ότι όπως διαπιστώνω από το φάκελο, ο Αιτητής ρωτήθηκε κατά πόσο κατανοούσε τον διερμηνέα, συμφώνησε με το περιεχόμενο της συνέντευξης του και υπέγραψε τα πρακτικά της συνέντευξης, ενώ μάλιστα όταν του αναγνώστηκε η συνέντευξη ο ίδιος δεν έθεσε κάποια αμφισβήτηση.

Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 13 Α (9)(γ) η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον Αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε να επιλέγει διερμηνέα ικανό να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του Αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη. Η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο Αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα, την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια. Δεν έχω διαπιστώσει να μην έχει μεριμνήσει η Υπηρεσία στην περίπτωση του Αιτητή σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Νόμου.

Με δεδομένα τα ως άνω, σημειώνεται ότι οι γενικοί ισχυρισμοί περί μη κατοχής των απαιτούμενων προσόντων από τον μεταφραστή της υπόθεσης, τη στιγμή που δεν προσκομίστηκε μαρτυρία επί του αντίθετου, το τεκμήριο κανονικότητας της διαδικασίας δεν έχει ανατραπεί [βλ. Κόκκινου ν. Δημοκρατίας (1999) 4 ΑΑΔ 263 και Kousoulides & Others v. Republic (1967) 3 C.L.R. 438].

 

Περαιτέρω, σχετικά με τις αιτιάσεις του συνηγόρου του Αιτητή περί περιορισμένου χρόνου στη συνέντευξη, παρατηρώ ότι ο οικείος νόμος, , δεν προβλέπει προκαθορισμένη χρονική διάρκεια για την διενέργεια της συνέντευξης, αλλά το κρίσιμο είναι να δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να παραθέσει τον πυρήνα του αιτήματός του για άσυλο και τις περιστάσεις που το περιβάλουν. Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν καταδεικνύει πώς ζημιώθηκε από την κατ΄ ισχυρισμό βραχυχρόνια συνέντευξη, καθώς, μεταξύ άλλων, δεν επεξηγεί τι περαιτέρω επιθυμούσε να αναφέρει και δεν το έπραξε εξαιτίας αυτού του δεδομένου. Συνεπώς, φρονώ πως το χρονικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διενεργήθηκε η συνέντευξη, ήταν ικανοποιητικό υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης (Βλ. σχετικά Προσφυγή αρ. 1673/2020, Edward Eskandaz v. Α.Α.Π., ημερ. 04.07.2013 καθώς και υπόθεση αρ. 1674/2011, Noel De Silva ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω A.A.Π. κ.α., ημερ.07.02.2014).

 

Αναφορικά με το ισχυρισμό της συνηγόρου του Αιτητή περί έλλειψης δέουσας έρευνας έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97, A.Ε.2371,Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

 

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Περαιτέρω όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Avra Georghiou Knai ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90)».

 

Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε κανένα βάσιμο φόβο δίωξης, ο οποίος σύμφωνα με το Άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου πρέπει να συντρέχει από κυβερνητικά ή μη κυβερνητικά όργανα δίωξης.

 

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

 

Περαιτέρω, κρίνεται σκόπιμο στο στάδιο αυτό να καταγραφούν οι ισχυρισμοί που πρόβαλε o Αιτητής στα πλαίσια της εξέτασης του αιτήματός του για διεθνή προστασία από την Υπηρεσία Ασύλου.

Σύμφωνα με τα στοιχεία στον φάκελο του Αιτητή, αυτός είναι ενήλικας από τη Σομαλία. Κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγή του εξαιτίας των τρομοκρατικών επιθέσεων, που είχαν ως συνέπεια τη δολοφονία του πατέρα του, τις απειλές που δέχτηκε καθώς και την διακριτική μεταχείριση εις βάρος τους. Επίσης αναφέρθηκε στις διαρκείς μάχες που συντελούνται. 

Κατά την διάρκεια της συνέντευξης του, ο Αιτητής δήλωσε ότι κατάγεται από το Mogadishu της Σομαλίας, όπου έζησε όλη του τη ζωή. Φυλετικής καταγωγής Digil iyo Mirifle, σουνίτης μουσουλμάνος, με μητρική γλώσσα τα Somali, απόφοιτος βασικής εκπαίδευσης, άγαμος, άτεκνος και υγιής. Η πατρική του οικογένεια αποτελείται από τη μητέρα του, που διαμένει στο Mogadishu, και 3 αδέρφια, διαμένοντες στη Σομαλία, Μπαγκλαντές και Δημοκρατία αντιστοίχως. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε την 1η/2/2017, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω. Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του αεροπορικώς στις 14/9/2021.

 

Ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής αναφέρθηκε στη στοχοποίηση του από την τρομοκρατική οργάνωση Al – Shabaab, λόγω της έρευνας γύρω από τη δολοφονία του πατέρα του. Πιο συγκεκριμένα, δήλωσε ότι μετά τη δολοφονία του πατέρα του, το Φεβρουάριο του 2017, τα μέλη της φυλής του όρισαν νέο αρχηγό, ο οποίος το 2021 ανέθεσε στον ίδιο και τρίτο πρόσωπο ονόματι Mohammad Aden Ali, να ανακαλύψουν τον υπαίτιο της δολοφονίας. Στις 8/9/2021, και ενώ ήταν προγραμματισμένη η συνάντηση μεταξύ του τελευταίου και της οικογένειας του αιτητή, για να συζητήσουν σχετικά με τη δολοφονία του πατέρα του, ο Mohammad Aden Ali δολοφονήθηκε μπροστά από ένα τζαμί, ενώ δύο ημέρες αργότερα ο αιτητής δέχτηκε επίθεση στην οικεία του, που είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό του ιδίου και του αδερφού του. Έκτοτε δέχονταν απειλές, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν τη χώρα τους.

Ερωτηθείς σχετικά με τη δολοφονία του πατέρα του, δήλωσε ότι δολοφονήθηκε την 1η/2/2017, λίγο πριν τις εκλογές, από μέλη της Al -Shabaab, κατά την έξοδο του από το τζαμί Al Taqwa, της περιοχής Derkinley, εντός του οποίου βρίσκονταν ο Αιτητής. Σχετικά με τους θύτες δήλωσε ότι ήταν κάποιοι άντρες της Al-Shabaab, αγνώστου αριθμού, ενώ όταν του ζητήθηκε να τους περιγράψει δήλωσε άγνοια, δεδομένου ότι δεν ήταν παρών. Ερωτηθείς για τον τρόπο που γνώριζε ότι επρόκειτο για μέλη της Al-Shabaab, αρχικά δήλωσε ότι αυτοί σκοτώνουν ανθρώπους και εν συνεχεία ότι το πληροφορήθηκε από ανακοίνωση που εξέδωσε στο ράδιο η ίδια η οργάνωση, κατά την οποία ανέλαβε την ευθύνη για τη δολοφονία προσώπου που ανήκει στην αντιπροσωπεία των 135. Ερωτηθείς αν αναφέρθηκε το όνομα του πατέρα του στην ανακοίνωση, απάντησε αρνητικά, ενώ σχετικά με την ακριβή ημερομηνία που άκουσε την ανακοίνωση, δήλωσε άγνοια. Ως προς τα αίτια της δολοφονίας, δήλωσε ότι αφορούσαν την ιδιότητα του πατέρα του, ως αντιπροσώπου των φυλών. Ερωτηθείς περαιτέρω για την ιδιότητα του πατέρα του, δήλωσε ότι δεν γνωρίζει τα καθήκοντα, το ρόλο και την εν γένει δράση του, λόγω της ηλικίας του, ενώ ερωτηθείς για τυχόν λοιπά δολοφονηθέντα μέλη των αντιπροσώπων, αναφέρθηκε σε ακόμα τέσσερα μέλη, χωρίς να μπορεί να αναφέρει περαιτέρω λεπτομέρειες. Όσον αφορά το πιστοποιητικό θανάτου που προσκόμισε στην Υπηρεσία, δήλωσε ότι ο ίδιος δεν γνωρίζει το περιεχόμενό του, καθώς δεν γνωρίζει αγγλικά, ότι εκδόθηκε ανήμερα της δολοφονίας του πατέρα του και ότι του το έστειλε ο αδερφός του μέσω ηλεκτρονικής αλληλογραφίας. Ερωτηθείς σχετικά με τον τρόπο που ο υπογράφων ιατρός γνώριζε τους υπαίτιους της δολοφονίας, δεδομένου ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του η Al-Shabaab ανέλαβε την ευθύνη μερικές ημέρες αργότερα, δήλωσε αρχικά ότι ο ίδιος και ο αδερφός του συνάντησαν τον γιατρό και στη συνέχεια ότι η Al-Shabaab έστελνε απειλές σε όσους γηραιότερους παρακολούθησαν το συνέδριο στη Daidhaba city. Ερωτηθείς περαιτέρω, πως αυτή η πληροφορία ήταν γνωστή στο γιατρό, δήλωσε ότι ο αδερφός του τον ενημέρωσε και εκείνος πήρε τη πρωτοβουλία να το γράψει.

 

Ως προς την έρευνα γύρω από τη δολοφονία του πατέρα του, δήλωσε ότι του ανατέθηκε τον Αύγουστο του 2021, από τον Mohammad Aden Ali ενώ ερωτηθείς σχετικά με τρόπο διεξαγωγής της, απάντησε ότι ο μόνος τρόπος ήταν να απευθυνθεί στην αστυνομία και να ζητήσει βοήθεια. Ερωτηθείς αν είχαν αναφέρει τη δολοφονία το 2017, απάντησε καταφατικά, δηλώνοντας ωστόσο, ότι δεν έλαβαν κάποια βοήθεια, ενώ ερωτηθείς σχετικά με τη διαφοροποίηση της κατάστασης το 2021, δήλωσε ότι μετά τη δολοφονία επιχείρησαν πολλές φορές να ζητήσουν βοήθεια από την αστυνομία, χωρίς κάποιο αποτέλεσμα. Εντούτοις, το επίμαχο χρονικό διάστημα, ο Mohammad Aden Ali άντλησε κάποιες πληροφορίες σχετικά με τη δολοφονία και αποφάσισαν να ανοίξουν εκ νέου την υπόθεση. Ερωτηθείς σχετικά με τις πληροφορίες, δήλωσε ότι τους τηλεφώνησε και τους ενημέρωσε ότι έχει πληροφορίες σχετικά με τον θύτη της δολοφονίας, χωρίς ωστόσο να προλάβει να τις μοιραστεί, μιας και  δολοφονήθηκε. Ερωτηθείς, για τον λόγο της έρευνας, δεδομένου ότι η Al- Shabaab είχε ήδη αναλάβει την ευθύνη, δήλωσε ότι αναζητούσαν το συγκεκριμένο πρόσωπο που δολοφόνησε τον πατέρα του.

 

Σχετικά με την δολοφονία του Mohammad Aden Ali, δήλωσε ότι συνέβη στις 8/9/2021, σε ένα τζαμί, όταν δύο πρόσωπα αγνώστων στοιχείων τον πυροβόλησαν και παρά την προσπάθεια του Αιτητή, που ήταν παρών, να τους πυροβολήσει, διέφυγαν. Στη συνέχεια, την επομένη, επιχείρησε να καταγγείλει το συμβάν, αλλά οι αστυνομικοί του ζήτησαν χρήματα, ώστε να του δώσουν πληροφορίες, κάτι που ο Αιτητής αρνήθηκε να κάνει. Όταν του ζητήθηκε να αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη καταγγελία, δήλωσε ότι απευθύνθηκε στο αστυνομικό τμήμα Saldhig Ghalbeed, και μετά επέστρεψε στην οικεία του, χωρίς να λάβει κάποιο αντίγραφο.

 

Σχετικά με την επίθεση στην οικεία του το βράδυ της 10ης/9/2021, δήλωσε ότι άγνωστοι άνοιξαν πυρ έξω από την οικεία του, και διέφυγαν πάνω σε μηχανές μάρκας Bajaj. Κατά τη διάρκεια της επίθεσης, ο ίδιος και η οικογένειά του παρέμειναν εντός της οικείας, και αφού εν συνεχεία βγήκαν να ελέγξουν τι συνέβη, επέστρεψαν στην οικεία τους. Ερωτηθείς σχετικά με τα πρόσωπα της επίθεσης, δήλωσε άγνοια, ενώ σχετικά με τη μάρκα της μηχανής, δήλωσε ότι το αντιλήφθηκε από τον ήχο. Τέλος, ερωτηθείς αν κατήγγειλε το περιστατικό, απάντησε αρνητικά, λόγω της αδράνειας της αστυνομίας στην υπόθεση του πατέρα του, ενώ ερωτηθείς αν συνέβη κάποια άλλη επίθεση, απάντησε και πάλι αρνητικά.

 

Ως προς τις απειλές που δέχτηκε, δήλωσε ότι έλαβαν χώρα στις 9/9/2021 και στις 12/9/2021, τηλεφωνικώς, όπου του δήλωσαν ότι θα τον σκοτώσουν με τον ίδιο τρόπο που σκότωσαν τον πατέρα του και τον αρχηγό της φυλής τη πρώτη και πως αν δεν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του θα τον σκοτώνουν όπου και αν κρυφτεί. Σχετικά με τα πρόσωπα που του τηλεφώνησαν, δήλωσε άγνοια και πώς το μόνο που του ανέφεραν ήταν ότι ανήκουν σε μία τζιχαντιστική οργάνωση, από το οποίο και συνήγαγε ότι επρόκειτο για την Al-Shabaab, καθώς μόνο εκείνοι αυτοπροδιορίζονται με αυτό τον τρόπο.  Περαιτέρω, δήλωσε ότι και ο αδερφός του έλαβε παρόμοιες απειλές στις 11/9/2021. Ερωτηθείς σχετικά με τα αίτια των απειλών, δήλωσε ότι αφορούσαν την καταγγελία της δολοφονίας του Mohammad Aden Ali, γεγονός που του ανέφεραν και στις τηλεφωνικές κλήσεις. Ερωτηθείς σχετικά με την αντίφαση στο περιεχόμενο των συνομιλιών, απάντησε πως ξέχασε να το αναφέρει προηγουμένως.

 

Ερωτηθείς αν ο ίδιος ή κάποιο άλλο μέλος της οικογενείας του αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα από την Al-Shabaab απάντησε αρνητικά, ενώ ερωτηθείς για τυχόν προβλήματα του πατέρα του πριν τη δολοφονία του, απάντησε επίσης αρνητικά.

 

Ερωτηθείς σχετικά με το μελλοντικό του φόβο σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοβάται ότι δολοφονηθεί από την Al – Shabaab, εξαιτίας της καταγγελίας της δολοφονίας του Mohammad Aden Ali στην αστυνομία. Ερωτηθείς αν αναζήτησε προστασία από τις κρατικές αρχές, απάντησε αρνητικά, ενώ σχετικά με τη σημερινή κατάσταση της μητέρας και του αδερφού του που διαμένουν στη Somalia, δήλωσε ότι δεν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα.

 

Σχετικά με τη δυνατότητά του τα μετεγκατασταθεί σε κάποια άλλη πόλη της Σομαλίας, απάντησε αρνητικά λόγω της Al-Shabaab.

 

Μετά το τέλος της συνέντευξης, ο Αιτητής, ο διερμηνέας και ο αρμόδιος λειτουργός υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος του εντύπου της συνέντευξης, ο Αιτητής πιστοποίησε με την υπογραφή του ότι το περιεχόμενο της συνέντευξης του μεταφράστηκε ορθά.

 

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης του ενώπιον της Ε.Υ.Υ.Α. και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα και ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

 

Στην Εισηγητική Έκθεση του, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διέκρινε και κατέγραψε τρεις ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος αναφορικά με την ταυτότητα, το προφίλ και τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ο δεύτερος αναφορικά με τη δολοφονία του πατέρα του από μέλη της Al – Shabaab και ο τρίτος αναφορικά με τις απειλές και την επίθεση που δέχτηκε, εξαιτίας της διερεύνησης της υπόθεσης του πατέρα του. Ο πρώτος ισχυρισμός έγινε αποδεκτός ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος. Αντιθέτως οι δεύτερος και τρίτος ισχυρισμός, έτυχαν απόρριψης.

 

Ειδικότερα σε σχέση με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την ιδιότητα του πατέρα του, ως εκλεγμένος αντιπρόσωπος της φυλής, στερούνταν σαφήνειας και επάρκειας πληροφοριών, καθώς δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει τη θέση, το ρόλο και τις υποχρεώσεις του, αλλά ούτε και τα υπόλοιπα μέλη, που κατά τους ισχυρισμούς του δολοφονήθηκαν. Επίσης, αξιολογήθηκε ότι η ανωτέρω άγνοια του αιτητή έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις περί ανάθεσης της έρευνας στον ίδιο και τον αδερφό του. Ασυνεπείς και γενικές κρίθηκαν και οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τους λόγους που διενεργήθηκε η έρευνα, αναφέροντας αρχικά πως διενεργήθηκε για να ανακαλύψουν τους λόγους της δολοφονίας και εν συνεχεία δηλώνοντας πως ο λόγος της δολοφονίας ήταν η ιδιότητά του πατέρα του. Επίσης, γενικόλογες κρίθηκαν οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το είδος της έρευνας που θα διεξήγαγαν. Τέλος, κρίθηκε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες για το διάστημα των τεσσάρων ετών που μεσολάβησε από τη δολοφονία, μέχρι τη διεξαγωγή της έρευνας. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε το προσκομισθέν πιστοποιητικό θανάτου του πατέρα του φέρει ορθογραφικά λάθη στη σφραγίδα του, καθιστώντας το αναξιόπιστο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι κατονομάζει τους υπαίτιους της δολοφονίας, κάτι που δεν συνηθίζεται σε παρόμοια πιστοποιητικά και αποτελεί στοιχείο αστυνομικής έρευνας. Επίσης αξιολογήθηκε το διακριτικό σήμα από το οποίο προκύπτει ότι ο πατέρας του Αιτητή, ήταν μέλος των γηραιότερων. Τέλος, παρατέθηκαν πληροφορίες σχετικά με τους στόχους της Al-Shabaab, μεταξύ των οποίων και εκλεγμένοι αντιπρόσωποι των φυλών.

 

Ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό, κρίθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με την επίθεση στην οικεία του, στερούνταν λεπτομερειών και ήταν αντιφατικές, δεδομένου ότι παρά τις δηλώσεις του περί άγνοιας των υπαιτίων, που κατονόμασε, ενώ στη συνέχεια αναφέρθηκε στην μάρκα της μηχανής που οδηγούσαν, χωρίς ωστόσο να τις έχει δει. Περαιτέρω, οι δηλώσεις του σχετικά με τις απειλές, κρίθηκαν ασαφείς και γενικόλογες, ενώ κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει εύλογες εξηγήσεις για τον λόγο που η Al-Shabaab άρχισε να τον απειλεί τέσσερα χρόνια μετά τη δολοφονία του πατέρα του, δεδομένου ότι μάλιστα δεν είχε περαιτέρω στοιχεία. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, κρίθηκε ότι λόγω της ιδιωτικής φύσης του ισχυρισμού, δεν δύνανται να εντοπισθούν σχετικές πληροφορίες.  

 

Περαιτέρω κατά το στάδιο της αξιολόγησης του κινδύνου ο λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α. έκρινε ότι επί τη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και των πληροφοριών σχετικά με τη κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον συνήθη τόπο διαμονής του Αιτητή, ήτοι το Mogadishu, υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση επιστροφής του, ο Αιτητής να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη. 

 

Κατά το στάδιο της νομικής ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, ότι ο πιθανολογούμενος κίνδυνος που καταφάνηκε αφορά τη γενικότερη κατάσταση ασφαλείας και όχι προσωποποιημένη δίωξη του Αιτητή, το προφίλ του οποίου, οι δηλώσεις του και αξιολόγηση του μελλοντικού φόβου του, δεν συνηγορούν υπέρ της ύπαρξης του αντικειμενικού στοιχείου του φόβου του. Συνεπώς, διαπιστώθηκε ότι δεν δύναται να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης όπως αυτός ορίζεται στο άρθρο 1(Α)(2) της Σύμβασης της Γενεύης για το Καθεστώς των Προσφύγων και στο άρθρο 2(δ) του «Qualification Directive» ως επίσης και του άρθρου 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου [Ν.6(Ι)/2000], και ως εκ τούτου ο Αιτητής δεν δικαιούται προσφυγικού καθεστώτος. Δεν συντρέχει κανένας λόγος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στον υπό αναφορά Νόμο.

 

Αναφορικά δε, με το δικαίωμα στη συμπληρωματική προστασία, με βάση τους ισχυρισμούς του Αιτητή, το προσωπικό του προφίλ και την αξιολόγηση κινδύνου διαπιστώθηκε ότι: (α)  δεν θεωρείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης δυνάμει του άρθρου 15 (α) του Qualification Directive, (β) δεν θεωρείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας δυνάμει του άρθρου 15 (β) του Qualification Directive σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του και (γ) Ούτε και κρίθηκε ότι ο Αιτητής με την επιστροφή στη χώρα καταγωγής του, διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης ως άμαχος, συνεκτιμώντας τη κατάσταση που επικρατεί, σε συνδυασμό με το προσωπικό προφίλ του Αιτητή΄.

 

Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του, διαπιστώνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκανε αποδεκτό ως αξιόπιστο τον πρώτο ισχυρισμό του Αιτητή, περί των προσωπικών του στοιχείων και απέρριψε τους άλλους δύο ισχυρισμούς.

 

Ειδικότερα, σε σχέση με τον δεύτερο ισχυρισμό του Αιτητή, αναφορικά με την δολοφονία του πατέρα του, θα συμφωνήσω με τη κατάληξη των Καθ’ ων ότι οι δηλώσεις του Αιτητή υπήρξαν ασαφείς και αόριστες, ενώ ο Αιτητής επιδείκνυε άγνοια σε κομβικά σημεία του ισχυρισμού, τα οποία δε δύνανται να δικαιολογηθούν, ούτε από το προφίλ του, αλλά ούτε και από τις εν γένει περιστάσεις. Ακόμα πιο συγκεκριμένα, παρατηρείται ότι ο Αιτητής, παρά την επίκληση της ιδιότητας του πατέρα του ως μόνο λόγο της δολοφονίας του, δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιαδήποτε πληροφορία σε σχέση με αυτή, επικαλούμενος το νεαρό της ηλικίας του. Σημειώνεται ότι ο Αιτητής κατά το διάστημα που ισχυρίστηκε ότι τελέστηκε η δολοφονία του πατέρα του ήταν μεταξύ 17-18 ετών, ηλικία που αναμένεται να γνωρίζει βασικές πληροφορίες για ένα τόσο σημαντικό θέμα, ιδίως δε για ένα πρόσωπο με το οποίο συμβιούσε. Εντούτοις, ακόμη πιο καίρια φαίνεται η άγνοια αυτή, αν ληφθεί υπόψη ότι τέσσερα έτη αργότερα, δηλ. στην ηλικία μεταξύ 21-22, του ανατέθηκε η έρευνα της εν λόγω δολοφονίας. Εύλογα λοιπόν αναμένεται από τον επικεφαλής της έρευνας να είχε να εισφέρει κάποιες βασικές πληροφορίες σε σχέση με την ιδιότητα του πατέρα του. Εξάλλου, γενικόλογος υπήρξε και για την ίδια την δολοφονία, παρά το γεγονός ότι ήταν σε μικρή απόσταση από το συμβάν. Εξίσου, οι αναφορές του για τη διεξαχθείσα έρευνα υπήρξαν γενικές,  δεδομένου ότι δεν ήταν σε θέση να απαντήσει ούτε για τους λόγους που η έρευνα ξεκίνησε 4 χρόνια αργότερα, ούτε τον τρόπο που θα διεξάγονταν η έρευνα και τις αρμοδιότητες που θα είχαν, αναφέροντας απλώς ότι θα απευθύνονταν στην αστυνομία για βοήθεια. Περαιτέρω, παρατηρείται ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει σαφείς απαντήσεις σε σχέση με το προσκομισθέν πιστοποιητικό θανάτου του πατέρα του. Παρά το γεγονός ότι του δόθηκε η ευκαιρία να εξηγήσει τους λόγους που το πιστοποιητικό θανάτου που εκδόθηκε ανήμερα της δολοφονίας, κατονόμαζε ως υπαίτιους μέλη της Al-Shabaab, δεδομένου μάλιστα και του ισχυρισμού περί ανάληψης ευθύνης της δολοφονίας μερικές μέρες αργότερα, ο Αιτητής απάντησε ότι γενικά και αόριστα ότι ήταν πρωτοβουλία του αρμόδιου γιατρού και επικαλέστηκε γενικώς κάποια απειλητικά μηνύματα που έστελνε η οργάνωση στους γηραιότερους. Το τελευταίο δε, έρχεται και σε αντίφαση με τις δηλώσεις του αιτητή ότι πριν την δολοφονία του, ο πατέρας του δεν είχε κάποιο πρόβλημα με την Al-Shabaab. Εξάλλου, παρατηρώ ότι και ως προς την εξωτερική αξιοπιστία, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε όλα τα προσκομισθέντα έγγραφα, αλλά και πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής. Συνεπώς, ορθά κατέληξε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν πρέπει να γίνει αποδεκτός, ελλείψει εσωτερικής αξιοπιστίας. Εξάλλου, σημειώνεται ότι οι αιτιάσεις του δικηγόρου περί μη δέουσας έρευνας λόγω απόρριψης του ισχυρισμού παρά την εξωτερική του αξιοπιστία, ουδέν έρεισμα έχουν στο νόμο, και παραβλέπουν την συνδυαστική αξιολόγηση εσωτερικής και εξωτερικής αξιοπιστίας για την αξιολόγηση του ισχυρισμού.

 

Θα συμφωνήσω με τους Καθ’ ων και ως προς τον τρίτο ουσιώδη ισχυρισμό. Πράγματι, οι δηλώσεις του Αιτητή σε σχέση με την επίθεση στην οικεία του, αλλά και τις απειλές που δέχτηκε ήταν αόριστες, χωρίς καμία λεπτομέρεια, και χωρίς να παραπέμπουν σε πρόσωπο που εξιστορείται ιδία βιώματα. Παρά το γεγονός ότι κατ’ ισχυρισμό του ήταν παρόν στην επίθεση στην οικεία του, δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς λεπτομέρειες, αναφέροντας απλώς πως κάποια άγνωστα πρόσωπα πυροβόλησαν έξω από την οικεία τραυματίζοντάς τους. Ακόμη δε και για τις μετέπειτα ενέργειες τους, ανέφερε χωρίς κανένα βιωματικό στοιχειό ότι αφού έλεγξαν τον χώρο έξω, μπήκαν εκ νέου στην οικεία τους. Οι δηλώσεις του για τις απειλές δε, αόριστες και γενικές, αναφέροντας απλώς ότι τον απείλησαν για να σταματήσει την έρευνα. Στο σημείο αυτό, πρέπει να αναφερθεί ότι οι δηλώσεις του ήταν αν όχι αντιφατικές, ασαφείς ως προς τις κλήσεις που δέχτηκε, δηλώντας αφενός ότι τον απειλούσαν λόγω της έρευνας και αφετέρου λόγω της καταγγελίας της δολοφονίας του αρχηγού στην αστυνομία. Παρά τις ερωτήσεις που του τέθηκαν, δεν ήταν σε θέση να δώσει κάποια ικανοποιητική απάντηση σε σχέση με τους λόγους της στοχοποίησης του παρά το γεγονός ότι είχαν αναλάβει την ευθύνη της δολοφονίας. Συνεπώς, ορθώς οι καθ’ ων αξιολόγησαν τον ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο και τον απέρριψαν.

 

Συνεπώς, προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου βάσει των στοιχείων του πρώτου ισχυρισμού που έγιναν αποδεκτά και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι βάσιμος φόβος δίωξης ή πραγματικός κίνδυνος σοβαρής βλάβης δεν παρίσταται ενόψει των προσωπικών στοιχείων του Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε η συνδρομή βάσιμου φόβου δίωξης για τους λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Τέτοιος φόβος δίωξης δεν προκύπτει καθαυτός από τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή τα οποία και έχουν γίνει αποδεκτά. Εξάλλου, παρά τις όποιες αιτιάσεις του συνηγόρου του Αιτητή, ο ίδιος δεν επικαλέστηκε κάποια βλάβη, φόβο ή διακριτική μεταχείριση, λόγω της φυλής που ανήκει. Παρά το ανωτέρω, το δικαστήριο θα ανατρέξει αυτεπαγγέλτως σε έγκυρες διαθέσιμες πηγές για την μεταχείριση που λαμβάνουν τα μέλη της εν λόγω φυλής.

 

Οι Rahanweyn κατοικούν κυρίως στις περιοχές Bay, Bakool και Gedo, μεταξύ των ποταμών Shabelle και Jubba. Τα σημαντικά αστικά κέντρα που κατοικούνται κυρίως από το Rahanweyn είναι το Baidoa και το Huddur.[1] Οι Rahanweyn χωρίζονται σε δύο μεγάλες φυλές, τους Digil και τους Mirifle. Οι Digil ζουν κυρίως στις περιοχές Benadir, Juba και Shabelle, ενώ οι Mirifle ζουν στα κεντρικά και δυτικά τμήματα της χώρας.[2] Αν και εν μέρει θεωρείται ως φυλή χαμηλής θέσης από μέλη άλλων μεγάλων φυλών, οι Rahanweyn συγκαταλέγονται στις πλειοψηφικές φυλές. Δημιουργώντας τη δική τους πολιτοφυλακή και τη δική τους περιφερειακή διοίκηση, κέρδισαν τον σεβασμό μεταξύ άλλων πλειοψηφικών φυλών. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, οι Rahanweyn κατείχαν θέσεις επιρροής στη σομαλική κυβέρνηση.[3] Μελετητές του Προγράμματος Έρευνας Συγκρούσεων του London School of Economics ανέφεραν ότι, μεταξύ άλλων, οι Rahanweyn «υπόκεινται συχνά σε διακρίσεις και εκμετάλλευση από πιο ισχυρές ομάδες όταν έχουν εκτοπιστεί σε άλλες περιοχές». Η Danish Demining Group διαπίστωσε το 2017 ότι περίπου οι μισοί από τους περίπου 369.000 εκτοπισμένους στο Μογκαντίσαν ήταν Rahanweyn ή Bantu [4].

 

Από τις ανωτέρω πληροφορίες, συνάγεται ότι η ιδιότητα μέλους της φυλής Rahanweyn, δε συνεπάγεται από μόνη της διακριτική εις βάρος του μεταχείριση. Εξάλλου, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, δηλαδή ενός προσώπου που έζησε όλη του τη ζωή στο Mogadishu, χωρίς να αντιμετωπίσει κάποιο πρόβλημα, ενώ μέλη της οικογένειάς του εξακολουθούν να ζουν εκεί, επίσης χωρίς πρόβλημα, καθώς και του γεγονότος ότι ουδεμία αναφορά έγινε από τον Αιτητή για ιδιαίτερη μεταχείριση λόγω της φυλής του, εύλογα συνάγεται ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πρόβλημα λόγω της φυλής του, αν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.

 

Συνεπώς, δεν συντρέχουν  στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, για τη χορήγηση σε αυτόν προσφυγικού καθεστώτος, εφόσον ο Αιτητής απέτυχε να αποδείξει ότι σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα βρεθεί αντιμέτωπος με  κίνδυνο δίωξης  για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ή υπάρχει κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη.

 

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε κατά βάσιμο τρόπο αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί θανατική ποινή ή απάνθρωπη μεταχείριση. Μένει να εξετασθεί το στοιχείο γ του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Περαιτέρω, αναφορικά με το κατά πόσο ο Αιτητής δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας το Άρθρο 15(γ) της Οδηγίας για αναγνώριση προσώπων ως δικαιούχων συμπληρωματικής προστασίας που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου διαλαμβάνει πως «σοβαρή απειλή» σημαίνει η «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης

Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν τα στοιχεία που συνιστούν τη διάταξη και οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σωρευτικά για να τύχει εφαρμογής η εν λόγω πρόνοια. Η ευρωπαϊκή οδηγία δεν παρέχει ορισμό του στοιχείου της «διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης», εντούτοις στηνυπόθεση Aboubacar Diakite ν. Commissaire general aux refugies et aux apatridesC-285/12 το ΔΕΕ ερμηνεύοντας την έννοια «ένοπλη σύρραξη» κατέληξε πως πρέπει να δοθεί μια ερμηνεία, αυτόνομη από το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο, καθώς επίσης έθεσε ένα κατώτατο επίπεδο/όριο (low  hreshold) ως προς το κατά πόσο μια «ένοπλη σύρραξη» λαμβάνει χώρα, αναφέροντας στη σκέψη 35:

«[.] το άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας 2004/83 έχει την έννοια ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως πρέπει να γίνεται δεκτή, όσον αφορά την εφαρμογή της διατάξεως αυτής, όταν οι τακτικές δυνάμεις ενός κράτους συγκρούονται με μία ή περισσότερες ένοπλες ομάδες ή όταν δύο ή περισσότερες ένοπλες ομάδες συγκρούονται μεταξύ τους, χωρίς να είναι αναγκαίο να είναι δυνατός ο χαρακτηρισμός της συρράξεως αυτής ως ένοπλης συρράξεως που δεν έχει διεθνή χαρακτήρα, υπό την έννοια του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, και χωρίς η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργανώσεως των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων ή η διάρκεια της συρράξεως να αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς εκτιμήσεως σε σχέση με την εκτίμηση του βαθμού βίας που δεσπόζει στην οικεία επικράτεια.»

Περαιτέρω όμως, μια επιπλέον και καθοριστική προϋπόθεση για τη εφαρμογή του άρθρου 15 (γ) είναι η ύπαρξη «αδιάκριτης άσκησης βίας» αφού όπως αναφέρθηκε η ύπαρξη «ένοπλης σύρραξης» αποτελεί μεν αναγκαία, αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση όπως τονίζεται και στη δικαστική ανάλυση του EASO. Θα πρέπει συνεπώς να εκτιμάται τόσο η ύπαρξη ένοπλης σύρραξης (διεθνούς ή εσωτερικής) όσο και ο βαθμός της βίας, αφού όπως επισημάνθηκε από το ΔΕΕ, στην απόφαση του στην Diakité (σκέψη 30):

«Επιπλέον, επιβάλλεται η υπόμνηση ότι η ύπαρξη εσωτερικής ένοπλης συρράξεως μπορεί να συνεπάγεται την παροχή της επικουρικής προστασίας μόνο στο μέτρο που οι συγκρούσεις μεταξύ των τακτικών δυνάμεων ενός κράτους και ενός ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων ή μεταξύ δύο ή περισσοτέρων ενόπλων ομάδων θεωρούνται κατ' εξαίρεση ότι συνεπάγονται σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του αιτούντος την επικουρική προστασία, υπό την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γ), της οδηγίας 2004/83, διότι ο βαθμός της αδιάκριτης ασκήσεως βίας που τις χαρακτηρίζει είναι τόσο μεγάλος ώστε υπάρχουν σοβαροί και βάσιμοι λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να υποστεί την εν λόγω απειλή (βλέπε, υπό την έννοια αυτή, Elgafaji, σκέψη 43).»

Σε σχέση με τον ορισμό της «αδιάκριτης άσκησης βίας» στην απόφαση του ΔΕΕ που εκδόθηκε στην υπόθεση Elgafaji αποφάνθηκε ότι ο όρος «αδιάκριτη» σημαίνει ότι η βία «μπορεί να επεκταθεί σε άτομα ανεξαρτήτως των προσωπικών περιστάσεών τους». Το ΔΕΕ έχει επισημάνει ότι απαιτείται η ύπαρξη «εξαιρετικής κατάστασης» για την εφαρμογή του άρθρου 15 στοιχείο γ) στους αμάχους εν γένει.

Στη σκέψη 35 της απόφασης Elgafaji, το Δικαστήριο κατέστησε σαφές ότι για να ισχύει κάτι τέτοιο:

«[.] ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη . [πρέπει να] είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας.»

Στη σκέψη 39 το ΔΕΕ τόνισε την ίδια στιγμή πως θα:

"[.] πρέπει να διευκρινισθεί ότι όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας.»

Παραδείγματα πράξεων αδιακρίτως ασκούμενης βίας μπορεί να είναι τα εξής: μαζικές στοχευμένες βομβιστικές επιθέσεις, αεροπορικοί βομβαρδισμοί, επιθέσεις ανταρτών, παράπλευρες απώλειες σε άμεσες ή τυχαίες επιθέσεις σε περιοχές πόλεων, πολιορκία, καμένη γη, ελεύθεροι σκοπευτές, τάγματα θανάτου, επιθέσεις σε δημόσιους χώρους, λεηλασίες, χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών κ.λπ.

Με βάση και τις σκέψεις 35, 39 και 43 του ΔΕΕ, στην υπόθεση Elgafaji, η EASO αναφέρει πως εκεί όπου υφίσταται «αδιάκριτη άσκηση βίας» μπορεί να γίνει η ακόλουθη διαφοροποίηση σε δύο κατηγορίες ως προς το βαθμό της:

1. Εδάφη όπου ο βαθμός βίας φθάνει σε τέτοιο υψηλό επίπεδο ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας

2. Εδάφη όπου λαμβάνει χώρα αδιάκριτη άσκηση βίας, εντούτοις δεν φθάνει σε τέτοιο υψηλό επίπεδο, και σε σχέση με την οποία περαιτέρω ατομικά χαρακτηριστικά θα πρέπει να αποδειχθούν.

Σε σχέση με τη δεύτερη κατηγορία θα πρέπει να αναφερθεί ότι βάσει του άρθρου 15 στοιχείο γ), ένα πρόσωπο που διατρέχει γενικό κίνδυνο δεν αποκλείεται να διατρέχει και ειδικό κίνδυνο, και το αντίστροφο. Πράγματι, το ΔΕΕ διατύπωσε την έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» ('sliding scale'), σύμφωνα με την οποία:

«όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας (Elgafaji, σκέψη 39· Diakité, σκέψη 31).»

Όπως αναφέρεται και στη σχετική δικαστική ανάλυση του EASO για το Άρθρο 15 στοιχείο γ) εν σχέση με τις ενδείξεις αδιάκριτης άσκησης βίας θα πρέπει να εξετάζεται από τα δικαστήρια τι προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία. Τα «κριτήρια Sufi και Elmi» βάσει της απόφασης του ΕΔΔΑ είναι (χωρίς να αποτελούν εξαντλητικό κατάλογο):

·         οι αντιμαχόμενες πλευρές και η αντίστοιχη στρατιωτική τους ισχύς·

·         οι εφαρμοζόμενες μέθοδοι και τακτικές πολέμου (κίνδυνος θυμάτων μεταξύ του άμαχου πληθυσμού)·

·         το είδος των χρησιμοποιούμενων όπλων·

·         η γεωγραφική έκταση των μαχών (τοπικές ή εκτεταμένες)·

·         ο αριθμός νεκρών, τραυματιών και εκτοπισμένων αμάχων ως αποτέλεσμα των μαχών.

Μετά δε από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου σε συνάρτηση  με την περιοχή καταγωγής του Αιτητή προκύπτει ότι η περιοχή Benadir (ή Banadir/Benaadir) βρίσκεται στη νοτιοανατολική ακτή της Σομαλίας και συνορεύει με τις περιοχές Middle Shabelle και Lower Shabelle.[5] Η περιοχή καλύπτει την ίδια περιοχή με την πόλη Mogadishu,[6] που αποτελεί την πρωτεύουσα και των δύο την περιοχή Banadir[7] και τη Δημοκρατία της Σομαλίας.[8] Εκτός από την έδρα της ομοσπονδιακής κυβέρνησης της Σομαλίας, το Μογκαντίσου είναι ο κύριος οικονομικός κόμβος της χώρας, με μεγάλο ιδιωτικό τομέα και έντονη επιχειρηματική δραστηριότητα γύρω από το λιμάνι του.[9]

Μετά τον πόλεμο που διεξήχθη μεταξύ των δυνάμεων της AMISOM/TFG και της Al-Shabaab και την αποχώρηση της τελευταίας από το Μογκαντίσου το 2011, η πόλη γνώρισε μεγάλη εισροή εκτοπισμένων.

Το Μογκαντίσου ελέγχεται από την Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση της Σομαλίας.[10] Οι δυνάμεις που υπάρχουν στην πόλη περιλαμβάνουν ομοσπονδιακές δυνάμεις ασφαλείας, την Προεδρική Φρουρά, αστυνομικές δυνάμεις, δυνάμεις ασφαλείας που βρίσκονται στις περιφερειακές αρχές του Μπεναντίρ και πολλές ιδιωτικές εταιρείες ασφαλείας και δυνάμεις προστασίας φυλών.[11] Επίσης, το Μογκαντίσου φιλοξενεί το αρχηγείο δυνάμεων της ATMIS[12] και πολλά από τα σώματά της,[13].

Η Al-Shabaab, από την άλλη πλευρά, δεν ελέγχει άμεσα καμία περιοχή στο Μογκαντίσου,[14] όπου δεν είχε εμφανή παρουσία[15] για πάνω από μια δεκαετία.[16]

Πηγές σημείωσαν ότι το Benadir/Mogadishu είναι μία από τις περιοχές εστίασης των επιθέσεων της Al-Shabaab[17]. Ορισμένες επιθέσεις της Al-Shabaab πιστεύεται ότι είχαν στόχο να διακόψουν τις εκλογικές διαδικασίες,[18] ενώ άλλες είχαν στόχο αξιωματούχους της περιφέρειας,[19] εκπροσώπους μέσων ενημέρωσης και ξένους εργολάβους ανθρωπιστικών οργανώσεων. Επίσης, σημειώθηκαν μάχες μεταξύ των δυνάμεων ασφαλείας και της Al-Shabaab.[20] Εκτός από δύο συντονισμένες επιθέσεις σε ξενοδοχεία,[21] μια σειρά από επιθέσεις που ανέλαβε η Al-Shabaab στόχευαν καταστήματα τσαγιού[22] και εστιατόρια[23] στα οποία σύχναζαν πολίτες και αξιωματούχοι της κυβέρνησης/ασφάλειας.[24] Μερικές επιθέσεις , συμπεριλαμβανομένης μιας επίθεσης μέσα σε ένα στρατόπεδο εκτοπισμένων,[25] μια επίθεση με όλμους σε μια κατοικημένη περιοχή,[26].

Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της ACLED  (The Armed Conflict Location & Event Data Project) κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1/3/2023 και 1/03/2024, στην επαρχία της Banadir, της οποίας η πόλη Kinshasa αποτελεί πρωτεύουσα καταγράφηκαν από την εν λόγω βάση δεδομένων συνολικά 468 περιστατικά ασφαλείας εκ των οποίων προέκυψαν 494 απώλειες ζωών. Πιο αναλυτικά, 208 εξ αυτών καταγράφηκαν ως μάχες (με 215 απώλειες),  85 ως περιστατικά χρήσης βίας κατά αμάχων (με 79 απώλειες), 2 ως εξεγέρσεις (χωρίς απώλειες) και 173 ως περιστατικά εκρήξεων / απομακρυσμένης χρήσης βίας (200 απώλειες).[27] Σημειωτέων δε ότι ο πληθυσμός της επαρχίας Banadir καταγράφεται στους 2,330,708 κατοίκους, σύμφωνα με επίσημη εκτίμηση που έλαβε χώρα το έτος 2019.[28]

Τα εν λόγω αριθμητικά στοιχεία, εξεταζόμενα υπό το φως των ποιοτικών δεδομένων που παρατέθηκαν ανωτέρω αναφορικά με τους ένοπλους φορείς, το είδος των επιχειρήσεών τους και τις δυναμικές της σύγκρουσης, ενδεικνύουν ότι πράγματι στη διοικητική περιφέρεια Banaadir/Mogadishu εκτυλίσσεται ένοπλη σύρραξη στα πλαίσια της οποίας παρατηρούνται συνθήκες αδιάκριτης βίας. Παρόλα αυτά, η ένταση της βίας δεν φαίνεται να είναι τόσο υψηλή, ώστε να θεωρείται ότι κάποιος/α κινδυνεύει να υποστεί σοβαρή βλάβη εξαιτίας της παρουσίας του/της και μόνον στην εν λόγω διοικητική περιφέρεια, αλλά απαιτείται η συνδρομή πρόσθετων στοιχείων, που να αφορούν τα ατομικά χαρακτηριστικά του εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτριας.

Εν προκειμένω, πρόκειται για έναν Αιτητή νέο σε ηλικία, υγιή, ο οποίος έχει ζήσει όλη του τη ζωή στο Mogadishu, γνωρίζοντας τις συνθήκες που επικρατούν, είναι ικανός να εργαστεί, ενώ διαθέτει και υποστηρικτικό δίκτυο, τη μητέρα και τον αδερφό του. Συνεπώς φρονώ ότι δεν συντρέχουν στο πρόσωπο του τα στοιχεία που θα ενέτειναν τον κίνδυνό του.

Συνεπώς και με  βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκε ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διοικητικής διαδικασίας και εύλογα η Υπηρεσία Ασύλου απέρριψε την αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, αποτελεί  προϊόν δέουσας και/ή επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του αρμόδιου διοικητικού οργάνου, σύμφωνα και με το Νόμο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω  ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι νόμιμη και  εύλογη και λήφθηκε κατ' ορθή ενάσκηση της νόμιμης διακριτικής ευχέρειας των Καθ' ων η Αίτηση, οι οποίοι ενήργησαν σύννομα και συνεκτίμησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία. Κρίνω ότι με σαφήνεια καταδεικνύεται στην υπό εξέταση περίπτωση και για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί, ότι τα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του Περί Προσφύγων Νόμου (άρθρα 3-3Δ) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, αναγκαίες προϋποθέσεις για την υπαγωγή του εν λόγω Αιτητή στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα. Ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, όπως αυτοί οι λόγοι εξαντλητικά προνοούνται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Επίσης, δεν απέδειξε ότι μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς  συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου άρθρο 19(1) του προαναφερθέντος  πάνω Νόμου, καθότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη με την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2) του ιδίου Νόμου.

 

Συναφώς, απορριπτέος τυγχάνει και δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή, περί παράλειψης εξέτασης από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, κατά πόσο ο Αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις για παροχή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, δεδομένου ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση ορθώς διεξήγαν την έρευνα και αξιολόγησαν τα πραγματικά περιστατικά που αφορούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου, ενώ η εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού που εγκρίθηκε από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας, και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης, περιείχε σαφή εξήγηση για την μη ενεργοποίηση των διατάξεων περί συμπληρωματικής προστασίας.

 

Περαιτέρω και σε σχέση με τον τρίτο λόγο απόρριψης, κρίνω, πέρα από το γεγονός ότι δεν ανταποκρίνεται στον Κανονισμό 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, ότι δεν ευσταθεί και επί της ουσίας του. Τούτο δε, διότι αφενός ο Αιτητής, επικαλείται τον εν λόγω λόγο ακύρωσης  το πρώτον με τη Γραπτή του Αγόρευση, αφετέρου εγείρεται αορίστως και γενικώς αναφέρεται του ασκήθηκε πίεση, με αποτέλεσμα να καταγραφεί με άλλο όνομα (του αδερφού του) κατά τη διοικητική διαδικασία. Όπως δε προκύπτει από το διοικητικό φάκελο, κατά τη συνέντευξη που ακολούθησε στις 20/12/2022, η Υπηρεσία τροποποίησε τα στοιχεία του Αιτητή. Ο εν λόγω όμως ισχυρισμός, ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί βάσιμος, και είχε προωθηθεί νομότυπα, δε θα μπορούσε να οδηγήσει στην ακύρωση της προσβαλλόμενης, διότι πέραν της τροποποίησης του ονόματος που διορθώθηκε κατά την εξέλιξη της διαδικασίας, δεν προκύπτει να βλάπτονται με κάποιο τρόπο τα δικαιώματα του Αιτητή, λαμβάνοντας υπόψη ότι το όνομα του δεν επηρέασε με κάποιο τρόπο την υπόθεσή του. Εξάλλου, αόριστες αναφορές σε τρίτα πρόσωπα, που φέρονται να καθοδήγησαν τον Αιτητή δεν δύνανται να αξιολογηθούν από το παρόν Δικαστήριο. Σημειώνεται επίσης, πως ο συνήγορος του αιτητή αναφέρει στη Γραπτή του αγόρευση, ότι ο εν λόγω ισχυρισμός δεν δύναται να εξακριβωθεί. Σε κάθε περίπτωση,  το βάρος απόδειξης των λόγων ακύρωσης το φέρει ο Αιτητής. Εξάλλου, το γεγονός ότι ο Αιτητής εισήλθε στη Δημοκρατία με νομιμοποιητικά έγγραφα (τρίτου προσώπου), εύλογα δημιουργεί την πεποίθηση ότι τα στοιχεία αυτά αφορούν τον ίδιο. Σε κάθε δε περίπτωση, δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να τα τροποποιήσει.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί πλάνη περί το νόμο επειδή εκδώσαν απόφαση επιστροφής ενώ είχε δικαίωμα παραμονής στη Δημοκρατία, κρίνω ότι αυτός δεν ευσταθεί. Κανένα δικαίωμα του Αιτητή δεν παραβιάζεται εφόσον η απόφαση επιστροφής αναστάλθηκε μέχρι την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν και η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.                           

                                       

                                     

 

 

 

                                          Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Canada, IRB, The Biyomal [Biimaal, Biyocordmaal, Biymaal, Biyamal] clan, including work, history, religious affiliation, location within the country, particularly Nus Dunya; the Rahanweyn [Rahanwen] clan, including location in the country; treatment of the Biyomal clan by the Rahanwen clan, 2 October 2015, url; Ashur, K. D., telephone interview, 29 June 2021

[2] Mukhtar, M. H., Historical Dictionary of Somalia, 2003, p. 188

[3] EUAA, Somalia Targeted profiles  Country of Origin  Information Report  September 2021, p. 73

[4] DDG, Dadaab Returnee Conflict Assessment, August 2017, url, p. 30

[5] MSF, Somalia – General Reference Map, 11 October 2022, url; UNOCHA, Somalia Administrative Map, 31 July 2017, url 

[6] Somalia, Benadir Regional Administration and Mogadishu Municipality, n.d., url; World Bank, Somalia Urbanization Review: Fostering Cities as Anchors of Development, January 2021, url, p. 91

[7] Global Shelter Cluster, Banadir, n.d., url

[8]  Somalia, Benadir Regional Administration and Mogadishu Municipality, n.d., url

[9] SDP and SPA, Policy options for resolving the status of Mogadishu, 14 September 2022, url, p. 2

[10] HIPS, State of Somalia Report 2021, 8 February 2022, url, p. 28; USDOS, International Religious Freedom Report 2021 - Somalia, 2 June 2022, url, p. 1

[11] Menkhaus, K., input from external review, 27 August 2021, As cited in EASO, Somalia – Security Situation, September 2021, url, p. 89

[12] 7 Menkhaus, K., input from external review, 27 August 2021, As cited in EASO, Somalia – Security Situation, September 2021, url, p. 89; DefenceWeb, ATMIS sets up JOCs, 10 October 2022, url

[13] Menkhaus, K., input from external review, 27 August 2021, As cited in EASO, Somalia – Security Situation, September 2021, url, p. 89

[14] Menkhaus, K., input from external review, 27 August 2021, As cited in EASO, Somalia – Security Situation, September 2021, url, p. 89

[15] Norway, Landinfo, Somalia: Rekruttering til al-Shabaab [Recruitment into Al-Shabaab], 17 October 2022, url, p. 5; Norway, Landinfo, Somalia: Sikkerhetssituasjonen i Mogadishu og al-Shabaabs innflytelse i byen [Security situation in Mogadishu and Al-Shabaab’s influence in the city], 8 September 2022, url, p. 8

[16] Norway, Landinfo, Somalia: Sikkerhetssituasjonen i Mogadishu og al-Shabaabs innflytelse i byen [Security situation in Mogadishu and Al-Shabaab’s influence in the city], 8 September 2022, url, p. 8

[17] Sweden, Migrationsverket, Somalia Säkerhetssituationen 2021 - 2022 (version 2.0) [Somalia security situation 2021 - 2022 (version 2.0)], 18 May 2022, url, p. 32

[18] 2 UN Security Council, Letter dated 10 October 2022 from the Chair of the Security Council Committee pursuant to resolution 751 (1992) concerning Somalia addressed to the President of the Security Council, S/2022/754, 10 October 2022, url, para. 20

[19] SomaliMemo, Ciidamo ku sugnaa Dekadda Muqdisho oo la weeraray iyo warar kale. [Troops in Mogadishu port were attacked and other news], 18 October 2022, url; Goobjoog, Yaqshid district official killed in explosion, 30 August 2022, url; SomaliMemo, Dilal Qorsheysan oo ka Kala Dhacay Muqdisho iyo Afgooye [FAAHFAAHIN] [Planned murders in Mogadishu and Afgoye [DETAILS]], 23 May 2022, url

[20] Goobjoog, One killed, two injured following shoot-out between security forces and Al-Shabaab militants, 6 September 2022, url

[21]  Hiiraan Online, Al Shabaab attack hotel popular with government officials, 27 November 2022, url; UN Security Council, Letter dated 10 October 2022 from the Chair of the Security Council Committee pursuant to resolution 751 (1992) concerning Somalia addressed to the President of the Security Council, S/2022/754, 10 October 2022, url, para. 18

[22]  VOA, Suicide Bombing Kills 4 in Somali Capital, 18 January 2022, url; SMN, Al-Shabaab says 11 killed in Mogadishu suicide attack, 14 September 2021, url

[23]  BBC News, Somalia: At least six killed in Mogadishu attack near beach, 22 April 2022, url; SMN, At least three killed in Mogadishu explosions, 12 October 2021, url

[24]  BBC News, Somalia: At least six killed in Mogadishu attack near beach, 22 April 2022, url; SMN, At least three killed in Mogadishu explosions, 12 October 2021, url; SMN, Al-Shabaab says 11 killed in Mogadishu suicide attack, 14 September 2021, url

[25]  SMN, Six killed in a blast at IDP camp in Mogadishu, 11 June 2022, url

[26]   SMN, At least 20 hurt in Mogadishu mortar shelling, 20 August 2022, url; Goobjoog, Mother, 3 children die in mortar explosion in Hamar Jajab district, Mogadishu, 20 August 2022, url

[27]  ACLED, Dashboard, [εφαρμοσμένες παράμετροι: Eastern Africa: Somalia: Banadir, 01/3/2023 - 01/3/2024, Battles; Violence against civilians; Explosions/Remote violence; Riots; Protests, Strategic Developments], https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/3/2024)

[28] Citypopulation, Africa, Somalia, Banadir, διαθέσιμο σε: https://www.citypopulation.de/en/somalia/admin/22__banaadir/] (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 11/3/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο