ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 2040/23

 

 28 Μαρτίου 2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο 146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

J.C.U. από τη Νιγηρία

Αιτητής

-και-

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

M. Χριστοφορίδου (κα) για Δημήτριος Α. Παυλίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για τον Αιτητή.

Α. Αναστασιάδη (κα) για Α. Φιλίππου (κος), Δικηγόροι για τους Καθ' ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 10/05/23, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 06/06/23 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 είναι παράνομη, άκυρη, αντισυνταγματική και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιόν μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και στις 05/04/21 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία, μέσω των κατεχομένων από την Τουρκία  μη ελεγχόμενων από την Κυπριακή Δημοκρατία εδαφών, κατέχοντας φοιτητική άδεια. Στις 05/05/23 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από  αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (European Union Agency for AsylumEUAA), ο οποίος στις  09/05/23 υπέβαλε Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την εισήγηση όπως απορριφθεί το αίτημα του Αιτητή.  Στις 10/05/23 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του. Την 06/06/23 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή  αυθημερόν. Στις 29/06/23 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής, δια του δικηγόρου του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή του Αγόρευση, ο συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη πράξη ελήφθη χωρίς δέουσα έρευνα, υπό καθεστώς πλάνης και ότι είναι αναιτιολόγητη.

Η δικηγόρος των Καθ' ων η Αίτηση, με τη Γραπτή της Αγόρευση, αιτείται την απόρριψη του συνόλου των ισχυρισμών που προβάλλονται με γενικότητα ελλείψει δικανικού συλλογισμού και χωρίς υπαγωγή σε συγκεκριμένα γεγονότα . Παράλληλα, αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. 

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων,  η συνήγορος του Αιτητή δήλωσε ότι υιοθετεί τα όσα προέβαλε με την Γραπτή του Αγόρευση και η συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση δήλωσε ότι υιοθετεί τα όσα επικαλέστηκε με την Ένσταση και τη Γραπτή της Αγόρευση.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης είναι με γενικότητα και αοριστία που εγείρονται στην παρούσα αίτηση.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως.  

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Περαιτέρω δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμόν παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως.  Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής. (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Σχετική είναι και  η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995, στη σελ. 4. «Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρό­τητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κά­ποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγό­μενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 : «Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Ο συνήγορος του Αιτητή γενικά και αόριστα παραθέτει τα νομικά σημεία στην αγόρευσή του και επικαλείται παραβιάσεις του  περί Προσφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ωστόσο ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης. Εκλείπει δε η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους λόγους ακύρωσης που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται. 

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε επαρκής ή δέουσα έρευνα κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας  που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους. Ειδικότερα, στην αρχή της συνέντευξής του, ο Αιτητής, αφού ενημερώθηκε για τη διαδικασία και τα δικαιώματά του, επιβεβαίωσε ότι βρίσκεται σε καλή κατάσταση και ότι μπορεί να απαντήσει, ως επίσης ότι δεν έχει οποιεσδήποτε απορίες σχετικά με τη διαδικασία.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία τα οποία εμπεριέχονται στον διοικητικό φάκελο, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε ενδελεχή εξέταση του αιτήματος του Αιτητή για παροχή διεθνούς προστασίας, καθώς και όλων των στοιχείων που είχε ενώπιον του, ενώ εξάντλησε κατά τη συνέντευξη με τον Αιτητή όλες τις πτυχές των ισχυρισμών του και εν τέλει εκεί όπου θεώρησε σκόπιμο προέβη σε περαιτέρω ανάλυση των δεδομένων μέσω έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι η απόφαση λήφθηκε υπό πλάνη, οι Καθ' ων αντιτάσσουν ότι η Υπηρεσία Ασύλου βασίστηκε σε όλα τα ουσιώδη γεγονότα όπως αυτά αναλύθηκαν και επεξηγήθηκαν από τον Αιτητή. Από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτει ότι οι Καθ' ων η αίτηση εξέτασαν ουσιαστικά την αίτηση του Αιτητή και όλα όσα είχε θέσει ο Αιτητής με τους ισχυρισμούς του και στάθμισαν και αξιολόγησαν πλήρως τα ενώπιον τους δεδομένα και ουδέποτε ενήργησαν υπό πλάνη.

Έχει νομολογηθεί ότι δεν υφίσταται πλάνη περί τα πράγματα όταν η Διοίκηση σταθμίζει και αξιολογεί στοιχεία και γεγονότα όπως αυτά τίθενται ενώπιον της προς κρίση. Πλάνη περί τα πράγματα στοιχειοθετείται όταν αποδεικνύεται η αντικειμενική ανυπαρξία γεγονότων που έλαβε υπόψη του το αρμόδιο όργανο για να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.  Όταν η πλάνη του αρμόδιου οργάνου έγκειται στην λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου, τότε η απόφαση του αρμόδιου οργάνου πάσχει διότι η πλάνη του αυτή οδήγησε σε εσφαλμένη εφαρμογή του Νόμου και κατά συνέπεια με αυτό τον τρόπο συντρέχει πλάνη περί το Νόμο.

Περαιτέρω θα πρέπει να αναφερθεί ότι  το βάρος απόδειξης του ισχυρισμού για ύπαρξη πλάνης το έχει ο Αιτητής (βλ. Παπαδόπουλος v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1190) 3ΑΑΔ 262, 267). Η υπό κρίση απόφαση λήφθηκε στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του αρμοδίου διοικητικού οργάνου, ήτοι της Υπηρεσίας Ασύλου, κατόπιν συνεκτίμησης των πραγματικών στοιχείων και δεδομένων, στηριζόμενη στο ορθό νομικό υπόβαθρο όπως έχει αναφερθεί πιο πάνω στην απόφαση μου. Συνεπώς, ο ισχυρισμός περί νομικής και πραγματικής πλάνης ή ότι η απόφαση λήφθηκε υπό πεπλανημένα κριτήρια απορρίπτεται.

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη, αυτός απορρίπτεται αφού η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης εμφαίνεται στο κείμενο της απόφασης των Καθ' ων η Αίτηση, το οποίο κοινοποιήθηκε στον Αιτητή, μαζί με την απορριπτική επιστολή της Υπηρεσίας Ασύλου και συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου. Στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης αναφέρονται με λεπτομέρεια οι ισχυρισμοί του Αιτητή και αξιολογείται όλη η διαδικασία που ακολουθήθηκε από την Υπηρεσία Ασύλου και καταγράφονται εκτενώς οι λόγοι που οδήγησαν τους Καθ' ων η Αίτηση στην απόρριψη του αιτήματός του.

Όπως έχει διατυπωθεί και νομολογιακά, η αιτιολόγηση των αποφάσεων της διοίκησης είναι επιβεβλημένη ώστε να επιτρέπεται ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητάς τους, αλλά και για να παρέχεται η δυνατότητα να αντιληφθεί το Δικαστήριο σε ποια στοιχεία στηρίχθηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφασή του (Γρηγορόπουλος κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, (1997) 4 ΑΑΔ 1414).  Μέσα από την αιτιολογία του οργάνου θα πρέπει να διαφαίνεται ο συλλογισμός του, ο οποίος οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση ή τουλάχιστον να υπάρχουν στοιχεία στον φάκελο της υπόθεσης που να μπορούν να συμπληρώσουν την αιτιολογία της απόφασης του αρμόδιου οργάνου (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270).»

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την  υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι ενήλικος υπήκοος Νιγηρίας. Κατά την υποβολή της αίτησής του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας στα πλαίσια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε πως κατάγεται από την πολιτεία Imo της Νιγηρίας και ειδικότερα το χωριό Isu, είναι άγαμος, χριστιανός, απόφοιτος δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης,  μιλά αγγλικά και Igbo, εφόσον ανήκει στην ομώνυμη φυλή και ότι εργαζόταν στην τοποθέτηση πλακακιών για περίοδο ενός έτους και έπειτα δεν εργάστηκε ξανά έως την αναχώρησή του από τη χώρα καταγωγής του. Ο Αιτητής διέμενε για περίοδο 6 μηνών στην πόλη Abuja. Ως τελευταίος τόπος διαμονής  πριν την αναχώρησή του δήλωσε την πολιτεία Imo (ερυθρό 26 – 1Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Ανέφερε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 29/01/2021 και αφίχθηκε στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές της Κύπρου για σπουδές μέσω της Τουρκίας κι έπειτα, εισήλθε παράνομα με αυτοκίνητο στις ελεγχόμενες περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας τον Φεβρουάριο του 2021.

 

Στην αίτησή του δήλωσε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω της ομάδας Boko Haram η οποία δρούσε στην περιοχή όπου διέμενε ο Αιτητής και διέπραττε δολοφονίες και φθορές των περιουσιών των ντόπιων. Επίσης, ανέφερε ότι όλα αυτά τα συμβάντα ξεκίνησαν στις 14/04/2014 όπου η Boko Haram διέπραξε βομβιστική επίθεση στην περιοχή όπου διέμενε στην Abuja και δεκάδες άνθρωποι σκοτώθηκαν ή νοσηλεύτηκαν. Στην εν λόγω επίθεση έχασε όλους τους οικείους του. Ο Αιτητής αναχώρησε από την εν λόγω περιοχή και στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε και νέα επίθεση από την Boko Haram όπου σκοτώθηκε ο χρηματοδότης του, όπως τον αναφέρει ο ίδιος, και ως εκ τούτου αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του και να αιτηθεί διεθνή προστασία στην Κυπριακή Δημοκρατία. Τέλος, ανέφερε ότι δεν έχει άλλο μέρος ώστε να μεταβεί.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής του εξαιτίας των απειλών που δεχόταν για τη ζωή του από την Boko Haram. Ανέφερε, επίσης, ότι η ίδια ομάδα σκότωσε τον πατέρα του και πραγματοποιεί βομβιστικές επιθέσεις σε όλη τη χώρα. Ο Αιτητής ερωτήθηκε πολλαπλές φορές για το λόγο που η εν λόγω ομάδα τον στοχοποίησε προσωπικά ωστόσο ο ίδιος δεν έδωσε συγκεκριμένο λόγο αναφέροντας γενικά ότι τον απειλούσαν επειδή ήταν ο μόνος υιός που είχε ο πατέρας του (ερυθρό 30 – 2Χ του διοικητικού φακέλου). Επίσης, ανέφερε ότι δέχθηκε απειλές δύο φορές, η πρώτη ήταν το 2006 όταν σκοτώθηκε ο πατέρας του όπου μέλη της Boko Haram αναζητούσαν τον Αιτητή για να τον σκοτώσουν στην οικία του ωστόσο όταν δεν τον εντόπισαν σκότωσαν τον πατέρα του (ερυθρό 30 – 2Χ & 29 – 1Χ του διοικητικού φακέλου). Η δεύτερη φορά οπότε δέχθηκε απειλές ήταν το 2016 μετά την επίθεση της συγκεκριμένης ομάδας στην πόλη Abuja και όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να αναφέρει λεπτομέρειες ο ίδιος δήλωσε ότι δεν υπάρχει κάτι περαιτέρω να δηλώσει καθότι διέπραξαν και πάλι βομβιστική επίθεση (ερυθρό 29 – 1Χ & 28 του διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής ανέφερε ότι δέχθηκε απειλές σε προσωπικό επίπεδο ωστόσο δεν δίδει οιανδήποτε περαιτέρω λεπτομέρεια (ερυθρό 29 – 1Χ του διοικητικού φακέλου) και στη συνέχεια ανέφερε ότι κατά το συμβάν του 2016 δε δέχθηκε προσωπική απειλή απλώς έτυχε να βρίσκεται στην Abuja  κατά τη διάρκεια της επίθεσης (ερυθρό 28 του διοικητικού φακέλου). Σε σχετικές ερωτήσεις ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία σχετικά με τις ισχυριζόμενες απειλές καθότι φοβάται να εμπλακεί με την αστυνομία ωστόσο δεν έδωσε περαιτέρω εξηγήσεις για από που πηγάζει ο εν λόγω φόβος (ερυθρό 29 – 1Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Στη συνέχεια ο λειτουργός υποβάλλει στον Αιτητή περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τα συμβάντα που έχει επικαλεστεί. Ο Αιτητής συνεχίζει να μην αναφέρει επαρκείς λεπτομέρειες και φαίνεται να μπερδεύει ημερομηνίες, τοποθεσίες και να μην είναι σε θέση να απαντήσει σε κάποιες ερωτήσεις. Ερωτήθηκε ξανά αναφορικά με το πρώτο συμβάν το 2006 επαναλαμβάνοντας όσα ήδη ανέφερε χωρίς περαιτέρω πληροφορίες (ερυθρό 27 του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το συμβάν του 2016 ο Αιτητής ανέφερε ότι η Boko Haram διέπραξε βομβιστική επίθεση σε γειτονική περιοχή όταν ο ίδιος βρισκόταν στην Abuja ωστόσο δήλωσε επανειλημμένως ότι ο ίδιος δεν έχει βιώσει κάποιο περιστατικό προσωπικά το οποίο να σχετίζεται με την εν λόγω ομάδα αλλά ούτε και υπήρξε μάρτυρας της κάποιου περιστατικού διαπραχθέντος από τη Boko Haram (ερυθρό 26 του διοικητικού φακέλου). Επίσης, ο Αιτητής κληθείς να περιγράψει οιονδήποτε περιστατικό το οποίο να αφορά την εν λόγω ομάδα ωστόσο ο ίδιος δεν προέβη σε οποιαδήποτε σχετική δήλωση (ερυθρό 26 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, από τον Αιτητή ζητήθηκε να δώσει γενικές πληροφορίες σχετικά με την εν λόγω ομάδα, Boko Haram, ωστόσο ο Αιτητής δεν είχε καμία τέτοια σχετική γνώση (ερυθρό 25 – 1Χ του διοικητικού φακέλου).

 

Ο Αιτητής σε σχετικές ερωτήσεις ανέφερε ότι θα μπορούσε να μετεγκατασταθεί μόνο σε κοντινά χωριά ωστόσο δεν το έπραξε διότι διέμενε με το φίλο του έως την αναχώρησή του και δεν εξήγησε πως θα μπορέσουν να τον εντοπίσουν και να τον δολοφονήσουν (ερυθρά 25 – 24 του διοικητικού φακέλου), ενώ στην ερώτηση πως θα τον σκοτώσουν απάντησε υποθετικά αναφέροντας ότι είναι πιθανό να το πράξουν με όπλο (ερυθρό 24 του διοικητικού φακέλου). Τέλος, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν είναι σε θέση να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του επειδή κινδυνεύει η ζωή του και μπορούν να τον εντοπίσουν ανά πάσα στιγμή (ερυθρό 24 του διοικητικού φακέλου).

 

Στην εισήγηση του ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε συνολικά δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε την ταυτότητα, την περιοχή καταγωγής και τελευταίας διαμονής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή, και ο δεύτερος ισχυρισμός ότι η ομάδα Boko Haram απειλεί τη ζωή του και σκότωσε τον πατέρα του το 2006.

 

Ο πρώτος εξ' αυτών, ο οποίος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα προσωπικά στοιχεία του Αιτητή έγινε δεκτός, καθώς όσα δήλωσε ο Αιτητής διασταυρώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ενώ δεν προέκυψαν στοιχεία περί του αντιθέτου. 

 

Ο δεύτερος ωστόσο ισχυρισμός του Αιτητή ότι η ομάδα Boko Haram απειλεί τη ζωή του και σκότωσε τον πατέρα του το 2006, δεν έγινε αποδεκτός. Ο λειτουργός έκρινε πως ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει ικανοποιητικές και επαρκείς πληροφορίες σε θέματα που άπτονται στον πυρήνα του αιτήματος του. Κλήθηκε να δώσει περισσότερες πληροφορίες για τα πιο πάνω γεγονότα και συγκεκριμένα για συμβάντα που έλαβαν χώρα τα έτη 2006 και 2016, μέσω των οποίων υπέπεσε σε αντιφάσεις, ασάφειες, αοριστίες και έλλειψη επαρκών πληροφοριών και γενικολογίες. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι το 2006 ο πατέρας του δολοφονήθηκε από την βομβιστική επίθεση της Boko Haram η οποία εισέβαλε στο σπίτι του Αιτητή, ωστόσο ο Αιτητής δεν προώθησε περαιτέρω λεπτομέρειες καθότι δεν ήταν παρόν στο εν λόγω συμβάν (ερυθρά 28 – 1Χ & 27 – 1Χ του διοικητικού φακέλου).  Επίσης, ο Αιτητής όταν ερωτήθηκε πιο συγκεκριμένα για τις απειλές που δέχθηκε από την εν λόγω ομάδα απάντησε με ασυνέπεια ότι υπήρξαν δύο συμβάντα. Η πρώτη ήταν μετά το θάνατο του πατέρα του το 2006 ωστόσο ο Αιτητής κληθείς να δώσει λεπτομέρειες ανέφερε απλά ότι αφού δολοφονήθηκε ο πατέρας του ήταν λογικό επόμενο να κυνηγούν τον ίδιο. Παρά τις δηλώσεις του δεν ήταν σε θέση να δικαιολογήσει την απάντησή του διότι  ο πατέρας του δεν στοχοποιήθηκε προσωπικά αλλά ήταν θύμα της βομβιστικής επίθεσης που έλαβε χώρα στην περιοχή γενικότερα (ερυθρό 29 – 1Χ του διοικητικού φακέλου). Αναφορικά με το δεύτερο συμβάν το 2016 ο Αιτητής ανέφερε ότι η Boko Haram βομβάρδισαν μία γειτονική περιοχή όταν ο ίδιος βρισκόταν στην Abuja ωστόσο δήλωσε ότι δεν έχει βιώσει ο ίδιος προσωπικά κανένα περιστατικό που να σχετίζεται με την εν λόγω ομάδα αλλά ούτε υπήρξε μάρτυρας και επιπλέον ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει κανένα περιστατικό αναφορικά με την Boko Haram (ερυθρό 26 – 1Χ του διοικητικού φακέλου). Τέλος, και όσον αφορά τις πληροφορίες που ζητήθηκαν από τον Αιτητή σχετικά με την ομάδα Boko Haram και ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να προωθήσει ο αρμόδιος λειτουργός το έκρινε μη αναμενόμενο για μία ομάδα η οποία υφίσταται και δρα εναντίον των πολιτών σχεδόν για 20 χρόνια στη Νιγηρία.

 

Ο λειτουργός κατέληξε ότι η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δε στοιχειοθετείται.

 

Ο λειτουργός ανέτρεξε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης αναφορικά με την ομάδα Boko Haram, τη δράση της και τις επιθέσεις που διαπράττει και διαπίστωσε ότι επιβεβαιώνεται η επιθετική της δράση ωστόσο καταλήγει ότι ένεκα της έλλειψης στοιχειοθέτησης της εσωτερικής αξιοπιστίας του Αιτητή ο ισχυρισμός χρήζει απόρριψης.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, βάσει του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.  

 

Αναφορικά με τον κίνδυνο που δύναται να προκύψει για τον Αιτητή εξαιτίας της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην πολιτεία Imo, η οποία ήταν ο τελευταίος τόπος διαμονής του Αιτητή στη χώρα καταγωγής του κι όπου αναμένεται να επιστρέφει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, παρατηρήθηκε από τον λειτουργό ότι σύμφωνα με έκθεση του ACCORD, ότι το Imo State  δεν ανήκει στις περιοχές οι οποίες έχουν επηρεαστεί από κάποιο ένοπλη σύρραξη.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε προσφυγικό καθεστώς υπό την έννοια του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο  φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο, αφού οι συνδεόμενοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό του απορρίφθηκε.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η καταγωγή του, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, πιθανολογείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα.

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο  αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τον αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την πολιτεία Imo. Επί τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη λόγω αδιάκριτης βίας. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν  μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνεπώς το αίτημά του απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τoν εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, αφού  δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και προς επίρρωση των ισχυρισμών του, ο λειτουργός προέβη σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης η οποία επιβεβαίωσε τα όσα σχετικά ανέφερε ο Αιτητής.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι αναχώρησε από τη χώρα καταγωγής του λόγω φόβου για τη ζωή του εξαιτίας των απειλών που δεχόταν από την ομάδα Boko Haram από το 2006 οπότε δολοφόνησαν τον πατέρα του μέλη της εν λόγω ομάδας αξιολογήθηκαν ως ασυνεπείς, αόριστες, ασαφείς, αντιφατικές και μη ευλογοφανείς για τους λόγους που αναλύθηκαν εκτενώς στην προσβαλλόμενη. Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση σε  να παραθέσει σαφείς και λεπτομερείς περιγραφές και στην ουσία περιορίστηκε σε ένα αόριστο αφήγημα και σε ελλιπείς απαντήσεις. Επιπρόσθετα, κατά την αξιολόγηση της εσωτερικής του αξιοπιστίας, το Δικαστήριο διαπίστωσε όλα τα σημεία αναξιοπιστίας τα οποία αναφέρονται στην Έκθεση – Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού.

Βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο καταλήγει στο ίδιο συμπέρασμα με τον λειτουργό και ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιόν μου διαδικασία.

Εν πάση περιπτώσει  κρίνω ότι ο λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, στην έκθεση-εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή  και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αξιοπιστία του δεν κρίνεται ως ικανοποιητική και ως εκ τούτου ορθά δεν παραχωρήθηκε το ευεργέτημα της αμφιβολίας, όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.

Έχει, πολλάκις, νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (AMIRI  ΚΑΙ ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ Κ.Α. (2009 3 Α.Α.Δ. 358). Στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, "Το ευεργέτημα της αμφιβολίας πρέπει  να δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί και εξετασθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντος. Οι ισχυρισμοί του αιτούντος πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην έρχονται σε αντίφαση με γεγονότα που είναι γενικά γνωστά σε όλους".

Επομένως, ορθά δεν παραχωρήθηκε σε αυτόν το ευεργέτημα της αμφιβολίας και ορθά ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του για διεθνή προστασία.

Περαιτέρω, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την πολιτεία Imo, το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Στην τελευταία έκδοση καθοδηγητικής έκθεσης (Country Guidance) για τη Νιγηρία διαπιστώνεται ότι στην πολιτεία Imo, ως έχει κατηγοριοποιηθεί, δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά από περιστατικά που συνιστούν απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.[1]

Προκειμένου να ολοκληρωθεί η εικόνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 22/03/2023 έως 22/03/2024, καταγράφηκαν στην πολιτεία Imo  93 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια 164 ανθρώπινων ζωών. Αναλυτικότερα, έχουν καταγραφεί, 34 περιστατικά μαχών (με 71 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 52 περιστατικά βίας κατά των αμάχων πολιτών (με 93 απώλειες ανθρώπινων ζωών), 3 εκρήξεις/βία ασκηθείσα εξ αποστάσεως (με καμία απώλεια ανθρώπινης ζωής), και 4 εξεγέρσεις (με καμία απώλεια ανθρώπινης ζωής).[2] Δεδομένου δε ότι ο πληθυσμός της   πoλιτείας Imo ανέρχεται στα 5.459.300 σύμφωνα με την τελευταία επίσημη καταμέτρηση του 2022[3], καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε να μπορεί να συναχθεί ότι ο Αιτητής θα εκτεθεί σε κίνδυνο σοβαρής βλάβης λόγω αδιάκριτης βίας εάν επιστρέψει στον τόπο προηγούμενης συνήθους διαμονής του.

Τα εν λόγω στοιχεία καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Από τα πιο πάνω, δεν προκύπτει οτιδήποτε που να δημιουργεί τέτοιες προϋποθέσεις ώστε, σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή στην περιοχή συνήθους διαμονής του στην πολιτεία Imo της Νιγηρίας, να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας του και μόνο στην εν λόγω περιοχή, αφού πρόκειται για άμαχο πολίτη, αλλά ούτε και πραγματικός κίνδυνος να υποστεί θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του στη χώρα καταγωγής του.

Εξετάζοντας περαιτέρω τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, παρατηρώ ότι αυτός είναι άνδρας νεαρής ηλικίας, υγιής, ο οποίος έχει λάβει τη βασιή εκπαίδευση στη χώρα του και ικανός προς εργασία. Επομένως, λαμβάνοντας υπόψιν επίσης και τις ιδιαίτερες περιστάσεις του Αιτητή, οι οποίες δεν παρουσιάζουν δείκτες ευαλωτότητας, θεωρώ ότι δεν εγείρονται ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτός θα διατρέξει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Νιγηρία ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ήταν το αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

Συνεπώς, κρίνω, με βάση τα ανωτέρω, ότι οι λόγοι ακυρώσεως της προσβαλλόμενης απόφασης δεν ευσταθούν και απορρίπτονται.

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ. 26/05/2023 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση.

                                           

 

 

 

 Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] European Union Agency for Asylum (EUAA), Country Guidance: Nigeria, p. 126 – 127, October 2021, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-nigeria-october-2021 (assessed on 27/03/2024)

[2] Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), Εφαρμοζόμενες παράμετροι: Western Africa: Nigeria: Imo State, 22/03/2023 – 22/03/2024, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (assessed on 27/03/2024)

[3] City Population, Africa: Nigeria: Imo State, https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA017__imo/  (assessed on 27/03/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο