ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υποθ. Αρ.: 2370/2023

28 Μαρτίου  2024

[Β. ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ-KΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με τάρθρο146 του Συντάγματος

 Μεταξύ:

O.H.O Εκ  Νιγηρίας

Αιτητής

-και- 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Κ. Κουππαρή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή.

Θ. Παπανικολάου (κα), Δικηγόρος για τους Καθ’ ων η Αίτηση.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δήλωση και/ή απόφαση και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 29/04/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 28/06/2023 και με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παροχή Διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 6(Ι)/2000 είναι παράνομη, άκυρη και στερείται κάθε νόμιμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου που βρίσκονται ενώπιον μου, ο Αιτητής είναι υπήκοος Νιγηρίας και στις 16/05/2022 συμπλήρωσε αίτηση διεθνούς προστασίας, αφού προηγουμένως εισήλθε παράνομα στη Δημοκρατία.

Στις 25/04/2023 διεξήχθη συνέντευξη στον Αιτητή από  αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Άσυλου ο οποίος υπέβαλε  Έκθεση-Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στις 26/04/2023, εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος του Αιτητή.

Στις 29/04/2023 ο δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, ενέκρινε την πιο πάνω Έκθεση-Εισήγηση αποφασίζοντας  την απόρριψη της αίτησης διεθνούς προστασίας του Αιτητή και εξέδωσε απόφαση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Στις 27/06/2023 εκδόθηκε απορριπτική του αιτήματος του Αιτητή  επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου συνοδευόμενη από αιτιολόγηση της απόφασής της, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή  στις 28/06/23.

Στις 04/10/2023 ο Αιτητής καταχώρισε την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής, δια της δικηγόρου του, προβάλει  διάφορους νομικούς ισχυρισμούς προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης, οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με τα επίδικα γεγονότα, και οι περισσότεροι εκ των οποίων δεν προωθούνται με τη Γραπτή Αγόρευση. Κατά τη Γραπτή της Αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει ότι δεν διεξήχθη δέουσα έρευνα και ορθή αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου, ότι εσφαλμένα δεν δόθηκε στον Αιτητή διερμηνέας στη γλώσσα που κατανοεί. Περαιτέρω η απόφαση πάσχει λόγω αναρμοδιότητας του εξουσιοδοτημένου από τον αρμόδιο Υπουργό λειτουργό να λαμβάνει αποφάσεις . Συγκεκριμένα προβάλλει παραβίαση των άρθρων 30 του Συντάγματος , του άρθρου 13 Α(7) ΚΑΙ 18(1) του περί Προσφύγων  Νόμου ωστόσο αυτoί οι ισχυρισμοί  δεν είναι δικογραφημένοι .

Η δικηγόρος των Καθ’ ων η Αίτηση, με τη Γραπτή της Αγόρευση, αιτείται την απόρριψη του συνόλου των ισχυρισμών λόγω παραβίασης του άρθρου 7 του Κανονισμού του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 ως γενικοί και αόριστοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτιμήσεως. Παράλληλα, αντιτείνει ότι η επίδικη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, μετά από δέουσα έρευνα και σωστή ενάσκηση των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ’ ων η αίτηση και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. 

Στην Απαντητική της Αγόρευση, η συνήγορος του Αιτητή επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς της Γραπτής της Αγόρευσης περί έλλειψης δέουσας έρευνας για υπαγωγή του Αιτητή στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας, παραθέτοντας πηγές πληροφόρησης για τους ομοφυλόφιλους στη Νιγηρία.

Κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων, ημερομηνίας 13/09/2023 η συνήγορος του Αιτητή δήλωσε ότι υιοθετεί τα όσα προέβαλε με την αίτηση και την απαντητική της αγόρευση και η συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση δήλωσε ότι υιοθετεί τα όσα επικαλέστηκε με την Ένσταση και τη Γραπτή της Αγόρευση.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι τα νομικά σημεία που εγείρονται στην αίτηση ακύρωσης της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης από την συνήγορο του Αιτητή εγείρονται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακυρώσεως της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανωτάτου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται και εξειδικεύονται πλήρως.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης συγκεκριμένων νόμων και Γενικών Διοικητικών Αρχών  χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή.» Επομένως, συμφωνώ με τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση ως προς τούτο.

Επίσης έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγείρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στο πλαίσιο των γραπτών αγορεύσεων. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636:

«Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγόρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία.»

Σχετική είναι και η υπόθεση Σπύρου και Άλλων ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 571/94 κ.α., ημερ. 22.11.1995,  σελ. 4.

«Το γεγονός ότι το άρθρο 146.1. του Συντάγματος καταγράφει ως αιτίες ακυρό­τητας την αντίθεση προς τις διατάξεις του Συντάγματος, ή του Νόμου και την υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας, δεν σημαίνει ότι αρκεί η γενική επίκληση κά­ποιας από αυτές χωρίς άλλο. Η ταξινόμηση κάποιου νομικού λόγου ως υπαγό­μενου στα πιο πάνω, είναι εγχείρημα ουσίας που προϋποθέτει την έγερσή του σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις».

Επιπλέον, οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής. Ως εκ τούτου, όλοι οι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση θεωρούνται νομολογιακά εγκατελειφθέντες και δεν δύνανται να τύχουν εξέτασης από το δικαστήριο.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) Φ3 Α.Α.Δ. 598) εξετάζονται μόνο οι ισχυρισμοί του Αιτητή οι οποίοι εξειδικεύονται δεόντως στο εισαγωγικό δικόγραφο και αναπτύσσονται επαρκώς στις αγορεύσεις που επακολούθησαν. Εν προκειμένω, η συνήγορος του Αιτητή προβάλλει διάφορους λόγους ακύρωσης, χωρίς ωστόσο να δικογραφεί  κανέναν από αυτούς.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά ωστόσο με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί της αναρμοδιότητας του εξουσιοδοτημένου λειτουργού  κ. Κ. Αλκείδη να αποφασίζει επί των αιτήσεων διεθνούς προστασίας, παρέλκει οποιοσδήποτε σχολιασμός εφόσον καταδεικνύεται ότι  ο αρμόδιος λειτουργός που εξέτασε και αποφάσισε επί της προσβαλλόμενης ήταν άλλος από τον εν λόγω λειτουργό ήτοι ο κος  Α. Αγρότης . Συνεπώς ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίπτεται.

 

Περαιτέρω αναφορικά με τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Δικαστήριο εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. Απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. The Republic (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης» (Δημοκρατίας ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων), Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 868, ημερομηνίας 13.12.90).

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλλει με την παρούσα προσφυγή.

Ειδικότερα, ο Αιτητής είναι ενήλικος υπήκοος Νιγηρίας, γεννηθείς στις 03/10/2001, και είναι ανύπαντρος. Δήλωσε ότι κατάγεται από την πόλη Ozubulu της πολιτείας Anambra, και τελευταία περιοχή διαμονής του την πόλη Onitsha της πολιτείας Anambra. Ανέφερε ότι για μικρά χρονικά διαστήματα διέμεινε και στις πολιτείες: Taraba, Lagos και Abia εξαιτίας των εργασιών που έκανε (Π.Β. ερυθ. 19. IX, 2Χ, 16. 5Χ, 15. IX, 2Χ). Ως προς την οικογένεια του η οποία βρίσκεται στη Νιγηρία ανέφερε ότι η μητέρα του αποβίωσε όταν ο ίδιος ήταν 5 ετών, και δε γνωρίζει το λόγο εξαιτίας του ότι ήταν πολύ νεαρός, ενώ ο πατέρας του αποβίωσε το 2008 εξαιτίας του ότι ήταν άρρωστος. Πρόσθεσε, ότι ο μόνος συγγενείς που έχει είναι ο θείος του από την πλευρά του πατέρα του (Π.Β. ερυθ. 16. IX, 2Χ).

Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής  ανέφερε ότι αποφοίτησε από το δημοτικό σχολείο στην πόλη καταγωγής του, προσθέτοντας ότι δε συνέχισε τις σπουδές του εξαιτίας του ότι η οικογένεια του δε μπορούσε να τις καλύψει οικονομικά. (Π.Β. ερυθ. 17. IX, 2Χ). Κατά τη διάρκεια παραμονής του στην Νιγηρία πωλούσε μοτοποδήλατα από το 2019 μέχρι το Φεβρουάριο του 2022 αφού σταμάτησε εξαιτίας της γενικής κατάστασης που επικρατεί στη χώρα του (Π.Β. ερυθ. 16. 3Χ, 4Χ). Εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 27/03/2022 και ταξίδεψε αεροπορικώς στις κατεχόμενες από την Τουρκία και μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές με φοιτητική άδεια παραμονής, από τις οποίες διήλθε στην στις ελεγχόμενες περιοχές της Κυπριακή Δημοκρατία στις 03/04/2022. Ο Αιτητής  δήλωσε ότι δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα με τις αρχές της χώρας του κατά την έξοδο του από τη Νιγηρία (Π.Β. ερυθ. 19. 3Χ, 15. 3Χ-5Χ). Ο Αιτητής  ανέφερε  ότι δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα με τις αρχές της χώρας του κατά την έξοδο του από τη Νιγηρία (Π.Β. ερυθ. 19. 3Χ, 15. 3Χ-5Χ).

Με την αίτηση του δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα του καθότι άγνωστες ομάδες  εισβάλλουν και  σκοτώνουν νέους στη περιοχή του .

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο λόγος που αποφάσισε να φύγει από τη Νιγηρία ήταν εξαιτίας της κρίσης που υφίσταται στη χώρα του. Συγκεκριμένα σχολίασε ότι ο θείος του τον είχε συμβουλεύσει πως εάν επιθυμεί να μείνει ασφαλής θα είναι καλύτερα να φύγει. Ισχυρίστηκε ότι στη χώρα του υπάρχουν πολλοί σκοτωμοί ειδικά στους νέους και ότι είναι δύσκολο να επιβιώσει κάποιος  εάν δεν έχει χρήματα.

 

Σύμφωνα με τον διοικητικό φάκελο και όλα τα στοιχεία που έχω ενώπιόν μου ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι κατάγεται από την πόλη Ozubulu της πολιτείας Anambra, και τελευταία περιοχή διαμονής του την πόλη Onitsha της πολιτείας Anambra. Ο  αρμόδιος λειτουργός  αποδέχτηκε τον ισχυρισμό του Αιτητή αναφορικά με την καταγωγή του, καθότι ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς πληροφορίες για τον τόπο διαμονής του, οι οποίες διασταυρώθηκαν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι  στη χώρα του η γενική κατάσταση που επικρατεί δεν είναι ασφαλής προέβαλε ότι από το 2017 η επιβίωση στην κοινότητα του είναι μια ταλαιπωρία, δίνοντας ως παράδειγμα της επιθέσεις που γίνονται στις εκκλησίες όπου σκοτώνεται κόσμος. Είναι η θέση του αρμόδιου λειτουργού οτι από αυτήν τη δήλωση δε διαφαίνεται ο Αιτητής να ήταν προσωπικός στόχος για οποιονδήποτε λόγο, αφού αναφέρθηκε στη γενικότερη κατάσταση της χώρας του και ότι δεν υπάρχει άλλος λόγος που  τον είχε ωθήσει να φύγει από τη Νιγηρία και ότι θα μπορέσει να επιστρέφει εφόσον καλυτερεύσει η  κατάσταση στη χώρα του.

 

Σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που χρησιμοποίησε ο αρμόδιος λειτουργός της  στις οποίες ανέτρεξε και το παρόν Δικαστήριο, διαπιστώθηκε πως η κυβέρνηση στη Νιγηρία εμπλέκεται σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις κατά των μη κρατικών ένοπλων ομάδων Μπόκο Χαράμ και του Ισλαμικού Κράτους στην επαρχία της Δυτικής Αφρικής (ISWAP) (Π.Β. ερυθ. 21) ωστόσο  προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός ορθά   συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, αφού οι  ισχυρισμοί του προέκυψαν κατόπιν σχετικής έρευνας,  δεν απέδειξε οτι υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για ένα άμαχο να επηρεαστεί μόνο με την παρουσία του εκεί.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, και ως προς το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε προσφυγικό καθεστώς υπό την έννοια του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ο λειτουργός  συνήγαγε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο  φόβο δίωξης για έναν από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο ανωτέρω άρθρο αφού οι συνδεόμενοι ισχυρισμοί απορρίφθηκαν στο σύνολό τους. Ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό του απορρίφθηκε.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός της EUAA έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, ήτοι η ταυτότητα και η καταγωγή του, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Νιγηρία, πιθανολογείται ότι ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα.

Αναφορικά δε με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητής στο Άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο καταγωγής και τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, με βάση τον αποδεκτό ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την ταυτότητα και την καταγωγή του. Επί τούτου, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα κατά την οποία διαπιστώθηκε ότι στο τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του Αιτητή, παρόλο που εντοπίζεται αριθμός περιστατικών βίας, η βία δεν φτάνει σε επίπεδα που θα ήταν εύλογο να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί μεταχείριση που ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη μόνο με την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία. Ως εκ τούτου, ο λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν  μπόρεσε να θεμελιώσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια του Άρθρου 19 (2) (γ) και συνεπώς το αίτημά του απορρίφθηκε και ως προς την πιθανότητα υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ’ ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Καταρχάς κρίνω ότι, ορθά ο λειτουργός  διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τoν εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, αφού οι δηλώσεις του αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό χαρακτηρίζονται από σαφήνεια, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης. Λαμβάνεται επίσης υπόψη, ως προς το σκέλος του ισχυρισμού που αφορά τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ότι, προς επίρρωση των ισχυρισμών του, εκείνος προσκόμισε επίσημο ταυτοποιητικό έγγραφο από τη χώρα καταγωγής του (διαβατήριο). 

Με βάση τις πληροφορίες/δεδομένα που αφορούν τα αποδεκτά πραγματικά περιστατικά που προέκυψαν στο αίτημα του Αιτητή και λαμβάνοντας υπόψη, μετά από εξατομικευμένη εξέταση του αιτήματος του, το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, ότι δεν παρουσιάζει θέματα ευαλωτότητας καθώς και το γεγονός ότι δεν διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί στη χώρα καταγωγής του οποιοσδήποτε μορφής δίωξη ή σοβαρή βλάβη, κρίνεται ότι δεν υπάρχουν εύλογοι/βάσιμοι λόγοι σε περίπτωση που επιστρέφει στη χώρα καταγωγής του και ειδικότερα στη πολιτεία Anambra, να αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Ειδικότερα, αναφορικά με το προσωπικό προφίλ του Αιτητή, διαπιστώνεται πως πρόκειται για υγιή ενήλικα, ο οποίος έχει λάβει στοιχειώδη μόρφωση στη χώρα καταγωγής του και δεν παρουσιάζει στοιχεία ευαλωτότητας.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό του Αιτητή περί του φόβου του σε σχέση με τη γενικότερη κατάσταση που επικρατεί στη χώρα του Αιτητή κατά την εξέταση της αξιοπιστίας του αιτητή ορθά η ανάλυση έγινε με βάση το ότι  ο Αιτητής δεν προέκβαλε οποιοδήποτε ισχυρισμό που να  αφορά προσωπικά τον ίδιο. Συγκεκριμένα, σε όλη την έκταση τόσο της ελεύθερης αφήγησης των ισχυρισμών του, όσο και στις ερωτήσεις που ακολούθησαν επ’ αυτών, ο Αιτητής δεν αναφέρθηκε σε προσωπικές περιστάσεις  που να δικαιολογούν την υπαγωγή του  στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Κατά την διάρκεια της συνέντευξης δεν γίνεται επίκληση κατά τρόπο ειδικό και συγκεκριμένο οιωνδήποτε κρίσιμων στοιχείων και περιστατικών από τα οποία να μπορεί να τεκμηριωθεί κατά τρόπο αρκούντως σαφή και συγκεκριμένο η συνδρομή πραγματικού, προσωπικού και ενεστώτος κινδύνου.

Μετά από προσεκτική εξέταση των όσων ο Αιτητής ισχυρίστηκε κατά την διάρκεια της συνέντευξης του διαπιστώνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν αντιμετώπιζε οποιουδήποτε είδους δίωξη στη χώρα του και ότι η περίπτωσή του δεν πληρούσε τις υπό του Νόμου προβλεπόμενες προϋποθέσεις για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα.

Συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο λειτουργός στη βάση του αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε αναφορικά με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

Σημειώνεται πως λόγω του ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής απορρίφθηκαν στο σύνολό τους, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στηνυπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v.Staatssecretarisvan Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[1]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ’ οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής[1]. Ως προς τη γενική κατάσταση στην περιοχή τελευταίας διαμονής του (πόλη Onitsha, πολιτεία Anambra), πληροφορίες καταδεικνύουν ότι δεν υφίστανται συνθήκες αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Εν προκειμένω, αναφορικά με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ήτοι την περιοχή Onitsha της πόλης Anambra το Δικαστήριο προχώρησε σε επικαιροποιημένη έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες.

Ο τόπος συνήθους διαμονής του Αιτητή, ανήκει γεωγραφικά στην πολιτεία Anambra, η οποία με τη σειρά της γεωγραφικά ανήκει στην νοτιοανατολική ζώνη της Νιγηρίας.[2] Σύμφωνα με το portal του Rule of Law in Armed Conflict (RULAC), πρωτοβουλία της Ακαδημίας της Γενεύης για το Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, η Νιγηρία είναι αναμεμειγμένη σε δύο παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συρράξεις, με τις μη κρατικές ένοπλες ομάδες Boko Haram και Islamic State in West Africa Province (ISWAP).[3] Από τη μια, το ISWAP είναι μια σουνιτική ισλαμική εξτρεμιστική ομάδα που η δραστηριότητά της εντοπίζεται στη βορειοανατολική Νιγηρία και στη νότια λεκάνη της λίμνης Chad της χώρας, στις βόρειες συνοριακές περιοχές της Νιγηρίας με τον Νίγηρα και το Καμερούν, ενώ περί το έτος 2021 φαίνεται ότι η δραστηριότητά του επεκτάθηκε προς τα νότια της χώρας καταγωγής του Αιτητή.[4] Εν συνεχεία, αναφορικά με την Boko Haram καταγράφεται ότι οι επιθέσεις της σημειώνονται κυρίως στις βορειοανατολικές, βορειοκεντρικές και κεντρικές πολιτείες της χώρας καταγωγής του Αιτητή και στοχεύουν κυρίως την αστυνομία, το στρατό και την κυβέρνηση, αλλά και χριστιανικές εκκλησίες και σχολεία όπως και Μουσουλμάνους που ασκούν κριτική στην εν λόγω ομάδα. Σύμφωνα με τον χάρτη που είναι αναρτημένος στη σελίδα Britannica η πολιτεία Anambra δεν ανήκει στις πολιτείες όπου δραστηριοποιείται κυρίως η Boko Haram.[5]

Σύμφωνα με έκθεση της EUAA για το 2020, στην πολιτεία Anambra σημειώθηκαν αρκετές διακοινοτικές ("intercommunal") αντιπαραθέσεις οι οποίες σχετίζονταν με τη γη και τους πόρους. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, κύριοι δρώντες που επηρέασαν την κατάσταση ασφαλείας της πολιτείας (state), υπήρξαν οι αστυνομικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της ομάδας SARS, άγνωστες ένοπλες και κοινοτικές πολιτοφυλακές ("communal militias"), αδελφότητες ("cults"), και κοινότητες αγροτών και βοσκών που συγκρούονταν για τη γη. Περαιτέρω, στην πολιτεία (state) Anambra ήταν διάσπαρτη η εγκληματική δραστηριότητα, ενώ καταγράφηκε και δράση υπέρ της Biafra.[6]

Σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία από τη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project), από τις 22/03/2023 μέχρι και τις 22/03/2024, στην πολιτεία Anambra της Νιγηρίας όπου ανήκει γεωγραφικά ο τόπος διαμονής του Αιτητή, Onitsha, η βάση δεδομένων κατέγραψε 86 περιστατικά ασφαλείας με 105 απώλειες ανθρώπινων ζωών. Από τα προαναφερθέντα τα 37 καταγράφηκε ως μάχη (με 54 απώλειες ανθρώπινων ζωών), τα 37 ως βία κατά αμάχων πολιτών (με 38 απώλειες ανθρώπινων ζωών), τα 2 ως εκρήξεις/βία ασκηθείσα εξ αποστάσεως (με καμία απώλεια ανθρώπινης ζωής) και τα 10 ως εξεγέρσεις (με 13 απώλειες ανθρώπινων ζωών).[7]

Σημειωτέον δε ότι ο πληθυσμός της γενικότερης της πολιτείας Anambra ανέρχεται σε 5.953.500 σύμφωνα με την τελευταία επίσημη καταμέτρηση του 2022.[8] Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας, καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.

Τέλος, ως προκύπτει δε από την έκθεση της EASO τον Οκτώβριο του 2021, η Anambra είναι μια από τις πολιτείες όπου γενικά δεν διαπιστώνεται πραγματικός κίνδυνος για έναν άμαχο να επηρεαστεί προσωπικά με βάση την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας.[9]

Στη βάση των παραπάνω δεν προκύπτει ότι με την επιστροφή του στη Νιγηρία ο Αιτητής θα έλθει αντιμέτωπος με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας του, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης βάσει του άρθρου 19 (2) (γ).

Τέλος, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών, στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου, καθόρισε με την Κ.Δ.Π. 166/2023 τη χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νιγηρία) ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας.

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Περαιτέρω σύμφωνα με τις διεθνής εξωτερικές πηγές και τη γενική κατάσταση ασφαλείας επιβεβαιώνεται η απουσία πραγματικού φόβου επιστροφής για τον Αιτητή στη χώρα καταγωγής του.

Επί τη βάσει όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε έπειτα από δέουσα, πλήρη και εξατομικευμένη έρευνα και αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης και των δηλώσεων που προέβαλε ο Αιτητής τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία. Συναφώς λοιπόν καταλήγω στην απόρριψη του προβαλλόμενου λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας εκ των Καθ’ ων η αίτηση, όπως αυτός προβλήθηκε από την ευπαίδευτη συνήγορο του Αιτητή.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ’ ων η Αίτηση.

                            

 

  Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)

[2] UK Home Office - GOV.UK, 'Guidance Country policy and information note: separatist groups in the South-East, Nigeria: 1.2.1, last update: 12/08/22,  https://www.gov.uk/government/publications/nigeria-country-policy-and-information-notes/country-policy-and-information-note-separatist-groups-in-the-south-east-nigeria-march-2022-accessible (assessed on 28/3/24)

[3] Rulac, 'Nigeria', last updated: 10/11/22, https://www.rulac.org/browse/countries/nigeria (assessed on 28/3/24)

[4] Australian National Security, 'Islamic State West Africa Province', last updated: 03/07/23, https://www.nationalsecurity.gov.au/what-australia-is-doing/terrorist-organisations/listed-terrorist-organisations/islamic-state-west-africa-province#:~:text=ISWAP%20is%20a%20Sunni%20Islamic,extended%20south%20into%20southern%20Nigeria. (assessed on 28/3/24)

[5] Britannica, 'Boko Haram - Nigerian Islamic group, last updated: 11/03/24, https://www.britannica.com/topic/Boko-Haram (assessed on 28/3/24).

[6] EUAA, Country Guidance: “Anambra”, October 2021, https://euaa.europa.eu/country-guidance-nigeria-2021/anambra (assessed on 28/3/24)

[7] Armed Conflict Location & Events Data Project (ACLED), Εφαρμοζόμενες παράμετροι: Western Africa: Nigeria: Anambra State (Onitsha), 22/03/2023-22/03/2024, https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (assessed on 28/03/2024)

[8] City Population, Western Africa: Nigeria: Anambra State, https://www.citypopulation.de/en/nigeria/admin/NGA004__anambra/  (assessed on 28/03/2024)

[9] EUAA, Country Guidance: “Anambra”, October 2021, https://euaa.europa.eu/country-guidance-nigeria-2021/anambra (assessed on 28/3/24)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο