ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.2497/23

 

26 Μαρτίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Ι. G. Α.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κα Α. Λαζάρου, Δικηγόρος για τον αιτητή

Κα Α. Ρούσου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ' ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, ημ.29/03/23, η οποία κοινοποιήθηκε στις 07/07/23, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή του για παροχή διεθνούς προστασίας ως άκυρης, αντισυνταγματικής, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, o αιτητης κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 10/03/22 και υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 08/04/22 (ερ.1-3, 19).

Στις 07/02/23 διεξήχθη συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του στην παρουσία διερμηνέα στη μητρική του γλώσσα (ερ.11-19). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση και στις 17/02/23 η αίτηση διεθνούς προστασίας απορρίφθηκε (ερ.30-39).

Ακολούθως, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία επιδόθηκε διά χειρός στις 07/07/23, σε γλώσσα κατανοητή από αυτόν (ερ.42).

Στην επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας ο αιτητής καταγράφει ότι ο πατέρας του ήταν επιτυχημένος επιχειρηματίας, είχε δύο συζύγους και δολοφονήθηκε από την μητριά του με δηλητήριο. Μετά από μερικούς μήνες η μητριά του έστειλε δολοφόνους να σκοτώσουν τη μητέρα του και ο αιτητής αντιλήφθηκε ότι θα ήταν ο επόμενος στόχος. Φοβούμενος για τη ζωή του, με τη βοήθεια του θείου του και κάποιων γειτόνων, οι οποίοι ωφελήθηκαν στο παρελθόν από τον πατέρα του, έφυγε από τη χώρα.

Στη συνέντευξη που διενεργήθηκε από την Υπηρεσία ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα ως άνω και ανέφερε ότι ο πατέρας του δολοφονήθηκε με δηλητήριο που έριξε η μητριά του στο φαγητό του τον Σεπτέμβριο 2021. Ερωτηθείς αν έχει προβεί σε αναφορά στην αστυνομία, απάντησε αρνητικά, προσθέτοντας ότι όλα έγιναν από την μητέρα του. Σε ερώτηση αν έχει προβεί η μητέρα του σε καταγγελία στην αστυνομία, ο αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει, όμως αυτό που γνωρίζει είναι ότι το ανέφερε στην κοινότητα (the only place my mom reported my stepmom was in the community in the kinsmen). Σε ερωτήσεις αναφορικά με το θάνατο της μητέρας του ανέφερε ότι κάποιος άγνωστος άντρας την πυροβόλησε τον Ιούλιο 2021. Σημειώνεται ότι, σε ερωτήσεις σε προγενέστερο στάδιο της συνέντευξης αναφορικά με τις οικογενειακές περιστάσεις του αιτητή, αυτός ανέφερε ότι η μητέρα του απεβίωσε τον Σεπτέμβριο 2021 και ο πατέρας του τον Ιούλιο 2021. Κληθείς να σχολιάσει τη συγκεκριμένη αντίφαση στις δηλώσεις του, ο αιτητής ανέφερε πως έγινε λάθος και ο πατέρας του δηλητηριάστηκε τον Ιούλιο. Καλούμενος να δώσει περισσότερες πληροφορίες ως προς τον ισχυρισμό ότι τον διώκει η μητριά του, ανέφερε ότι οι γείτονες την άκουσαν να μιλά στο τηλέφωνο με δολοφόνους που προσέλαβε για να σκοτώσουν τον ίδιο. Σε ερώτηση πότε τον ενημέρωσαν οι γείτονες, απάντησε ότι δεν θυμάται και ανέφερε ότι δεν έχει άλλες πληροφορίες να δώσει γιατί δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση (με τη μητριά του), αυτή δεν τον ήθελε, απλά γνωρίζει ότι την παντρεύτηκε ο πατέρας του.

Οι καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν και κατέγραψαν δύο βασικούς ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής του αιτητή

2.    Ισχυριζόμενος φόβος δίωξης από τη θετή του μητέρα

Αναφορικά με τον 1ο ισχυρισμό αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή και τον τόπο διαμονής κρίθηκε ότι πληρείται η εσωτερική και εξωτερική συνοχή και αξιοπιστία και ως εκ τούτου ο ισχυρισμός έγινε αποδεκτός.

Αναφορικά με τον 2ο  ως άνω ισχυρισμό, ήτοι τον ισχυριζόμενο φόβος δίωξής από την μητριά του, κρίθηκε ότι δεν πληρείται η εσωτερική αξιοπιστία καθώς ο αιτητής υπέπεσε σε αντιφάσεις και οι ισχυρισμοί του στερούντο, λεπτομερειών, ευλογοφάνειας και συνοχής σε βαθμό που να κλονίζεται μοιραία η αξιοπιστία τους.

Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει εύλογα αναμενόμενες λεπτομέρειες και στοιχεία για τον θάνατο του πατέρα του, υπέπεσε σε καίρια αντίφαση αναφορικά με τον χρόνο θανάτου του πατέρα και της μητέρας του, ερωτηθείς ποιος βρήκε τον πατέρα του δηλητηριασμένο, απάντησε ότι δεν γνωρίζει και δεν θυμάται και δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες για τη μητριά του, ενώ δεν κατάφερε να στηρίξει το φόβο δίωξης του. Κληθείς να δώσει πληροφορίες για τη μητριά του, ο αιτητής ανέφερε ότι δεν έχει πληροφορίες να δώσει γιατί δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση και, σε ερώτηση αν τον πλησίασε ή τον απείλησε, απάντησε λακωνικά ότι (η μητριά του) δεν του μιλά.

Υπό το φως τον ανωτέρω, κατά την αξιολόγηση κινδύνου, κρίθηκε ότι, επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού πραγματικού περιστατικού αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία του αιτητή και τον τόπο διαμονής του (πολιτεία Delta), διαπιστώνεται ότι, σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής, δεν κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δίωξη ή σοβαρή βλάβη. Δεδομένου δε ότι, ως προέκυψε από αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης στις οποίες ανέτρεξαν οι καθ’ ων η αίτηση, στον τόπο διαμονής του δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύρραξης υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Νόμου, κατέληξαν ότι δεν υφίσταται ανάγκη συμπληρωματικής προστασίας σ’ αυτή τη βάση.

Για τους πιο πάνω λόγους η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει διάφορους λόγους προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι οποίοι τίθενται με γενικότητα και χωρίς να συναρτώνται με οιονδήποτε επί της ουσίας ισχυρισμό.

Στην γραπτή του αγόρευση ο αιτητής αναφέρει ότι δεν έγινε δέουσα έρευνα των όσων αυτός ανέφερε κατά τη συνέντευξη αναφορικά με τη κατ’ ισχυρισμό δίωξη του από τη μητριά του, δεν αξιολογήθηκαν εκτενώς και ορθά οι ισχυρισμοί του, οι οποίοι θα έπρεπε να κριθούν – ως αναφέρει – αξιόπιστοι, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να είναι προϊόν πλάνης και δεν αιτιολογείται επαρκώς. Περαιτέρω αναφέρει ότι το γεγονός ότι η Νιγηρία έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας δεν απαλλάσσει τους καθ’ ων η αίτηση από την υποχρέωση εξατομικευμένης εξέτασης των ισχυρισμών του αιτητή και, εντελώς ακροθιγώς, αναφέρει ότι η επιστροφή του θα τον εκθέσει σε κίνδυνο αντίθετο με το αρ.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

Οι καθ’ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ’ όλα νόμιμη, προϊόν δέουσας έρευνας όλων των ισχυρισμών του αιτητή, δεόντως αιτιολογημένη και ορθή επί της ουσίας, τόσο όσον αφορά τα ευρήματα επί της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του όσο και τη τελική κατάληξη τους.

Κατά τις διευκρινήσεις η συνήγορος ανέφερε ότι δεν έγιναν οι κατάλληλες ερωτήσεις στον αιτητή κατά τη συνέντευξη, δεν αξιολογήθηκε ορθά η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του και δεν αποδόθηκε δεόντως το ευεργέτημα της αμφιβολίας. Ως ανέφερε, στην πολιτεία Delta δραστηριοποιούνται πετρελαϊκές εταιρίες και παραστρατιωτικές οργανώσεις, εκ της δράσης των οποίων προκύπτουν κίνδυνοι για τον πληθυσμό. Σημείωσε τέλος ότι το Υπ. εξωτερικών του Η.Β. έχει προειδοποιήσει τους πολίτες του για κινδύνους στην περιοχή διαμονής του αιτητή.

Προχωρώ με την εξέταση των ισχυρισμών που αφορούν την μη διενέργεια δέουσας έρευνας αλλά και το κατ’ ισχυρισμό αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία – δεδομένου ότι συνεπλέκονται αρρήκτως με την ουσία και επί τούτης ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, θα εξεταστούν μαζί μ’ αυτή πιο κάτω.

Στην Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, ημ.14/03/13, λέχθηκε ότι: «[η] έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.» Στην Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας, (1999) 3 Α.Α.Δ. 648, ημ.28/09/99, λέχθηκε ότι: «[η] αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής.  Όμως μπορεί να πάρει μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. (Ίδε Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 6η έκδοση, σ. 67 και Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας", σ. 130). Η επάρκεια της κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. (Ίδε Δημοκρατία v. Σταύρου [1993] 3 Α.Α.Δ. 71).»

Εν προκειμένω κατ’ αρχή σημειώνω ότι δεν μπορώ να εντοπίσω οιονδήποτε σημείο στο πρακτικό της σχετικής συνέντευξης εκ του οποίου να καταδεικνύεται ότι δεν έγιναν οι κατάλληλες ερωτήσεις ή ότι στερήθηκε ο αιτητής των βασικών διαδικαστικών εγγυήσεων ως τίθενται, μεταξύ άλλων, από τα αρ.13Α και 18 του Νόμου. 

Προχωρώ σε αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, σελ.98 του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στη σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι: «[Οι] δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες […] (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.» 

Ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης θα συμφωνήσω με τα όσα καταγράφουν οι καθ’ ων η αίτηση σε σχέση με την εσωτερική συνοχή του αφηγήματος του αιτητή καθότι θεωρώ ότι οι απαντήσεις του στα ερωτήματα που του υποβλήθηκαν περιείχαν αντιφάσεις, μη ευλογοφανή στοιχεία και περιορίζονταν σε εν πολλοίς γενικόλογους ισχυρισμούς, οι οποίοι βρίθουν κενών και ασαφειών και στερούνται παντελώς κάθε εύλογα αναμενόμενης λεπτομέρειας. Γι’ αυτό και είναι κατάληξη μου πως αποδοχή του αφηγήματος του αιτητή επί του ισχυρισμού περί διώξεως του από την μητριά του, ως διατυπώθηκε από τον ίδιο, θα έβαινε ενάντια σε κάθε εύλογη κριτική θεώρηση.

Δεν έχω τίποτα να προσθέσω στα όσα λεπτομερώς οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν στην επίδικη έκθεση, ως ανωτέρω παρατίθενται, σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία και συνοχή του αφηγήματος του αιτητή. Ενόψει δε τούτου ουδείς λόγος θα μπορούσε να γίνει περί ευεργετήματος της αμφιβολίας, το οποίο και αποδίδεται όταν η αξιοπιστία του αιτητή είναι κατά τα τ’ άλλα ισχυρή.

Δεδομένης δε της παντελούς έλλειψης εσωτερικής συνοχής των λεγομένων του αιτητή αλλά και της αμιγώς προσωπικής φύσεως των ισχυρισμών του, δεν θεωρώ απαραίτητη την αναζήτηση πληροφοριών σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία αυτών. Σχετικώς, στο εγχειρίδιο EASO Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System, σελ.116, αναφέρεται ότι η αναζήτηση πληροφοριών για τη χώρα καταγωγής του αιτητή δεν είναι απαραίτητη σε τέτοιες περιπτώσεις: «This will be necessary insofar as the rationale of the judgment relies on the appreciation of conditions prevailing in the country of origin. This would not be the case in all situations. For example, it may well be unnecessary in respect of a negative credibility finding based on a blatant lack of internal consistency or on unsatisfactorily explained discrepancies and variations on the essential elements of a claim, nor a fortiori if an appeal is rejected on inadmissibility grounds. »

Ενόψει των ως άνω απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής του (πολιτεία Delta), όπου και αναμένεται να εγκατασταθεί ο αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής.

Αναφορικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στην πολιτεία Delta, τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής του αιτητή, σε επικαιροποιημένη αναφορά του ACLED καταγράφεται ότι στο διάστημα από 15/03/23 έως 15/03/24, καταγράφηκαν 100 περιστατικά ασφαλείας και προέκυψαν εξ αυτών 108 θάνατοι[1] σε σύνολο πληθυσμού περί των 5 ½ εκατομμυρίων κατοίκων. [2] Σε αναφορά του ACLED καταγράφεται ότι, κατά το έτος 2020, καταγράφηκαν 100 περιστατικά ασφαλείας και προέκυψαν εξ αυτών 120 θάνατοι. Κατά το 1ο τετράμηνο 2021, και πάλι σύμφωνα με σχετική έκθεση του ACLED, καταγράφηκαν 28 θάνατοι σε σύνολο 27 περιστατικών ασφαλείας. [3]

Αξίζει να σημειωθεί ότι στο εγχειρίδιο του EASO «Country Guidance, Nigeria, October 2021», αναφέρεται ότι από τα περιστατικά ασφαλείας που καταγράφονται δεν προκύπτει πραγματικός κίνδυνος σε αμάχους, με την έννοια του αρ.19 (2) (γ).[4] 

Εκ των ως άνω είναι κατάληξη μου ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα ο αιτητής να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή του κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας του στην περιοχή και δεν εντοπίζω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για τον αιτητή σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της νομολογιακής μεθόδου της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [5] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ ημ.10/06/21, υπ. αρ.C-901/19, CF and DN).

Σημειώνω ότι τα όσα γενικά ανέφερε η συνήγορος του αιτητή κατά τις διευκρινήσεις περί δράσεως παραστρατιωτικών οργανώσεων στον τόπο διαμονής του αιτητή παρέμεναν, ελλείψει οιασδήποτε πληροφορίας προς τούτο, παντελώς ατεκμηρίωτα και, σε κάθε περίπτωση, τα ως άνω στατιστικά τοποθετούν αντικειμενικά τον κίνδυνο σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, ανεξαρτήτως της δράσης οιασδήποτε οργάνωσης.

Όσον αφορά το προσωπικό προφίλ του αιτητή, διαπιστώνεται ότι πρόκειται για ενήλικα, υγιή, απόφοιτο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, χωρίς στοιχεία ευαλωτότητας.

Δεν παραβλέπω βεβαίως ότι ενδεχομένως να προκύψουν κίνδυνοι στην καθημερινότητα, αυξημένοι ίσως, όμως, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.» (βλ. και απόσπασμα πιο πάνω από εγχειρίδιο EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ.2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση»).

Έπεται ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης [του αιτητή] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Με δεδομένα λοιπόν τα όσα ανωτέρω αναλύονται δεν κρίνω ότι η επιστροφή του αιτητή θα ήταν σε παράβαση του κατοχυρωμένου εκ του αρ.3 της ΕΣΔΑ δικαιώματος του στην μη επαναπροώθηση καθότι δεν έχει τεκμηριωθεί κάτι προς ανατροπή του τεκμήριου ασφαλούς χώρας καταγωγής, ως έχει καθοριστεί στη Κ.Δ.Π. 166/2023, που εκδόθηκε δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, αφού ουδέν προσκομίστηκε εκ του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση του αρ.12Βτρις (6).

Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

(βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 08/03/2023-08/03/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots   και ΠΕΡΙΟΧΗ: Western Africa – Nigeria - Delta

[2] City Population, Nigeria - Delta State,  https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/

[3]  EASO Country Guidance: Nigeria Security Situation, June 2021, σ. 245-250

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf

[4] EASO Country Guidance: Nigeria Common analysis and guidance note, October 2021, σ. 122

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf

[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο