ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 2574/2023

 

08 Μαρτίου, 2024

            [Μ.ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

G.C.N. εκ Νιγηρίας

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

T. Μπετίτο (κος), για Πιερίδης & Πιερίδης, Δικηγόροι για τον Αιτητή.

Α. Αναστασιάδη (κα) για Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ο Αιτητής παρών

K. Enongo (κος) για πιστή μετάφραση από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 12/07/23, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.  

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 03/01/22, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 15/06/23 και στις 20/06/23 ετοιμάστηκε έκθεση με εισήγηση για απόρριψη του αιτήματός του. Ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης στις 30/06/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής  προωθεί έναν μόνο νομικό ισχυρισμό, μέσω της Γραπτής Αγόρευσης του δικηγόρου του, ήτοι ότι παραβιάστηκε η διαδικασία διεξαγωγής της συνέντευξης και συγκεκριμένα του δικαιώματος του Αιτητή σε κατάλληλη διερμηνεία καθότι η διερμηνεία πραγματοποιήθηκε από την ίδια την αρμόδια λειτουργό που διεξήγαγε την συνέντευξη, χωρίς εκείνη να διαθέτει τα προσόντα προς τούτο. Με αναφορά στα Άρθρα 13Α και 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), αναφέρει ότι υφίσταται υποχρέωση όπως η αρμόδια διοικητική αρχή εξασφαλίζει τις κατάλληλες συνθήκες κατά την συνέντευξη ούτως ώστε ο Αιτητής να είναι σε θέση να αναπτύξει διεξοδικά τους ισχυρισμούς του. Προωθεί τον ισχυρισμό ότι η πρόσβαση στις υπηρεσίες διερμηνείας, αποτελεί ουσιαστική διαδικαστική εγγύηση στο πλαίσιο διαδικασίας ασύλου και μη πρόσβαση σε αυτή αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου οδηγώντας σε ακύρωση της πράξεως, παραπέμποντας στην απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας 1061/22.

 

Οι Καθ΄ ων η αίτηση σε απάντηση των ισχυρισμών του Αιτητή υιοθέτησαν το περιεχόμενο της Ένστασης και υποστήριξαν ότι οι ισχυρισμοί του δεν εμπίπτουν στην έννοια του καθεστώτος πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας. Σημειώνουν, ότι ο Αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος και προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας με βάση το διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών. Η συνέντευξη διενεργήθηκε στην γλώσσα που κατανοεί ο Αιτητή και/ή δεν υπάρχει οτιδήποτε παράνομο στη διαδικασία.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Στην υπό εξέταση υπόθεση, εφόσον ο συνήγορος του Αιτητή προωθεί τον μοναδικό ισχυρισμό ως έχει συνοψισθεί ανωτέρω, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων ακύρωσης στην προσφυγή του Αιτητή, καθότι απλή επίκληση παραβίασης του Συντάγματος, Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή. Η δε αιτιολόγηση νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση λόγων ακύρωσης από το Δικαστήριο, οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης. Ούτε μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά  παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης. (Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599 (Απόφαση Πογιατζή, Δ.), Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 (Απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε)

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω που εφαρμόζονται και στην παρούσα υπόθεση, προχωρώ να εξετάσω τον ισχυρισμό του Αιτητή, ο οποίος καλύπτεται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς του δικογράφου της προσφυγής και πληροί τις προϋποθέσεις αιτιολόγησης, ως διαφαίνεται από το νομικό σημείο 23 της προσφυγής του.

 

Ο δικηγόρος του Αιτητή ζητά από το Δικαστήριο να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθότι δεν παρασχέθηκε διερμηνέας κατά την συνέντευξη και/ή ήτο υποχρέωση των Καθ΄ ων η αίτηση να εξασφάλιζαν διερμηνέα κατά την συνέντευξη ως ουσιαστική διαδικαστική εγγύηση.

 

Οι διατάξεις του Άρθρου 13Α του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000), καθορίζουν στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα εξής:

 

«Προσωπικές συνεντεύξεις αιτητών και εξαρτώμενων προσώπων

13Α.-(1) Πριν από τη λήψη απόφασης του Προϊσταμένου επί αίτησης, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει στον αιτητή την ευκαιρία προσωπικής συνέντευξης επί της ουσίας της αίτησης, η οποία διεξάγεται από αρμόδιο λειτουργό.  Η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία τέτοιας προσωπικής συνέντευξης σε κάθε ενήλικα που είναι εξαρτώμενο πρόσωπο από τον αιτητή, σε περίπτωση που ο αιτητής έχει καταθέσει αίτηση εξ ονόματος τέτοιου εξαρτώμενου προσώπου.

[...]

(4) Η μη διεξαγωγή προσωπικής συνέντευξης, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.

[...]

(8) Η προσωπική συνέντευξη διεξάγεται υπό συνθήκες που να εξασφαλίζουν τη δέουσα εμπιστευτικότητα.

(9) Η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να εξασφαλίσει ότι οι προσωπικές συνεντεύξεις διεξάγονται σε συνθήκες που επιτρέπουν στον αιτητή να εκθέσει διεξοδικά τους λόγους της αίτησής του. Για το σκοπό αυτό, η Υπηρεσία Ασύλου μεριμνά ώστε-

(α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει τη συνέντευξη να διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα για να συνεκτιμήσει τις προσωπικές και γενικές συνθήκες που περιβάλλουν την αίτηση, συμπεριλαμβανομένης της πολιτιστικής καταγωγής, του φύλου, του γενετήσιου προσανατολισμού, της ταυτότητας φύλου ή της ευαισθησίας του αιτητή·

[...]

(γ) να επιλέγει διερμηνέα ικανό να διασφαλίζει τη δέουσα επικοινωνία μεταξύ του αιτητή και του αρμόδιου λειτουργού που διεξάγει τη συνέντευξη∙ η επικοινωνία διενεργείται στη γλώσσα που προτιμά ο αιτητής, εκτός εάν υπάρχει άλλη γλώσσα την οποία κατανοεί και στην οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει με σαφήνεια∙ οσάκις είναι εφικτό, παρέχεται διερμηνέας του ιδίου φύλου εφόσον το ζητήσει ο αιτητής, εκτός εάν η Υπηρεσία Ασύλου θεωρεί εύλογα ότι το εν λόγω αίτημα βασίζεται σε λόγους που δεν συνδέονται με τη δυσκολία του αιτητή να παρουσιάσει τους λόγους της αίτησής του κατά τρόπο περιεκτικό·

[...]»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Επίσης, οι διατάξεις του Άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) υπό τον τίτλο «Αρχές που διέπουν τις διαδικασίες ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και άλλων αρχών της Δημοκρατίας» προνοούν, μεταξύ άλλων και στην έκταση που μας ενδιαφέρει, τα εξής:

 

«18.(1) Κατά τη διάρκεια οποιασδήποτε προσωπικής συνέντευξης πραγματοποιείται με τον αιτητή, στα πλαίσια είτε της ταχύρυθμης είτε της κανονικής διαδικασίας εξέτασης αιτήσεων, κανένα πρόσωπο πλην του αιτητή, του δικηγόρου ή του νομικού του συμβούλου, του αρμόδιου λειτουργού, του κηδεμόνα ανηλίκου και του αναγκαίου διερμηνέα δύναται να παρευρίσκεται, εκτός εάν άλλως ζητήσει ο ίδιος ο αιτητής.

[...]

(2) Κατά την υποβολή της αίτησης, κατά την εξέταση της αίτησης και όποτε άλλοτε οι αρχές της Δημοκρατίας καλούν τον αιτητή, παρέχονται στον αιτητή δωρεάν υπηρεσίες διερμηνέα, όπου αυτό είναι αναγκαίο, για δε τους σκοπούς του παρόντος άρθρου θεωρείται ότι αυτό είναι πάντοτε αναγκαίο στην περίπτωση κατά την οποία η Υπηρεσία Ασύλου καλεί τον αιτητή σε προσωπική συνέντευξη και δεν είναι δυνατή η απαραίτητη επικοινωνία χωρίς τις υπηρεσίες αυτές.

(2Α) (α) Ο αρμόδιος λειτουργός που διεξάγει προσωπική συνέντευξη με τον αιτητή σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο-

(i) δύναται να μεριμνά για την ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης και, σε τέτοια περίπτωση, λαμβάνει τα δέοντα μέτρα ώστε η καταγραφή ή/και το κείμενο της απομαγνητοφώνησης να διατίθεται σε σχέση με το φάκελο του αιτητή∙

(ii) είτε συντάσσει διεξοδική και εμπεριστατωμένη γραπτή έκθεση η οποία περιλαμβάνει όλα τα ουσιώδη στοιχεία επί των γεγονότων, είτε απομαγνητοφωνεί την τυχόν ακουστική ή/και οπτικοακουστική καταγραφή της προσωπικής συνέντευξης∙

(iii) παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις ή/και να παράσχει διευκρινίσεις προφορικά ή/και γραπτώς σε σχέση με τυχόν εσφαλμένες μεταφράσεις ή παρερμηνείες που περιλαμβάνονται στην γραπτή έκθεση ή στο κείμενο της απομαγνητοφώνησης, στο τέλος της προσωπικής συνέντευξης ή εντός καθορισμένου χρονικού ορίου πριν λάβει απόφαση ο Προϊστάμενος επί της αίτησης∙

(iv) για τους σκοπούς της υποπαραγράφου (iii), ενημερώνει πλήρως τον αιτητή για το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή για ουσιώδη στοιχεία του κειμένου της απομαγνητοφώνησης, με τη συνδρομή διερμηνέα εάν είναι απαραίτητο, και κατόπιν ζητά από τον αιτητή να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την συνέντευξη· σε περίπτωση που ο αιτητής αρνείται να επιβεβαιώσει ότι το περιεχόμενο της  γραπτής έκθεσης ή του κειμένου της απομαγνητοφώνησης αντικατοπτρίζει σωστά την προσωπική συνέντευξη, οι λόγοι άρνησής του καταχωρίζονται στον προσωπικό του φάκελο και η άρνηση αυτή δεν εμποδίζει τον Προϊστάμενο να λάβει απόφαση επί της αίτησης.

[...]»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Το δε Άρθρο 12(1)(β) της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση), προνοεί ότι:

«1. Τα κράτη μέλη, με τις διαδικασίες του κεφαλαίου III, μεριμνούν ώστε να παρέχονται σε όλους τους αιτούντες οι ακόλουθες εγγυήσεις:

[…]

β) να τους παρέχονται υπηρεσίες διερμηνέα, όταν αυτό είναι απαραίτητο για να εκθέσουν την περίπτωσή τους στις αρμόδιες αρχές. Τα κράτη μέλη θεωρούν απαραίτητο να παρέχουν αυτές τις υπηρεσίες τουλάχιστον όταν ο αιτών πρέπει να εξετασθεί στο πλαίσιο συνέντευξης όπως αναφέρεται στα άρθρα 14 έως 17 και 34 και δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία χωρίς διερμηνέα. Σε αυτήν την περίπτωση και σε άλλες περιπτώσεις όπου οι αρμόδιες αρχές καλούν τον αιτούντα, οι εν λόγω υπηρεσίες αμείβονται από το Δημόσιο·»

 

[ο τονισμός δικός μου]

 

Καθίσταται σαφές τόσο από τις πρόνοιες εθνικής νομοθεσίας όσο και από την ίδια την Οδηγία, που αφορά κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ότι η διερμηνεία στα πλαίσια της συνέντευξης αιτούντα άσυλο παρέχεται όπου αυτή είναι αναγκαία και/ή στην περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί η δέουσα επικοινωνία (μεταξύ λειτουργού-εξεταστή και αιτούντα άσυλο) χωρίς διερμηνέα. Δεν απαιτείται, λοιπόν, η παροχή διερμηνείας κατά την συνέντευξη οριζόντια και/ή σε όλες τις περιπτώσεις, ούτε αποτελεί προαπαιτούμενο για την διεξαγωγή της συνέντευξης. Ο ίδιος ο Αιτητής στην αίτηση ασύλου του καταγράφει ότι ομιλεί την Αγγλική γλώσσα (ερυθρά 3, επίσης 21/χ4, 18/χ1 του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ»), όλη η διαδικασία της συνέντευξης διενεργήθηκε στην Αγγλική γλώσσα (ερυθρά 21 – 12 ΔΦ) και όλο το πρακτικό της συνέντευξης είναι συνταγμένο στην Αγγλική γλώσσα. Με το πέρας της συνέντευξης και/ή από τα ερυθρά 21-12 του ΔΦ προκύπτει ότι τόσο ο λειτουργός όσο και ο Αιτητής υπέγραψαν κάθε σελίδα της συνέντευξης. Στο τέλος των πρακτικών της συνέντευξης, ο Αιτητής υπέγραψε το εξής περιεχόμενο: «I, the undersigned, confirm that all information in the form is true and accurate. I have fully understood in English, which is a language that I fully understand, all the information provided by the competent officer regarding the asylum procedures, concerning my rights and obligations and the questions addressed to me. I confirm that the recorded responses accurately reflect my statements. Therefore, I declare that I do not wish to change any statements nor to question any of the information submitted in the interview», βεβαιώνοντας πως όσα καταγράφονται (στο πρακτικό) αντικατοπτρίζουν επακριβώς τις δηλώσεις του (ερυθρό 12 ΔΦ). Ούτε προκύπτει, από τα πρακτικά της συνέντευξης και/ή τα στοιχεία του φακέλου ότι δεν αντιλαμβανόταν την διαδικασία ή την οποιαδήποτε ερώτηση και θα μπορούσε σε κάθε περίπτωση να ζητήσει οποιεσδήποτε διευκρινίσεις από τον ίδιο τον εξεταστή-λειτουργό της υπόθεσης του. Εξάλλου, στο πρακτικό της συνέντευξης (ερυθρό 20 ΔΦ) γίνεται ενδελεχής ενημέρωση του για την διαδικασία της συνέντευξης, της διενέργειας της στην Αγγλική και/ή κατά πόσο είναι σε θέση να παρακολουθήσει την διαδικασία, ειδικότερα εντοπίζονται τα ακόλουθα:

 

«CO: In case, during the interview you face any difficulty in understanding/or communication, please let me know immediately, so I can clarify/explain.

[...]

CO: Do you have any questions regarding what I explained to you? 

IC: No.

CO: Are you in good condition (fit) to proceed with the interview today?

IC: Yes.

CO: In general, do you face any health/medical issues?

IC: No.

CO: Did you complete the application for international protection by yourself?

IC: Yes.

CO: Is everything written on the application true?

IC: Yes».

 

Σημειώνεται ότι, και στην επιστολή κοινοποίησης της προσβαλλόμενης απόφασης (που υπογράφει ο Αιτητής ότι έλαβε γνώση και επισυνάπτεται στην προσφυγή του) αναγράφεται ότι «Ι have fully understood the content of this letter, as explained to me by a competent officer in a language which is my main language of understanding and communication, with the assistance of an interpreter. I have also received the recommendation report on my application of international protection. Language: English […] » (ερυθρό 38 ΔΦ). Συνεπώς, δεν εντοπίζω οτιδήποτε παράτυπο, παράνομο και μεμπτό στην διαδικασία που ακολουθήθηκε που μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης και ο ισχυρισμός για παραβίαση ουσιώδους τύπου της διαδικασίας απορρίπτεται ως αβάσιμος (ως η ανωτέρω ανάλυση). Ούτε οι αποφάσεις που επικαλείται η συνήγορος του Αιτητή βοηθά την περίπτωση του. Έχοντας μελετήσει το περιεχόμενο της απόφασης επί της Υπόθ. Αρ. 1061/22, S.A.A. ν. Κυπριακή Δημοκρατία και/ή μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερομηνίας 11/09/23, με όλο το σεβασμό, θα διαφωνήσω με την προσέγγιση της Αδελφής Δικαστή Μ. Παπαντωνίου, εξάλλου, τα δικαστήρια δεσμεύονται μόνο από αποφάσεις ιεραρχικά ανώτερων και όχι ομόβαθμων δικαστηρίων (D.K. Windsupply Ltd και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας και Άλλης (2017) 3 Α.Α.Δ. 542 - αρχή δεσμευτικού προηγούμενου).  

 

Απορρίπτεται και ο ισχυρισμός του περί μη καταλληλόλητας και/ή μη επαρκούς γνώσης της αγγλικής γλώσσας του αρμοδίου λειτουργού που διενήργησε την συνέντευξή, καθότι δεν ανατρέπεται το τεκμήριο της κανονικότητας που διέπει διοικητικές πράξεις της διοίκησης, με βάση τη πάγια νομολογία. Όπως τονίστηκε στην Υπόθ.Αρ.801/1999, Μαυρονύχη v. Δημοκρατίας,  ημερομηνίας 12/03/2001, η διοίκηση τεκμαίρεται πως λειτουργεί σύμφωνα με το Νόμο, εκτός όπου καθαρά αποδεικνύεται πως αυτό δεν συμβαίνει. Στην προκειμένη περίπτωση δεν προκύπτει από τα ενώπιον μου στοιχεία να έχουν επισυμβεί τα όσα υποδεικνύονται από τον Αιτητή (Βλέπε Χριστίνα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατίας, (2009) 4 Α.Α.Δ. 929). Ως η ανωτέρω ανάλυση, καταδεικνύεται ότι η διαδικασία συνέντευξης διενεργήθηκε στην αγγλική γλώσσα (που κατανοεί ο Αιτητής), του επεξηγήθηκε επαρκώς η διαδικασία συνέντευξης, επιβεβαίωσε ο ίδιος με την υπογραφή του τα όσα καταγράφονται επί του πρακτικού (αγγλικού κειμένου) αντικατοπτρίζουν τις δηλώσεις του και δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία που να ανατρέπει τα όσα προκύπτουν από το περιεχόμενο της συνέντευξης.  

 

Το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018) και μετά από εξέταση των στοιχείων του φακέλου του Αιτητή διαπιστώνει ότι ούτε με βάση το αίτημα ασύλου του υπάρχουν πιθανότητες επιτυχίας της προσφυγής του.

 

Τα προσωπικά στοιχεία και προφίλ του Αιτητή έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρό 34 ΔΦ). Απορρίφθηκε, όμως, ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του από τη δεύτερη σύζυγο του παππού του να ασπαστεί τη μουσουλμανική θρησκεία και να απαρνηθεί τον χριστιανισμό καθότι αυτό το σημείο παρουσίαζε ασάφειες, ασυνέπειες, αοριστίας, έλλειψη ευλογοφάνειας και έλλειψη πληροφοριών (ερυθρά 33-31 ΔΦ). Ειδικότερα, ο Αιτητής:

-          ήταν ασαφής, ασυνεπής και μη ευλογοφανής ως προς τον ισχυρισμό του ότι δεχόταν απειλές από τη δεύτερη σύζυγο του παππού του που είναι και ο ισχυριζόμενος φόβος δίωξης του (ερυθρά 17/χ5, 14/χ1 ΔΦ),

-          δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες αναφορικά με τον ισχυρισμό του ότι ο παππούς του δηλητηριάστηκε από τη δεύτερη σύζυγο του. (ερυθρά 17/χ5, 16/χ4-χ5 ΔΦ),

-          αναφέρθηκε με γενικολογίες και αοριστίες σε σχέση με τις προσπάθειες της δεύτερης συζύγου του παππού να τους εξαναγκάσει να ασπαστούν τη μουσουλμανική θρησκεία (ερυθρά 17/χ3-χ4ΔΦ),

-          ήταν ασαφείς σε ερώτηση κατά πόσο αποτάθηκε στην Αστυνομία λόγω των απειλών που δεχόταν (ερυθρά 16/χ4, 15/χ3-χ5 ΔΦ),

-          ήταν επίσης ασαφής σε ερώτηση ως προς το λόγο τον οποίο ο πατέρας του δεν πήρε μέτρα για να τον προφυλάξει αναφέροντας μόνο ότι προτίμησε να μη έρθει σε αντιπαράθεση μαζί με τη γυναίκα αυτή (ερυθρό 15/χ6 ΔΦ). Επίσης ανέφερε με αοριστία ότι ο ίδιος προτίμησε να έρθει στην Κύπρο αντί να συνοδέψει τη μητέρα του στην Γκάνα, η οποία ήθελε και αυτή να έρθει στην Κύπρο αλλά ήταν ανέφικτο λόγω χρημάτων (ερυθρό 15/χ7 ΔΦ),

-          ήταν ασυνεπής και αντιφατικός σε σχέση με τους ισχυρισμούς του όταν ρωτήθηκε τους λόγους που δεν μετακόμισε σε άλλη πολιτεία, καθώς επίσης και τους λόγους που η δεύτερη γυναίκα του παππού του καταδίωκε αυτόν και τον πατέρα του να τους σκοτώσει αν δεν ασπάζονταν τη θρησκεία του Ισλάμ (ερυθρά 15/χ9-χ10, 14/χ3-4ΔΦ).

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή, κρίθηκε ότι τα λεγόμενα του Αιτητή αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν παρουσιάστηκαν εύλογοι λόγοι για την περαιτέρω αναζήτηση μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Επισημαίνεται πως οι ισχυρισμοί του Αιτητή θα πρέπει να παρουσιάζουν συνοχή και αληθοφάνεια και να μην προκύπτουν αντιφάσεις και ανακρίβειες. Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό αυτό το μέρος του αφηγήματος του Αιτητή. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής του, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς του με επαρκή λεπτομέρεια (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, ο Αιτητής θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης του σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έπεισε για το υπαρκτό των απειλών από τη δεύτερη σύζυγο του παππού του, καθότι παρουσίασε εξαιρετικά γενικές και ελλιπείς πληροφορίες και λεπτομέρειες αναφορικά με το τις απειλές και τους λόγους ύπαρξης αυτών. Η μη ύπαρξη βιωματικών στοιχείων και οι δηλώσεις του για την αιτία που τον ώθησε να εγκαταλείψει την χώρα του αποδυναμώνουν σημαντικά τους δείκτες αξιοπιστίας του στο σύνολό τους. Ακόμα δε και εάν γινόταν αποδεκτό το αφήγημα του δεν τεκμηριώνεται ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής του που να αντιμετωπίζει δίωξη από της αρχές της χώρας και/ή άλλους φορείς που ελέγχουν έδαφος και/ή περιοχή συνήθους διαμονής του και/ή δεν μπορεί να αναζητήσει εγχώρια προστασία από κρατικές αρχές. Ούτε έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις του ότι έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας του είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε οι αδιευκρίνιστες απειλές που προβάλει πληρούν τα κριτήρια μορφής δίωξης ως οι πρόνοιες του Άρθρου 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000).

 

Αναφορικά, τώρα, με το ενδεχόμενο παροχής στον Αιτητή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, ο  λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται (ερυθρό 30 ΔΦ). Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[1] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του, ενώ από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου[2] επιβεβαιώνεται ότι παρόλο που στην περιοχή συνήθους διαμονής του Αιτητή (ερυθρό 31 ΔΦ)  λαμβάνουν χώρα κάποια περιστατικά ασφαλείας, ο αριθμός των επεισοδίων αυτών είναι χαμηλός (σε συνάρτηση με τον πληθυσμό της περιοχής) – επομένως η παρουσία του Αιτητή στο έδαφος της συγκεκριμένης περιοχής δεν τον εκθέτει σε πραγματικό κίνδυνο βλάβης. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του Άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000), με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ.26/05/23 ορίζει την χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, ο ίδιος δεν έχει τεκμηριώσει ότι στην χώρα του δεν είναι ασφαλής λόγω των ειδικών του περιστάσεων. 

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω η απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα (Βλέπε Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ) και είναι επαρκώς αιτιολογημένη (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων του Αιτητή, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να του αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1]του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[2] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο