ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  2940/2023

27 Μαρτίου  2024

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟΥ ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Η.Καπό το Κογκό (ARC 5818ΧΧΧ90)   

                                                                                          Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                    Καθ' ων η Αίτηση

 

Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως.

A.Καρσιάδου (κα), για Μ. Καρπουζή (κα) Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Ηλίας Φανούς (κος), Διερμηνέας, παρών για πιστή μετάφραση από την Ελληνική στη Γαλλική και αντίστροφα.

 

Α Π Ο Φ Α ΣΗ 

Δια της παρούσας προσφυγή η Αιτήτριας προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερομηνίας 03/08/2023, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας και αποφασίστηκε η επιστροφή της στη χώρα καταγωγής.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Αιτήτρια είναι ενήλικη,  υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Σύμφωνα με δικές τις δηλώσεις, η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής νόμιμα στις 25/03/2021 και αφού αφήχθηκε, μέσω Τουρκίας, στα κατεχόμενα εδάφη, εισήλθε παράνομα στα εδάφη της Δημοκρατίας στις 07/04/2021. Στις 21/05/2021 υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας και στις 25/05/2021 παρέλαβε αντίστοιχη βεβαίωση υποβολής αιτήματος. Στις 29/05/2023 και 04/07/2023, η Αιτήτρια υποβλήθηκε σε προφορικές συνεντεύξεις από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 28/07/2023 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (πρώην EASO και νυν EUAA) ετοίμασε έκθεση εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση του λειτουργού της της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο στις 03/08/2023 αποφασίζοντας την απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας και την επιστροφή της στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό. Στις 29/08/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή, η οποία παρελήφθη και υπεγράφη ιδιοχείρως από την Αιτήτρια την ίδια ημέρα. Στις 30/08/2023 η Αιτήτρια καταχώρησε αυτοπροσώπως την υπό κρίση προσφυγή.

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ ΑΙΤΗΤΡΙΑΣ

Η Αιτήτρια δια του εισαγωγικού της δικογράφου δεν εγείρει οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Δηλώνει ωστόσο ότι στη χώρα καταγωγής αντιμετωπίζει πρόβλημα καθώς έμεινε έγκυος από ένα άνδρα του οποίου η σύζυγος την απειλεί ακόμα, προσθέτοντας ότι ήρθε στην Κύπρο προκειμένου να γεννήσει και φοβάται ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής θα κινδυνέψει τόσο η ίδια, όσο και το ανήλικο τέκνο της.

Δια της γραπτής της αγόρευσης, η Αιτήτρια ζητά την επανεξέταση του αιτήματός της καθώς εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή λάμβανε απειλές από τη σύζυγο του πατέρα του ανήλικου τέκνου της. Δήλωσε ότι έζησε καταστάσεις που τις δημιούργησαν ψυχικά τραύματα καθώς η ζωή κινδύνευε από την ανωτέρω γυναίκα. Υποστήριξε επίσης ότι εάν επιστρέψει στη χώρα καταγωγής θα κινδυνεύσει τόσο η ίδια, όσο και το ανήλικο τέκνο της  το οποίο επίσης κινδυνεύει . Προσθέτει δε ότι αδυνατεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής λόγω του ότι κανείς εκεί δε λαμβάνει υπόψη το νόμο και εάν επιστρέψει στη ΛΔΚ, η Κυπριακή Δημοκρατία θα είναι υπεύθυνη για το θάνατό της καθώς και τον ανήλικου τέκνου της. Αιτείται τέλος όπως το Δικαστήριο εξετάσει με προσοχή την υπόθεσή της καθώς πιστεύει ότι όλα τα άτομα, ακόμα και αυτά με αναπηρίες, είναι χρήσιμα στην κοινωνία και ζητά να της δοθεί η δυνατότητα να εκφραστεί και να προστατεύσει τη ζωή του ανήλικου τέκνου της (βλ. τεκμήριο 2).

Οι Καθ' ων η αίτηση προβάλλουν δια της γραπτής τους αγόρευσης ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου είναι ορθή, νόμιμη, δεόντως αιτιολογημένη, λήφθηκε δε σύμφωνα με το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, τη σχετική νομοθεσία, τους εκδοθέντες Κανονισμούς καθώς και με τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση της διακριτικής εξουσίας των Καθ' ων η Αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα ουσιώδη στοιχεία, γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης πλην όμως η Αιτήτρια κρίθηκε ορθώς ως μη αξιόπιστη. Ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, υποστήριξαν ότι η Αιτήτρια δεν έχει κατορθώσει να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της ούτε κατά το στάδιο της διοικητικής ούτε κατά το στάδιο της δικαστικής διαδικασίας.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Δεδομένου ότι η Αιτήτρια εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου άνευ συνηγόρου, αυτοπροσώπως, ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην περίπτωσή του. Αυτό συνεπάγεται ότι η Αιτήτρια δεν είναι υποχρεωμένη να θέσει με την προσφυγή της τα νομικά σημεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται και να τα αιτιολογήσει πλήρως.

Σύμφωνα όμως με το άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και ειδικότερα όσων η Αιτήτρια δήλωσε τόσο με την αίτησή της για διεθνή προστασία, των δηλώσεων της κατά τη διάρκεια των προφορικών της συνεντέυξεων  ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όσων προβάλει με την παρούσα Προσφυγή.

Κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής γιατί μεγάλωσε με τη μητέρα της χωρίς να έχει γνωρίσει τον πατέρα της, αφού σύμφωνα με την ιστορία, εκείνος απεβίωσε όταν η μητέρα της κυοφορούσε την ίδια. Μετά τη γέννησή της, η μητέρα της εργαζόταν ως αγρότισσα στα χωράφια, όμως αργότερα εγκαταστάθηκαν αμφότερες στην Kinshasa. Όταν φτάσανε στην Kinshasa,η μητέρα της Αιτήτριας απεβίωσε και η ίδια έμεινε μόνη της. Ως εκ τούτου, μεταφέρθηκε από την επιστήθια φίλη της μητέρας της σε μια δομή στην οποία διέμεναν και άλλα ανήλικα παιδιά τα οποία εκπορνεύονταν. Η Αιτήτρια στη συνέχεια δήλωσε ότι εργάστηκε ως ιερόδουλη έως ότου συναντήσει ένα νυμφευμένο άνδρα από τον οποίο έμεινε έγκυος. Ο εν λόγω άνδρας νοίκιασε ένα σπίτι προκειμένου να διαμείνει η Αιτήτρια, πλην όμως μετά από μερικούς μήνες η σύζυγός του ανακάλυψε ότι η Αιτήτρια κυοφορούσε το τέκνο του συζύγου της και επειδή  εργαζόταν ως στρατιωτικός, άρχισε να απειλεί την Αιτήτρια. Όταν η Αιτήτρια ενημέρωσε σχετικώς τον πατέρα του ανήλικου τέκνου της και σύζυγο της ανωτέρω γυναίκας σχετικά με το τι είχε συμβεί, εκείνος την βοήθησε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρά 1 και 14 διοικητικού φακέλου).

Κατά το στάδιο των προφορικών της συνεντεύξεων και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη Kikwit, ωστόσο το 2019 εγκαταστάθηκε με τη μητέρα της στην Kinshasa όπου διέμεινε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Σε σχέση με την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ουδέποτε γνώρισε τον πατέρα της, η δε μητέρα της απεβίωσε το 2020. Προσέθεσε δε ότι δε διαθέτει αδέρφια. Αναφορικά με την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε άγαμη, πλην μητέρα ενός ανήλικου εκτός γάμου τέκνου το οποίο γεννήθηκε στην Κύπρο στις 25/05/2021. Ως προς το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε απόφοιτη δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και ως προς το επάγγελμά της ισχυρίστηκε ότι εργάστηκε περιστασιακά με τη μητέρα της σε φάρμες. Σε σχέση δε με την κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι αντιμετωπίζει πρόβλημα όρασης από το ένα της μάτι (βλ. ερυθρά 45 – 42 διοικητικού φακέλου).

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής η Αιτήτρια, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής της δήλωσε ότι ο πατέρας του ανήλικου τέκνου της ήταν νυμφευμένος και η σύζυγός του, η οποία ήταν αστυνομικός, την απειλούσε ότι θα τη σκοτώσει καθώς η ίδια δεν μπορούσε να κυοφορήσει. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι γνώρισε τον πατέρα του ανήλικου τέκνου της στο δρόμο όσο εργαζόταν ως ιερόδουλη καθώς μετά το θάνατο της μητέρα της δεν είχε που να μείνει και δεν μπορούσε πλέον να εργάζεται σε αγροτικές εργασίες. Ως εκ τούτου αναγκάστηκε να πουλάει το κορμί της, ενώ ο πατέρας του ανήλικου τέκνου της ήταν ένας από τους πελάτες της.  Όταν δε έμεινε έγκυος, εκείνος της νοίκιασε ένα σπίτι για να διαμείνει, γεγονός το οποίο δεν χαροποίησε τη σύζυγό του, η οποία άρχισε να απειλεί την Αιτήτρια ότι θα σκοτώσει τόσο την ίδια της όσο και το μωρό που κυοφορούσε. Ως εκ τούτου, ο πατέρας του τέκνου της ήθελε να προστατέψει την Αιτήτρια και το γιο του με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, καθώς ο θείος της, ο οποίος διέμενε στην πόλη Kikwit, της δήλωσε ότι το τέκνο της είναι αποκλειστικά δική της ευθύνη (βλ. ερυθρό 41 2Χ διοικητικού φακέλου).

Διαχωρίζοντας το ανωτέρω αφήγημα σε θεματικές, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε στη διερεύνηση του ισχυρισμών της Αιτήτριας αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής. Ειδικότερα, αρχικά της υπέβαλε ανοικτού τύπου ερωτήσεις αναφορικά με  την απασχόλησή της ως ιερόδουλη καθώς και τις συνθήκες υπό τις οποίες άρχισε να εκδίδεται στη χώρα καταγωγής. Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός διερεύνησε τις συνθήκες υπό τις οποίες η Αιτήτρια φέρεται να γνώρισε τον πατέρα του ανήλικου τέκνου της και τον τρόπο κατά τον οποίο εξελίχθηκε η σχέση τους, ενώ της υπέβαλε ερωτήσεις αναφορικά με τη σύζυγό του, το επάγγελμά της καθώς και τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε εις γνώση της τόσο η σχέση της Αιτήτριας με το σύζυγό της όσο και η εγκυμοσύνη που προέκυψε, απόρροια την εν λόγω σχέσης. Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε στην Αιτήτρια ερωτήσεις αναφορικά με τις απειλές που φέρεται να δέχτηκε από τη σύζυγο του πατέρα του τέκνου της, όπως επίσης και σχετικά με το φερόμενο ξυλοδαρμό της εξ εκείνης (βλ. ερυθρά 40 – 35 διοικητικού φακέλου).

Μετά την ολοκλήρωση της συνέντευξης της Αιτήτριας η οποία έλαβε χώρα στις 29/05/2023, η Υπηρεσία ασύλου την κάλεσε σε συμπληρωματική συνέντευξη καθώς κρίθηκε ότι η Αιτήτρια θα έπρεπε να υποβληθεί σε περαιτέρω ερωτήσεις προς διερεύνηση κυρίως των προσωπικών της περιστάσεων πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Ως εκ τούτου, στη συνέντευξη που πραγματοποιήθηκε στις 29/05/2023, η Αιτήτρια υποβλήθηκε σε ερωτήσεις αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της, τις συνθήκες υπό τις οποίες η ίδια και η εν ζωή τότε μητέρα της αποφάσισαν να εγκαταλείψουν την περιοχή Kikwit και να εγκατασταθούν στην Kinshasa, τη φίλη της μητέρας της η οποία μετά το θάνατο της τελευταίας φιλοξένησε την Αιτήτρια, για το εάν μετά το θάνατο της μητέρας της αναζήτησε κάποια άλλη εργασία πριν καταλήξει να εργάζεται ως ιερόδουλη, την οικονομική της κατάσταση καθώς  και για τον εάν την υποστήριξε η οικογένεια της μητέρας της μετά το θάνατο της τελευταίας και την εγκυμοσύνη της Αιτήτριας (βλ. ερυθρά 55 – 50 διοικητικού φακέλου).

Ερωτηθείσα, τέλος, τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια δήλωσε ότι θα κινδυνεύσουν τόσο η ίδια όσο και τον ανήλικο τέκνο της από τη σύζυγο του πατέρα του επειδή εκείνη δεν κατάφερε να αποκτήσει τέκνα (βλ. ερυθρό 40  1Χ διοικητικού φακέλου).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από τα πρακτικά των συνεντέυξεων και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε την εισήγησή του δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα της Αιτήτριας 1)Την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της και 2) τις δηλώσεις της  περί του ότι απειλήθηκε και ξυλοκοπήθηκε από τη σύζυγο του πατέρα του ανήλικου τέκνου της, όταν η περιήλθε εις γνώση της τελευταίας η ερωτική σχέση της Αιτήτριας με το σύζυγό της καθώς και η εγκυμοσύνη που λόγω αυτής της σχέσης προέκυψε.  

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός, ο οποίος αφορά την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας έγινε δεκτός καθώς οι δηλώσεις της διασταυρώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ενώ δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία.

Ο δεύτερος ωστόσο ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε απόρριψης. Ειδικότερα, ως προς την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας, αν και ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε  ότι οι δηλώσεις της αναφορικά με την απασχόλησή της ως ιερόδουλη καθώς και τον τρόπο που φέρεται να γνώρισε τον πατέρα του ανήλικου τέκνου της στη χώρα καταγωγής ήταν περιεκτικές και ευλογοφανείς, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει αντιστοίχως το υπόλοιπο σκέλος τους υπό εξέταση ισχυρισμού. Συγκεκριμένα, δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς όπως ευλόγως θα αναμενόταν, λόγω της διάρκειάς της, τη σχέση που ανέπτυξε με το φερόμενο ως πατέρα του ανήλικου τέκνου της αφού σε σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση προέβαλε γενικόλογα ότι διατηρούσαν σχέση για περίπου 10 μήνες, ότι την επισκεπτόταν στην οικία που της νοίκιασε και ότι όμως δεν κοιμόταν εκεί γιατί ήταν παντρεμένος (βλ. ερυθρό 39 1Χ – 3Χ διοικητικού φακέλου).Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν παρέθεσε πληροφορίες και/ή στοιχεία εκ των οποίων θα μπορούσε να συναχθεί ότι η Αιτήτρια όντως διατήρησε 10μηνη σχέση με το ανωτέρω άτομο.

Αντιστοίχως αόριστες κρίθηκαν οι πληροφορίες που η Αιτήτρια παρέθεσε σε σχέση με τη σύζυγο του πατέρα του ανήλικου τέκνου της, η οποία σύμφωνα με το αφήγημά της Αιτήτριας, αποτελεί το φορέας δίωξής της στη χώρα καταγωγής και άτομο εξαιτίας του οποίου αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει. Συγκεκριμένα, όταν της ζητήθηκε να παραθέσει όλες τις πληροφορίες που γνωρίζει αναφορικά με την ανωτέρω γυναίκα, η Αιτήτρια δήλωσε επιφανειακά ότι ο πατέρας του ανήλικου τέκνου της δεν της έδωσε πολλές πληροφορίες αναφορικά με τη σύζυγό του (βλ. ερυθρό 39 3Χ διοικητικού φακέλου). Ως προς το επάγγελμά της εν λόγω γυναίκας, η Αιτήτρια δήλωσε μεν αορίστως ότι ήταν αστυνομικός, δεν ήταν ωστόσο σε θέση να προσδιορίσει ούτε το μέρος στο οποίο η εν λόγω γυναίκα υπηρετούσε, ούτε το βαθμό που έφερε αλλά ούτε και τον τρόπο δια του οποίου περιήλθε εις γνώση της η σχέση της Αιτήτριας με το σύζυγό της καθώς και η εγκυμοσύνη που ακολούθησε (βλ. ερυθρό 38 1Χ – 3Χ διοικητικού φακέλου). Ο αρμόδιος λειτουργός σχολίασε ότι θα αναμενόταν ευλόγως από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να υποβάλει τουλάχιστον κάποιες βασικές πληροφορίες αναφορικά με το πρόσωπο εξαιτίας του οποίου δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής.

Σε σχέση άλλωστε με τις πράξεις παρελθούσας δίωξης στις οποίες δήλωσε ότι υποβλήθηκε από το ανωτέρω πρόσωπο, οι δηλώσεις της Αιτήτριας ήταν γενικόλογες, ασαφείς και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας. Ειδικότερα, η Αιτήτρια όχι μόνο δεν ήταν σε θέση να αποσαφηνίσει τον τρόπο με τον οποίο περιήλθε εις γνώση του διώκτη της η σχέση που διατηρούσε με το σύζυγό της καθώς και η εγκυμοσύνη που προέκυψε, αλλά όταν της ζητήθηκε να περιγράψει την επίθεση την οποία κατά δήλωση δέχτηκε, η Αιτήτρια δήλωσε επιφανειακά ότι η εν λόγω γυναίκα μετέβη στην οικία που διέμενε, τη χαστούκισε και της ζήτησε να προχωρήσει σε άμβλωση. Καταληκτικά, η Αιτήτρια προέβαλε ότι η γυναίκα του εραστή της την απείλησε ότι θα της κάνει κάτι κακό, χωρίς ωστόσο να παραθέτει κάποια άλλη βιωματικού τύπου πληροφορία ως προς τις απειλές ή την επίθεση που φέρεται να δέχτηκε (βλ. ερυθρό 38 3Χ – 4Χ διοικητικού φακέλου). Στη βάση της ανωτέρω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ορθώς ότι λόγω της προσωπικής φύσης των υπό εξέταση περιστατικών δεν προέκυψε κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας προς επιβεβαίωση ή όχι των δηλώσεών της Αιτήτριας. Βασιζόμενος λοιπόν αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο καθώς δεν κρίθηκε ότι τα εξ εκείνης εξιστορισθέντα αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά.

Επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και αυτόν της τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ο λειτουργός, προχωρώντας σε αξιολόγηση κινδύνου αρχικά έκρινε ότι ο εκπεφρασμένος φόβος της Αιτήτριας ως προς τον κίνδυνο που θα αντιμετωπίσει η ίδια και το ανήλικο τέκνο της από τη σύζυγο του εραστή και πατέρα του τέκνου της σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa,  δεν κρίνεται ως βάσιμος και δικαιολογημένος αφού ο συνδεόμενος ισχυρισμός της απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος. Αναφορικά δε με τον μη εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας, ο οποίος δύναται να πηγάζει από τα στοιχεία τους προσωπικού της προφίλ, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα ως προς τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες οι οποίες αποτελούν κεφαλή μονογονεϊκών οικογενειών και αναγκάζονται να καταφύγουν στην πορνεία στη χώρα καταγωγής. Εκ των ανωτέρω πληροφοριών προέκυψε ότι οι γυναίκες που στερούνται υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής συχνά εγκαθίστανται στην πρωτεύουσα Kinshasa και ενδέχεται να καταφύγουν στην πορνεία προκειμένου να εξασφαλίσουν τα μέσα διαβίωσής τους. Βάσει των πληροφοριών που αντλήθηκαν, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε μεν ότι οι γυναίκες που στερούνται υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής και έχουν καταφύγει κατά το παρελθόν στην πορνεία ενδέχεται να το πράξουν εκ νέου σε περίπτωση επιστροφής τους εκεί, παρόλα αυτά,  στην περίπτωση της Αιτήτριας έκρινε ότι βάσει των προσωπικών της περιστάσεων, και συγκεκριμένα λόγω του ότι η Αιτήτρια είναι υγιής παρά το πρόβλημα όρασης που αντιμετωπίζει, λόγω του ότι φέρει ένα επαρκές μορφωτικό υπόβαθρο, λόγω του ότι φέρει εργασιακή εμπειρία αφού εργαζόταν με τη μητέρα της και λόγω του ότι διαθέτει οικογενειακό, υποστηρικτικό δίκτυο στον τόπο γέννησής της, δεν έκρινε ως ευλόγως πιθανολογούμενο ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια θα διατρέξει τον κίνδυνο να καταφύγει εκ νέου στην πορνεία. Επίσης, σε σχέση με το πρόβλημα όρασης που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποία ανευρέθη με ότι, σε γενικές γραμμές,  το σύστημα Υγείας της χώρας καταγωγής παρουσιάζει λειτουργικά προβλήματα με αποτέλεσμα η πρόσβαση σε αυτό να καθίσταται δύσκολη, ωστόσο εντόπισε πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι στην Kinshasa δραστηριοποιείται πλήθος μη κυβερνητικών οργανώσεων οι οποίες παρέχουν ιατρική υποστήριξη στα άτομα που χρήζουν ιατρικής βοήθειας. Προσθέτει, συν τοις άλλοις, ότι η Kinshasa αποτελεί ένα μεγάλο αστικό κέντρο, όπου η πρόσβαση σε υπηρεσίας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης είναι ευκολότερη σε σχέση με απομακρυσμένες, αγροτικές περιοχές. Βάσει όλων των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο μη εκπεφρασμένος φόβος της Αιτήτριας δεν είναι βάσιμος και δικαιολογημένος. 

Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, εκ της οποίας ανέκυψε ότι η κατάσταση στην Kinshasa καταγράφεται ως σταθερή. Ως εκ τούτου συνήγαγε ότι δεν προκύπτει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της να κινδυνεύσουν με σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa.

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν ανέκυψε κάποιος ευλόγως πιθανολογούμενος κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης για την Αιτήτρια και/ή το ανήλικο τέκνο της σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa.

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της σε ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η πιθανότητα εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος προς τα πρόσωπά τους.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε, αρχικά, ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στη Λ.Δ.Κ., πιθανολογείται ότι οι Αιτητές  θα αντιμετωπίσουν κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή τους στα ανωτέρω άρθρα.

Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι από τη διεξαχθείσα έρευνα δεν προέκυψαν στοιχεία που να δικαιολογούν την υπαγωγή των Αιτητών  στο άρθρο 19(2)(γ) ίδιου Νόμου καθώς η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κατεγράφη ως σταθερή.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια έδωσε κατά την διάρκεια των συνεντέυξεών της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία.

Ακολούθως, κρίνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από την εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο μόνιμης διαμονής της Αιτήτριας, αφού οι δηλώσεις του αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό χαρακτηρίζονται σαφήνεια, δεν προέκυψε κανένα στοιχείο περί του αντιθέτου και οι δηλώσεις της επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης και χαρτογράφησης.

Υπεραμύνομαι ομοίως της κρίσης του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με την απόρριψη του δεύτερου ισχυρισμού, αφού έχοντας ανατρέξει στο πρακτικό των προφορικών συνεντεύξεων της Αιτήτριας, διαπιστώνω ότι εκείνη δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της και οι οποίοι θα μπορούσαν να δικαιολογήσουν την ένταξή της ίδιας και του ανήλικου τέκνου της στο Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, σταχυολογώντας τις δηλώσεις της Αιτήτριας παρατηρώ μεν ότι οι δηλώσεις της ως προς την ενασχόλησή της με την πορνεία και τον τρόπο που φέρεται να γνώρισε τον πατέρα του ανήλικου τέκνου της ήτο σαφείς και συνεκτικές, ωστόσο το σκέλος του ισχυρισμού που στρέφεται γύρω από τη σχέση της με εκείνον και τις απειλές που δέχτηκε από τη σύζυγό του λόγω του λόγω της εγκυμοσύνης που προέκυψε, παρουσιάζονται ασαφείς, αόριστες και στερούμενες της ευλόγως αναμενόμενης περιγραφικής λεπτομέρειας ελέω και της φερόμενης βιωματικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών. Δεδομένου ότι ο αρμόδιος λειτουργός παρέθεσε εκτενώς τους λόγους για τους οποίους απέρριψε τον υπό κρίση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο, το παρόν Δικαστήριο συντάσσεται και υιοθετεί την εν λόγω κρίση καθώς, επιγραμματικά, η Αιτήτρια δεν σε θέση να περιγράψει και να παραθέσει λεπτομερείς περιγραφές της γυναίκας που δήλωσε ότι τι διώκει, οι δε δηλώσεις της αναφορικά με τις απειλές που δέχτηκε και το φερόμενο ξυλοδαρμό της κρίνονται ασαφείς, επιφανειακές, αόριστες και μη παραπέμπουσες σε βιωματικό περιστατικό. Η διαφορά σαφήνειας και συνοχής ανάμεσα  στον τρόπο με τον οποίο εξιστόρησε το πρώτο σκέλος του ισχυρισμού της σχετικά με την ενασχόλησή της με την πορνεία και τη γνωριμία της με τον πατέρα του ανήλικου τέκνου της και στο δεύτερο σκέλος του ισχυρισμού της,  ήτοι τις πράξεις δίωξης που φέρεται να αντιμετώπισε από της σύζυγό του, επιτείνει το συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις της περί του ότι απειλήθηκε και ξυλοκοπήθηκε από εκείνη, αποτελούν κατασκεύασμα προκειμένου να στοιχειοθετήσει παρελθούσα δίωξη προκειμένου να δημιουργήσει υπόβαθρο εύλογου και δικαιολογημένου κινδύνου δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.  Προς τούτο προσθέτω όχι μόνο ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παράσχει πληροφορίες ως προς τη συγκεκριμένη γυναίκα, αλλά παρατηρώ ότι κατά την υποβολή του αιτήματός της δήλωσε ότι η εν λόγω γυναίκα ήταν στρατιωτικός, ισχυρισμός όμως που έρχεται σε αντίθεση με τις δηλώσεις κατά τις προφορικές τις συνεντεύξεις, σύμφωνα με τις οποίες η σύζυγος του εραστή της ήταν αστυνομικός. Παρατηρώ επίσης ότι κατά την υποβολή του αιτήματός της, η Αιτήτρια αναφέρθηκε εκτενώς στα προβλήματα που φέρεται να αντιμετώπισε από την εν λόγω γυναίκα, ωστόσο δεν αναφέρθηκε, όπως ευλόγως θα αναμενόταν, σε οποιαδήποτε πράξη ξυλοδαρμού της από εκείνη παρά μόνο σε απειλές.

Βάσει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο αξιολογεί τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο και κρίνει ότι παρέλκει διερεύνηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας. Ούτως ή άλλως, ο υπό εξέταση ισχυρισμός, λόγω της προσωπικής του φύσης, δεν ενέχει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας. Ως εκ τούτου, αποκλειστικά στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων της Αιτήτριας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος.

Σημειώνεται ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου διαδικασίας η Αιτήτρια δεν κατάφερε να θεμελιώσει την αξιοπιστία των δηλώσεών της αφού δια της γραπτής της αγόρευσης, παρατηρώ ότι επαναλαμβάνει ασαφώς τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού, τονίζοντας μόνο την ευθύνη που θα φέρει η Δημοκρατία σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής και σε περίπτωση που δολοφονηθεί η ίδια και τον ανήλικο τέκνο της από τη σύζυγο του εραστή και πατέρα του ανήλικου τέκνου της. Κατά τα λοιπά, ουδέν στοιχείο και/ή πληροφορία προέβαλε η Αιτήτρια που να ενισχύει την αξιοπιστία των ισχυρισμών της και που να δύναται να ανατρέψει την αξιολόγηση της προσβαλλόμενης περί αναξιοπιστίας τους. 

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια των προφορικών  της συνεντεύξεων, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία.

Σε σχέση δε με την αξιολόγηση κινδύνου που η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της ενδεχομένως να αντιμετωπίσουν σε περίπτωση επιστροφής στους στη χώρα καταγωγής, το Δικαστήριο αρχικά συντάσσεται με την αξιολόγηση του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με τον εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας. Ειδικότερα, δεδομένου ότι ο συνδεόμενος με το συγκεκριμένο φόβο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος  τόσο από τους Καθ’ ων η αίτηση όσο και από το παρόν Δικαστήριο, το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου κρίνεται ως αβάσιμο και μη δικαιολογημένο καθώς δεν ανέκυψαν στοιχεία στοχοποίησης της Αιτήτριας από τη σύζυγο του πατέρα του ανήλικου τέκνου της.

Σε σχέση με το μη εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας ο οποίος συνδέεται απορρέει με το ότι αποτελεί άγαμη μητέρα, κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανέκυψαν οι ακόλουθες πληροφορίες. Η Έκθεση της Αυστριακής ACCORD του Νοεμβρίου του 2020 αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες αποτελούν σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν παραμείνει στερημένη από οικονομικά μέσα.[1] Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι: «Η Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[2] Όπως προαναφέρθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι μια πατρογονική κοινωνία, που σημαίνει ότι οι γενιές συνδέονται μέσω του πατέρα μιας οικογένειας.[3] Στο πλαίσιο του Κονγκό, αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι μια γυναίκα στη ΛΔΚ ορίζεται πάντα μόνο σε σχέση με έναν άνδρα συγγενή. Ως εκ τούτου, γυναίκες που απομακρύνονται από αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας εκλαμβάνονται αρνητικά από την κοινωνία και ενίοτε από τη δική τους οικογένεια.[4] Αυτές οι μεροληπτικές συμπεριφορές έναντι των γυναικών έχουν συμβάλει σε μια γενικά χαμηλή ισότητα των φύλων και σε εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία με βάση το φύλο. Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία».,[5] H ίδια ως άνω έκθεση συνεχίζει: «Οι ανύπαντρες γυναίκες στην Κινσάσα συχνά βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση, για τον λόγο αυτό πολλές γυναίκες από μητριαρχικά νοικοκυριά προσποιούνται ότι είναι παντρεμένες σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον στιγματισμό και να ελαττώσουν την ευαλωτότητά τους.[6] Από την άλλη πλευρά, η [ΜΚΟ] Afia Mama εκτίμησε ότι οι ανύπαντρες και μορφωμένες γυναίκες στην Κινσάσα θα ήταν πιο χειραφετημένες από πολλές παντρεμένες γυναίκες στη ΛΔΚ, επειδή έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων τους από τις γυναίκες χωρίς μόρφωση.[7]

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση των συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκές οικογένειες στη χώρα καταγωγής, το Δικαστήριο προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα εκ της οποίας ανευρέθηκε άρθρο του Διεθνούς Περιοδικού Περιβαλλοντικής Έρευνας και Δημόσιας Υγείας του 2021 αναφορικά με τη ΛΔΚ, το οποίο αναφέρει ότι υπάρχει ένας βαθμός στιγματισμού τόσο για τις έφηβες όσο και για τις ανύπαντρες ενήλικες μητέρες στη ΛΔΚ. Οι εν λόγω μητέρες συχνά αγωνίζονται να είναι ο κύριος προμηθευτής εισοδήματος και πόρων του νοικοκυριού, εκτός από το να έχουν τον ίδιο βαθμό προσοχής στην παρακολούθηση και την επίβλεψη των παιδιών τους. Οι ανύπαντρες μητέρες ήταν πιο πιθανό να είναι άνεργες ή να απασχολούνται σε θέσεις χαμηλού εισοδήματος, στη χειρωνακτική εργασία ή/και στη γεωργία. Τα παιδιά μητέρων που δεν παντρεύτηκαν ποτέ ή πήραν διαζύγιο στη ΛΔΚ και στο είχαν 1,79 φορές αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν μειωμένη ανάπτυξη, η οποία σχετίζεται με κακή γνωστική ικανότητα, μειωμένη εκπαιδευτική επίδοση και οικονομική κατάσταση, καθώς και κακή υγεία στην ενήλικη ζωή και αυξημένο κίνδυνος θνησιμότητας. Η φτώχεια ήταν ένα μια συνήθης συνθήκη και πολλές μητέρες αντιμετωπίζουν προβλήματα που σχετίζονται με την ανατροφή παιδιών σε φτωχές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της κάλυψης των καθημερινών δαπανών ενώ έχουν χαμηλό επίπεδο προσωπικών πόρων. Ενώ η φτώχεια είναι ευρέως διαδεδομένη στη ΛΔΚ, οι οικονομικές προκλήσεις συχνά επιδεινώνονται για τις ανύπαντρες μητέρες [8].

 

Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει μεν ότι οι γυναίκες που στερούνται υποστηρικτικού δικτύου καθώς και οι γυναίκες που αποτελούν κεφαλή μονογονεϊκών οικογενειών στη χώρα καταγωγής αντιμετωπίζουν πλήθος, κυρίως οικονομικής φύσεως δυσχερειών, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν τόσο τις ίδιες όσο και τα ανήλικα τέκνα τους. Εν προκειμένω όμως, με βάσει τα όσα έχουν γίνει δεκτά από το Δικαστήριο και αυτά που η ίδια η Αιτήτρια δήλωσε κατά τη διάρκεια των προφορικών της συνεντεύξεων, στην Kinshasa βρίσκεται ο πατέρας του ανήλικου τέκνου της. Ο εν λόγω άνδρας όχι μόνο βοήθησε την Αιτήτρια κατά το παρελθόν παρέχοντάς της στέγη και σίτιση, αλλά, όπως η ίδια δήλωσε, έχει ήδη αναγνωρίσει ως δικό του τέκνο το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας και ως εκ τούτου  αναμένεται να στηρίξει την Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο του, τουλάχιστον οικονομικά, σε περίπτωση που εκείνοι επιστρέψουν στην Kinshasa. Σημειώνεται άλλωστε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa, όπως και η ίδια δήλωσε, η Αιτήτρια θα έρθει σε επαφή μαζί του (βλ. ερυθρό 36 5Χ διοικητικού φακέλου). Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι, σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa, η Αιτήτρια θα τύχει τουλάχιστον της οικονομικής στήριξης του πατέρα του ανήλικου τέκνου της. Σημειώνεται άλλωστε ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις της, η Αιτήτρια διατηρεί καλή σχέση με το μητρικό της θείο ο οποίος διαμένει στην περιοχή Kikwit, και ο οποίος λόγω της καλής τους σχέσης αναμένεται ευλόγως να στηρίξει την Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της οικονομικά σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής.

Σε σχέση με την πρώην ενασχόληση της Αιτήτρια με την πορνεία, σημειώνεται ότι κατά την διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, η Αιτήτρια δεν έδωσε μια σαφή απάντηση αναφορικά με το εάν αναζήτησε κάποια άλλη εργασία μετά το θάνατο της μητέρας της, αφού σε σχετικώς υποβληθέν ερώτημα, η Αιτήτρια απάντησε ότι δε γνωρίζει κανένα στην Kinshasa και ότι κανείς δεν θα εργοδοτούσε μια μαθήτρια, υποδεικνύοντας ουσιαστικά ότι ουδέποτε αναζήτησε κάποια άλλη εργασία. Δεδομένου όμως ότι η Αιτήτρια δεν είχε πέσει στα χέρια κάποιου κυκλώματος εκμετάλλευσης νεαρών κοριτσιών με σκοπό την εξώθησή τους στην πορνεία, το Δικαστήριο κρίνει ότι και με την οικονομική στήριξη του πατέρα του ανήλικου τέκνου της και ενδεχομένως του θείου της, δεν πιθανολογείται ευλόγως ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, θα αναγκαστεί να διαφύγει στην πορνεία προκειμένου να εξασφαλίσει στέγη και σίτιση για την ίδια και το ανήλικο τέκνο της. Σε κάθε περίπτωση,  η Αιτήτρια συνιστά μια αρτιμελή γυναίκα η οποία φέρει στοιχειώδες μορφωτικό επίπεδο και συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει  ότι θα μπορέσει να βρει εργασία προκειμένου να καλύψει τα έξοδα διαβίωσής της καθώς και του ανήλικου τέκνου της, υποβοηθούμενη οικονομικά και από τον πατέρα του.

Σε σχέση με το πρόβλημα υγείας που αντιμετωπίζει η Αιτήτρια, το Δικαστήριο κρίνει ότι το πρόβλημα που αντιμετωπίζει με την όραση της δεν είναι τέτοιο που μπορεί να τις δημιουργήσει δυσχέρειες κατά την επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, αφού η ίδια η Αιτήτρια, σύμφωνα με δικές της δηλώσεις, απέφυγε να χειρουργηθεί στην Κύπρο αν και αυτό είχε ήδη προγραμματιστεί (βλ. ερυθρό 45 2Χ διοικητικού φακέλου). Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανευρέθη ότι στην Kinshasa, δραστηριοποιείται πλήθος μη κυβερνητικών οργανώσεων[9],[10] εκ των οποίων η οργάνωση HJ Foundation, η οποία το 2023 ίδρυσε στην Kinshasa ένα ιατρικό κέντρο το οποίο προσφέρει ένα ευρύ φάσμα δωρεάν ιατρικών υπηρεσιών σε ευάλωτα άτομα, συμπεριλαμβανομένων δωρεάν οφθαλμολογικών υπηρεσιών[11].

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο κρίνει ότι  δεν προκύπτει απολύτως κανένα στοιχείο εκ του οποίου θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa, η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της θα αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε συνεχόμενη, αληθή, πραγματική και έμπρακτη  απειλή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου, ο φόβος της Αιτήτριας κρίνεται στο σύνολό του αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Προχωρώντας στη Νομική Ανάλυση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, είτε σε σχέση με την ίδια ή με το ανήλικο τέκνο της, για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων.

 

Σημειώνεται ότι λόγω του ότι ο ισχυρισμός της Αιτήτριας  αναφορικά με τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος, δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική µμεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

 

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

 

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της θα υποστούν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[12]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα συμπληρωματικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής/τρια δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.[13]

 

Εν προκειμένω, κρίνω πως σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που χρησιμοποίησε ο αρμόδιος λειτουργός, στις οποίες ανέτρεξε και το παρόν Δικαστήριο, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δηλαδή στην Kinshasa, δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτοί θα έλθουν αντιμέτωποι με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σύμφωνα με επικαιροποιημένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λ.Δ. του Κονγκό συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[14] Περαιτέρω, σύμφωνα με ταξιδιωτικές συμβουλές για τη Λ.Δ.Κ. από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στους ταξιδιώτες συστήνεται να ξανά σκεφτούν το ταξίδι τους αλλά δεν αποτρέπονται από το να ταξιδέψουν. Οι μόνες περιοχές στις οποίες υπάρχει αποτροπή είναι οι επαρχίες του Βόρειου Kivu, Ituri και η ανατολική περιοχή της Λ.Δ.Κ. και οι τρεις επαρχίες Kasai (Kasai, Kasai-Oriental, Kasai-Central) λόγω του εγκλήματος, των εμφύλιων ταραχών, της τρομοκρατίας, των ένοπλων συγκρούσεων και των απαγωγών. Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η Kinshasa.[15] Σύμφωνα με άλλη πηγή πληροφόρησης δεν ανευρέθηκε ότι δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, παρά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[16]

 

Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 08/03/2023 έως 08/03/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 55 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 69 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[17] . Δεδομένου δε, ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[18]καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.[19]

 

Η κατάσταση γενικευμένης βίας θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαρκή, γενικά και παρατεταμένα επίπεδα βίας σε μια χώρα ή σε μια περιοχή. Δεν αρκεί για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης η διαπίστωση σποραδικών και μεμονωμένων περιστατικών τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων βίαιων επεισοδίων ούτε αυξημένης εγκληματικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της έννομης τάξης και των μέτρων για τη δημόσια ασφάλεια κάθε οργανωμένου κράτους.

Τα παραπάνω υποδηλώνουν στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας και μέρος όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει άμα τη επιστροφή της στη χώρα καταγωγής η ίδια και το ανήλικο τέκνο της,  δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά αμάχων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ. 

Βάσει λοιπόν της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στην Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της τη σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις.

Καταληκτικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης της Αιτήτριας καθώς και του ανήλικου τέκνου της για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, αλλά ούτε και πλήρωση των προϋποθέσεων υπαγωγής τους σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με € 800 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

                                         

 

                                         Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 



[1] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020,
https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/03/2024)

[2] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/03/2024)

[3] Wagner, K., Glaesmer, H., Bartels, S.A. et al., “Presence of the Absent Father: Perceptions of Family among Peacekeeper-Fathered Children in the Democratic Republic of Congo”. J Child Fam Stud, 2022, https://link.springer.com/article/10.1007/s10826-022-02293-2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/03/2024)

[4] De Herdt, Tom “Hidden families, single mothers and Cibalabala: Economic Regress and Changing Household Composition in Kinshasa”, Trefon, T. (Red.), Reinventing order in the Congo – How people respond to state failure in Kinshasa. London: Zed Books, 2004 σελ. 121, 128, https://www.bloomsburycollections.com/book/reinventing-order-in-the-congo-how-people-respond-to-state-failure-in-kinshasa/ch8-hidden-families-single-mothers-and-cibalabala-economic-regress-and-changing-household-composition-in-kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/03/2024)

[5] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/03/2024)

[6] Jacobs C. et al., Figurations of Displacement in the Democratic Republic of the Congo: Empirical findings and reflections on protracted displacement and translocal connections on Congolese IDPs, November 2020, https://trafig.eu/output/working-papers/trafig-working-paper-no-4 σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/03/2024)

[7] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, Afia Mama, an NGO in the Democratic Republic of Congo (DRC), Skype-interview, 2 August 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11 – 12, σελ. 45 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/03/2024)

[8] International Journal of Environmental Research and Public Health, “I Don’t Know where I Have to Knock for Support”: A Mixed-Methods Study on Perceptions and Experiences of Single Mothers Raising Children in the Democratic Republic of Congo, October 2021, διαθέσιμο σε file:///C:/Users/petraef/Downloads/I_Dont_Know_Where_I_Have_to_Knock_for_Support_A_M.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/03/2024)

[9] Doctors without borders, DRC, https://www.doctorswithoutborders.org/what-we-do/where-we-work/democratic-republic-congo, (ημερ. πρόσβασης 16/03/2024).

[10] Danish Council for Refugees, https://pro.drc.ngo/where-we-work/east-africa-great-lakes/democratic-republic-of-congo/, (ημερ. πρόσβασης 16/03/2024).

[11] Health World, HJ Foundation Opens New Health Center in Kinshasa, April 2023, διαθέσιμο σε https://health.economictimes.indiatimes.com/news/industry/hj-foundation-opens-new-health-center-in-kinshasa/99280845, (ημερ. πρόσβασης 16/03/2024).

[12] Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115)»

[13] EASO, ‘Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση’, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 16/03/2024).

[14] Human Rights Watch, ‘World Report 2024 - Democratic Republic of CongoEvents of 2023’, n.d., διαθέσιμο σε  https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/democratic-republic-congo  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 16/03/2024).

[15] Travel.State.Gov., U.S. Department of StateBureau of Consular Affairs, ‘Democratic Republic of the Congo Travel Advisory’, 31/07/2023, διαθέσιμο σε  https://travel.state.gov/content/travel/en/traveladvisories/traveladvisories/democratic-republic-of-the-congo-travel-advisory.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 16/03/2024).

[16] Council on Foreign Relations, Global Conflict Tracker, ‘Conflict in the Democratic Republic of Congo’, last updated 21/02/2024, διαθέσιμο σε  https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 16/03/2024).

[17] Αccled, Kinshasa, reference period 08/03/2023 - 08/32/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 16/03/2025]

[18] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερ. πρόσβασης 16/01/2024]

[19] World Population Review, ‘Kinshasa Population 2024’, n.d., διαθέσιμο σε https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 16/03/2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο