ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 2984/2023

28 Μαρτίου, 2024

[Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

      J.O.

Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Χ. Παφίτη (κα) για Α. Λαζάρου (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Σ. Πιτσιλλίδου (κα) για Δ. Κυπριανίδου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η Αίτηση.

Η Αιτήτρια Παρούσα

Ε. Ηρακλέους (κα) για πιστή μετάφραση από τα Αγγλικά στα Ελληνικά και αντίστροφα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 04/08/23, η οποία της κοινοποιήθηκε την ίδια μέρα, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρη, παράνομη, αντισυνταγματική και στερούμενη κάθε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία στις 04/04/22, στις 25/07/23 πραγματοποιήθηκε η συνέντευξη της, ακολούθησε έκθεση/εισήγηση λειτουργού ημερ.26/07/23 και ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιος λειτουργός αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης την ίδια μέρα, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η συνήγορος για την Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη παραβιάζει τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και της σχετικής νομοθεσίας. Διατείνεται ότι η έρευνα της Υπηρεσίας Ασύλου ήτο ελλιπής, πεπλανημένη ως προς τα πραγματικά γεγονότα και νομικά σημεία της υπόθεσης και στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Υιοθετεί τα όσα προβλήθηκαν από την Αιτήτρια κατά την συνέντευξη και υποβάλει ότι ήταν θύμα εμπορίας προσώπων ισχυρισμός που ουδέποτε εξετάστηκε. Θεωρεί ότι εμπίπτει στις προϋποθέσεις πρόσφυγα ως θύμα σεξουαλικής βίας ή τουλάχιστον είναι δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας βάσει των περιστατικών ασφαλείας στη περιοχή συνήθους διαμονής της. Επίσης, αναφέρει ότι παραβιάστηκε το Άρθρο 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6 (Ι)/2000), καθότι ουδέποτε παραπέμφθηκε για εξέταση από ιατρό ή ψυχολόγο ως θύμα σεξουαλικής βίας και/ή εκμετάλλευσης.

 

Οι Καθ' ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη. Απαντούν ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να τεκμηριώσει λόγους δίωξης και κρίθηκε αναξιόπιστη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Η δικηγόρος της Αιτήτριας υποστηρίζει ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες του Άρθρου 15 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) καθότι δεν παραπέμφθηκε για εξέταση από ιατρό ή ψυχολόγο. Η θέση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για τους ακόλουθους λόγους:

-                ο Κανονισμός 7 των Διαδικαστικών Κανονισμών του 1962, «θέτει υποχρέωση σε κάθε διάδικο, δια των εγγράφων προτάσεών του «να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως». Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων είναι απαραίτητη για την εξέταση των λόγων ακύρωσης από το δικαστήριο. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια, αναπόφευκτα επηρεάζει τη νομική βάση των λόγων, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν να κριθούν αναιτιολόγητοι και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης.

-                στην υπό εξέταση υπόθεση εμφανώς η διατύπωση των λόγων ακύρωσης στην προσφυγή της Αιτήτριας, ήταν εξαιρετικά λακωνική και ήτο κατά παράβαση των σχετικών διαδικαστικών κανονισμών - απλή επίκληση της παραβίασης του Συντάγματος, Νόμων και γενικών αρχών διοικητικού δικαίου χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή, 

-                ο λόγος ακύρωσης που επικαλείται η δικηγόρος της Αιτήτριας δεν καλύπτεται επαρκώς από τους νομικούς ισχυρισμούς όπως αυτοί διατυπώνονται στα σημεία 1-12 του δικογραφου της προσφυγής,

-                η νομολογία έχει με σταθερότητα καθιερώσει την αρχή ότι δεν επιτρέπεται η εισαγωγή εντελώς νέων λόγων ακύρωσης μέσω Αγορεύσεων πέραν εκείνων που έχουν καταγραφεί στην αίτηση. Αντικείμενο της διαδικασίας καθορίζεται στη δικογραφία η οποία αποτελεί το δικονομικό μέσο για την έκθεση και προσδιορισμό των επιδίκων θεμάτων, ούτε και μπορεί ο συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης να προβληθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Χωρίς το εν λόγω θέμα να είχε προηγουμένως διατυπωθεί στη προσφυγή ως επίδικο και να αιτιολογηθεί πλήρως θα ήταν εσφαλμένη η ενασχόληση του παρόντος Δικαστηρίου και η διατύπωση κρίσης σε σχέση με αυτό το ζήτημα,

-                ο εξεταστικός χαρακτήρας της διαδικασίας κάτω από το Άρθρο 146 του Συντάγματος, δεν καταργεί τη δικογραφία ως το μέσο προσδιορισμού των επίδικων θεμάτων, 

-                δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτοί ισχυρισμοί που δεν εξειδικεύονται ή δεν αιτιολογούνται διότι με αυτό τον τρόπο το Δικαστήριο, παρόλο που ασκεί και έλεγχο ουσίας, θα οδηγείτο σε συζήτηση σχεδόν οιουδήποτε θέματος κατά παράβαση των δικονομικών διατάξεων και του ρόλου που διαδραματίζουν στον καθορισμό των επίδικων θεμάτων και της διεξαγωγής της διοικητικής δίκης,

 

(Βλέπε Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, που εφαρμόζεται κατ΄ αναλογία και από το παρόν Δικαστήριο - Κανονισμός 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας  Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 έως 2022 (3/2019), και των λεχθέντων στη  Δημοκρατία ν. Κουκκουρή(1993) 3 Α.Α.Δ. 598, Latomia Estate Ltd v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672, Δημοκρατία ν. Σπύρου (2007) 3 Α.Α.Δ. 533, Ιωσηφίδης ν. Γενικού Εισαγγελέα (1990) 3 Α.Α.Δ. 4599 (Απόφαση Πογιατζή, Δ.), Kadivari ν. Δημοκρατίας (αρ. 2) (1992) 4 Α.Α.Δ. 2924 (Απόφαση Πική, Δ. - όπως ήταν τότε)

 

Σε κάθε περίπτωση το Δικαστήριο αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023, (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί σε εξέταση της ουσίας της αίτησης ασύλου και των στοιχείων του διοικητικού φακέλου στο εξής «ΔΦ» σε συνδυασμό με τους λόγους ακύρωσης που αφορούν έλλειψη δέουσας έρευνας και ανεπαρκούς αιτιολόγησης και πλάνης της προσβαλλόμενης πράξης.

 

Τα προσωπικά στοιχεία και προφίλ της Αιτήτριας έγιναν αποδεκτά από την Υπηρεσία Ασύλου (ερυθρό 50 ΔΦ). Απορρίφθηκε, όμως ο ισχυρισμός της για φόβο δίωξης υπό την μορφή απειλών κατά της ζωής της από τον πατέρα της, λόγω σεξουαλικής παρενόχλησης της, ως εξωτερικά αναξιόπιστος. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια υποστήριξε ότι μετά τον θάνατο της μητέρας της το 2019, ο πατέρας της άλλαξε συμπεριφορά απέναντι της και ότι προσπάθησε αρκετές φορές να την βιάσει απειλώντας την ότι αν δεν ενδώσει θα την σκοτώσει. Αυτό το μέρος της ιστορίας της παρουσίαζε ασάφειες, ασυνέπειες, αοριστίες, αντιφάσεις, έλλειψη ευλογοφάνειας και  έλλειψη επαρκών πληροφορικών (ερυθρά 49 – 47 ΔΦ) ειδικότερα:

- ενώ δεχόταν απειλές και σεξουαλική παρενόχληση από τον πατέρα της από το 2019 και θα αναμενόταν από ένα ενήλικο άτομο όπως την Αιτήτρια να φύγει από το σπίτι της νωρίτερα, η Αιτήτρια με ασάφεια και αοριστία ισχυρίστηκε ότι δεν είχε βοήθεια. Επιπλέον υποστήριξε ότι διέφυγε το 2022 δηλαδή 3 χρόνια μετά με τη βοήθεια μιας φίλης της μητέρας της, θα θεωρείτο προφανώς εύλογο αν ζητούσε τη βοήθεια της νωρίτερα (ερυθρά 29 – χ3-χ7, 26-χ2-χ4 ΔΦ),

-  χωρίς να τεκμηριώσει του ισχυρισμούς της, υποστήριξε αόριστα και γενικόλογα ότι παρά την σεξουαλική παρενόχληση που δεχόταν από τον πατέρα της από το 2019 δεν μίλησε σε κανέναν, καθότι στη χώρα της όποιος μιλά για τέτοιου είδους ζητήματα αποκτά κακή φήμη (ερυθρά 29-χ8-χ10, 28-χ4 ΔΦ),

-  η Αιτήτρια ανέφερε με ασάφεια ότι ο πατέρας της της συμπεριφερόταν καλά πριν εργοδοτηθεί στον στρατό, όμως δεν γνώριζε πριν πόσα χρόνια ο πατέρας της είχε εργοδοτηθεί. (ερυθρά 27-χ1, 26χ5-χ7 ΔΦ),

- η Αιτήτρια ήταν αντιφατική και απέτυχε να τεκμηριώσει την περίοδο που άρχισε η σεξουαλική παρενόχληση από τον πατέρα της. Ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι άρχισε το 2019 αμέσως μετά τον θάνατο της μητέρας της σε διευκρινιστική ερώτηση ισχυρίστηκε ότι άρχισε λίγα χρόνια μετά τον θάνατο της μητέρας της. Επίσης δεν μπορούσε να τεκμηριώσει πότε άλλαξε η συμπεριφορά του πατέρα της. Σε ορισμένες ερωτήσεις απάντησε ότι άλλαξε όταν ο πατέρας της εργοδοτήθηκε στον στρατό, ενώ σε άλλες ισχυρίστηκε ότι άλλαξε μετά τον θάνατο της μητέρας της  (ερυθρά 30-χ11, 27-χ1, 26-χ7-χ8 ΔΦ).

 

Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση του λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό αυτό το μέρος του αιτήματος της Αιτήτριας. Δεν παρείχε κάθε διαθέσιμη βοήθεια στον εξεταστή για τη διαπίστωση των στοιχείων της υπόθεσής της, ούτε τεκμηρίωσε τους ισχυρισμούς της με επαρκή λεπτομέρεια (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.11 και Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131). Γενικά οι ανεπαρκείς λεπτομέρειες, οι ελλιπείς πληροφορίες που παρουσιάστηκαν από την Αιτήτρια, η άγνοιά της για ουσιώδη ζητήματα που άπτονταν του πυρήνα του αιτήματος της λ.χ. η αναφορά σε περιστατικά/ ενέργειες του πατέρα της που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ως απειλές κατά τη ζωή της, η αναλυτικότερη περιγραφή και/ή συχνότητα της σεξουαλικής παρενόχλησης που δεχόταν ήταν στοιχεία που θα ήταν ευλόγως αναμενόμενο να γνωρίζει και/ή περιγράψει εκτενώς η Αιτήτρια[1]. Σύμφωνα, επίσης, και με την § 205 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών, η Αιτήτρια θα έπρεπε:

 

«(i) να λέει την αλήθεια και να βοηθά τον εξεταστή με κάθε δυνατό τρόπο με την τεκμηρίωση των ισχυρισμών του με κάθε δυνατό τρόπο.

(ii) Να κάνει προσπάθεια να υποστηρίξει τα λεγόμενά του με κάθε διαθέσιμο τεκμήριο και να δώσει ικανοποιητική επεξήγηση για κάθε απουσία τεκμηρίων. Αν είναι αναγκαίο πρέπει να καταβάλει προσπάθεια να προσκομίσει επιπρόσθετα τεκμήρια.

(iii) Να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες που αφορούν τον εαυτό του και τις προγενέστερες εμπειρίες του με όσο το δυνατόν περισσότερες λεπτομέρειες για να καταστήσει ικανό τον εξεταστή να αποδείξει τους σχετικούς ισχυρισμούς.  Αναμένεται ότι θα του ζητηθεί να δώσει μια συνεκτική εξήγηση όλων των λόγων που επικαλείται για υποστήριξη του αιτήματός του για προσφυγικό καθεστώς και θα πρέπει να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις που θα του υποβληθούν.»

 

Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας το οποίο δίνεται μόνο όταν έχουν προσκομισθεί όλα τα διαθέσιμα αποδεικτικά στοιχεία και όταν ο εξεταστής είναι γενικά ικανοποιημένος από την αξιοπιστία του αιτούντα. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Από τα γεγονότα της περίπτωσης της σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις της δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο της εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Δεν έχει τεκμηριώσει με τις αιτιάσεις της ότι ανήκει σε οποιαδήποτε πολιτική, θρησκευτική, εθνική, στρατιωτική ή κοινωνική οργάνωση ή ομάδα στη χώρα καταγωγής της που να αντιμετωπίζει δίωξη, ενώ σε περίπτωση επιστροφής της δεν θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας της. Ούτε έχει καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται είτε από τις αρχές της χώρας της είτε από άλλους φορείς δίωξης (Βλέπε Άρθρα και του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000). Ούτε οι συνθήκες στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές ως η σχετική αναφορά της για σεξουαλική εκμετάλλευση (ερυθρά 28 ΔΦ) συνιστούν λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής της, συνεπώς ο σχετικός ισχυρισμός απορρίπτεται.  

 

Ο ισχυρισμός ότι η Αιτήτρια εμπίπτει στις προϋποθέσεις συμπληρωματικής προστασίας, επίσης, απορρίπτεται. Ο λειτουργός εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), καταλήγοντας ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται. Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι η ίδια προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής της, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[2] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης διαπιστώνεται ότι στην περιοχή της Αιτήτριας (πόλη Otuo, πολιτεία Edo)  δεν υφίστανται συνθήκες άσκησης αδιάκριτης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, έτσι ώστε να γίνει αποδεκτό ότι υπάρχουν εύλογοι λόγοι η Αιτήτρια να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής της ή της σωματικής ακεραιότητας της. Σημειώνεται περαιτέρω ότι, η ίδια σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης της ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα της, ενώ μετά από αναθεωρημένη έρευνα του Δικαστηρίου[3] επιβεβαιώνονται τα ευρήματα του λειτουργού. Λαμβανομένου υπόψη του γεγονότος ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του Άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023,(Ν.6(Ι)/2000), με την Κ.Δ.Π. 166/2023 ημερ.26/05/23 ορίζει την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, η ίδια δεν έχει τεκμηριώσει ότι στην χώρα της δεν είναι ασφαλής λόγω των ειδικών της περιστάσεων. 

 

Ως εκ των ανωτέρω δεν διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της Αιτήτριας ήτοι της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270). Το Δικαστήριο μετά από έλεγχο νομιμότητας/ορθότητας και πραγματικό έλεγχο των περιστάσεων της Αιτήτριας, όπως αναλύεται ανωτέρω, καταλήγει στο ίδιο εύρημα ότι δηλαδή δεν μπορεί να της αναγνωριστεί το καθεστώς του πρόσφυγα ή συμπληρωματικής προστασίας.

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1300 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

                              

 

 

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EYAA, Evidence and Credibility Assessment in the Context of the Common European Asylum System, Judicial Analysis 2nd Edition, February 2023, σελ.122-123

[2] του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[3] The Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED) collects real-time data on the locations, dates, actors, fatalities, and types of all reported political violence and protest events around the world - https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο