ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                             Υπόθεση αρ. 2990/23

                                   

13 Μαρτίου 2024

 

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟY - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

                      Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

N.K.W, από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, ARC: 581XXXΧ97

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της  Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                         Καθ' ων η Αίτηση

A. Παναγή (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Χ. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 03/02/2023, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 08/08/2023 και δια της οποίας πληροφορήθηκε ότι το αίτημά του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε, ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αδικαιολόγητη και/ή στερημένη οποιαδήποτε νομικής ισχύος και/ή εννόμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας στις 13/06/2021 λαμβάνοντας αυθημερόν αντίστοιχη βεβαίωση, αφού αφίχθηκε παράνομα στις ελεύθερες περιοχές στις 31/03/2021 μέσω κατεχομένων, μετά την αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής του στις 30/03/2021.

 

Στις 21/11/2022 διεξήχθη η προφορική συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Κυπριακής Υπηρεσίας Ασύλου (εφεξής «ο λειτουργός»), ο οποίος ετοίμασε ΈΚΘΕΣΗ - ΕΙΣΗΓΗΣΗ προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στις 03/01/2021.

Στις 03/02/2023 ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την ανωτέρω ΕΚΘΕΣΗ - ΕΙΣΗΓΗΣΗ και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή.

Στις 08/08/2023 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη της αίτησής του και αιτιολόγηση της απόφασης. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν.

Στις 01/09/2023 ο Αιτητής καταχώρισε δια της συνηγόρου του, την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της επίδικης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του, ο Αιτητής προβάλλει τους κάτωθι λόγους ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξης:

1)   Νομική και πραγματική πλάνη των Καθ΄ων η αίτηση κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης.

2)   Ανεπάρκεια έρευνας και/ή δέουσας έρευνας και/ή ελαττωματική έρευνα εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση.

3)   Παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση.

Οι  Καθ' ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου  είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η Αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και λήφθηκε ύστερα από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

 

Κατά τη διάρκεια των ενώπιον μου διευκρινίσεων, αμφότερα τα μέρη υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως. 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι  και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

 

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 :«Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και  αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε καμία έρευνα ή ποσό μάλλον δέουσα έρευνα  και ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν στηρίχθηκαν σε οποιαδήποτε έρευνα κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται  για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

 

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας  που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με το άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την αίτηση του για διεθνή προστασία όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλει με την παρούσα Προσφυγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας δήλωσε ότι  εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή απειλείτο από τους συμφοιτητές του. Συγκεκριμένα δήλωσε  ότι αν και αρχικά έγινε μέλος μιας ομάδας μαθητών που σπούδαζαν διοίκηση επιχειρήσεων, στη συνέχεια ήθελε να αποχωρήσει από αυτήν ωστόσο δεν του το επέτρεπαν και τον ανάγκασαν να παραμείνει μέλος της. Όταν ζήτησε να μάθει τη δραστηριότητα της εν λόγω ομάδας, ο Αιτητής πληροφορήθηκε ότι η εν λόγω ομάδα προέβαινε σε υπεξαιρέσεις χρημάτων, χρησιμοποιούσε πλαστά χρήματα, πραγματοποιούσε ένοπλες ληστείες, απαγωγές και πουλούσε ναρκωτικά. Προσέθεσε δε ότι τα μέλη της εν λόγω ομάδας πίστευαν πως ο Αιτητής, λόγω της αθώας όψης του, ήταν το πιο κατάλληλο άτομο στο πανεπιστήμιο για να πουλήσει ναρκωτικά  (βλ. ερυθρά 1 και 16 διοικητικού φακέλου).

 

Κατά το στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην Kinshasa. Σχετικά με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του είναι διαζευγμένοι και ότι η μητέρα του και τα τρία αδέρφια του διαμένουν στην Kinshasa. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι σπούδασε στο πανεπιστήμιο για τρία χρόνια Τεχνολογία Πληροφοριών και Διοίκηση, ενώ ως προς το επάγγελμά του δήλωσε ότι εργάστηκε περιστασιακά ως τεχνικός ηλεκτρονικών υπολογιστών (βλ. ερυθρά 44 - 43 διοικητικού φακέλου).

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής αρχικά ισχυρίστηκε ότι κατά τη διάρκεια της φοίτησής του στο πανεπιστήμιο πουλούσε ινδική κάνναβη. Προέβαλε ότι συνήθως παραλάμβανε τα ναρκωτικά στο χώρο του πανεπιστημίου και στη συνέχεια προχωρούσε στην πώλησή τους κυρίως κατά τη διάρκεια κάποιων πάρτι τα οποία οργάνωνε ο αρχηγός της συμμορίας. Μια μέρα ο Αιτητής παρέλαβε ο ίδιος το εμπόρευμα δηλώνοντας ότι κάποιος πρέπει να τον ακολούθησε. Επρόκειτο για μια μεγάλη ποσότητα ναρκωτικών την οποία θα έπρεπε να μεταφέρει σε ένα πάρτι. Αφού ο Αιτητής παρέδωσε τα ναρκωτικά, παρέλαβε μια τσάντα γεμάτη μετρητά και του ζητήθηκε να  κάτσει για λίγο στο πάρτι να διασκεδάσει. Ο Αιτητής παρέμεινε στο πάρτι, πλην όμως άρχισε να μην αισθάνεται καλά γιατί κάποιος πρέπει να έριξε κάτι μέσα στο ποτό του με αποτέλεσμα να ξεχάσει ότι έπρεπε να παραδώσει την τσάντα με τα χρήματα στο αφεντικό του. Στη συνέχεια μετέβη στην τουαλέτα όπου τον ακολούθησαν κάποια άτομα τα οποία άρχισαν να τον χτυπούν προκειμένου να πάρουν την τσάντα με τα χρήματα, πλην όμως ο Αιτητής κατάφερε να διαφύγει τρέχοντας, ενώ έριξε την τσάντα με τα χρήματα σε ένα κοντινό χώρο προκειμένου να την παραλάβει αργότερα. Οι διώκτες του ωστόσο τον πρόλαβαν, τον χτύπησαν και στη συνέχεια πλησίασαν κάποιοι στρατιώτες ζητώντας να μάθουν τι συμβαίνει. Ο Αιτητής δήλωσε στους στρατιώτες ότι δε γνώριζε την ταυτότητα των ατόμων που τον χτυπούσαν, ενώ εκείνα δήλωσαν στους στρατιώτες ότι ο Αιτητής είχε στην κατοχή του κάτι που άνηκε στους ίδιους, εννοώντας την τσάντα με τα χρήματα. Στη συνέχεια πλησίασαν και άλλοι δύο στρατιώτες οι οποίοι ενημέρωσαν τον Αιτητή ότι δεν θα τον αφήσουν αν δεν τους αποκαλύψει ποια ήταν τα άτομα που τον χτυπούσαν, ενώ προέβησαν και σε έρευνα στην οικία του. Οι εν λόγω στρατιώτες ζήτησαν από τον Αιτητή να καλέσει τη μητέρα του, πλην όμως εκείνη δεν μπόρεσε να μεταβεί εκεί λόγω απαγόρευσης της κυκλοφορίας. Οι στρατιώτες παρέμειναν με τον Αιτητή στην οικία του, ενώ εκείνος τους ζήτησε να τον βοηθήσουν να εντοπίσει την τσάντα με τα χρήματα την οποία είχε κρύψει σε γειτονικό μέρος. Όταν όμως βρήκαν την τσάντα, διαπίστωσαν ότι τα χρήματα έλειπαν από αυτή. Το επόμενο πρωινό ο Αιτητής μετέβη στην οικία που διέμενε η οικογένειά του, ωστόσο τον κάλεσε το αφεντικό του και του ζήτησε τα χρήματα. Όταν ο Αιτητής τον ενημέρωσε σχετικά με το τι είχε συμβεί το προηγούμενο βράδυ, εκείνος αποκρίθηκε ότι δε τον ενδιαφέρει και τον απείλησε ότι αν δεν επιστρέψει τα χρήματα, θα σκοτώσει τόσο τον ίδιο όσο και τα μέλη της οικογένειάς του. Ο Αιτητής δήλωσε ότι στη συνέχεια νοσηλεύτηκε γιατί δεν αισθανόταν καλά, ωστόσο κατά τη διάρκεια της νοσηλείας του το αφεντικό του έστειλε άγνωστα άτομα στην οικία του προκειμένου να τον αναζητήσουν. Επειδή όμως τα εν λόγω άτομα δεν κατάφεραν να εντοπίσουν τον Αιτητή, μαχαίρωσαν τον αδερφό του και έτσι ο Αιτητής, υποβοηθούμενος από ένα μέλος της οικογένειάς του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρό 42 1Χ διοικητικού φακέλου).

Ερωτηθείς αν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι είναι αμφιφυλόφιλος καθώς έλκεται από τους άνδρες (βλ. ερυθρό 42 1Χ διοικητικού φακέλου).

Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε στον Αιτητή ερωτήσεις σχετικά με τους λόγους για τους οποίους τα όσα προέβαλε κατά την προφορική του συνέντευξη δε συμβαδίζουν με όσα εκείνος δήλωσε κατά την υποβολή του αιτήματός του  (βλ. ερυθρό 41  διοικητικού φακέλου). 

Κατά το στάδιο της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε το αφήγημα του Αιτητή σε θεματικές, προχωρώντας στην υποβολή αντίστοιχων ερωτήσεων προς διερεύνηση των ισχυρισμών του. Ειδικότερα, αρχικά υποβλήθηκαν στον Αιτητή ερωτήσεις αναφορικά με την ενασχόλησή και τις συνθήκες υπό τις οποίες φέρεται να πουλούσε ναρκωτικές ουσίες, την επίθεση που φέρεται να δέχτηκε κατά τη διάρκεια ενός πάρτι καθώς και την εις βάρος του καταδίωξη στη συνέχεια, τη συνάντησή του με τους στρατιώτες και το περιεχόμενο των απειλών που ακολούθησαν μεταξύ του ίδιου και του αφεντικού του σχετικά με τα απολεσθέντα χρήματα (βλ. ερυθρά 41 – 38  διοικητικού φακέλου).

Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός υπέβαλε στον Αιτητή ερωτήσεις αναφορικά με τον σεξουαλικό του προσανατολισμό. Ειδικότερα, ζητήθηκε από τον Αιτητή να προσδιορίσει το σεξουαλικό του προσανατολισμό καθώς και να περιγράψει τις ερωτικές σχέσεις που σύναψε κατά το παρελθόν. Ο Αιτητής υποβλήθηκε σε ερωτήσεις αναφορικά με την αντίδραση των μελών της οικογένειάς του όταν περιήλθε εις γνώση τους ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, τον τρόπο που αντιμετωπίζει η κοινωνία της ΛΔΚ τους ομοφυλόφιλους, τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος κατάφερε να διαχειριστεί το σεξουαλικό του προσανατολισμό στη χώρα καταγωγής καθώς και να προσδιορίσει εάν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα σε αυτή λόγω τη σεξουαλικής του ταυτότητας (βλ. ερυθρά 38 – 31  διοικητικού φακέλου). 

Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα τον σκοτώσουν (βλ. ερυθρό 41  διοικητικού φακέλου).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε στην εισήγησή του τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς 1)Την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, 2) τις δηλώσεις του Αιτητή  περί του ότι εκδιώχθηκε γιατί δεν μπόρεσε να αποδώσει στο αφεντικό του τα χρήματα που εισέπραξε κατόπιν πώλησης ναρκωτικών ουσιών και 3) τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι είναι αμφιφυλόφιλος.

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε δεκτός καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία, οι δε δηλώσεις του διασταυρώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Ο δεύτερος ωστόσο ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε απόρριψης αφού οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ασαφείς, αόριστες και στερούμενες ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, αν και αρχικά ο Αιτητής δήλωσε ότι πιστεύει ότι του έριξαν κάποια ουσία μέσα στο ποτό του κατά τη διάρκεια του πάρτι που φέρεται να έλαβε χώρα στις 20/03/2021, στη συνέχεια αρνήθηκε τέτοιο ενδεχόμενο (ερ. 40 3Χ διοικητικού φακέλου). Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι αν και ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι είχε ξεχάσει την τσάντα  με τα χρήματα, στη συνέχεια αρνήθηκε αντιφατικά τον εν λόγω ισχυρισμό (ερ. 42 1Χ, 40 2Χ διοικητικού φακέλου). Κρίθηκε δε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν συνεκτικές και ευλογοφανείς καθώς εκείνος δήλωσε ότι κατά τη διάρκεια του πάρτι εισήλθε εντός της τουαλέτας διότι δεν ένιωθε καλά, πλην όμως εξήλθε αυτής είχαν εξαφανιστεί όλοι οι παραβρισκόμενοι στο πάρτι  πλην τριών ατόμων που άρχισαν να τον ξυλοκοπούν (ερυθρό 40 5Χ διοικητικού φακέλου). Επίσης, o Αιτητής προέβαλε χωρίς ευλογοφάνεια ότι αν και δεν αισθανόταν καλά διότι ήταν μεθυσμένος, κατάφερε να διαφύγει των τριών ανδρών που τον ξυλοκόπησαν. Κληθείς να περιγράψει πως τα κατάφερε, ο Αιτητής απάντησε υπεκφεύγοντας ότι όταν κάποιος κινδυνεύει, βρίσκει τη δύναμη να αντισταθεί (ερυθρό 40 4Χ διοικητικού φακέλου). Αν και ο Αιτητής προέβαλε ότι στην προσπάθειά του να διαφύγει τρέχοντας έριξε την τσάντα κάπου προκειμένου να την παραλάβει αργότερα με αποτέλεσμα να χαθούν τα χρήματα και να τον απειλήσει το αφεντικό του ότι θα τον σκοτώσει, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής χωρίς να έχει δεχτεί ο ίδιος ή τα μέλη της οικογένειάς του κάποια ενόχληση από το αφεντικό του (ερυθρά 39 1Χ – 4Χ, 38 1Χ διοικητικού φακέλου).

Επί τη βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι λόγω της προσωπικής φύσης του υπό εξέταση ισχυρισμού, δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας προς επιβεβαίωση των ισχυρισμών του Αιτητή και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος αποκλειστικά στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή.

Απόρριψης έτυχε και ο τρίτος ισχυρισμός του Αιτητή, ο οποίος αφορά τις δηλώσεις του αιτητή περί του ότι είναι αμφιφυλόφιλος. Εφαρμόζοντας το μοντέλο αξιολόγησης DSSH ( Διαφορετικότητα, Ντροπή, Στίγμα, Βλάβη), σύμφωνα με το οποίο κάποια βασικά χαρακτηριστικά ή στοιχεία είναι πιθανό να είναι κοινά στους ανθρώπους που αναγνωρίζονται ως ένα φύλο που είναι αντίθετο με τις ετεροκανονικές κοινωνίες στις οποίες ζουν, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τα ακόλουθα.

 

Ως προς το στοιχείο της διαφορετικότητας, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να προσδιορίσει με σαφήνεια το σεξουαλικό του προσανατολισμό, αφού αρχικά δήλωσε ότι είναι αμφιφυλόφιλος (ερ. 41 1Χ διοικητικού φακέλου), ωστόσο στη συνέχεια δήλωσε ότι είναι ομοφυλόφιλος (ερ. 38 2Χ διοικητικού φακέλου). Κληθείς να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, ο Αιτητής αποκρίθηκε ανεπαρκώς ότι είναι ομοφυλόφιλος και ότι ένιωθε πιο άνετα να δηλώσει αμφιφυλόφιλος (ερ. 38 3Χ διοικητικού φακέλου). Σε έτερο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης ωστόσο, ο Αιτητής δήλωσε ότι πλέον είναι ετεροφυλόφιλος, προβάλλοντας χωρίς συνοχή και ευλογοφάνεια ότι στην δική του περίπτωση δεν βοήθησε το φιλικό προς τους ομοφυλόφιλους περιβάλλον της Κύπρου (ερ. 37 1Χ – 3Χ, 31 2Χ διοικητικού φακέλου). Ζητηθείς να περιγράψει τις προηγούμενες σχέσεις του, ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι συνειδητοποίησε το σεξουαλικό του προσανατολισμό στην τελευταία τάξη του σχολείου, όταν ο ίδιος ήταν 14 με 15 ετών, συνάπτοντας σχέση με ένα αγόρι ονόματι Gabriel (ερ. 36 1Χ διοικητικού φακέλου). Αντί όμως να αναφερθεί σε κάποια έτερη σχέση με άνδρα η οποία προέκυψε μετά τη φοίτησή του στο σχολείο, ο Αιτητής προέβαλε, σε αντίφαση με τις ανωτέρω δηλώσεις του, ότι η σχέση του με τον Gabriel ήταν η δεύτερη σχέση που σύναψε με άνδρα. Όταν του εξηγήθηκε η εν λόγω ασυνέπεια, ο Αιτητής αποκρίθηκε ελλιπώς ότι του είναι δύσκολο να θυμηθεί αλλά είναι σίγουρος ότι η πρώτη του σχέση συνάφθηκε με τον Gabriel και ακολούθησε μια άλλη επαφή με άτομο του ιδίου φύλου η οποία ωστόσο δεν οδήγησε σε σχέση (ερ. 36 2Χ – 3Χ διοικητικού φακέλου). Συν τοις άλλοις, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τα συναισθήματα που ένιωσε όταν συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, καθώς προέβαλε γενικόλογα ότι ήθελε να κάνει σεξ με άνδρες και ότι δε μπορούσε να συγκεντρωθεί στις σπουδές του (ερ. 35 2Χ – 3Χ διοικητικού φακέλου). Όταν άλλωστε του ζητήθηκε να κατονομάσει τους άνδρες με τους οποίους σύναψε σχέση κατά το παρελθόν, ο Αιτητής ισχυρίστηκε δεν προέβαλε καμία σχετική απάντηση επικαλούμενος ότι δεν ήταν σχέσεις αλλά περιστασιακές επαφές (ερ. 30 5Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ως προς τα στοιχεία της ντροπής και του στίγματος, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν προέκυψε κάτι συγκεκριμένο το οποίο να τον έκανε να συνειδητοποιήσει  ότι του αρέσουν οι άνδρες περισσότερο από τις γυναίκες (ερ. 35 1Χ διοικητικού φακέλου). Όταν του ζητήθηκε να περιγράψει ποιες σκέψεις πέρασαν από το μυαλό του όταν αντιλήφθηκε ότι προτιμά τους άνδρες, ο Αιτητής επανέλαβε ασαφώς ότι ήθελε να κάνει σεξ μαζί τους (ερ. 35 2Χ διοικητικού φακέλου) χωρίς να αναφέρεται σε κάποια σχετική σκέψη ή συναίσθημα που να αντικατοπτρίζει οποιαδήποτε εσωτερική διεργασία. Όταν επίσης ρωτήθηκε πως επηρέασε τη ζωή του η συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο Αιτητής δήλωσε ότι εθίστηκε στο να δημιουργεί σχέσεις με άτομα του ιδίου φύλου αν και αντιφατικά προέβαλε ότι σύναψε σχέσεις μόνο με δύο άνδρες και πολλές γυναίκες (ερ. 35 3Χ, 36 3Χ διοικητικού φακέλου). Προσπαθώντας να του δώσει την ευκαιρία να περιγράψει τον εσωτερικό του κόσμο, ο αρμόδιος λειτουργός ρώτησε τον Αιτητή πως ένιωθε σε σχέση με τη σεξουαλική του ταυτότητα σε μικρή ηλικία, πλην όμως ο τελευταίος αποκρίθηκε χωρίς συνοχή ότι όταν ήταν μικρός δεν σκεφτόταν παρά μόνο έπραττε (ερ. 35 4Χ διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής προσέθεσε χωρίς ευλογοφάνεια και νοηματική συνοχή πως όταν ενηλικιώθηκε επέλεξε να γίνει και πάλι ετεροφυλόφιλος με τη βοήθεια της θρησκείας (ερ. 35 5Χ, 34 2Χ διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός προέβαλε ότι δεν αναμένεται ευλόγως από κάθε ομοφυλόφιλο άτομο να επιδεικνύει αισθήματα στίγματος και ντροπής λόγω της περιοριστικής κοινωνίας την οποία ζει, ωστόσο αναμένεται ευλόγως από εκείνο να είναι σε θέση να παράσχει πληροφορίες που να αντικατοπτρίζουν τα συναισθήματά του και την εσωτερική διεργασία της οποίας έχει διέλθει. Εν προκειμένω ωστόσο, ο Αιτητής προέβαλε μόνο ότι οι ομοφυλόφιλοι στη ΛΔΚ δε γίνονται αποδεκτοί, χωρίς όμως να είναι σε θέση να περιγράψει πως έκρυβε το σεξουαλικό του προσανατολισμό ενώ βρισκόταν σε σχέση με άτομο του ιδίου φύλου, αφού σε σχετικώς υποβληθέν ερώτημα προέβαλε χωρίς συνοχή ότι έπαιζε ποδόσφαιρο και περνούσε χρόνο με άνδρες (ερ. 33 1Χ, 34 1Χ διοικητικού φακέλου). Όταν άλλωστε υποβλήθηκε σε ερωτήσεις αναφορικά με τη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής επέδειξε άγνοια τόσο ως προς την ύπαρξη σημείων όπου συναντιούνται τα ομόφυλων άτομα αλλά και ως προς την ύπαρξη ιστοσελίδων γνωριμιών ομόφυλων ατόμων, όπως ευλόγως θα αναμενόταν (ερ. 32 1Χ – 2Χ διοικητικού φακέλου). Παράλληλα ο Αιτητής δε γνώριζε εάν στη χώρα καταγωγής δραστηριοποιούνται οργανισμοί υποστηρίζοντες τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας (ερ. 31 1Χ διοικητικού φακέλου) και δήλωσε ασαφώς ότι μέλη της εν λόγω κοινότητας ζούνε μεταξύ τους (ερ. 32 3Χ διοικητικού φακέλου).

Σε σχέση με το στοιχείο της βλάβης, ο Αιτητής προέβαλε ασαφείς δηλώσεις καθώς ισχυρίστηκε αόριστα ότι η οικογένειά του δεν δέχτηκε τις σεξουαλικές του προτιμήσεις, πλην όμως δεν προέβησαν σε κάποια εις βάρος του πράξη βλάβης καθώς δεν ήταν σίγουροι εάν ο Αιτητής ήταν ομοφυλόφιλος παρά μόνο του ζήτησαν να σταματήσει να κάνει παρέα με τον τότε φίλο του. Προσέθεσε δε αντιφατικά ότι ο πατέρας ήταν κακοποιητικός απέναντί του, ωστόσο τον προστάτεψε η μητέρα του δηλώνοντας στον πατέρα του ότι ο Αιτητής θα αλλάξει σταδιακά (ερ. 38 4Χ διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια ο Αιτητής δήλωσε ότι το 2014 τον έπιασε ο πατέρας του να επιδίδεται σε ερωτικές περιπτύξεις με τον Gabriel, με αποτέλεσμα να του ζητήσει να φύγει από το σπίτι (ερ. 33 2Χ, 32 4Χ, 37 4Χ διοικητικού φακέλου). Ως προς την αντιμετώπιση που δέχονται τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη χώρα καταγωγής, οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν λεπτομερείς και σαφείς καθώς προέβαλε χωρίς συνοχή ότι τα εν λόγω άτομα δεν έχουν ούτε μέρος ούτε φωνή (ερ. 33 5Χ διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής, τέλος, σε αντίθεση με τον πυρήνα του ισχυρισμού του, δήλωσε ότι η τελευταία σχέση που σύναψε πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής ήταν με μια γυναίκα ονόματι Jessica (ερ. 33 6Χ διοικητικού φακέλου).

Στη βάση της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δε θεμελιώνουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα σχετικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη χώρα καταγωγής, εκ της οποίας προέκυψε ότι στη ΛΔΚ δεν υπάρχει κάποιος νόμος που να απαγορεύει τις σχέσεις ατόμων ιδίου φύλου, ωστόσο τα μέλη της ΛΟΑΤΙΚΙ κοινότητας τα οποία  εκδηλώνουν δημοσίως τη σεξουαλική τους ταυτότητα υπόκεινται σε πλήθος  διακρίσεων. Απουσιάζει άλλωστε νομικό πλαίσιο προστασίας των μελών της ΛΟΑΤΙΚΙ κοινότητας με αποτέλεσμα αυτά να δέχονται επικρίσεις από κρατικούς και μη φορείς. Οι δε οικογένειες τους, συχνά τα περιθωριοποιούν και αντιδρούν με άσχημο τρόπο όταν γνωστοποιηθεί ο σεξουαλικός τους προσανατολισμός. 

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι αν και οι πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής υποδεικνύουν ότι τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα αντιμετωπίζουν διακρίσεις, η αδυναμία του Αιτητή να θεμελιώσει την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του σχετικά με το σεξουαλικό του προσανατολισμό  δεν αφήνει περιθώρια αποδοχής του υπό εξέταση ισχυρισμού ως αξιόπιστο και ως εκ τούτου αυτός απορρίφθηκε.

Επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και αυτόν της τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Kinshasa και συμπερασματικά έκρινε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Το εν λόγω συμπέρασμα βασίστηκε αφενός στην απόρριψη των ισχυρισμών του Αιτητή ως προς τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής αλλά και στο ότι, βάσει της διεξαχθείσας έρευνας, η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa καταγράφηκε ως σταθερή.

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η πιθανότητα εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό του.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ.Κ., ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα. Κρίθηκε περαιτέρω ότι  δεν προέκυψαν στοιχεία που να δικαιολογούν την υπαγωγή του Αιτητή  στο άρθρο 19(2)(γ) ίδιου Νόμου καθώς η κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας διαμονής του στη χώρα καταγωγής κατεγράφη ως σταθερή.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία δίνοντας επανειλημμένα στον Αιτητή τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του, ωστόσο ο τελευταίος δεν κατάφερε να το πράξει.

Σταχυολογώντας την προφορική συνέντευξη του Αιτητή, διαπιστώνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από την εξουσιοδοτημένη από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, αρχικά κρίνω ότι ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο μόνιμης διαμονής του Αιτητή, αφού οι σχετικές δηλώσεις του διέπονται από σαφήνεια, δεν προέκυψε κανένα περί του αντιθέτου στοιχείο και οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης και χαρτογράφησης.

Υπεραμύνομαι ομοίως της κρίσης του αρμόδιου λειτουργού αναφορικά με την απόρριψη του δεύτερου και τρίτου ισχυρισμού καθώς έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ο Αιτητής δεν στοιχειοθέτησε οποιοδήποτε ισχυρισμό σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την ένταξή του στο Άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, ως προς τις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με τον ισχυρισμό που αφορά τη δίωξή του από το αφεντικό του λόγω του ότι δεν μπόρεσε να του αποδώσει τα χρήματα που εισέπραξε από πώληση ναρκωτικών ουσιών, οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή στερούνται περιγραφικής λεπτομέρειας, σαφήνειας και ευλογοφάνειας. Ο Αιτητής υπέπεσε άλλωστε σε πλήθος αντιφάσεων τις οποίες δεν μπόρεσε να αντικρούσει αν και του δόθηκε επανειλημμένα η δυνατότητα εκ του αρμόδιου λειτουργού. Ενδεικτικά, από το σύνολο του αφηγήματός του Αιτητή, δεν καθίσταται σαφές εάν εκείνος ξέχασε ή έφερε μαζί του καθ’ όλη τη διάρκεια των προγραφέντων περιστατικών την τσάντα με τα χρήματα που φέρεται να εισέπραξε κατόπιν πώλησης ναρκωτικών ουσιών, αφού αρχικά δήλωσε ότι την ξέχασε, στη συνέχεια ωστόσο δήλωσε ότι την είχε πάντα μαζί του. Αντιφατικές είναι άλλωστε και οι δηλώσεις του Αιτητή ως προς την φερόμενη τοποθέτηση κάποιας ουσίας εντός του ποτού του, καθώς αρχικά δήλωσε ότι μάλλον κάποιος τον δηλητηρίασε, στη συνέχεια όμως αρνήθηκε το εν λόγω ενδεχόμενο (ερ. 40 3Χ διοικητικού φακέλου).Οι δε δηλώσεις του περί του ότι εισήλθε εντός της τουαλέτας κατά τη διάρκεια του πάρτι και όταν βγήκε από αυτή είχαν αποχωρήσει όλοι οι καλεσμένοι πλην των ατόμων που τον ξυλοκόπησαν (ερ. 40 3Χ διοικητικού φακέλου), κρίνονται ως στερούμενες ευλογοφάνειας σε βαθμό που πλήττεται ανεπανόρθωτα η αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού. Οι δηλώσεις τέλος του Αιτητή περί του ότι απειλήθηκε από το αφεντικό του λόγω του ότι δεν ήταν σε θέση να του αποδώσει τα απολεσθέντα χρήματα στερούνται συνοχής καθώς ο Αιτητής όχι μόνο διέμεινε μετά το εν λόγω περιστατικό, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, για δέκα ημέρες στην Kinshasa χωρίς να δεχτεί οποιαδήποτε ενόχληση από το αφεντικό του, αλλά κα τα ίδια τα μέλη της οικογένειάς του εξακολουθούν να διαμένουν εκεί χωρίς να έχουν αντιμετωπίσει το οποιοδήποτε πρόβλημα. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίνεται και από το παρόν Δικαστήριο ως εσωτερικά αναξιόπιστος ως μη αντικατοπτρίζον βιωματικά περιστατικά.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή, θα συμφωνήσω επίσης με την κρίση του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι λόγω της προσωπικής φύσης των εξιστορισθέντων περιστατικών, δεν προκύπτει κάποιο στοιχείο που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο σχετικής έρευνας.

Συνεπώς ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος αποκλειστικά στη βάση της αξιολόγησης της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή.

 

Ως προς την αξιολόγηση του ισχυρισμού του Αιτητή σχετικά με το σεξουαλικό του προσανατολισμό, θα συμφωνήσω επίσης με την απόρριψή του εκ  μέρους των Καθ’ ων η αίτηση. Ειδικότερα, όχι μόνο υιοθετώ στο σύνολό της την εφαρμογή και αξιολόγηση των δηλώσεων του Αιτητή βάσει της εκτενούς ανάλυσης και εφαρμογής του μοντέλου DSSH εκ μέρους του αρμόδιου λειτουργού, αλλά παρατηρώ ότι από το σύνολο των δηλώσεων του Αιτητή δεν καθίσταται σαφές αν ο Αιτητής είναι ή ήταν αμφιφυλόφιλος όπως αρχικά προέβαλε, ομοφυλόφιλος όπως ακολούθως δήλωσε ή ετεροφυλόφιλος όπως τελικά κατέληξε. Είναι προφανές ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αποτελούν ένα συνονθύλευμα ασαφών δηλώσεων δια των οποίων ο Αιτητής προσπάθησε ανεπιτυχώς να θεμελιώσει βάσιμο λόγο δίωξης λόγω του κατά δήλωση διαφορετικού σεξουαλικού προσανατολισμού σε σχέση με αυτόν που είναι ευρέως αποδεκτός από την κοινωνία της χώρας καταγωγής, δεν ήταν όμως σε θέση να καταστήσει σαφές ποιος ακριβώς είναι ή ήταν αυτός. Σε κάθε περίπτωση, ο Αιτητής δεν ήταν και σε θέση να περιγράψει την εσωτερική διεργασία της οποίας διήλθε κατά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού προσανατολισμού, οποιοσδήποτε και αν είναι ή ήταν αυτός, όπως ευλόγως θα αναμενόταν. Το δε νόημα των δηλώσεών του Αιτητή περί του ότι ήταν ομοφυλόφιλος και στη συνέχεια επανήλθε στην ετεροφυλοφιλία στερείται ευλογοφάνειας, οι δε δηλώσεις του περί του ότι πριν εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής διατηρούσε δεσμό με γυναίκα, επιβεβαιώνουν την κρίση περί παντελούς αναξιοπιστίας των δηλώσεών του. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίπτεται στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος αφού ο σεξουαλικός προσανατολισμός του Αιτητή δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω έρευνας σε εξωτερικές πηγές.

Δεδομένου ότι αμφότεροι οι ισχυρισμοί του Αιτητή έχουν κριθεί ήδη ως μη αξιόπιστοι τόσο από τους Καθ’ ων η αίτηση, όσο και από το παρόν Δικαστήριο, παρατηρώ ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου διαδικασίας, ο Αιτητής δια της συνηγόρου του, όχι μόνο δεν μπόρεσε να προσθέσει περαιτέρω στοιχεία και/ή πληροφορίες που να ενδυναμώνουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών του, αλλά οι ισχυρισμοί της συνηγόρου του αποδυναμώνουν περαιτέρω την ήδη κλονισθείσα αξιοπιστία του. Ειδικότερα, η συνήγορος του Αιτητή, δια της γραπτής της αγόρευσης, όχι μόνο παραθέτει αόριστα το σχετικό νομοθετικό πλαίσιο και την αντίστοιχη νομολογία χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία των ισχυρισμών του Αιτητή, αλλά παρατηρώ ότι αναφέρεται σε Αιτήτρια η οποία διώκεται από το κράτος λόγω του ότι αποτελεί μέλος της οικογένειας αντικαθεστωτικού προσώπου (βλ. σελ. 9-10 γραπτής αγόρευσης Αιτητή), ισχυρισμός ο οποίος δεν βρίσκει απολύτως κανένα έρεισμα τόσο στις δηλώσεις του Αιτητή, όσο και την ουσία του αιτήματός του. Τα δε νοηματικά κενά της προφορικής συνέντευξης του Αιτητή δεν καλύφθηκαν στο πλαίσιο της παρούσης διαδικασίας καίτοι ο Αιτητής εκπροσωπείται από συνήγορο και είχε στη διάθεσή του τα δικονομικά προς τούτο μέσα.  

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι, σε κάθε περίπτωση,  σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία.  

Ως εκ τούτου, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε περί μη πλήρωσης των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος  καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, αφού από το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων δεν προέκυψαν ενδείξεις υφιστάμενης, συνεχόμενης, αληθούς, πραγματικής και έμπρακτης  στοχοποίησής του από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη στη χώρα καταγωγής.

Σημειώνεται ότι ελλείψει οιασδήποτε πράξης παρελθούσας δίωξης του Αιτητή, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική µεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην Meki Elgafaji and Noor Elgafaji vStaatssecretaris van Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας»[1] ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής [2].

Εν προκειμένω, σε σχέση με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και κατ' επέκταση ευλόγως αναμενόμενο προορισμό του σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, ήτοι την πόλη Kinshasa, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας.

Εκ της διεξαχθείσας έρευνας ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της ΛΔΚ  καθώς εκεί δραστηριοποιούνται ένοπλες ομάδες και καταγράφεται διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων[3]. Σε σχέση με την πόλη Kinshasa ωστόσο, δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων ή την ύπαρξη κάποιας ένοπλης σύγκρουσης. To δε International Crisis Group, σε έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 επιβεβαιώνει ότι ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά είτε στην πόλη Kinshasa ή στην ομώνυμη περιφέρεια [4].

Αναλύοντας άλλωστε τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 01/03/2023 έως 01/03/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 55 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 69 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι) ενώ καταγράφηκαν και 54 περιστατικά που αποτελούσαν διαμαρτυρίες  εκ των οποίων όμως δεν προέκυψε κάποια απώλεια. Ούτε άλλωστε καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[5] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[6],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (69 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

Η κατάσταση γενικευμένης βίας θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαρκή, γενικά και παρατεταμένα επίπεδα βίας σε μια χώρα ή σε μια περιοχή. Δεν αρκεί για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης η διαπίστωση σποραδικών και μεμονωμένων περιστατικών τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων βίαιων επεισοδίων ούτε αυξημένης εγκληματικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της έννομης τάξης και των μέτρων για τη δημόσια ασφάλεια κάθε οργανωμένου κράτους.

Τα παραπάνω υποδηλώνουν στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και μέρος όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής,  δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά αμάχων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ. 

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

 

Επί τη βάσει λοιπών όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε έπειτα από δέουσα, πλήρη και εξατομικευμένη έρευνα και αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης και των δηλώσεων που προέβαλε ο Αιτητής τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία. Συναφώς λοιπόν καταλήγω στην απόρριψη του συνόλου των λόγων ακυρώσεως, συμπεριλαμβανομένου αυτού  περί έλλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας εκ των Καθ' ων η αίτηση, ως επίσης και όλων των λόγων ακύρωσης που προβλήθηκαν αλυσιτελώς.

 

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

 

 

 

Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html, ): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115).»

[2] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf), [ημερ. πρόσβασης 08/03/2024].

[3] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερπρόσβασης 08/03/2024]

[4]International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo,  [ημερ. πρόσβασης 08/03/2024]

[5] Αccled, Kinshasa, reference period 01/03/2023 - 01/03/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 08/03/2024]

[6] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερπρόσβασης 08/03/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο