ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3087/23

 

21 Μαρτίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Α. Ε. Α.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Μ. Παπαλοΐζου, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Κα Θ. Παπανικολάου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.09/08/23, η οποία επιδόθηκε δια χειρός στις 28/08/23, και δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτησή διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, ως άκυρης, παράνομης και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια κατάγεται από τη Νιγηρία, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 08/11/21 και υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 10/12/21 (ερ.1-3, 21).  

Την 30/05/23 διεξήχθη συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία όπου δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.13-21). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση-Εισήγηση (ερ.32-41) και στις 14/06/23 η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε να μην παραχωρηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της επιδόθηκε διά χειρός στις 28/08/23, σε γλώσσα κατανοητή από αυτήν (ερ.51).

Επί της αιτήσεως ασύλου η αιτήτρια καταγράφει ότι έφυγε από τη χώρα καταγωγής της καθώς αντιμετώπιζε απειλές κατά της ζωής της από την οικογένεια του αρραβωνιαστικού της, που είναι ο πατέρας του παιδιού της, αφού τη κατηγορούσαν ότι ευθύνεται για τον θάνατο του.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που  διενεργήθηκε η αιτήτρια επανέλαβε κατ’ ουσία τα ως άνω αναφέροντας ότι της «προκάλεσε σοβαρά προβλήματα» η οικογένεια του φίλου της, καθότι τη θεωρεί υπεύθυνη που ασθένησε ο υιός τους και απεβίωσε. Η μητέρα του φίλου της την «απειλούσε πολύ», ως ανέφερε, και η ίδια, μη αντέχοντας την πίεση που ένιωθε λόγω αυτού, έφυγε με τη βοήθεια ενός πάστορα που γνώριζε η μητέρα της από τη χώρα καταγωγής. Επιπροσθέτως ανέφερε ότι η οικονομική κατάσταση της οικογένειας της δεν ήταν καλή και έτσι ήρθε για να εργαστεί και να τους βοηθήσει οικονομικά. Επί των απειλών που δεχόταν, ερωτώμενη σχετικά, ανέφερε ότι αυτές άρχισαν τον Μάιο 2020, 2 ημέρες από τη ταφή του φίλου της. Ερωτώμενη για το διάστημα μεταξύ Μαΐου 2020 και Οκτωβρίου 2021 οι όποιες απειλές δέχθηκε ήταν αμιγώς φραστικές και ουδέποτε έγινε οιαδήποτε επίθεση στην αιτήτρια, επί τούτου δε ουδέν περαιτέρω ανέφερε. Στον τόπο διαμονής της (Boki, Cross River State) διαμένουν μέχρι σήμερα οι γονείς της, η κόρη της και οι δύο αδελφές της, με τους οποίους διατηρεί συχνή επικοινωνία.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν τρείς ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής της αιτήτριας

2.    Κίνδυνος δίωξης από την οικογένεια του αποθανόντος πατέρα της κόρης της

3.    Οικονομικοί λόγοι που έφυγε από τη χώρα

Εκ των ως άνω ισχυρισμών οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τους 1ο και 3ο ισχυρισμούς, απέρριψαν δε τον 2ο ισχυρισμό, καθότι κρίθηκε ότι δεν τεκμηριώνεται εκ των λεγομένων της κάποιος βάσιμος φόβος διώξεως ή σοβαρής βλάβης, δεδομένου ότι οι όποιες απειλές στις οποίες αναφέρθηκε η αιτήτρια, επί των οποίων ουδεμία περαιτέρω λεπτομέρεια ανέφερε, παρότι ερωτήθηκε επισταμένα επί τούτου, παρέμειναν περί το 1 ½ έτος, από όταν άρχισαν μέχρι η αιτήτρια να φύγει από τη χώρα, σε αμιγώς φραστικό επίπεδο. Εκ τούτων, ως οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν στην επίδικη έκθεση, προκύπτει ότι δεν προκύπτει κάποιος κίνδυνος για την αιτήτρια και οι φραστικές απειλές που δέχθηκε δεν εμπεριέχουν τον βαθμό σοβαρότητας ώστε να ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη και δεν υφίσταται αντικειμενική πιθανότητα πραγμάτωσης τους.

Κατά συνέπεια, ήταν εκ των ως άνω κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας, η αιτήτρια να υποβληθεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της.

Επιπλέον, όσον αφορά το άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας [αρ.19 (2) (γ) του Νόμου], συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας κατά την επιστροφή της λόγω αδιάκριτης βίας, καθώς η κατάσταση στο Cross River State (τόπος διαμονής της) δεν υφίσταται κατάσταση ένοπλης σύγκρουσης με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση εκεί.   

Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε.

Κατά τις διευκρινήσεις ο συνήγορος της αιτήτριας απέσυρε ρητά τους λοιπούς νομικούς ισχυρισμούς προωθώντας εν τέλει μόνο τον ισχυρισμό περί μη δέουσας έρευνας.

Οι καθ' ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και ζητούν απόρριψη της προσφυγής.

Προχωρώ με την εξέταση του ισχυρισμού που αφορά την μη διενέργεια δέουσας έρευνας που είναι και ο μόνος ισχυρισμός που εν τέλει προωθείται.

Στην Χωματένος ν. Δημοκρατίας, (2013) 3 Α.Α.Δ. 120, ημ.14/03/13, λέχθηκε ότι: «Η έκταση και η μορφή της έρευνας είναι συνυφασμένη με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης. Το κριτήριο για την επάρκεια και πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και διερεύνηση του συνόλου των ουσιωδών στοιχείων, τα οποία παρέχουν βάση για ασφαλή συμπεράσματα.»

Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά τη λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας.

Θα συμφωνήσω λοιπόν με τα ευρήματα των καθ’ ων η αίτηση και την τελική κατάληξη τους επί της επίδικης αιτήσεως. Τούτο γιατί, ως και οι καθ’ ων η αίτηση αναφέρουν, πέραν των κενών και ασαφειών που εντοπίστηκαν στο αφήγημα της, ως οι καθ’ ων η αίτηση καταγράφουν στην επίδικη έκθεση, σε κάθε περίπτωση, δεν μπορεί να συναχθεί αντικειμενικώς πιθανότητα πραγμάτωσης του φόβου που εκφράζει η αιτήτρια για δίωξη ή βλάβη από την οικογένεια του αποθανόντος πατέρα της κόρης.

Πολύ απλά, αν υπήρχε τέτοιο ενδεχόμενο θα αναμενόταν να είχε πραγματωθεί κατά το 1 ½ έτος που η αιτήτρια διέμενε στο ίδιο μέρος με την οικογένεια του αποθανόντος. Αντ’ αυτού, το μόνο που είχε δεχθεί καθ’ όλο αυτό το διάστημα, είναι απλά και μόνο φραστικές απειλές. Άλλωστε ούτε η οικογένεια της, η οποία διαμένει μέχρι σήμερα στο ίδιο μέρος, δέχθηκε κάποια επίθεση ή άλλου είδους όχληση από τους γονείς του αποθανόντος.

Σχετικά είναι τα όσα αναφέρονται στο εγχειρίδιο EASO «Προϋποθέσεις Χορήγησης Διεθνούς Προστασίας (Οδηγία 2011/95/ΕΕ)», όπου, στη σελ. 92, αναφέρονται τα εξής:

«Παραδοσιακά, υποστηρίζεται ότι η έννοια του «βάσιμου φόβου» περιλαμβάνει δύο στοιχεία:

1) ένα υποκειμενικό στοιχείο· η ύπαρξη φόβου στη σκέψη του αιτούντος υπό την έννοια του τρόμου· και

2) ένα αντικειμενικό στοιχείο· έγκυρη βάση για τον συγκεκριμένο φόβο λόγω της κατάστασης που επικρα­τεί στη χώρα καταγωγής και άλλων παραγόντων.

Για παράδειγμα, στο εγχειρίδιο της UNHCR αναφέρονται τα εξής:

Στο στοιχείο του φόβου –πνευματική κατάσταση και υποκειμενική κατάσταση– προστίθεται ο χαρακτη­ρισμός «βάσιμος». Αυτό σημαίνει ότι το καθεστώς πρόσφυγα δεν καθορίζεται μόνο από την πνευματική κατάσταση του ενδιαφερομένου, αλλά η εν λόγω κατάσταση πρέπει να υποστηρίζεται από αντικειμενική κατάσταση. Επομένως, ο όρος «βάσιμος φόβος» περιέχει ένα υποκειμενικό και ένα αντικειμενικό στοι­χείο και, κατά τον καθορισμό του κατά πόσον υπάρχει βάσιμος φόβος, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη αμφότερα τα στοιχεία (505)

Ενόψει των ως άνω λοιπόν δεν μπορώ να συνάγω εύλογη πιθανότητα να πραγματωθεί οιοσδήποτε κίνδυνος. Ειδικώς δε αναφορικά με το καθεστώς πρόσφυγα, ελλείπει εδώ η σύνδεση με κάποιον από τους αναφερόμενους στο αρ.3 του Νόμου λόγους δίωξης.

Απομένει εν προκειμένω μια αποτίμηση της κατάστασης ασφαλείας στον τόπο διαμονής της (πολιτεία Cross River), όπου και αναμένεται να εγκατασταθεί η αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.

Αναφορικά με τη γενική κατάσταση ασφαλείας στο Cross River, σε επικαιροποιημένη αναφορά του ACLED καταγράφεται ότι στο διάστημα από 15/03/23 έως 15/03/24, καταγράφηκαν 61 περιστατικά ασφαλείας και προέκυψαν εξ αυτών 54 απώλειες ανθρώπινων ζωών [1] σε σύνολο πληθυσμού περί των 4 ½  εκατομμυρίων [2] .Κατά το έτος 2020, καταγράφηκαν 35 περιστατικά ασφαλείας και προέκυψαν εξ αυτών 40 θάνατοι, σε σύνολο πληθυσμού περί των τεσσάρων  εκατομμυρίων. Κατά το 1ο τετράμηνο του 2021, και πάλι σύμφωνα με σχετική έκθεση του ACLED, καταγράφηκαν 7 θάνατοι σε σύνολο 12 περιστατικών ασφαλείας.[3] Έκθεση του EASO αναφέρει ότι στην πολιτεία Cross River δεν διαπιστώνεται πραγματικός κίνδυνος για έναν άμαχο να επηρεαστεί προσωπικά με βάση την έννοια του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας.[4] 

Είναι κατάληξη μου εκ των ως άνω ότι δεν καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε, και στην οποία εύλογα αναμένεται να επιστρέψει, δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή. Δεν μπορώ δε να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια σε σύγκρισή με τον γενικό πληθυσμό στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», δεδομένης της ύπαρξης ισχυρού οικογενειακού δικτύου στην περιοχή [5] (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, υπ. αρ.C-901/19 CF and DN).

Έπεται ότι δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος «καταδίωξης [της αιτήτριας] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Σημειώνεται ότι η Νιγηρία έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022 και 166/2023, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

(βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 15/03/2023-15/03/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots/ Protests  και ΠΕΡΙΟΧΗ: Western Africa – Nigeria – Cross River

[2] City Population, Nigeria – Cross River State,  https://citypopulation.de/en/nigeria/admin/

[3]  EASO Country Guidance: Nigeria Security Situation, June 2021, σ. 241-245

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2021_06_EASO_COI_Report_Nigeria_Security_situation.pdf

[4] EASO Country Guidance: Nigeria Common analysis and guidance note, October 2021, σ. 121

https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2022-01/Country_Guidance_Nigeria_2021.pdf

[5] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο