ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3367/22

 

21 Μαρτίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

R. M. A.

                                                                                                                        Αιτήτρια

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κος Α. Σαβεριάδης, Δικηγόρος για Αιτήτρια

Κα Α. Αριστείδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή η αιτήτρια αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου η οποία της κοινοποιήθηκε στις 28/04/22 με επιστολή ημ.21/04/22, δια της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση της για παροχή διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, παράνομης, και στερούμενης νομικού αποτελέσματος.

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, η αιτήτρια, Κουρδικής καταγωγής, κατάγεται από τη Κουρδική Περιφέρεια του Ιράκ (στο εξής ΚΠΙ), εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, τον Σεπτέμβριο 2019 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 03/09/19 (ερ.1-3, 16-18, 80).

Στις 17/11/21 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με την αιτήτρια από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου της δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα της (ερ.64-80). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και στις 31/12/21 το αίτημα για διεθνή προστασία απορρίφθηκε (ερ.117-128).  

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης της αιτήτριας για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία της δόθηκε διά χειρός 28/04/22 και της μεταφράστηκε στη μητρική της γλώσσα κατά τη λήψη, μαζί με την σχετική αιτιολογία αυτής (ερ.132-133).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε η αιτήτρια καταγράφει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω «οικογενειακών προβλημάτων», χωρίς να αναφέρει κάτι περαιτέρω επ’ αυτού.

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε η αιτήτρια ανέφερε ότι εγκατέλειψε την χώρα της διότι είχε πολλά προβλήματα με τον πρώην σύζυγο της, του είπε ότι ήθελε διαζύγιο και δεν το δέχτηκε και δεν είχε που να μείνει. Υπέστη κατ’ επανάληψη, ως ανέφερε, σωματική κακοποίηση από τον πρώην σύζυγο της και μια φορά, μετά από ένα ξυλοδαρμό, πήγε στο νοσοκομείο αλλά παρά τούτα παρέμενε στο γάμο της εξαιτίας των παιδιών της. Δεν είχε κάποιον να την βοηθήσει. Είχαν πολλές συγκρούσεις μεταξύ τους και όταν η αιτήτρια κατέφευγε στο σπίτι του πατέρα της, ερχόταν ο πρώην σύζυγος και την απειλούσε ότι θα την σκοτώσει, εάν δεν επέστρεφε. Περιέγραψε σχετικά μια σειρά κακοποιήσεων με ξυλοδαρμούς, ψυχολογικής βίας μέχρι και κάψιμο με τσιγάρο.  Ως ανάφερε, ο πρώην σύζυγος της έχει ψυχολογικά προβλήματα, είναι υψηλόβαθμος αστυνομικός και μέλος του κόμματος PUK. Ερωτώμενη σχετικά η αιτήτρια ανέφερε ότι κατάγγειλε την κακοποίηση που υπόκειτο στον προιστάμενο του συζύγου της. Μετά τη καταγγελία ο σύζυγος της, παρόλο που δεν κινήθηκαν νομικές διαδικασίες εναντίον του, φοβούμενος το αφεντικό του, ως ανέφερε η αιτήτρια, δεν τη χτυπούσε πλέον όμως συνέχισε να της συμπεριφέρεται καταπιεστικά και ασκούσε ψυχολογική βία. Εν τέλει, περί τον Ιούνιο 2019, η αιτήτρια, μετά από τρείς μήνες που δεν είχε καμία σχέση με το σύζυγο της, παρόλο που διέμεναν μαζί, αποφάσισε να φύγει από το σπίτι της και έμενε με τον πατέρα της περί τον ένα μήνα, ακολούθως με μια φίλη της περί τον ένα μήνα, και μετά έφυγε από τη χώρα.

Ο  πατέρας της αιτήτριας και η αδελφή της διαμένουν στη Sulaymaneyah και η μητέρα της αιτήτριας, απεβίωσε λόγω ασθένειας. Δήλωσε ότι δεν έχει επικοινωνία μαζί τους, διότι δεν θέλει να τους αποκαλύψει πού βρίσκεται. Η τελευταία επικοινωνία μου είχε με τα παιδιά της, ήταν 4 μήνες πριν την συνέντευξη. Στη Sulaymaneyah εργαζόταν ως κομμώτρια και ειδοποιήθηκε από τον δικηγόρο της, ότι εκδόθηκε το διαζύγιο από τον πρώην σύζυγο της στις 03/10/19. Για να εκδοθεί το διαζύγιο της ο σύζυγος της, ως η αιτήτρια ανέφερε, έθεσε όρο να πάρει τη κηδεμονία των παιδιών τους, πράγμα που έγινε.

Ερωτώμενη σχετικά ανέφερε ότι αν επιστρέψει στην χώρα της, θα τη σκοτώσει ο πρώην σύζυγος και φοβάται επειδή πολλές γυναίκες είναι θύματα δολοφονιών στη χώρα καταγωγής της.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα όσα ανέφερε η αιτήτρια εντόπισαν και αξιολόγησαν δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς, ως ακολούθως.

1.    Ταυτότητα, προφίλ, χώρα καταγωγής και τόπο διαμονής της αιτήτριας

2.    Η αιτήτρια είναι θύμα ενδοοικογενειακής βίας από τον πρώην σύζυγο της

Αμφότεροι οι ως άνω ισχυρισμοί έγιναν αποδεκτοί από τους καθ’ ων η άιτηση, ως καταγράφουν στη σχετική έκθεση, ερ.122-125.

Ενόψει της αποδοχής του συνόλου του αφηγήματος της αιτήτριας δεν υπάρχει ανάγκη για λεπτομερή παράθεση των επιμέρους στοιχείων που αξιολογήθηκαν και εκτιμήθηκαν στα πλαίσια της αξιολόγησης της αξιοπιστίας αυτών. Αρκεί να ειπωθεί ότι οι ισχυρισμοί της κρίθηκαν ότι έχουν την απαραίτητη συνοχή, λεπτομέρεια, χρονική ακολουθία και ευλογοφάνεια, ώστε να θεωρηθεί ότι διατηρούν εσωτερική συνοχή. Αναφορικά με την εξωτερική συνοχή των λεγομένων της αιτήτριας, κατόπιν αναζήτησης πληροφοριών σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης, κρίθηκε ότι τα όσα ανέφερε συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες, οι οποίες καταδεικνύουν τη συχνότητα και σοβαρότητα περιστατικών ενδοοικογενειακής βίας στον τόπο διαμονής της αιτήτριας στη ΚΠΙ, τα οποία παραμένουν συχνά ατιμώρητα.

Στη βάση των ως άνω ευρημάτων οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι η αιτήτρια δεν διατρέχει κίνδυνο να επαναληφθεί η κακοποιητική συμπεριφορά του πρώην (πλέον) συζύγου της καθώς, ως αναφέρουν στη σχετική έκθεση, σύμφωνα με τις δηλώσεις της ίδιας της αιτήτριας, μετά την αναφορά της στις αστυνομικές αρχές, ο πρώην σύζυγος της δεν την χτύπησε επειδή φοβόταν, έμενε στο ίδιο σπίτι με τον σύζυγο της για τρεις μήνες και δεν μιλούσαν και, όταν αποφάσισε να φύγει από το σπίτι που διέμεναν, διόρισε δικηγόρο και εξασφάλισε διαζύγιο από τον κακοποιητικό σύζυγο της. Περαιτέρω, κατά την αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου, συνυπολογίστηκε ότι η αιτήτρια είναι νεαρή και έχει εργαστεί κατά το παρελθόν στον τόπο διαμονής της, πράγμα που, ως αντιλαμβάνομαι, καταδεικνύει ότι θα μπορούσε να εξασφαλίσει βιοπορισμό σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής.

Κατά συνέπεια, ήταν εκ των ως άνω κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση ότι δεν μπορεί να διαπιστωθεί ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας, η αιτήτρια να υποβληθεί σε δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της Sulaymaneyah.

Επιπλέον, όσον αφορά το άρθρο 15 (γ) της Οδηγίας [αρ.19 (2) (γ) του Νόμου], συνάγεται το συμπέρασμα ότι η αιτήτρια δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί κίνδυνο κατά της ζωής ή της σωματικής της ακεραιότητας κατά την επιστροφή της στη ΚΠΙ λόγω αδιάκριτης βίας, καθώς η κατάσταση στη Sulaymaneyah (ο τελευταίος συνήθης τόπος διαμονής της) δεν υφίσταται κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής σύγκρουσης με βάση τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την τρέχουσα κατάσταση στο Ιράκ.   Ως επί τούτου κατέγραψαν οι καθ’ ων η αίτηση, σύμφωνα με την έκθεση του EASO στην οποία ανέτρεξαν, «η αδιάκριτη βία που λαμβάνει χώρα στην επαρχία Sulaymaneyah είναι σε τόσο χαμηλό επίπεδο ώστε γενικά δεν υπάρχει πραγματικός κίνδυνος να πληγεί προσωπικά ένας πολίτης λόγω αδιάκριτης βίας κατά την έννοια του άρθρου 15 στοιχείο γ) QD».

Ως εκ τούτου, οι καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι η αιτήτρια δεν δικαιούνται ούτε το καθεστώς πρόσφυγα ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας και η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε για τους πιο πάνω λόγους.

Στη βάση σχετικής νομολογίας (βλ. Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιου Κύπρου, Αναθ. Έφεση αρ.95/2012, ECLI:CY:AD:2018:C344, ημ.6/7/2018 και Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 Α.Α.Δ. 598) θα εξεταστούν μόνο οι ισχυρισμοί οι οποίοι δικογραφούνται και εξειδικεύονται δεόντως στη προσφυγή και αναπτύσσονται επαρκώς στην αγόρευση.

Με την αγόρευση της αιτήτριας προωθούνται ισχυρισμοί ότι δεν εξετάστηκαν δεόντως οι ισχυρισμοί της, δεν δόθηκε ικανός χρόνος, δεν υποβλήθηκαν οι δέουσες και κατάλληλες ερωτήσεις, δεν κλήθηκε να παρέχει διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις αναφορικά με τη μετάφραση και, παρότι κρίθηκαν αξιόπιστοι, λανθασμένα θεωρήθηκε ότι αυτή δεν χρήζει διεθνούς προστασίας. Για τον λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση είναι προϊόν μη δέουσας έρευνας και δεν αιτιολογείται επαρκώς. Περαιτέρω, ως αναφέρει, δεν εξετάστηκε δεόντως το κατά πόσον η αιτήτρια χρήζει συμπληρωματικής προστασίας.

Οι καθ' ων η αίτηση, απαντώντας στους προωθούμενους ισχυρισμούς της αιτήτριας, αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη και ορθή επί της ουσίας αυτής, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, δόθηκε δεόντως η ευκαιρία σ’ αυτή να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς της καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

Κατά τις διευκρινήσεις ο συνήγορος της αιτήτριας τόνισε ότι ο διώκτης της αιτήτριας είναι αστυνομικός του καθεστώτος, ότι πιθανή επιστροφή της θα είναι καταστροφική για την ίδια και επισήμανε ότι, όταν η αιτήτρια έβαλε τα κλάματα, ως ανέφερε, κατά τη συνέντευξη, ο διενεργών λειτουργός δεν φρόντισε να της παρασχεθεί ιατρική περίθαλψη.

Σημειώνεται ότι δια της ενστάσεως είχε εγερθεί προδικαστική ένσταση περί εκπροθέσμου της παρούσης προσφυγής, η οποία αποσύρθηκε ρητώς δια της αγόρευσης των καθ’ ων η αίτηση.

Κατ’ αρχήν θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο όποιος ισχυρισμός αφορά την μη καταγραφή του συνόλου των ισχυρισμών της αιτήτριας δεν μπορεί να παρά να απορριφθεί καθότι, δεδομένου ότι ουδέν περαιτέρω ισχυρισμό αναφέρει στα πλαίσια της παρούσης, αυτός παραμένει μετέωρος και στερούμενος τεκμηρίωσης. Σε κάθε περίπτωση, δεδομένης της εξουσίας του Δικαστηρίου για πλήρη και εξ υπαρχής εξέταση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, στην απουσία κάποιου νέου στοιχείου ή ισχυρισμού εκ μέρους της αιτήτριας, αλυσιτελώς προωθείται τέτοιος ισχυρισμός.

Δεδομένου ότι οι προωθούμενοι εκ της αιτήτριας ισχυρισμοί στα πλαίσια της παρούσης συνεπλέκονται με την επί της ουσίας ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης και με δεδομένο ότι η αξιοπιστία αυτών έχει ήδη κριθεί θετικά από τους καθ’ ων η αίτηση, κατάληξη με την οποία συμφωνώ, απομένει η εξέταση του κατά πόσο εκ των αποδεκτών ισχυρισμών της αιτήτριας προκύπτουν ανάγκες παροχής διεθνούς προστασίας.

Εν προκειμένω, διερχόμενος των ενώπιον μου στοιχείων, θα συμφωνήσω με τη σχετική κατάληξη των καθ’ ων η αίτηση, για τους λόγους που θα εξηγήσω πιο κάτω.

Αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι – αναμφίβολα – γυναίκες διεζευγμένες, οι οποίες διαβιούν μόνες τους αντιμετωπίζουν κοινωνικό στίγμα και, λόγω κοινωνικών και οικογενειακών περιορισμών, στη βάση πολιτισμικών και θρησκευτικών αντιλήψεων, ενδεχομένως να είναι αντιμέτωπες με προβλήματα στη στέγαση και πρόσβαση σε φορείς προστασίας και κοινωνικών παροχών. Το ζήτημα αμβλύνεται ουσιωδώς όταν οι γυναίκες αυτές έχουν οικογενειακό δίκτυο, το οποίο μπορεί να τους παρέχει στοιχειώδη στήριξη, όπως στέγαση, μέχρι αυτές να επανενταχτούν στη τοπική κοινωνία και να εξεύρουν τρόπους βιοπορισμού. Η κατάσταση γυναικών που διαβιούν μόνες ποικίλει ανάλογα με το μορφωτικό τους επίπεδο και το κατά πόσο μπορούν να είναι οικονομικά ανεξάρτητες, ήτοι να βιοπορίζονται, με τις πιθανότητες γι’ αυτό να είναι σημαντικά καλύτερες σε αστικά κέντρα, παρά στην επαρχία. [1]

Αξίζει να σημειωθεί ότι, παρότι το διαζύγιο με πρωτοβουλία της γυναίκας δεν είναι εφικτό νομικά στην υπόλοιπη επικράτεια του Ιράκ, στη ΚΠΙ το δικαίωμα τούτο υπέρ των γυναικών έχει κατοχυρωθεί δια νόμου (Kurdistan Personal Status Law, Act No. 15/2008) ήδη από το 2008. Βάσει δε τοπικής δικαστικής πηγής, το ειδησεογραφικό πρακτορεία Anadolu, σε άρθρο του το 2018, αναφέρει ότι τα ποσοστά διαζυγίου στη ΚΠΙ έχουν σημειώσει σημαντική αύξηση τα τελευταία χρόνια. Σε άλλη πηγή αναφέρεται ότι γυναίκες που μπορούν να εξασφαλίσουν τα προς το ζην μπορούν, ειδικά στα αστικά κέντρα, να διαβιούν μόνες τους, εφόσον δεν αντιμετωπίζουν κάποια διένεξη με την οικογένεια τους για λόγους τιμής, όμως αυτό κατέστη δυσκολότερο τα τελευταία έτη λόγω των κακών οικονομικών συνθηκών στη ΚΠΙ. Σύμφωνα με το ίδιο εγχειρίδιο της EUAA, η μεγαλύτεροι κίνδυνοι που αντιμετωπίζουν γυναίκες που διαβιούν μόνες ή εκλαμβάνονται από τον κοινωνικό περίγυρο ως παραβαίνουσες τα ήθη και κώδικες συμπεριφοράς κινδυνεύουν κυρίως από τις ίδιες τις οικογένειες τους, οι οποίες – σε ορισμένες περιπτώσεις – φτάνουν μέχρι και τη θανάτωση τους για «λόγους τιμής», ως γίνονται αντιληπτοί απ’ αυτούς. [2]

Σύμφωνα με έκθεση της Δανέζικης Υπηρεσίας Μετανάστευσης, ήδη από το 2011, έχει ψηφιστεί από το κοινοβούλιο της ΚΠΙ νομοθεσία κατά της ενδοοικογενειακής βίας, όμως, η πατριαρχικές κοινωνικές αντιλήψεις της τοπικής κοινωνίας εμποδίζουν συχνά την εφαρμογή της νομοθεσίας και την επαρκή προστασία των γυναικών στη βάση αυτή. Όλα τα περιστατικά που καταγράφονται στην εν λόγω έκθεση που αφορούν δίωξη ή θανάτωση για λόγους τιμής αφορούν γυναίκες που δεν είχαν τη στήριξη της ίδιας της οικογένειας τους. Σημειώνεται δε στην εν λόγω έκθεση η σημασία της ύπαρξης οικογενειακού και κοινωνικού δικτύου. Τούτο καθώς, ως εξηγείται, η επανένταξη καθίσταται ευκολότερη, ενόψει και της παροχής στέγασης μέχρι να εξευρεθούν τρόποι βιοπορισμού, λόγω του υψηλού κόστους ζωής και της ανεργίας. Οι απόψεις διίστανται ως προς το πόσο διαδεδομένες είναι οι δολοφονίες για λόγους τιμής, με ορισμένους να αναφέρουν ότι οι αριθμοί έχουν σταθεροποιηθεί, άλλους να αναφέρουν ότι είναι αρκετά διαδεδομένες και πηγή που σημειώνει ότι δεν είναι τόσο συχνές. Για την περίοδο 2015-2018 οι δολοφονίες γυναικών για λόγους τιμής φαίνεται να κυμαίνονται περί των 50 κατ’ έτος, σε σύνολο πληθυσμού περί τα 5 εκατομμύρια (1 ανά 100.000 κατοίκους). Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας συχνά δεν καταγράφονται, ένεκα της απροθυμίας των γυναικών θυμάτων λόγω του στίγματος που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν, της επαπειλούμενης βίας από τον πατέρα ή τον δράστη (σύζυγο) σε περίπτωση που πράξουν κάτι τέτοιο και της άγνοιας τους για τα νομικά τους δικαιώματα. [3]

Εκ των ως άνω καθίσταται σαφές ότι οι γυναίκες που διαβιούν μόνες στη ΚΠΙ είναι συχνά στιγματισμένες από τον κοινωνικό περίγυρο και εκτεθειμένες σε εγκλήματα τιμής κατά τους, ιδίως από την οικογένεια ή σύζυγο τους. Προσεγγίζοντας τα ως άνω στατιστικά στα πλαίσια της γενικής αντίληψης ότι οι δολοφονίες τιμής δεν καταγράφονται επαρκώς, σε μια προσπάθεια αντιστάθμισης της μη καταγραφής όλων των περιστατικών, είναι θεωρώ συνετό να διπλασιαστεί ο αριθμός των 50 κατ’ έτος, πράγμα που τοποθετεί τους πραγματικούς αριθμούς δολοφονιών γυναικών για λόγους τιμής περί τους 100 κατ’ έτος (2 ανά 100.000 κατοίκους). Ως περαιτέρω προκύπτει από τις ως άνω πηγές, οι επιτυχία της επανένταξης γυναικών επιστρεφουσών στη ΚΠΙ αλλά και η προστασία τους από δίωξη ή σοβαρή βλάβη εξαρτάται από την ύπαρξη οικογενειακού και κοινωνικού δικτύου, το οποίο αμβλύνει τις αντιξοότητες που ενδέχεται να αντιμετωπίσει αναφορικά με βιοπορισμό, στέγαση.

Επανέρχομαι στα ενώπιον μου στοιχεία και γεγονότα.

Εν προκειμένω η αιτήτρια έχει ήδη διαζευχθεί από τον σύζυγο που την κακοποιούσε, με τον οποίο διέμενε περί τα δύο έτη προτού φύγει από το σπίτι χωρίς να υποστεί σωματική βία, καθώς, ως ανέφερε, αυτός φοβήθηκε μετά που αυτή κατάγγειλε τη κακοποιητική συμπεριφορά του σε ανώτερο του. Ως μάλιστα ανέφερε, η αστυνομία πήρε τότε από τον σύζυγο της το υπηρεσιακό του πιστόλι. Κατόπιν τούτου ο πρώην σύζυγος της συνέχισε να ασκεί ψυχολογική βία κατά της, βρίζοντας και ελέγχοντας την αλλά ουδέποτε άσκησε σωματική βία. Ακολούθως, το καλοκαίρι 2019, η αιτήτρια διέμενε με τον πατέρα της και ακολούθως με μια φίλη της, προτού φύγει από τη χώρα. Κατά τον χρόνο αυτό είχε ήδη καταχωρήσει αίτηση διαζυγίου, το οποίο και εξεδόθη 2 μήνες αφότου έφυγε από τη χώρα (27/08/19 - 03/10/19) και καθ’ όλο αυτό το διάστημα δεν υπήρξε δέκτης σωματικής βίας από τον πρώην σύζυγο της και είχε την στήριξη του πατέρα της, παρά τις ενστάσεις της νέας του συζύγου. Δεν αναφέρθηκε σε κάποιο ζήτημα τιμής με την οικογένεια της ένεκα του διαζυγίου της ούτε ήταν δέκτης απειλών ή κακομεταχείρισης από τον πατέρα της, ο οποίος μάλιστα είχε στηρίξει την απόφαση της να διαζευχθεί. Στον τόπο διαμονής της (πόλη της Sulaymaniyah, όπου διέμενε όλη της τη ζωή πλην ενός μικρού διαστήματος που έμενε στο Ιράν) παραμένει μέχρι σήμερα ο πατέρας της και η αδελφή της, η οποία είναι παντρεμένη με πέντε παιδιά. Η αιτήτρια εργαζόταν ως κομμώτρια και μακιγιέζ σε ινστιτούτο αισθητικής για αρκετά χρόνια πριν φύγει από τη χώρα.

Ως προς τη νομική πτυχή του ζητήματος σημειώνω τα κάτωθι.

Σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[…] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής […]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Περαιτέρω, σύμφωνα με το αρ.19 του Νόμου και το αρ.2 (στ) της Οδηγίας, δικαιούται συμπληρωματικής προστασίας πρόσωπο το οποίο «[…] δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.»

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύναται να παρέχουν της απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Εδώ δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η αιτήτρια, ως έγινε αποδεκτό και από τους καθ’ ων η αίτηση, υπέστη κατά το παρελθόν σωματική και ψυχολογική βία από τον πρώην σύζυγο της ισοδυναμούσα με δίωξη και/ή σοβαρή βλάβη.

Επί της σημασίας που αποκτά η προηγούμενη δίωξη ή σοβαρή βλάβη διαφωτιστικά είναι όσα αναφέρονται στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση», σελ.94, παρ.1.9.2.:

«Είναι σημαντικό ότι η προγενέστερη δίωξη, όπως ορίζεται στο άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ (αναδιατύ­πωση), δεν περιλαμβάνει μόνο πράξεις δίωξης, αλλά και απειλές δίωξης (524). Επομένως, τόσο προγενέστερες πράξεις όσο και απειλές δίωξης είναι «ενδείξεις του βάσιμου φόβου [του αιτούντος] ότι η επίμαχη δίωξη θα επαναληφθεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής» (525). Εάν ο αιτών υποβλήθηκε ήδη σε δίωξη ή άμεση απειλή δίωξης, τότε, σύμφωνα με το άρθρο 4 παράγραφος 4 της ΟΕΑΑ, το γεγονός αυτό αποτελεί αφ’ εαυτού «σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος» (526).

Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει προϋπόθεση προγενέστερης δίωξης, αλλά οι αποδείξεις προγενέστερης δίω­ξης αποτελούν σοβαρή ένδειξη του βάσιμου φόβου δίωξης του αιτούντος, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να θεωρηθεί ότι η εν λόγω δίωξη δεν θα επαναληφθεί.»

Στο σημείωμα της Υπάτης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγές «Note on Burden and Standard of Proof in Refugee Claims, 16 December 1998» αναφέρονται δε τα εξής, σε σχέση με το επίπεδο απόδειξης που απαιτείται και το διενεργούμενο έλεγχο των δεδομένων εκάστης υπόθεσης σε μελλοντοστραφή βάση :

«In common law countries, the law of evidence relating to criminal prosecutions requires cases to be proved “beyond reasonable doubt”. In civil claims, the law does not require this high standard; rather the adjudicator has to decide the case on a “balance of probabilities”. Similarly in refugee claims, there is no necessity for the adjudicator to have to be fully convinced of the truth of each and every factual assertion made by the applicant. The adjudicator needs to decide if, based on the evidence provided as well as the veracity of the applicant’s statements, it is likely that the claim of that applicant is credible.

[…]

In the case of R. v Secretary of State for the Home Department ex parte Sivakumaran, etc. the House of Lords took into consideration the gravity of the consequences of an erroneous judgement and called for a test less stringent than the “more likely than not” standard. It ruled that the fear is well-founded if there is reasonable degree of likelihood that the person will be persecuted for one of the reasons mentioned in the Convention if returned to his country. »

Στο εγχειρίδιο του EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδηγία 2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση» αναφέρονται τα εξής:

[Παρ.1.9.1., σελ.90-91]

«Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον (493). Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης (494).

[Παρ.1.9.1.2., σελ.93]

Για το Supreme Court (Ανώτατο Δικαστήριο) του Ηνωμένου Βασιλείου, ο φόβος είναι βάσιμος εάν υπάρχει «πραγματικός και σημαντικός κίνδυνος» ή «εύλογος βαθμός πιθανότητας» δίωξης για λόγο που προβλέπεται στη Σύμβαση (514).

Το σημαντικότερο είναι ότι και τα τρία αυτά κριτήρια θεωρούν ότι ο φόβος είναι βάσιμος, ανεξάρτητα από το κατά πόσον η πιθανότητα δίωξης είναι κατώτερη του 50 %. Ομοίως, στην απόφαση που εξέδωσε στην υπόθεση Saadi κατά Ιταλίας στο πλαίσιο του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ, το ΕΔΔΑ αποφάνθηκε ότι ο αιτών δεν υποχρεούται «[να αποδείξει] ότι είναι περισσότερο πιθανό να υποβληθεί παρά να μην υποβληθεί σε κακομεταχείριση» (515). Επομένως, το κριτήριο του «βάσιμου φόβου» σημαίνει ότι, παρότι η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δίωξης αποτελεί ανεπαρκή κίνδυνο για να αποδειχθεί βάσιμος φόβος, ο αιτών δεν χρειάζεται να αποδείξει ότι η πιθανότητα να υποστεί δίωξη υπερβαίνει το 50 % (516)

Υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου

Σταθμίζοντας λοιπόν τα ενώπιον μου στοιχεία στα πλαίσια μελλοντοστραφούς ελέγχου της υπό κρίση περίπτωση, υπό το πρίσμα των ως άνω κατευθυντήριων γραμμών της νομολογίας και θεωρίας, και λαμβανομένων υπόψη των πληροφοριών που εντόπισα σε σχέση με τους κινδύνους που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει μια γυναίκα διαζευγμένη με τις περιστάσεις της αιτήτριας, ως ανωτέρω καταγράφονται λεπτομερώς, είναι τελική μου κατάληξη ότι σε περίπτωση επιστροφής της στον τόπο διαμονής της στη ΚΠΙ δεν διατρέχει σε εύλογο βαθμό πιθανότητας κίνδυνο να υποστεί πράξεις που ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη, δεδομένου ότι, ως στα ανωτέρω αποσπάσματα αναλύεται, η απλή ή απομακρυσμένη πιθανότητα δεν επαρκεί.

Τούτο γιατί, ως προκύπτει από τις περιστάσεις που την αφορούν, οι όποιες προκλήσεις και αντιξοότητες θα αντιμετωπίσει η αιτήτρια με την επιστροφή της στη χώρα καταγωγής δεν υπερβαίνουν τον απαραίτητο βαθμό σοβαρότητας, δεδομένου ότι υπάρχει υποστηρικτικό δίκτυο για να αμβλύνει τη διαδικασία επανένταξη της και δεν αναμένεται να στερηθεί την πρόσβαση της σε βιοπορισμό που θα της επέτρεπε μια αξιοπρεπή διαβίωση, έστω με ιδιαίτερες ίσως στερήσεις. Άλλωστε, ως στην αιτιολογική σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.» (βλ. και απόσπασμα πιο πάνω από εγχειρίδιο EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ.2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση»). Σημειώνω σχετικά ότι η αιτήτρια είναι περί των σαράντα ετών σήμερα, διαθέτει πολυετή εργασιακή πείρα ως κομμώτρια/μακιγιέζ, με υποστηρικτικό δίκτυο στο αστικό κέντρο της Sulaimaniyah, όπου οι γενικές προοπτικές διαβίωσης μιας γυναίκας μόνης (διαζευχθείσας) είναι ουσιωδώς καλύτερες από την επαρχία και όπου αναμένεται να έχει τη στήριξη του πατέρα της και της αδελφής της. Σημειώνω περαιτέρω ότι δεν υπήρξε δέκτης σωματικής βίας από τον πρώην σύζυγο της, τον οποίο και θεωρεί τον μόνο εν δυνάμει διώκτη της, ήδη πολύ πριν φύγει από το σπίτι που διέμεναν αλλά και τη χώρα.

Συνεπεία των ως άνω απομένει η αποτίμηση της γενικής κατάστασης ασφαλείας στην περιοχή Sulaymaniyah της ΚΠΙ.

Το κυβερνείο Al Sulayimaniyah βρίσκεται στο βορειοανατολικό μέρος του Ιρακ, στα σύνορα με το Ιράν. Στην περιοχή, συνολικού πληθυσμού περί των 2 εκατομμυρίων, έχουν καταγραφεί το κατά τα 2ο εξάμηνο 2020 και το μεγαλύτερο μέρος του 2021 συνολικά 68 περιστατικά ασφαλείας, εκ των οποίων δεν προέκυψε θάνατος άμαχου πληθυσμού, εκ των οποίων 40 αφορούν απομακρυσμένη βία ή έκρηξη, 17 ως βία κατά πολιτών και 11 ως μάχες. Στην περιοχή θεωρείται ότι η αδιάκριτη βία, ως προκύπτει και από τα ως άνω στατιστικά, είναι σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα και δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος σε αμάχους, ως μαρτυρείται και από το ότι η περιοχή είναι δέκτης εκτοπισμένων από άλλες περιοχές (περί των 150.000) αλλά δεν έχει καταγραφεί εκτοπισμός πληθυσμού από εκεί σε άλλες περιοχές της χώρας. [4]

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 15/03/23 έως 15/03/24, σημειώθηκαν στο κυβερνείο Al Sulaymaniyah στο Ιράκ 270 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την απώλεια 99 ανθρώπινων ζωών. Μεταξύ αυτών, τα 23 αφορούσαν μάχες, τα 156 περιστατικά διαδηλώσεων, 13 βία κατά αμάχων και τα 78 περιστατικά αφορούσαν εκρήξεις/βία εξ αποστάσεως.[5]

Εκ των ως άνω στοιχείων, δεν θεωρώ ότι καταδεικνύεται εύλογη πιθανότητα η αιτήτρια να αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της κίνδυνο σοβαρής βλάβης καθότι η συχνότητα και η φύση των περιστατικών ασφαλείας στην περιοχή όπου διέμενε δεν είναι τέτοιας έντασης ώστε να διατρέχει κίνδυνο εξαιτίας και μόνο της παρουσίας της στην περιοχή και δεν μπορώ να εντοπίσω ιδιαίτερες περιστάσεις που να επιτείνουν τον κίνδυνο ειδικώς για την αιτήτρια στη βάση της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [6] (βλ. απόφαση ΔΕΕ, C-901/19, CF and DN ημ.10/06/21).

Έπεται λοιπόν ότι δεν τεκμηριώνεται βάσιμος φόβος «καταδίωξης [της αιτήτριας] για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» αλλά και ότι δεν υφίστανται «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς [της], θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα. 

Είναι λοιπόν κατάληξη μου ότι οι καθ’ ων η αίτηση ερεύνησαν δεόντως και σε όλη της την έκταση την επίδικη αίτηση, τα δε ευρήματα και τελική τους κατάληξη επί του αιτήματος διεθνούς προστασίας, περιλαμβανομένης της πτυχής συμπληρωματικής προστασίας, με βρίσκουν σύμφωνο και είναι επί της ουσίας ορθά.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της αιτήτριας.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] EUAA, Country Guidance: IRAQ, June 2022, p.141-144, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-iraq-june-2022

[2] EUAA, Iraq – Targeting of individuals, January 2022, p.81-84, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2022_01_EUAA_COI_Report_Iraq_Targeting_of_individuals.pdf

[3] Kurdistan Region of Iraq (KRI): Women and men in honour-related conflicts, LANDINFO, November 2018, https://www.refworld.org/reference/countryrep/dis/2018/en/122349

[4] EUAA, Country Guidance: IRAQ, June 2022, p.217-219, https://euaa.europa.eu/publications/country-guidance-iraq-june-2022

 

[5] ACLED -DISAGGREGATED DATA COLLECTION – ANALYSIS & CRISIS MAPPING PLATFORM, The Armed Conflict Location & Event Data Project

https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard (βλ. Πλατφόρμα Dashboard, με στοιχεία ανάλυσης ως εξής: ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: 15/03/2023-15/03/2024, ΤΥΠΟΣ ΣΥΜΒΑΝΤΩΝ: Battles / Violence against civilians / Explosions - Remote violence/ Riots / Protests και ΠΕΡΙΟΧΗ: Middle EastIraqAl Sulaymaniyah

[6] Εγχειρίδιο EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική ανάλυση, σελ.26-28, διαθέσιμο εδώ: https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο