ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ.Αρ.: 3424/2023

 

          22 Μαρτίου, 2024

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Κ.Α.

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Ο Αιτητής παρών

Ι. Χαραλάμπους (κα) για Ι. Δημητρίου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα, Δικηγόρος για τους Καθ' ων η αίτηση.

K.Z. Rahmanollah (κος) για πιστή μετάφραση από τα Περσικά στα Ελληνικά και αντίστροφα.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 01/09/23 η οποία του κοινοποιήθηκε την ίδια μέρα, με την οποία απορρίφθηκε η ιεραρχική προσφυγή του ημερομηνίας 08/02/16.  

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 09/09/13, ακολούθησε η συνέντευξη του στις 16/06/14, η εισηγητική έκθεση στις 04/01/16 και στις 21/01/16 το αίτημα του απορρίφθηκε. Στις 08/02/16 καταχωρίστηκε ιεραρχική προσφυγή στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (στο εξής «Α.Α.Π.») η οποία εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στις 23/08/23, η οποία την απέρριψε στις 29/08/23, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής κατά την ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία υιοθέτησε τους λόγους ασύλου που πρόβαλε κατά την ιεραρχική προσφυγή του. Ισχυρίστηκε δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα του λόγω μεταστροφής του στον χριστιανισμό.

 

Οι Καθ' ων η αίτηση παρέπεμψαν στα στοιχεία της Ένστασης και ανέφεραν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, μετά από δέουσα έρευνα και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Η παρούσα υπόθεση αφορά απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου μετά από εξέταση ιεραρχικής προσφυγής του Αιτητή που καταχωρίστηκε στην Α.Α.Π. στις 08/02/16. Βάσει μεταβατικών διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023 (Ν.6(Ι)/2000) αναφορικά με την κατάργηση, διά του άρθρου 26 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016, των περί της Αναθεωρητικής Αρχής διατάξεων του βασικού νόμου, προνοείται ότι:

 

«33.-(1) Οι διατάξεις του εδαφίου (10) του άρθρου 18, του εδαφίου (1) του άρθρου 28Ε και του άρθρου 28ΣΤ του βασικού νόμου αναστέλλονται σε ημερομηνία που καθορίζεται με γνωστοποίηση του Υπουργικού Συμβουλίου, η οποία δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Η εν λόγω ημερομηνία προηγείται της ημερομηνίας που καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 37 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016.

(2)(α) Σε περίπτωση που, κατά την ημερομηνία που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 37 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016, η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων που εγκαθιδρύθηκε δυνάμει του παρόντος Νόμου δεν έχει αποφασίσει επί διοικητικής προσφυγής που εκκρεμεί ενώπιόν της-

(i) εάν η διοικητική προσφυγή αφορά αρνητική απόφαση του Προϊσταμένου, ο Προϊστάμενος εξετάζει και αποφασίζει επί της διοικητικής προσφυγής ως να του είχε υποβληθεί ως ένσταση κατά της αρχικής αρνητικής του απόφασης·

(ii) εάν η διοικητική προσφυγή αφορά απόφαση του Διευθυντή, ο Διευθυντής εξετάζει και αποφασίζει επί της διοικητικής προσφυγής ως να του είχε υποβληθεί ως ένσταση κατά της αρχικής του απόφασης.

(β) Κατά την εξέταση που προβλέπεται στην παράγραφο (α), οι διατάξεις των εδαφίων (2Α) και (2Β) του άρθρου 28Ε του βασικού νόμου εφαρμόζονται κατ’ αναλογία, ανεξάρτητα από την κατάργησή τους διά του άρθρου 26 του περί Προσφύγων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2016.

(γ) Ο κατά περίπτωση εξετάζων λαμβάνει υπόψη το σχετικό πραγματικό και νομικό καθεστώς που ισχύει κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασής του επί της διοικητικής προσφυγής.»

 

Η ιεραρχική προσφυγή του Αιτητή εξετάστηκε ως Ένσταση κατά της αρχικής αρνητικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου δυνάμει του πιο πάνω άρθρου του Νόμου, συνεπώς, το Δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη τα όσα υποστηρίζονται από τον Αιτητή, αυτά που απάντησαν οι Καθ΄ ων η αίτηση, του περιεχομένου των διοικητικών φακέλων και αντλώντας τις εξουσίες που ορίζονται στο Άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμων του 2018 έως 2023 (Ν. 73(I)/2018), προχωρεί να εξετάσει τους λόγους που υπέδειξε ο Αιτητής για ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.

 

Μετά από μελέτη του διοικητικού φακέλου της Α.Α.Π. (στο εξής «ΔΦ2») προκύπτει ότι o Αιτητής πρόβαλε αριθμό λόγων ιεραρχικής προσφυγής μέσω της δικηγόρου του στα ερυθρά 113-83 ΔΦ2. Υποβλήθηκε δε αριθμός εγγράφων ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία στην Α.Α.Π., ήτοι:

(i)     πιστοποιητικά προπονητή πολεμικών τεχνών και κατάρτισής του στις πολεμικές τέχνες από το Ιράν (ερυθρό 82-81 ΔΦ2)

(ii)    πιστοποιητικά ως προς την επιχείρηση κατασκευής εξαρτημάτων αυτοκινήτων που διατηρούσε και στην οποία κατείχε τη θέση του διευθύνοντα συμβούλου (ερυθρά 112 & 80-79 ΔΦ2)

(iii)   πιστοποιητικό βάπτισης ημερομηνίας 21/08/14, καθώς και επιστολή από την εκκλησία των Μαρτύρων του Ιεχωβά Κύπρου ημερομηνίας 23/02/16 η οποία βεβαιώνει ότι ο Αιτητής συμμετέχει στις θρησκευτικές δραστηριότητές τους από τον 12ο/2015 χωρίς να έχει ωστόσο ακόμα βαφτιστεί (ερυθρό 77-76 ΔΦ2).

(iv)   έγγραφα που αφορούν διαδικασία διαζυγίου του Αιτητή (ερυθρό 165-138 ΔΦ2).

(v)    έκθεση από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του που αφορούν την μεταχείριση προς τους αποστάτες στο Ιράν (ερυθρό 133-77 ΔΦ2).

 

Η αρμόδια λειτουργός που συνέταξε την Έκθεση/Εισήγηση επί της διοικητικής προσφυγής/ένστασης προβαίνει αρχικά σε αξιολόγηση της πρωτοβάθμιας εξέταση του αιτήματος ασύλου του Αιτητή και σημειώνει ότι παρά την ύπαρξη επιμέρους πλημμελειών στην ανάλυση των ισχυρισμών και στην αξιολόγηση κινδύνου, εντούτοις, η διερεύνηση και αξιολόγηση των ισχυρισμών του Αιτητή κατά την συνέντευξη και η τελική κατάληξη ήταν ορθή (ερυθρό 201 του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου στο εξής «ΔΦ1»). Συγκεκριμένα, η λειτουργός παραθέτει και αναλύει εκ νέου τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και ισχυρισμούς του Αιτητή, ως αυτά καταγράφηκαν από τον τότε εξεταστή-λειτουργό.

 

Αναφορικά με τον ουσιώδη ισχυρισμό του Αιτητή περί της μεταστροφής του στον χριστιανισμό, ο τότε εξεταστής-λειτουργός Υπηρεσίας Ασύλου κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία ορθά κατέγραψε ευρήματα έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, που αφορούν (α) ασυνέπεια και αντίφαση με τα όσα κατέγραψε ο Αιτητής στην αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε, (β) τον λόγο για τον οποίο αποφάσισε να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας αρχικά και τον λόγο για τον οποίο άλλαξε τον ισχυρισμό που κατέγραψε στην αίτηση διεθνούς προστασίας του. Περαιτέρω, η λειτουργός (που εξέτασε την ένσταση/ιεραρχική προσφυγή του Αιτητή) σημειώνει ότι ο Αιτητής δεν ήταν λεπτομερής στις απαντήσεις του περί χριστιανισμού, παρότι κάτι τέτοιο εύλογα θα αναμενόταν από ένα άτομο το οποίο, ως ισχυρίστηκε κατά την προσωπική του συνέντευξη, διαβάζει δύο φορές καθημερινά τη Βίβλο, συμμετέχει σε διαλέξεις, προγράμματα και πράξεις λατρείας, προσεύχεται και διακατέχεται από έντονο συναίσθημα θρησκευτικής πίστης και προσηλυτίζει άλλα άτομα στον χριστιανισμό, λαμβάνοντας υπόψιν ότι είχε περάσει και σχεδόν ένας χρόνος από την ημερομηνία που εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του.

 

Αντίφαση και έλλειψη ευλογοφάνειας παρουσιάζουν και τα όσα ισχυρίστηκε για τον προσηλυτισμό της πρώην συζύγου του και την αντίδραση της οικογένειάς του, καθώς ενώ αρχικά ισχυρίστηκε ότι προσηλύτισε τη σύζυγό του στον χριστιανισμό, στη συνέχεια, όταν του παρατέθηκε ότι η αντίδραση της οικογένειάς του ήταν αρκετά συγκρατημένη δεδομένου του νόμου στο Ιράν για τους αποστάτες, ο Αιτητής άλλαξε την απάντησή του και δήλωσε ότι η πρώην σύζυγός του δεν προσηλυτίστηκε και απλά έδειξε κάποιο ενδιαφέρον στον χριστιανισμό. Ενώ δε ισχυρίστηκε ότι υφίσταται δίωξη από την οικογένειά του επειδή γνωρίζουν για τη μεταστροφή του και είναι πολύ θρήσκοι, ερωτηθείς για τον τρόπο που καλύπτει τα έξοδα διαβίωσής του δήλωσε ότι τον βοηθούν οικονομικά οι γονείς του. Κληθείς να σχολιάσει αυτή την αντίφαση και έλλειψη ευλογοφάνειας, ο Αιτητής άλλαξε και πάλι τα λεγόμενά του, δηλώνοντας ότι αρχικά τον υποστήριζαν οικονομικά οι γονείς του αλλά τώρα τον υποστηρίζει οικονομικά η σύζυγός του, κάτι που δεν συνάδει με τις αρχικές του δηλώσεις και δεν επεξηγεί ικανοποιητικά την αντίφαση που παρουσίασε. Στη βάση των ανωτέρω, η αρμόδια λειτουργός καταλήγει ότι ορθά ο τότε εξεταστής-λειτουργός (κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία) κατέγραψε έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας του εν λόγω ισχυρισμού και ότι δεν καταδεικνύεται γνήσια μεταστροφή του Αιτητή προς τον χριστιανισμό.

 

Εξετάζοντας περαιτέρω την εσωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, η λειτουργός επισημαίνει ότι από τη συνέντευξη του Αιτητή προκύπτει ασυνέπεια ως προς το πότε και για ποιους λόγους άρχισε να ενδιαφέρεται στο χριστιανισμό και τους λόγους για τους οποίους υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Συγκεκριμένα, ενώ αρχικά δήλωσε ότι δεν εγκατέλειψε το Ιράν με σκοπό να υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας και η πίστη ήρθε όταν ήδη βρισκόταν στην Κυπριακή Δημοκρατία, από τα πραγματικά περιστατικά προκύπτει ότι ο Αιτητής υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας στις 09/09/13, ήτοι μία εβδομάδα μετά την είσοδό του στην Δημοκρατία, κάτι που παρουσιάζει ασυνέπεια και ως προς τις δηλώσεις του για αρνητικά συναισθήματα προς το Ισλάμ πριν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του. Σημειώνεται, επίσης, ότι ο Αιτητής απάντησε γενικά στις ερωτήσεις που του παρατέθηκαν που αφορούν τις γνώσεις του προς τον χριστιανισμό και οι πληροφορίες που έδωσε δεν αντιστοιχούν στον βαθμό των λεπτομερειών που θα αναμενόταν από ένα άτομο με το προφίλ που προσπάθησε να καταδείξει, το οποίο διαβάζει την Βίβλο καθημερινά και παρακολουθεί σεμινάρια επί ένα χρόνο. Συγκεκριμένα, ερωτηθείς για το τί συμπεριλαμβάνεται στα τέσσερα βιβλία της Βίβλου που κατονόμασε ο ίδιος, του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννη, ο Αιτητής απάντησε γενικά και με έλλειψη επαρκών λεπτομερειών ότι μιλούν για τη ζωή του Χριστού, τα θαύματά του, τα μηνύματά του και τα όσα υπέφερε, σε περαιτέρω ερώτηση για το τι περιέχεται στο βιβλίο του Ιωάννη το οποίο ο ίδιος ο Αιτητής ανέφερε και δήλωσε ότι διαβάζει καθημερινά ως μέρος της βίβλου ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να απαντήσει. Ερωτηθείς εάν έχει διαβάσει το βιβλίο του Ιωάννη ο Αιτητής απάντησε αρνητικά.  Όταν του παρατέθηκε ότι περιέχεται στη Βίβλο, ο Αιτητής άλλαξε την απάντησή του και δήλωσε ότι το διάβασε, ερωτηθείς για το τι συμπεριλαμβάνει το βιβλίο αυτό ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες και απάντησε γενικά ότι μιλά για τη ζωή του Χριστού.

 

Κατά την αξιολόγηση όλων των ανωτέρω, η λειτουργός κατέληξε ότι  ορθά απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή λόγω μεταστροφής του στο χριστιανισμό λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, η οποία δεν ήταν δυνατό να αντισταθμιστεί από τις γνώσεις που κατέδειξε για τον χριστιανισμό στην εξωτερική του αξιοπιστία. Σημειώνεται επίσης στην έκθεση/εισήγηση ότι ο τότε εξεταστής-λειτουργός ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία[1], λήφθηκε δε υπόψη ότι πρόκειται για μορφωμένο άτομο το οποίο προέρχεται από υψηλό κοινωνικό-οικονομικό πλαίσιο. Αναφορικά, τώρα, με το ζήτημα επί τόπου πρόσφυγα, η λειτουργός σημειώνει ότι σύμφωνα με τις §34-36 των Κατευθυντήριων Οδηγιών της Ύπατης Αρμοστείας, η Υπηρεσία Ασύλου οφείλει να αξιολογεί την φύση και τη σχέση των θρησκευτικών πεποιθήσεων του αιτούντα άσυλο στη χώρα καταγωγής και των πεποιθήσεων που ασπάζεται στη χώρα ασύλου, κάθε δυσαρέσκεια για τη θρησκεία που πρέσβευε στη χώρα καταγωγής, τον τρόπο που έμαθε για τη νέα θρησκεία στη χώρα ασύλου, τα βιώματά του σε σχέση με τη νέα θρησκεία, την πνευματική του κατάσταση και την ύπαρξη επιβεβαιωτικών στοιχείων που αναδεικνύουν την εμπλοκή του και την προσχώρησή του στη νέα θρησκεία. 

 

Ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες και υπέπεσε σε αντιφάσεις όπως σημειώθηκαν ανωτέρω ούτε τα πιστοποιητικά που προσκόμισε (και αξιολογήθηκαν) δύναται να ανατρέψουν τα ευρήματα περί έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας του και να αποτελέσουν από μόνα τους απόδειξη μεταστροφής στο χριστιανισμό. Καταγράφηκε δε και η αντίφαση που υπάρχει ως προς το διαζύγιο του Αιτητή, εκδοθέν τον 10ο/16, το οποίο υπέβαλε η συνήγορός του ως επιπρόσθετο στοιχείο υποστηρίζοντας ότι η σύζυγος του Αιτητή ξεκίνησε διαδικασίες διαζυγίου λόγω της μεταστροφής του στον Χριστιανισμό. Τα όσα αναφέρονται ως προς τους λόγους του διαζυγίου ήτοι λόγο του χριστιανισμού βρίσκονται σε αντίφαση με τις δηλώσεις του ιδίου του Αιτητή κατά τη συνέντευξή ότι η σύζυγός του τον υποστήριζε ως προς τον χριστιανισμό, του έστελνε χρήματα, και η ίδια ενδιαφερόταν ή/και είχε προσηλυτιστεί και του έλεγε να παραμείνει στο εξωτερικό, επειδή έβλεπε ότι ο χριστιανισμός ήταν κάτι θετικό για τον ίδιο.  Περεταίρω, το σχετικό έγγραφο διαζυγίου ημερομηνίας 9/10/16 το οποίο προσκόμισε (κατά την ιεραρχική του προσφυγή) αναγράφει ότι ο Αιτητής είναι μουσουλμάνος, κάτι που πλήττει επιπλέον τους δείκτες αξιοπιστίας του ως προς την μεταστροφή του στο χριστιανισμό και/ή ως προς την γνωστοποίηση της μεταστροφής του στο Ιράν. Ούτε τα υποστηρικτικά έγγραφα που προσκόμισε ο Αιτητής και αφορούν πληροφορίες από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του σχετικά με την μεταχείριση που λαμβάνουν οι αποστάτες στο Ιράν, συνδέονται με τους λόγους που έχει ήδη προβάλει κατά την πρώτη εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας του.

 

Η λειτουργός εισηγείται ότι ορθά απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή λόγω έλλειψης εσωτερικής αξιοπιστίας, ωστόσο, σημειώνει ότι ο εξεταστής-λειτουργός (κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία) δεν προέβη σε έρευνα όσον αφορά την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής του Αιτητή για σκοπούς συμπληρωματικής προστασίας, αξιολόγηση που έγινε, όμως, στα πλαίσια της εξέτασης της ιεραρχικής προσφυγής/ένστασης από την λειτουργό (ερυθρό 183-181 ΔΦ1). 

 

Το Δικαστήριο αφού διεξήλθε των λεπτομερειών της συνέντευξης (της πρωτοβάθμιας διαδικασίας) διαπιστώνει, όπως και η εισήγηση της λειτουργού, ότι δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό το μέρος της ιστορίας του που αφορά μεταστροφή του στο χριστιανισμό. Κρίνονται ορθά τα ευρήματα επί της έκθεσης/εισήγησης της λειτουργού που εξέτασε την ένσταση του Αιτητή ήτοι ότι υπήρξε ορθή διερεύνηση των ισχυρισμών του κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς λεπτομέρειες στις ερωτήσεις που του τέθηκαν, παρά το επαρκές χρονικό διάστημα που παρήλθε από την μεταστροφή του στον Χριστιανισμό μέχρι τη συνέντευξη ασύλου του, ιδιαίτερα όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο προσεύχεται και ασκεί την θρησκεία του. Παρουσίασε δε αντιφάσεις, ασυνέπειες και έλλειψη ευλογοφάνειας ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να υποβάλει την αίτηση διεθνούς προστασίας του, το πότε και πώς άρχισε να ενδιαφέρεται για τον χριστιανισμό, το προσηλυτιστικό του έργο, και την αντίδραση της οικογένειάς του λόγω της μεταστροφής του.  Περαιτέρω, ούτε διαφάνηκε ότι η μεταστροφή του στον χριστιανισμό έχει λάβει διαστάσεις για να δύναται να γίνει αποδεκτό ότι ο Αιτητής θα θεωρηθεί ως αποστάτης σε περίπτωση επιστροφής του στο Ιράν. (Βλέπε Άρθρο 18 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000), βλέπε επίσης Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, βλέπε επίσης Evidence and credibility assessment in the context of the Common European Asylum System της EUAA, February 2023, σελ.57-72, 103-112, 120-131) Ούτε θα μπορούσε να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας καθότι η λειτουργός δεν ήτο γενικά ικανοποιημένη από την αξιοπιστία του Αιτητή. (Βλέπε §204 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών). Τα γεγονότα της περίπτωσης του Αιτητή σε συνάρτηση με τα στοιχεία του φακέλου και τις αιτιάσεις του δεν προκύπτει να συντρέχουν στο πρόσωπο του εκείνα τα υποκειμενικά και αντικειμενικά κριτήρια που μπορούν να στοιχειοθετήσουν το γεγονός ότι εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και δεν επιθυμεί να επιστρέψει σε αυτή λόγω δικαιολογημένου φόβου δίωξης (§37-38 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων, του Ύπατου Αρμοστή των Ηνωμένων Εθνών).

 

Στην Υπόθεση Αρ. 626/2010 JAFAR KALASH ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., , ημερομηνίας 08/10/2013 επί της αξιοπιστίας του αιτητή λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«΄Εχει νομολογηθεί ότι κρίση επί της αξιοπιστίας του αιτητή και έγκριση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή (Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).  Όπως ορθώς υποδεικνύει η συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του αιτητή ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών όπως εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις.  Αυτό είναι ένα εμπόδιο που ρητά αναγνωρίζεται ως κώλυμα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του ιδίου του Εγχειριδίου στο οποίο παραπέμπει τόσο ο αρμόδιος Λειτουργός στην εισήγησή του, όσο και η Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων στην προσβαλλόμενη απόφασή της. Συγκεκριμένα το άρθρο 196 του Εγχειριδίου προβλέπει:

 

«Αλλά ακόμη και μια τόσο ανεξάρτητη έρευνα μπορεί να μην έχει πάντοτε επιτυχία και είναι μάλιστα ενδεχόμενο να υπάρχουν ισχυρισμοί ανεπίδεκτοι απόδειξης. Σε τέτοιες περιπτώσεις, αν η αφήγηση του αιτούντος φαίνεται αξιόπιστη, η περίπτωση του πρέπει, εκτός αν υπάρχουν σοβαροί λόγοι για το αντίθετο, να τύχει του ευεργετήματος της αμφιβολίας».

 

Και στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 197 του Εγχειριδίου:

     

«Η προϋπόθεση έτσι της τεκμηρίωσης δεν πρέπει να τηρείται με μεγάλη αυστηρότητα ενόψει της δυσχέρειας της απόδειξης που είναι εγγενής στην ειδική κατάσταση, στην οποία βρίσκεται ο αιτών το καθεστώς του πρόσφυγα.  Η ανοχή μιας τέτοιας πιθανής έλλειψης τεκμηρίωσης δεν σημαίνει πάντως ότι οι αθεμελίωτοι ισχυρισμοί πρέπει να εκλαμβάνονται κατ΄ ανάγκη ως αληθείς εάν είναι ανακόλουθοι προς τη συνολική αφήγηση του αιτούντος».

 

Ο αιτητής κρίθηκε αναξιόπιστος επειδή ακριβώς δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του κατά τη συνέντευξη:  δεν κατάφερε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του σε αναφορά με τη θέση του ότι θα συλληφθεί από τις Συριακές αρχές λόγω της συμμετοχής του σε διαδήλωση στην πόλη Qamishli.  Τα σημεία αναξιοπιστίας του διαπιστώθηκαν τόσο κατά την εξέταση από το αρμόδιο Λειτουργό Ασύλου στη συνέντευξη ημερ. 3.3.2009, όσο και κατά τη δευτεροβάθμια εξέταση του αιτήματος με αποτέλεσμα να πλήττουν σοβαρά την αξιοπιστία του αιτητή στον πυρήνα του αιτήματός του  και δικαιολογημένα εγείρει κώλυμα έγκρισης της αίτησης (Mohammad Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.α. (2009) 3 Α.Α.Δ. 358).»

 

Ο Αιτητής δεν έχει τεκμηριώσει ότι σε περίπτωση επιστροφής του θα αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα από τις αρχές της χώρας του και δεν έχει ούτε καταδικασθεί, συλληφθεί, ή καταζητείται και δεν έχει κακοποιηθεί ή διωχθεί. Επομένως, η κατάληξη της Υπηρεσίας Ασύλου είναι αιτιολογημένη, λήφθηκε μετά από δέουσα έρευνα και στα πλαίσια του Νόμου καθότι από τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον της και από τις παραστάσεις του Αιτητή δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Ως προς το εάν η περίπτωση του Αιτητή εμπίπτει στις προϋποθέσεις παροχής καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, η λειτουργός (σε αντίθεση με την παράλειψη του εξεταστή-λειτουργού κατά την πρωτοβάθμια διαδικασία) εξέτασε κατά πόσο θα υπόκειτο σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής σε οποιαδήποτε τέτοια σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη ως προσδιορίζεται στο Άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και κατέληξε ότι τέτοιος κίνδυνος δεν υφίσταται (ερυθρά 183-181 ΔΦ1). Ουδείς εκ των ισχυρισμών που πρόβαλε τεκμηριώνει την ύπαρξη ουσιωδών λόγων ώστε να πιστεύεται ότι ο ίδιος προσωπικά, σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, θα υποβληθεί σε κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης ή σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία, βάσει του Άρθρου 15, εδάφια (α) και (β), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[2] που αντιστοιχεί στο Άρθρο 19(2), εδάφια (α) και (β), του περί Προσφύγων Νόμου2000 έως 2023, (Ν. 6(Ι)/2000). Ειδικά δε ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός σημειώνει ότι βάσει των διαθέσιμων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης επιβεβαιώνεται ότι στην περιοχή του Αιτητή δεν παρατηρούνται συνθήκες ένοπλων συγκρούσεων. Σημειώνεται ότι, ο ίδιος σε κανένα στάδιο της διαδικασίας αξιολόγησης της αίτησης του ανέφερε ότι κινδυνεύει λόγω ένοπλης σύρραξης στη χώρα του. Δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του Άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000) και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών της περιστάσεων του για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του Δικαστηρίου Ευρωπαϊκής Ένωσης[3].

 

Με βάση όλα τα ανωτέρω δεν διαπιστώνω ελλιπή έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η επάρκεια της αιτιολογίας είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τα πραγματικά και νομικά περιστατικά της υπόθεσης, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων του Αιτητή (Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171, Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371) και της έκθεσης/εισήγησης του λειτουργού η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της απόφασης του εξουσιοδοτημένου από τον Υπουργό Εσωτερικών αρμόδιου λειτουργού, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας με αποτέλεσμα να καθίσταται εφικτός ο δικαστικός έλεγχος (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).

 

Ως εκ των ανωτέρω, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €800 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση.

 

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]Guidelines on International Protection No. 6: Religion-Based Refugee Claims under Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or the 1967 Protocol relating to the Status of Refugees (HCR/GIP/04/06) https://www.unhcr.org/media/guidelines-international-protection-no-6-religion-based-refugee-claims-under-article-1a2-1951

[2]του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με τις απαιτήσεις για την αναγνώριση των υπηκόων τρίτων χωρών ή των απάτριδων ως δικαιούχων διεθνούς προστασίας, για ένα ενιαίο καθεστώς για τους πρόσφυγες ή για τα άτομα που δικαιούνται επικουρική προστασία και για το περιεχόμενο της παρεχόμενης προστασίας

[3] EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) Δικαστική Ανάλυση, Νοέμβριος 2014, σελ. 26 – 1.6.2. έννοια της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf)

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο