ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                           Υπόθεση αρ. 3540/23

                                   

13 Μαρτίου 2024

 

[Β.ΚΟΥΡΟΥΖΙΔΟY - ΚΑΡΛΕΤΤΙΔΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

                                Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

R.K., από Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό και τώρα στη Πάφο

Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω της  Υπηρεσίας Ασύλου

 

                                                                                          Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο. Νικολάου (κα), για Χ. Λαζάρου Αρτέμη, Δικηγόρος για τον Αιτητή

Α. Κίτσιου (κα), για Μ. Βασιλειάδου, Δικηγόρος  για τους Καθ’ ων η αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 08/06/2023, η οποία του κοινοποιήθηκε στις 29/08/2023 και δια της οποίας πληροφορήθηκε ότι το αίτημά του για διεθνή προστασία απορρίφθηκε, ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και/ή στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής στις 30/11/2019 φτάνοντας στα κατεχόμενα εδάφη, μέσω Τουρκίας. Στις 12/12/2019 εισήλθε παράνομα στα εδάφη της Δημοκρατίας και στις 10/02/2020 υπέβαλε αίτηση για παροχή Διεθνούς Προστασίας λαμβάνοντας αντίστοιχη βεβαίωση στις 12/02/2020.

Στις 03/03/2020 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Υπηρεσία Ασύλου, σχετικά με την ηλικία του Αιτητή κατά την οποία έδωσε τη συγκατάθεσή του προκειμένου να εξεταστεί ιατρικά προς εξακρίβωση της ηλικίας του.

Στις 06/03/2020 το Τμήμα Οδοντιατρικών Ερευνών κατέληξε στο συμπέρασμα πως πρόκειται για ενήλικο άτομο. Στις 17/03/2020 Αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση σχετικά με το ανωτέρω ζήτημα, την οποία ενέκρινε ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου στις 20/03/2020.Στις 15/04/2020 ο Αιτητής ενημερώθηκε για την εκτίμηση της ηλικίας των οδοντιατρικών υπηρεσιών και την απόφαση του Προϊσταμένου της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 12/05/2023 διεξήχθη η προφορική συνέντευξη του Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό της Κυπριακής Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 31/05/2023, ο  αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε την ΕΚΘΕΣΗ-ΕΙΣΗΓΗΣΗ  και ακολούθως ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την ανωτέρω και αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης του Αιτητή. Στις 29/08/2023 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς τον Αιτητή σχετικά με την απόρριψη της αίτησής του και αιτιολόγηση της απόφασης. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε και υπογράφηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν.  Στις 28/09/2023 ο Αιτητής καταχώρισε δια της συνηγόρου του την παρούσα προσφυγή με την οποία ζητά την ακύρωση της επίδικης απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Δια της γραπτής αγόρευσης της συνηγόρου του, ο Αιτητής προβάλλει τους κάτωθι λόγους ακυρώσεως της προσβαλλόμενης πράξης:

1)   Ότι η προσβαλλόμενη ελήφθη κατά παραβίαση των προνοιών του άρθρου 3 και/ή 19 και/ή των σχετικών διατάξεων του Ν. 6 (1)/ 2000 και/ή των άρθρων 7,8,11,28,29 και 30 του Συντάγματος και/ή της οδηγίας 2005/85/ΕΚ και/ή της Σύμβασης της Γενεύης.

2)   Ότι η προσβαλλόμενη ελήφθη χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ’ ων η αίτηση και υπό καθεστώς πλάνης περί τα πράγματα και/ή το Νόμο.

3)   Ότι η προσβαλλόμενη στερείται επαρκούς και/ή δέουσας αιτιολογίας και/ή είναι ελλιπής και/ή στηρίζεται σε εσφαλμένη αιτιολογία.

Οι  Καθ' ων η Αίτηση αντιτείνουν ότι η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου  είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος, των Νόμων και των Κανονισμών, είναι αποτέλεσμα ορθής ενάσκησης των εξουσιών με τις οποίες περιβάλλονται οι Καθ' ων η Αίτηση, κατ' εφαρμογή των αρχών του Διοικητικού Δικαίου και λήφθηκε ύστερα από δέουσα έρευνα, αφού αξιολογήθηκαν όλα τα σχετικά γεγονότα και στοιχεία της υπόθεσης, είναι επαρκώς και/ή δεόντως αιτιολογημένη.

Κατά τη διάρκεια των ενώπιόν μου διευκρινίσεων, αμφότερα τα μέρη υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών τους αγορεύσεων.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς πρέπει να λεχθεί ότι οι λόγοι ακύρωσης που εγείρονται στην παρούσα αίτηση χαρακτηρίζονται από γενικότητα και αοριστία.  Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερο συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακύρωσης της βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Καν. 7 του Ανώτατου Συνταγματικού Διαδικαστικού Κανονισμού του 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται πλήρως. 

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι  και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltdv. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672: «Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης».

Επίσης είναι πλειστάκις νομολογημένο ότι, λόγοι ακύρωσης που δεν εγεί­ρονται στο δικόγραφο της προσφυγής δεν μπορούν να εξεταστούν με το να εγείρονται για πρώτη φορά στις γραπτές αγορεύσεις. Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας στη Φλωρεντία Πετρίδου ν. Επιτρο­πής Δημόσιας Υπηρεσίας, (2004) 3 Α.Α.Δ. 636: «Παρατηρούμε ότι στο κείμενο της προσφυγής δεν εγείρεται τέτοιος λόγος ακύ­ρωσης, αν και σχετική επιχειρηματολογία πράγματι προβάλλεται στη γραπτή αγό­ρευση της εφεσείουσας. Έχει επανειλημμένα λεχθεί πως λόγος ακύρωσης που δεν εγείρεται στην προσφυγή δεν μπορεί να εξεταστεί σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού οι γραπτές αγορεύσεις αποτελούν απλώς επιχειρηματολογία».

Οι αγορεύσεις αποτελούν τη μόνη μέθοδο ανάπτυξης των λόγων ακύρωσης ή ισχυρισμών που ήδη προσβλήθηκαν με το δικόγραφο της προσφυγής.

Σύμφωνα με την  Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671 :«Για να καταστεί το θέμα επίδικο, πρέπει αυτό να εγείρεται σύμφωνα με τις δικονομικές διατάξεις και να αποφασίζεται ύστερα από εξαντλητική επιχειρηματολογία.»

«Η αγόρευση αποτελεί το μέσο για την έκθεση της επιχειρηματολογίας υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης και όχι υποκατάστατο της στοιχειοθέτησής τους. Βλ. Παπαδοπούλας ν. Ιωσηφίδη κ.ά. (2002) 3 Α.Α.Δ. 601 και Λεωφορεία Λευκωσίας Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 56

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι δεν έγινε καμία έρευνα ή ποσό μάλλον δέουσα έρευνα  και ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση δεν στηρίχθηκαν σε οποιαδήποτε έρευνα κρίνω ότι δεν ευσταθεί και απορρίπτεται  για τους λόγους που αναφέρονται πιο κάτω.

Όπως έχει πλειστάκις νομολογηθεί  η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται κατά τη διενέργεια της έρευνας, ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης.

Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπεράσματα (Βλ. Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97A.Ε.2371, Motorways Ltd ν Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσο το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στη διακριτική ευχέρεια του εν λόγω αποφασίζοντος διοικητικού οργάνου και διαφέρουν κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU v Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου 2010).

Περαιτέρω, όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (KNAI ν. THE REPUBLIC OF CYPRUS (1987) 3 CLR 1534). Η έκταση της έρευνας  που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης (Κυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.α., Αναθεωρητικές Εφέσεις 868 και 869, ημερομηνίας 13.12.90).».

Επίσης, θα πρέπει να τονιστεί ότι σύμφωνα με το άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν. 73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας.

Τα όσα επομένως πιο κάτω εξετάζονται και αποφασίζονται τελούν υπό την πιο πάνω τοποθέτηση.

Έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων ο Αιτητής δήλωσε τόσο με την αίτηση του για διεθνή προστασία όσο και κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όσων προβάλει με την παρούσα Προσφυγή.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο Αιτητής κατά την υποβολή αιτήματος διεθνούς προστασίας δήλωσε ότι  εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή απειλείτο η ζωή του   (βλ. ερυθρά 1 και 61 διοικητικού φακέλου).

Κατά το στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην Kinshasa. Σχετικά με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι οι γονείς του και οι τρεις αδερφές του διαμένουν στη χώρα καταγωγής, σε άγνωστο προς τον ίδιο μέρος. Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Αναφορικά με το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι φοίτησε στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση για 5 χρόνια, ενώ ως προς το επάγγελμά του δήλωσε ότι  ουδέποτε εργάστηκε καθώς έπαιζε ποδόσφαιρο ερασιτεχνικά (βλ. ερυθρά 92-91 διοικητικού φακέλου).

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, ο Αιτητής προέβαλε ότι κινδύνευε η ζωή του ίδιου και τον γονέων του. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι όλα ξεκίνησαν στις 30/10/2019 καθώς έπεσε θύμα απαγωγής, μια εβδομάδα αφού ο πατέρας του έγινε μάρτυρα δολοφονίας. Προέβαλε δε ότι στη συνέχεια αφέθηκε ελεύθερος από τους απαγωγείς του, αν και στη συνέχεια ο ίδιος και ο πατέρας του άρχισαν να δέχονται απειλές δια τηλεφώνου. Ως εκ τούτου, ο πατέρας του Αιτητή αποφάσισε να στείλει τον Αιτητή και τις αδερφές του σε ένα φίλο του προκειμένου να προστατευτούν και στις 29/11/2019 τους βοήθησε να περάσουν τη θάλασσα και να φτάσουν στη Δημοκρατία του Κονγκό ( Kongo Brazaville). Ερωτηθείς αν υπάρχει κάποιος άλλος λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι ο λόγος που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής ήταν το ότι απειλείτο η οικογένειά του  (βλ. ερυθρό 90 2Χ διοικητικού φακέλου).

Κατά το στάδιο της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε το αφήγημα του Αιτητή σε θεματικές, προχωρώντας στην υποβολή αντίστοιχων ερωτήσεων προς διερεύνηση των ισχυρισμών του. Συγκεκριμένα, υποβλήθηκαν στον Αιτητή ερωτήσεις αναφορικά με τη δολοφονία της οποίας ο πατέρας του φέρεται να υπήρξε μάρτυρας, τον τρόπο με τον οποίο περιήλθαν εις γνώση του οι πληροφορίες που προέβαλε, τι ακολούθησε της δολοφονίας της οποίας ο πατέρας του φέρεται να ήταν μάρτυρας, τις απειλές που ακολούθως δέχτηκε τόσο ο πατέρας του όσο και ο ίδιος, την απαγωγή της οποίας φέρεται να έπεσε θύμα, τη διάρκεια και της συνθήκες κράτησής του από τους απαγωγείς του, τους λόγους για τους οποίους έπεσε θύμα απαγωγής ο ίδιος και όχι ο πατέρας του, τις συνθήκες υπό τις οποίες αφέθηκε ελεύθερος από τους απαγωγείς του και τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής μόνο ο ίδιος και όχι οι αδερφές του (βλ. ερυθρά 89 – 86 διοικητικού φακέλου).

Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι θα κινδυνεύσει η ζωή του (βλ. ερυθρό 90  διοικητικού φακέλου). Κληθείς να προσδιορίσει από ποιον πιστεύει ότι θα κινδυνεύσει, ο Αιτητής προέβαλε ότι θα τον σκοτώσει ο Doli Makambo, υπουργός εσωτερικών και ασφάλειας της ΛΔΚ γιατί έχει τοποθετήσει άγνωστα άτομα να ελέγχουν την περιοχή που διέμενε η οικογένειά του (βλ. ερυθρό 89 1Χ διοικητικού φακέλου).

Τα ανωτέρω αποτελούν ισχυρή ένδειξη ότι ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διερεύνησε πλήρως το αφήγημα του Αιτητή, καθώς τέθηκαν σε εκείνο πλήθος ερωτήσεων προς διερεύνηση των λόγων για τους οποίους ο φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής αλλά και τα επί μέρους στοιχεία του συνόλου του προβληθέντος αφηγήματος. 

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικό της συνέντευξης του Αιτητή, ο λειτουργός της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο («ΕUAA»), ο οποίος συνέταξε την έκθεση – εισήγηση, σχημάτησε σε αυτήν δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς 1) Την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή,  2) τις δηλώσεις του Αιτητή  περί του ότι κινδύνευε η ζωή του γιατί ο πατέρας του αποτέλεσε μάρτυρα μιας δολοφονίας.

Ο πρώτος ουσιώδης ισχυρισμός έγινε δεκτός καθώς δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία, οι δε δηλώσεις του διασταυρώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης.

Ο δεύτερος ωστόσο ουσιώδης ισχυρισμός έτυχε απόρριψης αφού οι σχετικές δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ασαφείς, αόριστες και στερούμενες ευλογοφάνειας. Ειδικότερα, καθώς ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του έγινε μάρτυρας της δολοφονίας του φίλου του, Dr. Belvis Nkuku, o οποίος ήταν διευθυντής ενός νοσοκομείου στην Kinshasa, από τον Υπουργό Εσωτερικών και Ασφάλειας, Doli Makambo, o αρμόδιος λειτουργός εντόπισε τα ακόλουθα. Αρχικά, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως ελλιπείς καθώς πλην του ότι το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα στις 30/10/2019 και ότι το θύμα ήταν φίλος του πατέρα του, ο Αιτητής  δεν ήταν σε θέση να παραθέσει καμία άλλη σχετική πληροφορία αναφορικά με την υπό εξέταση δολοφονία. Στη συνέχεια ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει ευλογοφανώς το λόγο για τον οποίο ένας Υπουργός  θα πυροβολούσε το θύμα του εν ψυχρό,  ενώπιον τρίτων ατόμων και δη στο προαύλιο ενός νοσοκομείου. Όταν άλλωστε ζητήθηκε από τον Αιτητή να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν οι παρευρισκόμενοι όταν ο Υπουργός δολοφόνησε το φίλο του πατέρα του, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει περισσότερες πληροφορίες. Ούτε επίσης ήταν σε θέση ο Αιτητής να εξηγήσει για ποιο λόγο η εν λόγω δολοφονία δεν προβλήθηκε από τα ΜΜΕ της χώρας καταγωγής, δεδομένου ότι ο δράστης ήταν Υπουργός και η δολοφονία φέρεται να έλαβε χώρα δημοσίως, στον προαύλιο χώρο νοσοκομείου. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε επίσης χωρίς συνοχή και ευλογοφάνεια ότι η οικογένειά του αποτέλεσε στόχο του εν λόγω Υπουργού λόγω του ότι ο πατέρας του ήταν μάρτυρας της δολοφονίας, αν και ο εν λόγω Υπουργός δεν γνώριζε καν το όνομα του πατέρα του. Συν τοις άλλοις, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει τις απειλές τις οποίες η οικογένειά του δέχτηκε, καθώς προέβαλε αόριστα ότι λάμβαναν απειλές δια τηλεφώνου (βλ. ερυθρά 90 2Χ, 89 1Χ, 88 1Χ διοικητικού φακέλου).

Ως προς τη φερόμενη απαγωγή του, ο Αιτητής κατά την ελεύθερη αφήγησή του δήλωσε ότι απήχθη μια εβδομάδα μετά τη δολοφονία της οποίας ο πατέρας του φέρεται να αποτέλεσε μάρτυρα.  Παρόλα αυτά, σε μεταγενέστερο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι η απαγωγή του έλαβε χώρα μια ημέρα μετά την υπό εξέταση δολοφονία. Όταν του ζητήθηκε να σχολιάσει την ανωτέρω αντίφαση, ο Αιτητής επικαλέστηκε χωρίς νοηματική συνοχή το γεγονός ότι, όταν απήχθη,  είχε αναισθητοποιηθεί από τους απαγωγείς του. Συν τοις άλλοις, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει περιγραφικές λεπτομέρειες αναφορικά με την απαγωγή του καθώς, ισχυριζόμενος ότι δε θυμάται,  περιορίστηκε στη δήλωση ότι απήχθη μετά το σχολείο. Ο Αιτητής τέλος δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με σαφήνεια το λόγο για τον οποίο απήχθη ο ίδιος και όχι ο πατέρας του, ενώ δεν μπόρεσε να παραθέσει σαφείς και συνεκτικές πληροφορίες αναφορικά με τις συνθήκες τις 7ήμερης κράτησής του προβάλλοντας επιφανειακά ότι οι απαγωγείς του τον είχαν δέσει σε μια καρέκλα (βλ. ερυθρά 88 2Χ, 87 1Χ διοικητικού φακέλου).

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα εκ του Αιτητή εξιστορισθέντα στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης εκ της οποίας ανευρέθηκε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις αντληθείσες πληροφορίες. Ειδικότερα, ο φερόμενος ως δολοφονηθείς φίλος του πατέρα του, Belvis Nkuku, δολοφονήθηκε από ένα σωματοφύλακα του Υπουργού Εσωτερικών Dolly Makambo και όχι από τον ίδιο τον Υπουργό, όπως ο Αιτητής κατηγορηματικά δήλωσε. Παράλληλα, σε αντίθεση και πάλι με τις δηλώσεις του Αιτητή, το εν λόγω περιστατικό προβλήθηκε εκτενώς από τα ΜΜΕ της χώρας καταγωγής. Ανευρέθηκε τέλος σχετικό άρθρο το οποίο επιβεβαιώνει ότι ο Dolly Makambo εκτίει ήδη ποινή φυλάκισης στη στρατιωτική φυλακή Ndolo. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εξωτερικά μη αξιόπιστος.

Επί τη βάσει της αξιολόγησης τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο υπό εξέταση ισχυρισμός απορρίφθηκε στο σύνολό του ως μη αξιόπιστος καθώς  δεν κρίθηκε ότι τα εκ του Αιτητή προβληθέντα αντικατοπτρίζουν βιωματικά περιστατικά.

Επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τον τόπο καταγωγής και αυτόν της τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο λειτουργός προχώρησε σε εκτενή έρευνα ως προς την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του, ήτοι την πόλη Kinshasa και συμπερασματικά έκρινε ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης ή κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής. Το εν λόγω συμπέρασμα βασίστηκε αφενός στην απόρριψη του ισχυρισμού του Αιτητή ως προς τους λόγους που φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής αλλά και στο ότι, βάσει της διεξαχθείσας έρευνας, η κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa καταγράφηκε ως σταθερή.

Υπό το φως των ανωτέρω και προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου απορρίφθηκε η πιθανότητα εκχώρησης προσφυγικού καθεστώτος στο πρόσωπό του.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι βάσει του μοναδικού ισχυρισμού που έγινε δεκτός, δεν προκύπτουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη Λ.Δ.Κ., ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (2) (α) και (β), καθώς δεν έγινε δεκτός οποιοσδήποτε ισχυρισμός που θα δικαιολογούσε την υπαγωγή του στα ανωτέρω άρθρα. Κρίθηκε περαιτέρω ότι  δεν προέκυψαν στοιχεία που να δικαιολογούν την υπαγωγή του Αιτητή  στο άρθρο 19(2)(γ) ίδιου Νόμου καθώς η κατάσταση ασφαλείας στον τόπο τελευταίας διαμονής του στη χώρα καταγωγής κατεγράφη ως σταθερή.

Όπως διαφαίνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου και εξέτασαν όλα τα ουσιώδη στοιχεία που είχαν ενώπιον τους.

Έχω εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου και έχω διαπιστώσει ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει, τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ενώ ακολούθησε την ορθή διερευνητική διαδικασία δίνοντας επανειλημμένα στον Αιτητή τη δυνατότητα να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του, ωστόσο ο τελευταίος δεν κατάφερε να το πράξει.

Σταχυολογώντας την προφορική συνέντευξη του Αιτητή, διαπιστώνω ότι ορθά ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε και κατέγραψε στην εισηγητική του έκθεση, η οποία υιοθετήθηκε από τον εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή δεν εμπίπτουν στους λόγους του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, ούτε στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συγκεκριμένα, αρχικά κρίνω ότι ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου έκανε αποδεκτό τον ισχυρισμό αναφορικά με τη χώρα καταγωγής και τον τόπο μόνιμης διαμονής του Αιτητή, αφού οι σχετικές δηλώσεις του διέπονται από σαφήνεια, δεν προέκυψε κανένα περί του αντιθέτου στοιχείο και οι δηλώσεις του επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε αξιόπιστες πηγές πληροφόρησης και χαρτογράφησης.

Υπεραμύνομαι και υιοθετώ επίσης την κρίση των Καθ’ ων η αίτηση αναφορικά με την απόρριψη του δεύτερου ισχυρισμού του Αιτητή. Δεδομένου ότι ο αρμόδιος λειτουργός στοιχειοθέτησε πλήρως του λόγους απόρριψής του υπό εξέταση ισχυρισμού έχοντας προβεί σε σχετική έρευνα αναφορικά με την δολοφονία του Belvis Nkuku, η οποία επιβεβαίωσε ότι το εν λόγω πρόσωπο δολοφονήθηκε από σωματοφύλακα του Dolly Makambo και όχι από τον ίδιο τον Υπουργό  όπως ο Αιτητής κατηγορηματικά δήλωσε, το εν λόγω σκέλος του υπό εξέταση ισχυρισμού κρίνεται ως μια αποτυχημένη προσπάθεια του Αιτητή να οικοδομήσει  ένα αφήγημα παρελθούσας δίωξης προς το πρόσωπό του γύρω από την ευρέως γνωστή, στη χώρα καταγωγής, δολοφονία του ανωτέρω προσώπου από τον Υπουργό Εσωτερικών και Ασφάλειας το 2019.

Ως προς τη το σκέλος του ισχυρισμού που αφορά την κατά δήλωση απαγωγή του Αιτητή, αρχικά θα πρέπει να αναφέρω ότι καθώς το προηγούμενο σκέλος του ισχυρισμού αποτελεί τη γενεσιουργό αιτία της φερόμενης απαγωγής του, η αξιοπιστία του εν λόγω περιστατικού κλονίζεται εκ προοιμίου. Σε κάθε περίπτωση, όπως και ο αρμόδιος λειτουργός ορθώς εντόπισε, παρατηρώ ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε αντίφαση αναφορικά με το χρόνο κατά τον οποίο φέρεται να έλαβε χώρα η υποτιθέμενη απαγωγή του, καθώς κατά τη διερεύνηση του αφηγήματός του δήλωσε ότι απήχθη στις 01/11/2019 (βλ. ερυθρό 88 2Χ διοικητικού φακέλου), έχοντας όμως κατά την ελεύθερη αφήγησή του δηλώσει ότι απήχθη δύο εβδομάδες μετά τη δολοφονία του Belvis Nkuku, οποία έλαβε χώρα στις 30/10/2019. Ζητηθείς άλλωστε να αποσαφηνίσει την προκύπτουσα αντίφαση, ο Αιτητής αποκρίθηκε χωρίς συνοχή ότι δεν μπορεί να δώσει μια σαφή εξήγηση λόγω του ότι κατά την εξέλιξη της απαγωγής του είχε αναισθητοποιηθεί (βλ. ερυθρό 90 1Χ διοικητικού φακέλου). Παρατηρώ επίσης ότι ο Αιτητής προέβαλε μια γενικόλογη και ασαφή περιγραφή όταν του ζητήθηκε να περιγράψει την απαγωγή του,  ενώ κληθείς να περιγράψει τις συνθήκες της επταήμερης κράτησής του από τους απαγωγείς του, ο Αιτητής προέβαλε ελλιπώς και χωρίς την αναμενόμενη περιγραφική λεπτομέρεια ότι οι απαγωγείς του κρατούσαν δεμένο σε μια καρέκλα. Ο Αιτητής δεν ήταν επίσης σε θέση να εξηγήσει με συνοχή και σαφήνεια το λόγο για τον οποίο έπεσε θύμα απαγωγής ο ίδιος, αν και μάρτυρα της εν λόγω δολοφονίας φέρεται να αποτέλεσε ο πατέρας του. Συναφώς  προέβαλε χωρίς συνοχή ότι μόνο όταν αφέθηκε ελεύθερος από τους απαγωγείς του, του αποκάλυψε ο ίδιος ο πατέρας του το λόγο για τον οποίο απήχθη. Σε κάθε περίπτωση, η δήλωση του Αιτητή περί του ότι δεν απειλείτο ο πατέρας του αλλά μόνο εκείνος και οι αδερφές του, με βάση το προβληθέν αφήγημα, στερείται ευλογοφάνειας καθώς θα αναμενόταν ευλόγως να διώκεται ο πατέρας του, ο οποίος φέρεται ως μάρτυρας της υπό εξέταση δολοφονίας. Η δε δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να αφέθηκε ελεύθερος από τους απαγωγείς του στερούνται σαφήνειας και ευλογοφάνειας καθώς ο Αιτητής σχετικώς προέβαλε ότι οι απαγωγείς του τηλεφώνησαν τον πατέρα του και εκείνος τους υποσχέθηκε ότι δε θα πάει, χωρίς ωστόσο να προσδιορίζει που υποσχέθηκε ο πατέρας του ότι δεν θα πάει, δημιουργώντας έτσι ακόμη ένα νοηματικό κενό στο ήδη ελλιπές αφήγημά του (βλ. ερυθρό 87 1Χ διοικητικού φακέλου). Βάσει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε θεμελιώνεται η εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω έρευνα, αφενός  λόγω του ότι ο εν λόγω ισχυρισμός έχει κριθεί ως εσωτερικά μη αξιόπιστος από το παρόν Δικαστήριο, αφετέρου δε λόγω του ότι οι αντληθείσες από το λειτουργό πληροφορίες αναφορικά με το πρόσωπο που δολοφόνησε τον Belvis Nkuku καθώς και τη μετάδοση του εν λόγω είδησης από τα ΜΜΕ της χώρας καταγωγής, έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τις δηλώσεις του Αιτητή.

Καταληκτικά, για τους λόγους που αναλύονται ανωτέρω, το Δικαστήριο απορρίπτει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως αναξιόπιστο στο σύνολό του.

Δεδομένου ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής έχει κριθεί ήδη ως μη αξιόπιστος τόσο από τους Καθ’ ων η αίτηση όσο και από το παρόν Δικαστήριο, παρατηρώ ότι ακόμα και κατά τη διάρκεια της ενώπιόν μου διαδικασίας, ο Αιτητής δια της συνηγόρου του, δεν μπόρεσε να προσθέσει περαιτέρω στοιχεία και/ή πληροφορίες που να ενδυναμώνουν την αξιοπιστία των ισχυρισμών του και να ανατρέπουν τα ευρήματα των Καθ΄ων η αίτηση.

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι, σε κάθε περίπτωση,  σύμφωνα με το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε Αιτητή/Αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτηση του για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, ο Αιτητής δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος του ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής του συνέντευξης, αλλά  ούτε  κατά την ενώπιον μου διαδικασία.  

Ως εκ τούτου, στη βάση του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή, συμφωνώ με την αξιολόγηση κινδύνου στην οποία προέβη ο αρμόδιος λειτουργός καθώς και με το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε περί μη πλήρωσης των προϋποθέσεων αναγνώρισης προσφυγικού καθεστώτος  καθώς ο Αιτητής δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο  Άρθρο  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων, αφού από το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων δεν προέκυψαν ενδείξεις υφιστάμενης, συνεχόμενης, αληθούς, πραγματικής και έμπρακτης  στοχοποίησής του από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη στη χώρα καταγωγής.

Σημειώνεται ότι ελλείψει οιασδήποτε πράξης παρελθούσας δίωξης του Αιτητή, δεν πληρούνται και οι προϋποθέσεις υπαγωγής του στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής κινδυνεύει να αντιμετωπίσει θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική µεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β). Ως εκ τούτου, ο σχετικός ισχυρισμός της συνηγόρου του απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο του Αιτητή υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Στην Meki Elgafaji and Noor Elgafaji vStaatssecretaris van Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας»[1] ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα επικουρικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής [2].

Εν προκειμένω, σε σχέση με τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και κατ' επέκταση ευλόγως αναμενόμενο προορισμό του σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής, ήτοι την πόλη Kinshasa, το Δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα αναφορικά με τις επικρατούσες εκεί συνθήκες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας.

Εκ της διεξαχθείσας έρευνας ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της ΛΔΚ  καθώς εκεί δραστηριοποιούνται ένοπλες ομάδες και καταγράφεται διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων[3]. Σε σχέση με την πόλη Kinshasa ωστόσο, δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων ή την ύπαρξη κάποιας ένοπλης σύγκρουσης. To δε International Crisis Group, σε έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 επιβεβαιώνει ότι ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά είτε στην πόλη Kinshasa ή στην ομώνυμη περιφέρεια [4].

Αναλύοντας άλλωστε τα κατωτέρω ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 01/03/2023 έως 01/03/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 55 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 69 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι) ενώ καταγράφηκαν και 54 περιστατικά που αποτελούσαν διαμαρτυρίες  εκ των οποίων όμως δεν προέκυψε κάποια απώλεια. Ούτε άλλωστε καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[5] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[6],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (69 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

Η κατάσταση γενικευμένης βίας θα πρέπει να χαρακτηρίζεται από διαρκή, γενικά και παρατεταμένα επίπεδα βίας σε μια χώρα ή σε μια περιοχή. Δεν αρκεί για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παραπάνω διάταξης η διαπίστωση σποραδικών και μεμονωμένων περιστατικών τρομοκρατικών ενεργειών ή άλλων βίαιων επεισοδίων ούτε αυξημένης εγκληματικότητας, η οποία αντιμετωπίζεται στο πλαίσιο της έννομης τάξης και των μέτρων για τη δημόσια ασφάλεια κάθε οργανωμένου κράτους.

Τα παραπάνω υποδηλώνουν στο σύνολό τους, ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή και μέρος όπου ευλόγως αναμένεται να επιστρέψει άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής,  δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης εσωτερικής σύγκρουσης και κατ΄ επέκταση συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας κατά αμάχων, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ. 

Βάσει λοιπόν, και της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στον Αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις. 

Επί τη βάσει λοιπών όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε έπειτα από δέουσα, πλήρη και εξατομικευμένη έρευνα και αξιολόγηση όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης και των δηλώσεων που προέβαλε ο Αιτητής τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία. Συναφώς λοιπόν καταλήγω στην απόρριψη του ισχυρισμού  περί έλλειψης διεξαγωγής δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ' ων η αίτηση, ως επίσης και όλων των λόγων ακύρωσης που προβλήθηκαν αλυσιτελώς.

Υπό το φως των πιο πάνω η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

 

Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html, ): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115).»

[2] Βλ. EASO, Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής (https://easo.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf), [ημερ. πρόσβασης 11/03/2024].

[3] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερπρόσβασης 011/03/2024]

[4]International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo,  [ημερ. πρόσβασης 11/03/2024]

[5] Αccled, Kinshasa, reference period 01/03/2023 - 01/03/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 11/03/2024]

[6] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερπρόσβασης 11/03/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο