ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

                                                                                      Υπόθεση αρ.3917/23

 

22 Μαρτίου 2024

 

[Α. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

M. J. R.

                                                                                                                        Αιτητής

Και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                        Καθ’ ων η αίτηση

 

Κκ Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες ΔΕΠΕ, Δικηγόροι για Αιτητή

Κα Μ. Βασιλείου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ’ ων η αίτηση

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή ο αιτητής αιτείται την ακύρωση της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημ.22/09/23, η οποία του κοινοποιήθηκε αυθημερόν, και απόφαση του Δικαστηρίου δια της οποίας να αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή, διαζευκτικά, να αναγνωρίζεται ως δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας (Αιτητικά Α, Β και Γ, αντίστοιχα). Δια του Αιτητικού Δ ζητείται να αναγνωριστεί ότι, σε περίπτωση επιστροφής του, αυτή θα είναι κατά παράβαση των αρ.2 και 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ).

Ως εκτίθεται στην Ένσταση που καταχωρήθηκε από τους καθ’ ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου που κατατέθηκε στα πλαίσια των διευκρινήσεων, ο αιτητής κατάγεται από το Μπαγκλαντές, εισήλθε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές παρατύπως, μέσω κατεχομένων, στις 30/07/23 και υπέβαλε την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας στις 10/08/23 (ερ.1-3, 20).

Στις 23/08/23 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη με τον αιτητή από την Υπηρεσία Ασύλου προς εξέταση του αιτήματός για διεθνή προστασία όπου του δόθηκε η ευκαιρία, μέσα από σχετικές ερωτήσεις, μεταξύ άλλων, να εκθέσει τους λόγους στους οποίους στηρίζει το αίτημα του (ερ.14-20). Μετά το πέρας της συνέντευξης ετοιμάστηκε σχετική Έκθεση και, στις 09/09/23, απορρίφθηκε το αίτημα για διεθνή προστασία (ερ.33-42).

Ακολούθως ετοιμάστηκε σχετική επιστολή ενημέρωσης του αιτητή για την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία του δόθηκε διά χειρός 22/09/23 και του μεταφράστηκε σε γλώσσα κατανοητή απ’ αυτόν (ερ.43).

Επί της αιτήσεως ασύλου που υπέβαλε ο αιτητής καταγράφει ότι αυτός και ο πατέρας του ήταν μέλη του κόμματος της αντιπολίτευσης στην χώρα καταγωγής του και το έτος 2021 μέλη του κυβερνώντος κόμματος εισέβαλαν στην οικία τους, απείλησαν και  προκάλεσαν φθορές. Επίσης αναφέρει πως τον χτύπησαν με μαχαίρι και τους κατηγόρησαν πως η οικία τους δεν τους ανήκει διότι έχουν καταπατήσει ξένη περιουσία. Κατόπιν τούτων, ως ο αιτητής αναφέρει, κατέφυγε στην πόλη  Dhaka, απ’ όπου αργότερα, αφότου ετοίμασε τα απαραίτητα ταξιδιωτικά έγγραφα, εγκατέλειψε οριστικά την χώρα καταγωγής του. Στο Ντουμπάι εξαπατήθηκε από τον πράκτορα που τον βοήθησε και έτσι έλαβε πήγε στα κατεχόμενα με άδεια εργασίας. Εκεί, κάποιοι Νιγηριανοί, ως αναφέρει, του εισηγήθηκαν να έρθει στις ελεύθερες περιοχές και να ζητήσει βοήθεια, πράγμα που έπραξε.

Κατά  τη διάρκεια της συνέντευξης που διενεργήθηκε ο αιτητής επανέλαβε κατ’ ουσία τα ως άνω, αναφέροντας ότι είναι άγαμος και άτεκνος, ενώ οι γονείς του διαμένουν ακόμα στο Μπαγκλαντές και βρίσκονται σε επικοινωνία. Ως προς τους λόγους που τον ώθησαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ανέφερε λόγους που άπτονται των πολιτικών του πεποιθήσεων. Συγκεκριμένα, ισχυρίστηκε ότι πατέρας του ήταν υποστηρικτής του κόμματος BNP, το οποίο συνιστούσε το κόμμα της αντιπολίτευσης. Περαιτέρω, η οικία τους βρισκόταν κατά μήκος του κεντρικού δρόμου και η κυβέρνηση τους έδιωξε από το σπίτι και για έξι μήνες αναγκάστηκαν να εγκατασταθούν σε άλλη γειτονιά. Κατόπιν, επέστρεψαν στην παλιά τους οικία αλλά μια νύχτα δέχτηκαν επίθεση από τους ηγέτες του κόμματος Awami league. Ο πατέρας του αιτητή κατάφερε να διαφύγει, αλλά ο ίδιος δεν τα κατάφερε και δέχτηκε σωματική επίθεση στο χέρι και στο πόδι του. Κατόπιν, ισχυρίζεται πως μετέβη στην πόλη Dhaka όπου βρήκε εργασία και παρέμεινε για διάστημα ενάμιση χρόνου ώσπου εγκατέλειψε οριστικά τη χώρα. Ερωτηθείς αν συντρέχουν άλλοι λόγοι για τους οποίους αιτήθηκε διεθνή προστασία απάντησε αρνητικά.

Κατά το στάδιο των διευκρινιστικών ερωτήσεων ο αιτητής δήλωσε πως ο πατέρας του τα τελευταία 15 χρόνια ήταν τοπικός γενικός γραμματέας του κόμματος BNP και συνήθιζε να παρίσταται σε διάφορα μέρη συμμετέχοντας σε πολιτικές δραστηριότητες. Ο ίδιος δε διευκρίνισε ότι ουδέποτε ανήκε στο κόμμα.  Αναφορικά με την εκδίωξή τους από την οικία τους προέβαλε ότι αυτή ανήκε κατά το ήμισυ στην κυβέρνηση ενώ παράλληλα αιτία της απομάκρυνσής τους στάθηκε και το γεγονός ότι ο πατέρας του ανήκε στο αντίπαλο κόμμα. Ωστόσο, ανέφερε ότι οι γονείς του επέστρεψαν στην οικία και έχτισαν εκ νέου το σπίτι τους στο κομμάτι του οικοπέδου που τους ανήκε.

Αναφορικά με την επίθεση που δέχτηκαν στο σπίτι τους, ανέφερε πως αυτή έλαβε χώρα περί τον Ιανουάριο του 2021 και ο ίδιος δεν κατάφερε να διαφύγει και δέχτηκε χτυπήματα από τους δράστες, οι οποίοι ισχυρίζεται ότι ήταν μέλη του κυβερνώντος κόμματος από την γειτονιά του, οι οποίοι, λόγω του ότι ήταν ο μοναδικός γιος, τον έχουν πλέον στοχοποιήσει. Περαιτέρω, διέφυγε στην πρωτεύουσα, πόλη Dhaka, όπου βρήκε εργασία και δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα.  Ερωτηθείς πως εξηγεί ότι παρά την επίθεση η οικογένειά του επέστρεψε εκ νέου στην οικία τους, απάντησε πως μόνο ο ίδιος κινδυνεύει και πως ο πατέρας του θα αντιμετωπίσει προβλήματα μόνο κατά την εκλογική περίοδο. Επίσης, ερωτηθείς γιατί οι δράστες δεν τον σκότωσαν ενώ είχαν την δυνατότητα να το πράξουν κατά την επίθεση στο σπίτι του, ο αιτητή προέβαλε ότι εφάρμοσε κάποια βότανα στις πληγές του. Τέλος, ερωτηθείς αν έχει ουδέποτε συλληφθεί η κρατηθεί για οιοδήποτε λόγο απάντησε αρνητικά, ισχυριζόμενος μάλιστα ότι θα του επιτρεπόταν η ακώλυτή είσοδος στην χώρα του σε περίπτωση επιστροφής του.

Οι καθ’ ων η αίτηση, εξετάζοντας τα λεγόμενα του αιτητή τόσο στην αίτηση όσο και τη συνέντευξη κατέταξαν αυτούς στους ακόλουθους ουσιώδεις ισχυρισμούς.

1.    Ταυτότητα, χώρα καταγωγής, προφίλ και τόπος διαμονής του αιτητή

2.    Συμμετοχή του πατέρα του αιτητή στο κόμμα BNP

3.    Φόβος δίωξης του αιτητή και της οικογένειάς του από υποστηρικτές του κόμματος Awami league εξαιτίας της πολιτικής συμμετοχής του πατέρα του

Οι καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν τον 1ο  ως άνω ισχυρισμό, απέρριψαν δε τον 2ο και 3ο ουσιώδεις ισχυρισμούς του αιτητή.

Συγκεκριμένα, αναφορικά με τον 2ο ουσιώδη ισχυρισμό του αιτητή, κρίθηκε ότι δεν ήταν σε θέση να δώσει ακριβείς πληροφορίες για τη σχέση του πατέρα του με το συγκεκριμένο κόμμα και τη θέση που κατείχε, τα καθήκοντα, το ρόλο του, και πόσο καιρό υποστηρίζει το κόμμα (BNP). Αξιολογήθηκε ότι στις σχετικές ερωτήσεις που υποβλήθηκαν ο αιτητής απαντούσε γενικόλογα ότι ο πατέρας του ασχολείτο με τα πολιτικά, χωρίς οι δηλώσεις του να έχουν τον αναμενόμενο βαθμό λεπτομερειών, δεδομένου ότι αυτό αποτελούσε και τον πυρήνα του αιτήματος του. Επίσης κρίθηκε ότι ο αιτητής υπέπεσε και σε αντίφαση, καθότι ισχυρίστηκε ότι ο πατέρας του ήταν υποστηρικτής του κόμματος, ωστόσο στη συνέχεια ανέφερε είχε ρόλο γενικού γραμματέα της περιφέρειας. Επίσης, ο αιτητής στο αίτημα του για διεθνή προστασία ισχυρίστηκε ότι και ο ίδιος είναι μέλος του κόμματος ενώ κατά την συνέντευξη ανακάλεσε αυτόν τον ισχυρισμό.

Αναφορικά με τον 3ο ισχυρισμό, κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν ήταν σε θέση να επεξηγήσει πως η απομάκρυνσή αυτού και της οικογένειας του από την οικία τους συνδέεται με τις πολιτικές πεποιθήσεις του πατέρα του και όχι αποκλειστικώς με σκοπούς απαλλοτρίωσης και δεν εξήγησε επαρκώς το που διέμεναν μετά την έξωση. Επίσης δεν προσδιόρισε χρονικά πότε έλαβε χώρα η επίθεση στην οικία τους ενώ ο ισχυρισμός του ότι δεν απεβίωσε από μαχαιριές που, ως ισχυρίστηκε, δέχθηκε, επειδή χρησιμοποίησε βότανα αξιολογήθηκε ως μη ευλογοφανής. Σε κάθε περίπτωση το γεγονός ότι η οικογένειά του επέστρεψε και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην ίδια οικία κρίθηκε ομοίως ότι πλήττει την εσωτερική συνοχή του ισχυρισμού περί διώξεως του ιδίου και όχι πλέον της οικογένειας του. Ο ισχυρισμός δε ότι ο πατέρας του δεν κινδυνεύει παρά μόνο εκλογικά ενώ ο ίδιος βρίσκεται πλέον σε προσωπικό κίνδυνο κρίθηκε παντελώς ατεκμηρίωτος από τις επ’ αυτού δηλώσεις του αιτητή. Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του εν λόγω ισχυρισμού, κατόπιν έρευνας σε πηγές πληροφόρησης διαπιστώθηκε ότι πράγματι οι υποστηρικτές του κόμματος BNP υφίστανται διώξεις από το κυβερνόν κόμμα  Awami league (ΑL) και άνιση μεταχείριση από τη Κυβέρνηση, ωστόσο ο αιτητής, δεδομένου ότι κρίθηκε πως δεν κατάφερε ο αιτητής να στοιχειοθετήσει επαρκώς την πολιτική δράση του πατέρα του και κατ’ επέκταση την στοχοποίηση της οικογένειάς και του ιδίου, ο ισχυρισμός  απορρίφθηκε στο σύνολό του.  

 

Επί τη βάσει του μόνου αποδεκτού ισχυρισμού, οι καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε αξιολόγηση μελλοντικού κινδύνου όπου κρίθηκε πως δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να γίνει αποδεκτό ότι σε περίπτωση που ο αιτητής επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του θα αντιμετωπίσει δίωξη ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης.

Συνεπεία των ανωτέρω η επίδικη αίτηση απορρίφθηκε ως αβάσιμη.

Επί της αιτήσεως ο αιτητής αναφέρει αρκετούς λόγους προς υποστήριξη του αιτήματος για ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης οι πλείστοι εκ των οποίων δεν εξειδικεύονται και δεν συναρτώνται με γεγονότα που αφορούν την παρούσα.

Μετά από δύο διαδοχικές προθεσμίες για καταχώρηση γραπτής αγόρευσης αιτητή, αμφότερες με ρήτρα απόρριψης, οι οποίες παρήλθαν χωρίς εν τέλει να καταχωριστεί γραπτή αγόρευση, δόθηκαν οδηγίες για ολοκλήρωση της παρούσης δια προφορικών αγορεύσεων εκατέρωθεν.

Αγορεύοντας προφορικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ανέφερε ότι ο ισχυρισμός περί εμπλοκής του πατέρα του στην πολιτική και κατά συνέπεια δίωξης του αιτητή γι’ αυτό τον λόγο θα πρέπει να θεωρηθεί αξιόπιστος καθώς, πέραν της συνοχής των επί τούτου δηλώσεων του αιτητή, ως και οι ίδιοι οι καθ’ ων η αίτηση έκαναν δεκτό, τέτοιου είδους διώξεις είναι συχνό φαινόμενο στη χώρα καταγωγής (ερ.37). Συνεπώς, ως ανέφερε, οι ισχυρισμοί του αιτητή έχουν το απαραίτητο στοιχείο συνοχής και αληθοφάνειας και κακώς δεν έγιναν αποδεκτοί.

Οι καθ' ων η αίτηση αντέταξαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθ' όλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς και ότι είναι δεόντως αιτιολογημένη και ορθή, καθώς απολύτως εύλογα υπό τις περιστάσεις είναι, ως ανέφερε η ευπαίδευτη συνήγορος, τα ευρήματα τους περί αναξιοπιστίας των επίδικων ισχυρισμών του αιτητή. Τέλος ανέφερε ότι η χώρα καταγωγής έχει χαρακτηριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και το τεκμήριο αυτό δεν έχει ανατραπεί.

Προχωρώ λοιπόν με αξιολόγηση των ενώπιον μου στοιχείων και ισχυρισμών.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», Δικαστική ανάλυση, 2018, αναφέρεται στην σελ.98, ότι «[...] απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.». Στην σελ.102 του ιδίου εγχειριδίου, αναφέρεται ότι «[…] οι δείκτες αξιοπιστίας είναι απλοί δείκτες και δεν συνιστούν αυστηρά κριτήρια ή προϋποθέσεις. Παρότι οι τέσσερις δείκτες που προσδιορίστηκαν ανωτέρω (εσωτερική και εξωτερική συνέπεια, επαρκώς λεπτομερείς πληροφορίες και ευλογοφάνεια) αποτυπώνουν τους δείκτες που εφαρμόζουν στην πράξη τα δικαστήρια, κανένας από αυτούς δεν μπορεί να θεωρηθεί καθοριστικός. Η σημασία τους από υπόθεση σε υπόθεση ποικίλλει σημαντικά. Σε κάθε περίπτωση είναι αναγκαία η εξέταση του σωρευτικού τους αντίκτυπου (305).  […] Από την ανωτέρω ανάλυση προκύπτει ότι δεν υπάρχει απλή απάντηση στο ερώτημα που αφορά τον τρόπο αξιολόγησης της αξιοπιστίας σε υποθέσεις διεθνούς προστασίας. Το μόνο που μπορεί να ειπωθεί είναι ότι η αξιολόγηση πρέπει να διενεργείται με βάση το σύνολο των αποδεικτικών στοιχείων, λαμβανομένων υπόψη των αρχών, των μεθόδων και των δεικτών που αναφέρονται στην παρούσα ανάλυση. Οι αρχές, οι μέθοδοι και οι δείκτες αυτοί θα πρέπει να εφαρμόζονται με προσοχή (307), αντικειμενικότητα και αμεροληψία, ώστε να αποφευχθεί τυχόν εσφαλμένη και απλοϊκή απόρριψη, ή αφελής και ανεπιφύλακτη αποδοχή μιας συγκεκριμένης αφήγησης.»

Ενόψει των ως άνω θα συμφωνήσω με την κατάληξη τους επί της αξιοπιστίας του 2ου και 3ου ουσιώδους ισχυρισμού του αιτητή. Οι δηλώσεις του αιτητή κατά τη συνέντευξη, τόσο σε σχέση με την ισχυριζόμενη πολιτική δράση του πατέρα του όσο και σε σχέση με την δίωξη του ιδίου γι’ αυτό τον λόγο, στερούνται θεωρώ, ως οι καθ’ ων η αίτηση λεπτομερώς αναλύουν στα ερ.36-39 της έκθεσης τους, κάθε ψήγματος αναμενόμενων λεπτομερειών ή στοιχείων. Άλλωστε αξίζει να σημειωθεί ότι, ως ο ίδιος ο αιτητής ανέφερε, αυτός είχε μετοικήσει στην Dhaka, όπου διέμενε για πέραν των δύο ετών προτού φύγει από τη χώρα, χωρίς να αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα από τους κατ’ ισχυρισμό διώκτες του. Δεν μπορεί δε να παραγνωρισθεί ο όλως αντιφατικός ισχυρισμός του ότι, παρότι η κατ’ ισχυρισμό δίωξη της οικογένειας του άρχισε λόγω της πολιτικής δράσης του πατέρα του, ο πατέρας του με την οικογένεια του διαμένουν στο ίδιο μέρος χωρίς να αντιμετωπίσουν προβλήματα και είναι ο ίδιος πλέον που υπόκειται δίωξη και μόνο, ως ισχυρίστηκε. Το όλο αφήγημα του αιτητή είναι στο σύνολο του φτωχό και στερούμενο κάθε εύλογα αναμενόμενης λεπτομέρειας που δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ότι διαβρώνει μοιραία και αναπόφευκτα την εσωτερική συνοχή των δηλώσεων του. Σημειώνω δε ότι η επιβεβαίωση ότι οι ισχυρισμοί ενός αιτητή συνάδουν με διαθέσιμες πληροφορίες δεν αρκεί βεβαίως από μόνη της για την αποδοχή ενός αφηγήματος, από τη στιγμή που τούτο στερείται εσωτερικής συνοχής, ενόψει της συνολικής θεώρησης και αποτίμησης των δεικτών αξιοπιστίας, ως και στο ανωτέρω απόσπασμα από το εγχειρίδιο του EASO αναφέρεται.

Ενόψει των όσων ανωτέρω αναφέρονται, θεωρώ ότι οι καθ’ ων η αίτηση προέβησαν δεόντως στην απαιτούμενη υπό τις περιστάσεις έρευνα και δια τούτο, κατά την λήψη της απόφασης, λήφθηκαν δεόντως και σύμφωνα με τα όσα απαιτεί η οικεία νομοθεσία υπόψη όλα τα γεγονότα που περιβάλλουν την επίδικη αίτηση διεθνούς προστασίας.

Έπεται λοιπόν ότι ορθώς κρίθηκε ότι ο αιτητής δεν κατάφερε να τεκμηριώσει βάσιμο φόβο «καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων» και ότι δεν υπάρχουν «ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη», ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται στα άρθρα 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (Ν. 6(I)/2000) αντίστοιχα.

Δεν παραβλέπω βεβαίως ότι ενδεχομένως να προκύψουν κίνδυνοι στην καθημερινότητα, αυξημένοι ίσως, όμως, ως στην αιτ. σκέψη 35 της Οδ.2011/95/ΕΕ αναφέρεται, «[οι] κίνδυνοι στους οποίους εκτίθεται εν γένει ο πληθυσμός ή τμήμα του πληθυσμού μιας χώρας δεν συνιστούν συνήθως, αυτοί καθαυτοί, προσωπική απειλή που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως σοβαρή βλάβη.» (βλ. και απόσπασμα πιο πάνω από εγχειρίδιο EASO «Προϋποθέσεις χορήγησης διεθνούς προστασίας (οδ.2011/95/ΕΕ) – Δικαστική Ανάλυση»).

Σημειώνεται δε ότι το Μπαγκλαντές έχει καθοριστεί στις Κ.Δ.Π. 198/2020, 225/2021, 202/2022 και 166/2023, οι οποίες εκδόθηκαν δυνάμει του αρ.12Βτρις του Νόμου, ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας και στην παρούσα ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε στη βάση του οποίου θα μπορούσε να «θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής […] στη συγκεκριμένη περίπτωσή», στη βάση των όσων διαλαμβάνονται από το αρ.12Βτρις (6).

Η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του αιτητή.

 

Α. Χριστοφόρου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο