ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 42/23

 

19 Μαρτίου 2024

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

    C.M.K.

Αιτήτρια

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

Η Αιτήτρια εμφανίζεται προσωπικά

Σ. Πιτσιλλίδου (κα), για Α. Σιαξιατέ (κα) Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

(S. Habib (κα) για πιστή μετάφραση από τα αγγλικά στα ελληνικά και αντίστροφα)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Η Αιτήτρια με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 24/10/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια στις 20/12/2022, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής της για παραχώρηση σε αυτήν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, η Αιτήτρια είναι ενήλικας, πολίτης Καμερούν. Στις 22/06/2021 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 08/09/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στην Αιτήτρια από Αρμόδιο Λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (EUAA). Στις 14/10/2022 ο Αρμόδιος Λειτουργός του EUAA ετοίμασε έκθεση και εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη της Αιτήτριας. Στη συνέχεια, Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενεργώντας για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας στις 24/10/2022. Στις 20/12/2022, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από την Αιτήτρια την ίδια μέρα. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Η Αιτήτρια δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε νομική πλημμέλεια της επίδικης απόφασης. Το μόνο που αναφέρεται χειρόγραφα είναι ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της διότι κινδυνεύει η ζωή της από την κυβέρνηση και τους αυτονομιστές. Εξίσου, στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευση της Αιτήτριας δεν καταγράφεται οποιαδήποτε ανάλυση νομικών λόγων πέραν από το ότι η ζωή της απειλείται από τους Ambazonians επειδή ως καθηγήτρια την καθιστά εχθρό τους και ταυτόχρονα απειλείται από την κυβέρνηση του Καμερούν, λόγω του ότι ήταν μάρτυρας σε επίθεση του στρατού σε σχολείο όπου σκοτώθηκαν παιδιά. Είναι παντρεμένη, έχει ένα γιο και αιτείται όπως παραμείνει στη Δημοκρατία καθώς είναι ένα μέρος όπου αισθάνεται ασφάλεια.

Οι Καθ' ων η Αίτηση υποβάλλουν ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών προς υποστήριξη της αίτησης το έχει η Αιτήτρια, η οποία δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης και δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης για κάποιο από τους λόγους που προβλέπονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί. Επιπλέον αναφέρουν ότι το αίτημα της για παροχή διεθνούς προστασίας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασία και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του νόμου. Επομένως, σωστά και εύλογα οι Καθ' ων η αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού κατέληξαν στο πιο πάνω συμπέρασμα. Τέλος, ο συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση ισχυρίζεται ότι το αίτημα για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από τον Νόμο διαδικασίας και η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν το αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του Νόμου. Περαιτέρω, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεόντως αιτιολογημένη και δεν υπήρχε οποιαδήποτε νομική ή πραγματική πλάνη από παρερμηνεία ή λανθασμένη εκτίμηση των στοιχείων που ο Αιτητής είχε θέσει ενώπιον των αρμοδίων οργάνων της Διοίκησης. 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αιτήτριας, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της EΥΥΑ, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, η Αιτήτρια είναι ενήλικας, υπήκοος Καμερούν. Κατά την καταγραφή του αιτήματός της για διεθνή προστασία, ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της λόγω του ότι την απείλησαν να μην αναφέρει τι είδε κατά τη διάρκεια επίθεσης από ένοπλους άνδρες ντυμένους στρατιωτικά σε σχολείο όπου σκοτωθήκαν παιδιά. Το περιστατικό έλαβε χώρα στις 24 Οκτωβρίου 2020 και μετά από λίγες ημέρες το σχολείο έκλεισε από την κυβέρνηση ως παράνομο. Η Αιτήτρια ανάφερε ότι κάποιος την πλησίασε και της ζήτησε να φύγει από την πόλη Kumba και να πάει στην πόλη Bamenda. Ισχυρίστηκε, επίσης, ότι λόγω των όσων γνώριζε, η αστυνομία εξέδωσε την 1η Φεβρουαρίου 2021 ένταλμα σύλληψης εναντίον της. Ανάφερε επίσης ότι ήταν καθηγήτρια στην Bamenda πριν από την αγγλόφωνη κρίση που άρχισε το 2017 και σταμάτησε εξαιτίας αυτής. Ασχολήθηκε με το εμπόριο και το σχεδιασμό παραδοσιακών ρούχων και κατά το σχολικό έτος 2020/2021, έφυγε από την Bamenda και πήγε στην Kumba όπου έλαβε χώρα το περιστατικό της της επίθεσης, (βλ. ερυθρό 1 του Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της και κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της, η Αιτήτρια ανάφερε αρχικά ότι το 2017 ήταν καθηγήτρια σε κολλέγιο πριν να κλείσουν όλα τα σχολεία και ακολούθως, ασχολήθηκε με τον σχεδιασμό παραδοσιακών ενδυμάτων μέχρι και τον Οκτώβριο του 2020, όπου έφυγε από την Bamenda και πήγε στην Kumba να διδάξει στο σχολείο Mother Francisca. Στην συνέχεια η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δίδαξε για σχεδόν δύο εβδομάδες και το Σάββατο 24 Οκτωβρίου 2020, μια ομάδα ένοπλων ανδρών με στρατιωτικές στολές, εισέβαλαν στο σχολείο, σκότωσαν επτά παιδιά και τραυμάτισαν δεκατρία. Στη συνέχεια δήλωσε ότι την επόμενη μέρα η αστυνομία περικύκλωσε τη συνοικία και ένας στρατιωτικός πλησίασε την ίδια και μια συνάδελφό της και τους επεσήμανε ότι δεν πρέπει να αναφέρουν οτιδήποτε σχετικό με αυτά που είδαν. Ακολούθως η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι μετά από λίγες μέρες η κυβέρνηση έκλεισε το σχολείο με την αιτιολογία ότι ήταν παράνομο. Στην συνέχεια πρόσθεσε ότι ένα πρωινό μια κυρία είδε την συνάδελφό της Αιτήτριας ονόματι Grace, να συλλαμβάνεται από τις αρχές και ενημέρωσε την Αιτήτρια για το περιστατικό, αναφέροντας της παράλληλα ότι πρέπει να φύγει από την Kumba. Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι και μετά από τα όσα της ανέφερε η Grace επέστρεψε στην Bamenda όπου και διέμενε με την οικογένειά της, (ήτοι τη μητέρα της και την αδελφή της). Στη συνέχεια η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι την 1η Ιανουαρίου 2021, η συνάδελφο της, της τηλεφώνησε και της ανάφερε ότι η αρχές αναζητούσαν την Αιτήτρια ανακοινώνοντας παράλληλα ότι εξέδωσαν σχετικό ένταλμα σύλληψης εναντίον της. Η Αιτήτρια απευθύνθηκε σε δικηγόρο, τον οποίο ενημέρωσε σχετικά με το τι είχε γίνει και ο εν λόγω δικηγόρος τη συμβούλεψε να φύγει άμεσα από την Bamenda. Την επομένη, ήτοι στις δύο Ιανουαρίου, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ταξίδεψε στην Douala όπου διέμενε με τον θείο της μέχρι ωσότου εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής της (βλ. ερυθρά 44-43 του Δ.Φ.).

Σε ερώτηση ως προς το τι πιστεύει ότι θα συμβεί στην ίδια και στο παιδί της σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής τους, η Αιτήτρια απάντησε ότι φοβάται για τη ζωή της τόσο από την κυβέρνηση όσο και από τους αυτονομιστές. Πρόσθεσε ότι η κυβέρνηση θα τη συλλάβει και οι αυτονομιστές εάν ανακαλύψουν ότι είναι καθηγήτρια, μπορεί να τη σκοτώσουν, καθώς οι δάσκαλοι είναι εχθροί των αυτονομιστών. Ερωτηθείς και πάλι η Αιτήτρια τι φοβάται ότι θα συμβεί στο παιδί της, σε περίπτωση επιστροφής τους στο Καμερούν, απάντησε ότι θα μεγαλώσει χωρίς μητέρα του και δε γνωρίζει ποιο θα είναι το μέλλον του.

Σε ερώτηση του λειτουργού εάν συνέβη κάποιο γεγονός από τότε που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της ώστε να πιστεύει ότι διατρέχει μέχρι σήμερα κίνδυνο, η Αιτήτρια απάντησε ότι από τότε που έφυγε από το Καμερούν δεν έχει λάβει οποιαδήποτε πληροφορία. Πρόσθεσε ότι οι αυτονομιστές ρώτησαν τη μητέρα της που βρίσκεται και της ανάφεραν ότι περιμένουν την Αιτήτρια να επιστρέψει και ότι θα είναι το τέλος της.

Η Αιτήτρια κατάθεσε κατά την διάρκεια της συνέντευξης τα ακόλουθα έγγραφα για την υποστήριξη των ισχυρισμών της:

1) Αντίγραφο/φωτογραφία πτυχίου ανώτερης τεχνικής εκπαίδευσης διδασκαλίας από το πανεπιστήμιο της Bamenda, (βλ. ερυθρό 34 του Δ.Φ.)

2) Αντίγραφο γενικού πιστοποιητικού εκπαίδευσης σε επιχειρηματικές σπουδές, ανώτερου επιπέδου με ημερομηνία Ιουνίου 2015, το οποίο εκδόθηκε από το Συμβούλιο Γενικού Πιστοποιητικού Εκπαίδευσης του Καμερούν, (βλ. ερυθρά 33-32 του Δ.Φ.).

3) Αντίγραφο γενικού πιστοποιητικού εκπαίδευσης με ημερομηνία Ιουνίου 2013, το οποίο εκδόθηκε από το Συμβούλιο Γενικού Πιστοποιητικού Εκπαίδευσης του Καμερούν, (βλ. ερυθρά31-30 του Δ.Φ.).

4) Ένορκη δήλωση από τον δικηγόρο Promise Befeh της Promise Law Firm ημερ. στις 15/02/2021 προς υποστήριξη του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας, (βλ. ερυθρά 29-28 του Δ.Φ.).

5) Αντίγραφο εντάλματος σύλληψης για την Αιτήτρια ημερ. 01/02/2021, (βλ. ερυθρό 27 του Δ.Φ.)

6) Αντίγραφο του πιστοποιητικού γέννησης του Αιτητή 2 που εκδόθηκε στις 30/05/2022 από τον Έπαρχο Λευκωσίας, (βλ. ερυθρό 27 του Δ.Φ.)

Ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε και εξέτασε συνολικά τέσσερις (4) ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορούσε τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, την καταγωγή της και τον τόπο συνήθους διαμονής της. Ο δεύτερος ισχυρισμός αφορούσε την επαγγελματική της ιδιότητα ως καθηγήτρια στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ο τρίτος ισχυρισμός αφορούσε το ότι η Αιτήτρια απειλήθηκε από τις αρχές του Καμερούν επειδή ήταν μάρτυρας της επίθεσης στο σχολείο Mother Francsica. Ο τέταρτος ισχυρισμός αφορούσε το ότι η Αιτήτρια απειλήθηκε από τους Ambazonians. Στη συνέχεια, ο αρμόδιος λειτουργός της EΥΥΑ απέρριψε τους ισχυρισμούς σχετικά με την επαγγελματική ιδιότητα της Αιτήτριας, την δίωξη της από τις αρχές και τους Ambazonians, καθώς έκρινε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε επαρκώς η εσωτερική και η εξωτερική τους αξιοπιστία. Οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας για το προφίλ της, τα προσωπικά της στοιχεία και τη χώρα καταγωγής της, έγιναν δεκτοί από τον αρμόδιο λειτουργό.

Κατά την αξιολόγηση κινδύνου ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι με βάση τον ισχυρισμό που έγινε δεκτός, ήτοι τα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, συμπεριλαμβανομένης της χώρας καταγωγής της και του τόπου συνήθους διαμονής της, την πόλη Bamenda, στην βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί η Αιτήτρια και το παιδί της μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής τους στο Καμερούν, λόγω των αυξανόμενων περιστατικών βίας και της γενικευμένης ανασφάλειας που επικρατεί στην Αγγλόφωνη περιοχή του Καμερούν. Κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν υπό τις πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου. Εξετάζοντας τη δυνατότητα να της χορηγηθεί το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι η πόλη Bamenda στη βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, έχει υψηλά επίπεδα βίας, ωστόσο η βία δεν έχει τέτοιο βαθμό ούτως ώστε να θεωρείται ότι η Αιτήτρια και το παιδί της θα κινδυνεύσουν από βία ασκούμενη αδιακρίτως ως μέλη του άμαχου πληθυσμού απλά και μόνο με την παρουσία τους εκεί. Ο λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια, (ως άτομο που δεν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, έχει λάβει δευτεροβάθμια εκπαίδευση και έχει προηγούμενη εργασιακή εμπειρία που θα της επέτρεπε να κερδίζει τα προς το ζην) και το παιδί της, δεν παρουσίαζαν κάποια προσωπικά χαρακτηριστικά που θα αύξαναν το ρίσκο του ως άμαχοι. Καταληκτικά, ο λειτουργός κατέληξε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες των εδαφίων (1) και (2) του άρθρου 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Αναφορικά με τον ισχυρισμό ότι ήταν καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Καμερούν ο αρμόδιος λειτουργός του EUAA έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν εξήγησε επαρκώς τους λόγους για τους οποίους αποφάσισε να επιστρέψει στη διδασκαλία, μετά από σχεδόν τρία χρόνια, (Ιανουάριο του 2018 μέχρι τον Οκτώβριο του 2020). Ισχυρίστηκε αόριστα ότι ένας συνάδελφός της, τής ανάφερε ότι οι αυτονομιστές έδωσαν το δικαίωμα στο γυμνάσιο Mother Francisca να λειτουργήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός σημείωσε επίσης ότι ζητήθηκε από την Αιτήτρια να εξηγήσει πώς αυτή η πληροφορία ήταν αρκετή για να ξεπεράσει τις ανησυχίες της για την έλλειψη ασφάλειας που εξακολουθούσαν να υπάρχουν και δεν κατάφερε να εξηγήσει επαρκώς την απόφασή της, αφού δήλωσε αόριστα ότι σταμάτησε να διδάσκει λόγω της απεργίας και ότι αν είχε την ευκαιρία, θα δίδασκε (βλ. ερυθρό 42 1χ του Δ.Φ.). Επιπλέον, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν απέδειξε επαρκώς ότι διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα για να διδάσκει στο Καμερούν. Αναφερόμενος στο αντίγραφο του διπλώματος ανώτερης τεχνικής εκπαίδευσης διδασκαλίας που υπέβαλε, επεσήμανε ότι δεν είναι ευανάγνωστο και διαπίστωσε ότι στο έγγραφο έχουν χρησιμοποιηθεί δύο διαφορετικές γραμματοσειρές, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση τη γνησιότητα του υποστηρικτικού εγγράφου. Ερωτηθείς να εξηγήσει γιατί χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικές γραμματοσειρές στο έγγραφο, η Αιτήτρια απέτυχε να δώσει επαρκείς πληροφορίες, καθώς δήλωσε αόριστα ότι το φωτογράφισε με το τηλέφωνό της, και το τηλέφωνο δεν ήταν καλό, (βλ. ερυθρό 42 2χ του Δ.Φ.). Ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε ότι στο διαβατήριο της Αιτήτριας το οποίο εκδόθηκε στις 09/09/2020 την αναφέρει ως φοιτήτρια στο επάγγελμα, ενώ η ίδια ισχυρίστηκε ότι τον Σεπτέμβριο του 2017 ξεκίνησε να διδάσκει σε σχολείο στη Bamenda. Κληθείσα η Αιτήτρια να εξηγήσει την αντίφαση, δεν κατάφερε να απαντήσει αξιόπιστα, αφού δήλωσε ότι όταν εκδόθηκε το διαβατήριό της χρησιμοποίησαν τα στοιχεία της ταυτότητάς της, όπου ήταν ακόμη εγγεγραμμένη ως φοιτήτρια και δεν της ζήτησαν τα νεότερα προσωπικά της στοιχεία. (βλ. ερυθρά 38 2χ και 37 1χ του Δ.Φ.).

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του συγκεκριμένου ισχυρισμού, αναφορικά με το περιεχόμενο του πτυχίου Ανώτερης Τεχνικής Εκπαίδευσης από το πανεπιστήμιο της Bamenda, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε δέουσα έρευνα από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης προς αξιολόγηση του εν λόγω ισχυρισμού αναφορικά με την εκπαίδευση στο Καμερούν, κρίνοντας ότι η Αιτήτρια - και λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανέφερε - όφειλε να γνωρίζει επαρκώς για το εκπαιδευτικό σύστημα στο Καμερούν κάτι το οποίο δεν προκύπτει από την ελεύθερη αφήγηση της (βλ. Ερυθρά 78-76 Δ.Φ.). Παράλληλα, τέθηκε προς αμφισβήτηση και η γνησιότητα του έγγραφου που κατέθεσε η Αιτήτρια, αφού διαπίστωσε ότι είναι δυσανάγνωστο και χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικές γραμματοσειρές. Στην συνέχεια, έκρινε ότι το εν λόγω έγγραφο δεν γίνεται αποδεκτό ως υποστηρικτικό έγγραφο του ισχυρισμού της Αιτήτριας, ενώ αποδέχτηκε τα δύο γενικά πιστοποιητικά εκπαίδευσης, λόγω του ότι δε διέκρινε ασυνέπειες, ενώ συνάδουν με τις δηλώσεις της Αιτήτριας ότι έχει αποφοιτήσει από τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση στο Καμερούν, (ερυθρά 33 και 32 του Δ.Φ.). Ο αρμόδιος λειτουργός επίσης προέβη και σε δέουσα έρευνα από εξωτερικές πηγές σχετικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας ότι έκλεισαν όλα τα σχολεία στην Bamenda (βλ. ερυθρά 59-58) κρίνοντας τον εν λόγω ισχυρισμό και πάλι εξωτερικά αναξιόπιστο.

Στην συνέχεια , ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας σε συνάρτηση με τα όσα κατέθεσε προς υποστήριξη των ισχυρισμών της δεν τεκμηριώνεται.

Ως προς τον ισχυρισμό της περί του ότι καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν επειδή ήταν μάρτυρας της επίθεσης που έγινε στις 24 Οκτωβρίου στο σχολείο Mother Francisca στην Kumba όπου σκοτώθηκαν επτά παιδιά, ο λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια ήταν σε θέση να δώσει επαρκείς πληροφορίες σχετικά με το περιστατικό. Ωστόσο, έκρινε ότι η Αιτήτρια απέτυχε να παράσχει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί ένα μέλος του στρατού ζήτησε από την ίδια και τη συνάδελφό της να μην αναφέρουν τι είδαν, δεδομένου ότι το περιστατικό δημοσιοποιήθηκε στα μέσα ενημέρωσης και το κοινό γνώριζε ήδη τι συνέβη. Στο συγκεκριμένο ερώτημα η Αιτήτρια απάντησε αόριστα ότι ο στρατιωτικός τους ζήτησε να μην καταθέσουν αυτό που είδαν. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια απάντησε αόριστα και χωρίς να δώσει συγκεκριμένες πληροφορίες σχετικά με τον ισχυρισμό της ότι η συνεληφθείσα συνάδελφος της αφέθηκε ελεύθερη επειδή στην πραγματικότητα ήθελαν να συλλάβουν την ίδια. Όταν της ζητήθηκε να δώσει περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τη σύλληψη και την κράτηση της συναδέλφου της, αφού δήλωσε ότι είχαν μεταξύ τους επικοινωνία, αρκέστηκε να απαντήσει ότι το μόνο που έμαθε ήταν ότι συνελήφθη κατά λάθος αντί για την Αιτήτρια. Ως προς το ένταλμα σύλληψης εναντίον της Αιτήτριας  ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τις αντιφάσεις που προέκυψαν μεταξύ των δηλώσεων της και του εγγράφου. Συγκεκριμένα στο έγγραφο αναφέρεται ως ημερομηνία έκδοσης η 1η Φεβρουαρίου 2021, όταν κλήθηκε να εξηγήσει πώς η συνάδελφος της, την ενημέρωσε για το ένταλμα σύλληψης την 1η Ιανουαρίου 2021, δηλαδή ένα μήνα πριν ακόμη εκδοθεί, η Αιτήτρια απάντησε ότι ίσως η συνάδελφος της να άκουσε ότι θα εκδοθεί ένταλμα και της τηλεφώνησε για να την ενημερώσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό της ότι καταζητείτο από τις αρχές του Καμερούν μετά την επίθεση στο σχολείο Mother Francisca. Συγκεκριμένα ερωτηθείς, αν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα με τις αρχές μετά το συμβάν, απάντησε αρνητικά και πρόσθεσε ότι ενώ βρισκόταν στην πόλη Douala για ένα μήνα πάλι δεν αναζητήθηκε από τις αρχές. Τέλος ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε ότι Αιτήτρια δεν έδωσε πειστικές εξηγήσεις όταν κλήθηκε να εξηγήσει πώς αναχώρησε νόμιμα από τη χώρα καταγωγής της χρησιμοποιώντας το διαβατήριό της, ενώ ισχυρίστηκε ότι καταζητείτο από τις αρχές, αφού απάντησε αόριστα ότι κατάφερε να φύγει καθώς στο αεροδρόμιο της Douala δεν γνώριζαν ότι καταζητείται.

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έλεγχο της αξιοπιστίας του φωτοαντιγράφου εντάλματος σύλληψης εναντίον της Αιτήτριας που εκδόθηκε την 1η Φεβρουαρίου 2021 και έκρινε κατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης[[1]], (ερυθρό 57 του Δ.Φ.), ότι σε πρώτη ανάγνωση το εν λόγω έγγραφο συνάδει με τις δηλώσεις της Αιτήτριας, είναι όμως δυσανάγνωστο. Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε ότι το προσκομισθέν έγγραφο φέρει δυσανάγνωστη σφραγίδα και υπογραφή, γεγονός που θέτει υπό αμφισβήτηση τη γνησιότητα του εγγράφου, κι έκρινε ότι συνιστούν σοβαρές ελλείψεις, γι’ αυτό και δεν το αποδέχτηκε ως υποστηρικτικό έγγραφο των δηλώσεων της Αιτήτριας.

Σχετικά την ένορκη δήλωση του δικηγόρου Promise Befeh ημερ. στις 15/02/2021, προς υποστήριξη του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας, (βλ. ερυθρά 29-28 του Δ.Φ.) ο αρμόδιος λειτουργός το αποδέχτηκε λόγω του ότι αποτελεί ιδιωτικό έγγραφο προς υποστήριξη των ισχυρισμών της Αιτήτριας και δεν υπάρχουν εξωτερικές πηγές που να μπορούν να επαληθεύσουν ή να αντικρούσουν τη γνησιότητά του. Αναφορικά με το περιστατικό επίθεσης ο αρμόδιος λειτουργός προέβη σε έρευνα σε εξωτερικές πηγές και εντόπισε ότι υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες τις οποίες κατέγραψε στην εισήγηση του. Ο ειδησεογραφικός ιστότοπος France 24[[2]] δημοσίευσε στις 25/10/2020 σχετικά με τα γεγονότα που έλαβαν χώρα στις 24 Οκτωβρίου 2020, στη Διεθνή Δίγλωσση Ακαδημία Mother Francisca, αναφορές ότι σκοτώθηκαν οκτώ παιδιά ως αποτέλεσμα πυροβολισμών και επίθεσης με μαχαίρια, σύμφωνα με ανακοίνωση του τοπικού Γραφείου Συντονισμού Ανθρωπιστικών Υποθέσεων του ΟΗΕ (OCHA). Περαιτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε στην εισήγηση ότι τραυματίστηκαν δώδεκα άτομα και μεταφέρθηκαν σε τοπικά νοσοκομεία. Πηγή προσκείμενη στην αστυνομία πρόσθεσε ότι τα παιδιά σκοτώθηκαν όταν μια ομάδα εννέα τρομοκρατών εισέβαλε στο σχολείο και άνοιξε πυρ εναντίον μαθητών ηλικίας μεταξύ εννέα και 12 ετών.

Ως προς τον ισχυρισμό της, ότι δέχθηκε απειλητικά τηλεφωνήματα από τους Ambazonians λόγω του ότι ήταν καθηγήτρια και επειδή δεν τους ενίσχυε οικονομικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό της ότι απειλήθηκε ή κινδυνεύει η ζωή της από τους Ambazonians σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής. Ο λειτουργός κατέληξε στο εν λόγω εύρημα αφού έλαβε υπόψη του προβαλλομένους ισχυρισμούς στην συνέντευξη και έκρινε αυτούς ως γενικούς, αόριστους και χωρίς συνοχή. Η Αιτήτρια σε συγκεκριμένη ερώτηση, δήλωσε ότι δεν αντιμετώπισε κανένα πρόβλημα με τους Ambazonians. Ακολούθως, ισχυρίστηκε ότι τον Νοέμβριο του 2017, δέχθηκε ένα τηλεφώνημα από μέλος των Ambazonians που της ανάφερε ότι γνώριζε ότι ήταν καθηγήτρια και ότι την ημέρα που θα συναντηθούν θα είναι το τέλος της. Η Αιτήτρια πρόσθεσε αόριστα ότι έλαβε άλλο ένα τηλεφώνημα, στο οποίο της ζητήθηκε να στηρίξει οικονομικά τον αγώνα των Ambazonians και καθώς δεν είχε τα χρήματα για να το πράξει, απειλήθηκε και πάλι. Ενώ η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι εκτός από αυτά τα δύο τηλεφωνήματα δεν αντιμετώπισε άλλα προβλήματα με τους Ambazonians, στην συνέχεια δήλωσε ότι τηλεφώνησαν στην μητέρα της και την αναζήτησαν ενώ η ιδία βρισκόταν στην Κύπρο. Όσον αφορά την εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού, αρμόδιος λειτουργός κατέγραψε ότι δεν υπάρχουν διαθέσιμες εξωτερικές πηγές σχετικά με την ισχυριζόμενες απειλές από τους Ambazonians.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο της Αιτήτριας και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, κρίνω ότι ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι, παρά τον ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός αναφορικά με τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Ειδικότερα, η Αιτήτρια δεν κατάφερε να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς της, τόσο ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, όσο και ως προς τον φόβο της σε περίπτωση επιστροφής της.

Εξετάζοντας τη συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όλο το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα όλο το υλικό που είναι ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων. Σε συνάρτηση με την αξιολόγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας στην Έκθεση-Εισήγηση, προσθέτω τα ακόλουθα:

Η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει με σαφήνεια, επάρκεια λεπτομερειών και βιωματικό τρόπο τους ισχυρισμούς της. Πιο συγκεκριμένα, οι δηλώσεις της Αιτήτριας σε σχέση με την ιδιότητα και τον φόβο δίωξης της ως καθηγήτρια δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στο Καμερούν ήταν μη λεπτομερείς, μη συγκεκριμένες και αρκετά ασυνάρτητες, επομένως ορθώς κρίθηκε ότι η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της προσφεύγουσας δεν τεκμηριώνεται. Θα αναμένετο από την Αιτήτρια και λαμβανομένου του εκπαιδευτικού της υπόβαθρου να περιγράψει με σαφήνεια τον διορισμό της, τα καθήκοντα της, και τον χώρο εργασίας της ως καθηγήτρια στο εν λόγω σχολείο. Επιπλέον, η Αιτήτρια θα αναμένετο να εκθέσει με σαφήνεια πληροφορίες που αφορούν το εκπαιδευτικό σύστημα στο Καμερούν, λαμβανομένου του εκπαιδευτικού της προφίλ, παραθέτει πληροφορίες που δείχνουν έλλειψη γνώσεων και βιωματικού στοιχείου ενώ έρχονται σε αντίθεση με γενικές γνωστές πληροφορίες από την χώρα καταγωγής της αναφορικά με το εκπαιδευτικό σύστημα και την επικρατούσα κατάσταση πριν την διαφυγή της από το Καμερούν. Ως εκ τούτου,  έρχονται σε αντίθεση με αποδεικτικά στοιχεία της σχετικής χώρας με ζητήματα που σχετίζονται με τον βασικό της ισχυρισμό ότι δηλαδή διετέλεσε καθηγήτρια σε σχολείο, κάτι το οποίο αποδεικνύεται από την έρευνα που διεξήγαγαν η Καθ’ ων η Αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου προς αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας.

Παράλληλα, φρονώ ότι ορθώς τέθηκε υπό αμφισβήτηση η γνησιότητα του έγγραφου που κατέθεσε η Αιτήτρια ήτοι το Αντίγραφο/φωτογραφία πτυχίου ανώτερης τεχνικής εκπαίδευσης διδασκαλίας από το πανεπιστήμιο της Bamenda, (βλ. ερυθρό 34 του Δ.Φ.) καθότι από το εν λόγω έγγραφο προκύπτουν σοβαρές παρατυπίες οι οποίες υποσκάπτουν την αξιοπιστία του εγγράφου όπως και το ότι είναι γενικά δυσανάγνωστο, ενώ χρησιμοποιήθηκαν δύο διαφορετικές γραμματοσειρές. Εξάλλου η Αιτήτρια δεν κατέθεσε το αυθεντικό έγγραφο προς υποστήριξη των ισχυρισμών της. Λαμβανομένου ότι η Αιτήτρια προσκόμισε φωτογραφικό αντίγραφο το οποίο είχε στην κατοχή της και είναι βέβαια δυσανάγνωστο σε μεγάλο βαθμό, μπορεί εύλογα να αναμένετο να καταθέσει ακόμη και επί της παρούσας διαδικασίας - λαμβανομένου της έκτασης και του ελέγχου που ασκεί το παρών Δικαστήριο - το πρωτότυπο ή και αντίγραφο κάτι το οποίο όμως δεν έπραξε. Όταν ένας αιτών δεν είναι σε θέση να υποβάλει αποδεικτικά στοιχεία που οι αρχές θεωρούν ότι μπορεί εύλογα να αναμένεται να υποβάλει, ο αιτών τουλάχιστον οφείλει να αποδείξει ότι έκανε ότι περνούσε από το χέρι του για να συγκεντρώσει τα στοιχεία. Όταν δεν μπορεί να το αποδείξει επαρκώς ούτε αυτό, «μπορεί να ληφθεί υπόψη η αφήγηση για την υποστήριξη μιας αίτησης ασύλου μπορεί να θεωρηθεί ως μη αξιόπιστη[3]».Τονίζεται ότι το βάρος να αποδείξει ότι τα έγγραφα είναι γνήσια και αξιόπιστα εμπίπτει στον αιτούντα. Στην παρούσα υπόθεση η Αιτήτρια, παρά τις επισημάνσεις του λειτουργού, δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με ευλογοφάνεια ως προς τις προφανείς παρατυπίες που εντοπίστηκαν στο εν λόγω έγγραφο και ως εκ τούτου ορθώς κρίθηκε ότι πλήττεται η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του ισχυρισμού της. Άρα, ορθώς κρίθηκε ότι το εν λόγω έγγραφο δε γίνεται αποδεκτό ως υποστηρικτικό έγγραφο του ισχυρισμού της Αιτήτριας.

Ως προς τον ισχυρισμό της περί του ότι καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν επειδή ήταν μάρτυρας της επίθεσης που έγινε στις 24 Οκτωβρίου, θα συμφωνήσω και πάλι με τα ευρήματα των Καθ’ων η Αίτηση, καθότι η Αιτήτρια και πάλι απέτυχε να παράσχει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για το εν λόγω περιστατικό, λαμβάνοντας υπόψη πως και η ίδια ανέφερε ότι εργαζόταν ως δασκάλα τη συγκεκριμένη μέρα που έλαβε χώρα το περιστατικό στο εν λόγω σχολείο. Σημειώνεται ότι το περιστατικό συγκλόνισε την κοινή γνώμη στο Καμερούν λόγω της έντασης και τον θάνατο ανήλικων παιδιών και δημοσιεύτηκε ευρέως από διάφορα ειδησεογραφικά πρακτορεία.

Είναι αξιοπρόσεκτο ότι οι αφηγήσεις που αφορούν την επίθεση στο σχολείο από αγνώστους, στερούνται επάρκειας πληροφοριών και βιωματικότητας, χωρίς να ευρίσκονται λόγοι που να δικαιολογούν αυτή την έλλειψη, λαμβανομένου και του ότι η ίδια η Αιτήτρια ανέφερε ήταν μάρτυρας του περιστατικού τη συγκεκριμένη ημέρα στο σχολείο όπου εργαζόταν ως δασκάλα. Επιπλέον, επί της αφήγησης της Αιτήτριας απουσιάζει η ευλογοφάνεια καθότι δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει με λογική συνοχή γιατί οι αρχές του Καμερούν την αναζητούν μετά το περιστατικό, δεδομένου ότι ζητήθηκε να αποσιωπήσει ένα κοινώς γνωστό γεγονός. Επιπρόσθετα, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες για το θέμα, αφού παράλληλα με τον αόριστο ισχυρισμό ότι ο στρατιωτικός τους ζήτησε να μην είναι μάρτυρες αυτού που είδαν, κληθείσα να περιγράψει τους επιτιθέμενους  απάντησε  ότι οι επιτιθέμενοι ήταν ντυμένοι με στρατιωτική στολή και ότι στο Καμερούν μόνο στρατιωτικοί φορούσαν τέτοια στολή, υπονοώντας ότι οι δράστες ήταν μέλη του κρατικού στρατού (ερυθρό 40 2x Δ.Φ.). Αυτή η δήλωση ήταν ασυνεπής με την προηγούμενη δήλωση της αιτούσας, σχετικά με την ταυτότητα των επιτιθέμενων όταν δήλωσε ότι δεν μπορούσε να πει, αν ήταν μέλη του κρατικού στρατού ή μέλη των Ambazonians (Red 40 1x Δ.Φ).

Συγχρόνως και παράλληλα με τους αόριστους ισχυρισμούς ζητήθηκε από την Αιτήτρια να παράσχει πληροφορίες σχετικά με το γιατί σε αυτό το μέρος της συνέντευξης άφησε να εννοηθεί ότι οι επιτιθέμενοι ήταν μέλη του κρατικού στρατού, δεδομένου ότι στο αγγλόφωνο Καμερούν, και όπως αναφέρουν εξάλλου και οι πηγές πληροφόρησης, είναι οι Ambazonians που επιτίθενται στα σχολεία[4]. Προς απάντηση, η Αιτήτρια δήλωσε αόριστα ότι αν οι Ambazonians διέπρατταν μια τέτοια πράξη, θα είχαν σκοτώσει τους δασκάλους και θα ζητούσαν λύτρα για τα παιδιά (Red 40 2x). Δεδομένου ότι η πραγματική ταυτότητα των επιτιθέμενων δεν αποδείχθηκε και ότι η επίθεση σε σχολεία δεν είναι συνήθης τρόπος συμπεριφοράς για τον στρατό του Καμερούν, εύλογα θα περίμενε κανείς από τον αιτούντα να παράσχει περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το γιατί ο κρατικός στρατός θα είχε συμφέρον να φιμώσει τους μάρτυρες της επίθεσης. Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με πηγές πληροφόρησής για το εν λόγω περιστατικό όπως δημοσιεύτηκε εκτενώς από ειδησεογραφικά πρακτορεία, οι πηγές αναφέρουν ότι υπεύθυνοι ήταν αυτονομιστές μαχητές.[5] Τέλος, και μετά από έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι οι αρχές του Καμερούν προχώρησαν σε συλλήψεις. Συγκεκριμένα, δώδεκα άτομα είχαν συλληφθεί, εκ των οποίων τέσσερα είχαν στην συνέχεια καταδικαστεί για το εν λόγω αδίκημα τον Ιούλιο του 2021, πληροφορίες που δείχνουν ότι η υπόθεση αναφορικά με την επίθεση στο εν λόγω σχολείο έχει κλείσει[6].

Ως προς τον ισχυρισμό της, ότι δέχθηκε απειλητικά τηλεφωνήματα από τους Ambazonians λόγω του ότι ήταν καθηγήτρια και επειδή δεν τους ενίσχυε οικονομικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν τεκμηρίωσε τον ισχυρισμό της ότι απειλήθηκε ή κινδυνεύει η ζωή της από τους Ambazonians σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής. Ο λειτουργός κατέληξε στο εν λόγω εύρημα αφού έλαβε υπόψη του προβαλλομένους ισχυρισμούς στην συνέντευξη και έκρινε αυτούς ως γενικούς, αόριστους και χωρίς συνοχή. Το Δικαστήριο δεν βρίσκει λόγο να διαφοροποιηθεί με την Έκθεση Εισήγηση της λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου. Προσθέτω όμως, ότι και εδώ, η Αιτήτρια δεν μπορούσε να δώσει περαιτέρω πληροφορίες πέραν των γενικόλογων ισχυρισμών.

Ως προς τα έγγραφα που προσκόμισε η Αιτήτρια, θα συμφωνήσω και πάλι με την κατάληξη των Καθ’ων η Αίτηση ως αυτή καταγράφεται επί της έκθεσης εισήγηση τους. Τονίζεται ότι έγγραφα τα οποία κατατίθενται από τον Αιτητή εξετάζονται στο πλαίσιο των αποδεικτικών στοιχείων στο σύνολό τους, ιδίως όταν εξετάζεται η συνοχή των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλείται ο αιτών σε συνάρτηση με τα λεγόμενα του. Από το περιεχόμενο του Διοικητικού φακέλου φρονώ ότι η Καθ’ων η Αίτηση εξέτασαν και έλαβαν υπόψη τα εν λόγω υποστηρικτικά έγγραφα που κατέθεσε η Αιτήτρια προς υποστήριξη των ισχυρισμών της ήτοι το ένταλμα σύλληψης και την ένορκη δήλωση από τον δικηγόρο Promise Befeh της Promise Law Firm, ο οποίος παρουσιάζεται και ως συμβολαιογράφος και ορθώς έκριναν στην συνέχεια ως καταγράφεται εκτενώς επί της έκθεσης εισήγησης τους ότι έπληττετο η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία των εγγραφών στο σύνολο τους και υπό το πρίσμα των όσων επικαλέστηκε η Αιτήτρια.

Σύμφωνα με τον οδηγό του EUAA «Δικαστική ανάλυση- αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου» ημερομηνίας 1 Φεβρουαρίου 2018,[[7]] τα βασικά κριτήρια για την αξιολόγηση των αποδεικτικών εγγράφων είναι η συνάφεια, η ύπαρξη, ο τύπος, το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης. Από τα ενώπιον μου στοιχεία και σε συνάρτηση με τα όσα αναφέρουν η Καθ’ων η Αίτηση επί της έκθεσης εισήγηση τους φρονώ ότι το κείμενο του έγγραφου είναι δυσανάγνωστο δηλαδή παρουσιάζει αρκετές ελλείψεις ώστε να εξεταστεί εάν έχει συνάφεια με τον πυρήνα του αιτήματος της (βλ. ερυθρό 27 Δ.Φ. φωτοαντίγραφο εντάλματος σύλληψης). Πέρα από αυτό και από το περιεχόμενο που είναι μερικώς ευανάγνωστο παρατηρώ ότι οι κατηγορίες που αναγράφονται στο εν λόγω έγγραφο συνοπτικά δεν συνάδουν με τις δηλώσεις της αιτούντος καθότι αναγράφεται ότι κατηγορείται για εξέγερση και απόσχιση.

Επιπλέον και μετά από έρευνα σε πηγές πληροφόρησης ως προς τη μορφολογία εντάλματος σύλληψης, ο Κώδικας Ποινικής Δικονομίας του Καμερούν αναφέρει:

Άρθρο 26

«Τα εντάλματα ή οι κλήσεις θα αναφέρουν το πλήρες όνομα, την ημερομηνία και τον τόπο γέννησης, το επάγγελμα και τη διεύθυνση του προσώπου που κατονομάζεται σε αυτό, και θα φέρει ημερομηνία, σφραγίδα και υπογραφή από τον δικαστή που το εκδίδει είτε από τον πρόεδρο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου».[[8]]

Αναλυτικότερα παρατηρώ ότι η σφραγίδα και η υπογραφή του προσώπου που εξέδωσε το ένταλμα είναι δυσανάγνωστη, το ίδιο και αναφορικά με την αρχή που εξέδωσε το έγγραφό. Ως αναφέρεται στον οδηγός του EUAA «Δικαστική ανάλυση- αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου» ημερομηνίας 1 Φεβρουαρίου 2018, το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης είναι κρίσιμα στοιχεία τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς αξιολόγηση στο κατά πόσο ένα έγγραφο είναι αξιόπιστο. Άρα, ένα έγγραφο μπορεί να είναι γνήσιο, υπό την έννοια ότι πρόκειται όντως για το έγγραφο ως το οποίο υποβάλλεται, αλλά το περιεχόμενό του ενδέχεται να είναι αναξιόπιστο και να μην τεκμηριώνει τις δηλώσεις της Αιτήτριας. Από την άλλη πλευρά, το γεγονός ότι δεν μπορεί να αποδειχθεί ότι ένα έγγραφο είναι πλαστογραφημένο δεν σημαίνει ότι μπορεί να θεωρηθεί αναξιόπιστο μόνο γι' αυτόν τον λόγο. Ενδεχομένως να πρέπει να εξεταστούν παράγοντες όπως η εσωτερική συνέπεια, το επίπεδο λεπτομέρειας, και η συνέπεια με άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Εν προκειμένω, ο συγκεκριμένος ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι καταζητείται από τις αρχές του Καμερούν σε συνάρτηση με το κατατεθέν ένταλμα σύλληψης ορθώς κρίθηκε ως μη αξιόπιστος εσωτερικά, καθώς τα λεγόμενά της ήταν αόριστα, επιφανειακά και μη τεκμηριωμένα ενώ δεν ήταν σε θέση να απαντήσει με ευλογοφάνεια στις προφανείς παρατυπίες που εντοπίστηκαν στο εν λόγω έγγραφο οι οποίες, όχι μόνο πλήττουν την αξιοπιστία του εγγράφου, αλλά και κατ’ επέκταση την αξιοπιστία του πυρήνα του αιτήματος της περί δίωξης της από τις αρχές του Καμερούν.

Παράλληλα και συμπληρωματικά με τα ως άνω αναφερθέν, ζητήθηκε από την Αιτήτρια να εξηγήσει πώς η φίλη της η Grace την ενημέρωσε σχετικά με το ένταλμα σύλληψής της, το οποίο εκκρεμούσε εναντίον της από της 1η Ιανουαρίου 2021, δηλαδή ένα μήνα πριν από την έκδοση του εντάλματος – το ένταλμα φέρει ημερ. Έκδοσης 01 Φεβρουαρίου 2021- χωρίς η Αιτήτρια να είναι σε θέση να εξηγήσει με ευλογοφάνεια την ασυνέπεια στις ημερομηνίες. Όταν ρωτήθηκε για το θέμα, η αιτούσα δήλωσε ότι δεν ήταν αυτό που της είπε η Grace, ότι δηλαδή εκκρεμεί ένταλμα σύλληψης εναντίον της, αλλά ότι άκουσε ότι θα της εκδιδόταν ένα σύντομα και της τηλεφώνησε για να την ενημερώσει.(βλ. ερυθρό 39 2χ Δ.Φ.).

Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς και συγκεκριμένες πληροφορίες ότι την καταζητούσαν πράγματι οι αρχές της Καμερούν μετά τη σφαγή στο γυμνάσιο mother Francisca καθότι όταν ρωτήθηκε εάν αντιμετώπισε προβλήματα από τις αρχές μετά το περιστατικό, απάντησε αρνητικά, απάντηση η οποία έρχεται προς αντίθεση των προηγούμενων δηλώσεων της ότι καταζητείτο και εκκρεμεί ένταλμά σύλληψης εναντίον της. Ερωτηθείς να εξηγήσει πώς κατάφερε να αποφύγει τη σύλληψη κατά τη διάρκεια του ενός μηνός μεταξύ της 1ης Ιανουαρίου, όταν εκδόθηκε το ένταλμα έως την 1η Μαρτίου, όταν εκείνη έφυγε από τη χώρα, η προσφεύγουσα απατώντας αόριστα ανέφερε ότι ζούσε στο σπίτι του θείου της στην Duala και ότι η Duala είναι η τελευταία από τις πόλεις που πιθανόν να την αναζητούσαν οι αρχές. Περαιτέρω και ως σημείο αναξιοπιστίας κρίνω επίσης το γεγονός ότι η Αιτήτρια χρησιμοποίησε το διαβατήριό της στο αεροδρόμιο Duala, γεγονός το οποίο συνηγορεί ότι δεν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα να φύγει από στη χώρα, ενώ όταν της ζητήθηκε να εξηγήσει πώς κατάφερε να διαφύγει από τη χώρα χρησιμοποιώντας το διαβατήριο της, δεδομένου ότι ήταν καταζητούμενη από τις αρχές, η Αιτήτρια δεν παρείχε επαρκείς και ευλογοφανείς απαντήσεις για το θέμα δηλώντας γενικά ότι μπόρεσε να φύγει καθότι στην Duala δεν γνώριζαν ότι καταζητείται. (Βλ. ερυθρά 38 -39). Σημειώνεται επίσης ότι στο πρωτότυπο διαβατήριο της το οποίο εκδόθηκε στις 09/09/2020 την αναφέρει ως φοιτήτρια στο επάγγελμα, ενώ η ίδια δήλωσε ότι τον Σεπτέμβριο του 2017 ξεκίνησε να διδάσκει σε σχολείο στη Bamenda. Ερωτηθείς η Αιτήτρια να εξηγήσει την αντίφαση, δεν κατάφερε να απαντήσει αξιόπιστα, αφού δήλωσε ότι όταν εκδόθηκε το διαβατήριό της χρησιμοποίησαν τα στοιχεία της ταυτότητάς της, όπου ήταν ακόμη εγγεγραμμένη ως φοιτήτρια και δεν της ζήτησαν τα νεότερα προσωπικά της στοιχεία, (βλ. ερυθρά 38 2χ και 37 1χ του Δ.Φ.).

Αναφορικά με την ένορκη δήλωση από τον δικηγόρο Promise Befeh της Promise Law Firm, ο οποίος παρουσιάζεται και ως συμβολαιογράφος προς υποστήριξη του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας, θα συμφωνήσω και πάλι με τα συμπεράσματα των Καθ’ων η Αίτηση προσθέτοντας συνάμα ότι κρίνω πως το περιεχόμενο, η φύση και ο συντάκτης του εν λόγω εγγράφου είναι αναξιόπιστα. Καταρχάς, πρόκειται για μαρτυρία ενός τρίτου προσώπου από το οποίο ζήτησε και έδωσε οδηγίες η Αιτήτρια να συνταχθεί το εν λόγω κείμενο. Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, η οποία επαναλαμβάνει τα όσα ανέφερε η Αιτήτρια κατά την ελεύθερη αφήγησή της ενώπιον του λειτουργού, διαφαίνεται επίσης ότι τα γεγονότα αυτά τα γνωρίζει εξ' ακοής ο ενόρκως δηλώσας και δεν ήταν παρών όταν λάμβαναν χώρα. Επιπλέον, η αυθεντικότητα του συγκεκριμένου εγγράφου δε δύναται να διαπιστωθεί. Ούτε μπορεί να διαπιστωθεί η ταυτότητα του δικηγόρου/συμβολαιογράφου ενώπιον του οποίου δόθηκε η συγκεκριμένη ένορκη δήλωση, αλλά και σε κάθε περίπτωση μια προσωπική μαρτυρία δεν αρκεί ούτως ώστε να συνηγορήσει στην αληθοφάνεια των ισχυρισμών της Αιτήτριας. Τέλος, παρατηρώ ότι υπάρχουν εμφανείς παρατυπίες στο εν λόγω έγγραφο όπως το γεγονός ότι έχει διαφορετικού τύπου γραμματοσειρές ενώ υπάρχει και αντίφαση σε σχέση με τους προβαλλομένους ισχυρισμούς της, καθότι αναφέρει ότι η Αιτήτρια παρέμεινε στο σχολείο Mother Francisca μέχρι τον Νοέμβριο του 2020 τοποθέτηση η οποία έρχεται προς αντίθεση με τα όσα προηγουμένως η Αιτήτρια ανέφερε.

Σε κάθε περίπτωση και όπως αναφέρω ως άνω τα εν λόγω έγγραφα αξιολογήθηκαν δεόντως στο πλαίσιο των αποδεικτικών στοιχείων και στο σύνολό τους, σε συνάρτηση με την συνοχή των αποδεικτικών στοιχείων που επικαλείται η Αιτήτρια και ορθώς κρίθηκαν αναξιόπιστα.

Λεχθέντων των ανωτέρω, και για τους σκοπούς εξέτασης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών της Αιτήτριας στο νομικό πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, σημειώνω ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς η Καθ'ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία της Αιτήτριας όσον αφορά τα πλέον ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της αίτησης της. Η Αιτήτρια απαντούσε αόριστα, χωρίς ωστόσο να παραθέσει με σαφήνεια και επάρκεια βιωματικά στοιχεία που θα αιτιολογούσαν επαρκώς τον ισχυριζόμενο φόβο δίωξης από τις αρχές και τους Amazonians, ενώ με τα υποστηρικτικά έγγραφα τα οποία προσκόμισε προς υποστήριξη των ισχυρισμών της και ως αναφέρω πιο πάνω, και σε συνάρτηση με τα όσα καταγράφουν η Καθ’ων η Αίτηση επί της έκθεσης εισήγηση τους, κρίνω ότι δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί η αξιοπιστία των πληροφοριών που περιέχονται σε αυτά, ενώ φέρουν στοιχεία που δεν συνηγορούν υπέρ της γνησιότητάς τους και κατά συνέπεια πλήττουν ανεπανόρθωτα την αξιοπιστία της Αιτήτριας και κατ’ επέκταση τον πυρήνα του αιτήματος και την κατ' ισχυρισμό φερόμενη δίωξη της. Οι εν λόγω ασυνέπειες ή ανακολουθίες άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της Αιτήτριας στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου. Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος. Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορούν να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος. Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.». Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53).

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». »).

Εναπόκειται στον αιτούντα να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[[9]]. Ωστόσο δεν συνεπάγεται υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται η Αιτήτρια, εντούτοις οφείλουν προσωπικά να συνεργάζονται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει η Αιτήτρια.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου οι Καθ'ων η Αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα της Αιτήτριας περί δίωξης της ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών της και του κλονισμού της αξιοπιστίας της, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στις συνεντεύξεις που έδωσε. Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στην Αιτήτρια ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία και επιπρόσθετα συνεργάστηκαν με την Αιτήτρια κατά το στάδιο προσδιορισμού όλων των συναφών στοιχείων της αιτήσεως αυτής Παράλληλα, οι Καθ'ων η Αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις και τα έγγραφα που παρέθεσε η Αιτήτρια συνεκτιμώντας την ατομική κατάσταση και τις προσωπικές της περιστάσεις (άρθρο 13 Α (9) του Περί Προσφύγων Νόμου 2000 (6(I)/2000). Επί των όσων ανέφερε η Αιτήτρια εύλογα παρατηρούνται ασυνέπειες και ανακολουθίες στα λεγόμενα της που άπτονται των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών και οδηγούν σε σαφές και βέβαιο συμπέρασμα ότι τα αποδεικτικά στοιχεία της Αιτήτριας στερούνται εσωτερικής αξιοπιστίας.

Συνεπακόλουθα και λαμβανόμενου ότι η εσωτερική αξιοπιστία των ουσιώδη πραγματικών περιστατικών στην περίπτωση της Αιτήτριας δεν γίνονται αποδεκτά, το Δικαστήριο κρίνει ότι δε στοιχειοθετείται το στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης στην περίπτωση του Αιτητή. Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος. Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη. Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον. Ο φόβος είναι βάσιμος εάν υπάρχει «πραγματικός και σημαντικός κίνδυνος» ή «εύλογος βαθμός πιθανότητας» δίωξης για λόγο που προβλέπεται στη Σύμβαση. Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των υπευθύνων δίωξης. Στην προκείμενη περίπτωση και από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι ορθώς τα αποδεικτικά στοιχέια που υπέβαλε η Αιτήτρια δεν γίνονται αποδεκτά ως αξιόπιστα και ως εκ τούτου δεν υπάρχει έγκυρη και αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης της Αιτήτριας.

Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[[10]], όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο Αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος[[11]]. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας Αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Συνεπώς, και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα, το προσωπικό προφίλ και τις ατομικές περιστάσεις της Αιτήτριας σε συνάρτηση με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης της τα οποία έγιναν αποδεκτά, δεν αποδεικνύεται ότι αυτή εμπίπτει και διώκεται για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί της δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ούτε και επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας η Αιτήτρια προβάλλει τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι να ανατρέπουν την κατάληξη των Καθ'ων η Αίτηση και οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή της στο καθεστώς διεθνούς προστασίας.

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή της στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς η Αιτήτρια δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιόν μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς της θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Ειδικότερα, στην προκείμενη περίπτωση από το προαναφερόμενο ιστορικό της Αιτήτριας δεν προκύπτει, ότι ενόψει των προσωπικών της περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)] ότι αυτή διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ. άρθρο 19(2)(α) και (β)].

Σχετικά με την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, διεθνείς πηγές αναφέρουν ότι το Καμερούν εμπλέκεται σε παράλληλες μη διεθνείς ένοπλες συγκρούσεις (Non-International Armed Conflicts) κατά της Boko Haram στον Άπω Βορρά και εναντίον ορισμένων αγγλόφωνων αυτονομιστικών ομάδων που μάχονται εναντίον της κυβέρνησης για την ανεξαρτησία της περιοχής στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές, ιδίως το Κυβερνητικό Συμβούλιο της Αμπαζονίας και τη στρατιωτική του πτέρυγα (Αμυντικές Δυνάμεις Αμπαζονίας, ADF) και την Προσωρινή Κυβέρνηση της Αμπαζονίας με τη στρατιωτική της πτέρυγα (το Συμβούλιο Αυτοάμυνας Αμπαζονίας), μεταξύ άλλων. Ειδικότερα, τον Οκτώβριο του 2016 ξεκίνησαν ειρηνικές διαδηλώσεις στις βορειοδυτικές και νοτιοδυτικές περιοχές του Καμερούν κατά των αντιληπτών δομικών διακρίσεων και με αιτήματα για περισσότερη αυτονομία στην περιοχή. Η κυβέρνηση απάντησε αναπτύσσοντας τις ένοπλες δυνάμεις της, οι οποίες χρησιμοποίησαν αληθινά πυρομαχικά και συνέλαβαν δεκάδες ακτιβιστές με την κατηγορία της τρομοκρατίας. Κατά συνέπεια, ακολούθησαν απεργίες και βίαιες ταραχές: οι διαδηλωτές κατέφυγαν σε ένοπλη αντίσταση, με το πρώτο κύμα επιθέσεων σε κρατικούς στόχους από ένοπλες πολιτοφυλακές να αναφέρθηκε τον Σεπτέμβριο του 2017.

Υπάρχουν πολλές ένοπλες ομάδες που μάχονται εναντίον των κρατικών δυνάμεων, αν και το επίπεδο συντονισμού αυτών των ενόπλων ομάδων παραμένει ασαφές. Οι συνεχιζόμενες εχθροπραξίες δείχνουν συλλογικό χαρακτήρα και ανάγκασαν την κυβέρνηση να αναπτύξει τις ένοπλες δυνάμεις της, συμπεριλαμβανομένης της επίλεκτης μονάδας μάχης RIB. Μεταξύ άλλων, αξίζει να αναφερθούν οι Αμυντικές Δυνάμεις Ambazonia (ADF), ο Στρατός Αποκατάστασης της Ambazonia, οι Ambazonian Tigers, το Southern Cameroons Defense Forces (Socadef), το Banso Resistance Army και το Donga Mantung Liberation Force.

Η διακήρυξη από τις αυτονομιστικές δυνάμεις του ανεξάρτητου κράτους με το όνομα «Αμπαζόνια» την 1η Οκτωβρίου 2017 ήταν το σημείο καμπής που επιτάχυνε μάχες μεγάλης κλίμακας. Έκτοτε, η κατάσταση επιδεινώθηκε σημαντικά καθώς οι Αγγλόφωνοι αυτονομιστές άρχισαν να επιτίθενται στις κυβερνητικές δυνάμεις ασφαλείας, σε κυβερνητικούς θεσμούς και απείλησαν, απήγαγαν και σκότωσαν πολίτες που θεωρούνταν ότι τάσσονταν στο πλευρό της κυβέρνησης.[[12]]

Σχετικά με τη χορήγηση συμπληρωματικής προστασίας, ως προς την γενικότερη κατάσταση ασφαλείας του Καμερούν, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ σε έκθεση αναφορικά με τις εξελίξεις στην κατάσταση ασφαλείας στην Κεντρική Αφρική, η οποία δημοσιεύτηκε στις 31 Μαΐου 2023 σημειώνει ότι στις Βορειοδυτικές και Νοτιοδυτικές Περιφέρειες του Καμερούν, συνέχισαν οι αναφορές και καταγγελίες για παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που διαπράχτηκαν από δυνάμεις ασφαλείας και άμυνας και ένοπλες αυτονομιστικές ομάδες εναντίον αμάχων, συμπεριλαμβανομένων των δολοφονιών και της καταστροφής περιουσίας. Επιπλέον, η αναγκαστική απαγόρευση κυκλοφορίας, η χρήση αυτοσχέδιων εκρηκτικών μηχανισμών και η απαγωγή αμάχων από ένοπλες ομάδες περιόρισαν την διανομή της απαραίτητης ανθρωπιστικής βοήθειας.[[13]]

Στην προηγούμενη έκθεση του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ (01/12/2022) αναφέρεται ότι η κατάσταση στις North-West και South-West περιοχές του Καμερούν εξακολουθεί να είναι κρίσιμη, ενώ το βασικό ζήτημα είναι οι επιθέσεις κατά σχολείων, παιδιών, εκπαιδευτικού προσωπικού και εργαζομένων στον ανθρωπιστικό τομέα.[[14]]

Ειδικότερα σε σχέση με την κατάσταση ασφαλείας στις γαλλόφωνες περιοχές, η οργάνωση International Crisis Group καταγράφει αναλυτικότερα ότι οι ένοπλες συγκρούσεις στο Καμερούν περιορίζονται στη Βορειοδυτική και Νοτιοδυτική περιοχή της χώρας καθώς και στον Άπω Βορρά[[15]].

Επομένως δέον να εξεταστεί η πρόσφατη κατάσταση ασφαλείας στην Βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, όπου ευρίσκεται και ο τόπος συνήθους διαμονής της, η πόλη Bamenda.

Συγκεκριμένα ως προς την πρόσφατη κατάσταση ασφαλείας του τόπου συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι η πόλη Bamenda της Βορειοδυτικής περιοχής του Καμερούν, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα του ACLED,[[16]] κατά την περίοδο 23/02/2023 - 23/02/2024 σημειώθηκαν συνολικά 118 περιστατικά ασφαλείας στη Βορειοδυτική περιοχή με 161 απώλειες. Από αυτά, τα 36 κωδικοποιήθηκαν ως μάχες, τα 6 ως εκρήξεις / απομακρυσμένη βία και τα 76 ως βία κατά αμάχων.

Σύμφωνα με την απόφαση 901/19 του ΔΕΕ (CF & DN Judgement) αναφορικά με το άρθρο 15γ της Οδηγίας 2011/95 «το άρθρο 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την ερμηνεία εθνικής ρυθμίσεως, σύμφωνα με την οποία, όταν ένας άμαχος δεν αποτελεί ειδικά στοχοποιημένο πρόσωπο λόγω ιδιαίτερων προσωπικών περιστάσεων, η διαπίστωση σοβαρής και ατομικής απειλής για τη ζωή ή το πρόσωπο του εν λόγω πολίτη λόγω "αδιάκριτης βίας σε καταστάσεις ... ένοπλης συγκρούσεως", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι η αναλογία μεταξύ του αριθμού των θυμάτων στη σχετική περιοχή και του συνολικού αριθμού των ατόμων που απαρτίζουν τον πληθυσμό της περιοχής αυτής αγγίζει ένα καθορισμένο όριο» (σκέψη 37).

Περαιτέρω έκρινε ότι «το άρθρο 15, στοιχείο γ', της οδηγίας 2011/95 έχει την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν υφίσταται "σοβαρή και ατομική απειλή", κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, απαιτείται συνολική εκτίμηση όλων των περιστάσεων της συγκεκριμένης περιπτώσεως, ιδίως εκείνων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση της χώρας καταγωγής του αιτητή» (σκέψη 45). Ως επιμέρους στοιχεία που ενδεχομένως θα μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν προτείνονται τα εξής: η ένταση των ένοπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκόμενων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύγκρουσης, καθώς και άλλα όπως η γεωγραφική έκταση της περιοχής όπου εκδηλώνεται αδιάκριτη βία, ο πραγματικός προορισμός του αιτητή σε περίπτωση επιστροφής του στη σχετική χώρα ή περιοχή και οι δυνητικά στοχευμένες επιθέσεις κατά αμάχων που πραγματοποιούνται από τα μέρη της σύγκρουσης (βλ. σκέψη 43).

Κατά συνέπεια, φρονώ ότι και παρά τα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, με βάση τα παρατεθέντα στοιχεία συνάγεται ότι το επίπεδο της βίας δεν είναι τόσο υψηλό ούτως ώστε να θεωρηθεί ότι η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη πόλη Bamenda, στη Βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν, θα κινδυνεύσει ως μέλος του άμαχου πληθυσμού απλώς και μόνο λόγω της παρουσίας της στην περιοχή. O πληθυσμός δε της Βορειοδυτικής περιοχής του Καμερούν καταγράφεται στους 1,968,600 κατοίκους, σύμφωνα με την πιο πρόσφατη επίσημη καταμέτρηση το 2015. Ενώ η πόλη έχει πληθυσμό 269,530 με επίσημη καταμέτρηση το 2005 [[17]]. Εν προκειμένω, η Αιτήτρια πρόκειται για μία νέα υγιή γυναίκα, με μορφωτικό επίπεδο και προηγουμένη εργασιακή εμπειρία, με υποστηρικτικό δίκτυο και χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας ή άλλο προσωπικό χαρακτηριστικό που θα αύξανε σημαντικά το ρίσκο της συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό και, συνεπώς, θεωρείται ότι μπορεί να προστατευθεί αποτελεσματικά σε περίπτωση που λάβει χώρα κάποιο περιστατικό ασφαλείας. Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο της Αιτήτριας οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα της Αιτήτριας εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή της για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούσαν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στην Αιτήτρια το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον της Αιτήτριας.

 

 Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 




[1] Law N°2005 of 27 July 2005 on the CRIMINAL PROCEDURE CODE https://www.policinglaw.info/assets/downloads/2005_Criminal_Procedure_Code.pdf, σελ 6

[2] France 24, 25/10/2020, There are no words: Children slaughtered in attack on school in Cameroon, available at: https://www.france24.com/en/africa/20201025-there-are-no-words-children-killed-in-attack-on-bilingual-cameroon-school

 

[3] UNHCR Μάιος 2013 - Beyond Proof Credibility Assessment in EU Asylum Systems Σελ. 93 https://www.unhcr.org/fr-fr/en/media/full-report-beyond-proof-credibility-assessment-eu-asylum-systems

 

[4] Τα συμπεράσματα των Καθ’ων συνάδουν και με την έρευνα που διεξήγαγε το παρών Δικαστήριο βλ. Human Rights Watch - December 16, 2021They Are Destroying Our Future” Armed Separatist Attacks on Students, Teachers, and Schools in Cameroon’s Anglophone Regions. https://www.hrw.org/report/2021/12/16/they-are-destroying-our-future/armed-separatist-attacks-students-teachers-and

[5] CNN Gunmen kill children in attack on school in Cameroon as prime minister condemns ‘act of wickedness’ Mon October 26, 2020 https://edition.cnn.com/2020/10/26/africa/cameroon-gun-attack-school-intl/index.html

[6] Human Rights Watch - Cameroon: Sham Trial for Kumba School Massacre One Year On, No Justice in Military Tribunal Proceedings October 22, 2021

https://www.hrw.org/news/2021/10/22/cameroon-sham-trial-kumba-school-massacre

 

 

[7] European Asylum Support Office (2018), «Δικαστική ανάλυση - Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου» σελ.105-108.

[8] https://sherloc.unodc.org/cld/uploads/res/document/criminal-procedre-code_html/Cameroon_Criminal_Procedure_Code_2005.pdf

[9] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[10] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[11] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[12] Rulac (January 2023), 'Non-International Armed Conflicts in Cameroon', available at: Non-international Armed Conflicts in Cameroon | Rulac

[13] UN Security Council (Author): The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa; Report of the Secretary-General [S/2023/389], 31 May 2023. https://www.ecoi.net/en/file/local/2093063/N2313778.pdf

 

[14] UN Security Council: The situation in Central Africa and the activities of the United Nations Regional Office for Central Africa; Report of the Secretary-General [S/2022/896], 1 December 2022 https://www.ecoi.net/en/file/local/2083862/N2271804.pdf

[15] International Crisis Group, Tracking Conflict Worldwide, May 2023, available at: https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/database?location%5b%5d=4 

[16] ACLED Dashboard - ACLED (acleddata.com) 

[17] City Population, Cameroon, Ouest, διαθέσιμο στον ακόλουθο διαδικτυακό σύνδεσμοhttps://www.citypopulation.de/en/cameroon/cities/ ΄ρπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο