ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

                                                                                            Υπόθεση Αρ.:  442/23

 

22 Μαρτίου, 2024

 

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

Μ.Ν.Μ.

 

Αιτητής

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

                                                     μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

Μ. Σουρουλλά (κα), για Θ. Παπαχαραλάμπους (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

(Μ. Σταύρου (κα) για πιστή μετάφραση από τα γαλλικά στα ελληνικά και αντίστροφα)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 18/01/2023, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή αυθημερόν, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

 

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Όπως προκύπτει από την ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση και από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσιο των διευκρινίσεων της παρούσας προσφυγής, τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης έχουν ως κατωτέρω:

Ο Αιτητής είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό («εφεξής ΛΔΚ») και στις 08/11/2022, υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας.  Στις 23/11/2022, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, διεξήγαγε συνέντευξη στον Αιτητή και στις 20/12/2022, συνέταξε Έκθεση – Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη του Αιτητή.  Στις 30/12/2022, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή και στις 18/01/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε από τον Αιτητή αυθημερόν.  Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής. 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

O Αιτητής δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε πλημμέλεια της επίδικης απόφασης.  Καταγράφει όμως ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, η ζωή του κινδυνεύει, αφού διώκεται τόσο από τις αστυνομικές αρχές λόγω της ένταξής του σε πολιτικό κόμμα και της συμμετοχής του σε πορεία όσο και από τους συγγενείς του από την πλευρά του πατέρα του, οι οποίοι επιδιώκουν να πάρουν την επιχείρηση του πατέρα του.

Εξίσου, στην γραπτή αγόρευσή του δεν αναφέρει νομικούς λόγους, ενώ το μόνο που καταγράφει είναι κάποια γεγονότα που καθιστούν μη εφικτό για τον ίδιο να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του.  Συγκεκριμένα, ισχυρίζεται πως πληροφορήθηκε από το θείο του ότι το τελευταίο οικόπεδο του πατέρα του, πουλήθηκε από τους συγγενείς του από την πλευρά του πατέρα του και ότι η κατάσταση της μητέρας και των αδελφών του χειροτέρεψε.  Ακόμη, αναφέρει ότι ο πρόεδρος του πολιτικού κόμματος στο οποίο συμμετείχε, βρίσκεται στη φυλακή και πως η δίκη του ακόμη να αρχίσει. 

Οι Καθ' ων η Αίτηση υποβάλλουν ότι το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών προς υποστήριξη της αίτησης βαραίνει τον Αιτητή, ο οποίος δεν κατάφερε να το αποσείσει και να αποδείξει βάσιμο λόγο δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000] ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου.  Επομένως, ως υποστηρίζουν, ορθά και εύλογα οι Καθ' ων η Αίτηση, ασκώντας την εξουσία που τους παρέχεται από το Νόμο και βάσει του ενώπιον τους υλικού, κατέληξαν στο προσβαλλόμενο συμπέρασμα. 

Καταλήγοντας, τονίζουν ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 3 και του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000] για παραχώρηση καθεστώτος πολιτικού πρόσφυγα και συμπληρωματικής προστασίας αντιστοίχως.  Συγκεκριμένα, τονίζουν ότι ο Αιτητής, βάσει του προφίλ του, δεν μπορεί να ενταχθεί στις κατηγορίες ατόμων που διατρέχουν κίνδυνο να υποστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη στη ΛΔΚ.  Επιπρόσθετα, οι εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι η ΛΔΚ δεν βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε κατάσταση γενικευμένης σύρραξης, εμφύλιας ή διεθνοποιημένης και επομένως, δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι σε περίπτωση επιστροφής του Αιτητή, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη. 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση.  Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή.

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου.  Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα.  Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικος από τη ΛΚΔ.

Στην αίτηση ασύλου του, ο Αιτητής κατέγραψε ότι ενόσω ζούσε στη χώρα καταγωγής του τον απειλούσαν ένεκα της εμπλοκής του σε αντίπαλο πολιτικό κόμμα.  Ανέφερε, ακόμη, ότι οι αστυνομικές αρχές τον ξυλοκόπησαν για το λόγο του ότι διαμαρτυρήθηκε για τη σύλληψη του αρχηγού του κόμματος ονόματι JeanMarc Kabund.  Περαιτέρω, δήλωσε ότι ως πρωτότοκος γιός, δικαιούταν την περιουσία των γονιών του και ότι δεχόταν πιέσεις από τους συγγενείς του από την πλευρά του πατέρα του, οι οποίοι επιδίωκαν να πάρουν την περιουσία. (ερυθρό 1 Δ.Φ.)

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε στην πόλη Kinshasa και ειδικότερα στις περιοχές (communes) Kalamu, Kasa-Vubu & Ngiri-Ngiri.  Ισχυρίστηκε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση το 2009 και συμπλήρωσε ότι η ασθένεια του πατέρα του δεν του επέτρεψε να προσχωρήσει σε πανεπιστημιακό επίπεδο.   Ανέφερε ότι ο πατέρας του απεβίωσε στις 25/06/2022 και η μητέρα του - που είναι άρρωστη - ζει μαζί με τα αδέλφια του στην περιοχή (commune) Ngiri-Ngiri. (ερυθρά 20 – 19 Δ.Φ.)

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, ισχυρίστηκε ότι ο JeanMarc Kabund, μέλος του πολιτικού κόμματος UDPS, αποχώρησε από αυτό επιδιώκοντας να δημιουργήσει δικό του κόμμα.  Ανέφερε, ακόμη, ότι με το που άκουσε τον JeanMarc Kabund να μιλά για την ιδεολογία του κόμματος, αποφάσισε να γίνει μέλος.  Δήλωσε ότι το κόμμα ιδρύθηκε και ο Αιτητής ήταν μέλος του.  Ένεκα του γεγονότος ότι η Κυβέρνηση διαφωνούσε με την ίδρυση του κόμματος, απειλούσε τον JeanMarc Kabund και στις 09/08/2022 διέταξε τη σύλληψή του.  Ο Αιτητής και άλλα μέλη του κόμματος καθώς θεωρούσαν ότι η σύλληψη ήταν άδικη, αποφάσισαν να διαμαρτυρηθούν προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος.  Στις 10/08/2022, την ώρα που διεξήχθηκε η πορεία, εμφανίστηκαν κάποιες συμμορίες, οι οποίες άρχισαν να καταστρέφουν, να κλέβουν και να βάζουν φωτιά σε μαγαζιά, ενώ οι αστυνομικές αρχές στην προσπάθεια τους να καταστείλουν τις εχθροπραξίες, άρχισαν να ρίχνουν νερό και αέριο.  Μετά το πέρας εκείνης της μέρας, οι αρχές αποφάσισαν ότι υπόλογοι για τις πράξεις αυτές ήταν τα μέλη του πολιτικού κόμματος του JeanMarc Kabund και άρχισαν να πηγαίνουν από commune σε commune προκειμένου να βρουν τα μέλη.  Όσα μέλη εντόπιζαν, τα συλλάμβαναν και τα έστελναν στη φυλακή.  Το όνομα του Αιτητή συμπεριλαμβανόταν στη λίστα των ατόμων που καταζητούνταν και εάν συνέχιζε να διαμένει στη χώρα καταγωγής του, θα τον συλλάμβαναν και θα τον οδηγούσαν στη φυλακή.  Ισχυρίστηκε δε ότι αντιμετώπιζε φόβο δίωξης και από τους συγγενείς του πατέρα του.  Συγκεκριμένα, δήλωσε ότι μετά το θάνατο του πατέρα του, οι συγγενείς πήραν όλη την περιουσία της οικογένειάς του πλην ενός σπιτιού στην commune Nsele.  Ανέφερε ότι άρχισαν να τον απειλούν να τους δώσει τα έγγραφα του σπιτιού και πως ο ίδιος δεν ήθελε καθότι το σπίτι αποτελούσε τη μοναδική πηγή εσόδων της οικογένειάς του.  Ήταν μια από τις αναφορές του ότι μόλις πληροφορήθηκαν σχετικά με το τι συνέβη με τον JeanMarc Kabund, άρχισαν να τον απειλούν ότι θα τον κατέδιδαν στις αστυνομικές αρχές. Τέλος, ισχυρίστηκε ότι ένας ακόμη λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τη χώρα του, ήταν η ανάγκη να εργαστεί και να βοηθήσει οικονομικά την οικογένειά του. (ερυθρά 19 4Χ και 18 1Χ έως 4Χ Δ.Φ.).

Κατά τη διάρκεια της διερεύνησης του ανωτέρω αφηγήματος, ο Αιτητής ανέφερε ότι το κόμμα ιδρύθηκε στις 18/06/2022 με την ονομασία Alliance pour Le Changement και πως το όνομα του προέδρου ήταν JeanMarc Kabund και του αντιπροέδρου Patrick Mutingi.  Σε ερωτήσεις σχετικές με την κάρτα μέλους του κόμματος, ισχυρίστηκε ότι δεν είχε τέτοια κάρτα λόγω του ότι κάηκε σε φωτιά.  Ακόμη, δεν διέθετε αντίγραφο της κάρτας, αφού ως ανέφερε, έχασε τα πάντα.  Κληθείς να απαντήσει πως ήταν δυνατόν να μην έχασε ομοίως και τα έγγραφα που προσκόμισε στη συνέντευξη, ανέφερε ότι ο λόγος που δεν τα έχασε ήταν επειδή τα είχε μαζί του. (ερυθρό 18 5Χ έως 6Χ Δ.Φ.)  Ζητηθείς να παραθέσει πληροφορίες σχετικά με την ιδεολογία του κόμματος, ανέφερε ότι ο σκοπός ήταν να βοηθηθεί η νεολαία με συνεπακόλουθο την ανάπτυξη της χώρας και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας.  Ανέφερε ότι αποφάσισε να ενταχθεί στο κόμμα λόγω αυτών των ιδεών και πως δεν τον ενδιέφεραν ιδιαίτερα τα πολιτικά ζητήματα. (ερυθρό 17 1Χ Δ.Φ.).

Όσον αφορά την πορεία που διεξήγαγαν τα μέλη προκειμένου να εναντιωθούν στην άδικη σύλληψη του JeanMarc Kabund, ισχυρίστηκε ότι η πορεία έλαβε χώρα στην commune Ngombe και πως συμμετείχαν σε αυτήν περίπου 200-300 άτομα.  Ως προς τις συλλήψεις ατόμων από τις αστυνομικές αρχές, οι οποίες ξεκίνησαν μετά το πέρας εκείνης της μέρας, ανέφερε ότι στην commune Ngiri-Ngiri στις 15/08/2022, συνελήφθησαν 20 άτομα.  Ανέφερε, ακόμη, ότι ο ίδιος δεν συνελήφθη, αφού δεν ήταν στο σπίτι του αλλά στο κατάστημά του.  Κληθείς να απαντήσει πως και δεν τον συνέλαβαν όταν επέστρεψε από τη δουλειά του, δήλωσε ότι την ώρα που ήταν στο κατάστημα, του τηλεφώνησαν κάποιοι φίλοι και τον πληροφόρησαν ότι οι αστυνομικές αρχές άρχισαν να συλλαμβάνουν άτομα.  Προσπάθησε να καλέσει τους γονείς του και έπειτα δέχτηκε τηλεφώνημα από τη μητέρα του, η οποία του είπε ότι τον έψαχναν και πως δεν έπρεπε να επιστρέψει σπίτι αλλά να μεταβεί στο σπίτι κάποιου φίλου της.  Ανέφερε, ακόμη, ότι διέμεινε στο σπίτι του φίλου της μητέρας του όπου διέμεινε για 1 βράδυ.  Ερωτηθείς αν συνέβη οτιδήποτε άλλο που να τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει τη χώρα του, δεδομένου ότι το περιστατικό με τις αστυνομικές αρχές συνέβη στις 15/08/2022, ενώ ο ίδιος έφυγε από τη χώρα στις 17/10/2022, απάντησε ότι οι αρχές αντιλήφθηκαν ότι έφευγε από το σπίτι τις πρωινές ώρες και αποφάσισαν να μεταβούν στην οικία το βράδυ.  Όταν ο Αιτητής το άκουσε αυτό, δεν επέστρεψε πίσω αλλά πήγε να διαμείνει μαζί με φίλο του στην commune Nsele.  Όταν του επισημάνθηκε ότι σε περίπτωση που οι αστυνομικές αρχές όντως τον έψαχναν, θα τον έβρισκαν, ασχέτως του αν έφευγε πολύ πρωί από το σπίτι, ανέφερε ότι έπρεπε να σταματήσει όλες του τις δραστηριότητες και πήγε να κρυφτεί στη commune Nsele.  Ζητηθείς να απαντήσει αν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, ισχυρίστηκε ότι στη ΛΚΔ δεν υπήρχε επίσημο έγγραφο εντάλματος σύλληψης και ότι επρόκειτο απλά για προφορικό ένταλμα που δόθηκε από τις αρχές. (ερυθρό 17 2Χ, 3Χ, 4Χ, 5Χ, 7Χ Δ.Φ.).

Αναφορικά με τις απειλές που δεχόταν από τους συγγενείς του από την πλευρά του πατέρα του, ισχυρίστηκε ότι δυο μέρες μετά το θάνατο του πατέρα του, ζήτησαν από τη μητέρα του να τους αναφέρει όλα τα περιουσιακά στοιχεία που ανήκαν στον πατέρα του και δήλωσαν ότι θα έπαιρναν την περιουσία για να πληρώσουν τα έξοδα της κηδείας.  Ακολούθως, η μητέρα του, τους ανέφερε ότι το σπίτι στην commune Nsele ήταν το μόνο περιουσιακό στοιχείο που βρισκόταν στο όνομα του Αιτητή και εκείνοι της είπαν ότι θα το διεκδικούσαν και αυτό.  Όταν ο Αιτητής δεν συμφώνησε να τους δώσει το σπίτι, τότε ήταν που ξεκίνησαν να τον απειλούν ότι θα τον κατέδιδαν στις αστυνομικές αρχές (ερυθρό 16 5Χ Δ.Φ.).

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε τέσσερις (4) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή.

Ο πρώτος ισχυρισμός αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, έγινε αποδεκτός.

Ο δεύτερος ισχυρισμός ωστόσο, που αφορούσε τις δηλώσεις περί δίωξης του από την κυβέρνηση έπειτα από την ένταξή του σε αντίπαλο πολιτικό κόμμα και τη συμμετοχή του σε πορεία, απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος.  Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες, αναφορικά με τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού και οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονταν από επιπολαιότητα, ασάφεια και αοριστία.  Ακόμη, σε αυτές κυριαρχούσε έντονα το υποθετικό στοιχείο.  Συγκεκριμένα, κληθείς να δώσει πληροφορίες σχετικά με την ιδεολογία του κόμματος, ανέφερε αόριστα και γενικά ότι το όνομα του κόμματος τα έλεγε όλα και πως σκοπός του τελευταίου ήταν να βοηθήσει τη νεολαία με συνεπακόλουθο την ανάπτυξη της χώρας και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.  Ζητηθείς να αναφέρει το λόγο που αποφάσισε να ενταχθεί στο κόμμα, δεν έδωσε ικανοποιητική απάντηση δηλώνοντας ότι πήρε την απόφαση να γίνει μέλος του για το λόγο του ότι συμφωνούσε με την ιδεολογία που πρέσβευε αλλά και για να μπορέσει και ο ίδιος να βοηθήσει τη νεολαία.  Ζητηθείς να εξηγήσει πως και δεν συνελήφθη τη μέρα που συνελήφθησαν οι υπόλοιποι που συμμετείχαν στην πορεία, οι απαντήσεις του στερούνταν ευλογοφάνειας, αφού απάντησε ότι δεν τον συνέλαβαν καθώς δεν τον βρήκαν στο σπίτι του και ότι πήγε και κρύφτηκε σε σπίτι φίλου του μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα.  Ερωτηθείς αν συνέβη οτιδήποτε άλλο που να τον οδήγησε στο να εγκαταλείψει τη χώρα του, δεδομένου ότι το περιστατικό με τις αστυνομικές αρχές συνέβη στις 15/08/2022, ενώ ο ίδιος έφυγε από τη χώρα 2 μήνες μετά, ήτοι στις 17/10/2022, απάντησε γενικά ότι οι αρχές αντιλήφθηκαν ότι έφευγε από το σπίτι τις πρωινές ώρες και αποφάσισαν να μεταβούν στο σπίτι το βράδυ.  Όταν ο Αιτητής το άκουσε αυτό, δεν επέστρεψε πίσω αλλά πήγε να διαμείνει μαζί με φίλο του στην commune Nsele.  Όταν του επισημάνθηκε η έλλειψη ευλογοφάνειας στα λεγόμενά του ως προς τις αστυνομικές αρχές, ανέφερε ότι έπρεπε να σταματήσει όλες του τις δραστηριότητες και πήγε να κρυφτεί στη commune Nsele, όπου και διέμεινε έως ότου φύγει από τη χώρα.  Όταν του αναφέρθηκε ότι σε προηγούμενη δήλωσή του ισχυρίστηκε ότι η τελευταία περιοχή διαμονής του προτού εγκαταλείψει τη χώρα ήταν η περιοχή Ngiri-Ngiri, απάντησε ότι η μόνιμη διαμονή του ήταν στο Ngiri-Ngiri.  (ερυθρά 61 – 60 Δ.Φ.).

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν κατέστησαν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό. (ερυθρό 60 Δ.Φ.)

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε η ύπαρξη του κόμματος και η σύλληψη του προέδρου JeanMarc Kabund.  Παρά ταύτα, δεν ανευρέθηκαν στοιχεία για διαδηλώσεις στη ΛΔΚ και συγκεκριμένα στην Κινσάσα κατόπιν της σύλληψης του προέδρου, ούτε αναφορές για άλλες συλλήψεις που να συνδέονταν με τον πρόεδρο και το κόμμα αυτού.  Συνεπώς, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως εξωτερικά μη αξιόπιστες. (ερυθρό 60 Δ.Φ.)

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη την αξιολόγηση τόσο της εσωτερικής, όσο και της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο στο σύνολό του.  (ερυθρό 61 Δ.Φ.)

Ο τρίτος ισχυρισμός σχετικά με τις δηλώσεις περί δίωξης του από την οικογένεια του από την πλευρά του πατέρα του, απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος.  Ο αρμόδιος λειτουργός, αξιολογώντας την εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του, έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκείς και ικανοποιητικές πληροφορίες, αναφορικά με τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού και οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονταν από γενικότητα και αοριστία.  Συγκεκριμένα, ζητηθείς να παραθέσει περαιτέρω λεπτομέρειες για τις απειλές που δεχόταν από τους συγγενείς του από την πλευρά του πατέρα του, απάντησε γενικά και αόριστα ότι ξεκίνησαν να τον απειλούν μετά το θάνατο του πατέρα του και απαιτούσαν να πάρουν μέχρι και το τελευταίο κομμάτι γης που είχε απομείνει.  Ερωτηθείς αν θα ήταν πιο εύκολο να τους δώσει και αυτό το κομμάτι γης, απάντησε αρνητικά και ισχυρίστηκε ότι δεν θα διεκδικούσαν την περιουσία για πάντα και πως o ίδιος έφυγε από τη χώρα έως ότου ηρεμήσουν τα πράγματα.  Από αυτή την απάντηση αλλά και από τους ισχυρισμούς ότι ήθελε να κρατήσει το κομμάτι γης για να κτίσει ένα σπίτι για τον ίδιο και την οικογένειά του και πως μπορεί προς το παρόν να μην μπορούσε να επιστρέψει πίσω στη χώρα αλλά στο μέλλον θα ήταν εφικτή η επιστροφή του, διαφαινόταν ότι επιθυμούσε να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του όταν ένιωθε ότι καλυτέρευαν τα πράγματα. (ερυθρό 59 Δ.Φ.).

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός αξιολόγησε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν κατέστησαν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό. (ερυθρό 59 Δ.Φ.)

Στο σκέλος της εξωτερικής αξιοπιστίας, ο λειτουργός σχολίασε ότι λόγω του προσωπικού χαρακτήρα του ισχυρισμού δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες που να επιβεβαίωναν τις δηλώσεις του Αιτητή ως προς τις κατ’ ισχυρισμόν απειλές που δέχτηκε από την οικογένειά του από την πλευρά του πατέρα του. (ερυθρό 58 Δ.Φ.).

Ο τέταρτος ισχυρισμός σχετικά με τις δηλώσεις του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να εργαστεί και να βοηθήσει οικονομικά τη μητέρα και τα αδέλφια του, έγινε αποδεκτός.

Ο λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση κινδύνου στη βάση του πρώτου αποδεκτού ουσιώδους ισχυρισμού του Αιτητή (προσωπικά στοιχεία, χώρα καταγωγής και τόπος τελευταίας συνήθους διαμονής).  Πέραν από τις γενικές πληροφορίες για τη ΛΔΚ, ο λειτουργός προέβη σε έρευνα για την κατάσταση ασφαλείας στην πόλη καταγωγής του Αιτητή (Κινσάσα), από την οποία συνήγαγε ότι βάσει των συνθηκών που επικρατούσαν στην πόλη σε συνδυασμό με τις προσωπικές περιστάσεις του Αιτητή, ήτοι ενήλικος άνδρας, μη ενασχολούμενος με τη δημοσιογραφία, την πολιτική ή τον ακτιβισμό και μη ανήκοντας στη ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα ή σε αυτόχθονους πληθυσμούς, δεν μπορούσε να τεκμηριωθεί κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης του σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω, ο λειτουργός κατέληξε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση προσφυγικού καθεστώτος στον Αιτητή, καθώς δεν τεκμηριώθηκε κίνδυνος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναγράφονταν περιοριστικά στη Σύμβαση της Γενεύης και στον περί Προσφύγων Νόμο.  Περαιτέρω, έκρινε ότι δεν πληρούνταν και οι προϋποθέσεις για την αναγνώριση συμπληρωματικής προστασίας.  Ειδικά ως προς το σκέλος της διακινδύνευσης λόγω βίας ασκούμενης αδιακρίτως σε καταστάσεις ένοπλης σύρραξης, ο λειτουργός επεσήμανε ότι στην πόλη Κινσάσα δεν παρατηρούνταν συνθήκες εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Έχοντας εξετάσει με προσοχή το διοικητικό φάκελο του Αιτητή και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σε αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε ότι η εσωτερική και η εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν τεκμηριώθηκαν σε σχέση με τους ισχυρισμούς του περί δίωξης τόσο από την κυβέρνηση της χώρας του όσο και από την οικογένειά του από την πλευρά του πατέρα του και επομένως, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, η ζωή του δεν θα τεθεί σε κίνδυνο.

Αναφορικά με τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμός, όπως προκύπτει από τα λεχθέντα κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, ο Αιτητής δεν κατάφερε να επιβεβαιώσει τον ισχυρισμό περί δίωξής του από την κυβέρνηση έπειτα από την ένταξή του σε αντίπαλο πολιτικό κόμμα και τη συμμετοχή του σε πορεία, αφού παρότι έδωσε μια μακρά και περιγραφική αφήγηση των συμβάντων, εντούτοις δεν κατόρθωσε να δώσει σαφείς και ικανοποιητικές απαντήσεις στις διευκρινιστικές ερωτήσεις του αρμόδιου λειτουργού, υπέπεσε σε αντιφάσεις και έδωσε ανεπαρκή πληροφόρηση και μη ευλογοφανείς απαντήσεις σε σημαντικά ερωτήματα, ενώ πολλές από τις πληροφορίες που έδωσε δεν μπορούσαν να διασταυρωθούν από πηγές πληροφόρησης και ορθώς κρίθηκε ως αναξιόπιστος. (Βλ. ερυθρά 61-60 Δ.Φ.).

Εκ των απαντήσεων που έδωσε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του, παρατηρώ ότι δεν ήταν σε θέση να στηρίξει τον ισχυρισμό περί δίωξής του από την κυβέρνηση έπειτα από την ένταξή του σε αντίπαλο πολιτικό κόμμα και τη συμμετοχή του σε πορεία για πληθώρα λόγων.  Αρχικά, όσον αφορά την κάρτα μέλους του κόμματος, η δήλωσή του ότι η κάρτα αυτή κάηκε σε μια φωτιά, χωρίς περαιτέρω αιτιολόγηση, χαρακτηρίζεται από ασάφεια και αοριστία.  Η αναφορά του ότι ο λόγος που έχασε μόνο την κάρτα και όχι τα υπόλοιπα έγγραφα που προσκόμισε στην Υπηρεσία Ασύλου, ήταν επειδή τα έγγραφα τα είχε μαζί του, πάσχει από σαφή έλλειψη ευλογοφάνειας, αφού λογικά αν πάντοτε έπαιρνε μαζί του όλα τα προσωπικά του έγγραφα, θα φρόντιζε να υπήρχε μέσα σε αυτά και η κάρτα μέλους.  (ερυθρό 18 6Χ Δ.Φ.)  Περαιτέρω, αναφορικά μεν την ιδεολογία του κόμματος, οι ισχυρισμοί του ότι ο σκοπός του κόμματος ήταν να βοηθηθεί η νεολαία με συνεπακόλουθο να αναπτυχθεί η χώρα και να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας αλλά και ότι αποφάσισε να ενταχθεί στο κόμμα ένεκα αυτών των ιδεών, πλήττονται από γενικότητα και αοριστία. (ερυθρό 17 1Χ Δ.Φ.).  Ακόμη, ως προς τις συλλήψεις ατόμων από τις αστυνομικές αρχές που ξεκίνησαν μετά το πέρας της μέρας που πραγματοποιήθηκε η πορεία,  οι δηλώσεις του ότι ο ίδιος δεν συνελήφθη για το λόγο του ότι δεν ήταν στο σπίτι του αλλά στο κατάστημά του, τονίζοντας ότι έφευγε από το σπίτι τις πρωινές ώρες, πάσχουν από έλλειψη ευλογοφάνειας, αφού στην περίπτωση που οι αστυνομικές αρχές όντως τον έψαχναν, θα τον έβρισκαν, ασχέτως του αν έφευγε πολύ πρωί από το σπίτι. (ερυθρό 17 3Χ 5Χ Δ.Φ.).  Επιπλέον, οι δηλώσεις του ότι όταν άκουσε ότι τον έψαχναν οι αστυνομικές αρχές, μετέβη στην commune Nsele για να κρυφτεί παραμένοντας εκεί μέχρι να φύγει από τη χώρα, αντιβαίνουν σε προηγούμενες δηλώσεις του, όπου ανέφερε ότι η τελευταία περιοχή διαμονής του πριν φύγει από τη ΛΔ, ήταν η commune Ngiri-Ngiri. (ερυθρά 17 4Χ και 20 2Χ Δ.Φ.).  Τέλος, οι αναφορές του ότι δεν εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης εναντίον του, αφού στη ΛΚΔ δεν υπήρχε επίσημο έγγραφο εντάλματος σύλληψης και ότι επρόκειτο απλά για προφορικό ένταλμα που δόθηκε από τις αρχές και πάλι στερούνται ευλογοφάνειας, αφού σε περίπτωση που τον αναζητούσαν, θα εξέδιδαν ένταλμα σύλληψης εναντίον του.  (ερυθρό 17 7Χ Δ.Φ.).

Ως εκ τούτου, και για σκοπούς εξέτασης και υπαγωγής των πραγματικών περιστατικών του Αιτητή στο νομικό πλαίσιο για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας, σημειώνω ότι το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθώς οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν στοιχειοθετείται η εσωτερική αξιοπιστία του Αιτητή αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό. Από τα ενώπιον μου στοιχεία έμπρακτα προκύπτει ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρουσιάσει τις πολιτικές του πεποιθήσεις κατάλληλα αλλά ούτε ήταν σε θέση να περιγράψει αξιόπιστα την αδικία που υπέστη εκ του λόγου τούτου.

Ως προς την αξιοπιστία του Αιτητή, σημειώνεται ότι ο όρος «αξιοπιστία» δεν ορίζεται από το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου.  Η χρήση του όρου, από το άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο (ε) της οδηγίας 2011/95/EE αναφέρεται στη γενική αξιοπιστία ενός αιτούντος, αλλά αυτό είναι στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου κανόνα που διέπει τη μη επιβεβαίωση πτυχών των δηλώσεων του αιτούντος.  Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση της αξιοπιστίας αφορά τη διαδικασία έρευνας για το εάν το σύνολο ή μέρος των δηλώσεων του αιτούντος ή άλλα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν από αυτόν σχετικά με τα ουσιαστικά γεγονότα (material facts) μπορεί να γίνουν δεκτά προκειμένου να διαπιστωθεί εάν ο Αιτητής εμπίπτει στις προϋποθέσεις παραχώρησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας.

Αυτή η αξιολόγηση μπορεί να περιλαμβάνει την επαλήθευση εάν οι δηλώσεις του αιτούντος είναι συνεπείς, επαρκώς λεπτομερείς, εύλογες και συμβατές με τα έγγραφά του, τις πηγές πληροφόρησης και κάθε άλλο αποδεικτικό στοιχείο που αποκτήθηκε.  Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας δεν σημαίνει ότι σε όλες τις περιπτώσεις ο υπεύθυνος λήψης αποφάσεων θα προβεί σε επαλήθευση και θα καταλήξει με απόλυτη βεβαιότητα αναφορικά με την αλήθεια των δηλώσεων του αιτούντος.  Η Ύπατη Αρμοστεία έχει ορίσει την αξιοπιστία ως εξής: «Ο αιτών άσυλο κρίνεται αξιόπιστος, όταν έχει προβάλει ισχυρισμούς που παρουσιάζουν συνοχή και είναι εύλογοι, που δεν είναι αντιφατικοί με τα κοινά τοις πάσι γεγονότα και κατά συνέπεια μπορεί να οδηγήσουν τον υπεύθυνο της συνέντευξης στη δημιουργία πεποίθησης για το βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης που εκφράζει.».  Η ως άνω προσέγγιση υιοθετήθηκε και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στην Υπόθεση JK και Others v Sweden, αριθμός αίτησης 59166/12, Παρ. 53).

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του, ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»).  Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι το αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων». »)

Ο όρος «βάσιμος φόβος» σημαίνει ότι πρέπει να υπάρχει έγκυρη αντικειμενική βάση για τον φόβο δίωξης του αιτούντος.  Το συγκεκριμένο στοιχείο του ορισμού του πρόσφυγα αφορά τον κίνδυνο ή την πιθανότητα να υποστεί δίωξη.  Ο φόβος θεωρείται βάσιμος, εάν διαπιστώνεται ότι υπάρχει «εύλογη» πιθανότητα να υλοποιηθεί στο μέλλον.  Για τη διαπίστωση αυτή, είναι απαραίτητο να αξιολογούνται οι δηλώσεις του αιτούντος υπό το πρίσμα όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης [άρθρο 4 παράγραφος 3 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση)] και να ελέγχονται οι περιστάσεις που επικρατούν στη χώρα καταγωγής του, καθώς και η συμπεριφορά των φορέων δίωξης.  Επομένως, η διαπίστωση του βάσιμου φόβου συνδέεται στενά με το καθήκον αξιολόγησης των αποδεικτικών στοιχείων και της αξιοπιστίας που διέπεται πρωτίστως από το άρθρο 4 της ΟΕΑΑ (οδηγία 2013/32/ΕΕ αναδιατύπωση). Η αξιολόγηση των αποδεικτικών στοιχείων, συμπεριλαμβανομένης  της αξιολόγησης της αξιοπιστίας είναι το πρώτο στάδιο. Εάν τα αποδεικτικά στοιχέια που υπέβαλε ο Αιτητής γίνουν δεκτά ως αξιόπιστα, στην συνέχεια εξετάζεται κατά πόσο τα γεγονότα και οι περιστάσεις που έγιναν αποδεκτά ισοδυναμούν με βάσιμο φόβο. Συνεπώς και από τα ενώπιον μου στοιχεία φρονώ ότι ορθώς κρίθηκε ο Αιτητής αναξιόπιστος επομένως δεν συντρέχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής τους για λόγους πολιτικών πεποιθήσεων.

Πέραν αυτού, θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ' ων επί της έκθεσης-εισήγησής τους ότι με βάση τα διαπιστωμένα πραγματικά περιστατικά, την εκτίμηση κινδύνου και τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με τη χώρα καταγωγής, διαπιστώνεται ότι στην περίπτωση του Αιτητή, δεν πληρούται το αντικειμενικό στοιχείο του βάσιμου φόβου δίωξης.  Συγκεκριμένα, παρατηρώ πως προς επιβεβαίωση των πληροφοριών που αναφέρθηκαν από τον Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός, προέβη σε έρευνα η οποία επιβεβαίωσε την ύπαρξη του κόμματος αυτού και τη σύλληψη του προέδρου JeanMarc Kabund. Παρά ταύτα δεν ανευρέθηκαν στοιχεία για διαδηλώσεις στο Κονγκό και συγκεκριμένα στη Κινσάσα μετά τη σύλληψη του προέδρου του κόμματος, ούτε υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά σε άλλες συλλήψεις που να συνδέονταν με τον JeanMarc Kabund και το κόμμα του.  Παράλληλα, το Δικαστήριο προέβη σε δική του έρευνα που επιβεβαιώνει τα συμπεράσματα των Καθ’ ων η Αίτηση.  Συγκεκριμένα, εξωτερικές πηγές αναφέρουν ότι ο JeanMarc Kabund, τον Ιούλιο του 2022, κατά την παρουσίαση της δημιουργίας του δικού του κόμματος, του Alliance pour Le Changement, καυτηρίασε την απουσία οράματος, την ανικανότητα και την κακοδιαχείριση από πλευράς της κυβέρνησης.[1]  Δήλωσε, ακόμη, ότι επιδίωκε να αναπροσαρμόσει την κυβέρνηση κατά τρόπο που να σύναδε με τις απαιτήσεις του σύγχρονου κράτους της ΛΔΚ.  Συνελήφθη στις 9 Αυγούστου του 2022 για διαφόρων ειδών αδικήματα και κρατείτο στη Makala, την κύρια φυλακή της Κινσάσα.[2]  Δεν εντοπίστηκε καμία πληροφορία για διαδηλώσεις/ πορείες στην Κινσάσα μετά τη σύλληψη του JeanMarc Kabund, ούτε αναφορές σε άλλες συλλήψεις που να συνδέονταν με αυτόν και το κόμμα του.  Όσον αφορά τα αδικήματα για τα οποία αντιμετώπιζε κατηγορίες, στις 13 Σεπτεμβρίου του 2023, το Δικαστήριο τον έκρινε ένοχο για αυτά καταδικάζοντας τον σε 7 χρόνια φυλάκισης.[3]

Ως εκ τούτου θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ' ων η Αίτηση.  Λαμβάνοντας υπόψην τα ανωτέρω, από το προφίλ του Αιτητή και τα όσα ανέφερε στη συνέντευξή του, δεν εκτιμάται ούτε μπορεί ευλόγως να πιθανολογηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής του πίσω στη χώρα καταγωγής του, θα διωχθεί από την κυβέρνηση λόγω της ένταξής του σε πολιτικό κόμμα και της συμμετοχής του σε πορεία και επομένως, δεν υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στη Σύβαση της Γενεύης για τους Πρόσφυγές του 1951 και στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου 2000.

Ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[4] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων.  Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι ο αιτητής είναι γενικά αξιόπιστος[5] . Εν προκειμένω, ο Αιτητής δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας ισχυρισμό περί βάσιμου φόβου δίωξης.  Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Ούτε και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας ο Αιτητής ήταν σε θέση να τεκμηριώσει αντικειμενικώς βάσιμο φόβο δίωξης στη βάση των ισχυρισμών του περί κινδύνου δίωξης ανατρέποντας στην ουσία τα συμπεράσματα των Καθ' ων η Αίτηση, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους λόγους που αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Προχωρώντας και επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, στη γραπτή του δήλωση καταγράφει ότι ο πρόεδρος του πολιτικού κόμματος στο οποίο συμμετείχε, βρίσκεται στη φυλακή και πως η δίκη του ακόμη να αρχίσει.  Η δήλωση αυτή, αντιβαίνει στις πληροφορίες που προέκυψαν από την έρευνα στην οποία προέβη το Δικαστήριο, στα πλαίσια της οποίας διαφάνηκε ότι στις 13 Σεπτεμβρίου του 2023, ο JeanMarc Kabund κρίθηκε ένοχος για τις κατηγορίες που αντιμετώπιζε και καταδικάστηκε σε 7 χρόνια φυλάκισης.  Η γραπτή δήλωση έχει ημερ. 09/05/2023 και η καταδίκη του JeanMarc Kabund έλαβε χώρα σε μεταγενέστερη ημερ., ήτοι στις 13/09/2023 με συνεπεία, να μην πλήττεται σε αυτό το σημείο η αξιοπιστία του Αιτητή καθότι όταν συντάχθηκε η γραπτή δήλωση, τα δεδομένα ήταν διαφορετικά.  Σε κάθε περίπτωση όμως και όπως αναφέρουν εξάλλου πηγές πληροφόρησης επί της χώρας καταγωγής του Αιτητή τα βασικά μέλη πολιτικών κομμάτων της αντιπολίτευσης ή οι αντίπαλοι του Προέδρου Tshisekedi και/ή του κόμματος του δεν είναι πιθανό να διατρέχουν πραγματικό κίνδυνο. Ωστόσο, οι αντίπαλοι υψηλού προφίλ μπορεί να διατρέχουν κίνδυνο σε ορισμένες περιπτώσεις[6]. Συνεπώς ακόμη και εάν ο Αιτητής κρινόταν αξιόπιστος από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει ότι αυτός εμπίπτει στο υψηλό προφίλ ατόμων που πιθανό να διατρέχει κίνδυνό ως αναφέρουν οι πηγές πληροφόρησης.

Όσον αφορά τον τρίτο ισχυρισμό του Αιτητή, ήτοι περί δίωξης από τους συγγενείς του από την πλευρά του πατέρα του λόγω κτηματικών διαφορών του περί δίωξης, αφού δεν έδωσε σαφείς και ικανοποιητικές απαντήσεις στις διευκρινιστικές ερωτήσεις του λειτουργού και οι δηλώσεις του χαρακτηρίζονταν από γενικότητα και αοριστία.  (Βλ. ερυθρό 59 Δ.Φ.).

Ως εκ τούτου θα συμφωνήσω με την κατάληξη των Καθ' ων η Αίτηση επί της έκθεσης - εισήγησής τους, ότι δηλαδή δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας να υποστεί μεταχείριση που θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη ή να αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.

Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί κινδύνου λόγω ιδιωτικής διαφοράς από τους συγγενείς του από την πλευρά του πατέρα του, αφενός μεν δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι, αφετέρου στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς, οι δε ιδιωτικές διαφορές καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτως ή άλλως, ο Αιτητής θα μπορούσε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου).  Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξης από την κυβέρνηση της χώρας ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων, και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στη συνέντευξη που έδωσε.  Αυτό δε το εμπόδιο αναγνωρίζεται ρητά ως ένα από τα κωλύματα στην έγκριση αιτήματος ασύλου, από τις πρόνοιες του Εγχειριδίου (Βλ. απόφαση Ανωτάτου Δικαστηρίου EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013).

Εξετάζοντας τη συνέντευξη που διεξήχθηκε, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, όλο το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα όλο το υλικό το οποίο έχω ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων.  Στη βάση των ισχυρισμών του Αιτητή δεν προκύπτει οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του. Η Υπηρεσία Ασύλου στην Έκθεση/Εισήγηση, αξιολόγησε κάθε έκαστο ισχυρισμό του Αιτητή και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή του, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του.  Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία.  Προχωρώντας και επί της παρούσας δικαστικής διαδικασίας ο Αιτητής επαναλαμβάνει τους ίδιους ισχυρισμούς τονίζοντας ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, η ζωή του κινδυνεύει. Αν και ο Αιτητής επαναλαμβάνει από την αρχή της αίτησης της για διεθνή προστασία τους ίδιους ισχυρισμούς, αυτοί δεν τεκμηριώνονται καθώς απέτυχε να δώσει ευλογοφανείς απαντήσεις σε σημαντικά ερωτήματα που του τέθηκαν τόσο κατά τη διάρκεια της συνέντευξης όσο και κατά το στάδιο των διευκρινήσεων στην ακροαματική διαδικασία. 

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη τα ως άνω αναφερθέντα, το προσωπικό προφίλ και τις ατομικές περιστάσεις του Αιτητή σε συνάρτηση με τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά της υπόθεσής του, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Πέραν αυτού δεν αποδεικνύεται ότι αυτός εμπίπτει και διώκεται για κάποιον από τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και ως εκ τούτου οι ισχυρισμοί του δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα σύμφωνα με το άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ούτε επίσης τεκμηριώνεται, επικουρικώς, η υπαγωγή του στο καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας (άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου), καθώς ο Αιτητής δεν τεκμηριώνει, αλλά και από τα ενώπιον μου στοιχεία δεν προκύπτει, ότι εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη.

Για τη διαπίστωση αυτού του πραγματικού κινδύνου θα πρέπει να υπάρχουν, όπως ρητά προνοεί το άρθρο 19(1), «ουσιώδεις λόγοι».  Περαιτέρω, σοβαρή βλάβη ή σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη κατά το εδάφιο (2) του άρθρου 19, σημαίνει κίνδυνο αντιμετώπισης θανατικής ποινής, βασανιστηρίων ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας, παραβίασης ανθρωπίνου δικαιώματος, τόσο κατάφωρης ώστε να ενεργοποιούνται οι διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας ή να υπάρχει απειλή κατά της ζωής, της ασφάλειας ή της ελευθερίας ως αποτέλεσμα άσκησης αδιάκριτης βίας λόγω συνθηκών ένοπλης σύγκρουσης ή συστηματικών και γενικευμένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων. 

Ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (πρβλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C‑285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C 901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43)

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών 8319/07 and 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011) αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης. 

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2. 2009).  Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα ασφαλείας του τελευταίου τόπου διαμονής του Αιτητή, όπως προκύπτουν από επικαιροποιημένες διεθνείς πηγές στην Kinshasa, παρατηρώ τα ακόλουθα:

Kατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθη ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[7]

H πιο πρόσφατη έρευνα της αυστριακής ACCORD που δημοσιεύτηκε στις 12 Απριλίου 2023 και αφορά όλο το έτος 2022, κάνει αναφορά στα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στην επαρχία της Κινσάσα.  Συγκεκριμένα,  αναφέρθηκαν 100 περιστατικά στα οποία σκοτώθηκαν 20 άνθρωποι.  Οι ακόλουθες τοποθεσίες ήταν μεταξύ των πληγεισών: Kinshasa, Kinshasa - Barumbu, Kinshasa - Binza Delvaux, Kinshasa - Camp Kokolo, Kinshasa - Djelo Binza, Kinshasa - Gombe, Kinshasa - Kasa-Vubu, Kinshasa - Kimbanseke, Kinshainsha - Kintasambosen, , Kinshasa - Limete, Kinshasa - Lingwala, Kinshasa - Maluku, Kinshasa - Masina, Kinshasa - Matadi Kibala, Kinshasa - Matete, Kinshasa - Ndjili Airport, Kinshasa - Ngaba, Kinshasa - Ngaliema, Menkao.[8] Το τελευταίο τετράμηνο του 2022 στην Κινσάσα αναφέρθηκαν 18 περιστατικά στα οποία σκοτώθηκαν 4 άτομα.[9]

Στη βάση δεδομένων ACLED (The Armed Conflict Location & Event Data Project) τα περιστατικά βίας που αφορούν συνολικά την επαρχία της Kinshasa, πόλη Kinshasa για το χρονικό διάστημα από 08/03/2023 έως 08/03/2024 έχουν καταγραφεί συνολικά 137 περιστατικά χρήσης βίας που έχουν μετρήσει συνολικά 69 θύματα.  Μεταξύ αυτών, 7 περιστατικά συνίσταντο σε μάχες (20 θάνατοι), 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξέγερσης / ταραχής (1 θάνατος), 54 ήταν περιστατικά διαμαρτυριών (κανένας θάνατος) και 28 ήταν περιστατικά στρατιωτικών εξελίξεων (κανένας θάνατος). [10] Σημειώνεται ότι ο πληθυσμός της πρωτεύουσας Κινσάσα ανέρχεται στα 17,032,322 (2024). [11]

Δια ταύτα, δεν προκύπτει ότι συντρέχει αδιακρίτως ασκούμενη βία στον τελευταίο τόπο διαμονής του Αιτητή, ο βαθμός της οποίας να είναι τόσο υψηλός, ώστε να υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμηθεί ότι ο Αιτητής, σε περίπτωση επιστροφής του στη συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί στην εν λόγω απειλή [βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94 Elgafaji, σκέψη 43].  Συνεπώς, απαιτείται η ύπαρξη ορισμένων προσωπικών χαρακτηριστικών στο πρόσωπο του Αιτητή ούτως ώστε να συναχθεί ότι θα κινδυνεύει από βία ασκούμενη αδιακρίτως σε περίπτωση μετάβασής του στην Κινσάσα. Εν προκειμένω, ο Αιτητής είναι νέος, χωρίς κάποιο πρόβλημα υγείας που θα αύξανε σημαντικά το ρίσκο του συγκριτικά με τον μέσο πληθυσμό.  Επιπρόσθετα, η οικογένειά του, ήτοι η μητέρα και τα αδέλφια του βρίσκονται στο ΛΔΚ και μάλιστα διαμένουν όλοι στην commune Ngiri-Ngiri.  Συνεπώς, δεν πληρούνται στο πρόσωπο του Αιτητή οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας με βάση το άρθρο 19 του Περί Προσφύγων Νόμου. 

Τέλος, φρονώ ότι στην προκείμενη περίπτωση, από το προαναφερόμενο ιστορικό και δεδομένου ότι ο Αιτητής δεν επικαλείται ειδικώς, ότι ενόψει των προσωπικών του περιστάσεων, πιθανολογείται να εκτεθεί σε κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής [Βλ. απόφαση της 17.2.2009, C-465/07, ECLI:EU:C:2009:94, Elgafaji, σκέψη 32)], δεν προκύπτει ότι αυτός διατρέχει κίνδυνο σοβαρής βλάβης, λόγω θανατικής καταδίκης ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της [βλ άρθρο 19(2)(α) και (β) περί Προσφύγων Νόμου]. 

Επομένως ορθά και η Υπηρεσία Ασύλου έκρινε με την απόφαση της, ότι στην περίπτωση του Αιτητή, δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου, Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτόν το καθεστώς του πρόσφυγα.  Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε ότι υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του.  

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία.  Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης, για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π

 

 



[1][1] Rédaction Africanews  “ The former leader of the presidential party Jean-Marc Kabund, prosecuted in the Democratic Republic of Congo (DRC) for "insulting the head of state" , was sentenced Wednesday to seven years in prison, his defense announced ” (13/09/2023) africanews. <https://www.africanews.com/2022/07/19/former-close-ally-of-president-tshisekedi-forms-own-party/> τελευταία πρόσβαση στις 15/03/2023.

[2] Rédaction Africanews  “A former close ally of DRC president Jean-Marc Kabund has unveiled his own party by the name Alliance for Change" (19/07/2022) africanews. <https://www.africanews.com/2022/07/19/former-close-ally-of-president-tshisekedi-forms-own-party/ > τελευταία πρόσβαση στις 15/03/2023.

[3] Ibid, αριθμός 3.

[4] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50

[5] άρθρου 13 του περί Προσφύγων Νόμου 2000

[6] Gov Uk- Guidance Country policy and information note: opposition to the government, Democratic Republic of the Congo, November 2023 (accessible) Updated 14 November 2023 https://www.gov.uk/government/publications/democratic-republic-of-the-congo-country-policy-and-information-notes/country-policy-and-information-note-opposition-to-the-government-democratic-republic-of-the-congo-november-2023-accessible

 

 

[7] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th , UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf , HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo , UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf  και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/03/2024)

[8] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, YEAR 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2090468/2022yDemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/03/2024)

[9] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, THIRD QUARTER 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2090417/2022q3DemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 15/03/2024)

[10] ACLED (“Armed Conflict Location and Event Data Project”) για το διάστημα από 08/03/23-08/03/24, του Κογκό: https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard

[11] Kinshasa Population 2024: https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (τελευταία πρόσβαση στις 15/03/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο