ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

 

Υπόθεση Αρ.: 562/23

19 Μαρτίου, 2024

 

[ Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

M.M.M.

Αιτητής

 

ΚΑΙ

 

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ' ων η αίτηση

........

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Σ. Πιτσιλλίδου (κα), Δικηγόρος για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση

(Μ. Σταύρου (κα) για πιστή μετάφραση από τα Γαλλικά στα ελληνικά και αντίστροφα)

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. : Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 09.02.2023, η οποία του κοινοποιήθηκε την ίδια ημέρα, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμο.

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής είναι ενήλικος και διαθέτει την υπηκοότητα της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κογκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Στις 07.12.2022 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 13.01.2023 πραγματοποιήθηκε προφορική συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδιο λειτουργό του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο - EUAA (εφεξής «ο αρμόδιος λειτουργός»). Στις 20.01.2023 ο αρμόδιος λειτουργός ετοίμασε εισηγητική έκθεση  προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή εισηγούμενος την απόρριψη της αίτησης του για παροχή διεθνούς προστασίας. Ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στις 09/02/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 09/02/2023. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής δεν υποδεικνύει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας οποιαδήποτε νομική πλημμέλεια της επίδικης απόφασης παρά μόνο γίνεται καταγραφή γεγονότων. Συγκεκριμένα, ο Αιτητής κατέγραψε πως δεν μπορεί να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του διότι απειλείται από τα αδέλφια του, λόγω της περιουσίας που κληρονόμησε από τον πατέρα τους.

Οι Καθ' ων η Αίτηση υποστηρίζουν τη νομιμότητα της απόφασης του αρμόδιου οργάνου, ενώ ανέφεραν μέσω της Γραπτής Αγόρευσης ότι ο Αιτητής  δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή αντιλήψεων, όπως προβλέπεται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου. Οι Καθ' ων τονίζουν επιπλέον ότι ο Αιτητής ούτε με την προσφυγή του κατά της επίδικης απόφασης, ούτε με την γραπτή του αγόρευση κατάφερε να στοιχειοθετήσει οποιοδήποτε λόγο ακυρότητας και ότι δεν έχει αποσείσει το βάρος απόδειξης.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Κατόπιν των ως άνω, ενόψει της μη περίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε  «Κατόπιν αίτησης η οποία υποβάλλεται στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [.]» [αρ.11(3)(β)(α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018)] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητας της την προσβαλλόμενη απόφαση. Με βάση λοιπόν τα διαλαμβανόμενα στο αρ.146 (4) (α) του Συντάγματος - το οποίο ορίζει σχετικώς ότι το Δικαστήριο δύναται δια της αποφάσεως του «να τροποποιήσει εν όλω ή εν μέρει την απόφαση ή την πράξη, ως νόμος για Διοικητικό Δικαστήριο ήθελε ορίσει, νοουμένου ότι [.] είναι απόφαση αφορώσα σε διαδικασία διεθνούς προστασίας κατά το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης» - αλλά και το άρθρο 11 (3) (α) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (73(I)/2018) - όπου αναφέρεται ότι το Δικαστήριο «προβαίνει σε έλεγχο της νομιμότητας και ορθότητας αυτής, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής [.] τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν» - προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε σε πλήρη συμμόρφωση με τις σχετικές περί τούτου διατάξεις του Νόμου και της Οδηγίας και είναι δια τούτο επί της ουσίας ορθή. Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το επίδικο θέμα. Το  κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλή συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371,Motorways Ltd v Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).  

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκεινται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (Βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και όπως διαφαίνονται από τον διοικητικό φάκελο που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, παρατηρώ ότι  κατά την υποβολή του αιτήματος διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του διότι κινδυνεύει από τα αδέλφια του λόγω της περιουσίας που κληρονόμησε από τον πατέρα του (ερυθρά 1 ΔΦ).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης και σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε το 2000 στην πόλη Kinshasa της ΛΔΚ, όπου διέμεινε μέχρι την ηλικία των εννέα ετών, και κατόπιν εγκαταστάθηκε  στην Γκαμπόν μέχρι το έτος 2022 για να φοιτήσει στο σχολείο. Τον Αύγουστο του έτους 2022 επέστρεψε στην Kinshasa και στις 08/11/2022 εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, φτάνοντας στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 26/11/2022 δια μέσω της Τουρκίας. Αναφορικά με την εθνοτική του καταγωγή, ο Αιτητής δήλωσε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Tetela και ως προς το θρήσκευμά του δήλωσε Χριστιανός.

Σε σχέση με την πατρική του οικογένεια, δήλωσε ότι η μητέρα του ζει στην Kinshasa και ότι ο πατέρας του απεβίωσε το 2021. Σε σχέση με την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Ως προς το μορφωτικό του επίπεδο, ο Αιτητής δήλωσε ότι έχει φοιτήσει 12 χρόνια σε σχολείο, ενώ σε σχέση με το επάγγελμά του δήλωσε ότι ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής (ερυθρά 31-32 ΔΦ).

Σχετικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, o Αιτητής, κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησής του, δήλωσε ότι μετά τον θάνατο του πατέρα του το 2021, ο Αιτητής κληρονόμησε το 80% της περιουσίας του πατέρα του, ενώ το υπόλοιπο το κληρονόμησαν τα αδέλφια του. Στην συνέχεια, δήλωσε ότι τα αδέλφια του ήθελαν να πουλήσουν την κληρονομιά του πατέρα τους, ενώ ο ίδιος διαφωνούσε διότι η περιουσία θα τον βοηθούσε μελλοντικά. Γι’ αυτό το λόγο ανέφερε ότι τα αδέλφια του τον χτύπησαν και τον βασάνισαν.

Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός έκανε διευκρινιστικές ερωτήσεις στον Αιτητή. Σε ερώτηση του λειτουργού να περιγράψει την πρώτη φορά που δέχτηκε απειλές από τα αδέλφια του, ο Αιτητής δήλωσε ότι έλαβε τηλεφώνημα από τα αδέλφια του, και ότι τους εξήγησε πώς δεν θέλει να πουλήσει την κληρονομιά. (Βλ. ερυθ. 27 1Χ). Τότε τα αδέλφια του, σύμφωνα με τον ίδιο άρχισαν να τον απειλούν, λέγοντάς του
“αφού δεν μας ακούς, θα σου δείξουμε εμείς”.  Συνέχισε αναφέροντας ότι τον χτύπησαν και ότι ο ίδιος δεν μπορούσε να αντιδράσει, διότι τα αδέλφια του ήταν μεγαλύτερα (Βλ. ερυθ. 27). Επιπλέον, ανέφερε ότι την δεύτερη φορά που δέχτηκε απειλές, ο μεγαλύτερος αδελφός του, όντας μεθυσμένος, μετέβη στο σπίτι του Αιτητή και τον έσπρωξε στον τοίχο (βλ. ερυθ. 26).  Σε ερώτηση του λειτουργού για το αν κατήγγειλε τα περιστατικά στην αστυνομία, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν απευθύνθηκε στην αστυνομία ο ίδιος αλλά η μητέρα του. Ανέφερε επίσης ότι σε περίπτωση που δεχτεί να πουλήσει την περιουσία θα  σταματήσει να αντιμετωπίζει τα ίδια προβλήματα. Στη συνέχεια, κληθείς να προσδιορίσει το λόγο που δεν προχωράει σε πώληση της περιουσίας, ο Αιτητής ανέφερε ότι δεν έχει άλλο μέρος να μείνει μαζί με την μητέρα του, ότι δεν δουλεύει και ότι η περιουσία αυτή θα τον βοηθήσει στην χώρα του. 

Ερωτηθείς εάν πιστεύει ότι μπορεί να επιστρέψει στη ΛΔΚ και να εγκατασταθεί σε άλλη πόλη, ο Αιτητής απάντησε ότι δεν γνωρίζει κάποια άλλη πόλη. Ερωτηθείς εάν μπορεί να επιστρέψει στο Lubumbashi, απάντησε ότι δεν μπορεί, διότι η οικογένειά του δεν βρίσκεται εκεί. (ερυθρό 25 2Χ ΔΦ).

Ακολούθως, ο αρμόδιος λειτουργός διέκρινε δύο (2) ουσιώδεις ισχυρισμούς απορρέοντες από το αφήγημα του Αιτητή. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο οποίος και έγινε αποδεκτός. Ο δεύτερος ισχυρισμός του Αιτητή ωστόσο, ο οποίος συνίσταται στις δηλώσεις του περί του ότι κληρονόμησε το 80% της περιουσίας του πατέρα του το 2022 και ότι κινδυνεύει από τα αδέλφια του, έτυχε απόρριψης. Ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παρέχει επαρκείς λεπτομέρειες. Πιο συγκεκριμένα, ο λειτουργός έκρινε ότι ερωτηθείς ο Αιτητής να περιγράψει πώς τον βασάνισαν και τον χτύπησαν τα αδέλφια του, απάντησε με γενικό τρόπο και χωρίς λεπτομέρειες ότι τα αδέλφια του τον χτύπησαν και ότι ο ίδιος ήθελε να αμυνθεί αλλά δεν μπόρεσε διότι ήταν μικρότερος από αυτά. Στη συνέχεια, ο λειτουργός έκρινε ότι κατά την διάρκεια της αφήγησής του, επανέλαβε τα ίδια, ενώ κατά την περιγραφή της δεύτερης φοράς που δέχτηκε επίθεση από τα αδέλφια του, δεν παρείχε επαρκείς λεπτομέρειες για να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό του.

Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης και λόγω του ότι οι δείκτες αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή παρουσιάστηκαν καταφανώς αποδυναμωμένοι, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι ισχυρισμοί του Αιτητή ήταν γενικοί και ελλιπείς και ως εκ τούτου ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

Προχωρώντας στην  αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας βρέθηκε ότι οι διαφορές γης σε περιοχές που πλήττονται από συγκρούσεις θεωρούνται συχνά απειλή για την ασφάλεια, η οποία πρέπει να αντιμετωπιστεί με διαμεσολάβηση και ενίσχυση του κράτους δικαίου.  Επειδή η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή δεν θεμελιώθηκε, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του ως μη αξιόπιστο.

Υπό το φως του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, οι Καθ’ων η αίτηση συνήγαγαν κατά την αξιολόγηση κινδύνου, ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής δεν φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να κινδυνεύσει με σοβαρή βλάβη.

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, οι Καθ’ων η αίτηση κατέληξαν στο ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή σε ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά προβλέπονται από το άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου δεν δικαιούται προσφυγικό καθεστώς. Επιπλέον, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής δεν θα κινδυνεύσει με θανατική ποινή ή εκτέλεση σύμφωνα με το άρθρο 15(α) της Οδηγίας, ούτε ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία δυνάμει του άρθρου 15(β) της Οδηγίας.

Αναφορικά δε με το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν, ότι ο Αιτητής δεν θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό την έννοια του συγκεκριμένου άρθρου σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου, το ενδεχόμενο υπαγωγής του σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας απορρίφθηκε αφού στην Kinshasa η κατάσταση ασφαλείας αξιολογήθηκε ως σταθερή.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και, όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι οι ισχυρισμοί του σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον περί Προσφύγων Νόμο.

Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν κατάφερε να θεμελιώσει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τους λόγους που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, ούτε ως προς τον φόβο του σε περίπτωση επιστροφής του.

Στο εγχειρίδιο του EASO «Αξιολόγηση αποδεικτικών στοιχείων και αξιοπιστίας στο πλαίσιο του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου», αναφέρεται στην σελίδα 98, παράγραφος 4.5.3 ότι σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να γίνεται μια αντικειμενική και ισορροπημένη στάθμιση του κατά πόσον οι ισχυρισμοί του αιτητή αντικατοπτρίζουν αυτό που θα ήταν εύλογα αναμενόμενο από κάποιον με τις περιστάσεις του ο οποίος εκφράζει δια τούτων μια αληθινή προσωπική εμπειρία («Σε κάθε περίπτωση, απαιτείται ισορροπημένη και αντικειμενική αξιολόγηση του αν η αφήγηση του αιτούντος αντικατοπτρίζει την αφήγηση που αναμένεται από ένα πρόσωπο στην κατάσταση του αιτούντος το οποίο αφηγείται μια πραγματική προσωπική εμπειρία.»). Περαιτέρω, στην προηγούμενη σελίδα του εγχειριδίου, αναφέρεται ότι είναι γενικά εύλογο να αναμένεται ότι το αίτημα θα πρέπει να παρουσιάζεται τεκμηριωμένα και με επαρκείς λεπτομέρειες αλλιώς οι ελλείψεις αυτές στις λεπτομέρειες μπορεί να συνιστούν έλλειψη σχετικών στοιχείων («Η μη επαρκής παροχή λεπτομερειών μπορεί επίσης να ισοδυναμεί με αυτό που αναφέρεται στο άρθρο 4 παράγραφος 5 στοιχείο β) της ΟΕΑΑ (αναδιατύπωση) ως έλλειψη «λυσιτελών στοιχείων»»).

Εναπόκειται στον Αιτητή να υποβάλει το συντομότερο δυνατόν όλα τα στοιχεία που απαιτούνται για την τεκμηρίωση της αίτησης διεθνούς προστασίας και υποχρεούται να λάβει θετικά μέτρα για να υποστηρίξει την αίτησή του με πληροφορίες[1]. Ως έχει νομολογηθεί, ο Αιτητής πρέπει να καταβάλει ειλικρινή προσπάθεια να θεμελιώσει την αφήγηση του, ότι δηλαδή υπήρξε θύμα δίωξης στην χώρα καταγωγής του, ώστε να πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής του σε καθεστώς Διεθνούς Προστασίας. (βλ. WILLIAM CRISANTHA MAL FRANCIS KARUNARATHNA ν. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ κ.α, Υπόθεση Αρ. 1875/2008, 1 Μαρτίου 2010).  Ωστόσο δεν υπάρχει υποχρέωση προσκόμισης εγγράφων ή άλλων αποδείξεων προς υποστήριξη κάθε συναφούς πραγματικού περιστατικού που επικαλείται ο Αιτητής, εντούτοις οφείλει προσωπικά να συνεργάζεται για την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Εάν τα απαραίτητα στοιχεία της αίτησης δεν επιβεβαιωθούν κατά τη διαδικασία αξιολόγησης, το βάρος της τεκμηρίωσης της αίτησης το φέρει ο Αιτητής.

Λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου οι Καθ' ων η αίτηση έλαβαν υπόψη τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά τα οποία όμως δεν έγιναν αποδεκτά (αξιολόγηση της αξιοπιστίας) και βάση αυτών έκριναν στην συνέχεια ότι δεν υπάρχει πιθανότητα ο Αιτητής να υποβληθεί σε μεταχείριση που συνιστά δίωξη ή σοβαρή βλάβη (εκτίμηση κινδύνου). Ο βασικός λόγος για τον οποίο δεν έγινε δεκτό το αίτημα του Αιτητή περί δίωξης του ήταν το γεγονός της μη απόδειξης της αληθοφάνειας των βασικών ισχυρισμών του και του κλονισμού της αξιοπιστίας του, λόγω ουσιωδών αντιφάσεων, ελλείψεων και αδυναμιών οι οποίες εντοπίστηκαν στην συνέντευξη που έδωσε.

Περαιτέρω, λαμβάνω υπόψιν μου ότι ούτε και κατά την παρούσα διαδικασία ο Αιτητής  ήταν σε θέση να τεκμηριώσει τους βασικούς ισχυρισμούς του λεπτομερώς και παρέχοντας συγκεκριμένες πληροφορίες, αφού δεν επικαλέστηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, έστω και χωρίς να προσκομίσει τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που να του προκαλούν κατά τρόπο αντικειμενικώς αιτιολογημένο, φόβο δίωξης στη χώρα του για έναν από τους 5 λόγους που εξαντλητικά αναφέρει το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου (Βλ. επίσης νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, αποφάσεις αρ. 1093/2008, 817/2009 και 459/2010).

Ειδικότερα, έχοντας μελετήσει προσεκτικά  την συνέντευξη που διεξήχθη, την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, το υλικό που περιέχεται στον φάκελο της Υπηρεσίας Ασύλου και γενικότερα το υλικό το οποίο βρίσκεται ενώπιον μου, κρίνω ότι η Υπηρεσία Ασύλου προέβη σε επαρκή έρευνα όλων των ουσιωδών στοιχείων. Ο Αιτητής υπέβαλε ασαφείς, αόριστους και μη ευλογοφανείς ισχυρισμούς αναφορικά με τον λόγο που φέρεται να τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής.

Πρωτίστως, το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι ο ισχυρισμός του Αιτητή σχετικά με τα προσωπικά του στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του έγινε ορθώς αποδεκτός από τους Καθ’ων η αίτηση αφού οι δηλώσεις του κρίθηκαν σαφείς και οι πληροφορίες που πρόβαλε επιβεβαιώθηκαν και/ή εντοπίστηκαν σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός γίνεται αποδεκτός και από το παρόν Δικαστήριο.

Ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, παρατηρώ ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει τον πυρήνα του ισχυρισμού του καθώς, κατόπιν προσεκτικής μελέτης των πρακτικών της προσωπικής του συνέντευξης ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού αλλά και της κατάθεσής του κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, δεν αξιολογείται ότι αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα στην χώρα καταγωγής του. Καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση αναλύουν εκτενώς στην έκθεση/εισήγηση τους λόγους για του οποίους έκριναν τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη εσωτερικά αξιόπιστο, το Δικαστήριο επισημαίνει ως προς την αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών του, επιγραμματικά, ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει κανένα σκέλος του υπό εξέταση ισχυρισμού. Ειδικότερα, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς την πρώτη φορά που δέχτηκε επίθεση από τα αδέλφια του. Ο Αιτητής παρόλο που δήλωσε ότι δέχτηκε τηλεφωνική απειλή από τα αδέλφια του, στη συνέχεια αόριστα ανέφερε ότι τον χτύπησαν και ότι ο ίδιος ήθελε να αμυνθεί αλλά δεν μπόρεσε διότι ήταν μικρότερος από αυτά. Στη συνέχεια, περιγράφοντας την δεύτερη φορά που δέχτηκε επίθεση από τα αδέλφια του, έδωσε μια γενική απάντηση, αναφέροντας απλώς ότι ο αδελφός του όντας μεθυσμένος, τον έσπρωξε στον τοίχο. Σε κάθε περίπτωση, διαφαίνεται από τις δηλώσεις του Αιτητή, ότι δέχτηκε κυρίως προφορικές απειλές από τα αδέλφια του, οι οποίοι του ασκούσαν κυρίως λεκτική πίεση ούτως ώστε να τον αναγκάσουν να πουλήσει την περιουσία. Επιπλέον, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, η τελευταία φορά που δέχτηκε απειλή από τα αδέλφια του ήταν το Σεπτέμβριο του 2022, ενώ ο Αιτητής εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του, μετά από δύο μήνες, ήτοι τον Νοέμβριο του 2022. Επομένως συμπεραίνεται, ότι ο Αιτητής κατά το διάστημα αυτό, δεν διέτρεχε κάποιο κίνδυνο ή δίωξη που να τον ανάγκασε να εγκαταλείψει πιο νωρίς την χώρα καταγωγής του. Τα ανωτέρω περιστατικά, καθώς αγγίζουν τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή, θα ήταν αναμενόμενο να είναι σε θέση να περιγράψει με περισσότερη σαφήνεια και να παρέχει περισσότερες λεπτομέρειες. Σε ερώτηση του λειτουργού να εξηγήσει το λόγο που ο πατέρας του, του έδωσε το μεγαλύτερο ποσοστό της περιουσίας του, ο Αιτητής δήλωσε ότι είχε αναφέρει στον πατέρα του ότι η περιουσία είναι “θησαυρός’’ για εκείνον και ότι θα την κρατήσει, ενώ τα αδέλφια του ήθελαν να την πουλήσουν (Βλ. ερυθ. 27 1Χ). Ο ισχυρισμός αυτός είναι αόριστος και δεν φαίνεται ευλογοφανείς.  Τέλος, ο Αιτητής δεν απευθύνθηκε στις αρχές της χώρας του για να ζητήσει προστασία, εφόσον ισχυρίζεται ότι διατρέχει κίνδυνο από τα αδέλφια του. Ανέφερε απλώς αόριστα ότι η μητέρα του απευθύνθηκε στην αστυνομία για λογαριασμό του χωρίς αποτέλεσμα. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ομοίως με τους Καθ’ ων η αίτηση ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Όσον αφορά δε στην εξωτερική αξιοπιστία, δεν ανευρέθηκαν πηγές που να επιβεβαιώνουν τα περιστατικά, λόγω του προσωπικού χαρακτήρα της εν λόγω διαφοράς. Ωστόσο, το δικαστήριο προχώρησε σε έρευνα όσον αφορά την κληρονομική διαδοχή στην χώρα καταγωγής του Αιτητή. Ο Οικογενειακός Κώδικας της ΛΔΚ προβλέπει ότι οι κόρες και οι γιοι έχουν τα ίδια δικαιώματα στην κληρονομιά (άρθρα 758-761, 1987)[2]. Επιπλέον, ο Κώδικας απαγορεύει την αποκλήρωση και επιβάλλει πρόστιμα σε όσους τη διαπράττουν (νόμος 016-008, άρθρο 545). Ενώ αυτές οι προστασίες ισχύουν, οι εθιμικές και παραδοσιακές πρακτικές εξακολουθούν να εισάγουν διακρίσεις εις βάρος των γυναικών και των κοριτσιών σε περιπτώσεις κληρονομιάς (CEDAW, 2013), διότι θεωρούνται προσωρινά μέλη της οικογένειας επειδή μπορούν να παντρευτούν, ενώ οι γιοι θεωρούνται ως νόμιμοι διάδοχοι που θα συνεχίσουν την οικογενειακή γραμμή (USAID, 2012).

Από τις ανωτέρω πληροφορίες κρίνεται ότι οι δηλώσεις του Αιτητή ως προς την κληρονομική διαφορά που προέκυψε ανάμεσα στον ίδιο και στα αδέλφια του βρίσκει έρεισμα στις διαθέσιμες πηγές πληροφόρησης διότι αυτές επιβεβαιώνουν ότι τα τέκνα των θανούντων ατόμων δικαιούνται την γονική περιουσία των αποβιωσάντων γονέων τους. Παρόλα αυτά, το σκέλος του ισχυρισμού που αφορά τη δίωξη που ο Αιτητής φέρεται να υπέστη από τα αδέλφια του λόγω της ανωτέρω διαφοράς εμπίπτει στη σφαίρα των προσωπικών γεγονότων και δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο περαιτέρω έρευνας προς επιβεβαίωση του συνόλου του υπό εξέταση ισχυρισμού. Επί τη βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, το Δικαστήριο καταλήγει, ομοίως με τους Καθ΄ ων η αίτηση, στην απόρριψη του υπό εξέταση ισχυρισμού ως μη αξιόπιστου, καθώς, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, δεν κρίνεται ότι αντικατοπτρίζει βιωματικό περιστατικό.

Σε κάθε περίπτωση, οι ισχυρισμοί του Αιτητή περί κινδύνου λόγω ιδιωτικής διαφοράς με τα αδέλφια του, αφενός μεν δεν κρίθηκαν αξιόπιστοι, αφετέρου στοιχειοθετούν την έννοια της ιδιωτικής διαφοράς, οι δε ιδιωτικές διαφορές καταρχήν δεν σχετίζονται προς τους λόγους που προβλέπονται από τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 (δίωξη λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ή πολιτικών πεποιθήσεων) και δεν αποτελούν βάση για την αναγνώριση ενός προσώπου ως πρόσφυγα. Ούτως ή άλλως, ο Αιτητής θα μπορούσε να αναζητήσει προστασία από τις αρχές της χώρας καταγωγής του. Ούτε προκύπτει ότι η βλάβη που επικαλείται είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψης των επαπειλούμενων περιστατικών, ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων (βλ. άρθρο 3Γ Περί Προσφύγων Νόμου).

Συναφώς επισημαίνεται ότι  ούτε μπορεί να αναγνωριστεί στον Αιτητή «το ευεργέτημα της αμφιβολίας»[3] , όπως αυτό καθορίζεται στην παράγραφο 204 του Εγχειριδίου, για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων. Το ευεργέτημα της αμφιβολίας δίδεται μόνο εκεί όπου ο Αιτητής έχει υποβάλει όλα τα διαθέσιμα σε αυτόν στοιχεία σε σχέση με την αίτησή του/ης, τα οποία έχουν ελεγχθεί και, ο αρμόδιος λειτουργός ή/και ο Προϊστάμενος ικανοποιούνται ότι είναι γενικά αξιόπιστος/η[4]. Εν προκειμένω, ο Αιτητής  δεν τεκμηρίωσε είτε στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας είτε της παρούσας διαδικασίας οποιοδήποτε ειδικό ισχυρισμό περί δίωξης. Όπως έχει εξάλλου νομολογηθεί, κρίση επί της αξιοπιστίας αιτητή και έγερση κωλύματος έγκρισης αίτησης για το λόγο της αναξιοπιστίας ως προς τα προβαλλόμενα από τον αιτητή/τρια είναι επιτρεπτή. (Βλ. σχετικά απόφαση στην υπόθεση Amiri v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων κ.ά. (2009) 3 ΑΑΔ 358, καθώς και την απόφαση του Δικαστηρίου τούτου στην υπόθεση Khalil v. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 466/2010, 28.9.2012).

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας ο αρμόδιος λειτουργός του υπέβαλε επαρκείς ανοιχτού τύπου ερωτήσεις προκειμένου να καλυφθεί τόσο ο πυρήνας του αιτήματός του, όσο και τα επί μέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία, ενώ συνεργάστηκε με τον Αιτητή κατά το στάδιο του προσδιορισμού των συναφών στοιχείων της αιτήσεώς του[5]. Παράλληλα, οι Καθ’ων η αίτηση αξιολόγησαν επαρκώς και δεόντως τις δηλώσεις του Αιτητή, συνεκτιμώντας την ατομική του κατάσταση καθώς και τις προσωπικές του περιστάσεις, εκ των οποίων δεν ανέκυψε κάποιος παράγοντας ο οποίος θα μπορούσε να δικαιολογήσει την αδυναμία του να στοιχειοθετήσει τους ισχυρισμούς του κατά τρόπο που να παραπέμπουν σε βιωματικό περιστατικό. Συμπερασματικά, εξ όσων ο Αιτητής ανέφερε τόσο κατά τη διοικητική, όσο και κατά την παρούσα δικαστική διαδικασία, παρατηρώ ότι δεν προκύπτει ένα σαφές, συμπαγές και ευλογοφανές αφήγημα το οποίο να στοιχειοθετεί κατά τρόπο που να παραπέμπει σε βιωματικό περιστατικό τις πράξεις παρελθούσας δίωξης που ο Αιτητής δήλωσε ότι αντιμετώπισε στη χώρα καταγωγής αλλά συνίσταται σε ένα ασαφές συνονθύλευμα το οποίο στερείται αληθοφάνειας και νοηματικής συνοχής.

Στη βάση λοιπόν του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού και προς αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει και/ή να υποστεί οποιαδήποτε πράξη δίωξης ή να αντιμετωπίσει κίνδυνο σοβαρής βλάβης κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Ούτε άλλωστε έχει καταδικασθεί, συλληφθεί ή καταζητείται από τις αρχές της ΛΔΚ.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι σύμφωνα με το αρ.3 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) (στο εξής ο Νόμος) και αρ.2 (δ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ (στο εξής η Οδηγία), ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται «[.] πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής [.]». Σύμφωνα δε με το αρ.3Γ του Νόμου και αντίστοιχα αρ. 9 της Οδηγίας, η πράξη δίωξης η οποία προκαλεί βάσιμο φόβο καταδίωξης θα πρέπει να «είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο».

Η δίωξη ή η σοβαρή βλάβη που ανωτέρω αναφέρονται πρέπει να προέρχεται από τους φορείς δίωξης που αναφέρονται στα αρ.3 Α και 6 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα και να αποδειχθεί περαιτέρω ότι οι φορείς προστασίας που αναφέρονται στα αρ.3 Β και 7 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα δεν επιθυμούν ή δεν δύνανται να παρέχουν την απαιτούμενη προστασία κατά αυτών των πράξεων, αλλά και, στην περίπτωση ειδικά του πρόσφυγα, θα πρέπει να αποδειχθεί [βλ. αρ.4Γ(3) και 9(3) του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα] ότι υπάρχει συσχετισμός των λόγων που αναφέρονται στο αρ.3Δ και 10 του Νόμου και της Οδηγίας αντίστοιχα με τις πράξεις δίωξης, ήτοι αυτές να προκύπτουν για τους εκεί αναφερόμενους λόγους.

Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο καταλήγει ότι δεν προκύπτει στην περίπτωση του Αιτητή οποιοσδήποτε βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης στη χώρα καταγωγής του για κάποιον από τους πέντε (5) λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου, αφού η  Υπηρεσία Ασύλου στην έκθεση/εισήγηση, αξιολόγησε κάθε ισχυρισμό του και για τους λόγους που εκτενώς καταγράφηκαν στην εισήγησή της, εύλογα κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο Αιτητής δεν θα υποστεί δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην χώρα καταγωγής του, υπό την έννοια του άρθρου  3(1) του περί Προσφύγων Νόμου.

Συν τοις άλλοις, βάσει των στοιχείων του προφίλ του Αιτητής και των ισχυρισμών που ο ίδιος προώθησε, δεν πιθανολογείται ότι σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και δη στην Kinshasa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, όπως η εν λόγω έννοια ορίζεται στο άρ. 19 (2) του Περί Προσφύγων Νόμου.

Ειδικότερα, εκ των όσων παρατέθηκαν ανωτέρω, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο Αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(2) (α) και (β) του περί  Προσφύγων Νόμου, καθότι, ως αναφέρθηκε και ανωτέρω, δεν τεκμηριώνεται από τους ισχυρισμούς του παρελθούσα δίωξη, ούτε στοχοποίηση του από οποιονδήποτε κρατικό ή μη κρατικό φορέα. Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο .  Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω ότι συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς τους παράγοντες που δύνανται να ληφθούν υπόψιν ως προς την αξιολόγηση του συστατικού στοιχείου της αδιάκριτης βίας, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: το ΔΕΕ) επεσήμανε σε πρόσφατη απόφασή του ότι συνιστούν «[.]μεταξύ άλλων, η ένταση των ενόπλων συγκρούσεων, το επίπεδο οργάνωσης των εμπλεκομένων ενόπλων δυνάμεων και η διάρκεια της σύρραξης ως στοιχεία λαμβανόμενα υπόψη κατά την εκτίμηση του πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης, κατά την έννοια του άρθρου 15, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/95 (βλ. απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 2014, Diakité, C 285/12, EU:C:2014:39, σκέψη 35), καθώς και άλλα στοιχεία όπως η γεωγραφική έκταση της κατάστασης αδιάκριτης άσκησης βίας, ο πραγματικός προορισμός του αιτούντος σε περίπτωση επιστροφής στην οικεία χώρα ή περιοχή και οι τυχόν εκ προθέσεως επιθέσεις κατά αμάχων εκ μέρους των εμπόλεμων μερών.» (ΔΕΕ, C-901/19, ημερομηνίας 10.6.2021, CF, DN κατά Bundesrepublic Deutschland, σκέψη 43).

Περαιτέρω, ως προς τον προσδιορισμό του επιπέδου της ασκούμενης αδιάκριτης βίας, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (στο εξής: το ΕΔΔΑ) στην απόφασή του Sufi and Elmi (ΕΔΔΑ, απόφαση επί των προσφυγών  8319/07 και 11449/07, ημερομηνίας 28.11.2011, αξιολόγησε, διευκρινίζοντας ότι δεν κατονομάζονται εξαντλητικά, τη χρήση μεθόδων και τακτικών πολέμου εκ μέρους των εμπόλεμων πλευρών οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο αμάχων θυμάτων ή ευθέως στοχοποιούν αμάχους, εάν η χρήση αυτών είναι διαδεδομένη μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών, και, τελικά, τον αριθμό των αμάχων που έχουν θανατωθεί, τραυματιστεί και εκτοπιστεί ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης.

Όπως διευκρίνισε το ΔΕΕ «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζουσα βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές, οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας» (Βλ. Απόφαση στην υπόθεση C-465/07, Meki ElgafajiNoor Elgafaji κ. Staatssecretaris van Justitie,ημερ.17.2.2009). Ιδίως ως προς την εφαρμογή της αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας, το ΔΕΕ στην ως άνω απόφαση διευκρίνισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών της καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας».

Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιακρίτως ασκούμενης  βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης για τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί σε αυτήν και συγκεκριμένα στην ευρύτερη περιοχή της Kinshasa.

Kατόπιν έρευνας σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης ανευρέθη ότι δεν δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, αλλά μόνον στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ.[6]

H πιο πρόσφατη έρευνα της αυστριακής ACCORD που δημοσιεύτηκε στις 12 Απριλίου 2023 και αφορά όλο το έτος 2022, κάνει αναφορά στα περιστατικά ασφαλείας που έλαβαν χώρα στην επαρχία της Κινσάσα. Συγκεκριμένα, αναφέρθηκαν 100 περιστατικά στα οποία σκοτώθηκαν 20 άνθρωποι. Οι ακόλουθες τοποθεσίες ήταν μεταξύ των πληγεισών: Kinshasa, Kinshasa - Barumbu, Kinshasa - Binza Delvaux, Kinshasa - Camp Kokolo, Kinshasa - Djelo Binza, Kinshasa - Gombe, Kinshasa - Kasa-Vubu, Kinshasa - Kimbanseke, Kinshainsha - Kintasambosen, , Kinshasa - Limete, Kinshasa - Lingwala, Kinshasa - Maluku, Kinshasa - Masina, Kinshasa - Matadi Kibala, Kinshasa - Matete, Kinshasa - Ndjili Airport, Kinshasa - Ngaba, Kinshasa - Ngaliema, Menkao.[7] Το τελευταίο τετράμηνο του 2022 στην Κινσάσα αναφέρθηκαν 18 περιστατικά στα οποία σκοτώθηκαν 4 άτομα.[8]

Αναλύοντας τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 23/02/2023 έως 23/02/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshasa 60 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 70 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 7 περιστατικά μαχών (20 θάνατοι) και 31 περιστατικά ταραχών (2 θάνατοι)[9].  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται το 2023 σε περίπου 14.565.700 κατοίκους[10],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (70 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

Ως προς την κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας που δημοσιεύτηκε στις 27 Μαρτίου 2023 αναφέρει ότι σε ολόκληρη τη ΛΔΚ, το δικαίωμα στην ειρηνική συνάθροιση παρέμεινε η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Οι διοικητικές αρχές στην Κινσάσα, απαγόρευσαν παράνομα και συστηματικά όλες τις διαδηλώσεις που κρίθηκαν επικριτικές για τον Πρόεδρο Tshisekedi ή την κυβέρνησή του. Στις 21 Σεπτεμβρίου, μια ειρηνική διαδήλωση που οργανώθηκε από την Εθνική Ένωση Γιατρών στην Κινσάσα απαγορεύτηκε παράνομα από τον κυβερνήτη της πόλης και στη συνέχεια κατεστάλη από την αστυνομία με βαναυσότητα, με αποτέλεσμα αρκετοί διαδηλωτές να συλληφθούν και άλλοι να τραυματιστούν. Αν και ο υπουργός Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων κατήγγειλε το συγκεκριμένο περιστατικό, δεν ελήφθησαν συγκεκριμένα μέτρα για να ακυρωθεί η αυθαίρετη απαγόρευση του κυβερνήτη, να λογοδοτήσουν τόσο ο κυβερνήτης όσο και ο αστυνομικός διοικητής της Κινσάσα ή να παρασχεθεί στα θύματα πρόσβαση στη δικαιοσύνη και αποτελεσματικά ένδικα μέσα.[11] Σύμφωνα με την έκθεση του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ για τα ανθρώπινα δικαιώματα στη ΛΔΚ το 2022, υπήρξαν αναφορές για πολιτικούς κρατούμενους κατά τη διάρκεια του έτους, οι οποίοι αποτελούνταν κυρίως από άτομα που συνελήφθησαν βάσει της νομοθεσίας περί συκοφαντικής δυσφήμισης επειδή επέκριναν τις ενέργειες κυβερνητικών αξιωματούχων. Στα τέλη Ιουλίου και στις αρχές Αυγούστου, πολλά μέλη και υποστηρικτές του κόμματος της αντιπολίτευσης συνελήφθησαν στην Κινσάσα με ξεχωριστές κατηγορίες για συκοφαντική δυσφήμιση, δημόσια προσβολή και διάδοση ψευδών ειδήσεων.[12]

Βάσει των ανωτέρω ποσοτικών και ποιοτικών πληροφοριών, δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου και ως εκ τούτου, παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι Καθ’ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιόν τους προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση, η δε τελευταία κρίνεται ως επαρκώς αιτιολογημένη, ενώ το περιεχόμενό της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποία αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματος του Αιτητή (άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371). Η δυνατότητα αυτή υπάρχει όταν τα στοιχεία που βρίσκονται στο φάκελο του Δικαστηρίου συνδέονται με την απόφαση και αποκαλύπτουν του λόγους που οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Από τα στοιχεία του φακέλου θα πρέπει να μπορεί να λεχθεί ότι αυτά βρίσκονται αναπόφευκτα πίσω από την απόφαση που λήφθηκε (Ηλιόπουλος ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2452, ημερομηνίας 21.7.2000, Χρυστάλλα Συμεωνύδου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 911/93 κ.α., ημερ. 18.4.97).  

Από τους προβληθέντες ισχυρισμούς, δεκτός έγινε μόνο ο ισχυρισμός σχετικά με τα προσωπικά στοιχεία,  τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, πλην όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί να υπαχθεί στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση καθεστώς διεθνούς προστασίας. Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση  της Υπηρεσίας, ο Αιτητής δεν μπόρεσε να θεμελιώσει βάσιμο φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων με αποτέλεσμα να μη συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να της εκχωρηθεί προσφυγικό καθεστώς. Περαιτέρω, δεν συνέτρεχε κάποιος λόγος για να αναγνωρισθεί στο πρόσωπό του Αιτητή καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ και δη στην Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι επαρκώς αιτιολογημένη.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €1000 υπέρ των καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π



[1] Judgment of the Court (First Chamber), 22 November 2012 M. M. v Minister for Justice, Equality and Law υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[2]OECD Development Centre, διαθέσιμο σε: oecd-development-center-social-institutions-and-gender-index-drc-facts-2019.pdf (gcbhr.org)

[3] ΕΔΔΑ, J.K. και λοιποί κατά Σουηδίας, ό.π. υποσημείωση 20. Βλ. επίσης ΕΔΔΑ, απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2015, RH κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 4601/14, σκέψη 58· ΕΔΔΑ, απόφαση της 20ης Ιουλίου 2010, N κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 23505/09, σκέψη 53· ΕΔΔΑ, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2010, RC κατά Σουηδίας, προσφυγή αριθ. 41827/07, σκέψη 50.

[4] Άρθρο 13 του περί Προσφύγων Νόμου.

[5] M. Κατά Minister for Justice, Equality and Law Reform, Ιρλανδίας, Attorney General, C277/11 22ας Νοεμβρίου 2012 υποσημείωση 82, σκέψη 65.

[6] βλ. ενδεικτικά RULAC, Non-international Armed Conflicts in Democratic Republic of Congo, 13 April 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.rulac.org/news/drc-a-new-conflict-in-ituri-involving-the-cooperative-for-development-of-th , UN Security Council Resolutions για τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/un-documents/democratic-republic-of-the-congo/ , καθώς και το πλέον πρόσφατο ψήφισμα που υιοθετήθηκε στις 30/06/2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.securitycouncilreport.org/atf/cf/%7B65BFCF9B-6D27-4E9C-8CD3-CF6E4FF96FF9%7D/s_res_2641.pdf , HRW, Democratic Republic of Congo, Events of 2021, 13 January 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/democratic-republic-congo , UNHCR, Attacks by armed groups displace 20 000 civilians in eastern DRC, 16 July 2021, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.unhcr.org/news/briefing/2021/7/60f133814/attacks-armed-group-displace-20000-civilians-eastern-drc.html , USAID, Democratic Republic of the Congo – Complex Emergency, Fact Sheet #3, 13 May 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.usaid.gov/sites/default/files/documents/2022-05-13_USG_Democratic_Republic_of_the_Congo_Complex_Emergency_Fact_Sheet_3_0.pdf και CFA, Global Conflict Tracker, Center for Preventive Action, Instability in the Democratic Republic of Congo, last updated 03 August 2022, διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/02/2024)

[7] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, THIRD QUARTER 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2090417/2022q3DemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/02/2024)

[8] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin and Asylum Research and Documentation: DEMOCRATIC REPUBLIC OF CONGO, THIRD QUARTER 2022: Update on incidents according to the Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), 12 April 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2090417/2022q3DemocraticRepublicofCongo_en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/02/2024)

[9] Αccled, Kinshasa, reference period 23/02/2023 - 23/02/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 27/02/2024]

[10] Macrotrends, Kinshasa Population, 2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/02/2024)

[11] AI – Amnesty International: Amnesty International Report 2022/23; The State of the World's Human Rights; Democratic Republic Of The Congo 2022, 27 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089471.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/02/2024)

[12] USDOS – US Department of State: 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 27/02/2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο