ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                       

                                                                               Υπόθεση αρ. 60/2023

                                   

28 Μαρτίου 2024

 

[ Β. Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

                            Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

                                 1)  Ν. S. V. – (ARC 573XXX47) (μητέρα)

                                 2) M. W. -  (ανήλικο τέκνο)

 

Αιτητές

                                                     και 

                   Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

                                                                                                                                                                                                                                      Καθ' ων η αίτηση

  

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για τους Αιτητές

 

Σ. Σταύρου (κα) για Μ. Καρπούζη (κα), Δικηγόροι  για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση ημερ. 16/12/2022 η οποία της κοινοποιήθηκε στις 04/01/2023, με την οποία την πληροφορούν ότι απορρίφθηκε η διοικητική προσφυγή των Αιτητών κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου να απορρίψει το αίτημά της για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας, ως άκυρης, αντισυνταγματική, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος και αδικαιολόγητη, είναι αποτέλεσμα μη χρηστής διοίκησης, κατάχρησης εξουσίας, πλάνης και κακής εφαρμογής του Νόμου. Περαιτέρω αιτείται αντικατάστασή της προσβαλλόμενης με νέα επί της ουσίας απόφαση του Δικαστηρίου .

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Σύμφωνα με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων της Υπηρεσίας Ασύλου (στο εξής «Δ.Φ.Υ.Α.») και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (στο εξής «Δ.Φ.Α.Α.Π.»), οι Αιτητές είναι υπήκοοι Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (στο εξής «ΛΔΚ»), η δε Αιτήτρια αφίχθηκε παράνομα στην Κυπριακή Δημοκρατία στις 05/12/2015.  Στις 05/01/2016 η Αιτήτρια υπέβαλε αίτηση διεθνούς προστασίας. Στη συνέχεια, αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο (πρώην «E.A.S.O» και νυν «EUAA») πραγματοποίησε συνέντευξη με την Αιτήτρια στις 08/10/2018 και στις  01/11/2018 ετοίμασε Έκθεση - Εισήγηση με την οποία εισηγείτο την απόρριψη του αιτήματός των Αιτητών.  Στις 19/12/2018 ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος ασύλου της Αιτήτριας. Στις 05/02/2019 ετοιμάστηκε επιστολή από την Υπηρεσία Ασύλου προς την Αιτήτρια σχετικά με την απόρριψη της αίτησής της και αιτιολόγηση της απόφασης, η οποία επιδόθηκε και επεξηγήθηκε στην Αιτήτρια αυθημερόν.

Στις 11/02/2019 λήφθηκε από την Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων (εφεξής  «Α.Α.Π») διοικητική προφυγή κατά της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία στη συνέχεια, με απόφαση της Α.Α.Π. ημερομηνίας 17/12/2020, μεταφέρθηκε στην Υπηρεσία Ασύλου ούτως ώστε να εξεταστεί από τον Προϊστάμενο, ως να του έχει υποβληθεί ως ένσταση κατά της αρχικής αρνητικής του απόφασης.

Στις 15/12/2022 αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε έκθεση εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου επί της Διοικητικής Προσφυγής  της Αιτήτριας. Στη συνέχεια ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε την εισήγηση για απόρριψη της Διοικητικής Προσφυγής /  Ένστασης της Αιτήτριας στις 16/12/2022. Στις 04/01/2023 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή επί τη Διοικητικής Προσφυγής / Ένστασης της Αιτήτριας, η οποία παραλήφθηκε ιδιοχείρως και υπογράφηκε από την Αιτήτρια την ίδια ημέρα.

Στις 10/01/2023, η Αιτήτρια, δια του συνηγόρου που την εκπροσωπούσε αρχικώς, καταχώρησε την υπό εξέταση, υπ’ αριθ. 60/23 προσφυγή ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου προσβάλλοντας την από 16/12/2022 απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Δια της καταχώρησης του εισαγωγικού δικογράφου της, η Αιτήτρια δια του συνηγόρου που αρχικά την εκπροσωπούσε προώθησε αορίστως πλήθος λόγων ακυρώσεως της προσβαλλόμενης,  οι οποίοι ωστόσο τίθενται με γενικότητα και δεν εξειδικεύονται καθώς δεν αναφέρονται τα γεγονότα επί των οποίων βασίζονται.

Δια της γραπτής της αγόρευσης, η συνήγορος που η Αιτήτρια  διόρισε μετά την αποχώρηση του αρχικού της συνηγόρου από τη χειρισμό της εν λόγω υπόθεσης, η Αιτήτρια προωθεί ως μοναδικό ισχυρισμό προς ακύρωση της προσβαλλόμενης την έλλειψη δέουσας έρευνας εκ μέρους των Καθ΄ων η αίτηση. Συγκεκριμένα, η συνήγορος της Αιτήτριας υπεραμύνεται της αξιοπιστίας των ισχυρισμών που προέβαλε η Αιτήτρια ως προς τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, υποστηρίζοντας ότι οι Καθ’ ων η αίτηση παρέλειψαν να διερευνήσουν το φόβο που νιώθει η Αιτήτρια λόγω του ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής θα αντιμετωπίσει αντίποινα λόγω της άρνησής της να υποβληθεί σε εξαναγκαστικό γάμο από ένα μεγαλύτερο ηλικιακά άτομο με πολλές διασυνδέσεις στη χώρα καταγωγής σε συνδυασμό με την επικρατούσα εκεί κατάσταση ασφαλείας. Προσθέτει επίσης ότι η Αιτήτρια φέρει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής λόγω του ότι αποτελεί γυναίκα μόνη, στερούμενη οικογενειακού/υποστηρικτικού δικτύου, κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας και λόγω αυτού θα έπρεπε να της χορηγηθεί προσφυγικό καθεστώς ως μέλος ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας αφού οι αρχές της χώρας καταγωγής δεν δύνανται να της παράσχουν μόνιμη και αποτελεσματική προστασία.  Επικουρικώς, η συνήγορος της Αιτήτριας εγείρει ότι διαζευκτικά θα μπορούσε να εκχωρηθεί στην Αιτήτρια καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας χωρίς ωστόσο να προβαίνει σε περαιτέρω ανάλυση και υπαγωγή του εν λόγω ισχυρισμού στα πραγματικά περιστατικά της εν λόγω υπόθεσης.

Από την πλευρά τους οι Καθ' ων η Αίτηση αντιτάσσουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι καθόλα νόμιμη, λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης καθώς και ότι η επίδικη απόφαση είναι επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη και προϊόν δέουσας έρευνας. Υποβάλλουν περαιτέρω ότι όλοι οι λόγοι ακύρωσης που παρατίθενται στην αίτηση ακυρώσεως αλλά και στη γραπτή αγόρευση προβάλλονται κατά τρόπο γενικό, αόριστο και επιγραμματικό και εκλείπει η υπαγωγή των πραγματικών γεγονότων στους κανόνες που κατ' ισχυρισμό παραβιάζονται, κατά παράβαση του Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962. Γι' αυτό το λόγο υποβάλλουν ότι οι λόγοι ακύρωσης που προωθούν οι Αιτητές δεν μπορούν να εξεταστούν. 

Οι Καθ' ων η Αίτηση σημειώνουν επίσης ότι η Αιτήτρια υπήρξε αναξιόπιστη ως προς τους ισχυρισμούς της και δεν έχει κατορθώσει να αποσείσει το βάρος απόδειξης αυτών, και ως εκ τούτου υποβάλλουν ότι η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί καθώς δεν έχει στοιχειοθετηθεί φόβος δίωξης ή κίνδυνος σοβαρής βλάβης για την ίδια και/ή το ανήλικο τέκνο της σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής.

Δια της απαντητικής αγόρευσης της συνηγόρου της, η Αιτήτρια προωθεί ότι βάσει των ισχυρισμών της Αιτήτριας προκύπτει πράξη παρελθούσας δίωξης εις βάρος της και επομένως θα πρέπει το Δικαστήριο να την αναγνωρίσει ως πρόσφυγα ή να της χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας καθώς προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξής της ή κίνδυνος να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής.

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Καταρχάς θα πρέπει να τονιστεί ότι τα νομικά σημεία που εγείρονται στην αίτηση ακύρωσης της επίδικης προσβαλλόμενης απόφασης από τον συνήγορο που αρχικά εκπροσωπούσε την Αιτήτρια εγείρονται με γενικότητα και αοριστία. Η απλή καταγραφή κατά ιδιαίτερα συνοπτικό τρόπο στους λόγους ακυρώσεως της νομικής βάσης της προσφυγής δεν ικανοποιεί την επιτακτική ανάγκη του Κανονισμού 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, όπως οι νομικοί λόγοι αναφέρονται και εξειδικεύονται πλήρως.

Οι ισχυρισμοί για την ακύρωση μιας διοικητικής απόφασης πρέπει να είναι συγκεκριμένοι και να εξειδικεύουν ποια νομοθετική πρόνοια ή αρχή διοικητικού δικαίου παραβιάζεται. Περαιτέρω, δεν αρκεί η παράθεση των συγκεκριμένων διατάξεων της νομοθεσίας που κατ' ισχυρισμό παραβιάζει η προσβαλλόμενη πράξη, αλλά θα πρέπει επίσης τα επικαλούμενα νομικά σημεία να αιτιολογούνται πλήρως. Οποιαδήποτε αοριστία ή ασάφεια σε σχέση με αυτά μπορεί να έχει ως συνέπεια την απόρριψη της προσφυγής (βλ. Δημοκρατία ν. Shalaeva (2010) 3 AAΔ.598).

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση Latomia Estate Ltd. v. Δημοκρατίας (2001) 3 Α.Α.Δ. 672:

«Η αιτιολόγηση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζεται μια προσφυγή είναι απαραίτητη για την εξέταση από ένα Διοικητικό Δικαστήριο των λόγων που προσβάλλουν τη νομιμότητα μιας διοικητικής πράξης. [..]

Στην παρούσα περίπτωση η απλή επίκληση της παραβίασης συγκεκριμένων νόμων και Γενικών Διοικητικών Αρχών  χωρίς οποιαδήποτε συγκεκριμενοποίηση δεν είναι αρκετή.[.]»

Είναι ευδιάκριτο ότι οι νομικοί ισχυρισμοί της Αιτήτριας είναι με γενικότητα και αοριστία που παρατίθενται στη γραπτή και απαντητική αγόρευσή τους, καθώς ενώ επικαλούνται παραβιάσεις του Συντάγματος, του περί Προισφύγων Νόμου και των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου ελλείπει οποιαδήποτε επιχειρηματολογία υπέρ της αποδοχής των λόγων ακύρωσης.

Ως εκ τούτου, όλοι οι λόγοι ακύρωσης οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς στη γραπτή αγόρευση θεωρούνται νομολογιακά εγκατελειφθέντες και δεν δύνανται να τύχουν εξέτασης από το δικαστήριο. (Ηλιάδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1996) 4 ΑΑΔ 313, Λοΐζου Παντελής ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1994) 4 ΑΑΔ 663). Περαιτέρω οι νομικοί ισχυρισμοί που προβάλλονται με την απαντητική αγόρευση δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη εφόσον δεν προβλήθηκαν δια της  αγόρευση των αιτητών (βλ. απόφαση στην υπόθεση Αρ. 219/2014 του Διοικητικού Δικατηρίου ημερ. 9 Μαΐου 2017M.A.N.I ESTATES LTD κ.α., ) ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, ΜΕΣΩ 1. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥκαι ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ Η/ΚΑΙ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝE CLI:CY:DD:2017:175) απόσπασμα της οποίας παρατίθεται πιο κάτω:

"Θα πρέπει επίσης να επισημάνω ότι οι ως αμέσως ανωτέρω ισχυρισμοί των αιτητριών περί εκ μέρους της Διοίκησης υπέρβασης εξουσίας, καθώς και των ακραίων ορίων της διακριτικής της ευχέρειας, κατά παράβαση του άρθρου 48 του Νόμου 158(Ι)/1999 δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο, εφόσον, ναι μεν έχουν δικογραφηθεί, αλλά δεν αναπτύσσονται, ούτε καν αναφέρονται, στην αρχική γραπτή αγόρευση των αιτητών, παρά μόνο επαναφέρονται, ανεπίτρεπτα, από το δικηγόρο τους στην απαντητική του αγόρευση. Άμεσα σχετική με το ζήτημα είναι η πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Γεώργιος Π. Γεωργίου ν. Δήμος Πάφου, ECLI:CY:AD:2016:D403, Υποθ. Αρ. 1601/2011, ημερ. 9.8.2016, ECLI:CY:AD:2016:D403, ECLI:CY:AD:2016:D403, καθώς και η πιο πρόσφατη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου στην MARINA BOTA ν. Υπουργείου Εσωτερικών (Τμήμα Μετανάστευσης), Υποθ. Αρ. 1150/2015, ημερ. 12.1.2017, όπου είχα την ευκαιρία να εξετάσω παρόμοιο ζήτημα. Θα μπορούσε βεβαίως ο συνήγορος των αιτητών να υποβάλει προς το Δικαστήριο αίτημα για να καταχωρήσει συμπληρωματική γραπτή αγόρευση. Ουδέν, ωστόσο, έπραξε, παρά μόνο επέλεξε, ανεπίτρεπτα, να αναπτύξει νέους λόγους ακύρωσης δια της απαντητικής του γραπτής αγόρευσης.''

Υπο το φως των πιο πάνω  συμφωνώ με τη θέση των Καθ' ων η Αίτηση ως προς το ότι όλοι οι λόγοι ακύρωσης της Αιτήτριας εγείρονται με γενικότητα και αοριστία, δεδομένου ότι ελλείπει η οποιαδήποτε υπαγωγή στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, καθώς και η οποιαδήποτε επί της ουσίας τεκμηρίωση και διασαφήνιση του θεμελίου επί του οποίου οι εν λόγω ισχυρισμοί στηρίζονται, παραβιάζουν δε τον Κανονισμό 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 και απορρίπτονται ως νομικά εγκαταλειφθέντες.

Θα πρέπει παράλληλα να επισημανθεί ότι, σύμφωνα με τον περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση και επί της ουσίας και όχι μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. 

Το γεγονός αυτό, οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά εμπίπτει στις προϋποθέσεις του άρθρου 11 του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(Ι)/2018), οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου νομιμότητας και ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης εφόσον αιτηθεί ο Αιτητής και δικογραφήσει τους ισχυρισμούς του δικονομικά ορθά. .

Το δε Δικαστήριο, στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU V Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουάριου, 2010).

Περαιτέρω όπως εξηγήθηκε στην υπόθεση Πολυξένη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 606/91, ημερομηνίας 22.9.92, στις σελ. 2-3: «Το τι αποτελεί επαρκή έρευνα, εξαρτάται από τα γεγονότα και περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Knai v. The Republic (1987) 3 C.L.R. 1534). Η έκταση της έρευνας, που ένα διοικητικό όργανο διεξάγει για τη λήψη απόφασης, εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και η Ε.Δ.Υ, έχει διακριτική ευχέρεια επιλογής του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων (Δημοκρατία ν. Γιαλλουρίδη και Άλλων, Αναθεωρητικές Εφέσεις 868, 869, ημερομηνίας 13/12/90).)».

Ενόψει των πιο πάνω, θα εξετάσω την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, κυρίως των όσων η Αιτήτρια δήλωσε με την αίτησή της για διεθνή προστασία, κατά τη διάρκεια της συνέντευξής της, με την ιεραρχική προσφυγή όσο και όσα προβάλλονται με την παρούσα Προσφυγή και τα όσα το προέκυψαν από την ανεξάρτητη έρευνα στην οποία προέβη το παρόν Δικαστήριο. 

Όπως καταδεικνύεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου της Υπηρεσίας Ασύλου, κατά την υποβολή της αίτησής της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι η ζωή της ίδιας και του εμβρύου που τότε κυοφορούσε βρισκόταν σε κίνδυνο καθώς τα ξαδέρφια της την ανάγκασαν να παντρευτεί ένα άνδρα ηλικίας 71 ετών, οποίος διέθετε πολλά χρήματα και 4 συζύγους. Η Αιτήτρια όμως διέφυγε από τον εν λόγω άνδρα, ωστόσο εκείνος την αναζητούσε διότι είχε δώσει πολλά χρήματα στα ξαδέρφια της (βλ. ερυθρά 1 και 6 Δ.Φ.Υ.Α.).

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής της συνέντευξης και σε σχέση με τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa, πρωτεύουσα της χώρας καταγωγής. Αναφορικά με την εθνοτική της ταυτότητα, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ανήκει στην εθνοτική ομάδα Bas-Congo και ως προς το θρήσκευμά της δήλωσε Χριστιανή Προτεστάντης. Ως προς την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο μεν πατέρας της απεβίωσε, η δε μητέρα της εξακολουθεί να διαμένει στην Kinshasa, επί της οποίας εξακολουθούν να διαμένουν τα 9 αδέρφια της. Διαθέτει επίσης και μια ακόμη αδερφή η οποία διαμένει στο Βέλγιο. H Αιτήτρια προσδιόρισε ότι βρίσκεται σε επικοινωνία με τα μέλη της οικογένειάς της στη χώρα καταγωγής και διατηρούν καλές σχέσεις. Σε σχέση με την οικογενειακή της κατάσταση, η Αιτήτρια δήλωσε έγγαμη, μητέρα δύο ανήλικων τέκνων. Υπέβαλε δε ότι ο σύζυγός της διαμένει στη Γαλλία,  ένα εκ των τέκνων της διαμένει στο Βέλγιο με την αδερφή της και το δε δεύτερο τέκνο της (ανήλικο τέκνο παρούσας υπόθεσης) διαμένει μαζί της καθώς γεννήθηκε στην Κύπρο το 2016. Αναφορικά με το μορφωτικό της επίπεδο, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ολοκλήρωσε τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή της και ακολούθως φοίτησε σε κολέγιο για δύο χρόνια, ενώ σε σχέση με την εργασιακή της εμπειρία δήλωσε ότι ουδέποτε εργάστηκε στη χώρα καταγωγής διότι έμεινε έγκυος (βλ. ερυθρά 48 – 44 Δ.Φ.Υ.Α.).

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, κατά το στάδιο της ελεύθερης αφήγησής της η Αιτήτρια δήλωσε ότι μετά το θάνατο του πατέρα της, κάποιοι εκ των ξαδέρφων του ήθελαν να την εξαναγκάσουν να παντρευτεί ένα ηλικιωμένο, πλην ευκατάστατο άνδρα, ο οποίος ήδη διέθετε άλλες τέσσερεις συζύγους. Προέβαλε δε ότι η ίδια, η μητέρα της και κάποιοι άλλοι θείοι της δεν επιθυμούσαν την τέλεση του εν λόγω γάμου, καθώς δέχτηκαν την προίκα από το σύζυγο της Αιτήτριας και πατέρα των δύο ανήλικων τέκνων της. Η Αιτήτρια δήλωσε ότι ο σύζυγός της επέστρεψε στη χώρα καταγωγής από τη Γαλλία, παντρεύτηκαν και την άφησε έγκυο. Ακολούθως όμως ο ηλικιωμένος άνδρας τον οποίον προόριζαν για σύζυγό της Αιτήτριας τα έτερα ξαδέρφια του θανούντος πατέρα της θύμωσε γιατί είχε ήδη δώσει χρήματα σε αυτούς και επειδή είχε μεγάλη επιρροή ήθελε να παντρευτεί την Αιτήτρια αναγκαστικά. Ως εκ τούτου η Αιτήτρια φυγαδεύτηκε στην οικία ενός φίλου της, ο οποίος την ενημέρωσε ότι ο πατέρας του ήταν ισχυρός και θα μπορούσε να τη βοηθήσει να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της  (βλ. ερυθρά 43 – 42 Δ.Φ.Υ.Α.).

Προχωρώντας στη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός το διαχώρισε σε θεματικές υποβάλλοντας στην Αιτήτρια περαιτέρω διευκρινιστικές ερωτήσεις. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια αρχικά υποβλήθηκε σε διευκρινιστικές ερωτήσεις αναφορικά με τις συνθήκες υπό τις οποίες τα ξαδέρφια του πατέρα της θέλησαν να την αναγκάσουν να παντρευτεί τον αναφερόμενο ηλικιωμένο, ευκατάστατο άνδρα. Της τέθηκαν λοιπόν ερωτήσεις ως προς τον τρόπο που ενημερώθηκε αναφορικά με τις προθέσεις και διευθετήσεις των ξαδέρφων του πατέρα της με τον ανωτέρω άνδρα, την προίκα που αυτός φέρεται να πλήρωσε στους θείους της και  τι συνέβη μετά την άρνησή της να παντρευτεί τον εν λόγω άνδρα. Καθώς η Αιτήτρια δήλωσε ότι στη συνέχεια η μητέρα της και τα έτερα ξαδέρφια του πατέρα της τη βοήθησαν να παντρευτεί τελικά το σύντροφό της και πατέρα των ανήλικων τέκνων της, η Αιτήτρια υποβλήθηκε σε ερωτήσεις αναφορικά με τα προβλήματα που φέρεται να αντιμετώπισε από τον ηλικιωμένο, ευκατάστατο άνδρα μετά το γάμο της. Έχοντας αποσαφηνίσει ότι τα προβλήματα που αντιμετώπισε από τον ηλικιωμένο άνδρα συνίσταντο αποκλειστικά σε δύο περιστατικά κατά τα οποία φέρεται να παρακολουθείτο από ένα Jeep στο οποίο επέβαιναν στρατιώτες, οι Αιτήτρια ρωτήθηκε εάν αντιμετώπισε κάποιο άλλο πρόβλημα και της ζητήθηκε να προσδιορίσει το λόγο για τον οποίο συνέδεσε τις φερόμενες παρακολουθήσεις της με τον ηλικιωμένο άνδρα. Ακολούθως ζητήθηκε από την Αιτήτρια να παραθέσει στοιχεία αναφορικά με τον εν λόγω άνδρα, καθώς και να σχολιάσει περαιτέρω τις δηλώσεις της περί του ότι ο συγκεκριμένος άνδρας ήταν πολύ ισχυρός (βλ. ερυθρά 42 – 40 Δ.Φ.Υ.Α.).

 

Ερωτηθείσα αν εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής για κάποιο άλλο λόγο, η Αιτήτρια αποκρίθηκε καταφατικά, εξηγώντας ότι εκ των λόγων που αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής αποτέλεσε η επικρατούσα κατάστασης ασφαλείας, προβάλλοντας ότι στην Kinsahsa δραστηριοποιείται η συμμορία Kulunas και ως εκ τούτου φοβόταν μη στοχοποιηθεί. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια ρωτήθηκε αν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα που να συνδέεται με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa και απάντησε αρνητικά (βλ. ερυθρό 39 Δ.Φ.Υ.Α.).

Ερωτηθείσα τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια δήλωσε ότι φοβάται για την ίδια και το ανήλικο τέκνο της γιατί στη χώρα καταγωγής δεν επιβάλλεται ο νόμος και επικρατεί ανασφάλεια. Προσέθεσε δε ότι ο ηλικιωμένος άνδρας τον οποίον προόριζαν για σύζυγό της  διαθέτει χρήματα και θα στείλει τους στρατιώτες του να της προκαλέσουν κακό (βλ. ερυθρό 42 Δ.Φ.Υ.Α.).

Υπό το φως των ως άνω πληροφοριών, ως αυτές προκύπτουν από το πρακτικά της συνέντευξης της Αιτήτριας και τα λοιπά στοιχεία του διοικητικού φακέλου, ο αρμόδιος λειτουργός που εισηγήθηκε την αρχική απόρριψη του αιτήματος της Αιτήτριας σχημάτισε στην εισήγησή του 3 ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αφορά τα στοιχεία του προσωπικού προφίλ της Αιτήτριας, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της. Ο δεύτερος αφορά τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής γιατί αντιμετώπισε προβλήματα από τον ηλικιωμένο άνδρα με τον οποίο κάποιοι εκ των ξαδέρφων του θανούντος πατέρα της θέλανε να την εξαναγκάσουν να παντρευτεί και ο τρίτος ισχυρισμός της συνίσταται στις δηλώσεις της περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω της γενικής κατάστασης ασφαλείας που επικρατεί στην Kinshasa.

Ο πρώτος ισχυρισμός της Αιτήτριας έγινε αποδεκτός καθώς οι σχετικές της δηλώσεις κρίθηκαν μεν σαφείς και ακριβείς, επιβεβαιώθηκαν δε από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και/ή χαρτογράφησης.

Αντιθέτως, ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός της Αιτήτριας έτυχε απόρριψης καθώς οι σχετικές της δηλώσεις ήτο ασαφείς, αόριστες και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας. Συγκεκριμένα, η Αιτήτρια αρχικά δεν ήταν σε θέση να παράσχει στοιχεία και/ή λεπτομέρειες αναφορικά με το προφίλ του ηλικιωμένου άνδρα με τον οποίο κάποιοι εκ των ξαδέρφων του θανούντος πατέρα της θέλανε να την αναγκάσουν να παντρευτεί, καθώς επέδειξε άγνοια τόσο ως προς το όνομά του όσο και ως προς το επάγγελμά του, προσθέτοντας χωρίς ευλογοφάνεια ότι ουδέποτε τον γνώρισε δια ζώσης (βλ. ερυθρό 40 2Χ Δ.Φ.Υ.Α.). Θεώρησε δε ο αρμόδιος λειτουργός ότι η Αιτήτρια θα έπρεπε να είναι σε θέση να παράσχει περισσότερες πληροφορίες ως προς το πρόσωπο εξαιτίας του οποίου φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής. Ζητηθείσα άλλωστε να αποσαφηνίσει πως περιήλθαν εις γνώση της οι ελάχιστες πληροφορίες που γνωρίζει για τον εν λόγω άνδρα καθώς και το ότι τα ξαδέρφια του πατέρα της θέλαν να την εξαναγκάσουν να τον παντρευτεί, η Αιτήτρια προέβαλε ασαφώς ότι οι εν λόγω πληροφορίες περιήλθαν εις γνώση της μέσω του ξαδέρφου της Jacque δηλώνοντας ότι ουδέποτε συνάντησε τον ηλικιωμένο άνδρα τον με τον οποίο θέλαν να την παντρέψουν αναγκαστικά (βλ. ερυθρό 40 3Χ, 4Χ, 7Χ, 6Χ Δ.Φ.Υ.Α.)

Ακολούθως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκή στοιχεία και/ή λεπτομέρειες αναφορικά με τα δύο περιστατικά κατά τα οποία δήλωσε ότι παρακολουθείτο από ένα jeep, το οποίο σύμφωνα με δικές της δηλώσεις άνηκε στον ανωτέρω άνδρα και εντός του οποίου επέβαιναν στρατιώτες. Ο αρμόδιος λειτουργός προέβαλε ότι θα αναμενόταν ευλόγως από την Αιτήτρια να είναι σε θέση να στοιχειοθετήσει τον ισχυρισμό της περί του ότι το εν λόγω όχημα άνηκε στον ηλικιωμένο άνδρα ο οποίος προοριζόταν για σύζυγός της, πλην όμως όταν αυτό ζητήθηκε από την Αιτήτρια, εκείνη προέβαλε χωρίς συνοχή ότι, σύμφωνα με τα λεγόμενα του ξαδέρφου της Jacque, ο εν λόγω άνδρας είχε διασυνδέσεις με την κυβέρνηση (βλ. ερυθρό 44 1Χ Δ.Φ.Υ.Α.), χωρίς ουσιαστικά να προβάλει άλλο λόγο για τον οποίο πιστεύει ότι το εν λόγω όχημα άνηκε στον ηλικιωμένο άνδρα ο οποίος προοριζόταν για σύζυγός της, πλην των λεγομένων του ξαδέρφου της.

Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο ο εν λόγω ηλικιωμένος άνδρας θα ενδιαφερόταν ακόμα για το πρόσωπό της, δεδομένου ότι η ίδια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και έκτοτε δεν υπάρχει κάποια άλλη ένδειξη ότι ο εν λόγω άνδρας την αναζητά. Όταν μάλιστα της ζητήθηκε να εξηγήσει γιατί πιστεύει ότι ο εν λόγω άνδρας την αναζητά ακόμη, η Αιτήτρια αποκρίθηκε επιφανειακά ότι οι άνθρωποι στη χώρα καταγωγής της είθισται να ζητούν εκδίκηση (βλ. ερυθρό 38 1Χ Σ.Φ.Υ.Α.), απάντηση η οποία κρίθηκε ασαφής και ανεπαρκής.

Ακολούθως ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τις δηλώσεις της Αιτήτριας αναφορικά με τις ενέργειες των ξαδέρφων του πατέρα της που αποσκοπούσαν στον αναγκαστικό της γάμο με τον ηλικιωμένο άνδρα ήτο συνεκτικές, καθώς η Αιτήτρια δήλωσε ότι  οι θείοι θα επωφελήθηκαν οικονομικά από τον εν λόγω άνδρα (βλ. ερυθρό 41 1Χ, 2Χ, 6Χ Δ.Φ.Υ.Α.), παρόλα αυτά δεν ήταν σε θέση να στοιχειοθετήσει οποιαδήποτε πράξη παρελθούσας δίωξης εις βάρος της ή εις βάρος των μελών της οικογένειάς της αφού η ίδια αρνήθηκε την τέλεση του εν λόγω γάμου. Τουναντίον, η Αιτήτρια στηρίχθηκε από τη μητέρα της και τους έτερους θείους της και τελικά παντρεύτηκε το σύντροφό της και πατέρα των ανήλικων τέκνων της (βλ. ερυθρό 41 4Χ, 5Χ Δ.Φ.Υ.Α.).

 

Βάσει όλων των ανωτέρω, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά μη αξιόπιστος.

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας δε δύνατο να διασταυρωθούν από εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και προχώρησε στην εν συνόλω απόρριψή του ως μη αντικατοπτρίζουσες βιωματική εμπειρία της Αιτήτριας, βασιζόμενος αποκλειστικά στην αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεών της.

Ο δε τρίτος ισχυρισμός της Αιτήτριας έτυχε αποδοχής. Ειδικότερα, κατά τη σύντομη αξιολόγηση της εσωτερικής αξιοπιστίας των αντίστοιχων δηλώσεων της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τις δηλώσεις της ήταν σαφείς καθώς εκείνη δήλωσε ότι στην Kinshasa δραστηριοποιείται η συμμορία Kulunas, τα νεαρά μέλη της οποίας χρησιμοποιούν βία και προκαλούν εντάσεις στη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρό 39 7Χ Δ.Φ.Υ.Α.). Βάσει των ανωτέρω ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τις δηλώσεις της Αιτήτριας ως εσωτερικά αξιόπιστες.

Σε σχέση με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε ότι στη χώρα καταγωγής δραστηριοποιούνται ένοπλες ομάδες, στη δε Kinshasa δραστηριοποιείται η συμμορία Kulunas, μέλη της οποίας δημιουργούσαν προβλήματα με αποτέλεσμα το 2013 να λάβει χώρα η ένοπλη επιχείρηση Likofi με σκοπό την καταστολή της δραστηριότητας αντίστοιχων συμμοριών. Ως εκ τούτου, ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εξωτερικά αξιόπιστος.

 

Καταληκτικά, καθώς ο υπό εξέταση ισχυρισμός κρίθηκε ως εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστος, έγινε εν τέλει δεκτός στο σύνολό του.

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τους δύο δεκτούς ισχυρισμούς  της Αιτήτριας που αφορούν το προφίλ και τη χώρα καταγωγής της ίδιας και του ανήλικου τέκνου της, καθώς και αυτόν που αφορά την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τα ακόλουθα. Ο εκπεφρασμένος φόβος της Αιτήτριας που συνδέεται τον ηλικιωμένο άνδρα με τον οποίο οι ξάδερφοι του πατέρα της θέλαν να την εξαναγκάσουν να παντρευτεί κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος καθώς ο σχετικά συνδεόμενος ισχυρισμός της απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος. Σε σχέση με τον φόβο της Αιτήτριας που συνδέεται με την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ελλείψει οιασδήποτε πράξης παρελθούσας δίωξης εις βάρος της Αιτήτριας, δε συντρέχουν λόγοι εκ των οποίων μπορεί να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa, η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της θα αντιμετωπίσουν  πράξεις δίωξης ή κίνδυνο σοβαρής βλάβης. Καταληκτικά, ο φόβος της Αιτήτριας κρίθηκε ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος στο σύνολό του. 

Προχωρώντας ακολούθως στη Νομική Ανάλυση, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν υπάρχει εύλογος βαθμός πιθανότητας η Αιτήτρια και/ή τον ανήλικο τέκνο της να απειληθούν στη χώρα καταγωγής τους και δεν υπάρχει βάσιμος φόβος δίωξης, υπό την έννοια του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου. Ως προς το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, ο λειτουργός έκρινε ότι, υπό την έννοια των Άρθρων 19 (1) και (2) του Νόμου, δεν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι να πιστεύεται ότι εάν επιστρέψουν η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της στη χώρα καταγωγής τους, θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο θανατικής ποινής ή εκτέλεσης, βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης ή τιμωρίας αλλά ούτε και σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής τους ως άμαχοι πολίτες λόγω αδιάκριτης βίας, αφού σύμφωνα με αντληθείσες πληροφορίες στην Kinshasa δεν επικρατούν συνθήκες διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.

Με βάση την πιο πάνω εισηγητική έκθεση, ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου απέρριψε την αίτηση της Αιτήτριας για διεθνή προστασία. Εναντίον της εν λόγω απορριπτικής απόφασης, η τελευταία καταχώρησε εμπρόθεσμα στην Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων διοικητική προσφυγή.  Στο σχετικό έντυπο της διοικητικής προσφυγής, η Αιτήτρια δήλωσε ότι προσέβαλλε την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου διότι δεν συμφωνούσε με το αποτέλεσμά της (βλ. σχετικά 90 και 97 Δ.Φ.Α.Α.Π.).

Ένεκα της κατάργησης της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, η διοικητική προσφυγή της Αιτήτριας εξετάστηκε ως ένσταση από την Υπηρεσία Ασύλου, η οποία κάλεσε την Αιτήτρια όπως παρουσιαστεί ενώπιόν της προκειμένου να προβεί σε επικαιροποίηση των στοιχείων της και να της επιδοθεί η επιστολή ημερομηνίας 25/10/2022, με την οποία ενημερώθηκε ότι έχει το δικαίωμα να προσκομίσει τυχόν πρόσθετα υποστηρικτικά της αίτησής της στοιχεία και/ή λόγους ένστασης. Η επιστολή επεξηγήθηκε στην Αιτήτρια και κατά την επίδοσή της η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να προσκομίσει πρόσθετα στοιχεία/λόγους ένστασης πέραν αυτών που βρισκόταν ήδη στο φάκελό της.

Ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου στην εισηγητική του έκθεση, περιέγραψε με λεπτομέρεια τα διαδικαστικά θέματα σχετικά με την εξέταση της αίτησης των Αιητών, παρέθεσε με λεπτομέρεια τους ισχυρισμούς τους ως αυτοί προέκυψαν μέσα από την αίτησή της Αιτήτριας για διεθνή προστασία και της  συνέντευξής της, στη δε συνέχεια κατέγραψε τα ουσιώδη σημεία της έκθεσης - εισήγησης στη βάση της οποίας απορρίφθηκε η αίτηση των Αιτητών.

 

Εξετάζοντας την ένσταση των Αιτητών επί της ουσίας, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά συντάχθηκε με διάκριση των ουσιωδών ισχυρισμών των Αιτητών όπως αυτοί διακρίθηκαν στην απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στη βάση της συνεντεύξεως της Αιτήτριας. Ως εκ τούτου, οι ισχυρισμοί που διακρίθηκαν  συνίσταντο 1) στα στοιχεία του προσωπικού προφίλ της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της, 2) στις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι αντιμετώπισε προβλήματα από τον ηλικιωμένο άνδρα στον οποίο είχε δοθεί η υπόσχεση ότι θα παντρευτεί και  3) στο ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας στην Kinshasa.  

Ο πρώτος ισχυρισμός της Αιτήτριας έγινε δεκτός, αφού οι δηλώσεις της κρίθηκαν μεν σαφείς και λεπτομερείς, ενώ δεν προέκυψαν περί του αντιθέτου στοιχεία. Προσέθεσε ωστόσο o αρμόδιος λειτουργός, ότι συστατικά στοιχεία του εν λόγω ισχυρισμού δύνανται να αποτελούν και έτερα προσωπικά στοιχεία της Αιτήτριας, όπως οι δηλώσεις της σχετικά με την οικογενειακή της κατάσταση, το μορφωτικό της επίπεδο και η ισχυρή παρουσία υποστηρικτικού δικτύου στον τόπο τελευταίας διαμονής της, ήτοι στην Kinshasa.

Ο δεύτερος ισχυρισμός της Αιτήτριας έτυχε απόρριψης αν και εντοπίστηκαν κάποιες παραλήψεις εκ μέρους του αρμόδιου λειτουργού που εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος των Αιτητών. Σε σχέση με την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός συντάχθηκε με την απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού κατά την απορριπτική απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου επειδή οι δηλώσεις και απαντήσεις της Αιτήτριας αναφορικά με τις δύο φερόμενες παρακολουθήσεις της από ένα jeep ήταν γενικόλογες και ασαφείς, σημείωσε όμως ότι οι εν λόγω δηλώσεις δεν ήταν στερούμενες συνοχής. Παρατήρησε επίσης ότι η κρίση του αρμόδιου λειτουργού περί του ότι η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει για ποιο λόγο θα την αναζητούσε ξανά ο ηλικιωμένος άνδρας στον οποίο δόθηκε η υπόσχεση ότι θα τον παντρευτεί, δεν εντάσσεται στα πλαίσια της αξιολόγησης της αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού αλλά αποτελεί αντικείμενο διερεύνησης που αφορά το μεταγενέστερο στάδιο της αξιολόγησης του κινδύνου που ενδεχομένως οι Αιτητές θα αντιμετωπίσουν σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής.  

Σε σχέση με την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι θα έπρεπε να έχουν παρατεθεί επιπλέον πηγές που αναφέρονται στην έκταση της εφαρμογής της πρακτικής του αναγκαστικού γάμου στη χώρα καταγωγής.

Στη συνέχεια ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι ο εισηγούμενος την απόρριψη του εν λόγω ισχυρισμού λειτουργός παρέλειψε να καταγράψει και να αξιολογήσει την αντίφαση που προέκυψε ανάμεσα στην υποβολή της αρχικής αίτησης της Αιτήτριας και τα όσα αυτή προέβαλε στην προφορική της συνέντευξη. Ειδικότερα, αν και η Αιτήτρια κατά την υποβολή του αιτήματός της δήλωσε ότι οι ξάδερφοι του πατέρα της ήθελαν να την παντρέψουν, κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης δήλωσε ότι μόνο ένας θείος της προσπάθησε να την πείσει για να το πράξει, οι δε υπόλοιποι θείοι της καθώς και η μητέρα της στήριξαν την απόφασή της να παντρευτεί το νυν σύζυγό της και πατέρα των ανήλικων τέκνων της. Η συγκεκριμένη αντίφαση κρίθηκε ότι αποδυναμώνει περαιτέρω την αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας.

Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο εισηγούμενος την απόρριψη του συγκεκριμένου ισχυρισμού λειτουργός ορθώς τον εξέτασε και τον απέρριψε καθώς η Αιτήτρια ουδέποτε συνάντησε, μίλησε ή έλαβε απειλές από τον φερόμενο ως διώκτη της, τα δε φερόμενα ως περιστατικά καταδίωξής της στηρίζονται σε προσωπικές της, πλην αδικαιολόγητες εικασίες. Σημείωσε τέλος ότι τα λάθη και οι παραλείψεις που εντοπίστηκαν αφορούσαν την ορθή μεθοδολογία και όχι την ουσία του εν λόγω ισχυρισμού. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε εκ νέου ως μη αξιόπιστος.

Αναφορικά με τον τρίτο ισχυρισμό της Αιτήτριας, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι ο υπό εξέταση ισχυρισμός λανθασμένα εξετάστηκε ως λόγος για τον οποίο η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής αφού η ίδια δήλωσε ότι η ηλικιωμένος άνδρας στο οποίο δόθηκε η υπόσχεση ότι θα τον παντρευτεί θα μπορούσε να προσλάβει μέλη συμμοριών Kulunas προκειμένου να την απαγάγουν. Τονίζει επίσης ότι ο εν λόγω ισχυρισμός θα μπορούσε να καταγραφεί υπό τον τίτλο «η αιτήτρια δήλωσε ότι υπήρχε γενική επισφαλής κατάσταση στη χώρα καταγωγής της» και όχι να σημειώνεται ότι εξαιτίας της συγκεκριμένης συνθήκης, η Αιτήτρια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, καθώς οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν σαφείς και συνεκτικές, επιβεβαιώθηκαν δε από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στην αποδοχή του υπό εξέταση ισχυρισμού.

Ως προς την αξιολόγηση κινδύνου, ο αρμόδιος λειτουργός αρχικά έκρινε ότι τα συμπεράσματα της αξιολόγησης του μελλοντικού κινδύνου ήταν ορθά, καθώς με βάσει τα όσα έγιναν αποδεκτά, δεν προέκυψαν πράξεις παρελθούσας δίωξης εις βάρος της Αιτήτριας έτσι ώστε να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, η ίδια και το ανήλικο τέκνο της θα αντιμετωπίσουν αντίστοιχη αντιμετώπιση. Το δε γεγονός ότι η Αιτήτρια διήγαγε ένα κανονικό βίο στη χώρα καταγωγής παρά την επιδεινούμενη κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa,  σε συνδυασμό με την παρουσία εκεί ισχυρότατου οικογενειακού/υποστηρικτικού δικτύου δεν υποδεικνύει εύλογη πιθανότητα μελλοντικού κινδύνου σοβαρής βλάβης.

Παρόλα αυτά, ο αρμόδιος λειτουργός εντόπισε ότι ο εισηγούμενος την απόρριψη του αιτήματος των Αιτητών λειτουργός, παρέλειψε να προβεί σε έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες που αποτελούν κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας στον τόπο τελευταίας διαμονής της Αιτήτριας, ως θα έπρεπε να έχει πράξει στην αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου.

Προχωρώντας στη διερεύνηση του ανωτέρω στοιχείου, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε αυτοτελή έρευνα εκ της οποίας ανευρέθηκε ότι η κοινωνική θέση των μόνων γυναικών με τέκνα μπορεί να εμφανίζεται επιδεινούμενη στη χώρα καταγωγής, εντούτοις έκρινε η Αιτήτρια δεν ανήκει στη συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων, αφού είναι παντρεμένη  και ο σύζυγός της τη στηρίζει οικονομικά στην ανατροφή του ανήλικου τέκνου τους, όπως μάλιστα προκύπτει και από τις προσκομισθείσες αποστολές χρηματικών εμβασμάτων, τις οποίες προσκόμισε η Αιτήτρια στα πλαίσια του αιτήματός της για οικογενειακή επανένωση (Δουβλίνο).

Σε σχέση δε με τις συνθήκες που η Αιτήτρια θα μπορούσε να αντιμετωπίσει ως γυναίκα μόνη στη χώρα καταγωγής, ο αρμόδιος λειτουργός προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα εκ της οποίας διαπιστώθηκε μεν ότι οι γυναίκες που στερούνται υποστηρικτικού δικτύου στη χώρα καταγωγής αντιμετωπίζουν κινδύνους και δυσχέρειες, παρόλα αυτά επισήμανε ότι η Αιτήτρια στη χώρα καταγωγής διαθέτει διευρυμένο υποστηρικτικό δίκτυο, εφόσον εκεί διαμένουν οι μητέρα της, έξι ενήλικοι αδερφοί της, δύο αδερφές της και δύο ξάδερφοι του πατέρα της που την έχουν στηρίξει κατά το παρελθόν. Συν τοις άλλοις, σημειώθηκε ότι η Αιτήτρια συνιστά μια υγιή, αρτιμελή γυναίκα η οποία όχι μόνο διαθέτει υψηλό μορφωτικό επίπεδο αλλά απολαμβάνει και την οικονομική στήριξη του συζύγου της.

Βάσει όλων των ανωτέρω, ο αρμόδιος λειτουργός δεν αξιολόγησε ως ευλόγως πιθανολογούμενο ότι η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της, σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa, θα αντιμετωπίσουν οιαδήποτε πράξη δίωξης ή άλλως κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη. Ως εκ τούτου, ο φόβος της Αιτήτριας κρίθηκε εκ νέου ως αβάσιμος και μη δικαιολογημένος στο σύνολό του.

Προχωρώντας στη Νομική Ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός διαπίστωσε ότι εν τη  απουσία βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου δίωξης, δεν προκύπτουν λόγοι για τους οποίους η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της θα μπορούσαν να υπαχθούν στις πρόνοιες του Άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου, ούτως ώστε να τους χορηγηθεί προσφυγικό καθεστώς.

Σε σχέση με το ενδεχόμενο υπαγωγής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι στη βάση των όσων έχουν γίνει αποδεκτά και ελλείψει βάσιμου και δικαιολογημένου φόβου να υποστούν σοβαρή βλάβη η Αιτήτρια και τοι ανήλικο τέκνο της σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, δε συντρέχουν λόγοι να πιστεύεται ότι αυτοί θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν θανατική ποινή ή εκτέλεση, βασανιστήρια, ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία ή θα κινδυνεύσουν να πέσουν θύματα αδιάκριτης βίας ή παραβίασης της αρχής της μη επαναπροώθησης υπό την έννοια των Άρθρων 19 (1) και (2) του Νόμου και 3 της ΕΣΔΑ.

 

Εξέτασα με προσοχή τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας και αρχικά κρίνω ότι η διοικητική προσφυγή τίποτε δεν προσέθεσε στα στοιχεία της συνέντευξής της και, επομένως, εύλογα οι Καθ' ων η Αίτηση έκριναν ότι δεν χρειαζόταν να την καλέσουν σε νέα συνέντευξη.  Τέτοια συνέντευξη είναι δυνητική και όχι υποχρεωτική (δέστε Ghasemi v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων (2006) 3 Α.Α.Δ. 383, Shahidul (Sumon) v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 387, Singh v. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 393, κ.ά.). 

Οι Καθ' ων η Αίτηση, άλλωστε, δεν είναι υποχρεωμένοι να διεξάγουν νέα έρευνα εφόσον η διαπίστωσή τους εξαντλείται στο κατά πόσο η έρευνα από την Υπηρεσία Ασύλου ήταν ορθή και πλήρης με τη συλλογή και διερεύνηση όλων των ουσιωδών παραμέτρων (Yuri Polishchuk v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 27/2005, ημερ. 19.11.2005, Aida Oganezov v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1869/08, ημερ. 4.3.2010 και Muhammad Igbal v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1629/07, ημερ. 14.4.2009).

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα των Αιτητών για αναγνώρισή τους ως πρόσφυγες εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα οι Καθ' ων η Αίτηση απέρριψαν τη διοικητική προσφυγή τους. Η απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση αποτελεί το προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο.

Έχοντας σταχυολογήσει άλλωστε την προφορική συνέντευξη της Αιτήτριας, αποτελεί θέση του Δικαστηρίου ότι ορθώς έγιναν αποδεκτοί ο ισχυρισμός 1 σχετικά με τα στοιχεία του προφίλ των Αιτητών και o ισχυρισμός 3, ο οποίος αφορά την επικρατούσα κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa. Σημειώνεται ωστόσο, ότι, όπως ορθώς επισήμανε ο αρμόδιος λειτουργός, δεν προκύπτει ότι η Αιτήτρια εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω της επικρατούσας κατάστασης ασφαλείας στην Kinshasa, προέβαλε όμως τον εν λόγω ισχυρισμό επικαλούμενη ότι ο φερόμενος ως διώκτης της διαθέτει την επιρροή και θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μέλη της συμμορίας Kulunas προκειμένου να της προκαλέσουν κάποιο κακό.

Σε σχέση με τον ισχυρισμό 2, ο οποίος συνίσταται στις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι αντιμετώπισε προβλήματα από τον ηλικιωμένο άνδρα στον οποίο κάποιοι εκ των ξαδέρφων του θανούντος πατέρα της δώσανε την υπόσχεση ότι θα παντρευτεί την Αιτήτρια, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι δηλώσεις της τελευταίας δεν ήταν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική του αξιοπιστία. Επιγραμματικά, όχι μόνο η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να παραθέσει επαρκή στοιχεία και/ή πληροφορίες σχετικά με το προφίλ του φερόμενου ως διώκτη της, αλλά κρίνω ως παράγοντα που αποδυναμώνει τον πυρήνα του υπό εξέταση ισχυρισμού τις δηλώσεις της περί του ότι οι ελάχιστες πληροφορίες που παρέθεσε σχετικά με τον ανωτέρω άνδρα, φέρεται να περιήλθαν εις γνώση της μέσω του ξαδέρφου της, χωρίς η ίδια να τον έχει γνωρίζει ποτέ δια ζώσης. Συν τοις άλλοις, σε σχέση με τις πράξεις παρελθούσας δίωξης που δήλωσε ότι υπέστη εξ εκείνου, παρατηρώ ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά με τα δύο περιστατικά κατά τα οποία φέρεται να καταδιώχθηκε από ένα Jeep στο οποίο επέβαιναν στρατιώτες τους οποίους με κάποιο ασαφή τρόπο και κατόπιν δικής της εικασίας συνέδεσε με το φερόμενο ως διώκτη της, στερούνται της σαφήνειας και περιγραφικής λεπτομέρειας δια των οποίων θα αναμενόταν ευλόγως από την Αιτήτρια να στοιχειοθετήσει την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού. Το σχετικό αφήγημα της Αιτήτριας κρίνεται λοιπόν ως ένα αόριστο συνονθύλευμα ασαφών δηλώσεων περί παρελθούσας δίωξής της, την οποία, βασιζόμενη σε δικές της εικασίες, προσπάθησε να συνδέσει ανεπιτυχώς με το πρόσωπο του ηλικιωμένου άνδρα τον οποίο παρουσιάζει ως διώκτη της. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο συντάσσεται με τους Καθ’ ων η αίτηση και κρίνει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο αφού οι δηλώσεις της Αιτήτριας δεν κρίνεται ότι αντικατοπτρίζουν βιωματικές εμπειρίες.

Αναφορικά με την εξωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού, αν και οι δηλώσεις της Αιτήτριας κρίθηκαν ως εσωτερικά μη αξιόπιστες, το Δικαστήριο, αποσκοπώντας στην πληρότητα της παρούσας απόφασης,  προχώρησε σε σχετική έρευνα ως προς την εφαρμογή της πρακτικής του αναγκαστικού γάμου στη χώρα καταγωγής. Εκ της συγκεκριμένης έρευνας αντλήθηκαν πληροφορίες οι οποίες επιβεβαιώνουν ότι ο καταναγκαστικός γάμος στη ΛΔΚ απαγορεύεται δια Νόμου[1], εντούτοις, σύμφωνα με έκθεση του US Department of State του 2023 που αφορά το έτος 2022, η συγκεκριμένη πρακτική εξακολουθεί να εφαρμόζεται.[2] Επιπλέον, η ίδια πηγή αναφέρει ότι «ενώ ο νόμος απαιτεί συναίνεση και απαγορεύει το γάμο αγοριών και κοριτσιών κάτω των 18 ετών, πολλοί γάμοι ανήλικων παιδιών πραγματοποιήθηκαν, εν μέρει λόγω της συνεχιζόμενης κοινωνικής αποδοχής. Το Σύνταγμα ποινικοποιεί τον αναγκαστικό γάμο. Η ποινή διπλασιάζεται όταν το παιδί είναι μικρότερο των 15 ετών. Ωστόσο, η επιβολή της ποινής είναι περιορισμένη. Οι διατάξεις του νόμου δεν διευκρινίζουν ποιος έχει δικαίωμα να αναφέρει τον καταναγκαστικό γάμο ως έγκλημα ή εάν ο δικαστής έχει την εξουσία να το πράξει.»[3] Παλαιότερη έκθεση του USDOS αναφέρει ότι «Το UNFPA [Ταμείο Πληθυσμού των Ηνωμένων Εθνών] ανέφερε ότι οι γάμοι παιδιών ήταν ευρέως διαδεδομένοι, με περίπου 37% των κοριτσιών που παντρεύτηκαν μέχρι την ηλικία των 18 ετών και το 10% των γυναικών ηλικίας 20-24 ετών είχαν παντρευτεί πριν από την ηλικία των 15 ετών. Οι πληρωμές προίκας ενθάρρυναν σε μεγάλο βαθμό τους γάμους ανηλίκων, καθώς οι γονείς πάντρευαν βίαια κόρες για να εισπράξουν προίκες ή για να χρηματοδοτήσουν προίκες για γιους. Το UNFPA ανέφερε περαιτέρω ότι ορισμένοι γονείς θεώρησαν τον παιδικό γάμο τρόπο για να προστατεύσουν ένα κορίτσι από τη σεξουαλική βία, με το σκεπτικό ότι ο σύζυγός του θα ήταν υπεύθυνος για την ασφάλειά του».[4] Έκθεση της USDOS του Ιουνίου 2023 που αφορά την εμπορία ανθρώπων αναφέρει ότι ορισμένοι εγκληματίες εξαναγκάζουν τις γυναίκες και τα κορίτσια από το Κονγκό σε καταναγκαστικούς γάμους καθιστώντας τα ευάλωτα στην οικιακή δουλεία ή σε σεξουαλική εμπορία.[5]

Εκ των ανωτέρω πληροφοριών επιβεβαιώνεται μεν ότι η πρακτική του αναγκαστικού γάμου εξακολουθεί να τυγχάνει εφαρμογής στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, πλην όμως  λόγω του ότι οι δηλώσεις της δεν κρίθηκαν ως αντικατοπτρίζουσες βιωματική εμπειρία, το Δικαστήριο απορρίπτει τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο στο σύνολό του.

 

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι σε κάθε περίπτωση και σύμφωνα με το άρθρο 18 (5) του περί Προσφύγων Νόμου, εναπόκειται στον εκάστοτε αιτητή/αιτήτρια να τεκμηριώσει την αίτησή του/ης για διεθνή προστασία. Στην υπό κρίση περίπτωση, για τους λόγους που αναλύθηκαν ανωτέρω, η Αιτήτρια δεν κατάφερε τεκμηριώσει κάποια παρελθούσα πράξη δίωξης σε βάρος της ούτε κατά τη διάρκεια της προφορικής της συνέντευξης, αλλά ούτε κατά την ενώπιον μου διαδικασία.

Προχωρώντας λοιπόν στην αξιολόγηση του μελλοντοστραφή κινδύνου που η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της ενδέχεται να αντιμετωπίσουν σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής υπό το φως των ισχυρισμών που έχουν γίνει δεκτοί, το Δικαστήριο τοποθετείται ως ακολούθως. Σε σχέση με τον εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας ο οποίος απορρέει από τις δηλώσεις της περί του ότι θα κινδυνεύσει από τον ηλικιωμένο άνδρα στον οποίο δόθηκε η υπόσχεση ότι θα την παντρευτεί, καθώς ο συνδεόμενος με το συγκεκριμένο φόβο ισχυρισμός απορρίφθηκε ως αναξιόπιστος, δεν κρίνεται ότι προκύπτει οιαδήποτε ένδειξη συνεχούς, πραγματικής και υφιστάμενης απειλής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της από το συγκεκριμένο πρόσωπο. Συνεπώς, το συγκεκριμένο σκέλος του φόβου της Αιτήτριας κρίνεται ως αβάσιμο και μη δικαιολογημένο.

Σε σχέση δε με τον μη εκπεφρασμένο φόβο της Αιτήτριας ο οποίος αποτελεί θέση της συνηγόρου της, ήτοι περί του ότι αποτελεί γυναίκα μόνη, κεφαλή μονογονεϊκής οικογένειας και ότι λόγω του ανωτέρω προφίλ, η ίδια και το ανήλικο τέκνο της θα κινδυνεύσουν σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa, το Δικαστήριο προχώρησε σε σχετική έρευνα εκ της οποίας ανέκυψαν οι ακόλουθες πληροφορίες. Η Έκθεση της Αυστριακής ACCORD του Νοεμβρίου του 2020 αναφέρει ότι στη ΛΔΚ, μια από τις χώρες με τη χαμηλότερη κατάταξη στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, οι γυναίκες αποτελούν σαφώς αντικείμενο διακρίσεων. Ήδη ευάλωτη ως γυναίκα, μια μόνη γυναίκα χωρίς οικογένεια ή κοινωνικό δίκτυο είναι ακόμη πιο ευάλωτη εάν παραμείνει στερημένη από οικονομικά μέσα.[6] Σε έκθεση της Υπηρεσίας Ασύλου της Δανίας αναφέρεται ότι: «Η Ελβετική Κρατική Γραμματεία για τη Μετανάστευση ορίζει μια ανύπαντρη γυναίκα στο πλαίσιο της Κινσάσα ως ενήλικη γυναίκα με ή χωρίς παιδιά, που συντηρείται χωρίς άνδρα σύντροφο.[7] Όπως προαναφέρθηκε η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό είναι μια πατρογονική κοινωνία, που σημαίνει ότι οι γενιές συνδέονται μέσω του πατέρα μιας οικογένειας.[8] Στο πλαίσιο του Κονγκό, αυτό σημαίνει περαιτέρω ότι μια γυναίκα στη ΛΔΚ ορίζεται πάντα μόνο σε σχέση με έναν άνδρα συγγενή. Ως εκ τούτου, γυναίκες που απομακρύνονται από αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας εκλαμβάνονται αρνητικά από την κοινωνία και ενίοτε από τη δική τους οικογένεια.[9] Αυτές οι μεροληπτικές συμπεριφορές έναντι των γυναικών έχουν συμβάλει σε μια γενικά χαμηλή ισότητα των φύλων και σε εκτεταμένη σεξουαλική βία και βία με βάση το φύλο. Οι ανύπαντρες γυναίκες χωρίς το υποστηρικτικό δίκτυο που προσφέρει ένας άνδρας συχνά αντιμετωπίζονται αρνητικά (σ.σ. από την κοινωνία), βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση και πολλές αποφασίζουν να κάνουν συναλλακτικό σεξ για να αποκτήσουν πρόσβαση σε καταφύγιο και εργασία».,[10] H ίδια ως άνω έκθεση συνεχίζει: «Οι ανύπαντρες γυναίκες στην Κινσάσα συχνά βρίσκονται σε πιο ευάλωτη θέση, για τον λόγο αυτό πολλές γυναίκες από μητριαρχικά νοικοκυριά προσποιούνται ότι είναι παντρεμένες σε μια προσπάθεια να αποφύγουν τον στιγματισμό και να ελαττώσουν την ευαλωτότητά τους.[11] Από την άλλη πλευρά, η [ΜΚΟ] Afia Mama εκτίμησε ότι οι ανύπαντρες και μορφωμένες γυναίκες στην Κινσάσα θα ήταν πιο χειραφετημένες από πολλές παντρεμένες γυναίκες στη ΛΔΚ, επειδή έχουν μεγαλύτερη επίγνωση των δικαιωμάτων τους από τις γυναίκες χωρίς μόρφωση.[12]

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση των συνθηκών που αντιμετωπίζουν οι μονογονεϊκές οικογένειες στη χώρα καταγωγής, το Δικαστήριο προχώρησε σε περαιτέρω έρευνα εκ της οποίας ανευρέθηκε άρθρο του Διεθνούς Περιοδικού Περιβαλλοντικής Έρευνας και Δημόσιας Υγείας του 2021 αναφορικά με τη ΛΔΚ, το οποίο αναφέρει ότι υπάρχει ένας βαθμός στιγματισμού τόσο για τις έφηβες όσο και για τις ανύπαντρες ενήλικες μητέρες στη ΛΔΚ. Οι εν λόγω μητέρες συχνά αγωνίζονται να είναι ο κύριος προμηθευτής εισοδήματος και πόρων του νοικοκυριού, εκτός από το να έχουν τον ίδιο βαθμό προσοχής στην παρακολούθηση και την επίβλεψη των παιδιών τους. Οι ανύπαντρες μητέρες ήταν πιο πιθανό να είναι άνεργες ή να απασχολούνται σε θέσεις χαμηλού εισοδήματος, στη χειρωνακτική εργασία ή/και στη γεωργία. Τα παιδιά μητέρων που δεν παντρεύτηκαν ποτέ ή πήραν διαζύγιο στη ΛΔΚ και στο είχαν 1,79 φορές αυξημένο κίνδυνο να παρουσιάσουν μειωμένη ανάπτυξη, η οποία σχετίζεται με κακή γνωστική ικανότητα, μειωμένη εκπαιδευτική επίδοση και οικονομική κατάσταση, καθώς και κακή υγεία στην ενήλικη ζωή και αυξημένο κίνδυνος θνησιμότητας. Η φτώχεια ήταν ένα μια συνήθης συνθήκη και πολλές μητέρες αντιμετωπίζουν προβλήματα που σχετίζονται με την ανατροφή παιδιών σε φτωχές συνθήκες, συμπεριλαμβανομένης της κάλυψης των καθημερινών δαπανών ενώ έχουν χαμηλό επίπεδο προσωπικών πόρων. Ενώ η φτώχεια είναι ευρέως διαδεδομένη στη ΛΔΚ, οι οικονομικές προκλήσεις συχνά επιδεινώνονται για τις άγαμες μητέρες [13].

 

 

Βάσει των ανωτέρω πληροφοριών προκύπτει σαφώς ότι οι γυναίκες που στερούνται υποστηρικτικού δικτύου καθώς και οι γυναίκες που αποτελούν κεφαλή μονογονεϊκών οικογενειών στη χώρα καταγωγής αντιμετωπίζουν πλήθος, κυρίως οικονομικής φύσεως, δυσχερειών, οι οποίες δύνανται να επηρεάσουν τόσο τις ίδιες όσο και τα ανήλικα τέκνα τους. Εν προκειμένω όμως, με βάσει τα όσα έχουν γίνει δεκτά, δεν προκύπτει ότι η Αιτήτρια στερείται ανδρικού, υποστηρικτικού και οικογενειακού δικτύου στη χώρα καταγωγής. Ειδικότερα, η Αιτήτρια συνίσταται σε μια γυναίκα η οποία στηρίζεται οικονομικά από το σύζυγό της ο οποίος διαμένει στη Γαλλία, στη δε Kinhsasa διαθέτει τόσο τη μητέρα της αλλά κυρίως άλλα 9 αδέρφια, εκ των οποίων τα έξι είναι ενήλικοι άνδρες και αναμένεται ευλόγως να στηρίξουν την ίδια και το ανήλικο τέκνο της σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής. Το συγκεκριμένο συμπέρασμα ενδυναμώνεται και από τις δηλώσεις της Αιτήτριας περί του ότι διατηρεί μαζί τους επικοινωνία και πολύ καλές σχέσεις μέχρι και σήμερα. Λαμβάνεται υπόψη άλλωστε ότι η Αιτήτρια είναι μια γυναίκα νεαρή, υγιής, αρτιμελής και φέρουσα επαρκές μορφωτικό επίπεδο. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός της συνηγόρου της ότι η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της θα κινδυνέψουν λόγω των προσωπικών τους περιστάσεων σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa απορρίπτεται ως αβάσιμος.

Σε σχέση δε με το φόβο της Αιτήτριας που δύναται να συνδέεται με τον 3ο ισχυρισμό που έγινε αποδεκτός, ήτοι την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa η οποία επηρεάζεται από τη δραστηριοποίηση της συμμορίας Kulunas, το Δικαστήριο κρίνει ότι αν και ο συγκεκριμένος ισχυρισμός έγινε δεκτός, δεν προκύπτει οιαδήποτε ένδειξη συνεχούς, πραγματικής και υφιστάμενης απειλής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της από τα μέλη της εν λόγω συμμορίας. Το Δικαστήριο έχει ήδη άλλωστε τοποθετηθεί επί τούτου, αφού έχει ήδη αξιολογηθεί ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός δεν αποτελεί λόγο για τον οποίο η Αιτήτρια φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, αλλά συνθήκη την οποία η Αιτήτρια προσπάθησε ανεπιτυχώς να συνδέσει με το φερόμενο ως διώκτη της προκειμένου να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξής της σε περίπτωση επιστροφής της στην Kinshasa. Ως εκ τούτου δεν προκύπτει κάποιος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας που να ανακύπτει από την αποδοχή του σχετικού ισχυρισμού.

Συμπερασματικά, το Δικαστήριο κρίνει ότι  δεν προκύπτει απολύτως κανένα στοιχείο εκ του οποίου θα μπορούσε να πιθανολογηθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στην Kinshasa, η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνα της θα αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε συνεχόμενη, αληθή, πραγματική και έμπρακτη  απειλή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Ως εκ τούτου, ο φόβος της Αιτήτριας κρίνεται στο σύνολό του αβάσιμος και μη δικαιολογημένος.

 

Προχωρώντας στη Νομική Ανάλυση, το Δικαστήριο κρίνει ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης, είτε σε σχέση με την ίδια ή με το ανήλικο τέκνο της, για ένα από τους πέντε λόγους που εξαντλητικά αναφέρονται στο Άρθρο 3 (1) του περί Προσφύγων Νόμου και του Άρθρου 1Α (2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 για το Καθεστώς των Προσφύγων. Συνεπώς, ο ισχυρισμός της συνηγόρου της περί του ότι θα πρέπει να εκχωρηθεί στην ίδια και το ανήλικο τέκνο της προσφυγικό καθεστώς ως μέλη της ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Σημειώνεται επίσης ότι δεν πληρούνται ούτε οι προϋποθέσεις υπαγωγής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της στα άρθρα 19 (2) (α) και (β) περί συμπληρωματικής προστασίας, καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία εκ των οποίων μπορεί να συναχθεί ότι σε περίπτωση επιστροφής τους στη χώρα καταγωγής, η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της κινδυνεύουν να αντιμετωπίσουν θανατική ποινή ή εκτέλεση κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (α), ή άλλως βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική µμεταχείριση ή τιμωρία κατά την έννοια του άρθρου 19 (2) (β).

 

Αναφορικά δε με την μη πλήρωση των προϋποθέσεων παροχής συμπληρωματικής προστασίας προς το πρόσωπο της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του Περί Προσφύγων Νόμου ή άλλως του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν αρχικά τα κάτωθι:

 

Το άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια και το ανήλικο τέκνο της θα υποστούν σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλK.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της «αδιακρίτως ασκούμενης βίας» και της «ένοπλης σύρραξης» και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στην υπόθεση Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie παρ. 35, το ΔΕΕ αναφέρει ότι «ο όρος «προσωπική» πρέπει να νοείται ως χαρακτηρίζων βλάβη προξενούμενη σε αμάχους, ανεξαρτήτως της ταυτότητάς τους, όταν ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που χαρακτηρίζει την υπό εξέλιξη ένοπλη σύρραξη και λαμβάνεται υπόψη από τις αρμόδιες εθνικές αρχές οι οποίες επιλαμβάνονται των αιτήσεων περί επικουρικής προστασίας ή από τα δικαστήρια κράτους μέλους ενώπιον των οποίων προσβάλλεται απόφαση περί απορρίψεως τέτοιας αιτήσεως είναι τόσο υψηλός, ώστε υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να εκτιμάται ότι ο άμαχος ο οποίος θα επιστρέψει στην οικεία χώρα ή, ενδεχομένως, περιοχή θα αντιμετωπίσει, λόγω της παρουσίας του και μόνον στο έδαφος αυτής της χώρας ή της περιοχής, πραγματικό κίνδυνο να εκτεθεί σε σοβαρή απειλή κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας[14]» ενώ στην παρ. 37 αναφέρει ότι «η απλή αντικειμενική διαπίστωση κινδύνου απορρέοντος από τη γενική κατάσταση μιας χώρας δεν αρκεί, καταρχήν, για να γίνει δεκτό ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας, συντρέχουν ως προς συγκεκριμένο πρόσωπο, εντούτοις, καθόσον η αιτιολογική αυτή σκέψη χρησιμοποιεί τον όρο «συνήθως», αναγνωρίζει το ενδεχόμενο υπάρξεως μιας εξαιρετικής καταστάσεως, χαρακτηριζομένης από έναν τόσο υψηλό βαθμό κινδύνου, ώστε να υπάρχουν σοβαροί λόγοι να εκτιμάται ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί ατομικώς στον επίμαχο κίνδυνο.» (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου). Περαιτέρω το ΔΕΕ στην εν λόγω υπόθεση αποφάσισε ότι «όσο περισσότερο ο αιτών είναι σε θέση να αποδείξει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών την καταστάσεώς του, τόσο μικρότερος θα είναι ο βαθμός της αδιακρίτως ασκούμενης βίας που απαιτείται προκειμένου ο αιτών να τύχει της επικουρικής προστασίας» (παρ. 39).

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το Εγχειρίδιο της ΕΥΥΑ σχετικά με τη δικαστική ανάλυση του Άρθρου 15(γ) της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, ακόμη και αν ο αιτητής μπορεί να αποδείξει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης στην περιοχή καταγωγής του (ή καθ' οδόν προς τη συγκεκριμένη περιοχή καταγωγής), το δικαίωμα συμπληρωματικής προστασίας μπορεί να κατοχυρωθεί μόνο εάν ο αιτητής/τρια δεν μπορεί να επιτύχει εγχώρια προστασία σε άλλο τμήμα της χώρας, καθώς επίσης, όταν αποφασίζεται η τοποθεσία της περιοχής καταγωγής ενός αιτητή ως προορισμός επιστροφής, απαιτείται η εφαρμογή προσέγγισης βασισμένης στα πραγματικά περιστατικά όσον αφορά την περιοχή του τελευταίου τόπου διαμονής και την περιοχή συνήθους διαμονής.[15]

 

Εν προκειμένω, κρίνω πως σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης που χρησιμοποίησε ο αρμόδιος λειτουργός, στις οποίες ανέτρεξε και το παρόν Δικαστήριο, κρίθηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της Αιτήτριας και του ανήλικου τέκνου της στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, δηλαδή στην Kinshasa, δεν υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτοί θα έλθουν αντιμέτωποι με σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής τους ακεραιότητας, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, υπό την έννοια του άρθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Σύμφωνα με επικαιροποιημένη έρευνα του παρόντος Δικαστηρίου, το έτος 2023 οι συνεχιζόμενες ένοπλες συγκρούσεις στη Λ.Δ. του Κονγκό συνέχισαν να επηρεάζουν σοβαρά τους αμάχους και η κυβέρνηση του προέδρου Félix Tshisekedi σημείωσε μικρή πρόοδο στις συστημικές μεταρρυθμίσεις που υποσχέθηκε προκειμένου να σπάσει τους κύκλους της βίας, της κακοποίησης, της διαφθοράς και της ατιμωρησίας που μαστίζουν τη χώρα εδώ και δεκαετίες.[16] Περαιτέρω, σύμφωνα με ταξιδιωτικές συμβουλές για τη Λ.Δ.Κ. από το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, στους ταξιδιώτες συστήνεται να ξανά σκεφτούν το ταξίδι τους αλλά δεν αποτρέπονται από το να ταξιδέψουν. Οι μόνες περιοχές στις οποίες υπάρχει αποτροπή είναι οι επαρχίες του Βόρειου Kivu, Ituri και η ανατολική περιοχή της Λ.Δ.Κ. και οι τρεις επαρχίες Kasai (Kasai, Kasai-Oriental, Kasai-Central) λόγω του εγκλήματος, των εμφύλιων ταραχών, της τρομοκρατίας, των ένοπλων συγκρούσεων και των απαγωγών. Σε αυτές δεν περιλαμβάνεται η Kinshasa.[17] Σύμφωνα με άλλη πηγή πληροφόρησης δεν ανευρέθηκε ότι δραστηριοποιούνται μη κρατικοί ένοπλοι φορείς στην Kinshasa, παρά μόνον στις ανατολικές περιοχές της Λ.Δ.Κ.[18]

 

Αναφορικά δε με την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν και ορισμένα αριθμητικά δεδομένα. Κατόπιν αναζήτησης στη βάση δεδομένων ACLED προέκυψε ότι στη διάρκεια ενός έτους και συγκεκριμένα το διάστημα από 08/03/2023 έως 08/03/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 55 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 69 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 26 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (1 θάνατος), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι), ενώ δεν καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[19]. Τα εν λόγω στοιχεία, εξεταζόμενα συνδυαστικά με τον εκτιμώμενο πληθυσμό της εν λόγω πολιτείας για το έτος 2024 (17.032.322 κάτοικοι), καταδεικνύουν ότι δεν υπάρχουν συνθήκες αδιάκριτης βίας και γενικά δεν υφίσταται πραγματικός κίνδυνος για έναν πολίτη να επηρεαστεί προσωπικά μόνο από την παρουσία του στην εν λόγω πολιτεία, υπό την έννοια του άρθρου 15 (γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ.[20]

 

Δεδομένου λοιπόν ότι στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας, ήτοι στην πόλη Kinshasa, η κατάσταση ασφαλείας καταγράφεται ως σταθερή, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών περιστάσεων των Αιτητών για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας», όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Συμπερασματικά, από όλα τα ανωτέρω δεν προκύπτουν στοιχεία  που να συνηγορούν υπερ του ότι σε περίπτωση επιστροφής των Αιτητών στην Kinshasa, υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι αυτοί θα υποστούν σοβαρή και προσωπική απειλή λόγω της παρουσίας τους και μόνο ως άμαχοι στην εν λόγω περιοχή λόγω συνθηκών εσωτερικής ή διεθνούς ένοπλης σύρραξης, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άθρου 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Επί τη βάσει λοιπόν όλων όσων παρατέθηκαν στην παρούσα απόφαση, το Δικαστήριο κρίνει ότι ορθά οι Καθ’ ων η αίτηση κατέληξαν ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δεν πληρούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στους Αιτητές το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του περί Προσφύγων Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων.

 

Βάσει δε της επικαιροποιημένης έρευνας του Δικαστηρίου, κρίνεται ότι το ενδεχόμενο χορήγησης συμπληρωματικής προστασίας στους Αιτητές σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 του περί Προσφύγων Νόμου απορρίπτεται, λόγω του ότι δεν πληρούνται οι προβλεπόμενες εκ του Νόμου προϋποθέσεις ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού οι Αιτητές «δεν κατάφεραν να αποδείξουν βάσιμο φόβο ότι θα υποστούν σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι το αίτημα των Αιτητών για διεθνή προστασία εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και η προσβαλλόμενη ήταν αποτέλεσμα δέουσας έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των στοιχείων και δεδομένων, είναι επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, το Σύνταγμα και τις Γενικές Αρχές του Διοικητικού Δικαίου.

 

Τέλος, κρίνω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν εύλογη και λήφθηκε κατ' ορθή ενάσκηση της διακριτικής ευχέρειας των Καθ' ων η Αίτηση, οι οποίοι ενήργησαν σύννομα και συνεκτίμησαν όλα τα ενώπιον τους στοιχεία. Δεν έχει καταδειχθεί οτιδήποτε ούτως ώστε να δικαιολογείται επέμβαση του παρόντος Δικαστηρίου. Αντιθέτως, κρίνω ότι με σαφήνεια καταδεικνύεται στην υπό εξέταση περίπτωση και για τους λόγους που έχουν ήδη εκτεθεί, πως τα πραγματικά περιστατικά δεν στοιχειοθετούν και δεν στηρίζουν τις υπό του Περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, αναγκαίες προϋποθέσεις, για αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας, εφόσον οι Αιτητές δεν κατάφεραν να αποδείξουν βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται πως, εάν επιστρέψουν στη χώρα καταγωγής θα αντιμετωπίσουν πραγματικό κίνδυνο να υποστούν σοβαρή βλάβη.

 

Προς πληρότητα της παρούσας απόφασης, το Δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη την ύπαρξη του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας, παραθέτει το άρθρο 10 1 (Α) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο αναφέρει ότι «το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού αποτελεί πρωταρχικό   μέλημα κατά την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου οι οποίες αφορούν τη διεθνή προστασία και τους ανηλίκους».

 

Διερευνώντας λοιπόν τις συνθήκες τις παρούσας υπόθεσης, αποτελεί θέση του Δικαστηρίου ότι με βάση τα στοιχεία του φακέλου, το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας βρίσκεται μαζί με την μητέρα του στην Κυπριακή Δημοκρατία και δεν έχει προβληθεί οποιοσδήποτε ειδικός λόγος που να αφορά αποκλειστικά εκείνο, ο οποίος θα μπορούσε να τεκμηριώσει αίτημα για διεθνή προστασία για να αξιολογηθεί από το παρόν Δικαστήριο.

 

Δεν εντοπίζω άλλωστε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα σε σχέση με το βέλτιστο συμφέρον του ανήλικου τέκνου της Αιτήτριας σε περίπτωση που επιστρέψει με τη μητέρα του στη χώρα καταγωγής και δη στον προηγούμενο τόπο διαμονής της. Το δε αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσής του αναμένεται ευλόγως να εξασφαλιστεί αφού ο μεν πατέρας του στηρίζει τη μητέρα του οικονομικά παρά το ότι διαμένει στη Γαλλία, η δε μητέρα του διαθέτει στην Kinshasa διευρυμένο οικογενειακό, υποστηρικτικό δίκτυο με το οποίο διατηρεί διαρκή επικοινωνία και άριστες σχέσεις, το οποίο ευλόγως αναμένεται να στηρίξει την Αιτήτρια στη διασφάλιση του βέλτιστου συμφέροντος του ανήλικου τέκνου της. 

 

Ολοκληρώνοντας,  το Δικαστήριο αξιολόγησε τόσο τις προσωπικές περιστάσεις των Αιτητών όσο και τους ισχυρισμούς που η Αιτήτρια προέβαλε ενώπιον της διοικητικής αλλά και της παρούσας διαδικασίας και   διαπίστωσε ότι οι Αιτητές δεν θα  αντιμετωπίσουν απολύτως κανένα κίνδυνο με την επιστροφή τους στην χώρα καταγωγής έτσι ώστε να κριθεί ότι η προσβαλλόμενη παραβιάζει η αρχή της μη επαναπροώθησης, σύμφωνα με Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.

Υπό το φως των ανωτέρω,  η  προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με €1200 έξοδα εναντίον των Αιτητών και υπέρ των Καθ΄ ων η Αίτηση.

 

 

                                     Βούλα Κουρουζίδου - Καρλεττίδου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Βλ. DRC, Loi no 16/008 du 15 juillet 2016 modifiant et complétant la loi no 87-010 du 1er août 1987 portant Code de la famille, 15 July 2016, https://www.leganet.cd/Legislation/Code%20de%20la%20famille/Loi.15.07.2016.html. Η αγγλική μετάφραση είναι διαθέσιμη σε: Canada, IRB, Responses to Information Requests, Democratic Republic of Congo, Early or forced marriages, 1 April 2021, https://www.irb-cisr.gc.ca/en/country-information/rir/Pages/index.aspx?doc=458327&pls=1. Βλ. EUAA, ‘COI Query: Congo, Democratic Republic of: Situation of single women: 1.2 Forced marriage: legislation and practices’, 25/06/2021, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_06_EASO_COI_QUERY_DRC_SINGLE_WOMEN.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024)

[2] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024)

[3] USDOS – US Department of State (Author): 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 20 March 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2089109.html  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024)

[4] USDOS – US Department of State: 2021 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, 12/04/2022, σσ. 51 - 52, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2022/02/313615_CONGO-DEM-REP-2021-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf Βλ. και USDOS – US Department of State: 2022 Country Report on Human Rights Practices: Democratic Republic of the Congo, σσ. 41 – 42, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2023/03/415610_CONGO-DEM-REP-2022-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024)

[5] USDOS – US Department of State (Author): 2023 Trafficking in Persons Report: Democratic Republic of the Congo, 15 June 2023 https://www.ecoi.net/en/document/2093617.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024)

[6] ACCORD – Austrian Centre for Country of Origin & Asylum Research and Documentation: Anfragebeantwortung zu DR Kongo: Situation alleinstehender Frauen mit Kindern, insbesondere im Hinblick auf Arbeitsmarkt, Wohnversorgung und Sozialhilfe [a-11424], 25 November 2020,
https://www.ecoi.net/en/document/2043986.html, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[7] Swiss State Secretatiat (SEM), Focus RD Congo; Situation des femmes seules à Kinshasa, 15 January 2016, σελ. 16, https://www.ecoi.net/en/document/1102702.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[8] Wagner, K., Glaesmer, H., Bartels, S.A. et al., “Presence of the Absent Father: Perceptions of Family among Peacekeeper-Fathered Children in the Democratic Republic of Congo”. J Child Fam Stud, 2022, https://link.springer.com/article/10.1007/s10826-022-02293-2 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024)

[9] De Herdt, Tom “Hidden families, single mothers and Cibalabala: Economic Regress and Changing Household Composition in Kinshasa”, Trefon, T. (Red.), Reinventing order in the Congo – How people respond to state failure in Kinshasa. London: Zed Books, 2004 σελ. 121, 128, https://www.bloomsburycollections.com/book/reinventing-order-in-the-congo-how-people-respond-to-state-failure-in-kinshasa/ch8-hidden-families-single-mothers-and-cibalabala-economic-regress-and-changing-household-composition-in-kinshasa (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024)

[10] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024)

[11] Jacobs C. et al., Figurations of Displacement in the Democratic Republic of the Congo: Empirical findings and reflections on protracted displacement and translocal connections on Congolese IDPs, November 2020, https://trafig.eu/output/working-papers/trafig-working-paper-no-4 σελ. 29 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024)

[12] The Danish Immigration Service, ‘Democratic Republic of the Congo: Socioeconomic conditions in Kinshasa’, October 2022, Annex 2: Interview notes, Afia Mama, an NGO in the Democratic Republic of Congo (DRC), Skype-interview, 2 August 2022, https://coi.euaa.europa.eu/administration/denmark/PLib/notat-drc-kinshasa.pdf παρα. 11 – 12, σελ. 45 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 19/03/2024)

[13] International Journal of Environmental Research and Public Health, “I Don’t Know where I Have to Knock for Support”: A Mixed-Methods Study on Perceptions and Experiences of Single Mothers Raising Children in the Democratic Republic of Congo, October 2021, διαθέσιμο σε file:///C:/Users/petraef/Downloads/I_Dont_Know_Where_I_Have_to_Knock_for_Support_A_M.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024)

[14] Βλ. επίσης ECHR, Sufi and Elmi v. The United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/06/2011 (final 28/11/2011), p. 51, §218 (https://www.refworld.org/cases,ECHR,4e09d29d2.html): «However, it is clear that not every situation of general violence will give rise to such a risk. On the contrary, the Court has made it clear that a general situation of violence would only be of sufficient intensity to create such a risk "in the most extreme cases" where there was a real risk of ill-treatment simply by virtue of an individual being exposed to such violence on return (ibid., § 115)»

[15] EASO, ‘Άρθρο 15 στοιχείο γ) της οδηγίας για τις ελάχιστες απαιτήσεις ασύλου (2011/95/ΕΕ) - Δικαστική Ανάλυση’, Δεκέμβριος 2014, σελ. 29 - σημείο 1.8. Γεωγραφικό πεδίο εφαρμογής: χώρα / περιοχή / περιφέρεια, και σελ. 30 - σημείο 1.8.1. Προσδιορισμός της περιοχής καταγωγής, διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/Article-15c-QD_a-judicial-analysis-EL.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 22/03/2024).

[16] Human Rights Watch, ‘World Report 2024 - Democratic Republic of CongoEvents of 2023’, n.d., διαθέσιμο σε  https://www.hrw.org/world-report/2024/country-chapters/democratic-republic-congo  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 06/03/2024).

[17] Travel.State.Gov., U.S. Department of StateBureau of Consular Affairs, ‘Democratic Republic of the Congo Travel Advisory’, 31/07/2023, διαθέσιμο σε  https://travel.state.gov/content/travel/en/traveladvisories/traveladvisories/democratic-republic-of-the-congo-travel-advisory.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 22/03/2024).

[18] Council on Foreign Relations, Global Conflict Tracker, ‘Conflict in the Democratic Republic of Congo’, last updated 21/02/2024, διαθέσιμο σε  https://www.cfr.org/global-conflict-tracker/conflict/violence-democratic-republic-congo (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 22/03/2024).

[19] Αccled, Kinshasa, reference period 08/03/2023 - 08/32/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 22/03/2024]

[20] World Population Review, ‘Kinshasa Population 2024’, n.d., διαθέσιμο σε https://worldpopulationreview.com/world-cities/kinshasa-population (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης στις 19/03/2024).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο