ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  624/2021

29 Μαρτίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

N.J.,

από Καμερούν

                                                      Αιτήτρια

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

                                                                                                                                

Δικηγόρος για Αιτήτρια: Γ. Βασιλείου ΔΕΠΕ

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: M. Τρεμούρη (κα) για Κ. Φράγκου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, η Αιτήτρια επιζητά τις ακόλουθες θεραπείες:

 

«Α. Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 19/02/2021, ειλημμένη δια χειρός στις 23/02/2021 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Αιτήτριας για παροχή Διεθνούς Προστασίας (Άσυλο) είναι άκυρη, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει ληφθεί καθ’ υπέρβαση και/ή χωρίς δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του νόμου.

 

Β. Δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των Καθ’ ων η Αίτηση, ημερομηνίας 19/02/2021, ειλημμένη δια χειρός στις 23/02/2021 με την οποία δεν αναγνωρίστηκε στην Αιτήτρια καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας είναι άκυρη, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει ληφθεί καθ’ υπέρβαση και/ή χωρίς διαδικασία και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του νόμου

 

Γ.  Οποιαδήποτε άλλη ή/και περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει κατάλληλη υπό τις περιστάσεις.».

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση της Αιτήτριας, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν, το οποίο εγκατέλειψε στις 04.04.2019 και αφίχθηκε στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα στις 05.04.2019, υποβάλλοντας στις 09.04.2019 αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 26.06.2020 και 16.07.2020 πραγματοποιήθηκαν συνεντεύξεις στην Αιτήτρια από αρμόδιο λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (τέως EASO και νυν EUAA, στο εξής αναφερόμενη ως «EASO»), ο οποίος στις 03.11.2020 υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου εισηγούμενος την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 08.12.2020 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου της Αιτήτριας, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε σε αυτήν στις 23.02.2021 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 19.02.2021. Την απόφαση αυτή αμφισβητεί η Αιτήτρια δια της υπό εξέταση προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Η Αιτήτρια, μέσω των συνηγόρων της, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής της αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση των λόγων ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Ως προς την ουσία της υπόθεσής της, η Αιτήτρια ισχυρίζεται δια των συνηγόρων της ότι λανθασμένα κρίθηκε ότι δεν έχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης και, συνεπώς, ότι δεν πρόκειται για άτομο που μπορεί να τύχει διεθνούς προστασίας καθώς η ίδια κατά τη διάρκεια των συνεντεύξεών της δήλωσε ότι είχε παρενοχληθεί σεξουαλικώς και πως φοβάται μήπως η συγκεκριμένη συμπεριφορά επαναληφθεί, προβάλλοντας περαιτέρω και το ότι φοβάται και για τη σωματική της ακεραιότητα. Ως επιπλέον ισχυρίζεται, ενόσω διαβιούσε στο Καμερούν είχε υποστεί σωρεία παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται οι απειλές για τη ζωή της ίδιας και της οικογένειάς της, ο βιασμός που υπέστη καθώς και ο θάνατος των παιδιών της και επισημαίνει πως οι Καθ’ ων η αίτηση δεν εστίασαν στα συγκεκριμένα γεγονότα στην απόφασή τους.

 

Από την πλευρά τους, οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, υποστηρίζοντας πως η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατόπιν ενδελεχούς έρευνας όλων των σχετικών στοιχείων της υπόθεσης, εύλογα και εντός των ορίων της διακριτικής τους ευχέρειας εφαρμόζοντας το Νόμο και ότι αυτή είναι δεόντως αιτιολογημένη. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αποσείουν το βάρος απόδειξης το οποίο η ίδια φέρει στους ώμους της, τόσο ως προς τους λόγους ακυρώσεως που προωθεί με την προσφυγή της, όσο και προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου. Υποβάλλουν επιπλέον πως ακολουθήθηκε η νενομισμένη διαδικασία και υποβλήθηκαν επαρκείς ερωτήσεις στην Αιτήτρια, ενώ το αίτημα διεθνούς προστασίας της Αιτήτριας εξετάστηκε με καλή πίστη, αντικειμενικότητα και χωρίς προκατάληψη, μέσα στα πλαίσια του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τους εναπομείναντες λόγους ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, αυτοί συνεξετάζονται ως αλληλένδετοι. Προς τον σκοπό εξέτασης αυτών αλλά και της ουσίας της υπόθεσης, καταγραφής χρήζουν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας ως αυτοί προωθήθηκαν κατά την διοικητική διαδικασία:

 

Ειδικότερα, κατά το κρίσιμο στάδιο της υποβολής της αίτησης διεθνούς προστασίας η Αιτήτρια κατέγραψε πως εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της εξαιτίας του πολέμου. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι οι εχθροί σκότωσαν τα δίδυμα παιδιά της λόγω του ότι ο σύζυγός της ήταν ένστολος («a man in uniform»), ενώ προσέθεσε πως καθώς ο σύζυγός της διαπίστωσε ότι η ζωή της βρισκόταν σε κίνδυνο την εμπιστεύτηκε σε έναν συνάδελφό του προκειμένου να τη βοηθήσει να φύγει από τη χώρα. Η Αιτήτρια δήλωσε περαιτέρω ότι το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα που έφυγε από τη χώρα καταγωγής της κυοφορούσε.

 

Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, και ως προς τα προσωπικά της στοιχεία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι υπήκοος Καμερούν, με τόπο καταγωγής τη Yaounde, ενώ ανήκει στην εθνοτική ομάδα των Balengou (βλ. ερυθρά 63 2Χ του δ.φ.) και είναι Χριστιανή ως προς το θρήσκευμα (βλ. ερυθρά 59 1Χ του δ.φ.). Ως η ίδια δήλωσε, έζησε στη Yaounde το μεγαλύτερο μέρος της ζωή της, ωστόσο από το 2016 και έπειτα διαβιούσε στη Bamenda (βλ. ερυθρά 60 2Χ του δ.φ.). Ως προς την οικογενειακή της κατάσταση η Αιτήτρια δήλωσε ότι είναι έγγαμη, ωστόσο δε γνωρίζει πλέον που βρίσκεται ο σύζυγός της. Επιπρόσθετα, ισχυρίστηκε πως είναι μητέρα διδύμων τα οποία έχουν αποβιώσει, ενός ανήλικου τέκνου το οποίο η Αιτήτρια άφησε στο Καμερούν μαζί με τον σύζυγό της και ενός ακόμη τέκνου, γεννηθέν το 2019 στη Λάρνακα, το οποίο βρίσκεται μαζί με την ίδια στη Δημοκρατία (βλ. ερυθρά 63 3Χ, 62 1Χ του δ.φ.). Το πιστοποιητικό γέννησης του τέκνου της Αιτήτριας περιλαμβάνεται στον διοικητικό της φάκελο ως ερυθρό 40. Ως προς την πατρική της οικογένεια, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως οι γονείς της βρίσκονται εν ζωή και διαβιούν μεταξύ της Yaounde και της Bafia. Έχει επίσης 5 αδέλφια, τα οποία διαβιούν στη Yaounde με τις οικογένειές τους. Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι δε διατηρεί επικοινωνία με την πατρική της οικογένεια καθώς είχαν εκφράσει τις αντιρρήσεις τους σχετικά με τον γάμο της ίδιας με αστυνομικό (βλ. ερυθρά 62 2Χ – 4Χ του δ.φ.). Ως προς το εκπαιδευτικό της επίπεδο η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως έχει λάβει δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ενώ αναφορικά με την επαγγελματική της εμπειρία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εργαζόταν ως πωλήτρια καλλυντικών καθώς και ως κομμώτρια (βλ. ερυθρά 59 2Χ του δ.φ.). Αναφορικά με την κατάσταση της υγείας της, η Αιτήτρια δήλωσε πως εμφανίζει επιθετική συμπεριφορά καθώς και πως έχει προβεί σε απόπειρες αυτοκτονίας, ωστόσο ως δήλωσε δε λαμβάνει ψυχολογική ή άλλου είδους υποστήριξη (βλ. ερυθρά 61 1Χ, 60 1Χ του δ.φ.).

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε το Καμερούν, κατά την ελεύθερη αφήγησή της η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως, όταν οι γονείς της ανακάλυψαν ότι διατηρούσε σχέση με ένστολο, διέκοψαν τις μεταξύ τους σχέσεις και η Αιτήτρια μετέβη από τη Yaounde στην ευρύτερη περιοχή της Bamenda, συγκεκριμένα στην περιοχή Wum όπου βρισκόταν ο σύντροφός της λόγω της εργασίας του ως αστυνομικός, και ξεκίνησε να διαβιεί μαζί του. Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι στη Wum είχε αρχίσει να εργάζεται ως πωλήτρια προσθετικών μαλλιών («hair extensions»), ενώ παράλληλα κυοφορούσε τα δίδυμα τέκνα της. Εξήγησε ότι κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της προσπάθησε να επικοινωνήσει με την πατρική της οικογένεια, ωστόσο η μητέρα της τής είπε ότι «είχε κάνει την επιλογή της» και διέκοψε οποιαδήποτε μεταξύ τους επικοινωνία. Η Αιτήτρια προσέθεσε ότι μέχρι και μετά τη γέννηση των παιδιών της ζούσε μια φυσιολογική ζωή στη Bamenda, χωρίς να αντιμετωπίζει προβλήματα, ωστόσο εξήγησε ότι σταδιακά άρχισαν να δημιουργούνται προβλήματα στα γύρω χωριά τα οποία, σύμφωνα με τα όσα της μετέφερε ο σύντροφός της, σταδιακά επιδεινώνονταν.

 

Το 2017 η Αιτήτρια δήλωσε ότι παντρεύτηκε και επίσημα με τον σύντροφό της, κάνοντας θρησκευτικό και πολιτικό γάμο, ενώ λίγο αργότερα η Αιτήτρια κυοφόρησε το έτερο τέκνο της το οποίο και γέννησε το 2018. Εκείνο το διάστημα η Αιτήτρια προέβαλε ότι η κατάσταση στις γύρω περιοχές επιδεινωνόταν όλο και περισσότερο, με αποτέλεσμα ο σύζυγός της να απουσιάζει σε επαγγελματικά ταξίδια και η Αιτήτρια να μένει μόνη με τα τρία ανήλικα τέκνα τους. Προσέθεσε ότι ο σύζυγός της τής έλεγε πολλές φορές ότι έχει «αίμα στα χέρια του», και πως θέλουν να τον σκοτώσουν, ενώ και η ίδια δήλωσε πως λάμβανε απειλές τόσο δια μηνυμάτων όσο και δια τηλεφώνου, οι οποίες στρέφονταν κατά της ζωής της ίδιας και της οικογένειάς της.

 

Λόγω των ανωτέρω, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ο σύζυγός της άρχισε να την προτρέπει να φύγει από τη χώρα και για τον λόγο αυτό της εξέδωσε διαβατήριο. Ως δήλωσε, προσπάθειες και του συζύγου της για έκδοση διαβατηρίου  και για τον ίδιο, αποβήκαν άκαρπες καθώς οι αρχές αρνήθηκαν την έκδοση διαβατηρίου στο πρόσωπό του. Παρά το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν είχε καταλάβει τον λόγο της άρνησης αυτής, ωστόσο η ίδια δεν επέμεινε να μάθει περισσότερα καθώς θεώρησε ότι αυτό εμπίπτει  περισσότερο στο αντικείμενο γνώσης του συζύγου της παρά της ίδιας. Παράλληλα η Αιτήτρια, σύμφωνα με τα λεγόμενά της, εξακολουθούσε να δέχεται απειλές οι οποίες μάλιστα κορυφώθηκαν με μία επίσκεψη αγνώστων στην οικία της, οι οποίοι της είπαν ότι λόγω του ότι ο σύζυγός της σκοτώνει ανθρώπους η ίδια και τα παιδιά της πρόκειται επίσης να χάσουν τη ζωή τους. Λόγω των συγκεκριμένων απειλών προσπάθησε να πει στον σύντροφό της να παραιτηθεί από την εργασία του και να βρει μία άλλη, ωστόσο οι απειλές που η ίδια λάμβανε συνεχίζονταν.

 

Η Αιτήτρια περιέγραψε ότι μία ημέρα που βρισκόταν με τα ανήλικα τέκνα της στην οικία της, άγνωστοι της χτύπησαν την πόρτα. Καθώς ο σύζυγός της την είχε συμβουλεύσει να μην ανοίγει σε αγνώστους και να τον παίρνει πρώτα τηλέφωνο, η ίδια δεν άνοιξε την πόρτα και μετέβη στο δωμάτιο των παιδιών της. Τότε, οι άγνωστοι έσπασαν την πόρτα και μπήκαν μέσα στην οικία της, ενώ σύμφωνα με την περιγραφή της φορούσαν μάσκες με αποτέλεσμα να μην είναι ορατά τα πρόσωπά τους. Τα άτομα αυτά της ζήτησαν να τους ακολουθήσει με την Αιτήτρια να πράττει αυτό,  μαζί με το ένα εκ των τέκνων της που βρισκόταν στην αγκαλιά της, ενώ της αρνήθηκαν να πάρει μαζί τα δίδυμα παιδιά της. Συνεχίζοντας, η Αιτήτρια δήλωσε ότι την μετέφεραν σε ένα δωμάτιο το οποίο είχε λεκέδες από αίμα στους τοίχους και σε αυτό το δωμάτιο τα άτομα αυτά τη βίασαν εγκαταλείποντας την στην συνέχεια μαζί με το επτά μηνών τέκνο της, λέγοντάς της ότι «αυτό είναι μόνο η αρχή». Η Αιτήτρια δήλωσε ότι το σημείο στο οποίο μεταφέρθηκε ήταν απομονωμένο και βρισκόταν στις θαμνώδεις περιοχές (bushes). Το επόμενο πρωί αστυνομικοί εντόπισαν την Αιτήτρια, καθώς την άκουσαν να ζητά βοήθεια, και τη μετέφεραν προκειμένου να λάβει τις πρώτες βοήθειες. Όταν οι αστυνομικοί επικοινώνησαν με τον σύζυγό της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι εκείνος είχε ήδη λάβει μία φωτογραφία η οποία απεικόνιζε τα δίδυμα παιδιά τους νεκρά. Έπειτα από αυτό το περιστατικό, ο συνάδελφος του συζύγου της ξεκίνησε να ετοιμάζει όλα τα σχετικά έγγραφα προκειμένου η Αιτήτρια να φύγει από το Καμερούν. Κατά τη διάρκεια εκείνου του διαστήματος η Αιτήτρια δήλωσε ότι ανακάλυψε ότι κυοφορούσε ξανά, ενώ ως δήλωσε δεν ξέρει ποιος ήταν ο πατέρας του παιδιού και πως η εγκυμοσύνη της πιθανόν να είναι αποτέλεσμα του βιασμού της. Μετέπειτα, η Αιτήτρια έφυγε από το Καμερούν αφήνοντας πίσω τον άντρα και το ανήλικο τέκνο της. Ενόσω η Αιτήτρια βρισκόταν στη Δημοκρατία ισχυρίστηκε πως έλαβε στο κινητό της τηλέφωνο μία φωτογραφία από μία φίλη της που απεικονίζει τον σύζυγό της αιμόφυρτο, χωρίς να γνωρίζει εάν ζει ή εάν έχει πεθάνει. Έκτοτε, δεν έχει άλλα νέα για τον σύζυγό της (βλ. ερυθρά 56 – 52 του δ.φ.).

 

Πλην των ανωτέρω, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως το αφεντικό του συζύγου της την κακοποιούσε σεξουαλικά. Εξήγησε πως αυτό συνέβαινε όταν ο σύζυγός της έλειπε σε αποστολές και πως το περιστατικό αυτό είναι κάτι που δεν είχε αποκαλύψει στον σύζυγό της (βλ. ερυθρά 47 1Χ του δ.φ.).

 

Ως προς το τι φοβάται ότι θα της συμβεί σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι σε τέτοια περίπτωση θα φοβάται για τη ζωή της, ισχυριζόμενη ότι, λόγω των απειλών που είχε δεχθεί πριν τη φυγή της από το Καμερούν, οι διώκτες της θα την ανακαλύψουν εκ νέου σε περίπτωση επιστροφής της (βλ. ερυθρά 48 6Χ του δ.φ.). Κατά τη δεύτερη συνέντευξή της, όπου η ερώτηση επαναλήφθηκε, η Αιτήτρια προσέθεσε ότι δε ξέρει που βρίσκεται ο σύζυγος και το παιδί της και δεν έχει νέα τους (βλ. ερυθρά 69 2Χ του δ.φ.). Περαιτέρω, αναφορικά με τον προϊστάμενο του συζύγου της ο οποίος την κακοποιούσε σεξουαλικά, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν φοβάται ότι μπορεί να κακοποιηθεί εκ νέου από εκείνον (βλ. ερυθρά 68 του δ.φ.).

 

Ως προς το εάν μπορεί να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή του Καμερούν, η Αιτήτρια απάντησε αρνητικά. Δήλωσε ότι δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της χωρίς να έχει την προστασία της οικογένειάς της, ενώ εξέφρασε και δυσπιστία ως προς την ικανότητα των αρχών να της παράσχουν προστασία λόγω του ότι είχε αντιμετωπιστεί από αυτές «ως αντικείμενο» (βλ. ερυθρά 46 2Χ του δ.φ.).

 

Σε διευκρινιστικές ερωτήσεις που τέθηκαν στην Αιτήτρια, η Αιτήτρια διευκρίνισε αναφορικά με τις απειλές που λάμβανε ότι όσο διαβιούσε στη Yaounde δε λάμβανε κάποια απειλή και πως οι απειλές ξεκίνησαν όταν μετοίκησε στην Bamenda μαζί με τον σύντροφό της (βλ. ερυθρά 50 1Χ του δ.φ.). Ως προς τη συχνότητα των απειλών, η Αιτήτρια δήλωσε ότι λάμβανε απειλητικά μηνύματα και τηλεφωνήματα  στο κινητό της τηλέφωνο κάθε φορά που ο σύζυγός της απουσίαζε σε αποστολή (βλ. ερυθρά 50 2Χ, 3Χ του δ.φ.). Κατόπιν σχετικής ερώτησης, η Αιτήτρια δήλωσε ότι τέτοια απειλητικά μηνύματα λάμβαναν όλες οι οικογένειες αστυνομικών (βλ. ερυθρά 49 1Χ του δ.φ.), ενώ ως προς το ποιος ήταν ο αποστολέας η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι ήταν οι Ambazonians.

 

Ως προς τη φωτογραφία που έλαβε η Αιτήτρια μέσω μίας φίλης της και η οποία απεικονίζει τον σύζυγό της αιμόφυρτο, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως η φίλη της, τής είπε ότι ο σύζυγός της βρισκόταν σε κρίσιμη κατάσταση και πως δεν είχε στην κατοχή της πληροφορίες αναφορικά με το ανήλικο τέκνο που η Αιτήτρια είχε αφήσει στο Καμερούν. Η Αιτήτρια προσέθεσε πως έκτοτε η φίλη της δεν επικοινώνησε ξανά μαζί της και πως και η ίδια κάλεσε τον αριθμό της αλλά δεν πήρε απάντηση. Ομοίως, δεν κατέστη εφικτή η επικοινωνία της Αιτήτριας ούτε και με τον σύζυγό της. Ως προς το πως βρέθηκε στην κατοχή της φίλης της η συγκεκριμένη φωτογραφία η Αιτήτρια δήλωσε άγνοια, υποθέτοντας ότι ενδέχεται να της την έστειλε απευθείας ο σύζυγός της (βλ. ερυθρά 49 3Χ του δ.φ.).

 

Αναφορικά με τη σεξουαλική κακοποίηση που η Αιτήτρια υπέστη από τον προϊστάμενο του συζύγου της, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως ο συγκεκριμένος άνθρωπος είναι διοικητής αστυνομικού τμήματος (βλ. ερυθρά 47 2Χ του δ.φ.). Ως προς τη συχνότητα της σεξουαλικής της κακοποίησης από τον εν λόγω άνθρωπο, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι αυτό συνέβη περί τις 3 φορές (βλ. ερυθρά 69 2Χ του δ.φ.), ενώ εξέφρασε τον φόβο της ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, ο συγκεκριμένος άνθρωπος θα μπορέσει να την εντοπίσει εκ νέου λόγω των συχνών μεταθέσεων των αστυνομικών (βλ. ερυθρά 68 του Δ.Φ.).

 

Εξετάζοντας τα όσα η Αιτήτρια παρέθεσε κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ασύλου, ο αρμόδιος λειτουργός διαχώρισε τους ισχυρισμούς της στους ακόλουθους δύο κρίσιμους ισχυρισμούς: (1) υπήκοος του Καμερούν, γεννηθείσα το έτος 1996 στη Yaounde, όπου και διαβιούσε έως το 2016 οπότε και μετοίκησε στη Bamenda, εθνοτικής καταγωγής Balengou. Η πόλη Yaounde θεωρήθηκε δε ως τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας στη χώρα καταγωγής της και (2) ισχυρισμός περί του ότι η Αιτήτρια δέχθηκε επίθεση από τους Ambazonians ενώ διαβιούσε μαζί με τον σύζυγό της στη Bamenda.

 

Σχετικά με την αξιοπιστία της Αιτήτριας ως προς τον πρώτο βασικό ισχυρισμό, ήτοι την ταυτότητα, τον τόπο καταγωγής και συνήθους διαμονής της, ο λειτουργός, έπειτα από ενδελεχή έρευνα (βλ. ερυθρά 73 - 74 του δ.φ.), έκρινε την Αιτήτρια εσωτερικά και εξωτερικά αξιόπιστη, επισημαίνοντας ότι η ίδια προσκόμισε και το πρωτότυπο διαβατήριο της χώρας καταγωγής της.

Αναφορικά δε με την αξιοπιστία της Αιτήτριας ως προς τον δεύτερο βασικό ισχυρισμό, ήτοι περί του ότι η Αιτήτρια δέχθηκε επίθεση από τους Ambazonians ενώ διαβιούσε μαζί με τον σύζυγό της στη Bamenda, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε την Αιτήτρια επίσης ως αξιόπιστη. Ως διαφαίνεται και στην εισηγητική έκθεση του λειτουργού, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας αξιολογήθηκαν ως εξαιρετικά λεπτομερείς, συνεκτικοί, ακριβείς και ξεκάθαροι. Κρίθηκε πως η Αιτήτρια αναφέρθηκε αρκούντως αναλυτικά στην σταδιακή επιδείνωση της κατάστασης ασφαλείας στη Bamenda και τις γύρω περιοχές, στα απειλητικά μηνύματα που ξεκίνησε να λαμβάνει, στην αντίδραση του συζύγου της στα εν λόγω απειλητικά μηνύματα, καθώς και στις απειλητικές επισκέψεις που δέχτηκε. Ιδιαίτερη μνεία έγινε στην αναλυτική περιγραφή της Αιτήτριας ως προς την επίθεση που δέχτηκε, κατά τη διάρκεια της οποίας η ίδια κακοποιήθηκε σεξουαλικώς και τα δίδυμα παιδιά της δολοφονήθηκαν. Τέλος, κρίθηκαν ως ξεκάθαροι και σαφείς οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί του ότι δε γνωρίζει που βρίσκεται ο σύζυγός της καθώς και ως προς την άγνοιά της αναφορικά με το ποιος είναι ο πατέρας του τέκνου της που γεννήθηκε στη Δημοκρατία. Τονίστηκε, ωστόσο, πως η Αιτήτρια δεν υπήρξε αρκούντως ξεκάθαρη ως προς τον λόγο που οι Ambazonians στοχοποίησαν την ίδια και την οικογένειά της.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση κινδύνου και λαμβάνοντας υπόψη τους δύο αποδεκτούς ισχυρισμούς, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε πως δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια συμπεριφορά που να ισοδυναμεί με δίωξη ή με σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν. Αιτιολογώντας την κατάληξή του αυτή, τόνισε ότι η Αιτήτρια είναι γαλλόφωνη Καμερουνέζα με τόπο συνήθους διαμονής της τη Yaounde, ενώ τα όσα αναφέρθηκαν από την ίδια στο πλαίσιο του δεύτερου ουσιώδους  ισχυρισμού της αφορούν περιστατικά που συνέβησαν στη Bamenda κατά τη διάρκεια της κρίσης του αγγλόφωνου τμήματος της χώρας, και πως στη Yaounde δεν αντιμετώπισε ποτέ το οποιοδήποτε πρόβλημα με εξαίρεση τη διαφωνία με την οικογένειά της για την επιλογή του συντρόφου της, η οποία όμως δεν αφορά τους λόγους για τους οποίους αποχώρησε από τη χώρα καταγωγής της. Επιπρόσθετα, στην Εισηγητική Έκθεση αναφέρεται πως οι απειλές απευθύνονταν προς όλες τις οικογένειες αστυνομικών, πως ήταν γενικές και οφείλονταν στην ευρύτερη κατάσταση ασφαλείας της περιοχής στην οποία η Αιτήτρια διέμενε για μερικά χρόνια, καθώς και ότι οι απειλές δεν ήταν προσωποποιημένες στην Αιτήτρια λόγω του ότι ενέπιπτε σε κάποιο συγκεκριμένο προφίλ.

Περαιτέρω ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε αναφορικά με την σεξουαλική κακοποίηση που υφίστατο η Αιτήτρια από τον προϊστάμενο του συζύγου της, ότι από τη στιγμή που ο συγκεκριμένος άνθρωπος δεν είναι υψηλόβαθμος και από τη στιγμή που η σεξουαλική κακοποίηση έλαβε χώρα περί τις 3 φορές, η συγκεκριμένη πράξη δε μπορεί να θεωρηθεί ως δίωξη. Ο αρμόδιος λειτουργός αιτιολογεί τη συγκεκριμένη κατάληξη παραθέτοντας το άρθρο 9 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ,[1] και επισημαίνοντας πως η Αιτήτρια ερωτηθείσα ως προς τους φόβους της σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν ισχυρίστηκε «ασαφώς» ότι δε μπορεί να επιστρέψει πίσω στη χώρα της εάν δεν προστατεύεται από οικογένεια (“if I am not protected by a family”), ότι φέρει το όνομα του συζύγου της και ότι όσοι έχουν υποχρέωση να την προστατεύσουν δεν το πράττουν (“and the ones who have the duty to protect us, cannot protect us).

 

Τέλος, ο αρμόδιος λειτουργός έλαβε υπόψη ότι η Αιτήτρια είναι μία γαλλόφωνη Καμερουνέζα που έχει ζήσει το σύνολο της ζωής της στη Yaounde, πλην λίγων ετών κατά τα οποία διέμεινε στη Bamenda, και συνήγαγε ότι η Αιτήτρια δε διατρέχει κίνδυνο ούτε λόγω της κατάστασης ασφαλείας, καθώς η Yaounde θεωρείται ασφαλής. Παρέθεσε μάλιστα και σχετικές πληροφορίες από εξωτερικές πηγές, οι οποίες κάνουν λόγο πως τα περιστατικά ασφαλείας περιορίζονται στις περιοχές Northwest και Southwest.

 

Καταληκτικά, προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι η Αιτήτρια δεν εμπίπτει στις πρόνοιες των άρθρων 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου και, συνεπώς, δε μπορεί να επωφεληθεί ούτε από προσφυγικό καθεστώς, ούτε και από καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Η εκτίμηση του Δικαστηρίου

 

Στη βάση των ανωτέρω και έχοντας εξετάσει με μεγάλη προσοχή τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας υπό το φως του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου, επισημαίνω

 

τα ακόλουθα:  

 

Καταρχάς διαφωνώ με τον καθορισμό της πόλης Yaounde ως τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας αντί της πόλης Wum όπου διαβιούσε από το 2016 έως ότου εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της τον Απρίλιο του 2019. Όπως θα αναλυθεί και κατωτέρω, ο καθορισμός αυτός είναι αναιτιολόγητος και εσφαλμένος, γεγονός που καθιστά και τη διενεργηθείσα αξιολόγηση κινδύνου και τη μετέπειτα νομική ανάλυση, εδραζόμενη επί τούτου, ως μη δέουσα.

 

Ειδικότερα, κατόπιν προσεκτικής μελέτης των όσων η Αιτήτρια ανέφερε κατά τις συνεντεύξεις της, διαπιστώνω τα εξής:

 

 

 

 

 

·         Η Αιτήτρια είχε αναπτύξει βιοτικούς δεσμούς στη Wum καθώς εκεί υπήρχε η οικία όπου ζούσε με τον σύζυγο και τα ανήλικα τέκνα τους.

 

·         Για όσο διάστημα διέμενε στην πόλη Wum, η Αιτήτρια εργαζόταν διατηρώντας επιχείρηση στην οποία πωλούσε προσθετικά μαλλιών (βλ. ερυθρά 56 3Χ του δ.φ.). Η επαγγελματική αυτή δραστηριότητα της Αιτήτριας στη Wum υποστηρίζει περαιτέρω την ύπαρξη βιοτικών δεσμών με τη συγκεκριμένη πόλη.

 

 

Από τα ανωτέρω συνάγεται πως η Αιτήτρια, παρά το γεγονός ότι γεννήθηκε στη Yaounde και έζησε στη συγκεκριμένη πόλη έως το 2016, ο τόπος με τον οποίο διατηρούσε η Αιτήτρια βιοτικούς δεσμούς από το 2016 και έως την οριστική φυγή της από τη χώρα καταγωγής της τον Απρίλιο του 2019 είναι η Wum. Η Αιτήτρια μετέβη στη Wum για λόγους οικογενειακής ενότητας, και διέμενε στη συγκεκριμένη πόλη με τον σύζυγό της και τα ανήλικα τέκνα τους. Περαιτέρω, η Αιτήτρια διατηρούσε επιχείρηση στη Wum από την οποία βιοποριζόταν, και δεν επέστρεψε στη Yaounde παρά μόλις δύο φορές και για σύντομο χρονικό διάστημα.

 

Ως ήδη επισημάνθηκε, ο δεύτερος ισχυρισμός της Αιτήτριας έγινε μεν αποδεκτός από τους Καθ’ ων η αίτηση, ωστόσο τονίστηκε, πως η Αιτήτρια δεν υπήρξε αρκούντως ξεκάθαρη ως προς τον λόγο που οι Ambazonians στοχοποίησαν την ίδια και την οικογένειά της, κρίνοντας κατά τούτο ότι η κακοποίηση που η ίδια υπέστη από αυτούς, δεν ήταν αποτέλεσμα προσωπικής στοχοποίησης. Μελετώντας τα όσα ανέφερε επί του σημείου αυτού η Αιτήτρια, θα διαφωνήσω με τη συγκεκριμένη κατάληξη του αρμόδιου λειτουργού. Παρ’ ότι η συγκεκριμένη αξιολόγηση δεν επηρεάζει το συμπέρασμα περί της αξιολόγησης του ισχυρισμού ως αξιόπιστου, η αποσαφήνιση περί της ύπαρξης ή μη αξιοπιστίας συγκεκριμένα όσον αφορά τον λόγο στοχοποίησης της Αιτήτριας από τους Ambazonians είναι κρίσιμη σχετικά με την αξιολόγηση κινδύνου και τη νομική ανάλυση της προσβαλλόμενης υπόθεσης.

 

Ειδικότερα, η Αιτήτρια δήλωσε ευθέως σε αρκετά σημεία της συνέντευξής της ότι ο λόγος για τον οποίο δεχόταν τις απειλές ήταν το επάγγελμα του συζύγου της. Αρχικά, δήλωσε ότι λάμβανε τα απειλητικά μηνύματα κάθε φορά που ο σύζυγός της απουσίαζε για επαγγελματικούς λόγους (βλ. ερυθρά 50 2Χ του δ.φ.), ενώ εν συνεχεία δήλωσε συνεκτικά ότι όλες οι οικογένειες των αστυνομικών λάμβαναν τέτοιου είδους απειλές. Η Αιτήτρια, μάλιστα, παρέθεσε και σχετικά παραδείγματα λέγοντας ότι και ένας φίλος του συζύγου της ο οποίος πέθανε είχε λάβει τέτοια μηνύματα καθώς και ότι, τα μηνύματα στέλνονταν πάντα στο μη ένστολο μέλος της οικογένειας, περιγράφοντας πως ακόμα και όταν η γυναίκα είναι αυτή που εργάζεται στην αστυνομία τα απειλητικά μηνύματα τα λαμβάνει ο σύζυγός της (βλ. ερυθρά 49 1Χ του δ.φ.). Κατά τη συμπληρωματική συνέντευξη της Αιτήτριας, η Αιτήτρια δήλωσε εκ νέου έπειτα από σχετική ερώτηση (“What I am trying to understand is what they want from you? Do you have any idea?”) ότι θεωρούσε πως ο λόγος για τον οποίο στοχοποιήθηκε ήταν επειδή οι Ambazonians «ήθελαν να στείλουν ένα μήνυμα στον σύζυγό της» (“according to me they wanted to send a message to my husband” – βλ. ερυθρά 69 του δ.φ.)

 

Παρατηρώντας δε ορισμένα εκ των χωρίων που παρέθεσαν οι Καθ’ ων η αίτηση προς υποστήριξη της κατάληξης τους σχετικά με το ότι η Αιτήτρια δεν κατάφερε να εξειδικεύσει τον λόγο στοχοποίησής της, διαπιστώνω ότι κάποια εξ’ αυτών αναφέρονται στα προβλήματα που αντιμετώπιζε ο σύζυγός της στη δουλειά του, και τα οποία δύναται να διαδραμάτισαν ρόλο στη στοχοποίηση της οικογένειας της Αιτήτριας (βλ. ερυθρά 48 2Χ του δ.φ., όπου η Αιτήτρια έχει ερωτηθεί Do you have any suspicion what these things [mean. “the things he cannot tell me”] would be? και έχει απαντήσει “he was telling me that there are things he cannot tell me and his hands are full of blood”). Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση έχουν παραθέσει τα λεγόμενα της Αιτήτριας στο ερυθρό 69 3Χ στα οποία επαναλαμβάνει ότι δε γνωρίζει τι συνέβαινε στη δουλειά του συζύγου της (“according to me some things were happening at the work of my husband […]), ωστόσο έχουν παραλείψει να συμπεριλάβουν και να αξιολογήσουν μεταγενέστερο σημείο των δηλώσεών της, το οποίο παρατέθηκε στην ακριβώς προηγούμενη παράγραφο και στο οποίο η Αιτήτρια υποστηρίζει ξεκάθαρα ότι ήθελαν να στείλουν μήνυμα στο σύζυγό της.

 

Επί τη βάση λοιπόν των πιο πάνω τα οποία εξετάζω και στο πλαίσιο του λόγου ακυρώσεως που προώθησε η Αιτήτρια περί αναιτιολόγητης απόφασης, φρονώ ότι αυτός ευσταθεί. Επισημαίνω επί τούτου, ότι σύμφωνα με τη νομολογία η μορφή και η έκταση της επιβαλλόμενης αιτιολογίας ποικίλουν ανάλογα με το θέμα που πραγματεύεται η πράξη και οι συνθήκες που την περιβάλλουν[2]. Στην υπόθεση Pissas ν. The Republic[3] λέχθηκε ότι η δέουσα αιτιολογία εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης ενώ στην Γρηγορόπουλος κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία[4] κρίθηκε ότι η αιτιολογία μίας πράξης θεωρείται πλήρης εφόσον καταγράφεται στο σώμα της το νομικό υπόβαθρο επί του οποίου το διοικητικό όργανο στηρίχθηκε και η πραγματική βάση ούτως ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στο Διοικητικό Δικαστήριο να αντιληφθεί που βασίστηκε το αρμόδιο όργανο για να καταλήξει στην απόφαση του. Περαιτέρω, η αιτιολογία συμπληρώνεται και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.

 

Συμπερασματικά, με βάση τα ανωτέρω, γίνεται δεκτό ότι, πέραν της αιτιολογίας σχετικά με τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί της επίθεσης που δέχθηκε από τους Ambazonians ενώ διαβιούσε με τον σύζυγό της στη Bamenda, η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου δεν είναι ούτε ορθώς ούτε δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη, καθώς η αξιολόγηση και η αποτύπωση των απαντήσεων της Αιτήτριας στο πλαίσιο της εισηγητικής έκθεσης, δεν ανταποκρίνονται στα πραγματικά λεγόμενά της κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ενώ, επιπλέον, η προβαλλόμενη αιτιολογία δεν καθίσταται επαρκής ώστε να οδηγήσει σε απόρριψη των ισχυρισμών της Αιτήτριας.

 

Όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, ως τόπος συνήθους διαμονής της Αιτήτριας έπρεπε να είχε θεωρηθεί η Wum και όχι η Yaounde και, συνεπώς, οποιαδήποτε αξιολόγηση μελλοντοστραφούς κινδύνου έπρεπε να είχε γίνει στη βάση του ότι η Wum αποτελεί τον τόπο συνήθους διαμονής της Αιτήτριας ήτοι τον τόπο στον οποίο η Αιτήτρια είχε αναπτύξει για ικανό χρονικό διάστημα βιοτικές σχέσεις πριν την οριστική φυγή της από το Καμερούν.

 

Περαιτέρω, παρ’ όλο που στα πλαίσια της εκτίμησης κινδύνου έγινε σχετική εκτίμηση για το μελλοντοστραφές ρίσκο της Αιτήτριας λόγω της σεξουαλικής κακοποίησης που είχε υποστεί από τον προϊστάμενο του συζύγου της, εντούτοις, μελετώντας προσεκτικά την εισηγητική έκθεση του αρμόδιου λειτουργού, διαπιστώνω ότι ο σχετικός ισχυρισμός ουδέποτε απομονώθηκε και/ή δημιουργήθηκε αλλά ούτε και αξιολογήθηκε αυτοτελώς στα πλαίσια της αξιολόγησης αξιοπιστίας των ισχυρισμών της Αιτήτριας. Σύμφωνα δε με τον Πρακτικό Οδηγό της EUAA για την αξιολόγηση στοιχείων και κινδύνου, η αξιολόγηση κινδύνου είναι «μια αξιολόγηση που λαμβάνει υπόψη όλους (και μόνο) τους πραγματικούς ισχυρισμούς (παρελθοντικούς και μελλοντικούς), τις προσωπικές συνθήκες του αιτούντος και τις επί του παρόντος διαθέσιμες πληροφορίες.»[5]

 

Όφειλαν συνεπώς οι Καθ’ ων η αίτηση να απομονώσουν τον κρίσιμο αυτό ισχυρισμό της Αιτήτριας, ως αυτοτελή ισχυρισμό τον οποίο ακολούθως, ως τέτοιον, να αξιολογήσουν.

 

Παρά το γεγονός ότι η ως άνω κατάληξη μου καθιστά τρωτή τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης χωρίς να χρειάζεται να διερευνηθούν περαιτέρω λόγοι ακυρώσεως, κρίνω εντούτοις σκόπιμο να εξετάσω και τον ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας, ο οποίος διερευνάται ούτως ή άλλως και κατά τον έλεγχο ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο, στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέξει και εξετάσει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσης, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στην διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντας οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση[6].

Εν προκειμένω, συντάσσομαι με τους ισχυρισμούς που προωθούν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι της Αιτήτριας, δεδομένου ότι, με βάση τα στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου αλλά και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης υπόθεσης, καταδεικνύεται ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς δεν προέβησαν σε ολοκληρωμένη έρευνα και εξέταση των στοιχείων και των πραγματικών περιστατικών τα οποία είχαν στη διάθεση τους, και ως εκ τούτου υπέπεσαν σε πλάνη περί τα πράγματα κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Ειδικότερα, είναι διαπίστωση μου ότι κατά τη διάρκεια της συνέντευξης παραλείφθηκαν σημαντικές ερωτήσεις από την πλευρά των Καθ’ ων η αίτηση και συγκεκριμένα η Αιτήτρια δεν ρωτήθηκε επαρκώς αναφορικά με την σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από τον προϊστάμενο του συζύγου της.

 

Επισημαίνεται ότι, υφίσταται υποχρέωση της Διοίκησης, στο πλαίσιο του καθήκοντος συνεργασίας, να εξετάζει το σύνολο των περιστάσεων που χαρακτηρίζουν την κατάσταση του προσφεύγοντος, πέραν των ρητά προβαλλόμενων ισχυρισμών του, ως αυτή απορρέει από το άρθρο 4 της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ[7].

 

Σύμφωνα με τα ως άνω λεχθέντα, παραλείποντας η Διοίκηση, κατά τη διεξαγωγή της συνέντευξης, να θέσει τις απαραίτητες διευκρινιστικές ερωτήσεις, παραβίασε την υποχρέωση της να εξετάσει ενδελεχώς την πιθανότητα διακύβευσης δικαιωμάτων της Αιτήτριας τα οποία ενδέχεται να παρέχουν απόλυτη προστασία.

 

Περαιτέρω, θα συμφωνήσω με τη θέση του συνηγόρου της Αιτήτριας ότι η διοίκηση όφειλε, στο πλαίσιο της υποχρέωσής της να διεξάγει τη δέουσα έρευνα για όλα τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης και να ερευνήσει την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας.

 

Επιπροσθέτως, από προσεκτική εξέταση των στοιχείων και του περιεχομένου του διοικητικού φακέλου που έχω ενώπιόν μου, παρατηρώ ότι στο σκέλος της Έκθεσης-Εισήγησης όπου, βάσει των ουσιωδών πραγματικών περιστατικών που έχουν γίνει αποδεκτά, γίνεται αξιολόγηση του μελλοντικού κινδύνου που ενδέχεται να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της, ελλείπει οποιαδήποτε αναφορά σε αξιόπιστες και επίκαιρες πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την κατάσταση που επικρατεί στη χώρα καταγωγής και στην περιοχή της τελευταίας συνήθους διαμονής της Αιτήτριας. Παράλληλα, δεν χρησιμοποιήθηκαν πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας αναφορικά με την έμφυλη βία, θύμα της οποίας υπήρξε η Αιτήτρια, ως μάλιστα οι ίδιοι οι Καθ’ ων η αίτηση αποδέχθηκαν. Ελλείπουν οι σχετικές πληροφορίες που αναφέρονται στα περιστατικά έμφυλης βίας στο Καμερούν, στη διαθέσιμη κρατική προστασία και στην κοινωνική αντιμετώπιση των επιζήσαντων έμφυλης βίας. Περαιτέρω, οι Καθ’ ων η Αίτηση όφειλαν να αξιολογήσουν το προφίλ της Αιτήτριας ως συζύγου αστυνομικού, καθώς και τις προσωπικές της περιστάσεις σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν ήτοι γυναίκας μόνης (καθώς δε γνωρίζει που βρίσκεται ο σύζυγός της και εάν βρίσκεται εν ζωή), με ένα ανήλικο τέκνο γεννηθέν στη Δημοκρατία, χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο (δεδομένου ότι η Αιτήτρια δεν έχει επικοινωνία με την πατρική της οικογένεια), και θύμα έμφυλης βίας.  

 

Επί του σημείου τούτου διαπιστώνω και επισημαίνω και την παντελή έλλειψη αξιολόγησης της αίτησής που υποβλήθηκε από την Αιτήτρια εκ μέρους του ανήλικου τέκνου της καθώς και του βέλτιστου αυτού συμφέροντος. Το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας, γεννήθηκε το 2019 στη Λάρνακα και βρίσκεται μαζί με την ίδια στη Δημοκρατία (βλ. ερυθρά 63 3Χ, 62 1Χ του δ.φ.), ενώ το πιστοποιητικό γέννησης του περιλαμβάνεται στον διοικητικό της φάκελο ως ερυθρό 40. Συνεπώς, τόσο κατά τον χρόνο των συνεντεύξεων της Αιτήτριας (26.06.2020 και 16.07.2020) όσο και κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης (08.12.2020) το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας ήταν στη ζωή και αυτό έπρεπε να αξιολογηθεί τόσο αυτοτελώς, όσο και ως στοιχείο του προφίλ της Αιτήτριας, κατά την αξιολόγηση κινδύνου, κάτι που δεν έγινε εν προκειμένω. Αυτό, παρά το γεγονός ότι ως προκύπτει από την έκθεση-εισήγηση το ανήλικό τέκνο της Αιτήτριας προσδιορίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, ως αιτητής 2 (applicant 2).

 

Επισημαίνω ότι ο ανήλικος υιός της Αιτήτριας δε συνιστά διάδικο στην παρούσα διαδικασία, η δε Αιτήτρια είναι η μόνη διάδικος στην προσφυγή αυτή, παρά το γεγονός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά και στο ανήλικο τέκνο της. Ως λέχθηκε και από την αδελφή μου Δικαστή κ. Κλεάνθους στην υπόθεση M.M.S v. Δημοκρατίας[8]: «Λαμβάνοντας υπόψιν ότι τα όρια της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου εξικνούνται εντός των ορίων της κατατεθείσας προσφυγής, (Ε. Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Τόμος ΙΙ, 15η Έκδ., σελ.45),  εκ προοιμίου αναφέρεται ότι τα ανήλικα τέκνα των Αιτητών δε δύναται να θεωρηθούν ως Αιτητές στο πλαίσιο της παρούσας».

 

Προσθέτω επί τούτου, τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί και ανωτέρω ως προς τον έλεγχο ορθότητας που ασκεί εν προκειμένω το παρόν Δικαστήριο, ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς, το οποίο νοείται ως το αποτέλεσμα που επιδιώκει ένας διάδικος με τις αξιώσεις του, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των αιτημάτων και των ισχυρισμών που προβάλλονται προς τούτο. Η δυνατότητα δηλαδή του παρόντος Δικαστηρίου για έλεγχο ουσίας, δεν μπορεί να βαίνει μέχρι σημείου ώστε να αγνοηθούν ή ή να υπερκερασθούν τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς όπως αυτό έχει καθορισθεί από τους διαδίκους με τις αξιώσεις τους, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των ισχυρισμών που προέβαλαν οι εν λόγω διάδικοι, και επομένως το εν λόγω εθνικό δικαστήριο δεν οφείλει να διευρύνει το αντικείμενο της ως άνω διαφοράς ώστε να βαίνει πέραν των αιτημάτων και των ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιόν του κατά παράβαση της αρχής της δικαστικής απόφανσης μέσα στα όρια της αίτησης (ne eat iudex ultra petita partiam).

 

Δεν μπορεί συνεπώς το τέκνο της Αιτήτριας να θεωρηθεί ως διάδικος στη διαδικασία. Η παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από την XS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας[9], στην οποία έκρινα ότι το αίτημα των ανήλικων τέκνων της εκεί αιτήτριας δύναται να εξεταστεί στα πλαίσια της προσφυγής που καταχώρησε η αιτήτρια καθώς εν προκειμένω δεν προκύπτει από το δικόγραφο της υπό εξέταση προσφυγής, να έχει συμπεριληφθεί οποιοσδήποτε εξατομικευμένος φόβος δίωξης για το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας, ή έστω οποιαδήποτε αναφορά ότι το ανήλικο τέκνο δικαιούται διεθνή προστασία.

 

Ως εκ τούτου, το μόνο που δύναται να εξετάσει το παρόν Δικαστήριο, επί αυτού του σημείου, στα πλαίσια εξέτασης της προσφυγής της Αιτήτριας, είναι την παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να λάβουν υπόψη το ανήλικο τέκνο της, ως στοιχείο του προφίλ της και να εξετάσουν το βέλτιστον συμφέρον αυτού, ως έχει ήδη ανωτέρω αναφερθεί. Επισημαίνεται ότι βάσει του άρθρου 24 παρ. 2 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ σε όλες τις πράξεις που αφορούν παιδιά είτε επιχειρούνται από δημόσιες αρχές είτε από ιδιωτικούς οργανισμούς, πρωταρχική σημασία πρέπει να δίδεται στο βέλτιστο συμφέρον του παιδιού. Εξάλλου σύμφωνα με το άρθρο 3 παρ.1 της Διεθνούς Σύμβασης για τα Δικαιώματα του παιδιού, στο οποίο ρητά παραπέμπουν οι επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 24 του Χάρτη, «το συμφέρον του παιδιού πρέπει να λαμβάνεται πρωτίστως υπόψη σε όλες τις αποφάσεις που αφορούν τα παιδιά»[10].

 

Λόγω δε των συγκεκριμένων παραλείψεων της Διοίκησης παρίσταται αναιτιολόγητη η κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση ότι δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι να πιστεύεται ότι η Αιτήτρια θα αντιμετωπίσει δίωξη ή πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα και περιοχή καταγωγής της. Χωρίς την απαραίτητη έρευνα σε τέτοιους είδους πληροφορίες ούτως ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής, η κατάληξη των Καθ’ ων η αίτηση επί του σημείου τούτου είναι παντελώς αυθαίρετη.

 

Αντίστοιχη παράλειψη εκ μέρους της Διοίκησης διαπιστώνεται όμως και στο σκέλος της νομικής ανάλυσης της Έκθεσης-Εισήγησης που αφορά τις προϋποθέσεις αναγνώρισης της Αιτήτριας ως δικαιούχου συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των προνοιών του άρθρου 19(1) και 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου. Ειδικότερα, η Διοίκηση παρέλειψε να εξετάσει, επί τη βάσει αξιόπιστων και επίκαιρων πληροφοριών από εξωτερικές πηγές, κατά πόσον υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν η Αιτήτρια επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της και στην περιοχή της τελευταίας συνήθους διαμονής της, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη υπό τη μορφή σοβαρής και προσωπικής απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητάς της λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης. Ως εκ τούτου, η Διοίκηση κατέληξε στην αναιτιολόγητη κρίση ότι δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας στην Αιτήτρια δυνάμει του άρθρου 19(1) επειδή δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Φρονώ συνεπώς ότι δεν τέθηκαν επαρκείς ερωτήσεις κατά τη διάρκεια της συνέντευξης. Σημαντικό επίσης είναι, όπως προαναφέρθηκε, και το γεγονός ότι πουθενά στην προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται ο ισχυρισμός της Αιτήτριας ότι κακοποιήθηκε σεξουαλικά από τον προϊστάμενο του συζύγου της, το οποίο ανέφερε κατά την πρώτη της συνέντευξη (βλ. ερυθρά 47 1Χ, 2Χ, 46 1Χ του Δ.Φ.) και για το οποίο ερωτήθηκε και κατά τη συμπληρωματική της συνέντευξη (βλ. ερυθρά 69 1Χ,  68 του Δ.Φ.). Παρά ταύτα, παρ’ όλο που ο σχετικός ισχυρισμός ουδέποτε δημιουργήθηκε και αξιολογήθηκε, τα σχετικά με την σεξουαλική κακοποίηση της Αιτήτριας από το εν λόγω πρόσωπο καταγράφονται, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, στην αξιολόγηση κινδύνου του αρμόδιου λειτουργού με το συμπέρασμα ότι δεν προκύπτει εύλογη πιθανότητα μελλοντοστραφούς κινδύνου για την Αιτήτρια σε περίπτωση επιστροφής. Έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που η Αιτήτρια έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής της ενώπιόν του αρμόδιου λειτουργού, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν προέβη σε επαρκείς ερωτήσεις, όπως ανωτέρω επισημαίνεται, σχετικά με το συγκεκριμένο περιστατικό, όπως ούτε και για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος διεθνούς προστασίας της, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία με αποτέλεσμα να ενεργήσει υπό πλάνη.

 

Λαμβάνοντας συνεπώς υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι η Διοίκηση προέβη σε εσφαλμένη και ανεπαρκή αιτιολόγηση της επίδικης πράξης, καθώς και σε πλημμελή έρευνα, συνεπεία της οποίας υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα, παραλείποντας να λάβει υπόψιν του ουσιώδη πραγματικά γεγονότα.

 

Για τους λόγους που επεξηγήθηκαν, είναι η κατάληξη μου στοιχειοθετείται λόγος ακυρώσεως που έγκειται στην  έλλειψη δέουσας  έρευνας  και αιτιολογίας, με αποτέλεσμα να πλήττεται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.  

 

ΕΛΕΓΧΟΣ ΟΡΘΟΤΗΤΑΣ ΤΗΣ ΠΡΟΣΒΑΛΛΟΜΕΝΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ

 

H ως άνω κατάληξη μου θα σφράγιζε την τύχη της παρούσας προσφυγής, εάν το παρόν Δικαστήριο ενεργούσε μόνο ως ακυρωτικό Δικαστήριο. Υπενθυμίζεται ωστόσο ότι το παρόν Δικαστήριο έχει διευρυμένες εξουσίες, αφού ενεργώντας και ως Δικαστήριο ουσίας έχει δικαιοδοσία δυνάμει του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας του 2019, να προβαίνει σε έλεγχο και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν λαμβάνοντας υπόψη και σχετικά γεγονότα και ισχυρισμούς του προσφεύγοντος που δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ή πράξης, είτε αυτά είναι προγενέστερα είτε είναι μεταγενέστερα αυτής.

 

Οφείλω παρ’ όλα αυτά να επισημάνω ότι μια τέτοια εξέταση δεν μπορεί να υπερβαίνει τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς, το οποίο νοείται ως το αποτέλεσμα που επιδιώκει ένας διάδικος με τις αξιώσεις του, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των αιτημάτων και των ισχυρισμών που προβάλλονται προς τούτο. Η δυνατότητα δηλαδή του παρόντος Δικαστηρίου για έλεγχο ουσίας, δεν μπορεί να βαίνει μέχρι σημείου ώστε να αγνοηθούν ή να υπερκερασθούν τα όρια του αντικειμένου της διαφοράς όπως αυτό έχει καθορισθεί από τους διαδίκους με τις αξιώσεις τους, ερμηνευόμενες υπό το πρίσμα των ισχυρισμών που προέβαλαν οι εν λόγω διάδικοι, και επομένως το εν λόγω εθνικό δικαστήριο δεν οφείλει να διευρύνει το αντικείμενο της ως άνω διαφοράς ώστε να βαίνει πέραν των αιτημάτων και των ισχυρισμών που προβλήθηκαν ενώπιόν του κατά παράβαση της αρχής της δικαστικής απόφανσης μέσα στα όρια της αίτησης (ne eat iudex ultra petita partiam).

 

Στη βάση των ως άνω λεχθέντων, παρατηρώ ότι η Αιτήτρια επιζητεί με το αιτητικό Α της προσφυγής της: 

 

«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση, ημερομηνίας 19/02/2021, ειλημμένη δια χειρός στις 23/02/2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της Αιτήτριας για παροχή διεθνούς προστασίας είναι άκυρη, παράνομη, στερημένη οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος και έχει ληφθεί καθ’ υπέρβαση και/ή χωρίς δικαιοδοσία και είναι αποτέλεσμα πλάνης και κακής εφαρμογής του νόμου».

 

Η Αιτήτρια συνεπώς περιορίζει το αίτημα της, επιζητώντας την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης και όχι και την τροποποίηση αυτής, ή την απόδοση ή αναγνώριση ή χορήγηση σε αυτήν του καθεστώτος του πρόσφυγα ή της συμπληρωματικής προστασίας. Παρ’ όλα αυτά η Αιτήτρια με το αιτητικό Γ της προσφυγής της, επιζητεί από το παρόν Δικαστήριο:

 

«Οποιανδήποτε άλλη ή/και περαιτέρω θεραπεία το Δικαστήριο κρίνει κατάλληλη υπό τις περιστάσεις»,

 

αίτημα το οποίο φρονώ ότι διασώζει τις παραλείψεις που εντοπίζονται στο επίδικο δικόγραφο της προσφυγής, παρέχοντας στο Δικαστήριο τη δυνατότητα άσκησης ελέγχου ουσίας ως άλλωστε αυτή η εξουσία επιφυλάσσεται στο Δικαστήριο τούτο δυνάμει του άρθρου 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου. Επισημαίνω, ωστόσο, ότι οι εκάστοτε συνήγοροι των Αιτητών οφείλουν σε κάθε περίπτωση να είναι ιδιαίτερα επιμελείς κατά την σύνταξη των προσφυγών τους, ούτως ώστε να θέτουν το ορθό νομικό πλαίσιο και υπόβαθρο και κυρίως να επιζητούν την κατάλληλη, υπό τις περιστάσεις θεραπεία, διασφαλίζοντας κατά τούτο πλήρως τα δικαιώματα των Αιτητών.

 

Παρά το γεγονός ότι η τροποποίηση της απόφασης ή η απόδοση του καθεστώτος αυτού δεν αποτελεί ρητό αίτημα της Αιτήτριας, εντούτοις, για τους λόγους που επεξήγησα, θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο συντρέχουν εν προκειμένω οι προϋποθέσεις για αναγνώριση της Αιτήτριας ως πρόσφυγα δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εξέταση της συνδρομής πραγματικών περιστατικών που αποδεικνύουν τη βασιμότητα της αίτησής

 

Επισημαίνεται ότι το Δικαστήριο, εντοπίζοντας παραλείψεις στη διερευνητική διαδικασία δια της συνεντεύξεως που έλαβε χώρα από τους Καθ’ ων η αίτηση, έκρινε σκόπιμο και προχώρησε σε επανάνοιγμα της υπόθεσης καλώντας ενώπιόν του την Αιτήτρια προς υποβολή σχετικών ερωτήσεων. Υπό το φως και των τοποθετήσεων της Αιτήτριας ενώπιόν του Δικαστηρίου, θα προχωρήσω αρχικά σε καταγραφή των όσων η ίδια παρέθεσε επί πληροφοριών που απουσίαζαν από την προσωπική συνέντευξη της, ιδιαίτερα ως προς το περιστατικό της σεξουαλικής της κακοποίησης από τον προϊστάμενο του συζύγου της, και ακολούθως θα προβώ εκ νέου σε αξιολόγηση κινδύνου, προκειμένου να διαπιστώσω εάν προκύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

 

Πρέπει, ωστόσο, να τονιστεί αρχικά ότι κατά την ακροαματική διαδικασία της 15.09.2023 η Αιτήτρια δήλωσε αρχικά ότι, εκτός από το παιδί της το οποίο γεννήθηκε στη Δημοκρατία και το οποίο είναι πλέον τεσσάρων ετών, είναι τεσσεράμισι μηνών έγκυος. Περαιτέρω, ως προς τον σύζυγό της και το ανήλικο τέκνο της που άφησε στο Καμερούν, προέβαλε ότι δε γνωρίζει ούτε το που βρίσκονται ούτε εάν βρίσκονται στη ζωή και πως από τη στιγμή που μετέβη στη Δημοκρατία δεν επικοινώνησε με τον σύζυγό της πλην της φωτογραφίας που έλαβε στην οποία φαινόταν αιμόφυρτος.

 

Ως προς το υποστηρικτικό της δίκτυο στο Καμερούν η Αιτήτρια επιβεβαίωσε τα όσα είχε ισχυριστεί κατά την προσωπική της συνέντευξη, ήτοι πως δεν έχει καμία επικοινωνία με την πατρική της οικογένεια. Προέβαλε ότι η ίδια επεδίωξε να επανακτήσει τις μεταξύ τους σχέσεις, ωστόσο ούτε οι γονείς της ούτε τα αδέρφια της ανταποκρίθηκαν. Δήλωσε δε ότι σε περίπτωση επιστροφής της, από τη στιγμή που θα γυρίσει μόνη με το ανήλικο τέκνο της, θα βρεθεί σε δυσμενή θέση λόγω έλλειψης  υποστήριξης από την οικογένειά της.

 

Αναφορικά με το περιστατικό της σεξουαλικής κακοποίησης της Αιτήτριας από τον προϊστάμενο του συζύγου της, η Αιτήτρια δήλωσε κατά την προσωπική της συνέντευξη ότι υπάρχουν πράγματα που της συνέβησαν τα οποία δεν τα γνωρίζει ο σύζυγός της. Ειδικότερα, η Αιτήτρια εξήγησε ότι ο προϊστάμενος του συζύγου της την κακοποιούσε (βλ. ερυθρά 47 1Χ του Δ.Φ.). Ερωτηθείσα σχετικά, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια υπήρξε αρκούντως συνεκτική και λεπτομερής στις δηλώσεις της σχετικά με την κακοποίηση που υπέστη από το εν λόγω άτομο. Αρχικά, η Αιτήτρια περιέγραψε ότι όταν ο σύζυγός της απουσίαζε σε αποστολές με την εργασία του η ίδια υπήρξε θύμα βιασμού από τον ιεραρχικά ανώτερό του. Υποστήριξε δε, ότι την είχε απειλήσει λέγοντάς της ότι εάν το αποκαλύψει τότε θα την σκοτώσει (βλ. ερυθρά 47 1Χ του δ.φ.). Ως προς τον ρόλο που ο συγκεκριμένος άνθρωπος είχε στην αστυνομία, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δεν ήταν ιδιαίτερα ανώτερο στέλεχος καθώς είχε τον ρόλο του “commissaire”, ωστόσο επρόκειτο να αναβαθμιστεί ιεραρχικά (βλ. ερυθρά 47 2Χ του Δ.Φ.). Ως προς το πόσες φορές συνέβη η Αιτήτρια δήλωσε ότι συνέβη περί τις 3 φορές (βλ. ερυθρά 69 1Χ του Δ.Φ.).

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία στις 15.09.2023 τέθηκαν στην Αιτήτρια περισσότερες ερωτήσεις αναφορικά με τον κατ’ ισχυρισμόν βιασμό της από τον προϊστάμενο του συζύγου της. Αναφορικά με τη βαθμίδα του, η Αιτήτρια διευκρίνισε ότι είχε ανώτερη βαθμίδα από τον σύζυγό της και πως ήταν αστυνομικός επίτροπος. Ως προς την κακοποίησή της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι συναντήθηκε με αυτόν τον άνθρωπο δύο φορές. Την πρώτη φορά, κατά την οποία η Αιτήτρια δεν κακοποιήθηκε, η Αιτήτρια περιέγραψε συνεκτικά ότι είχε μεταβεί στο γραφείο προκειμένου να πάρει ένα έγγραφο από αυτόν και να το δώσει στον σύζυγό της. Ως προς τη δεύτερη συνάντησή τους, η Αιτήτρια εξήγησε ότι ο άνθρωπος αυτός μετέβη στην οικία της απροειδοποίητα. Προέβαλε ότι μόλις του άνοιξε την πόρτα εκείνος της είπε να μην προσποιείται ότι δεν ξέρει τον λόγο που την επισκέφθηκε, ενώ στη συνέχεια ξεκίνησε να περιγράφει πως ξεκίνησε το περιστατικό βιασμού της, εξηγώντας πως άρχισε να την αγγίζει λέγοντάς της παράλληλα ότι είναι ανώτερος του συζύγου της και έχει την εξουσία να παίρνει αυτό που θέλει. Προσέθεσε δε ότι δεν μπορούσε να αντισταθεί τόσο επειδή ήταν άντρας όσο και λόγω της εξουσίας που το συγκεκριμένο πρόσωπο είχε. Σε διευκρινιστική ερώτηση που τέθηκε από το Δικαστήριο στην Αιτήτρια, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε ότι όταν βιάστηκε ο σύζυγός της απουσίαζε σε αποστολή. Ερωτηθείσα ως προς το πως βίωσε συναισθηματικά την σεξουαλική κακοποίησή της, η Αιτήτρια έδωσε απαντήσεις με έντονο το βιωματικό στοιχείο. Χαρακτηριστικά, η Αιτήτρια δήλωσε ότι ντρεπόταν και δε μπορούσε «ούτε να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη». Προσέθεσε ότι ένιωθε εκτεθειμένη και πως δε μίλησε σε κανέναν, συμπεριλαμβανομένου και του συζύγου της, για την κακοποίησή της καθώς ο λόγος της θα ήταν ενάντια στο λόγο του κακοποιητή της. Έπειτα από σχετική ερώτηση, η Αιτήτρια δήλωσε συνεκτικά ότι δεν κατάγγειλε το περιστατικό λόγω της θέσης εξουσίας του εν λόγω ατόμου.

 

Δε μπορώ να παραβλέψω, ωστόσο, μία ασυνέπεια στα λεγόμενα της Αιτήτριας. Συγκεκριμένα, κατά την προσωπική της συνέντευξη η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι κακοποιήθηκε δύο – τρεις φορές two or three times it happened» – βλ. ερυθρά 69 1Χ του δ.φ.), ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία δήλωσε ότι βιάστηκε μία φορά, έχοντας συναντήσει τον κακοποιητή της συνολικά δύο φορές. Ωστόσο, δε θεωρώ ότι η συγκεκριμένη αντίφαση είναι αρκετή ούτως ώστε να απορριφθεί ως μη αξιόπιστος εσωτερικά ο ισχυρισμός της Αιτήτριας. Επί τούτου, ανατρέχοντας στο πρακτικό της συνέντευξης διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός δεν ακολούθησε τη σωστή διερευνητική διαδικασία καθώς. Παρ’ όλο που η Αιτήτρια ερωτήθηκε αρχικά «να περιγράψει την πρώτη φορά [ενν. της κακοποίησής της] (“Could you describe to me the first time?” – βλ. ερυθρά 69 του Δ.Φ.), όταν εκείνη ζήτησε από τον λειτουργό να της εξηγήσει το περιεχόμενο της ερώτησης (“How to describe the situation, I dont understand the question”), ο αρμόδιος λειτουργός άλλαξε θεματική λέγοντας ότι δεν υπάρχει πρόβλημα (“Its ok, we move to another question”). Συνεπώς, ουδέποτε διερευνήθηκαν οι συναντήσεις της Αιτήτριας με τον κακοποιητή της και το πόσες φορές κακοποιήθηκε σεξουαλικά από αυτόν. Αντιθέτως, κατά την ακροαματική διαδικασία οι ανωτέρω παραλείψεις, ως εκτέθηκε ανωτέρω, αποσαφηνίστηκαν.

Συνοψίζοντας, διαπιστώνω ότι η Αιτήτρια υπήρξε συνεκτική και λεπτομερής ως προς την σεξουαλική της κακοποίηση. Παράλληλα οι απαντήσεις της κατά την ενώπιόν του Δικαστηρίου διαδικασία διακατέχονταν από έντονο βιωματικό στοιχείο, στοιχείο που συνηγορεί στο ότι πρόκειται για περιστατικά όντως βιωθέντα από την Αιτήτρια.

 

Ως προς την εξωτερική αξιοπιστία των ισχυρισμών της Αιτήτριας, το Δικαστήριο τονίζει ότι, καθώς πρόκειται για ένα περιστατικό που ανάγεται στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής της Αιτήτριας, δεν είναι δυνατή η εξακρίβωσή του μέσω εξωτερικών πηγών πληροφόρησης. Ωστόσο, γενικές πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας επιβεβαιώνουν ότι η έμφυλη βία (συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής) είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στο Καμερούν. Σύμφωνα με το UN Women, το 2022 979.000 άτομα χρειάζονταν υπηρεσίες που σχετίζονταν με την έμφυλη βία (GBV), με το 94% των οποίων ήταν γυναίκες και κορίτσια[11]. Περαιτέρω, σύμφωνα με δήλωση στο UN Women της Loveline Musah, Διευθύνουσα Σύμβουλο της United Youths Organization (UYO), ενός Μη Κυβερνητικού Οργανισμού του οποίου ηγούνται γυναίκες και ο οποίος δραστηριοποιείται στο  Καμερούν από το 2010[12], οι επιβλαβείς κοινωνικοί κανόνες στο Καμερούν «έχουν ως αποτέλεσμα οι άνδρες να επιβάλλουν την κυριαρχία τους έναντι των γυναικών. Εάν ένας άντρας παραβιάζει μια γυναίκα σωματικά ή σεξουαλικά, είναι επειδή οι κοινότητες πιστεύουν ότι οι άνδρες είναι πιο ισχυροί από τις γυναίκες. Και αυτές οι πεποιθήσεις διαιωνίζουν τα περιστατικά GBV»[13]. Σύμφωνα δε με επίσημα στοιχεία του Εθνικού Ινστιτούτου Στατιστικών του Καμερούν σε αναφορά δημοσιευθείσα το 2020 και η οποία επικαλείται στοιχεία του 2018, το 13% των γυναικών του Καμερούν έχουν υποστεί σεξουαλική βία κατά τη διάρκεια της ζωής τους[14]. Σε έτερη έρευνα του Υπουργείου Δικαιοσύνης δημοσιευθείσα το 2020, καταγράφονται 9.292 περιπτώσεις έμφυλης βίας: 2.443 περιπτώσεις σωματικής βίας, 3.426 περιπτώσεις ψυχολογικής ή συναισθηματικής βίας, 2.009 περιπτώσεις οικονομικής βίας, 856 περιπτώσεις βιασμού, 100 περιπτώσεις τελετουργικών που σχετίζονται με την κατάσταση χηρείας, 57 γάμοι ανηλίκων, 101 περιπτώσεις ακρωτηριασμού γυναικείων γεννητικών οργάνων (FGM) και 100 περιπτώσεις πολιτικής ή θεσμικής βίας.[15]

 

Ενόψει των ανωτέρω, διαπιστώνω ότι οι δηλώσεις της Αιτήτριας σχετικά με την σεξουαλική της κακοποίηση από τον προϊστάμενο του συζύγου της επιβεβαιώνονται από τις διαθέσιμες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της, οι οποίες αναφέρουν ότι η σεξουαλική κακοποίηση των Καμερουνέζων γυναικών απαντάται στη χώρα σε υψηλά ποσοστά.

 

Ως εκ τούτου, κρίνω ότι εν προκειμένω πληρούνται τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων της Αιτήτριας και συνεπώς ο ουσιώδης ισχυρισμός της σεξουαλικής κακοποίησής της από τον προϊστάμενο του συζύγου της,  γίνεται αποδεκτός.

 

Νομική εκτίμηση της εκπλήρωσης των ουσιαστικών προϋποθέσεων για τη χορήγηση διεθνούς προστασίας

 

Έχοντας πλέον αξιολογήσει τα αποδεικτικά στοιχεία που έχω ενώπιόν μου και εξακριβώσει τα πραγματικά περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, προχωρώ στην νομική αξιολόγηση των προϋποθέσεων χορήγησης διεθνούς προστασίας και κατά πόσο αυτές πληρούνται στην υπό εξέταση υπόθεση, λαμβάνοντας υπόψη τους αποδεκτούς ουσιώδεις ισχυρισμούς.

 

Χρήσιμη είναι η επαναφορά στην μνήμη των προνοιών του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου δυνάμει του οποίου: 

 

«3.-(1) Ως πρόσφυγας αναγνωρίζεται το πρόσωπο που, λόγω βάσιμου φόβου καταδίωξης του για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, είναι εκτός της χώρας της ιθαγενείας του και δεν είναι σε θέση, ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο, να χρησιμοποιήσει την προστασία της χώρας αυτής, ή πρόσωπο, που δεν έχει ιθαγένεια, το οποίο, ενώ είναι εκτός της χώρας της προηγούμενης συνήθους διαμονής του ως αποτέλεσμα αυτών των καταστάσεων, δεν είναι σε θέση ή, λόγω του φόβου αυτού, δεν είναι πρόθυμο να επιστρέψει σ’ αυτή και στο οποίο δεν έχει εφαρμογή το άρθρο 5».

 

Λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει γίνει ήδη αποδεκτό ότι η Αιτήτρια κατάγεται από το Καμερούν και, ούσα στην Κύπρο, βρίσκεται εκτός της χώρας ιθαγενείας της αναζητώντας προστασία από την Κυπριακή Δημοκρατία, απομένει να εξεταστούν τα λοιπά συστατικά στοιχεία που τίθενται στο άρθρο 3.

 

Βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης Αιτήτριας- εκτίμηση κινδύνου

 

Το πρώτο ερώτημα λοιπόν που απασχολεί είναι κατά πόσο υπάρχει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης της Αιτήτριας. Προϋπόθεση της εφαρμογής του ανωτέρω άρθρου είναι η ύπαρξη φόβου, τόσο ως ενδιάθετης κατάστασης του προσφεύγοντα (υποκειμενικός φόβος) όσο και ως πραγματικής κατάστασης (αντικειμενικός φόβος). Με τον όρο «υποκειμενικό στοιχείο του φόβου» υποδηλώνεται μία ενδιάθετη κατάσταση και ένα συγκεκριμένο, επιτακτικό κίνητρο φυγής από τη χώρα καταγωγής του, το οποίο δεν συνδέεται με άλλο λόγο φυγής. Εν προκειμένω, γίνεται δεκτό ότι πληρούται το υποκειμενικό στοιχείο του φόβου καθόσον η προσφεύγουσα δηλώνει πράγματι ότι δεν επιθυμεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της εκφράζοντας φόβο για τη ζωή της.

 

Ως προς το αντικειμενικό στοιχείο, είναι αναγκαίο να αξιολογηθούν οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας, οι οποίοι δεν πρέπει ωστόσο να εκτιμώνται με τρόπο αφηρημένο, αλλά να εξετάζονται σε συσχετισμό με το όλο πλαίσιο της σχετικής κατάστασης στην χώρα καταγωγής. Ο φόβος του προσφεύγοντα πρέπει να θεωρείται δικαιολογημένος, εάν μπορεί να θεμελιωθεί σε έναν εύλογο βαθμό ότι η εξακολούθηση της παραμονής του στην χώρα προέλευσης τού έχει γίνει αφόρητη για τους λόγους που αναφέρονται στον ορισμό ή θα μπορούσε να του γίνει αφόρητη για τους ίδιους λόγους, εάν επέστρεφε σε αυτήν. Η εκτίμηση για το αν ο φόβος είναι βάσιμος απαιτεί τη διαπίστωση ότι υπάρχει εύλογη πιθανότητα ο φόβος του προσφεύγοντα να πραγματοποιηθεί κατά την επιστροφή του στη χώρα καταγωγής του.

Η αξιολόγηση λοιπόν της νομικής προϋπόθεσης του «βασίμου» βασίζεται στην αξιολόγηση/εκτίμηση του κινδύνου, η οποία είναι μελλοντοστραφής. Ανακύπτει συνεπώς πρώτιστα το ερώτημα, κατά πόσο η Αιτήτρια έχει ήδη υποστεί «πράξη δίωξης».

 

Συνιστά η μεταχείριση την οποία υπέστη η Αιτήτρια «πράξη δίωξης»;

 

Η Σύμβαση της Γενεύης του 1951 δεν περιέχει ορισμό της έννοιας της δίωξης, ωστόσο από το άρθρο 33 αυτής συνάγεται ότι η απειλή κατά της ζωής ή της ελευθερίας για λόγους φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, πολιτικών πεποιθήσεων ή συμμετοχής σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα θεωρείται πάντοτε δίωξη. Άλλες σοβαρές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων μπορεί για τους ίδιους λόγους  να συνιστούν δίωξη.

 

Θα εξετάσω στο σημείο αυτό τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη η Αιτήτρια ενόσω βρισκόταν στη χώρα καταγωγής της. Τονίζεται δε ότι η Αιτήτρια κακοποιήθηκε σεξουαλικώς σε δύο περιπτώσεις: Η πρώτη περίπτωση αφορά τον δεύτερο ουσιώδη ισχυρισμό, ήτοι την επίθεση που δέχτηκε από τους Ambazonians ενόσω διαβιούσε στη Wum κατά τη διάρκεια της οποίας βιάστηκε, ενώ η δεύτερη περίπτωση περιστρέφεται γύρω από τον βιασμό της από τον προϊστάμενο του συζύγου της. 

 

Υπενθυμίζεται πως, όσον αφορά στις πράξεις δίωξης, το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου ορίζει, μεταξύ άλλων, πως κατά την έννοια του άρθρου 1Α της Σύμβασης της Γενεύης για τους Πρόσφυγες, τέτοιες πράξεις πρέπει να είναι αρκούντως σοβαρές λόγω της φύσης ή της επανάληψης τους, ώστε να συνιστούν σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δε χωρεί παρέκκλιση, βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών. Προς καθοδήγηση, στο άρθρο 3Γ(2) του περί Προσφύγων Νόμου τίθεται ένας μη εξαντλητικός κατάλογος πράξεων δίωξης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι «(α) πράξεις σωματικής ή ψυχικής βίας, συμπεριλαμβανομένων πράξεων σεξουαλικής βίας(…)». Ομοίως, επισημαίνεται πως κάθε πράξη βίας, απόπειρα ή απειλή σεξουαλικής φύσης η οποία έχει ως αποτέλεσμα, ή ενδέχεται να έχει ως αποτέλεσμα, αρκούντως σοβαρή σωματική, ψυχολογική ή συναισθηματική βλάβη πληροί τις προϋποθέσεις, ώστε να χαρακτηρισθεί πράξη δίωξης[16]. Επισημαίνεται ότι o βιασμός αναγνωρίζεται διεθνώς ως προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ως μορφή έμφυλης βίας[17].

 

Ενόψει των ανωτέρω, συνάγεται ότι η κακομεταχείριση και η σεξουαλική κακοποίηση την οποίαν υπέστη η Αιτήτρια είναι αρκούντως σοβαρές, ώστε να υπαχθούν στον ορισμό της δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ(1)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, καθότι συνδέεται με σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως του δικαιώματος στην γενετήσια ελευθερία, στην ακεραιότητα του προσώπου και ενδεχομένως, του δικαιώματος στη ζωή.

 

Πρόσθετα επισημαίνω ότι πέραν των πιο πάνω, εύλογα πιθανολογείται και αρκούντως σοβαρή ψυχολογική και συναισθηματική βλάβη, αφού η Αιτήτρια, λόγω των περιστατικών που επεσυνέβηκαν στην ίδια υποφέρει ακόμα και μέχρι σήμερα ψυχολογικά και συναισθηματικά. Ειδικότερα, η Αιτήτρια αναφέρθηκε με συνεκτικό τρόπο στο άγχος και την οδύνη που της προκαλεί η ανάκληση στη μνήμη της των όσων η ίδια βίωσε στο Καμερούν καθώς και σε δύο απόπειρες αυτοκτονίας της, μία στο Καμερούν και μία στην Κύπρο [Βλ. ενδεικτικά ερυθρά 60-61 και 70 του δ.φ. και «I am not well, I am very unwell. I am angry, I am aggressive, I tries to kill my self many times. I have bad thoughts, I don’t feel well (…) I cannot repair what I lost. (…) there is no solution because the psychologist cannot help me. He cannot give me back my twins, he cannot help me, there is no need. I am like this, with a baby without a father», «It is just stressful for me, last time after the interview I was so unwell that I was bleeding, I want to finish now because I don’t want to remember bad things»]. Το Δικαστήριο λοιπόν εκτιμά ότι οι προαναφερόμενες κακοποιήσεις σε βάρος της Αιτήτριας και ο βιασμός της την έχουν καταστήσει, κατ’ εύλογη πιθανολόγηση, ψυχικά ευάλωτη και τραυματισμένη και ότι η κατάσταση αυτή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στις ατομικές της περιστάσεις όσον αφορά τη μελλοντική της δίωξη, ως γυναίκα θύμα βιασμού και με ευλόγως πιθανά, σοβαρά και μόνιμα ψυχικά τραύματα.

 

Συνδέονται οι πράξεις διώξης με κάποιον από τους λόγους δίωξης του περί Προσφύγων Νόμου;

 

Ακολούθως των πιο πάνω, έπεται προς εξέταση το κατά πόσον οι ανωτέρω πράξεις δίωξης συνδέονται με κάποιον από τους περιοριστικά προβλεπόμενους λόγους δίωξης. Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 3Γ(3) του Περί Προσφύγων Νόμου:

 

«(3) Σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 3, απαιτείται να υπάρχει συσχετισμός μεταξύ των λόγων που αναφέρονται στο άρθρο 3 Δ και της πράξης δίωξης κατά την έννοια του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ή της έλλειψης προστασίας κατά των πράξεων αυτών

 

Σύμφωνα δε με το άρθρο 3Δ(1) του Περί Προσφύγων Νόμου (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«3Δ.-(1) Κατά την αξιολόγηση των λόγων της δίωξης, η Υπηρεσία Ασύλου λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα [Σ.Σ.: βλ. Υποσημείωση αρ. 37(2) του Ν. 105(Ι)/2016]:

[…]

(δ) Η ομάδα θεωρείται ως ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα όταν, μεταξύ άλλων:

 

(i) τα μέλη της ομάδας αυτής έχουν κοινά εγγενή χαρακτηριστικά ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί ή έχουν από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση, ώστε ένα πρόσωπο να μην πρέπει να αναγκάζεται να τις αποκηρύξει και

 

(ii) η ομάδα έχει ιδιαίτερη ταυτότητα στην οικεία χώρα, διότι γίνεται αντιληπτή ως διαφορετική ομάδα από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο.

 

Ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν στη χώρα καταγωγής μια ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα μπορεί να περιλαμβάνει ομάδα που βασίζεται στο κοινό χαρακτηριστικό του γενετήσιου προσανατολισμού. Ο γενετήσιος προσανατολισμός δεν μπορεί να νοηθεί ότι περιλαμβάνει πράξεις που θεωρούνται αξιόποινες κατά το κυπριακό δίκαιο. Λαμβάνονται δεόντως υπόψη πτυχές συνδεόμενες με το φύλο, συμπεριλαμβανομένης της ταυτότητας του φύλου, κατά τον καθορισμό της ιδιότητας μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας ή τον προσδιορισμό χαρακτηριστικού αυτής της ομάδας.»

 

Ειδικά δε ως προς τον προσδιορισμό της ιδιότητας μίας αιτήτριας ως μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας στη βάση του φύλου της, η Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε. για τους Πρόσφυγες επισημαίνει στις κατευθυντήριες οδηγίες της σχετικά με τη δίωξη λόγω γένους, ότι «το φύλο μπορεί να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της κατηγορίας της κοινωνικής ομάδας. Οι γυναίκες αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κοινωνικής υπο-ομάδας που καθορίζεται από έμφυτα και ανεπίδεκτα αλλαγής γνωρίσματα και συχνά απολαμβάνουν μεταχείριση διαφορετική από αυτή των αντρών. Τα χαρακτηριστικά τους τις ξεχωρίζουν ως κοινωνική ομάδα και σε κάποιες χώρες υπομένουν διαφορετικά κριτήρια και επίπεδο μεταχείρισης[18]

 

Επιπλέον, στο Εγχειρίδιο Δικαστικής Ανάλυσης για την Αναγνώριση Προσώπων ως Δικαιούχων Διεθνούς Προστασίας του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το Άσυλο, αναφέρεται ότι:

 

 «οι γυναίκες έχουν αναγνωριστεί ως υφιστάμενες δίωξη για λόγους που σχετίζονται με τη συμμετοχή τους σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα τόσο αποκλειστικά λόγω του φύλου τους όσο και ειδικότερα όπου σχηματίζουν υποομάδες. Όπως δήλωσε το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιρλανδίας, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι γυναίκες, γενικά, ή γυναίκες που υφίστανται βία λόγω φύλου, μπορεί να αποτελούν μία συγκεκριμένη  κοινωνική ομάδα για τους σκοπούς της Σύμβασης.[19]»[20]

 

Με το ζήτημα αυτό έχει εκτενώς ασχοληθεί το ΔΕΕ στην πολύ πρόσφατη απόφασή του της 16ης Ιανουαρίου 2024 στην υπόθεση C‑621/21, WS (στο εξής αναφερόμενη ως «η WS»)[21], στην οποία δίδονται ξεκάθαρες κατευθύνσεις ως προς τον τρόπο χειρισμού αντίστοιχων ζητημάτων. Ειδικότερα επισημαίνονται τα ακόλουθα στις σκέψεις 48 - 50 (- υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«48. Συναφώς, επισημαίνεται ότι, αφενός, το άρθρο 60, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Κωνσταντινούπολης ορίζει ότι η βασιζόμενη στο φύλο βία κατά των γυναικών πρέπει να αναγνωρισθεί ως μορφή δίωξης υπό την έννοια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης. Αφετέρου, το εν λόγω άρθρο 60, παράγραφος 2, επιβάλλει στα μέρη να διασφαλίζουν ότι καθένας από τους λόγους δίωξης που προβλέπονται στη Σύμβαση της Γενεύης πρέπει να ερμηνεύεται λαμβανομένου υπόψη του φύλου και ότι, οσάκις στοιχειοθετείται ότι ο φόβος δίωξης οφείλεται σε έναν ή περισσότερους από τους παραπάνω λόγους, πρέπει να χορηγείται στους αιτούντες άσυλο καθεστώς πρόσφυγα.

49.  Δεύτερον, όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», η οποία προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, πρώτο εδάφιο, της οδηγίας 2011/95 και υπομνήσθηκε στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, ήτοι το να έχουν τα μέλη της τουλάχιστον ένα από τα τρία αναγνωριστικά στοιχεία που αναφέρονται στη διάταξη αυτή, επισημαίνεται ότι το ανήκειν στο γυναικείο φύλο συνιστά ένα εγγενές χαρακτηριστικό και, ως εκ τούτου, αρκεί για να μπορεί να γίνει δεκτό ότι πληρούται η εν λόγω προϋπόθεση.

50. Τούτο δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να μπορούν επίσης να θεωρηθούν ως μέλη «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, γυναίκες οι οποίες έχουν ένα πρόσθετο κοινό χαρακτηριστικό όπως, επί παραδείγματι, ένα άλλο εγγενές χαρακτηριστικό ή κοινό ιστορικό παρελθόν το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί, φερ' ειπείν μια ιδιάζουσα οικογενειακή κατάσταση, ή ακόμη από κοινού χαρακτηριστικά ή πεποιθήσεις τόσο θεμελιώδους σημασίας για την ταυτότητα ή τη συνείδηση ώστε να μην πρέπει οι γυναίκες αυτές να αναγκάζονται να τις αποκηρύξουν.

Προχωρώντας, στις σκέψεις 55 – 57 αναφέρονται τα εξής (η υπογράμμιση επίσης του παρόντος Δικαστηρίου):

«55. Τέταρτον, στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο ερωτά το Δικαστήριο εάν πράξεις όπως εκείνες που αναφέρονται στην αιτιολογική σκέψη 30 της οδηγίας 2011/95 μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να εξακριβωθεί ότι μια «κοινωνική ομάδα» έχει ιδιαίτερη ταυτότητα, κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, διευκρινίζεται ότι η ιδιότητα μέλους ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας πρέπει να διαπιστώνεται ανεξαρτήτως των πράξεων δίωξης τις οποίες ενδέχεται να υποστούν τα μέλη της ομάδας αυτής στη χώρα καταγωγής, όπως ορίζονται στο άρθρο 9 της οδηγίας.

56. Γεγονός παραμένει ότι το να υφίστανται κάποιου είδους διάκριση ή δίωξη πρόσωπα που έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό μπορεί να αποτελεί κρίσιμο στοιχείο όταν, προκειμένου να εξακριβωθεί εάν πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό μιας ομάδας ως «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας» που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, πρέπει να διερευνηθεί εάν η επίμαχη ομάδα εμφανίζεται ως διακριτή ομάδα υπό το πρίσμα των κοινωνικών, ηθικών ή νομικών κανόνων που επικρατούν στην χώρα καταγωγής. Η ανωτέρω ερμηνεία επιρρωννύεται και από το σημείο 14 των κατευθυντήριων οδηγιών της HCR για τη διεθνή προστασία αριθ. 2, σχετικά με τη «συμμετοχή σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα» στα πλαίσια του άρθρου 1, τμήμα Α, παράγραφος 2, της Συμβάσεως της Γενεύης.

 

57. Ως εκ τούτου, μπορεί να θεωρηθεί ότι οι γυναίκες, στο σύνολό τους, έχουν την ιδιότητα μέλους «ιδιαίτερης κοινωνικής ομάδας», κατά την έννοια του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2011/95, οσάκις διαπιστώνεται ότι, λόγω του φύλου τους, εκτίθενται στη χώρα καταγωγής τους, σε σωματική ή ψυχική βία, συμπεριλαμβανομένης της σεξουαλικής και της ενδοοικογενειακής βίας».

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω ότι, εν προκειμένω, η Αιτήτρια μοιράζεται ένα κοινό εγγενές χαρακτηριστικό, ήτοι το φύλο της, «το οποίο δεν μπορεί να μεταβληθεί», κατά την έννοια του ανωτέρω άρθρου 3Δ(1)(δ)(i) του περί Προσφύγων Νόμου, καθώς και κοινό ιστορικό παρελθόν με άλλες γυναίκες οι οποίες έχουν υποστεί σεξουαλική βία, είναι επικεφαλής των οικογενειών τους, και οι οποίες στερούνται ανδρικού ή οποιουδήποτε άλλου υποστηρικτικού δικτύου. Περαιτέρω, ως θα υποδειχθεί και στη συνέχεια με παραπομπή σε πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, οι γυναίκες που φέρουν τα εν λόγω χαρακτηριστικά εκλαμβάνονται αρνητικά από το κοινωνικό σύνολο ως γυναίκες που παρεκκλίνουν από τον παραδοσιακό τρόπο θεώρησης της οικογένειας στο πλαίσιο μίας κοινωνίας που χαρακτηρίζεται από παραδοσιακές αντιλήψεις σχετικά με την υποδεέστερη θέση της γυναίκας και τους στερεοτυπικούς ρόλους των φύλων, γεγονός το οποίο τους προσδίδει ιδιαίτερη ταυτότητα στη χώρα καταγωγής τους.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, φρονώ ότι η Αιτήτρια, η οποία άλλωστε δεν διαθέτει κάποιο υποστηρικτικό δίκτυο στο Καμερούν, ανήκει σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα των γυναικών οι οποίες λόγω των δεινών κοινωνικοπολιτικών συνθηκών που επικρατούν στο Καμερούν καθίστανται ιδιαιτέρως ευάλωτες στη βία κάθε μορφής, όπως αναλυτικά εκτέθηκε παραπάνω, και, συνεπώς, η επαπειλούμενη δίωξη σχετίζεται άμεσα με το φύλο της ως γυναίκα. Επιπλέον η Αιτήτρια είναι θύμα σεξουαλικής βίας, η οποία υπήρξε παντρεμένη ωστόσο δε γνωρίζει την τύχη του συζύγου της, με ένα ανήλικο τέκνο, χωρίς υποστηρικτικό περιβάλλον στο Καμερούν, ενώ κατά την ακροαματική διαδικασία κυοφορούσε ακόμα ένα τέκνο εκτός γάμου. Παράλληλα, το Δικαστήριο εκτιμά ότι οι προαναφερόμενες κακοποιήσεις σε βάρος της και ο βιασμός της την έχουν καταστήσει, κατ’ εύλογη πιθανολόγηση αλλά και ως έχει ήδη αναφερθεί και επεξηγηθεί και ανωτέρω, ψυχικά ευάλωτη και τραυματισμένη και ότι η κατάσταση αυτή θα πρέπει να ληφθεί υπόψη στις ατομικές της περιστάσεις όσον αφορά την ως άνω μη επαρκή κρατική προστασία και τη μελλοντική της δίωξη, ως γυναίκα θύμα βιασμού και με ευλόγως πιθανά, σοβαρά και μόνιμα ψυχικά τραύματα. Συνεπώς το Δικαστήριο κρίνει ότι τα ανωτέρω συνδυαζόμενα πληρούν τα χαρακτηριστικά της δίωξης λόγω συμμετοχής της Αιτήτριας σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα και, συνεπώς, οφείλεται σε έναν από τους πέντε λόγους όπως αυτοί περιοριστικά αναφέρονται στο άρθρο 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στο άρθρο 3 του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Υπάρχει υπεύθυνος φορέας δίωξης;

 

Ακολούθως, θα προχωρήσω να εξετάσω την ύπαρξη φορέα δίωξης. Επί του ορισμού αυτού εμπίπτουν σύμφωνα με το άρθρο 3Α του Περί Προσφύγων Νόμου:

 

(α) το κράτος,

 

(β) ομάδες ή οργανώσεις που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους,

 

(γ) μη κρατικοί φορείς, εάν μπορεί να καταδειχθεί ότι οι φορείς που αναφέρονται στις παραγράφους (α) και (β), περιλαμβανομένων των διεθνών οργανισμών, δεν είναι σε θέση ή δεν επιθυμούν να παράσχουν προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως ορίζεται στο άρθρο 3Β.»

 

Εν προκειμένω, προκύπτει ότι ο φορέας δίωξης της Αιτήτριας είναι μη κρατικός. Ειδικότερα, όπως έχει ήδη αναλυθεί, η Αιτήτρια εκφράζει φόβο να εκτεθεί σε πράξεις δίωξης, οι οποίες συνίστανται σε σεξουαλική βία, καθώς και σε πράξεις που στρέφονται κατά του φύλου της και οι οποίες προέρχονται από την ανδροκρατούμενη και πατριαρχική κοινωνία του Καμερούν, η δομή της οποίας ευνοεί τόσο τις διακρίσεις λόγω φύλου όσο και την έκθεση των μόνων γυναικών σε περιστατικά σεξουαλικής βίας. Οι συγκεκριμένες δε αντιλήψεις υποκινούνται και από το κράτος καθώς, όπως θα παρατεθεί κατωτέρω, δεν έχει αναπτύξει τους απαραίτητους μηχανισμούς προστασίας των γυναικών από περιστατικά έμφυλης κακοποίησης.

 

Επισημαίνεται ότι ως έχει προσφάτως αποφανθεί το ΔΕΕ στην WS (-έμφαση του παρόντος Δικαστηρίου):

 

«67. Επομένως, όταν πρόκειται περί πράξης δίωξης διαπραχθείσας από μη κρατικό υπεύθυνο, η προϋπόθεση του άρθρου 9, παράγραφος 3, της οδηγίας 2011/95 πληρούται οσάκις η πράξη αυτή στηρίζεται σε έναν από τους λόγους δίωξης που μνημονεύονται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, της οδηγίας, ακόμη και αν η έλλειψη προστασίας δεν στηρίζεται στους λόγους αυτούς. Η προϋπόθεση αυτή πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι πληρούται όταν η έλλειψη προστασίας στηρίζεται σε έναν από τους λόγους δίωξης που μνημονεύονται στην τελευταία ως άνω διάταξη, ακόμη και αν η διαπραχθείσα από μη κρατικό υπεύθυνο πράξη δίωξης δεν στηρίζεται στους λόγους αυτούς»

(βλ. σκέψη 67 της WS).

Ενόψει τούτου, θα πρέπει να εξεταστεί η ύπαρξη φορέων προστασίας, εξέταση η οποία έπεται της εξέτασης του μελλοντοστραφούς κινδύνου της Αιτήτριας, η οποία αμέσως ακολουθεί.

 

Βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος- εξέταση μελλοντοστραφούς κινδύνου

 

Προχωρώντας λοιπόν στην ανάλυση του ενδεχόμενου μελλοντικού κινδύνου της Αιτήτριας σε περίπτωση επιστροφής της στην χώρα καταγωγής της, και λαμβάνοντας υπόψη τα περιστατικά που περιβάλλουν την υπό εξέταση υπόθεση, απαραίτητη είναι και η συνεκτίμηση των προνοιών του άρθρου 18(4) του περί Προσφύγων Νόμου, δυνάμει του οποίου:

 

«το γεγονός ότι ο αιτητής έχει ήδη υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη ή άμεσες απειλές τέτοιας δίωξης ή βλάβης αποτελεί σοβαρή ένδειξη ότι είναι βάσιμος ο φόβος του αιτητή ότι θα υποστεί δίωξη ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, εκτός εάν υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να πιστεύει κάποιος ότι η εν λόγω δίωξη ή η σοβαρή βλάβη δεν θα επαναληφθεί».

 

Έχοντας αποδεχθεί ότι η Αιτήτρια υπέστη δίωξη κατά το παρελθόν, επισημαίνω ότι αυτό καθαυτό το γεγονός δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη ότι υφίσταται κίνδυνος μελλοντικής δίωξης. Ωστόσο, προηγούμενη δίωξη ή απειλές συνιστούν σοβαρές ενδείξεις βάσιμου φόβου. Σχετική είναι η νομολογία του ΕΔΔΑ, ως αυτή διατυπώνεται στην K and Others v. Sweden,[22] σύμφωνα με την οποία: «το Δικαστήριο θεωρεί ότι το γεγονός παρελθούσας κακομεταχείρισης παρέχει ισχυρή ένδειξη μελλοντικού πραγματικού φόβου μεταχείρισης ενάντια στο άρθρο 3 [...]. Σε τέτοιες περιστάσεις η Κυβέρνηση οφείλει να διαλύσει οποιεσδήποτε αμφιβολίες σχετικά με τον κίνδυνο αυτό».

 

Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου και εφαρμόζοντας τις πρόνοιες του προαναφερθέντος εδαφίου (4) του άρθρου 18,  δεν διαπιστώνω κανένα βάσιμο λόγο ώστε να πιστεύεται ότι η κακομεταχείριση που έχει ήδη υποστεί η Αιτήτρια αποτελούν μεμονωμένα περιστατικά τα οποία δεν είναι δυνατό να επαναληφθούν. Σημαντικό ωστόσο προς αξιολόγηση της ύπαρξης  δικαιολογημένου φόβου δίωξης, είναι το κατά πόσο υπάρχει σημαντική αλλαγή των συνθηκών στη χώρα καταγωγής από τον ουσιώδη χρόνο κατά τον οποίον η Αιτήτρια υπέστη δίωξη και οι αρχές της χώρας της δεν μπόρεσαν ή δε θέλησαν να την προστατέψουν. Για την εκτίμηση αυτή, πρέπει να εξετάζεται το κατά πόσο το υπό εξέταση κράτος έχει προχωρήσει σε αποτελεσματικές νομοθετικές ρυθμίσεις, καθώς και το κατά πόσο οι φορείς δίωξης οδηγούνται στη δικαιοσύνη και το κράτος λογοδοτεί για τις πράξεις δίωξης που υπέστη ο αιτών.

 

Προς τούτο, αναγκαία κρίνεται η παραπομπή σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, από τις οποίες προκύπτει ότι οι γυναίκες στο Καμερούν, αφενός υφίστανται διακριτική μεταχείριση και βρίσκονται σε υποδεέστερη θέση σε σχέση με τους άντρες, αφετέρου είναι ευάλωτες σε επιθέσεις σωματικής και σεξουαλικής βίας. Ειδικότερα:

 

 

 

 

Σημαντικό είναι να  συνυπολογιστεί ότι η Αιτήτρια, σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν, θα επιστρέψει ως γυναίκα μόνη (δεν έχει επικοινωνία με τον σύζυγό της από το 2019 και έπειτα και δε γνωρίζει εάν αυτός βρίσκεται εν ζωή), με ένα ανήλικο τέκνο και χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο (δεν έχει επικοινωνία με την πατρική της οικογένεια). Υπενθυμίζεται δε ότι κατά την ακροαματική διαδικασία του Σεπτεμβρίου 2023 η Αιτήτρια βρισκόταν σε κατάσταση εγκυμοσύνης, διανύοντας τον 5ο μήνα αυτής. Πληροφορίες για τις γυναίκες χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο στο Καμερούν, οι οποίες μάλιστα είναι επικεφαλής των οικογενειών τους, αναφέρουν τα εξής:

Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στο Καμερούν καταγράφονται διακρίσεις έναντι των γυναικών καθώς και περιστατικά έμφυλης βίας εναντίον τους, ενώ ο βιασμός και η κακομεταχείρισή τους είναι ένα διαδεδομένο φαινόμενο στη χώρα. Όπως διαφαίνεται από τις ως άνω παρατεθείσες πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, λόγω του φύλου τους, οι γυναίκες έρχονται αντιμέτωπες με διακρίσεις στην καθημερινότητά τουςΑντιπαραθέτοντας τα ανωτέρω με τους ισχυρισμούς  της Αιτήτριας και τα βιώματά της στο ευρύτερο οικογενειακό της περιβάλλον, προκύπτει ότι η ίδια, επιστρέφοντας στην Wum θα ζήσει μόνη της, με ένα (τουλάχιστον) ανήλικο τέκνο, χωρίς επαρκή οικονομικά μέσα ή υποστηρικτικό δίκτυο, έχοντας ήδη υπάρξει θύμα σεξουαλικής βίας δύο φορές, από δύο διαφορετικούς κακοποιητές και σε διαφορετικές συνθήκες. Ως εκ τούτου, είναι η κατάληξή μου ότι, επί τη βάσει των ισχυρισμών της Αιτήτριας που έχουν γίνει αποδεκτοί σε συσχετισμό και με τις πληροφορίες από εξωτερικές πηγές αναφορικά με την έμφυλη βία στο Καμερούν, υφίσταται εύλογη πιθανότητα η Αιτήτρια να υποβληθεί σε μεταχείριση, η οποία θα μπορούσε να ανέλθει σε επίπεδο δίωξης ή σοβαρής βλάβης σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της. Συνεπώς, κρίνω ότι ο φόβος της Αιτήτριας είναι εν προκειμένω βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Ως έχει ήδη αναλυτικώς εκτεθεί ανωτέρω, η μεταχείριση στην οποίαν η Αιτήτρια φοβάται ότι θα εκτεθεί σε περίπτωση επιστροφής της, συνιστά «πράξη δίωξης».

 

Όσον αφορά το προφίλ της ως συζύγου αστυνομικού ο οποίος ζούσε και εργαζόταν στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν, το Δικαστήριο διεξήγαγε ανεξάρτητη και επικαιροποιημένη έρευνα σε διεθνείς πηγές πληροφόρησης. Μια έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας για τις παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην αγγλόφωνη βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 2023 αναφέρει ότι ένοπλοι αυτονομιστές «ήταν υπεύθυνοι για πολλά εγκλήματα κατά του πληθυσμού στην αγγλόφωνη περιοχή, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών, απαγωγών, βασανιστηρίων και καταστροφής σπιτιών. Στοχοποιούν άτομα που θεωρούνται ύποπτα για συνεργασία με τις δυνάμεις άμυνας και ασφάλειας […]»[43]. Στην ίδια έκθεση προστίθεται ότι στη βορειοδυτική περιοχή, αυτονομιστές σκότωσαν, απήγαγαν και έκαψαν σπίτια ανθρώπων που θεωρούνταν ότι συνεργάζονταν με τις αρχές και τις στρατιωτικές δυνάμεις[44]. Ομοίως, η εφημερίδα African Observer ανέφερε τον Μάιο του 2023 ότι «ένοπλες ομάδες κατηγορούνται συχνά για απαγωγή, δολοφονία ή τραυματισμό αμάχων τους οποίους κατηγορούν ότι συνεργάζονται με τις αρχές του Καμερούν»[45]. Σε εξωτερικές πηγές, εντοπίζονται αρκετά περιστατικά στα οποία εμπλέκονται πολίτες που κατηγορούνται για συνεργασία με την κυβέρνηση

και τις στρατιωτικές δυνάμεις[46].

Με βάση τις ανωτέρω πληροφορίες, επιβεβαιώνεται ότι οι αυτονομιστές στις αγγλόφωνες περιοχές του Καμερούν στοχοποιούν άτομα που θεωρούν ότι συνεργάζονται με τις κρατικές αρχές. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι ο σχετικός ισχυρισμός έγινε αποδεκτός και από τους Καθ’ ων η αίτηση. Ωστόσο, πρέπει να τονιστεί ότι σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν οι προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας θα έχουν αλλάξει. Από το 2019 κι έπειτα η Αιτήτρια δεν βρίσκεται σε επικοινωνία με τον σύζυγό της καθώς και με το ανήλικο τέκνο που άφησε υπό την προστασία του φεύγοντας από το Καμερούν, ενώ δε γνωρίζει εάν ο σύζυγός της βρίσκεται πλέον εν ζωή. Παράλληλα, λαμβάνοντας υπόψη την επί μακρόν απουσία της από την πόλη Wum, κρίνω ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν να στοχοποιηθεί ως άτομο συσχετισμένο με τις κρατικές αρχές. Παρ’ όλο που, όπως εκτέθηκε και ανωτέρω, δεν παραβλέπεται η σεξουαλική κακοποίηση της Αιτήτριας, εντούτοις το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι περιστάσεις ούτως ώστε να στοχοποιηθεί εκ νέου με την ιδιότητά της ως συζύγου αστυνομικού. Συνεπώς, ο συγκεκριμένος φόβος της δεν κρίνεται βάσιμος και δικαιολογημένος.

 

Λαμβάνοντας υπόψη τις διαθέσιμες πληροφορίες για την κατάσταση στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας σε συνδυασμό με τους ισχυρισμούς της που έχουν γίνει αποδεκτοί κρίνω ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στο Καμερούν υπάρχει κίνδυνος έκθεσής της σε κακομεταχείριση και βία σε βάρος της ως γυναίκα μόνη, μητέρα ανήλικου τέκνου, με ιστορικό σεξουαλικής βίας, χωρίς υποστηρικτικό περιβάλλον (καμία επικοινωνία με την πατρική οικογένειά της και μη γνωρίζοντας τι απέγινε ο σύζυγός της). Έντονα επίσης πιθανολογείται το ενδεχόμενο η προσφεύγουσα να υποστεί κακομεταχείριση, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, λόγω της συστηματικής διακριτικής μεταχείρισης που επιφυλάσσει η κοινωνία του Καμερούν στις γυναίκες με το προφίλ της Αιτήτριας. Πρόσθετα, λαμβάνοντας υπόψη την ένταση και την σοβαρότητα των κινδύνων που η προσφεύγουσα θα αντιμετωπίσει κατά την επιστροφή της, οι οποίες δεν κρίνονται αφηρημένα αλλά ενόψει των συγκεκριμένων περιστάσεων που βρίσκεται η προσφεύγουσα ατομικά, κρίνω ότι οι ως άνω παραβιάσεις των δικαιωμάτων της, εάν εκτιμηθούν στην σώρευσή τους, συνιστούν διωκτικές πράξεις σε βάρος της εξ αιτίας της συμμετοχής της σε ιδιαίτερη κοινωνική ομάδα ,υπό την έννοια του άρθρου 1 Α 2 της Σύμβασης της Γενεύης και δη αυτής των «μόνων γυναικών στο Καμερούν που υπήρξαν θύμα βιασμού και στερούνται οικογενειακού περιβάλλοντος και οιουδήποτε υποστηρικτικού δικτύου». Λαμβάνοντας, περαιτέρω, υπόψη στοιχεία του ατομικού προφίλ της προσφεύγουσας (ήτοι γυναίκα νέας ηλικίας, μόνη, χωρίς στήριξη από την οικογένειά της, χωρίς περιουσιακά στοιχεία), συνηγορούν ως προς το ότι η προσφεύγουσα διατρέχει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης.

 

Δυνατότητα εγχώριας προστασίας

Υπάρχει αποτελεσματική και διαρκής προστασία κατά

των πράξεων δίωξης στην χώρα καταγωγής της Αιτήτριας;

 

Αναφορικά δε με την ύπαρξη φορέα προστασίας, επισημαίνω ότι βάσει του άρθρου 3Β(1):

 «Προστασία μπορεί να παρέχεται από:

 

(α) το κράτος, ή

 

(β) ομάδες ή οργανώσεις, συμπεριλαμβανομένων διεθνών οργανισμών, που ελέγχουν το κράτος ή ουσιώδες μέρος του εδάφους του κράτους, υπό την προϋπόθεση ότι επιθυμούν να προσφέρουν προστασία σύμφωνα με το εδάφιο (2) και είναι σε θέση να το πράξουν

 

Επιπλέον, σύμφωνα με το εδάφιο 2 του ίδιου άρθρου: «η προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης πρέπει να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή. Προστασία παρέχεται κατά κανόνα όταν οι φορείς που αναφέρονται στο εδάφιο (1) λαμβάνουν εύλογα μέτρα για να αποτρέψουν τη δίωξη ή την πρόκληση σοβαρής βλάβης, μεταξύ άλλων, με τη λειτουργία αποτελεσματικού νομικού συστήματος για τον εντοπισμό, την ποινική δίωξη και τον κολασμό πράξεων που συνιστούν δίωξη ή σοβαρή βλάβη, και όταν ο αιτητής έχει πρόσβαση στην προστασία αυτή

 

Από έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης, προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

·                Σύμφωνα με πληροφορίες για τη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας και αναφορικά με την δυνατότητα κρατικής προστασίας από περιστατικά σεξουαλικής βίας, τον Νοέμβριο του 2023, το «Υπουργείο για την Ενδυνάμωση των Γυναικών και την Οικογένεια του Καμερούν» ξεκίνησε μια διαδικασία για τη σύνταξη ενός νομοσχεδίου για την αντιμετώπιση της έμφυλης βίας[47]. Ο νόμος 2016/007 της 12ης Ιουλίου 2016 σχετικά με τον Ποινικό Κώδικα τιμωρεί τον βιασμό και τη σεξουαλική παρενόχληση[48]. Στην πράξη, ωστόσο, ο νόμος δεν εφαρμόζεται αποτελεσματικά, καθώς οι περιπτώσεις βιασμού συχνά δεν διερευνώνται και τα περιστατικά σπάνια αναφέρονται[49].

 

·                Η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού (CRC) κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η νομοθεσία «δεν παρέχει πλήρη προστασία σε όλα τα θύματα βίας, συμπεριλαμβανομένων των θυμάτων της σεξουαλικής βίας, ούτε εγγυάται την αποζημίωση ή την αποκατάστασή τους». Η σεξουαλική επίθεση ο βιασμός, καθώς και η κουλτούρα της ατιμωρησίας επιμένουν σε όλες τις περιοχές της χώρας[50].

 

·                Δεν υπάρχει εθνική νομοθεσία στο Καμερούν που να αντιμετωπίζει τη βία κατά των γυναικών. Ωστόσο, η χώρα έχει ψηφίσει ορισμένους νόμους που αντιμετωπίζουν διάφορες μορφές βίας κατά των γυναικών, όπως τον βιασμό, τη σεξουαλική παρενόχληση και  τον ΑΓΓΟ. Το 2012, η Κυβέρνηση συνέταξε μια Εθνική Στρατηγική για την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών, δημιούργησε μια ανοιχτή γραμμή για την υποστήριξη θυμάτων και την αναφορά υποθέσεων και εφάρμοσε δραστηριότητες ευαισθητοποίησης σε εθνικό και τοπικό επίπεδο[51]. Στην πράξη, η βία κατά των γυναικών είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε ολόκληρη τη χώρα, σε μεγάλο βαθμό λόγω της έλλειψης κατάλληλης νομοθεσίας και συστηματικής δράσης για την εξάλειψη των στερεοτύπων και των επιβλαβών πρακτικών κατά των γυναικών[52].

 

·                Σύμφωνα με μια έκθεση του 2023 από το Γραφείο των Ηνωμένων Εθνών για τον Συντονισμό Ανθρωπιστικών Υποθέσεων (UNOCHA), οι γυναίκες είναι τα κύρια θύματα της έμφυλης βίας, συμπεριλαμβανομένου του βιασμού, λόγω της συνδυασμένης επίδρασης των προϋπαρχόντων πολιτιστικών και παραδοσιακών κανόνων και πρακτικών διάκρισης φύλου και κοινωνικοοικονομικής ευπάθειας που προκλήθηκε από την κρίση στα βορειοδυτικά και νοτιοδυτικά»[53],[54].

 

·                Το Υπουργείο Εσωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών (USDOS) ανέφερε, σχετικά με την πρόσβαση σε κρατική προστασία, ότι τα θύματα ήταν απρόθυμα «να υποβάλουν επίσημες καταγγελίες λόγω φόβου αντιποίνων και ή στιγματισμού»[55]. Η οντότητα των Ηνωμένων Εθνών για την Ισότητα των Φύλων και την Ενδυνάμωση των Γυναικών (UNWOMEN) συγκέντρωσε το 2023 τις δηλώσεις του Αρχηγού Διοίκησης της Οργάνωσης Νέων των Ηνωμένων Εθνών (UYO), ο οποίος ανέφερε ότι ο «φόβος για αντίποινα από τους συζύγους των θυμάτων εμποδίζει τα θύματα από το να υποβάλουν αναφορές για έμφυλη βία»[56]. Πηγές ανέφεραν επίσης ότι ο τρόπος εξέτασης των καταγγελιών από τους εργαζόμενους επιβολής του νόμου έκανε τα θύματα απρόθυμα να αναφέρουν τις καταχρήσεις[57]. Το NKafu Policy Institute, μια ομάδα σκέψης με έδρα το Yaoundé, σχολίασε ότι ο φόβος να μην απαλλαγούν και «χάσουν την επιμέλεια των παιδιών τους είναι μια άλλη ανησυχία που μπορεί να εμποδίσει τις γυναίκες από το να αποκαλύπτουν τις εμπειρίες τους»[58] [59].

 

·                Αναφορά του UNDP του 2021 κάνει λόγο ότι, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, περισσότερες από τις μισές γυναίκες στο Καμερούν έχουν υποστεί σωματική ή σεξουαλική βία. Τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση του Καμερούν βελτίωσε το νομικό πλαίσιο για την προώθηση των δικαιωμάτων των γυναικών και την αντιμετώπιση των διακρίσεων και της βίας, συμπεριλαμβανομένης της υιοθέτησης μιας Εθνικής Πολιτικής για το Φύλο και μιας Εθνικής Στρατηγικής για την Καταπολέμηση της Βίας με βάση το φύλο. Ωστόσο, είναι σημαντικό να επιταχυνθεί ο ρυθμός υλοποίησης. Η ατιμωρησία, η φτώχεια, οι παραδόσεις και η έλλειψη αποτελεσματικού συστήματος καταγραφής περιστατικών, εμποδίζουν την πρόσβαση των γυναικών και των κοριτσιών στην εκπαίδευση, την απασχόληση και τους πόρους όπως η γη, και κατά συνέπεια εμποδίζεται και η αποτελεσματική τους προστασία[60].

 

·                Ως προς την ύπαρξη κρατικής υποστήριξης των γυναικών που είναι επικεφαλής των οικογενειών τους, αναφέρεται ότι οι ανύπαντρες γυναίκες και οι γυναίκες αρχηγοί νοικοκυριού δεν έχουν «καμία [κυβερνητική] υποστήριξη». Αντίθετα, αυτές οι γυναίκες βασίζονται περισσότερο σε ΜΚΟ και οικογενειακά και κοινοτικά δίκτυα για βοήθεια[61].

 

Συνεπώς, βάσει των ανωτέρω πληροφοριών, διαπιστώνεται ότι δεν υφίσταται προστασία στο Καμερούν η οποία να είναι αποτελεσματική και μη προσωρινή. Ως εκ τούτου, η Αιτήτρια δεν θα μπορέσει να προστατευθεί επαρκώς από τις πράξεις δίωξης στις οποίες αναμένεται να εκτεθεί σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής της.

Υπάρχει δυνατότητα εσωτερικής μετεγκατάστασης;

 

Ακολούθως, θα προχωρήσω στην εξέταση της δυνατότητας εσωτερικής μετεγκατάστασης της Αιτήτριας εντός της χώρας καταγωγής της καθώς δυνάμει του  άρθρου 12Γ (1) του Περί Προσφύγων Νόμου:

 

 «Κατά τη λήψη απόφασης επί της αίτησης, ο Προϊστάμενος δύναται να αποφασίσει ότι ο αιτητής δεν χρήζει διεθνούς προστασίας, εάν σε τμήμα της χώρας ιθαγένειάς του- (i) δεν υπάρχει βάσιμος φόβος ότι θα υποστεί δίωξη  ή ότι διατρέχει πραγματικό κίνδυνο σοβαρής βλάβης, ή (ii) έχει πρόσβαση σε προστασία κατά της δίωξης ή της σοβαρής βλάβης, όπως η εν λόγω προστασία ορίζεται στο άρθρο 3Β, και ο αιτητής μπορεί νόμιμα και με ασφάλεια να ταξιδέψει και να γίνει δεκτός σε εκείνο το τμήμα της χώρας και μπορεί εύλογα να αναμένεται να εγκατασταθεί εκεί

 

Εν προκειμένω, ερωτηθείσα σχετικά με το ενδεχόμενο μετεγκατάστασής της, η Αιτήτρια δήλωσε ότι δε μπορεί να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της εάν δεν προστατεύεται από άτομο του οικογενειακού της περιβάλλοντος. Προσέθεσε δε πως τα άτομα που είναι επιφορτισμένα με την προστασία των πολιτών δεν επιτελούν τον ρόλο τους. Ερωτηθείσα ως προς την τελευταία της αυτή δήλωση, η Αιτήτρια ισχυρίστηκε πως αναφέρεται στους αστυνομικούς. Εξήγησε δε, ότι εφόσον ο διοικητής των αστυνομικών βλέπει [ενν. τις γυναίκες] ως αντικείμενα, τότε δε ξέρει ποιος μπορεί να την προστατεύσει και δε ξέρει σε ποιον μπορεί να απευθυνθεί για να παραπονεθεί (βλ. ερυθρά 46 2Χ του Δ.Φ.).

 

Εντούτοις, παρά τις ανωτέρω δηλώσεις της Αιτήτριας, πρέπει να σημειωθεί αρχικά ότι ο κίνδυνος που προέρχεται από την πατριαρχική δομή της καμερουνέζικης κοινωνίας, η οποία, όπως αναλύθηκε ανωτέρω αποτελεί μη κρατικό φορέα δίωξης της Αιτήτριας, εκτείνεται σε όλη την επικράτεια της χώρας καταγωγής της Αιτήτριας και δεν περιορίζεται γεωγραφικά στην πόλη Wum, ήτοι την περιοχή προηγούμενης συνήθους διαμονής της Αιτήτριας.

 

Προκειμένου, ωστόσο, να κριθεί η δυνατότητα μετεγκατάστασης της Αιτήτριας, εν προκειμένου στη Yaounde όπου η Αιτήτρια έζησε για μεγάλο χρονικό διάστημα, απαιτείται η Αιτήτρια εύλογα να μπορεί να εγκατασταθεί στην προτεινόμενη προς μετεγκατάσταση περιοχή.

 

Ειδικότερα, ως προς τον εύλογο χαρακτήρα της μετεγκατάστασης, βάσει των Κατευθυντήριων Γραμμών αρ. 4 της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, κρίσιμη αξιολόγηση συνιστά η δυνατότητα του αιτητή να διεξαγάγει μία σχετικά φυσιολογική ζωή χωρίς να αντιμετωπίσει αδικαιολόγητες δυσκολίες[62]. Βάσει της νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, οφείλουν να αξιολογηθούν μεταξύ άλλων η ικανότητα του Αιτητού να εξασφαλίσει τις πλέον βασικές του ανάγκες, όπως φαγητό, υγιεινή και καταφύγιο, η ευαλωτότητα του στην κακομεταχείριση και  η πιθανότητα η κατάστασή του να βελτιωθεί εντός εύλογου χρονικού διαστήματος[63]. Στην απόφαση ΑΑΜ v. Sweden[64]    το ΕΔΔΑ  έκρινε ότι «η εσωτερική μετεγκατάσταση αναπόφευκτα συμπεριλαμβάνει κάποια δυσχέρεια».  Στην εκεί περίπτωση, οι ενδείξεις τις οποίες το Δικαστήριο είχε ενώπιον του υποδείκνυαν την ύπαρξη διαθέσιμων εργασιών και τη πρόσβαση των εποίκων στην ιατροφαρμακευτική περίθαλψη καθώς και σε οικονομική βοήθεια και υποστήριξη από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και τις τοπικές αρχές. Οι εκεί γενικές συνθήκες διαβίωσης δεν κρίθηκαν «μη εύλογες» ή ότι θα απέληγαν σε μεταχείριση απαγορευμένη από το άρθρο 3, ενώ δεν εντοπίστηκε κίνδυνος περί κατάληξης του αιτητή σε άλλες περιοχές της χώρας καταγωγής.

 

Επιπλέον, σε περίπτωση ταυτοποίησης ευαλωτότητας, ως εν προκειμένω, απαιτείται πρόσθετη προσοχή ως προς το εφαρμοστέο της εσωτερικής μετεγκατάστασης. Ο Οδηγός της ΕΥΥΑ για την εσωτερική μετεγκατάσταση, αναφέρει πως ενδεχομένως η εσωτερική μετεγκατάσταση να μην παρουσιάζεται δυνατή για συγκεκριμένες κατηγορίες αιτητών γενικά, «για παράδειγμα, σε μερικές χώρες όπου τα ατομικά δικαιώματα των γυναικών είναι περιορισμένα και/ ή δεν είναι δυνατή η πρόσβαση σε βασικές υπηρεσίες ή βασικά μέσα επιβίωσης χωρίς ανδρικό υποστηρικτικό δίκτυο, ίσως να μην είναι σχετική η εξέταση της εσωτερικής μετεγκατάστασης για γυναίκες στις οποίες ελλείπει τέτοια υποστήριξη»[65].

 

Ως εκ τούτου, βάσει των ανωτέρω πληροφοριών αναφορικά με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση και τη θέση των γυναικών στο σύνολο του Καμερούν, σε συνδυασμό και με τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, ήτοι ότι συνιστά γυναίκα επικεφαλής οικογένειας, θύμα σεξουαλικής βίας και χωρίς υποστηρικτικό δίκτυο, δεν κρίνεται εύλογη η μετεγκατάστασή της σε κάποια άλλη περιοχή της χώρας καταγωγής της χωρίς αυτή να διατρέχει κίνδυνο δίωξης ή σοβαρής βλάβης, τουναντίον τυχόν μετεγκατάσταση θα την καθιστούσε περαιτέρω ευάλωτη σε καταστάσεις σεξουαλικής εκμετάλλευσης και έμφυλης βίας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Κατόπιν των ανωτέρω, καταλήγω ότι η Αιτήτρια δικαιούται να αναγνωριστεί ως πρόσφυγας καθώς στο πρόσωπό της συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951.

 

Ως προς το ανήλικο τέκνο της Αιτήτριας το οποίο δεν προστέθηκε στο δικόγραφο της προσφυγής ως αιτητής, θα πρέπει το δεδικασμένο στην παρούσα υπόθεση να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο, μεταξύ άλλων, συμμόρφωσης της διοίκησης προς τη δικαστική απόφαση. Επισημαίνεται ότι η έννοια της συμμόρφωσης της διοίκησης δεν πρέπει να ταυτίζεται προς εκείνη του δεδικασμένου, καθώς η πρώτη είναι έννοια ευρύτερη και περιλαμβάνει όχι μόνο την αποχή της διοίκησης από κάθε ενέργεια αντίθετη προς ό,τι έκρινε το Δικαστήριο, αλλά και την υποχρέωση των θετικών ενεργειών της διοίκησης με την έκδοση διοικητικών πράξεων προς αποκατάσταση της νομιμότητας, αφού το διοικητικό όργανο έχει την ευθύνη αποκατάστασης της νομιμότητας που έχει διασαλευθεί όπως αυτή διαπιστώνεται στην απόφαση του Δικαστηρίου.  

 

Ως εκ των ανωτέρω, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση τροποποιείται δυνάμει του άρθρου 146(4)(δ) του Συντάγματος και του άρθρου 11(3)(β) του περί Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου (Ν. 73(Ι)/18) και η Αιτήτρια αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας δυνάμει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου.  Επιδικάζονται €1000 έξοδα πλέον Φ.Π.Α. υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ' ων η Αίτηση.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 



[1] Μία πράξη για να θεωρηθεί ως πράξη δίωξης κατά την έννοια του άρθρου 1Α της σύμβασης της Γενεύης πρέπει: α) να είναι αρκούντως σοβαρή λόγω της φύσης ή της επανάληψής της ώστε να συνιστά σοβαρή παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ειδικά των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση βάσει του άρθρου 15 παράγραφος 2 της ευρωπαϊκής σύμβασης για την προάσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών· ή β) να αποτελεί σώρευση διαφόρων μέτρων συμπεριλαμβανομένων παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η οποία να είναι αρκούντως σοβαρή ούτως ώστε να θίγεται ένα άτομο κατά τρόπο αντίστοιχο με τον αναφερόμενο στο στοιχείο α’.

[2] Βλ. συναφώς εδάφιο 2 του άρθρου 26, του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999.

[3] Pissas ν. The Republic (1974) 3 CLR 476, ημερ. 29.11.1974

[4] Γρηγορόπουλος κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία(1997) 4 ΑΑΔ 1414

[5] European Union Agency for Asylum (Ιανουάριος 2024), ‘Practical Guide on Evidence and Risk Assessment’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Practical Guide on Evidence and Risk Assessment (europa.eu), σελ. 105 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[6]  Υπόθ. αρ. 128/2008, JAMAL KAROU v. Αναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 01.02.2010.

[7] «Αποτελεί καθήκον των κρατών μελών να αξιολογούν, σε συνεργασία με τον αιτούντα, τα συναφή στοιχεία της αίτησής του». Επιπλέον, σύμφωνα με τις διατάξεις της ίδιας Οδηγίας, η αξιολόγηση της αίτησης διεθνούς προστασίας θα πρέπει να γίνεται σε εξατομικευμένη βάση και να περιλαμβάνει τη συνεκτίμηση:

α) όλων των συναφών στοιχείων που σχετίζονται με τη χώρα καταγωγής κατά τον χρόνο λήψης απόφασης σχετικά με την αίτηση, συμπεριλαμβανομένων των νόμων και των κανονισμών στη χώρα καταγωγής και του τρόπου εφαρμογής τους·

β) των συναφών δηλώσεων και εγγράφων που υπέβαλε ο αιτών, συμπεριλαμβανομένων στοιχείων σχετικά με το εάν ο αιτών έχει ήδη ή ενδέχεται να υποστεί δίωξη ή σοβαρή βλάβη·

γ) της ατομικής κατάστασης και των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, συμπεριλαμβανομένων παραγόντων όπως το προσωπικό ιστορικό, το φύλο και η ηλικία, ούτως ώστε να εκτιμηθεί εάν, βάσει των προσωπικών περιστάσεων του αιτούντος, οι πράξεις στις οποίες έχει ήδη ή θα μπορούσε να εκτεθεί ισοδυναμούν με δίωξη ή σοβαρή βλάβη· (…)»

 

[8] M M S κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 19/17, 30.09.2022

[9] XS ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου, Υπόθεση Αρ.: 1588/2021, 06.10.2023

[10]Βλ. σχετικώς και τα νομολογηθέντα στην C-112/20, M.A. κατά Etat belge, 11.03.2021, 

[11] UN Women (2023), ‘Tackling discriminatory gender norms in Cameroon’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Tackling discriminatory gender norms in Cameroon | UN Women – Headquarters (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[12] United Youths Organization (UYO), ‘Who we are’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: About – UNITED YOUTHS ORGANIZATION (UYO) (uyoforafrica.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[13] UN Women (2023), ‘Tackling discriminatory gender norms in Cameroon’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Tackling discriminatory gender norms in Cameroon | UN Women – Headquarters(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[14] National Institute of Statistics (Αύγουστος 2020), ‘Gender – Based Violence in Cameroon: Magnitude and Challenges’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: GENDER BASED VIOLENCE OK (ins-cameroun.cm), σελ. 5. (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[15] Cameroon, Ministry of Justice, Rapport du Ministère de la Justice sur l’état des droits de l’homme au Cameroun en 2020, February 2022, http://www.minjustice.gov.cm/components/com_flexicontent/uploads/rapport_minjustice_2020_fr.pdf , σελ 290 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

 

[16] Βλ.  https://euaa.europa.eu/sites/default/files/qip-ja_el.pdf , σελ 41, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[17] Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση Κωνσταντινούπολης), 2011, CETS αριθ. 210.

[18] Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, Δίωξη λόγω γένους στα πλαίσια ερμηνείας του άρθρου 1 Α (2)  της Σύμβασης του 1951 και / ή του Πρωτοκόλλου του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων, 7 May 2002, HCR/GIP/02/01, διαθέσιμο σε: https://www.refworld.org/docid/3d36f1c64.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[19] High Court (Ireland), Απόφαση της 9ης Νοεμβρίου 2016, SM v Refugee Appeals Tribunal, [2016] IEHC 638, παρα. 54, https://www.bailii.org/ie/cases/IEHC/2016/H638.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[20] EUAA, Qualification for International Protection: Judicial analysis (Δεύτερη έκδοση), Ιανουάριος 2023, σ. 100, https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/2023-01/Qualification_international_protection_judicial_analysis_2nd_edition_0.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[21] C‑621/21, WS, 16.01.2024,ECLI:EU:C:2024:47

[22] JK and Others v. Sweden, Application no. 59166/12, ημερ. 23.08.2016

[23] HRW, World Report 2022 – Cameroon, 13 January 2022, https://www.hrw.org/world-report/2022/country-chapters/cameroon#e81181 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[24] The Gender Security Project, CRSV: Anglophone Conflict in Cameroon, 26 October 2021, url; AlJazeera, Sexual violence pervasive in Cameroon’s Anglophone regions, 29 April 2021, https://www.aljazeera.com/news/2021/4/29/gender-based-violence-pervasive-in-cameroons-anglophone-regions (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[25] UNOCHA, Humanitarian Needs Overview, 14 April 2022, https://reliefweb.int/report/cameroon/cameroon-humanitarian-needs-overview-2022 , σελ. 57; EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Cameroon; Sexual and gender-based violence (SGBV) against women, including prevalence, legislation, availability of state protection, access to support services, in particular in Yaoundé [Q65-2023], 4 December 2023
https://www.ecoi.net/en/file/local/2101762/2023_11_EUAA_COI_Query_Response_Q65_Cameroon_SGBV.pdf  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[26] Cameroon_Cooperation_Framework_2022-2026-ENG.pdf (un.org), p.13, CM.pdf (genderindex.org), p.4, US DOS (2021), ‘Cameroon 2020 Human Rights Report’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: CAMEROON 2020 HUMAN RIGHTS REPORT (state.gov), p.29, Freedom House (2022), ‘Cameroon: Freedom in the World 2021 Country Report’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: Freedom in the World 2021 Country Report | Freedom House (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[27] USDOS, Cameroon 2022 Human Rights Report, 21 March 2023, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2023/02/415610_CAMEROON-2022-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf, p. 37(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[28] UN OCHA, CAMEROON: North-West and South-West Situation Report No. 44, June 2022, https://www.ecoi.net/en/file/local/2077273/sitrep_nwsw_τjune_2022_vf.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[29] Όπ. π.

[30] Norwegian Refugee Council, Gender-based violence beyond the crises, November 2020, Gender-based violence beyond the crises - Cameroon | ReliefWeb (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[31] Refworld, ‘Cameroun: Constitution’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Refworld | Cameroun: Constitution, Freedom House (2022), ‘Cameroon: Freedom in the World 2021 Country Report’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: Freedom in the World 2021 Country Report | Freedom House, US DOS (2021), ‘Cameroon 2020 Human Rights Report’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: CAMEROON 2020 HUMAN RIGHTS REPORT (state.gov), p.40 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[32] Refworld, ‘Cameroun: Constitution’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Refworld | Cameroun: Constitution, Freedom House (2022), ‘Cameroon: Freedom in the World 2021 Country Report’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon: Freedom in the World 2021 Country Report | Freedom House, US DOS (2021), ‘Cameroon 2020 Human Rights Report’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: CAMEROON 2020 HUMAN RIGHTS REPORT (state.gov), p.40 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[33] United NationsCameroon, ‘Cameroon Cooperation Framework 2022 – 2026’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Cameroon_Cooperation_Framework_2022-2026-ENG.pdf (un.org), p.13 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[34] US DOS (2021), ‘Cameroon 2020 Human Rights Report’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: CAMEROON 2020 HUMAN RIGHTS REPORT (state.gov), p.40 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[35] UNOCHA (2021), ‘Humanitarian Needs Overview: Cameroon’, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/cmr-hno_2021-current-print.pdf p.56-57 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[36] UNOCHA (2021), ‘Humanitarian Needs Overview: Cameroon’, διαθέσιμο στη διεύθυνσηhttps://www.humanitarianresponse.info/sites/www.humanitarianresponse.info/files/documents/files/cmr-hno_2021-current-print.pdf p.7 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[37] SOS childrens villages, Struggling but enduring, a story of single parenthood in Cameroon, 7 December 2020, Struggling but enduring: a story of single parenthood in Cameroon - SOS Children's Villages International (sos-childrensvillages.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[38] Population Council (2011), ‘When girlslives matter: ending forced and early marriage in Cameroon’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: When girlslives matter: Ending forced and early marriage in Cameroon (ohchr.org), σελ.7 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[39] Journal of Global Health Projects (2023), ‘The effect of the anglophone crisis on youth sexual and reproductive health in the Northwest region of Cameroon: a qualitative study’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: The effect of the anglophone crisis on youth sexual and reproductive health in the Northwest region of Cameroon: a qualitative study | Published in Journal of Global Health Reports (joghr.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[40] Journal of Global Health Projects (2023), ‘The effect of the anglophone crisis on youth sexual and reproductive health in the Northwest region of Cameroon: a qualitative study’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: The effect of the anglophone crisis on youth sexual and reproductive health in the Northwest region of Cameroon: a qualitative study | Published in Journal of Global Health Reports (joghr.org) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[41] Immigration and Refugee Board of Canada (2022), ‘Cameroon: Situation and treatment of single women and women who head their own households, including their ability to live on their own and access housing, income, education, health care, and support services, particularly in Douala and Yaoundé; impact of COVID-19 (2020–May 2022)’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Responses to Information Requests - Immigration and Refugee Board of Canada (irb-cisr.gc.ca) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[42] Immigration and Refugee Board of Canada (2022), ‘Cameroon: Situation and treatment of single women and women who head their own households, including their ability to live on their own and access housing, income, education, health care, and support services, particularly in Douala and Yaoundé; impact of COVID-19 (2020–May 2022)’, διαθέσιμο στη διεύθυνση: Responses to Information Requests - Immigration and Refugee Board of Canada (irb-cisr.gc.ca) (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

[43] AI, Cameroon: With or against us: People of the North-West region of Cameroon caught between the army, armed separatists and militias, 4 July 2023, https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2023/07/AFR1768382023ENGLISH-1.pdf%20published%204%20July%202023, σελ. 24 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[44] Οπ. π. σελ. 56.

[45] African Observer (The), 30 women freed after abduction by separatists in Cameroon’s Anglophone Region, 28 May 2023, 30 women freed after abduction by separatists in Cameroon's Anglophone Region - The African Observer(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[46] Μερικά ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων περιστατικών: • Στις 4 Οκτωβρίου 2023, δύο άοπλοι άνδρες εκτελέστηκαν δημόσια από αυτονομιστές μαχητές στην περιοχή Guzang της βορειοδυτικής περιοχής, αφού κατηγορήθηκαν ότι συνεργάζονταν με την κυβέρνηση (HRW, Cameroon: Video Shows Killing by Armed Separatists, 13 October 2023, url; GCR2P, CameroonPopulationa at risk, 30 November 2023, https://www.globalr2p.org/countries/cameroon/ - ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024) .

• Τον Ιούλιο του 2023, 12 ένοπλοι μαχητές με στολές πυροβόλησαν πολίτες στην Bamenda. Σύμφωνα με τον κυβερνήτη της βορειοδυτικής περιοχής, οι άνδρες ήταν αυτονομιστές μαχητές και ήθελαν να «δημιουργήσουν πανικό» μεταξύ των πολιτών που συνεργάζονται με τον στρατό ( VOA News, Cameroon Military, Separatists Trade Accusations of Civilian Killings, 18 July 2023, https://www.voanews.com/a/cameroon-military-separatists-trade-accusations-of-civilian-killings-/7185741.html (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

• Στις 20 Φεβρουαρίου 2023, μια γυναίκα βρέθηκε αποκεφαλισμένη σε δρόμο στο Μπαλί Νιόνγκα, στη βορειοδυτική περιοχή του Καμερούν. Σύμφωνα με πηγές των μέσων ενημέρωσης, όπως αναφέρει η Διεθνής Αμνηστία (AI), «το θύμα φέρεται να σκοτώθηκε επειδή ένοπλοι αυτονομιστές την κατηγόρησαν ως πληροφοριοδότη των αρχών» (AI, Cameroon: With or against us: People of the North-West region of Cameroon caught between the army, armed separatists and militias, 4 July 2023, https://www.amnesty.org/en/wp-content/uploads/2023/07/AFR1768382023ENGLISH-1.pdf%20published%204%20July%202023, p. 17 (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

• Στις 24 Δεκεμβρίου 2022, το Voice of America (VOA) News ανέφερε ότι σύμφωνα με τις ομάδες ανθρωπίνων δικαιωμάτων, οι κυβερνητικές δυνάμεις έχουν κάψει σπίτια των υποστηρικτών αυτονομιστών στη βορειοδυτική περιοχή. Ωστόσο, σύμφωνα με την κυβέρνηση, οι αυτονομιστές «έβαλαν φωτιά σε σπίτια αμάχων που οι αυτονομιστές κατηγορούν ότι συνεργάζονται με κυβερνητικά στρατεύματα» (VOA News, Cameroon Military Denies Involvement in House Burnings in Northwest Region, 23 December 2022, https://www.voanews.com/a/cameroon-military-denies-involvement-in-house-burnings-in-northwest-region/6888928.html  - ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

• Στις 25 Σεπτεμβρίου 2022, «τρεις εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, ένας φύλακας και ένας πάστορας απήχθησαν από αυτονομιστές με την κατηγορία ότι συνεργάζονταν με στρατιωτικές δυνάμεις» στο Kumbo, στη βορειοδυτική περιοχή (Insecurity Insight, Safeguarding Health in Conflict Coalition, Cameroon: Violence Against Health Care in Conflict 2022, 28 June 2023, https://insecurityinsight.org/wp-content/uploads/2023/05/2022-SHCC-Cameroon.pdf , p. 4 -ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024).

• Στις 6 Ιουλίου 2020, αυτονομιστές μαχητές σκότωσαν έναν υπάλληλο των Γιατρών Χωρίς Σύνορα που εργαζόταν στη Νοτιοδυτική περιοχή αφού τον κατηγόρησαν για συνεργασία με τον στρατό, ενώ τον Αύγουστο του 2020, αυτονομιστές χτύπησαν και σκότωσαν μια γυναίκα στη Muyuka, στη νοτιοδυτική περιοχή. Το βίντεο που κοινοποιήθηκε στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δείχνει τον μαχητή να την κατηγορεί για συνεργασία με την κυβέρνηση (HRW, World Report 2021 – Cameroon events of 2020, 2021, https://www.hrw.org/world-report/2021/country-chapters/cameroon#a6013b ημερ.  τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

 

 

[47] Actu Cameroun, Le Cameroun prépare une loi contre les violences basées sur le genre, 8 November 2023, https://actucameroun.com/2023/11/08/le-cameroun-prepare-une-loi-contre-les-violences-basees-sur-le-genre/?utm_content=cmp-true (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[48] Cameroon, Law 2016/007 of 12 July 2016 relating to the Penal Code, 12 July 2016, https://www.wipo.int/edocs/lexdocs/laws/en/cm/cm014en.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[49] Οπ. π.

[50] UN CRD, Convention on the Rights of the Child, 6 July 2017, CRC/C/CMR/CO/3-5  (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[51] OECD, Gender Index, CM.pdf (genderindex.org), (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[52] Όπ.π.

[53] UNOCHA, Cameroon Humanitarian Needs Overview 2023, 11 May 2023, https://reliefweb.int/attachments/fb6e7f31-3931-463a-b9d6-5d243e9f3071/CMR_HNO_2023_v7_20230405.pdf , pp. 30-31(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[54] EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Cameroon; Women victims of rape: legal framework and treatment by society [Q2-2024], 11 January 2024 https://www.ecoi.net/en/file/local/2103238/2024_01_EUAA_COI_Query_Response_Q2_Cameroon_Women_Victims_of_Rape.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[55] USDOS, Cameroon 2022 Human Rights Report, 21 March 2023, https://www.state.gov/wp-content/uploads/2023/02/415610_CAMEROON-2022-HUMAN-RIGHTS-REPORT.pdf , p. 37(ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[56] UNWOMEN, Tackling discriminatory gender norms in Cameroon, 17 August 2023, https://www.unwomen.org/en/news-stories/feature-story/2023/08/tackling-discriminatory-gender-norms-in-cameroon (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[57] Baker McKenzie, Fighting Domestic Violence: Africa, 2021, https://resourcehub.bakermckenzie.com/en/resources/fighting-domestic-violence/africa/cameroon/topics/1legal-provisions (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[58] NKafu Policy Institute, Gender-Based Violence: Beyond the Crises in Cameroon and Effects on Mental Well-Being, 12 July 2022, https://nkafu.org/gender-based-violence-beyond-the-crises-in-cameroon-and-effects-on-mental-well-being/ (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[59] EUAA – European Union Agency for Asylum (formerly: European Asylum Support Office, EASO) (Author): Cameroon; Sexual and gender-based violence (SGBV) against women, including prevalence, legislation, availability of state protection, access to support services, in particular in Yaoundé [Q65-2023], 4 December 2023 https://www.ecoi.net/en/file/local/2101762/2023_11_EUAA_COI_Query_Response_Q65_Cameroon_SGBV.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[60] UNDP, UNDP and Gender in action, 2021, σελ. 7, End-violence-Bulletin---UNDP.pdf, (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[61] Όπ. Π. και Rural Women Center for Education and Development Cameroon (RuWCED). N.d.a. "Contact. https://ruwced.org/index.php/contact-us (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[62] UNHCR, 'Guidelines on International Protection No. 4: "Internal Flight or Relocation Alternative" within the context of Article 1A(2) of the 1951 Convention and/or 1967 Protocol relating to the Status of Refugees (HCR/GIP/03/04)' (2003), 3 διαθέσιμο σε https://www.unhcr.org/media/guidelines-international-protection-no-4-internal-flight-or-relocation-alternative-within (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)

[63] ΕΔΔΑ, SUFI AND ELMI v. THE UNITED KINGDOM, απόφαση επί των αιτήσεων  8319/07 and 11449/07,  ημερ. 28.06.2011,  283

[64] ΕΔΔΑ, CASE OF A.A.M. v. SWEDEN, απόφαση επί της αίτησης 68519/10, ημερ. 03.04.2014, 73

[65] EASO, 'Practical Guide on the Application of the Internal Protection Alternative' (2021), 15 διαθέσιμο σε https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/EASO-Practical-guide-application-IPA.pdf (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 14.03.2024)


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο