ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ 

          Αρ. Υποθ.: 649/24

 

1 Μαρτίου, 2024

 

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

 

 Επί τοις αφορώσι τα άρθρα 7, 8, 11, 28 και 146 του Συντάγματος

 

H.S.

                                                                                                Αιτητής

και

 

Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω

1.   Υπουργείου Εσωτερικών

2.   Διευθυντή Τμήματος Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης

Καθ’ων η Αίτηση

 

......................

 

Αίτηση ημερομηνίας 23 Φεβρουαρίου 2024

 

Ν. Ζένιου (κ) και Κ. Γιαννακού (κα) για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για Αιτητή

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Μ. Παπαντωνίου, ΔΔΔΔΠ.:  Στο πλαίσιο και ταυτόχρονα με την παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε η υπό εξέταση μονομερής αίτηση, με την οποία ο Αιτητής αιτείται προσωρινό διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή εκτέλεσης της απόφασης των Καθ’ων η Αίτηση ημερομηνίας 14/02/24, με την οποία διατάσσεται η απέλαση του Αιτητή από την Κυπριακή Δημοκρατία στο Λίβανο, μέχρι και την τελική έκβαση της προσφυγής.

 

Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση  του κ. Κοκωνά, δικηγόρου στο γραφείο των συνηγόρων του Αιτητή. Σύμφωνα με αυτήν, εκκρεμούσης της εκδίκασης της προσφυγής, ο Αιτητής κινδυνεύει με την εκτέλεση του Διατάγματος απέλασης, σε χώρα για την οποία προβάλλει ισχυρισμούς περί παράβασης της αρχής της μη επαναπροώθησης.  Περαιτέρω, υποστηρίζει ότι η μη αναστολή εκτέλεσης του Διατάγματος Απέλασης θα τον εκθέσει σε σοβαρό κίνδυνο να απελαθεί ενώ η έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος θα εξυπηρετήσει το συμφέρον της Δικαιοσύνης και θα προστατεύσει τα δικαιώματα του Αιτητή.  Τέλος, αναφέρει ότι υπάρχουν σοβαρά ζητήματα προς εκδίκαση και η μη έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος θα προκαλέσει μη αναστρέψιμη ζημιά στον Αιτητή σε περίπτωση που εκτελεστεί το Διάταγμα Απέλασης πριν την περάτωση της υπό κρίση προσφυγής.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, αγορεύοντας προφορικά, ισχυρίστηκε ότι η επίδικη αίτηση πρέπει να επιτύχει, ενόψει του ότι ο Αιτητής έχει προβάλει συγκεκριμένους ισχυρισμούς που αφορούν την παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και τον κίνδυνο να υποστεί βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείρισης σε περίπτωση απέλασης του στο Λίβανο κατά παράβαση της αρχής της μη επαναπροώθησης και του άρθρου 3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου («ΕΣΔΑ»).  Παρέπεμψε δε στην απόφαση του ΕΔΔΑ στην υπόθεση Μ.Α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (αρ. 41872/10) και ανέφερε ότι η αναστολή εκτέλεσης απαιτείται ως αποτελεσματική εγγύηση για διαφύλαξη των δικαιωμάτων του Αιτητή μέχρι και την εκδίκαση της κυρίως αίτησης ακυρώσεως.  Προσέθεσε δε ότι δεν υπάρχει νομοθετική διάταξη για αυτόματη αναστολή στο παρόν Δικαστήριο σε αντίθεση με τις διατάξεις του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμου, όπως τροποποιήθηκε, με αποτέλεσμα ο Αιτητής να κινδυνεύει με απέλαση με όλες τις επιπτώσεις που αυτή μπορεί να έχει, ιδιαίτερα ενόψει του ότι έχει αναπτύξει επιχειρηματολογία σε σχέση με την παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και ενώ είναι κάτοχος συμπληρωματικής προστασίας.

 

Η παρούσα αίτηση διέπεται δικονομικά από τον Κανονισμό 13 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, ο οποίος τυγχάνει εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας βάσει του Κανονισμού 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019).  Σύμφωνα με την πλούσια επί του θέματος νομολογία, η εν λόγω δικαιοδοσία πρέπει να ασκείται με φειδώ και μόνο όταν στοιχειοθετηθεί είτε έκδηλη παρανομία στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είτε το ενδεχόμενο πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς στον αιτητή από τη μη έκδοση του διατάγματος (βλ. ενδεικτικά Economides v. Republic (1982) 3 CLR 837, Moyo and another v. Republic (1988) 3 CLR 1203, Frangos and others v. Republic (1982) 3 CLR 53, Eπιτροπή Κεφαλαιαγοράς ν. Marfin Popular Bank (2007) 3 A.A.Δ. 32). Η διαπίστωση έκδηλης παρανομίας, η οποία δικαιολογεί την έκδοση προσωρινού διατάγματος, έχει την έννοια ότι η παρανομία είναι αυταπόδεικτη και οφθαλμοφανής και καταδεικνύεται χωρίς να απαιτείται να διερευνηθούν οποιαδήποτε αντιφατικά γεγονότα και ισχυρισμοί.  Αν δεν αναδύεται αυτόματα, πρέπει να προκύπτει ως αντικειμενικά αναντίλεκτη και μη υποκείμενη σε στάθμιση και έκφραση κρίσης (Frangos a.ο. v. The Minister of Interior a.ο. (1982) 3 C.L.R. 53, Moyo a.ο. v. Republic (1988) 3(B) C.L.R. 1203, Κροκίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3(Γ) Α.Α.Δ. 1857, Τούμπας κ.ά. ν Δημοκρατίας κ.ά. (2013) 3 Α.Α.Δ. 387).  Ο δε ισχυρισμός για ανεπανόρθωτη ζημία πρέπει να δικογραφείται δεόντως, ώστε να προσδιορίζεται με σαφήνεια και να τεκμηριώνεται επαρκώς.  Απλοί ισχυρισμοί για ανεπανόρθωτη ζημία ή αναφορά σε γενικό ή θεωρητικό επίπεδο δεν αρκούν (Κοινοπραξία Poseidon Grand Marina of Paphos κ.ά. ν. Cybarco Plc κ.ά. (2009) 3 Α.Α.Δ. 513).  Το δε βάρος τόσο της επίκλησης όσο και της απόδειξης ανεπανόρθωτης ζημιάς, το φέρει ο αιτητής (Μαρκουλλίδου ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 3413).

 

Στην παρούσα προσφυγή, ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή εστίασε σε επιχειρήματα που αφορούν την δεύτερη προϋπόθεση έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων, ήτοι του κινδύνου πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημίας.  Η δε ανεπανόρθωτη ζημιά είναι αυταπόδεικτη σε περίπτωση όπου γίνεται επίκληση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ και της αρχής της μη επαναπροώθησης, η οποία δεν χωρεί εξαιρέσεις.

 

Πολύ ορθά  ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή παρέπεμψε στην απόφαση του ΕΔΔΑ, Μ.Α. ν. Cyprus, αρ. αίτησης 41872/10, η οποία εκδόθηκε στις 23 Ιουλίου 2013 (“M.A.”) και συγκεκριμένα στην παράγραφο 133, όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:

133.  In cases concerning the expulsion of asylum-seekers the Court has explained that it does not itself examine the actual asylum applications or verify how the States honour their obligations under the Geneva Convention. Its main concern is whether effective guarantees exist that protect the applicant against arbitrary refoulement, be it direct or indirect, to the country from which he or she has fled (see M.S.S., cited above, § 286) or to any other receiving country in which he or she would be at a real risk of suffering treatment in violation of Article 3 (see, for example in the specific context of the application of the Dublin Regulation, M.S.S., cited above, §§ 342 et seq). Where a complaint concerns allegations that the person’s expulsion would expose him or her to a real risk of treatment contrary to Article 3 of the Convention, the effectiveness of the remedy for the purposes of Article 13 imperatively requires close scrutiny by a national authority (see Shamayev and Others v. Georgia and Russia, no. 36378/02, § 448, ECHR 2005‑III), independent and rigorous scrutiny of any claim that there exist substantial grounds for fearing a real risk of treatment contrary to Article 3 (see Jabari v. Turkey, no. 40035/98, § 50, ECHR 2000‑ VIII), as well as a particularly prompt response (see De Souza Ribeiro, cited above, § 82). In such a case, effectiveness also requires that the person concerned should have access to a remedy with automatic suspensive effect (see, inter alia, De Souza, cited above, § 82, 13 December 2012; I.M. v. France, cited above, § 58; Al Hanchi v. Bosnia and Herzegovina, no. 48205/09, § 32, 15 November 2011; Auad v. Bulgaria, no. 46390/10, § 120, 11 October 2011; Diallo v. the Czech Republic, no. 20493/07, § 74, 23 June 2011; M.S.S., cited above, § 293; Baysakov and Others v. Ukraine, no. 54131/08, § 71, 18 February 2010; Abdolkhani and Karimnia v. Turkey, no. 30471/08, § 108, 22 September 2009; and Gebremedhin, cited above, § 66). The same principles apply when expulsion exposes the applicant to a real risk of a violation of his right safeguarded by Article 2 of the Convention.” (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Είναι γνωστό ότι ο περί Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Νόμος του 2015 (Ν. 131(I)/2015) έχει τροποποιηθεί ώστε η Κυπριακή Δημοκρατία να συμμορφωθεί προς την προαναφερόμενη δικαστική απόφαση, ως αναφέρεται στο προοίμιο του τροποποιητικού Νόμου 3(Ι)/2021 και ώστε να παρέχεται σε αιτητές που προσφεύγουν κατά διοικητικής απόφασης περί απομάκρυνσης ή απέλασης ή επιστροφής, το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ, σε συνδυασμό με τα Άρθρα 2 και 3 τα οποία διασφαλίζουν αντίστοιχα το δικαίωμα στη ζωή και την απαγόρευση βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή ταπεινωτικής μεταχείρισης ή τιμωρίας.

 

Επίσης, βάσει της απόφασης του ΕΔΔΑ στην υπόθεση M.A., σε περίπτωση που υπάρχει ισχυρισμός του αιτητή ότι η απέλαση, απομάκρυνση ή επιστροφή του θα το εκθέσει σε μεταχείριση ασύμβατη με τα Άρθρα 2 και 3 της Σύμβασης, θα πρέπει να αναστέλλεται αυτόματα η ισχύς της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης ή πράξης, μέχρι την τελική εκδίκαση της υπόθεσης. Για τους πρόσφυγες, η αρχή της μη επαναπροώθησης  όπως ορίζεται στο άρθρο 33 της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, περί του καθεστώτος των προσφύγων, αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς νομικού καθεστώτος για την προστασία τους. Η αρχή της μη επαναπροώθησης όχι μόνο απαγορεύει την απομάκρυνση, απέλαση ή έκδοση προς χώρα όπου ένα πρόσωπο απειλείται με τον κίνδυνο δίωξης ή άλλη σοβαρή βλάβη (άμεση επαναπροώθηση) αλλά και προς χώρες όπου τα άτομα ενδέχεται να εκτεθούν σε σοβαρό κίνδυνο μεταγενέστερης απομάκρυνσης προς τέτοια χώρα (έμμεση επαναπροώθηση).  Στην παρούσα υπόθεση, όπως προκύπτει από τα γεγονότα της υπόθεσης, ο Αιτητής είναι δικαιούχος διεθνούς προστασίας, εφόσον του παραχωρήθηκε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, ενώ προηγούμενη πρόσφατη προσφυγή του κατά διατάγματος απέλασης στο παρόν Δικαστήριο, έχει επιτύχει με αποτέλεσμα την ακύρωση του προηγούμενου διατάγματος απέλασης.

 

Σχετική είναι και η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση C-562/13, Centre public d'action sociale d'Ottignies-Louvain-LaNeuve v. Abdida, η οποία εκδόθηκε στις 18 Δεκεμβρίου 2014,  στην οποία έχει λεχθεί ότι τα κράτη έχουν υποχρέωση αυτόματης αναστολής της ισχύος απόφασης περί απομάκρυνσης ή επιστροφής, όταν υφίστανται αποχρώντες λόγοι να θεωρηθεί ότι το πρόσωπο αυτό θα εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί μεταχείριση αντίθετη προς το Άρθρο 19.2 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το οποίο προβλέπει για την απαγόρευση βασανιστηρίων, απάνθρωπης ή εξευτελιστικής ποινής ή μεταχείρισης, κατά τρόπο ανάλογο με το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ.  Ειδικότερα, παραπέμπω στις ακόλουθες παραγράφους της ανωτέρω αναφερόμενης απόφασης του ΔΕΕ:

«45. Εντούτοις, τα χαρακτηριστικά της συγκεκριμένης προσφυγής πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του άρθρου 47 του Χάρτη, το οποίο κατοχυρώνει την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, η οποία αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης (βλ., επ’ αυτού, αποφάσεις Unibet, C‑432/05, EU:C:2007:163, σκέψη 37, και Agrokonsulting-04, C‑93/12, EU:C:2013:432, σκέψη 59), και ορίζει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου εθίγησαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης πρέπει να έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπει το εν λόγω άρθρο.

(…)

50.  Οι εν λόγω εξαιρετικές περιπτώσεις χαρακτηρίζονται από τη σοβαρότητα και τον ανεπανόρθωτο χαρακτήρα της ζημίας που απορρέει από την απομάκρυνση υπηκόου τρίτης χώρας προς χώρα στην οποία υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να υποβληθεί σε απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση. Η αποτελεσματικότητα της προσφυγής κατά της αποφάσεως επιστροφής, η εκτέλεση της οποίας είναι ικανή, υπό αυτές τις συνθήκες, να εκθέσει τον υπήκοο τρίτης χώρας σε σοβαρό κίνδυνο οξείας και μη αναστρέψιμης επιδεινώσεως της υγείας του, πρέπει να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι η απόφαση επιστροφής δεν θα εκτελεστεί πριν η αρμόδια αρχή εξετάσει την αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 5 της οδηγίας 2008/115, ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα του άρθρου 19, παράγραφος 2, του Χάρτη.

51.  Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από τις επεξηγήσεις σχετικά με το άρθρο 47 του Χάρτη, κατά τις οποίες το πρώτο εδάφιο του εν λόγω άρθρου βασίζεται στο άρθρο 13 του Χάρτη (απόφαση Επανεξέταση Arango Jaramillo κ.λπ. κατά BEI, C‑334/12 RX‑II, EU:C:2013:134, σκέψη 42).

52.  Ειδικότερα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου έχει κρίνει ότι, όταν ένα κράτος αποφασίζει να αναπέμψει αλλοδαπό σε χώρα στην οποία υπάρχουν αποχρώντες λόγοι να θεωρηθεί ότι ο εν λόγω αλλοδαπός θα εκτεθεί σε σοβαρό κίνδυνο να υποστεί αντίθετη προς το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ μεταχείριση, προκειμένου η προβλεπόμενη από το άρθρο 13 της ΕΣΔΑ προσφυγή να είναι αποτελεσματική, πρέπει να αναστέλλει αυτοδικαίως την εκτέλεση του μέτρου που επιβάλλει την επιστροφή τους (βλ., μεταξύ άλλων, ΕΔΔΑ, αποφάσεις Gebremedhin κατά Γαλλίας της 26ης Απριλίου 2007, § 67, καθώς και Hirsi Jamaa κ.λπ. κατά Ιταλίας της 23ης Φεβρουαρίου 2012, § 200).» (υπογραμμίσεις του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Με βάση τις ανωτέρω αναφερόμενες νομοθετικές πρόνοιες και την νομολογία του ΕΔΔΑ και του ΔΕΕ, ο ανασταλτικός χαρακτήρας απέλασης μέχρι την εκδίκαση της κυρίως προσφυγής είναι θεμελιώδους σημασίας για την προάσπιση των δικαιωμάτων αιτητή, ο οποίος ενδέχεται να κινδυνεύσει και/ή να υποστεί βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στην χώρα στην οποία θα απελαθεί.  Από δε τα στοιχεία που έχω ενώπιον μου, διαφαίνεται ότι ο Αιτητής έχει εγείρει νομικά ζητήματα περί κινδύνου να υποβληθεί σε βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση σε περίπτωση που απελαθεί στο Λίβανο, ως και ισχυρισμούς για την παραβίαση της αρχής της μη επαναπροώθησης στα πλαίσια της προσφυγής του στο παρόν Δικαστήριο.  Αξίζει να σημειωθεί, ότι στα πλαίσια οδηγιών που δόθηκαν στην κυρίως προσφυγή, και σε ερώτηση του Δικαστηρίου αν θα ακολουθηθεί η πρακτική της διοίκησης περί μη απέλασης όταν εκκρεμούν παρόμοιας φύσης προσφυγές, η συνήγορος των Καθ’ων η Αίτηση δήλωσε ότι δεν θα μπορούσε να τοποθετηθεί επί τούτου, ούτε να επιβεβαιώσει ότι ο Αιτητής δεν πρόκειται να απελαθεί άμεσα.

 

Ως εκ τούτου, κρίνω ότι η ενδιάμεση αίτηση γίνεται προς διασφάλιση του δικαιώματος του Αιτητή σε πραγματική προσφυγή, δίκαιη και αποτελεσματική δίκη και εξυπηρετεί το συμφέρον της ορθής απονομής της δικαιοσύνης. Επιπρόσθετα, υφίσταται κίνδυνος πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημίας στον Αιτητή σε περίπτωση που δεν εκδοθεί προσωρινό διάταγμα ως η αίτηση του, καθώς χωρίς την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος υπάρχει κίνδυνος απέλασης του σε χώρα όπου ισχυρίζεται ότι ενδέχεται να υποστεί βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη και/ή εξευτελιστική μεταχείριση. Ακόμα και σε περίπτωση ακύρωσης της προσβαλλόμενης στην κύρια δίκη πράξης, θα είναι αδύνατο να απονεμηθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο και να διορθωθεί η ζημία που θα έχει υποστεί ο Αιτητής σε περίπτωση απέλασης του.  Τέλος βασικότερο σημείο είναι ότι σε υποθέσεις τέτοιας φύσεως πρέπει να διασφαλίζεται η αρχή της μη επαναπροώθησης αιτητή.

 

Τούτων λεχθέντων έχω ικανοποιηθεί ότι δύναται να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα ως το Αιτητικό Α της υπό εκδίκαση αίτησης, με το οποίο να αναστέλλεται η εκτέλεση της απόφασης των Καθ’ ων η Αίτηση ημερομηνίας 14/02/24 μέχρι και την τελική έκβαση της παρούσας προσφυγής.

 

Ως εκ τούτου, εγκρίνεται η ενδιάμεση αίτηση του Αιτητή ημερομηνίας 23/02/24 ως το αιτητικό Α.  Το ως άνω προσωρινό διάταγμα να επιδοθεί στους Καθ’ων η Αίτηση αυθημερόν (αν είναι δυνατόν), ή μέχρι τις 4 Μαρτίου 2024.  Οι Καθ’ων η Αίτηση θα έχουν την ευκαιρία να εξηγήσουν στο Δικαστήριο κατά πόσο φέρουν ένσταση  ή συναινούν στην συνέχιση του Προσωρινού Διατάγματος, στις 12/03/24, στις 9:30 πμ.  Την ημέρα εκείνη το διάταγμα καθίσταται επιστρεπτέο και το Δικαστήριο θα αποφασίσει περαιτέρω.

 

 

Μ. Παπαντωνίου, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο