ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: 6583/2022

01 Μαρτίου, 2023 

[Ε. ΡΗΓΑ, ΔΙΚΑΣΤΗΣ Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

A.D.N.

από Νεπάλ

                                            Αιτητής

 -και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Υπηρεσίας Ασύλου

                                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Ο Αιτητής εμφανίζεται αυτοπροσώπως

Δικηγόρος για Καθ' ων η αίτηση: Κ. Φράγκου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας  

[Sandhya Gauchan– Διερμηνέας, για διερμηνεία από Nepali στην αγγλική και αντίστροφα,

Ρ. Ευαγγέλου (κος) – Διερμηνέας, για διερμηνεία από την αγγλική στην ελληνική και αντίστροφα] 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερ. 08.09.2022 με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημα του Αιτητή για διεθνή προστασία, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»), αποτελεί το αντικείμενο της υπό εξέταση προσφυγής.

   

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος του Νεπάλ, το οποίο εγκατέλειψε στις 04.10.2019 και αφίχθηκε στις 05.10.2019 στην Κυπριακή Δημοκρατία με άδεια εισόδου φοιτητή. Στις 27.11.2020 υπέβαλε αίτηση ασύλου και παρέστη στη συνέχεια σε συνέντευξη με αρμόδιο λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου ο οποίος στις 29.08.2022 υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου με την οποίαν εισηγήθηκε την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Η εισήγηση αυτή εγκρίθηκε στις 08.09.2022 από τον ασκούντα καθήκοντα Προϊσταμένου λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, ο οποίος αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί την απόφαση αυτή.

 

ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, η οποία εμφανίζεται αυτοπροσώπως στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας δεν παραθέτει έκθεση των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση του αλλά ούτε και εξειδικεύει οποιονδήποτε λόγο ακυρώσεως της επίδικης απόφασης. Καταγράφει δε, στο χειρόγραφα συμπληρωμένο Έντυπο αρ. 1[[1]], την ένσταση του εναντίον της προσβαλλόμενης απόφασης ισχυριζόμενη ότι έχει έλθει ως φοιτητής  στη Δημοκρατία αλλά δεν μπορεί να συνεχίσει τις σπουδές του καθώς η οικογένειά του δεν τον στηρίζει οικονομικά ενώ τώρα δεν έχει καλές σχέσεις μαζί της οπότε δεν θέλει να επιστρέψει στο Νεπάλ και επιθυμεί να φτιάξει τη ζωή του εδώ στην Κύπρο.  

 

Στο πλαίσιο της γραπτής αγόρευσης που καταχώρισε προς υποστήριξη της προσφυγής του, ο Αιτητής επαναλαμβάνει τα όσα κατέγραψε στην προσφυγή του, προσθέτοντας ότι έκανε αίτηση ασύλου προκειμένου να νομιμοποιήσει την παραμονή του στη Δημοκρατία καθώς και ότι προέρχεται από ένα απομακρυσμένο  χωριό στη χώρα του, οπότε αν επιστρέψει δεν θα μπορέσει να κάνει τίποτα εκεί. Αντίθετα, εδώ στην Κύπρο γνωρίζει πλέον την κουλτούρα και τη θρησκεία της χώρας και θα ήταν πολύ χαρούμενος αν μπορούσε να παραμείνει εδώ καθώς η Κύπρος είναι πολύ καλύτερη για τον ίδιο.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης πράξης, ισχυριζόμενοι ότι αυτή έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις νομοθετημένες διατάξεις, μετά από δέουσα έρευνα και ορθή ενάσκηση των εξουσιών που τους παρέχει ο νόμος και αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης. Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποσείσει το βάρος απόδειξης το οποίο ο ίδιος  φέρει στους ώμους του, ως προς την ύπαρξη βάσιμου φόβου δίωξης βάσει του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου ή πραγματικού κινδύνου σοβαρής βλάβης δυνάμει του άρθρου 19 του ίδιου Νόμου, υποστηρίζοντας καταληκτικά ότι ο Αιτητής εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη.

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΚΑΤΑΛΗΚΤΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Ως έχω ήδη παρατηρήσει και ανωτέρω, κανένας συγκεκριμένος λόγος ακύρωσης δεν προβάλλεται και κατά μείζονα λόγο δεν αιτιολογείται από τον Αιτητή στο πλαίσιο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας. Δεδομένου ωστόσο του γεγονότος ότι ο Αιτητής εμφανίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου προσωπικά, ο  Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο Διαδικαστικός Κανονισμός») τον απαλλάσσει από την υποχρέωση καθορισμού των νομικών σημείων, εφόσον δεν εκπροσωπείται από δικηγόρο.

 

Ανάλογη όμως χαλάρωση, δεν προβλέπεται αναφορικά με την υποχρέωση για συμμόρφωση με την πρόνοια του Κανονισμού 4 του Διαδικαστικού Κανονισμού, ο οποίος διέπει τον καταρτισμό και καταχώριση της αίτησης ακυρώσεως, καθώς είναι ο αιτητής που έχει ιδιάζουσα γνώση τόσο των γεγονότων της υπόθεσής του  όσο και των λόγων για τους οποίους η προσβαλλόμενη πράξη ή απόφαση θίγει τα συμφέροντα του. Δεν θα ήταν άλλωστε παραδεκτό για το Δικαστήριο να παρέμβει στην ανίχνευση του παραπόνου του προσφεύγοντος, προσδιορίζοντας και το επίδικο θέμα της δίκης[2].

 

Συνεπώς ο Αιτητής δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωση, τουλάχιστον με την γραπτή του αγόρευση, να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους αντιτίθεται στην προσβαλλόμενη απόφαση και να συγκεκριμενοποιήσει γιατί η επίδικη πράξη είναι λανθασμένη καθώς και γιατί αυτή θα πρέπει να ανατραπεί, λαμβανομένης υπόψη της δικαιοδοσίας του παρόντος δικαστηρίου[3].

 

Δεδομένων των ως άνω, ενόψει της μη συμπερίληψης οιουδήποτε νομικού ισχυρισμού στην παρούσα αίτηση, απομένει η επί της ουσίας εξέταση της παρούσας αιτήσεως ακυρώσεως, αφού η προσβαλλόμενη πράξη εκδόθηκε κατόπιν αίτησης η οποία υποβλήθηκε στην αρμόδια διοικητική αρχή μετά την 20ή Ιουλίου 2015 [αρθ. 11(3)(β)(α) του Νόμου 73(I)/2018] και συνεπώς το Δικαστήριο διατηρεί εξουσία να εξετάσει και επί της ορθότητάς της, την προσβαλλόμενη απόφαση, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που διέπουν την προσβαλλόμενη απόφαση, καθώς και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Στη βάση λοιπόν των ως άνω, έχω εξετάσει την προσβαλλόμενη απόφαση υπό το πρίσμα όλων των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Διαπιστώνεται ότι με την υποβληθείσα αίτησή του ο Αιτητής κατέγραψε ότι ήλθε στην Κύπρο για να σπουδάσει, ωστόσο η οικονομική κατάστασή της οικογένειάς του είναι πολύ αδύναμη και λόγω τούτου δεν μπορεί να τους ζητήσει χρήματα για να πληρώσει τα δίδακτρα του. Η σχέση του με την οικογένειά του δεν είναι καλή και νιώθει μόνος και λόγω αυτού επιθυμεί να παραμείνει για πάντα σε αυτή την χώρα (στην Κύπρο) και για τον λόγο αυτό αποφάσισε να υποβάλει αίτηση ασύλου.

 

Ακολούθως, κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής της, ο Αιτητής επανέλαβε τα όσα κατέγραψε στην αίτησή του δηλώνοντας ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του για να σπουδάσει και να εργαστεί, ενώ υπέβαλε αίτηση ασύλου δεκατρείς (13) μήνες μετά την είσοδό της στη Δημοκρατία προκειμένου να νομιμοποιήσει την παραμονή του. Σύμφωνα με τα όσα ο ίδιος δήλωσε, ουδέποτε συνελήφθη ή κρατήθηκε στη χώρα καταγωγής της για οποιονδήποτε λόγο, αλλά ούτε και ήταν μέλος κάποιας πολιτικής, θρησκευτικής, κοινωνικής, εθνικής ή στρατιωτικής οργάνωσης ή ομάδας. Ο Αιτητής δεν εξέφρασε οποιονδήποτε φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του παρά την ευκαιρία που του δόθηκε κατά το στάδιο της συνέντευξής του ενώ ερωτηθείς ως προς τις συνέπειες που πιστεύει ότι θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι δεν θα έχει εργασία λόγω της ανεργίας, ενώ ακόμη και αν καταφέρει να βρει εργασία, αυτή δεν θα έχει καλό μισθό. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί του  οι οποίοι έγιναν αποδεκτοί, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Πέραν των ως άνω, έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιόν της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε, τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Δεν πρέπει να παροράται ότι, ως αδιαμφισβήτητα προκύπτει από το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000 ο αιτητής ο  οποίος  διεκδικεί την αναγνώρισή του με το ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης, οφείλει να εκθέσει στη Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής του.  Βεβαίως ο αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του  τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωσή του  να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία να δικαιολογούν την υπαγωγή του στο προστατευτικό πλαίσιο της διεθνούς προστασίας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιόν μου, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και υπήρξε πλήρης αιτιολόγηση, ενώ το περιεχόμενο της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου συμπληρώνεται από την αιτιολογημένη εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού στην οποίαν αναφέρονται οι λόγοι της απόρριψης του αιτήματός του. 

   

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξή μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία.

 

Ως εκ τούτου, προκύπτει από τα δεδομένα που έχω ενώπιόν μου ότι ο Αιτητής, ο οποίος ήλθε στη Δημοκρατία για να σπουδάσει και να εργαστεί, εμπίπτει στην έννοια του οικονομικού μετανάστη, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62 διαλαμβάνεται ότι: 

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Παρά το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα, ως προκύπτει και από την παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου, γίνεται μερικές φορές ασαφής, εντούτοις κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς τα κίνητρα του Αιτητή, εφόσον όπως και ο ίδιος έχει αναφέρει στην συνέντευξή του, υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας για να παραμείνει νόμιμα στη Δημοκρατία και να εργαστεί.  

 

Όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[4].

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του, αφού παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 04.10.2019, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 27.11.2020, ήτοι ένα και πλέον έτος μετέπειτα. Η υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός του χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από τον ίδιο, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει [5]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο. Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι ο Αιτητής δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό. 

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή (Νεπάλ), συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς χώρας καταγωγής. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €500 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] Προβλεπόμενος τύπος στους περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικούς Κανονισμούς του 2019 (3/2019).

 

[2]OHYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"ικονόμου HYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"AHYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"νδρέας ν. Δημοκρατίας HYPERLINK "http://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/1998/rep/1998_3_0530.htm"(1998) 3 ΑΑΔ 530

 

[3] Υπόθεση Αρ. 1484/2010, Κώστας Λαγός v. Yπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ημερ. 28.09.2012

[4] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερ. 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερ. 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011

[5]  Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013, Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008, Forhad Molla v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.



 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο