ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: 7039/22

19 Μαρτίου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, ΔΔΔΔΠ.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

J.S.P.

Αιτητής

-και-

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η Αίτηση

 

Κ. Σοφοκλέους (κα)  για Κ. Σοφοκλέους & Ι. Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε., Δικηγόροι για τον Αιτητή

Μ. Τρεμούρη  (κα) για Ν. Δημητρίου (κα) Δικηγόροι για τους Καθ' ων η Αίτηση

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π: Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 05/10/2022, με την οποία απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας ως άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος διότι δικαιούται να αναγνωριστεί ως πολιτικός πρόσφυγας και/ή τουλάχιστον να του παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής και/ή διεθνούς προστασίας.  

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης ως εκτίθενται στην Ένσταση των Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από σχετικά Παραρτήματα, έχουν ως ακολούθως:

 

Ο Αιτητής είναι υπήκοος Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Εγκατέλειψε τη χωρά καταγωγής νόμιμα στις 21/05/2021 και εισήλθε στα εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας παράνομα στις 25/11/2021 έχοντας παραμείνει στα κατεχόμενα εδάφη από τις 23/05/2021. Στις 31/01/2022 υπέβαλε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας παραλαμβάνοντας αυθημερόν την αντίστοιχη βεβαίωση.

 

Στις 27/09/2022 διεξήχθη η προφορική συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (εφεξής «ο αρμόδιος λειτουργός) προς εξέταση του αιτήματός του. 

 

Στις 27/09/2022 ο αρμόδιος λειτουργός συνέταξε εισηγητική έκθεση  προς τonν Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στην οποία εισηγήθηκε την απόρριψη του αιτήματος για παροχή διεθνούς προστασίας του Αιτητή. Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών ως ο νόμος ορίζει, λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε για λογαριασμό του Προϊσταμένου την ανωτέρω εισήγηση στις 05/10/2022.

 

Στις 07/10/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασης της σχετικά με το  αίτημα του αλλοδαπού, η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως και υπεγράφη από τον ίδιον αυθημερόν.

 

Στις 07/11/2022 καταχωρήθηκε εμπρόθεσμα η υπό κρίση προσφυγή.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΜΣΟΙ

Ο Αιτητής, δια της γραπτής αγόρευσης των συνηγόρων του εγείρει ζητήματα περί 1) ότι η προσβαλλόμενη πράξη και απόφαση των Καθ’ ων η αίτηση λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου, των Κανονισμών και της Διαδικασίας και/ή κατάχρηση εξουσίας, 2) ότι η προσβαλλόμενη συνιστά αποτέλεσμα πραγματικής πλάνης και/ή νομικής πλάνης ή/και πλάνης περί τα πράγματα που οδηγεί στην παράβαση νόμου και/ή τύπου, 3) ότι η προσβαλλόμενη λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της ισότητας και/ή αναλογικότητας και/ή αμεροληψίας και/ή της καλής πίστης και/ή την αρχή της αναλογικότητας και κατ’ επέκταση των αρχών της χρηστής διοίκησης και 4) ότι η προσβαλλόμενη λήφθηκε χωρίς την διεξαγωγή επαρκούς έρευνας κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ' ων η Αίτηση απορρίπτει τους ισχυρισμούς του Αιτητή και αντιτείνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση έχει ληφθεί ορθά και νόμιμα, σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος και των Νόμων, κατόπιν δέουσας έρευνας και σωστής ενάσκησης των εξουσιών που δίνει ο Νόμος στους Καθ' ων η αίτηση, αφού λήφθηκαν υπόψη όλα τα σχετικά γεγονότα και περιστατικά της υπόθεσης, είναι δε επαρκώς και δεόντως αιτιολογημένη.

 

Παρατηρώ ότι οι πλείστοι λόγοι ακύρωσης εγείρονται με γενικότητα και αοριστία στην γραπτή αγόρευση του Αιτητή, δεδομένου ότι εκλείπει η οποιαδήποτε υπαγωγή στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, καθώς και η οποιαδήποτε επί της ουσίας τεκμηρίωση και διασαφήνιση του θεμελίου επί του οποίου οι εν λόγω ισχυρισμοί στηρίζονται, ενώ γίνεται αναφορά μόνο στη νομολογία και ουδόλως στα πραγματικά περιστατικά και στοιχεία που πλαισιώνουν την επίδικη υπόθεση. Κατά συνέπεια, οι νομικοί ισχυρισμοί που αφορούν παραβίαση των αρχών της ισότητας και/ή αναλογικότητας και/ή καλής πίστης, καθώς και  οι ισχυρισμοί που αφορούν παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και παράβαση των αρχών της επαρκούς έρευνας που προβάλλονται με την γραπτή αγόρευση του Αιτητή δεν μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο και ως εκ τούτου απορρίπτονται στο σύνολό τους. 

 

Ακολούθως, θα προχωρήσω σε έλεγχο της νομιμότητας και της ορθότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν, και την ανάγκη χορήγησης διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Προσφύγων Νόμου (βλ. άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (Ν.73(I)/2018), υπό το φως των ισχυρισμών των συνηγόρων του Αιτητή ότι δεν αξιολογήθηκε ορθά η αξιοπιστία του Αιτητή και ότι με βάση τα στοιχεία που προσκόμισε ο Αιτητής υπέχει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του. 

 

Περί τούτου, κρίνω σκόπιμη την παράθεση αρχικά των ισχυρισμών του Αιτητή, ως αυτοί προβλήθηκαν καθ' όλη τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός του και οι οποίοι συμπεριλαμβάνονται στο περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου. 

 

Από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, διαφαίνεται ότι ο Αιτητής κατά την καταγραφή του αιτήματος δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής επειδή αντιμετώπισε ένα πρόβλημα με ένα αστυνομικό. Ειδικότερα, ο Αιτητής προέβαλε ότι στη χώρα καταγωγής ήταν μουσικός και ότι δε μπορεί να επιστρέψει επειδή τον καταζητεί κάποιος αστυνομικός (βλ. ερυθρό 12 διοικητικού φακέλου).

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της προφορικής του συνέντευξης ενώπιον του αρμόδιου λειτουργού και σε σχέση με τα προσωπικά του στοιχεία, ο Αιτητής δήλωσε ότι γεννήθηκε, μεγάλωσε και έζησε αποκλειστικά στην πόλη Kinshasa. Αναφορικά με την πατρική του οικογένεια, ο Αιτητής δήλωσε ότι ο μεν πατέρας του διαμένει στη Γαλλία με τα ετεροθαλή αδέρφια του, η δε μητέρα του και τα αμφιθαλή του αδέρφια του διαμένουν στην κοινότητα Limete στην Kinshasa.  Ως προς την οικογενειακή του κατάσταση, ο Αιτητής δήλωσε άγαμος και άτεκνος. Σε σχέση με το μορφωτικό του επίπεδο ο Αιτητής δήλωσε ότι αποφοίτησε από το σχολείο το 2020 και στη συνέχεια έλαβε κάποια μαθήματα μουσικής, ενώ ακολούθως εργάστηκε σαν μουσικός (βλ. ερυθρά 25-23 διοικητικού φακέλου).

 

Αναφορικά με τους λόγους για τους οποίους φέρεται να εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής κατά την ελεύθερη αφήγησή του δήλωσε ότι ήρθε στην Κύπρο διότι ήθελε να σπουδάσει. Ακολούθως προσέθεσε  ότι στη χώρα καταγωγής είχε προχωρήσει σε μια επαγγελματική συμφωνία με το γιο ενός αστυνομικού, ο οποίος όμως δεν τον πλήρωσε και έτσι ο ίδιος και οι συνάδελφοί του μουσικοί μετέβησαν στην οικία του προκειμένου να διαμαρτυρηθούν με αποτέλεσμα να δολοφονηθεί ένας συνάδελφός του (βλ. ερυθρό 21 διοικητικού φακέλου).

 

Κατά τη διερεύνηση του ανωτέρω αφηγήματος ο Αιτητής αρχικά δήλωσε ότι το εν λόγω περιστατικό έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2019 (βλ. ερυθρά 21 5Χ, 20 1Χ διοικητικού φακέλου). Κληθείς να αποσαφηνίσει τον τρόπο με τον οποίο τον επηρέασε το ανωτέρω περιστατικό, ο Αιτητής δήλωσε ότι το εν λόγω περιστατικό τον τραυμάτισε επειδή δολοφονήθηκε ο συνάδελφός του. Ως προς την τύχη των υπόλοιπων μελών του μουσικού γκρουπ στο οποίο ανήκε, ο Αιτητής επέδειξε άγνοια (βλ. ερυθρό 20 2Χ, 3Χ διοικητικού φακέλου).

 

Κληθείς να σχολιάσει το γεγονός ότι σύμφωνα με τις δηλώσεις του εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής το Μάιο του 2021,  ενάμιση χρόνο μετά το περιστατικό που φέρεται να έλαβε χώρα με τον αστυνομικό, ο Αιτητή δήλωσε ότι το εξιστορισθέν περιστατικό έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2020 και ότι προηγουμένως είχε κάνει λάθος (βλ. ερυθρό 20 5Χ, 6Χ διοικητικού φακέλου). Ερωτηθείς εάν κατήγγειλε το εξιστορισθέν περιστατικό ενώπιον των αρχών, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά επικαλούμενος ότι ο αστυνομικός με του οποίου το γιο είχε προβεί σε επαγγελματική συμφωνία ήταν αρχηγός της αστυνομίας (βλ. ερυθρό 20 8Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ερωτηθείς για ποιο λόγο αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής παρά να εγκατασταθεί σε κάποια άλλη περιοχή της ΛΔΚ, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι ήθελε να σπουδάσει στο εξωτερικό (βλ. ερυθρό 19 3Χ διοικητικού φακέλου).  Ζητηθείς να προσδιορίσει τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη  χωρά καταγωγής, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι δε μπορεί να γνωρίζει ωστόσο προέβαλε ότι ο εν λόγω αστυνομικός τον αναζητά στη χώρα καταγωγής (βλ. ερυθρό 19 7Χ διοικητικού φακέλου).

 

Εκ του ανωτέρω αφηγήματος, ο αρμόδιος λειτουργός σχημάτισε την έκθεση - εισήγησή τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς:

1. Τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταία συνήθους διαμονής του Αιτητή.

2. Τις δηλώσεις του Αιτητή σχετικά με το ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής προκειμένου να σπουδάσει.

3. Τις δηλώσεις του Αιτητή περί του ότι εκδιώχθηκε από ένα αστυνομικό εξαιτίας μιας επαγγελματικής συμφωνίας που είχε επισυνάψει μαζί του.

 

Με παραπομπές στις δηλώσεις του Αιτητή και αναφορές σε διαδικτυακές πηγές, o λειτουργός έκανε αποδεκτό τον πρώτο ισχυρισμό. Ομοίως αποδεκτός έγινε και ο ισχυρισμός του Αιτητή περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής προκειμένου να σπουδάσει.

 

Ο τρίτος ωστόσο ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή έτυχε απόρριψης καθώς o αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν θεμελιώθηκε η εσωτερική αξιοπιστία των δηλώσεων του Αιτητή καθότι εκείνος δεν παρείχε επαρκείς, σαφείς και λεπτομερείς πληροφορίες και/ή στοιχεία. Ειδικότερα, αρχικά εντόπισε ότι ο Αιτητής υπέπεσε σε χρονική αντίφαση ως προς το χρόνο που φέρεται να έλαβε χωρά το υπό εξέταση περιστατικό, αφού αρχικά δήλωσε ότι έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2019, μετά από διευκρινιστική ερώτηση του λειτουργού όμως μετέβαλε τις δηλώσεις του προβάλλοντας ότι το υπό εξέταση περιστατικό έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2020. Ζητηθείς να σχολιάσει την εν λόγω αντίφαση, ο Αιτητής αποκρίθηκε ασαφώς ότι έκανε λάθος εμμένοντας στο ότι το υπό εξέταση περιστατικό έλαβε χώρα το Δεκέμβριο του 2020 (βλ. ερυθρά 21 5Χ, 20 1Χ, 20 5Χ -7Χ διοικητικού φακέλου). Παράλληλα, όταν ο Αιτητής κλήθηκε να αποσαφηνίσει πως το εν λόγω περιστατικό επηρέασε τον ίδιο προσωπικά, εκείνος αποκρίθηκε χωρίς συνοχή ότι το εν λόγω περιστατικό αποτέλεσε για τον ίδιο μια τραυματική εμπειρία καθώς έχασε τη ζωή του ένας μέλος του μουσικού συγκροτήματος του οποίου ήταν μέλος (βλ. ερυθρό 20 2Χ διοικητικού φακέλου). Όταν όμως ρωτήθηκε τι απέγιναν τα υπόλοιπα μέλη του συγκροτήματος στο οποίο ανήκε, ο Αιτητής απάντησε ασαφώς ότι τα δύο μέλη μετακόμισαν σε άλλη περιοχή, ενώ  δε γνωρίζει τι απέγιναν τα υπόλοιπα μέλη (βλ. ερυθρό 20 2Χ-4Χ διοικητικού φακέλου). Δεδομένου λοιπόν ότι ο Αιτητής είχε προηγουμένως δηλώσει ότι το μουσικό συγκρότημα στο οποίο ανήκε αποτελείτο από 4 άτομα (τον ίδιο, τον φερόμενο ως δολοφονηθέντα συνάδελφό του και τα δύο μέλη που εγκατέλειψαν την συγκεκριμένη περιοχή) οι δηλώσεις του περί λοιπών μελών του εν λόγω συγκροτήματος κρίθηκαν  από τον αρμόδιο λειτουργό ως μη συνεκτικές και ως αποδυναμώνουσες την αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Σύμφωνα με την αξιολόγηση του αρμόδιου λειτουργού, Ο Αιτητής υπέπεσε άλλωστε και σε αντιφάσεις ως προς το περιεχόμενο της επαγγελματικής συμφωνίας την οποία φέρεται να επισύναψε με τον αστυνομικό, καθώς αρχικά δήλωσε ότι έκαναν ένα συμβόλαιο του οποίου τους όρους ο αστυνομικός αθέτησε (βλ. ερυθρό 21 1Χ διοικητικού φακέλου), πλην όμως όταν ρωτήθηκε εάν διατηρεί στην κατοχή του αντίγραφο του εν λόγω συμβολαίου, ο Αιτητής δήλωσε αντιφατικά ότι το συμβόλαιο ήταν προφορικό (βλ. ερυθρό 18 1Χ – 6Χ διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια ο Αιτητής υπέπεσε σε περαιτέρω νοηματικές αντιφάσεις, αφού αρχικά δήλωσε ότι τα υπόλοιπα 2 μέλη του συγκροτήματος εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές, ωστόσο στη συνέχεια προέβαλε χωρίς νοηματική συνοχή ότι ο εν λόγω αστυνομικός δεν διώκει τα άλλα μέλη του συγκροτήματός, παρά μόνο τον ίδιο ως αρχηγός του μουσικού συγκροτήματος (βλ. ερυθρά 19 1Χ -2Χ, 5Χ διοικητικού φακέλου).

 

Ακολούθως, σύμφωνα με τον αρμόδιο λειτουργό, ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει επαρκώς το λόγο για τον οποίο δεν ακολούθησε τα άλλα δύο μέλη του συγκροτήματος και επέλεξε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, αφού δήλωσε ότι επιθυμούσε να σπουδάσει στο εξωτερικό (βλ. ερυθρό 19 3Χ διοικητικού φακέλου). Στη συνέχεια όμως ο Αιτητής υπέπεσε σε περαιτέρω αντιφάσεις καθώς δήλωσε ότι στη χώρα καταγωγής κινδυνεύει λόγω του υπό εξέταση περιστατικού καθώς προσέθεσε αορίστως και χωρίς ευλογοφάνεια ότι ο εν λόγω αστυνομικός έστειλε άγνωστα άτομα να τον εντοπίσουν στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου (βλ. ερυθρό 19 6Χ-7Χ διοικητικού φακέλου). Ο Αιτητής τέλος επέλεξε να μην σχολιάσει τις αντιφάσεις οι οποίες προέκυψαν από το σύνολο του αφηγήματός δηλώνοντας ότι δεν έχει να προσθέσει κάτι άλλο  (βλ. ερυθρό 18 8Χ διοικητικού φακέλου). Βάσει της ανωτέρω ανάλυσης, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως εσωτερικά μη αξιόπιστο.

 

Ως προς την αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, ο αρμόδιος λειτουργός ορθώς έκρινε ότι οι δηλώσεις του Αιτητή, λόγω της προσωπικής του φύσης, αποτελούν το μόνο τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματός του αφού δεν ανέκυψε κάποιο στοιχείο και ή πληροφορία που θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο έρευνας σε εξωτερικές πηγές προκειμένου να διασταυρωθούν οι δηλώσεις του Αιτητή.   Καταληκτικά, ο αρμόδιος λειτουργός απέρριψε τον υπό εξέταση ισχυρισμό στο σύνολό του καθώς δεν έκρινε ότι τα εν προκειμένω εξιστορισθέντα αντικατοπτρίζουν βιωματική εμπειρία του Αιτητή. 

 

Ο αρμόδιος λειτουργός ακολούθως προέβη σε αξιολόγηση του κινδύνου που ενδεχομένως να αντιμετωπίσει ο Αιτητής σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής και στον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του. Κατά τη διάρκεια της εν λόγω αξιολόγησης, ο αρμόδιος λειτουργός κατέληξε στο ότι  βάσει των αποδεκτών ισχυρισμών του Αιτητή, δεν ανακύπτει εύλογος βαθμός πιθανότητας ο Αιτητής να αντιμετωπίσει μεταχείριση η οποία θα μπορούσε να ισοδυναμεί με δίωξη σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa.   Ως προς τον κίνδυνο ο Αιτητής να υποστεί σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, o αρμόδιος λειτουργός κατέληξε ότι δεν ανακύπτει αντίστοιχος βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος του Αιτητή.

 

Προχωρώντας στη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πληροί τα κριτήρια του άρθρου 3(1) του Νόμου και του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων. Ως προς το ενεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας υπό τις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α), (β) και (γ), ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στα ανωτέρω άρθρα.

 

Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι η έρευνα που είχε προηγηθεί της απόφασης για απόρριψη της αίτησης του Αιτητή ήταν επαρκής και είχαν διερευνηθεί τα περισσότερα ουσιώδη στοιχεία σε συνάρτηση πάντα με τους ισχυρισμούς που είχε προβάλει ο Αιτητής κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του. Παρά την παράλειψη των Καθ’ ων η αίτηση να διερευνήσουν την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, λαμβάνω υπόψιν ότι η Νιγηρία έχει κατηγοριοποιηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών το οποίο βρισκόταν σε ισχύ κατά το χρόνο έκδοσης της επίδικης απόφασης (Κ.Δ.Π. 202/22), ως εκ τούτου, οι Καθ’ων η αίτηση είχαν την ευχέρεια να μην προβούν σε εξέταση της κατάστασης ασφαλείας.  Επισημαίνω ότι η αιτιολόγηση της επίδικης απόφασης συμπληρώνεται και από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, όπως αυτά έχουν αναλυθεί ανωτέρω (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158 (Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ., 371 Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1998) 3 ΑΑΔ 270).  Ειδικότερα, επισημαίνω ότι στην έκθεση-εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού καταγράφονται με λεπτομέρεια οι λόγοι που απορρίφθηκε το αίτημα του με παραπομπή στις δηλώσεις, περιγραφές και απαντήσεις του Αιτητή, οι οποίες κρίνονται και από το Δικαστήριο ως αόριστες, ασαφείς και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας και ευλογοφάνειας.

 

Ειδικότερα, το αφήγημα του Αιτητή ως προς τη φερόμενη δίωξή του από τον αστυνομικό με τον οποίο φέρεται να προέβη σε επαγγελματική συμφωνία κρίνεται ως ένα συνονθύλευμα αόριστων, ασαφών και αντιφατικών δηλώσεων δια του οποίου ο Αιτητής προσπαθεί ανεπιτυχώς να στοιχειοθετήσει βάσιμο και δικαιολογημένο φόβο δίωξης σε περίπτωση επιστροφής τους τη χώρα καταγωγής, ενώ προηγουμένως έχει δηλώσει και έχει γίνει αποδεκτό ότι εγκατέλειψε τη χωρά καταγωγής προκειμένου να σπουδάσει.

 

Βάσει όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι ελλείψει οιασδήποτε πράξης παρελθούσα πράξη δίωξης εις βάρος του Αιτητή, δεν προκύπτει  ουδεμία ένδειξη, στοιχείο και/ή πληροφορία υφιστάμενης, συνεχόμενης, αληθούς, πραγματικής και έμπρακτης  στοχοποίησης του Αιτητή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη. Συνεπώς δεν ανακύπτει βάσιμος και δικαιολογημένος φόβος δίωξης του Αιτητή προκύπτει σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinsahsa, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 3 του περί Προσφύγων Νόμου και του άρθρου 1Α(2) της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 σχετικά με το καθεστώς των προσφύγων.  

 

Αναφορικά με την αξιολόγηση του ενδεχόμενου εκχώρησης στον Αιτητή καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας, παραπέμπω στο άρθρο 19, εδάφια (1) και (2), του περί Προσφύγων Νόμου:

«(1) Ο Προϊστάμενος, με απόφασή του αναγνωρίζει καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, σε οποιοδήποτε αιτητή, ο οποίος δεν αναγνωρίζεται ως πρόσφυγας ή σε οποιοδήποτε αιτητή του οποίου η αίτηση σαφώς δεν βασίζεται σε οποιουσδήποτε από τους λόγους του εδαφίου (1) του άρθρου 3, αλλά σε σχέση με τον οποίο υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη και δεν είναι σε θέση ή, λόγω του κινδύνου αυτού, δεν είναι πρόθυμος, να θέσει τον εαυτό του υπό την προστασία της χώρας αυτής.

(2) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, "σοβαρή βλάβη" ή "σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη" σημαίνει-

(α) θανατική ποινή ή εκτέλεση, ή

(β) βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτητή στη χώρα καταγωγής του, ή

(γ) σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου, λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης.»

 

Ελλείψει οποιασδήποτε παρελθούσας δίωξης του Αιτητή από οποιοδήποτε φορέα, κρατικό ή μη, το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις υπαγωγής του Αιτητή στις πρόνοιες των άρθρων 19 (2) (α) και (β) καθώς δεν προέκυψαν στοιχεία που να συνηγορούν υπερ του ότι σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa, ο Αιτητής κινδυνεύει να εκτεθεί σε θανατική ποινή ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.  Προκειμένου δε να εφαρμοστούν οι πρόνοιες των συγκεκριμένων άρθρων και να υπαχθεί ο Αιτητής σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει αυτών, απαιτείται υψηλός βαθμός εξατομίκευσης των περιστάσεων που σχετίζονται με τον επικαλούμενο φόβο.[1] Στην παρούσα υπόθεση δεν διαπιστώνω να συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις.

 

Αναφορικά με το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή σε καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το οποίο προϋποθέτει ουσιώδεις λόγους να πιστεύεται ότι ο Αιτητής θα υποστεί σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας, λόγω αδιακρίτως ασκούμενης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, υπάρχει ευρεία νομολογία τόσο του Ανωτάτου Δικαστηρίου Κύπρου (βλ. Galina Bindioul v. Αναθεωρητική Αρχή Προσφύγων, Υποθ. Αρ. 685/2012, ημερομηνίας 23/04/13 και Mushegh Grigoryan κ.α. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υποθ. Αρ. 851/2012, ημερομηνίας 22/9/2015, ECLI:CY:AD:2015:D619) όσο και του ΔΕΕ (βλ. C-285/12, A. Diakité v. Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, 30/01/2014, C-465/07, Meki Elgafaji and Noor Elgafaji v. Staatssecretaris van Justitie, 17/02/2009), καθώς επίσης και του ΕΔΔΑ (βλ. K.A.B. v. Sweden, 886/11, 05/09/2013 (final 17/02/2014), Sufi and Elmi v. the United Kingdom, 8319/07 and 11449/07, 28/11/2011) στις οποίες ερμηνεύεται η έννοια της αδιακρίτως ασκούμενης βίας και της ένοπλης σύρραξης και τίθενται κριτήρια ως προς τη σοβαρότητα του κινδύνου που προϋποτίθεται για την αξιολόγηση των περιπτώσεων στις οποίες εξετάζεται η πιθανότητα παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 15(γ) της Οδηγίας 2011/95/ΕΕ, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Εν προκειμένω, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Αιτητή και βάσει της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των ισχυρισμών του ως παρατέθηκε ανωτέρω, η περιοχή της προηγούμενης συνήθους διαμονής του στη χώρα καταγωγής ήταν η πόλη Kinsahsa, πρωτεύουσα της ομώνυμης περιφέρειας και της χώρας καταγωγής. Προκειμένου δε να διαπιστωθεί εάν συντρέχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, σε περίπτωση επιστροφής του στη συγκεκριμένη περιοχή, ο Αιτητής θα αντιμετωπίσει σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής του ακεραιότητας λόγω αδιάκριτης άσκησης βίας σε καταστάσεις διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύρραξης, ως οι διατάξεις του άρθρου 19(2)(γ) του περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο ανέτρεξε σε έγκυρες πηγές πληροφόρησης προς εξέταση της κατάστασης που επικρατεί συγκεκριμένη πόλη, στην οποία άλλωστε ευλόγως αναμένεται να εγκατασταθεί ο Αιτητής άμα τη επιστροφή του στη χώρα καταγωγής. Δια της συγκεκριμένης έρευνας το Δικαστήριο καλύπτει και το κενό που δημιουργήθηκε δια της παράλειψης των Καθ’ ων η αίτηση να διερευνήσουν την κατάσταση ασφαλείας στην Kinshasa, απορρίπτοντας το ενδεχόμενο υπαγωγής του Αιτητή στο άρθρο 19 (2) (γ) του περί Προσφύγων Νόμου, όπως αναλύθηκε ανωτέρω.

 

Εκ της διεξαχθείσας έρευνας ανευρέθησαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν ότι η κατάσταση ασφαλείας παραμένει ασταθής κυρίως στο ανατολικό τμήμα της χώρας καθώς εκεί δραστηριοποιούνται ένοπλες ομάδες και καταγράφεται διακοινοτική βία, η οποία μπορεί να επηρεάσει την πολιτική κατάσταση, την ασφάλεια και την ανθρωπιστική κατάσταση. Καταγράφονται επίσης συνεχείς αναφορές για πολλές πόλεις στην ανατολική ΛΔΚ που δέχθηκαν επίθεση ή έπεσαν υπό τον προσωρινό έλεγχο ένοπλων ομάδων[2]. Σε σχέση με την πόλη Kinsahsa ωστόσο, δεν ανευρέθηκαν πληροφορίες οι οποίες να επιβεβαιώνουν τη δραστηριοποίηση ενόπλων φορέων ή την ύπαρξη κάποιας ένοπλης σύρραξης. To δε International Crisis Group, σε έκθεση για τη ΛΔΚ το 2024 επιβεβαιώνει ότι  ένοπλες συγκρούσεις εξακολουθούν να εντοπίζονται στις ανατολικές περιοχές της ΛΔΚ όπως το Nord-Kivu, το Sud-Kivu και το Ituri, χωρίς να γίνεται καμία αναφορά είτε στην Kinshasa[3].

 

Αναλύοντας άλλωστε τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα που προέκυψαν κατόπιν περαιτέρω έρευνας αναφορικά με την κατάσταση ασφαλείας που επικρατεί συγκεκριμένα στην επαρχία της Kinshasa, οι εξωτερικές πηγές καταδεικνύουν το σχετικά ακίνδυνο και ασφαλές της περιοχής. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Armed Conflict Location & Event Data Project (ACLED), για το διάστημα από 23/02/2023 έως 23/02/2024, σημειώθηκαν στην περιφέρεια της Kinshsa 60 περιστατικά ασφαλείας, τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα τον θάνατο 70 ανθρώπων. Μεταξύ αυτών, 22 ήταν περιστατικά βίας κατά αμάχων (48 θάνατοι), 31 ήταν περιστατικά εξεγέρσεων / ταραχών (2 θάνατοι), 7 ήταν περιστατικά μαχών (20 θάνατοι) ενώ καταγράφηκαν και 52 περιστατικά τα οποία συνίσταντο σε διαμαρτυριών εκ των οποίων δεν προέκυψε κάποια απώλεια. Ούτε άλλωστε καταγράφηκαν περιστατικά εκρήξεων/απομακρυσμένης βίας[4] .  Δεδομένου δε ότι ο συνολικός πληθυσμός της επαρχίας της Kinshasa ανέρχεται σήμερα σε  περίπου 16.316.000 κατοίκους[5],  καθίσταται κατανοητό ότι ο ανωτέρω αναφερόμενος αριθμός θανάτων στην εν λόγω περιοχή από περιστατικά ασφαλείας (71 θάνατοι) δεν ανέρχεται σε τόσο υψηλά επίπεδα σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό της περιοχής, έτσι ώστε η κατάσταση στην εν λόγω περιοχή να μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένοπλη σύρραξη επιφέρουσα συνθήκες αδιακρίτως ασκούμενης βίας.

 

Τα παραπάνω υποδηλώνουν στο σύνολό τους ότι στην πόλη Kinshasa, τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή, δεν επικρατούν συνθήκες ένοπλης σύγκρουσης επιφέρουσες αδιακρίτως ασκούμενη βία κατά αμάχων, υπό την έννοια της παραπάνω διάταξης αφού η αξιολόγηση της συχνότητας, έντασης, έκτασης και διάρκειας πιθανών περιστατικών βίας ή τρομοκρατικών ενεργειών, καθώς και οι διαπιστούμενες απώλειες αμάχων λόγω των πράξεων αυτών στην πόλη Kinshasa, δεν οδηγούν το Δικαστήριο στο συγκεκριμένο συμπέρασμα.

 

Δεομένου ότι  δεν προκύπτει ότι στον τόπο τελευταίας διαμονής του Αιτητή λαμβάνει χώρα διεθνής ή εσωτερική ένοπλη σύρραξη εντός του πλαισίου του άρθρου 19(2)(γ) του Περί Προσφύγων Νόμου, το Δικαστήριο κρίνει ότι παρέλκει περαιτέρω διερεύνηση των προσωπικών του περιστάσεων του Αιτητή για λόγους εφαρμογής της «αναπροσαρμοσμένης κλίμακας» όπως αυτή απορρέει από τη Νομολογία του ΔΕΕ.

 

Συνάγεται λοιπόν ότι ο Αιτητής δεν ενδέχεται να αντιμετωπίσει κίνδυνο να υποστεί σοβαρή σωματική βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στην Kinshasa ώστε να του παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

 

Συμπερασματικά, τo Δικαστήριο κρίνει ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει ότι στο πρόσωπό του πληρούνται οι προϋποθέσεις για την υπαγωγή του στο καθεστώς του πρόσφυγα ή της παραχώρησης συμπληρωματικής προστασίας, σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου (Ν. 6(Ι)/2000) και της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, συμπέρασμα το οποίο ενδυναμώνεται και από τις δηλώσεις – αποδεκτό ισχυρισμό του Αιτητή περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής για εκπαιδευτικούς λόγους.

 

Ως εκ τούτουη προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €1.000 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 



[1] CJEU, C- 465/07, Meki Elgafaji, Noor Elgafaji v.  Staatssecretaris van Justitie, ECLI:EU:C:2009:94,  <https://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=76788&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=5184758> (ημερομηνία τελευταίας πρόσβασης 09/11/2023):  «32. Συναφώς, παρατηρείται ότι οι όροι «θανατική ποινή», «εκτέλεση» καθώς και «βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία του αιτούντος» του άρθρου 15, στοιχεία α΄ και β΄, της οδηγίας, χαρακτηρίζουν περιπτώσεις στις οποίες ο αιτών επικουρική προστασία διατρέχει ειδικώς τον κίνδυνο βλάβης συγκεκριμένης μορφής. 33. Αντιθέτως, η κατά το άρθρο 15, στοιχείο γ΄, της οδηγίας βλάβη, καθόσον συνίσταται σε «σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας» του αιτούντος, αναφέρεται σε ένα γενικότερο κίνδυνο βλάβης.»

[2] Gov.uk, Foreign travel advice Democratic Republic of the Congo, διαθέσιμο σε https://www.gov.uk/foreign-travel-advice/democratic-republic-of-the-congo/safety-and-security, [ημερπρόσβασης 28/02/2024]

[3]International Crisis Group's Crisis Watch, Conflict in focus, DRC, January 2024, διαθέσιμο σε https://www.crisisgroup.org/crisiswatch/february-alerts-and-january-trends-2024#democratic-republic-of-congo,  [ημερ. πρόσβασης 28/02/2024]

[4] Αccled, Kinshasa, reference period 09/02/2023 - 09/02/2024, διαθέσιμο σε https://acleddata.com/dashboard/#/dashboard, [ημερ. πρόσβασης 28/02/2024]

[5] Macrotrends.net, Kinshasa, Republic of Congo Metro Area Population 1950-2023, διαθέσιμο σε https://www.macrotrends.net/cities/20853/kinshasa/population, [ημερπρόσβασης 28/02/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο