ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.:  893/2023

29 Μαρτίου, 2024

[Ε. ΡΗΓΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

N.R.K.K.A,

από Σρι Λάνκα

                                          Αιτητής

-και-

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

της Υπηρεσίας Ασύλου

                                            Καθ' ων η Αίτηση

 

Δικηγόροι για Αιτητή: Π. Μπενέτης για Αλταχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε

Δικηγόρος για Καθ’ ων η αίτηση: Α. Αναστασιάδη (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας,

Ο Αιτητής παρών

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Ε. Ρήγα, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την υπό κρίση προσφυγή, ο Αιτητής επιζητά την έκδοση απόφασης από το παρόν Δικαστήριο με την οποία να κηρύσσεται άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, η απόφαση των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 15.07.2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 22.02.2023 και με την οποίαν απορρίφθηκε το αίτημά του για παραχώρηση διεθνούς προστασίας, καθότι κρίθηκε ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί (στο εξής αναφερόμενος ως «ο περί Προσφύγων Νόμος»).

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

 

Προτού εξεταστούν οι εκατέρωθεν ισχυρισμοί, επιβάλλεται η σκιαγράφηση των

γεγονότων που περιβάλλουν την υπό κρίση υπόθεση, όπως αυτά προκύπτουν από την αίτηση του Αιτητή, την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση αλλά και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου ο οποίος κατατέθηκε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και σημειώθηκε ως Τεκμήριο 1 (στο εξής αναφερόμενος ως «ο δ.φ.» ή «ο διοικητικός φάκελος»).

 

Ο Αιτητής κατάγεται από τη Σρι Λάνκα, την οποίαν εγκατέλειψε στις 05.11.2016 και αφίχθηκε νόμιμα στην Δημοκρατία την ίδια ημερομηνία με άδεια εργασίας. Υπέβαλε, στις 22.02.2021, αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας και στις 12.07.2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη στον Αιτητή από αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, η οποία υπέβαλε Έκθεση/Εισήγηση προς  τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στις 13.07.2022 εισηγούμενη την απόρριψη της υποβληθείσας αίτησης. Ακολούθως, ο ασκών καθήκοντα Προϊσταμένου υπάλληλος της Υπηρεσίας Ασύλου ενέκρινε στις 15.07.2022 την εισήγηση, αποφασίζοντας την απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή, απόφαση η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 22.02.2023 μέσω σχετικής επιστολής της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 05.08.2022. Με την υπό κρίση προσφυγή ο Αιτητής αμφισβητεί την εν λόγω απόφαση.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

 

Ο Αιτητής, μέσω του συνηγόρων του, προέβαλε στα πλαίσια τόσο του εισαγωγικού δικογράφου της διαδικασίας, όσο και της γραπτής του αγόρευσης πλείονες λόγους ακυρώσεως, τους οποίους ωστόσο απέσυρε κατά το στάδιο των Διευκρινίσεων και περιορίστηκε μόνο στην προώθηση του λόγου ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Από την πλευρά τους οι Καθ΄ ων η αίτηση, κατά την προφορική τους αγόρευση,  υπεραμύνονται της νομιμότητας της επίδικης απόφασης, εμμένοντας στην θέση τους ότι ο Αιτητής επικαλείται αμιγώς οικονομικούς λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής του και ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στα Άρθρα 3 ή/και 19 του περί Προσφύγων Νόμου. Ισχυρίζονται περαιτέρω, ότι η χώρα καταγωγής του θεωρείται ως ασφαλής χώρα καταγωγής δυνάμει του διατάγματος ΚΔΠ 166/2023, χωρίς ο Αιτητής να έχει τεκμηριώσει λόγους που θα επέτρεπαν την ανατροπή του τεκμηρίου αυτού. Ως εκ των ανωτέρω, ορθώς η προσβαλλόμενη απόφαση απορρίφθηκε. 

 

ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ ΕΚΑΤΕΡΩΘΕΝ ΙΣΧΥΡΙΣΜΩΝ

 

Αναφορικά με τον εναπομείναντα λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας, επισημαίνω ότι αυτός προωθείται με γενικότητα και αοριστία χωρίς οποιαδήποτε εξειδίκευση σε συνάρτηση με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης του Αιτητή, πολλώ μάλλον κατά τρόπο που να προκύπτει ο πυρήνας του αιτήματός του και να δικαιολογεί την αναγνώριση πρόσφυγα ή την απόδοση καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει των άρθρων 3 και 9 του περί Προσφύγων Νόμου[1].  Πράττει δε τούτο, αντίθετα με τα όσα επιτάσσει ο Κανονισμός 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962[2] και παρά την πάγια επί του θέματος θέση της νομολογίας, η οποία έχει πλειστάκις επισημανθεί και από το παρόν Δικαστήριο ως προς την απαίτηση για αιτιολόγηση των νομικών σημείων της αίτησης ακυρώσεως, ούτως ώστε αυτά να μπορούν να τύχουν εξέτασης από το Δικαστήριο[3]. Δεν αρκεί συνεπώς η γενικόλογη και αόριστη επιχειρηματολογία περί έλλειψης δέουσας έρευνας και αιτιολογίας χωρίς ταυτόχρονα την εξειδίκευση και αναφορά στα γεγονότα της εξεταζόμενης υπόθεσης και στη βάση ποιας συγκεκριμένης επιχειρηματολογίας προωθείται ο συγκεκριμένος λόγος ακυρώσεως[4].

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, αυτό που επίσης παρατηρείται είναι πως πέραν από γενικόλογους λόγους ακυρώσεως, ο Αιτητής δεν προβάλλει, στο πλαίσιο της παρούσας δικαστικής διαδικασίας, τέτοιους συγκεκριμένους και ειδικούς ισχυρισμούς, οι οποίοι εν δυνάμει θα δικαιολογούσαν την υπαγωγή του στο καθεστώς διεθνούς προστασίας. Υπενθυμίζεται ότι, το παρόν Δικαστήριο ως δικαστήριο ουσίας το οποίο εξετάζει την υπόθεση που άγεται ενώπιον του πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc), κατά το νόμο και κατά την ουσία, δεν περιορίζεται μόνο στην εξέταση της διαδικασίας και των στοιχείων κρίσης της διοικητικής αρχής που εξέδωσε την προσβαλλόμενη πράξη, αλλά προχωρεί παραπέρα και εξετάζει την ουσιαστική ορθότητα της επίδικης πράξεως (στο πλαίσιο πάντα που καθορίζουν οι ισχυρισμοί του εκάστοτε αιτητή). Συνεπώς η δικαιοδοσία του παρόντος δικαστηρίου διαδραματίζει καταλυτικό ρόλο στο λυσιτελές της προβολής τέτοιων ισχυρισμών, αφού ακόμα και αν ήθελε υποτεθεί ότι συγκεκριμένοι λόγοι ακυρώσεως είναι βάσιμοι, καμία επίδραση δεν θα έχει, μία τέτοια κρίση, στο νομικό αποτέλεσμα που επήλθε με την προσβαλλόμενη απόφαση αφού ο Αιτητής δεν προβάλλει, ως οφείλει, ειδικούς και τεκμηριωμένους ισχυρισμούς που να δικαιολογούν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας, που είναι και το κρίσιμο στα πλαίσια της έκτασης του ελέγχου του παρόντος δικαστηρίου[5].

 

Εν πάση περιπτώσει ενόψει και της υποχρέωσης που έχει το παρόν Δικαστήριο να προβαίνει σε έλεγχο τόσο της νομιμότητας, όσο και της ορθότητας κάθε προσβαλλόμενης απόφασης, εξετάζοντας πλήρως και από τούδε και στο εξής (ex nunc) τα γεγονότα και τα νομικά ζητήματα που τη διέπουν[6], θα προχωρήσω να εξετάσω την ουσία της υπόθεσης αυτής, σε συνάρτηση και με τον έστω γενικόλογο ισχυρισμό περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Επί της ουσίας της προσφυγής σε συνάρτηση και με τον λόγο ακυρώσεως περί έλλειψης δέουσας έρευνας.

 

Προσέγγισα το θέμα με βάση τα ενώπιον μου στοιχεία και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, μέσα από τα οποία καταδεικνύεται ότι οι Καθ' ων η Αίτηση ενήργησαν σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου, εξετάζοντας όλα τα ουσιώδη στοιχεία και πραγματικά περιστατικά που είχαν ενώπιον τους.

 

O Αιτητής στα πλαίσια της καταχωρισθείσας αίτησής του κατέγραψε, ως λόγο εγκατάλειψης της χώρας καταγωγής του, ότι έχει τρία (3) δάνεια τα οποία δεν έχει αποπληρώσει καθώς και ότι έχει δύο τέκνα την εκπαίδευσή των οποίων πρέπει να υποστηρίξει οικονομικά καταγράφοντας τέλος ότι έχει πολλά προβλήματα και ότι δεν μπορεί να επιστρέψει πίσω στη Σρι Λάνκα.

 

Κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξής του, ο Αιτητής κληθείς να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε την χώρα καταγωγής ανέφερε ότι επιθυμούσε να κτίσει ένα σπίτι και ήθελε να εξεύρει εργασία για να μαζέψει χρήματα προς αυτό τον σκοπό (ερυθρό 19 – 1Χ δ.φ.). Ως ο ίδιος ανέφερε, δεν θα υπέβαλλε αίτηση διεθνούς προστασίας, εάν η άδεια εργασίας του δεν έληγε (ερυθρό 18 δ.φ.). Κατά τις δηλώσεις του, εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του, πράττοντας τούτο χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα και αφίχθηκε στη Δημοκρατία υπό το καθεστώς εργασίας. Αναφορικά με τις συνθήκες τις οποίες θα αντιμετωπίσει σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα καταγωγής του, ισχυρίστηκε ότι θα έχει οικονομικά προβλήματα εάν επιστρέψει στην χώρα καταγωγής του (ερυθρό 19 – 3Χ). Παρά λοιπόν το γεγονός ότι η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε ικανοποιητική, εντούτοις τα περιστατικά που ο ίδιος ανέφερε και τα οποία έγιναν αποδεκτά, κρίθηκε ευλόγως ότι δεν δικαιολογούσαν την υπαγωγή του σε καθεστώς διεθνούς προστασίας.

 

Στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, ο Αιτητής, επικαλείται κατά τρόπο ατεκμηρίωτο και χωρίς την απαιτούμενη εξειδίκευση, στα πλαίσια του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής του, ότι οι Καθ’ ων η Αίτηση δεν έλαβαν υπόψη τον θανάσιμο κίνδυνο και/ή βασανιστήρια και/ή απάνθρωπη συμπεριφορά που πιθανόν να αντιμετωπίσει από φιλοκυβερνητικούς κύκλους και/ή εξτρεμιστικές και/ή παραστρατιωτικές οργανώσεις που δρουν ανεξέλεγκτα στην χώρα του. Προσθέτει ότι ανέλαβε χρέος που δανείστηκε η οικογένεια του για να ανταπεξέλθει στις ιατρικές δαπάνες αντιμετώπισης της σοβαρής ασθένειας του πατέρα του και τώρα δέχεται απειλές γιατί δεν έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει αυτά τα χρήματα στους δανειστές του. Πέραν του γεγονότος ότι πουθενά δεν εντοπίζεται οποιαδήποτε σχετική αναφορά στα πλαίσια της συνέντευξής του, εντούτοις παρατηρείται ότι ούτε στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, έχοντας μάλιστα υπόψη και τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου, ο Αιτητής επιχείρησε να παραθέσει σχετική επιχειρηματολογία ή οποιαδήποτε επιπλέον στοιχεία, τα οποία δυνατόν να τεκμηρίωναν μία τέτοια θέση. Αφέθηκε στη γενική, αόριστη και ατεκμηρίωτη αναφορά περί ύπαρξης κινδύνου, με αποτέλεσμα τέτοιοι ισχυρισμοί να στερούνται βασιμότητας. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ισχυρισμούς περί κινδύνου εκθέτει ο Αιτητής μόνο στα πλαίσια του εισαγωγικού δικογράφου της προσφυγής του. Στο δε πλαίσιο της γραπτής του αγόρευσης, που είναι και το μέσο για ανάπτυξη σχετικής επιχειρηματολογίας, ουδέν τέτοιο κίνδυνο επικαλείται ή επιχειρηματολογεί επί τούτου ή επικαλείται άλλα είδη κινδύνων όπως φιλονικίες για κτηματικές διαφορές, ή προβλήματα λόγω του πολιτικού του φρονήματος, ισχυρισμοί οι οποίοι δεν εξειδικεύονται ή σε κάθε περίπτωση τεκμηριώνονται με την ορθή δικονομική διαδικασία, καθότι πρόκειται για καινοφανείς ισχυρισμούς.

 

Εξάλλου, τέτοιοι ισχυρισμοί έρχονται σε αντίθεση με τα όσα ρητώς δήλωσε κατά το κρίσιμο στάδιο της συνέντευξης ο Αιτητής και πιο συγκεκριμένα ότι δεν αποτελούσε μέλος, μεταξύ άλλων, κάποιας πολιτικής ή άλλης οργάνωσης.

Πέραν των ως άνω, έχοντας εξετάσει με προσοχή τις απαντήσεις που ο Αιτητής έδωσε κατά την διάρκεια της συνέντευξής του ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Όπως επίσης ο αρμόδιος λειτουργός παρατήρησε, τα όσα ανέφερε ο Αιτητής στη συνέντευξή του αποτελούν το μοναδικό τεκμήριο προς υποστήριξη του αιτήματος του και δεν υπάρχουν εύλογοι λόγοι, που να δικαιολογούν την οποιανδήποτε ανάλυση των εν λόγω δεδομένων μέσω άλλων πηγών πληροφόρησης.

 

Δεν πρέπει να παροράται ότι, ως αδιαμφισβήτητα προκύπτει από το άρθρο 18(5) του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6(Ι)/2000, ο Αιτητής ο οποίος επιθυμεί την υπαγωγή του στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς της Διεθνούς Σύμβασης της Γενεύης, οφείλει να εκθέσει στη Διοίκηση με στοιχειώδη σαφήνεια τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά που του προκαλούν, κατά τρόπο αντικειμενικώς δικαιολογημένο, φόβο δίωξης λόγω φυλής, θρησκείας, εθνικότητας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών πεποιθήσεων στη χώρα καταγωγής του.  Βεβαίως ο Αιτητής δεν είναι υποχρεωμένος να προσκομίσει για την απόδειξη των ισχυρισμών του, τυπικά αποδεικτικά στοιχεία, αυτό όμως δεν αίρει την υποχρέωση του να επικαλεσθεί με λεπτομέρεια, σαφήνεια και αληθοφάνεια συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, δυνάμενα να τον εντάξουν στο πλαίσιο διεθνούς προστασίας.

 

Τουναντίον, οι πραγματικοί ισχυρισμοί οι οποίοι εν προκειμένω προβλήθηκαν από τον Αιτητή κατά τη διάρκεια της συνέντευξής του κατέτασσαν τους λόγους που τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την χώρα καταγωγής του ως οικονομικούς, με αποτέλεσμα να κρίνεται εύλογη η κατάληξη των Καθ' ων η αίτηση ότι ο Αιτητής είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.

 

Με βάση λοιπόν το σύνολο το στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε με επάρκεια και κατόπιν της δέουσας υπό τις  περιστάσεις έρευνας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα ανωτέρω αναπτύχθηκαν, είναι η κατάληξη μου ότι ορθώς  κρίθηκε και επί της ουσίας ότι o Αιτητής δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας ή ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και, περαιτέρω, ορθώς θεωρήθηκε ότι δεν κατάφερε να τεκμηριώσει ότι υπάρχουν ουσιώδεις λόγοι να πιστεύεται ότι, εάν επιστρέψει στη χώρα ιθαγένειάς του, θα αντιμετωπίσει πραγματικό κίνδυνο να υποστεί σοβαρή βλάβη, ως αμφότερες αυτές οι έννοιες ορίζονται από την οικεία νομοθεσία (άρ. 3 και 19 του περί Προσφύγων Νόμου).

 

Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν δεν χωρεί αμφιβολία ότι ο Αιτητής, ως μπορεί να συναχθεί από τα ίδια τα λεγόμενά του, είναι οικονομικός μετανάστης, σύμφωνα και με όσα κατατοπιστικά αναφέρονται και στο Εγχειρίδιο για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ όπου, στην παράγραφο 62, διαλαμβάνεται ότι: 

 

«Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας.»

 

Παρά το γεγονός ότι η διάκριση ανάμεσα στον οικονομικό μετανάστη και τον πρόσφυγα, ως προκύπτει και από την παράγραφο 63 του ίδιου εγχειριδίου, γίνεται μερικές φορές ασαφής, εντούτοις κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δεν δημιουργεί οποιαδήποτε ασάφεια ή αμφιβολία ως προς τα κίνητρα του Αιτητή, εφόσον όπως και ο ίδιος έχει αναφέρει στη συνέντευξη του, υπέβαλε αίτημα διεθνούς προστασίας για να εργαστεί και να βοηθήσει την οικογένειά του.  

 

Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, οι οικονομικοί μετανάστες δεν εμπίπτουν στην έννοια του πρόσφυγα[7].

 

Πέραν των ως άνω, παρατηρώ ότι υπήρξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην υποβολή του αιτήματός ασύλου, αφού παρά το γεγονός ότι ο Αιτητής εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του στις 05.11.2016, εντούτοις υπέβαλε αίτηση ασύλου στις 22.02.2021, ήτοι τέσσερα (4) και πλέον έτη μετέπειτα.  Η υπέρμετρη αυτή καθυστέρηση χωρίς συγκεκριμένη αιτιολόγηση από τον Αιτητή, είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο καθώς σύμφωνα με τη νομολογία, η ταχύτητα με την οποία κινείται ένας αιτητής για υποβολή αίτησης ασύλου είναι ένδειξη της ενδεχόμενης γνησιότητας του προβλήματος που αντιμετωπίζει[8]. Αυτό βέβαια δεν είναι καθοριστικό κριτήριο, αλλά είναι στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη σε συνδυασμό με τη συνολική εικόνα που παρουσιάζει το πρόσωπο που αιτείται άσυλο.  Το δεδομένο αυτό σε συνδυασμό με τα όσα έχουν ήδη προλεχθεί, ενισχύουν τη θέση ότι ο Αιτητής δεν είναι γνήσιος αιτητής ασύλου που αντιμετωπίζει πραγματικό πρόβλημα στη χώρα καταγωγής του  και επείγεται να υποβάλει αίτημα για πολιτικό άσυλο το συντομότερο δυνατό.

 

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη μου ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή, συμπεριλαμβάνεται στις χώρες που έχουν ορισθεί ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας σύμφωνα και με το πρόσφατο Διάταγμα του Υπουργού Εσωτερικών ημερ. 26.05.2023 (Κ.Δ.Π. 166/2023), χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς ή στοιχεία που αφορούν προσωπικά στον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας. Ο κατάλογος των ασφαλών χωρών ιθαγένειας καθορίζεται από τον Υπουργό Εσωτερικών όταν ικανοποιηθεί βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών ότι στις οριζόμενες χώρες, γενικά και μόνιμα, δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ του περί Προσφύγων Νόμου, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή η οποία προκύπτει από την χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

 

Συνακόλουθα, η προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση  επικυρώνεται, με έξοδα €1000 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση, και εναντίον του Αιτητή.

 

 

 

Ε. Ρήγα,  Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 



[1] Βλ. «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π. Σπηλιωτόπουλος, 14ης Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 247 και Π.Δ. Δαγτόγλου, (Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο), σελ. 552.

[2] Σύμφωνα με τον Κανονισμό 2 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 : « Ο Διαδικαστικός Κανονισμός του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου 1962, και οι περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διαδικαστικοί Κανονισμοί (Αρ.1) του 2015, τυγχάνουν εφαρμογής σε όλες τις προσφυγές που καταχωρούνται στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας  από 18.6.2019, με τις αναγκαίες τροποποιήσεις που αναφέρονται στη συνέχεια και κατ΄ ανάλογη εφαρμογή των δικονομικών κανόνων και πρακτικής που ακολουθούνται και εφαρμόζονται στις ενώπιον του Διοικητικού   Δικαστηρίου προσφυγές εκτός αν ήθελε άλλως ορίσει το Δικαστήριο ».

[3] Ζωμενή-Παντελίδου ν. Α.Η.Κ.Υποθ. Αρ. 108/2006, ημερ. 26.07.2007

[4] Βλ. σχετικώς, απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Χριστοδουλίδης ν. Πανεπιστήμιο Κύπρου, ECLI:CY:AD: 2018:C344,  Α.Ε. 95/2012, ημερ. 06.07.2018, ECLI:CY:AD:2018:C344, ECLI:CY:AD:2018:C344

[5] «Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου», Επαμεινώνδας Π.  Σπηλιωτόπουλος, 14η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 260, υποσημ. 72, «Εισηγήσεις Διοικητικού Δικονομικού Δικαίου», Χαράλαμπος Χρυσανθάκης, 2η Έκδοση, Νομική Βιβλιοθήκη, σ. 247 και «Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο», Εκδόσεις Σάκκουλα Έκτη Έκδοση, 2014, Π. Δ. Δαγτόγλου, σ. 552.

[6] Άρθρο 11(3) του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 (N. 73(I)/2018).

[7] Βλ. ενδεικτικά Md Jakir Hossain v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 2319/2006, ημερομηνίας 16.07.2008, Barakan Petrosyan κ.ά. v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 883/2008, ημερομηνίας 10.02.2012, Irene Ferenko v. Κυπριακή Δημοκρατία, Υπόθεση Αρ. 1051/2010, ημερομηνίας 21.12.2011.

[8] Mahfuja Akter ν. Δημοκρατίας,  υπόθ. αρ. 1669/2011, ημερ. 22.3.2013Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2319/06, ημερ. 16.07.2008Forhad Molla v. Δημοκρατίαςυπόθ. αρ. 2051/06, ημερ. 19.03.2008, Inram Ashraf  v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 571/07, ημερ. 08.05.2008 και Postolachi Konstantin v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 1458/2009, ημερ. 25.02.2011.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο