ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

                                                                   

Νομική Αρωγή Αρ.: 91/2023

 

01 Μαρτίου 2024

 

[Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΑΡ.1 ΤΟΥ 2003, ΩΣ ΕΧΕΙ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΕΙ ΚΑΙ ΤΟΥΣ

ΠΕΡΙ ΝΟΜΙΚΗΣ ΑΡΩΓΗΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΟΥ 2002 ΜΕΧΡΙ 2019

 

 

ΑΙΤΗΣΗ ΑΠΟ:

 

Z.E.B.

                                                                                                       Αιτητής

 

......................

 

 

Ο αιτητής εμφανίζεται προσωπικά

 

Ε. Προκοπίου (κα), για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

(M. Σταύρου (κα) μεταφράστρια για πιστή μετάφραση από Γαλλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα)                             

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Χ. Πλαστήρα, ΔΔΔΔΠ.:  Ο Αιτητής με την αίτησή του ημερομηνίας 12/06/2023, αιτείται την παροχή δωρεάν νομικής αρωγής προκειμένου να χειριστεί την προσφυγή την οποία ήδη έχει καταχωρήσει, εναντίον της απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 30/12/2022, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή στις 15/03/2023 και με την οποία απορρίπτεται η αίτησή του για χορήγηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας δυνάμει του περί Προσφύγων Νόμου.

 

Τα γεγονότα της υπόθεσης όπως προκύπτουν από το γραπτό σημείωμα που καταχώρισε η συνήγορος που εμφανίζεται για το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας έχουν ως ακολούθως:  Ο Αιτητής κατάγεται από τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό (εφεξής «ΛΔΚ»). Ο Αιτητής συμπλήρωσε και καταχώρησε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας στις 08/11/2022,. Στις 22/11/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη του Αιτητή από λειτουργό της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης Ασύλου (στο εξής: λειτουργός της E.Y.Y.A.). Στις 15/12/2022, ο λειτουργός E.Y.Y.A, ετοίμασε έκθεση-εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου, σχετικά με την συνέντευξη του αιτητή. Στη συνέχεια στις 30/12/2022 ο εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός να ασκεί καθήκοντα προϊσταμένου, αποφάσισε την απόρριψη της αίτησης ασύλου του αιτητή. Στις 15/03/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε επιστολή ενημέρωσης περί της απόρριψης του αιτήματος του αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου στη μητρική του γλώσσα (Γαλλικά). Ακολούθως, καταχωρήθηκε προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας με αρ. 1076/2023 κατά της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης.

 

Κατά την υποβολή της αίτησης διεθνούς προστασίας, ο Αιτητής δήλωσε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού. Ειδικότερα, ο Αιτητής προέβαλε ότι η οικογένειά του, λόγω των χριστιανικών της καταβολών, τον απέρριψε επειδή είναι ομοφυλόφιλος και τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την οικογενειακή του οικία, με αποτέλεσμα να μείνει άστεγος για δύο χρόνια. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι υπέφερε σωματικά και ψυχολογικά καθώς τα μέλη της οικογένειάς του τον πήγαιναν στην εκκλησία προκειμένου να αλλάξει, ενώ του επιτέθηκαν σωματικά μαζί με τους γείτονές του.

 

Στο πλαίσιο της προφορικής του συνέντευξής και δη κατά το σκέλος της ελεύθερης αφήγησης, ο Αιτητής προέβαλε ότι η οικογένειά του δεν δέχτηκε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό γιατί τα μέλη της είναι Χριστιανοί και σύμφωνα με την εν λόγω θρησκεία η ομοφυλοφιλία θεωρείται ανωμαλία. Για το συγκεκριμένο λόγο, ο Αιτητής δήλωσε ότι τα μέλη της οικογένειάς του τον ανάγκασαν να υποβληθεί σε τελετές εξορκισμού σε διάφορες εκκλησίες της Kinshasa προκειμένου να τον εγκαταλείψει το πνεύμα που είχε καταλάβει το σώμα του και την ψυχή του. Στη συνέχεια ο Αιτητής προσέθεσε ότι τα μέλη της οικογένειάς του τον κακοποίησαν σωματικά καθώς τον τραυμάτισαν με ένα κατσαβίδι. Εν τέλει τον έξωσαν από την οικία που διέμενε με τη γιαγιά του καθώς τον θεωρούσαν ντροπή για την οικογένεια και του απαγόρευσαν να έχει οποιαδήποτε επαφή με τα μέλη της. Ο Αιτητής ακολούθως αναγκάστηκε να διαμείνει σε κάποιους φίλους του, οι οποίοι ήταν ομοίως ομοφυλόφιλοι, ενώ ο ίδιος άρχισε να εμφανίζει αυτοκτονικές τάσεις καθώς δεν άντεχε τις συνθήκες οι οποίες είχαν διαμορφωθεί. Στη συνέχεια ο Αιτητής εγκατέλειψε την οικία των φίλων του και φιλοξενήθηκε στην εκκλησία. Ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η ζωή του έγινε πολύ δύσκολη γιατί αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το σχολείο και δεν είχε τη στήριξη της οικογένειάς του και σε συνεννόηση με το σύντροφό του εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής. O Αιτητής προσέθεσε ότι η νομοθεσία και η κοινωνία της ΛΔΚ δεν προστατεύουν τους ομοφυλόφιλους, καθώς είθισται οι τελευταίοι να κακοποιούνται λεκτικά και σωματικά, ενώ σε σχέση με τον ίδιο, ο Αιτητής δήλωσε ότι τον απέρριψε μέχρι και η μητέρα του. 

 

Ερωτηθείς αν έλαβε χώρα κάποιο συγκεκριμένο περιστατικό το οποίο τον ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής προέβαλε ότι μια ημέρα καθώς γυρνούσε στην οικία του συνοδευόμενος από άλλα ομοφυλόφιλα άτομα με τα οποία είχαν βγει έξω να διασκεδάσουν, τους κυνήγησε ένα άγνωστος άνδρας με μανσέτα ο οποίος τους φώναζε. Ολοκληρώνοντας, ο Αιτητής δήλωσε ότι  οι ομοφυλόφιλοι στη ΛΔΚ δέχονται διακρίσεις σε καθημερινή βάση και ενδέχεται ακόμα και να τους σκοτώσουν χωρίς να ενδιαφερθεί κανείς. Ζητηθείς να προσδιορίσει που ακριβώς έμεινε μέχρι να εκδιωχθεί από την οικία του σε ηλικία 24 ετών, ο Αιτητής δήλωσε ότι από 12 μέχρι 24 ετών διέμενε με τη γιαγιά του και τότε η οικογένειά του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την εν λόγω οικία. Στη συνέχεια διέμεινε στην περιοχή Makala φιλοξενούμενος από κάποιους φίλους του και σε ηλικία 25 ετών εγκαταστάθηκε στην εκκλησία «CADCRocher De Refuge”. Ζητηθείς να περιγράψει τι συνέβη όταν ο ίδιος ήταν 24 ετών και η οικογένειά του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την οικία που διέμενε, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι τα μέλη της οικογένειάς τον πήγαν σε διάφορες εκκλησίες και οι πάστορες αποφάνθηκαν ότι ο Αιτητής ήταν καταραμένος καθώς τον είχε καταλάβει ένα κακό πνεύμα. Ο Αιτητής δήλωσε ότι στη συνέχεια επέστρεψαν από την Αγκόλα η μητέρα του και η θεία του, και όταν η πρώτη ενημερώθηκε σχετικά με το σεξουαλικό του προσανατολισμό, προέτρεψε τους υπόλοιπους συγγενείς του να διώξουν τον Αιτητή από την οικία που διέμενε με τη γιαγιά του προκειμένου να μην επηρεάσει και τα υπόλοιπα αδέρφια του. Ζητηθείς να προσδιορίσει το σεξουαλικό του προσανατολισμό, ο Αιτητής απάντησε ότι είναι ομοφυλόφιλος. Κληθείς να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο συνειδητοποίησε τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, ο Αιτητής δήλωσε ότι δεν ένιωθε έλξη προς τις γυναίκες αλλά προς τους άνδρες, με αποτέλεσμα να αντιληφθεί ότι ήταν ομοφυλόφιλος.

 

Ερωτηθείς πως ένιωσε όταν αντιλήφθηκε το σεξουαλικό του προσανατολισμό, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι στην αρχή ήταν λίγο φοβισμένος πλην όμως στη συνέχεια του άρεσε και ένιωσε καλά. Ζητηθείς να περιγράψει τα συναισθήματα και τις σκέψεις που ακολούθησαν τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο Αιτητής προέβαλε ότι ένιωθε μπερδεμένος γιατί αντιλήφθηκε μεν το σεξουαλικό του προσανατολισμό, πλην όμως φοβόταν. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι όποτε βρισκόταν με άνδρες ένιωθε μπερδεμένος και φοβισμένος γιατί ένιωθε ερωτική έλξη προς αυτούς. Κληθείς να εξηγήσει για ποιο λόγο ένιωθε φοβισμένος όταν βρισκόταν με άνδρες, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι κάποιοι εξ αυτών θα μπορούσαν να τον χτυπήσουν ή να τον καταγγείλουν στην αστυνομία επειδή ήταν ομοφυλόφιλος. Ζητηθείς να περιγράψει πως άλλαξε η καθημερινότητά του μετά τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο Αιτητής δήλωσε ότι, πλην του ότι τον εγκατέλειψαν κάποιοι φίλοι του, δεν άλλαξε κάτι.

 

Σε σχέση με την οικογένειά του, ο Αιτητής δήλωσε ότι γνωρίζουν όλοι το γεγονός ότι είναι ομοφυλόφιλος και γι’ αυτό το λόγο τον αποκαλούν «pede». Αναφορικά με τον τρόπο που αντέδρασαν οι φίλοι του και η οικογένειά του όταν περιήλθε εις γνώση τους ο σεξουαλικός του προσανατολισμός, ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι οι φίλοι του τον απέρριψαν άμεσα, ενώ η οικογένειά του δεν το δέχτηκε. Ως προς τον τρόπο που περιήλθε εις γνώση των φίλων του και της οικογένειάς του o σεξουαλικός του προσανατολισμός, ο Αιτητής δήλωσε ότι το κατάλαβαν από τον τρόπο ζωής του. Κληθείς να περιγράψει τον τρόπο με τον οποίο η μητέρα του τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την οικία που διέμενε με τη γιαγιά του, ο Αιτητής δήλωσε ότι μια ημέρα επιστρέφοντας από την εκκλησία η μητέρα του ζήτησε άπαντες να μαζευτούν στην οικία της γιαγιά του και η θεία του δήλωσε ότι στην εκκλησία ανακάλυψαν ότι ο Αιτητής είχε καταληφθεί από ένα κακό πνεύμα. Ο Αιτητής δήλωσε ότι τον περιφέρανε σε πλήθος εκκλησιών όπου ο ίδιος δήλωνε ότι ήταν καλά και δεν αντιμετώπιζε κάποιο πρόβλημα, πλην όμως τα μέλη της οικογένειά του δεν το δέχτηκαν και έτσι τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει την οικία της γιαγιάς του. Πριν μάλιστα εγκαταλείψει την εν λόγω οικία, ο Αιτητής έπεσε θύμα ξυλοδαρμού από τον μεγαλύτερο ξάδερφό του, ο οποίος τον τραυμάτισε στον ώμο με ένα κατσαβίδι.

 

Ερωτηθείς με ποιον τρόπο τα μέλη της οικογένειάς του άρχισαν να τον υποπτεύονται, ο Αιτητής δήλωσε ότι παρατήρησαν το φυσικό του παρουσιαστικό, την απαλή φωνή του και τις παρέες του. Ως προς το τι άλλαξε στη συμπεριφορά του όταν η οικογένειά του άρχισε να τον υποπτεύεται, ο Αιτητής προέβαλε ότι απέφευγε να τον επισκέπτονται σπίτι οι φίλοι του. Ως προς τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν οι ομοφυλόφιλοι στην Kinshasa, ο Αιτητής απάντησε ότι η κοινωνία τους μισεί. Ερωτηθείς πως θα ήταν η ζωή του εάν διέμενε στη ΛΔΚ, ο Αιτητής αποκρίθηκε ότι θα αντιμετώπιζε περιθωριοποίηση και θα έπρεπε να παλεύει για τα δικαιώματα των ομοφυλόφιλων. Προσέθεσε δε ότι η ομοφυλοφιλία διώκεται ποινικά στη χώρα καταγωγής. Ερωτηθείς για ποιο λόγο η οικογένειά του θεώρησε ότι τον έχει καταλείψει κάποιο κακό πνεύμα, ο Αιτητής επικαλέστηκε τη Βίβλο και προσέθεσε ότι τον πήγαν σε πολλές εκκλησίες προκειμένου να τον εγκαταλείψει το πνεύμα το οποίο τον είχε καταλάβει. Ζητηθείς να περιγράψει τη διαδικασία στην οποία τον υπέβαλαν, ο Αιτητής δήλωσε ότι έκανε συνεδρίες με τους πάστορες και στη συνέχεια τον ανάγκαζαν να νηστεύει από μια εβδομάδα μέχρι ένα μήνα, ενώ τον ανάγκαζαν να πιει νερό ή λάδι καθώς πίστευαν ότι με αυτό τον τρόπο θα εξαγνιστεί. Τόνισε δε ότι κατά τη διάρκεια των ανωτέρω τελετουργικών ήταν αναγκασμένος να διαμένει στην εκκλησία και όχι στην οικία του, επισημαίνοντας ότι το πρόσωπο που κινούσε την ανωτέρω διαδικασία ήταν η μητέρα του.

 

Προχωρώντας στη διερεύνηση των σχέσεων που διατηρούσε, ο Αιτητής δήλωσε ότι σύναψε την πρώτη του σχέση σε ηλικία 15 ετών με ένα γείτονά του, ο οποίος κατάλαβε ότι ο Αιτητής ήταν ομοφυλόφιλος, τον πλησίασε και του εξέφρασε την επιθυμία του να γίνουν ζευγάρι. Ο Αιτητής προέβαλε ότι στην αρχή φοβήθηκε γιατί πίστευε ότι κάποιος προσπαθούσε να τον παγιδεύσει, στη συνέχεια όμως αντιλήφθηκε ότι ο γείτονάς του τον ήθελε πραγματικά με αποτέλεσμα να κάνουν διάφορα πράγματα μαζί και να περνάνε χρόνο στο σπίτι το οποίο ο σύντροφός του νοίκιαζε. Ζητηθείς να περιγράψει το συγκεκριμένο πρόσωπο, ο Αιτητής δήλωσε ότι επρόκειτο για ένα ευγενικό άτομο, το οποίο τον βοήθησε και του έμαθε πολλά πράγματα. Προσέθεσε δε ότι ήταν 20 χρονών ενώ δήλωσε ότι η σχέση που σύναψαν ήταν γνωστή σε κάποιους φίλους και στα αδέρφια του συντρόφου του. O Αιτητής δήλωσε ότι η εν λόγω σχέση περιήλθε εις γνώση των μελών της οικογένειάς του λίγο αργότερα γιατί ο ίδιος περνούσε όλη την ημέρα στην οικία του συντρόφου του και επέστρεφε στην οικία του το βράδυ. Ερωτηθείς για ποιο λόγο αποφάσισε να ενδώσει στην πρόταση του συντρόφου του, o Αιτητής ισχυρίστηκε ότι το εν λόγω πρόσωπο ήταν ειλικρινές τόσο προς τον εαυτό του όσο και προς τον Αιτητή, ενώ προσέθεσε ότι τον σεβόταν. Κληθείς να περιγράψει τις δραστηριότητες στις οποίες επιδίδονταν από κοινού, ο Αιτητής δήλωσε ότι μιλούσαν για διάφορα θέματα, κυκλοφορούσαν δημοσίως χωρίς να εκδηλώνονται αλλά όταν βρισκόταν σε ιδιωτικό χώρο ερχόταν πιο κοντά. Αναφορικά με τον τρόπο που κατάφεραν να διατηρήσουν την σχέση τους κρυφή για δύο χρόνια, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήταν προσεκτικοί πλην όμως στο τέλος έγινε αντιληπτό ότι είναι ζευγάρι γιατί ήταν συνέχεια μαζί.

 

Ως προς τις σχέσεις που σύναψε μετά, ο Αιτητής δήλωσε ότι η επόμενη και τελευταία σχέση του ήταν με το σύντροφο ο οποίος τον βοήθησε να ταξιδέψει προς την Κύπρο. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι από 17 μέχρι 24 ετών αποφάσισε να είναι μόνος του και να αφοσιωθεί στις σπουδές του. Προσέθεσε δε ότι περιστασιακά συνάντησε κάποια άτομα αλλά δεν ήθελε να συνάψει σοβαρή σχέση. Ερωτηθείς για ποιο λόγο η οικογένειά του τον υποπτευόταν και τον παρέπεμψε στη εκκλησία εφόσον δεν διατηρούσε κάποια σχέση με άτομο του ιδίου φύλου, ο Αιτητής επικαλέστηκε ότι στο τελικό στάδιο της σχέσης του με τον σύντροφο του κάποια άτομα διαπίστωσαν ότι ο Αιτητής ήταν ζευγάρι με το συγκεκριμένο πρόσωπο και εξάπλωσαν τη φήμη, με αποτέλεσμα η οικογένειά του να τον περιφέρει στις εκκλησίες προκειμένου να εξαγνιστεί. Κληθείς να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο η οικογένειά του δεν αντιλήφθηκε νωρίτερα τη σχέση του, ο Αιτητής επικαλέστηκε ότι ήταν προσεκτικός. Όταν ζητήθηκε από τον Αιτητή να σχολιάσει το γεγονός ότι, σύμφωνα με τις δηλώσεις του, ανάμεσα στο τέλος της σχέσης του και την πρώτη φορά που η οικογένειά του τον ανάγκασε να επισκεφτεί την εκκλησία προκειμένου να εξαγνιστεί μεσολάβησαν τρία χρόνια, εκείνος επικαλέστηκε το γεγονός ότι όλοι οι φίλοι του ήταν ομοφυλόφιλοι.

 

Ως προς την κοινωνική του ζωή στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι υπάρχουν bars στα οποία συχνάζουν ομοφυλόφιλα άτομα, πλην όμως ο ίδιος δε γνώριζε κανένα στην Kinshasa καθώς ουδέποτε επισκέφτηκε κάποιο εξ αυτών. Σε σχετικώς υποβληθείσα ερώτηση, ο Αιτητής δήλωσε ότι στη χώρα καταγωγής δεν μπορούσε να συνηγορήσει υπερ των δικαιωμάτων της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας γιατί δεν γνώριζε κάποια αντίστοιχη οργάνωση που να δραστηριοποιείται εκεί. Ως προς το εάν διερεύνησε περαιτέρω τη σεξουαλικότητά του εκτός ΛΔΚ, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, αν και δήλωσε ότι στην Κύπρο αισθάνεται ελεύθερος.

 

Ως προς τη δεύτερη ομόφυλη σχέση που σύναψε, ο Αιτητής δήλωσε ότι γνώρισε τον σύντροφο του σε ένα νυχτερινό κέντρο διασκέδασης. Ο Αιτητής προσέθεσε ότι η εν λόγω σχέση διήρκησε από τον Ιούλιο του 2021 μέχρι τον Σεπτέμβριο, οπότε και εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής. Κληθείς να εξηγήσει το λόγο για τον οποίο αν και περιστρεφόταν από ομοφυλόφιλά άτομα δεν σύναψε κάποια άλλη σχέση, ο Αιτητής προέβαλε ότι είχε αποφασίσει να μείνει μόνος του, πλην όμως  συνάντησε τον δεύτερο σύντροφο του, ο οποίος άλλαξε τα δεδομένα.

 

Ερωτηθείς για ποιο λόγο η μητέρα του αποφάσισε να τον διώξει από το σπίτι σε ηλικία 24-25 ετών ενώ τον υποπτευόταν από πριν, ο Αιτητής επικαλέστηκε το γεγονός ότι δεν άλλαξε το σεξουαλικό του προσανατολισμό με αποτέλεσμα η μητέρα του να αποδεχτεί ότι ο Αιτητής βρισκόταν υπό την κατοχή κακών πνευμάτων με αποτέλεσμα να ντροπιάζει και να φέρνει κακή τύχη στην οικογένειά του. Ερωτηθείς εάν κατά τη διάρκεια των ετών κατά τα οποία δεν διέμενε στην οικία του αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα από την οικογένειά του ο Αιτητής απάντησε αρνητικά, πλην όμως ανέφερε ότι στη γειτονία τον αποκαλούσαν «pede». Ερωτηθείς αν αντιμετώπισε οποιοδήποτε πρόβλημα από τότε που δημιούργησε σχέση μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Κληθείς να προσδιορίσει πότε αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι η συγκεκριμένη ιδέα του ήρθε το 2020 γιατί ένιωθε εγκαταλειμμένος από την οικογένειά του και επειδή δεν μπορούσε να εκφράσει το σεξουαλικό του προσανατολισμό ελευθέρα. Ερωτηθείς για ποιο λόγο ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω διακρίσεων και λόγω του ότι ήθελε να ζήσει ελεύθερος, αφού με βάσει τις δηλώσεις του διέμεινε για δύο χρόνια στην Kinshasa χωρίς να αντιμετωπίσει κανένα πρόβλημα, επιδιδόμενος μάλιστα σε εφήμερες ομοφυλοφιλικές σχέσεις, ο Αιτητής δήλωσε ότι η ομοφυλοφιλία στη ΛΔΚ δεν είναι εύκολη καθώς ούτε η θρησκεία, ούτε η κοινωνία αλλά ούτε και ο νόμος προστατεύει τους ομοφυλόφιλους. Ζητηθείς να προσδιορίσει τους τομείς επί των οποίων δέχτηκε διακρίσεις από την κοινωνία λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, ο Αιτητής δήλωσε ότι  ο κόσμος στο δρόμο έκανε τη ζωή του δύσκολη. Ως προς την εργασία του δήλωσε ότι δεν διέθετε την επαγγελματική κατάρτιση προκειμένου για να ασκήσει κάποιο επάγγελμα, ενώ ως προς τις αυτοκτονικές τάσεις, ο Αιτητής δήλωσε ότι τις ξεπέρασε.

 

Ερωτηθείς τι φοβάται ότι θα του συμβεί σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής, ο Αιτητής δήλωσε ότι ενδέχεται να δεχτεί απειλές και να υποβληθεί σε βία η οποία μπορεί να επιφέρει το θάνατό του. Κληθείς να προσδιορίσει ποιος φοβάται ότι θα του προκαλέσει τις ανωτέρω πράξεις, ο Αιτητής δήλωσε ότι η κοινωνία της ΛΔΚ μισεί τους ομοφυλόφιλους, ενώ προσέθεσε ότι η οικογένειά του του επιτέθηκε κατά το παρελθόν.

 

Αξιολογώντας τους ισχυρισμούς του Αιτητή, ο λειτουργός της Ε.Υ.Υ.Α διέκρινε τρεις (3) ουσιώδεις ισχυρισμούς. Ο πρώτος ισχυρισμός αναφορικά με τα προσωπικά στοιχεία, τη χώρα καταγωγής και τον τόπο τελευταίας συνήθους διαμονής του Αιτητή έγινε αποδεκτός, καθώς στοιχειοθετήθηκαν τόσο η εσωτερική όσο και η εξωτερική αξιοπιστία των δηλώσεών του.

 

Ο δεύτερος ουσιώδης ισχυρισμός του Αιτητή, ήτοι οι δηλώσεις του περί του ότι είναι ομοφυλόφιλος, απορρίφθηκε. Ειδικότερα, εφαρμόζοντας το μοντέλο αξιολόγησης DSSH (Διαφορετικότητα/Στίγμα/Ντροπή/Βλάβη) οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν τα ακόλουθα.

 

Ως προς το στοιχείο της διαφορετικότητας, ως ο αρμόδιος λειτουργός καταγράφει, ο Αιτητής διευκρίνισε ότι είναι ομοφυλόφιλος, γεγονός το οποίο συνειδητοποίησε σε ηλικία 14 ετών αφού διαπίστωσε ότι άρχισε να νιώθει έλξη προς τους άνδρες, πλην όμως δεν ήταν σε θέση να περιγράψει λεπτομερώς τα συναισθήματα που ακολούθησαν τη συνειδητοποίηση του σεξουαλικού προσανατολισμού. Όταν άλλωστε του ζητήθηκε εκ νέου να περιγράψει τα συναισθήματά που ακολούθησαν τη συνειδητοποίηση της ομοφυλοφιλίας του, οι απαντήσεις του Αιτητή δεν ήταν σαφείς. Συγκεκριμένα, αρχικά δήλωσε ότι ήταν εύκολο να αποδεχτεί το σεξουαλικό του προσανατολισμό επειδή ήταν ήδη θηλυπρεπής, ενώ προσέθεσε ότι η ένδυσή του και οι κινήσεις του παρέπεμπαν σε γυναίκα. Καθώς ο Αιτητής δεν απάντησε στην υποβληθείσα ερώτηση, ρωτήθηκε αν αισθάνεται σαν γυναίκα που τις αρέσουν οι άνδρες ή σαν άνδρας που του αρέσουν οι άνδρες, και εκείνος επικαλέστηκε το δεύτερο.

 

Στη συνέχεια ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παράσχει συναφείς και συνεπείς απαντήσεις ως προς την πρώτη σχέση που σύναψε με άνδρα σε ηλικία 15 ετών, όπως στοιχεία του πρώτου συντρόφου του τα οποία του δημιούργησαν έλξη προς εκείνον αλλά ούτε και να περιγράψει λεπτομερώς τον τρόπο που η συγκεκριμένη σχέση έφτασε στο τέλος της. Ειδικότερα, υποβληθείς στις ανωτέρω ερωτήσεις ο Αιτητής αποκρίθηκε χωρίς περιγραφική λεπτομέρεια ότι το συγκεκριμένο άτομο τον προσέγγισε σε ένα μπαρ και στη συνέχεια δημιούργησαν ερωτική σχέση, ωστόσο από τις δηλώσεις του εκλείπει κάθε αναφορά σε συναισθήματα και σκέψεις, όπως ευλόγως θα αναμενόταν. Ομοίως ασαφείς ήταν και οι δηλώσεις του ως προς τον τρόπο που έληξε η συγκεκριμένη σχέση αφού ο Αιτητής δήλωσε γενικόλογα ότι το συγκεκριμένο άτομο εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής και ως εκ τούτου σταμάτησαν να μιλάνε χωρίς ωστόσο να παραθέτει κάποια άλλη πληροφορία και/ή στοιχείο. Οι δηλώσεις του Αιτητή ενείχαν άλλωστε και αντιφάσεις ως προς τον τρόπο που ο Αιτητής περνούσε το χρόνο του με τον εν λόγω σύντροφο, αφού αρχικά προέβαλε ότι πήγαιναν σε bars, πλην όμως στη συνέχεια δήλωσε ότι απλά περνούσαν την ημέρα μαζί.

 

Στη συνέχεια ο Αιτητής υπέπεσε σε περαιτέρω αντιφάσεις ως προς το εάν αντιμετώπισε κάποιο πρόβλημα λόγω της συγκεκριμένης σχέσης. Ειδικότερα, αν και αρχικά δήλωσε ότι η εν λόγω σχέση ήταν γνωστή σε κάποιους φίλους και συγγενείς του συντρόφου του και ότι ήταν προφανές ότι αποτελούσαν ζευγάρι χωρίς ωστόσο να το γνωρίζει η οικογένειά του, στη συνέχεια προέβαλε ότι η μητέρα του συντρόφου του, ο οποίος είχε ήδη εγκαταλείψει τη χωρά καταγωγής, τον συνάντησε στο δρόμο και άρχισε να τον κατηγορεί ως υπεύθυνο της ομοφυλοφιλίας του γιου της. O Αιτητής δεν ήταν ομοίως σε θέση να παραθέσει το πλαίσιο της δεύτερής του σχέσης, η οποία ξεκίνησε όταν ο ίδιος ήταν 25 ετών και είχε ήδη αναγκαστεί από τη μητέρα του να εγκαταλείψει την οικία που διέμενε με τη γιαγιά του. Ειδικότερα, όταν του ζητήθηκε να περιγράψει την εν λόγω σχέση, ο Αιτητής δήλωσε γενικόλογα ότι ήταν μια φυσιολογική σχέση, χωρίς ωστόσο να εξηγεί πως ξεκίνησε, ποια συναισθήματα προέκυψαν ανάμεσα σε εκείνον και το σύντροφό του καθώς και τον τρόπο που περνούσαν χρόνο μαζί. Τέλος, ο Αιτητής αναφέρθηκε αόριστα και σε κάποιες εφήμερες σχέσεις τις οποίες επισύναψε όσο διέμενε ακόμα στην οικία της γιαγιάς του, δηλώσεις ωστόσο που έρχονται σε αντίθεση με τις προηγούμενες δηλώσεις του περί του ότι από 17 μέχρι 24 ετών είχε αποφασίσει να μείνει μόνος.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση των στοιχείων του στίγματος και της ντροπής, οι Καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν ότι προέκυψαν αντιφάσεις σχετικά με το εάν η οικογένεια του Αιτητή γνώριζε το σεξουαλικό προσανατολισμό του τελευταίου. Ειδικότερα, ο Αιτητής δήλωσε ότι η μητέρα του υποπτευόταν ότι ήταν ομοφυλόφιλος από ηλικίας 12 ετών λόγω της θηλυπρέπειας που τον διακατείχε, πλην όμως εκείνος της επιβεβαίωσε ότι είχε κοπέλα. Στη συνέχεια ο Αιτητής προσέθεσε ότι η οικογένειά του τον παρακολουθούσε, γεγονός που του δημιούργησε φόβο, ωστόσο προέβαλε χωρίς νοηματική συνοχή ότι περνούσε πολύ χρόνο στο σπίτι του συντρόφου του και ότι κάποιοι εκ των συγγενών του γνώριζαν ότι είναι ομοφυλόφιλος.Περαιτέρω αντίφαση προέκυψε ανάμεσα και στις δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με τους φίλους του. Συγκεκριμένα, αν και αρχικά ο Αιτητής δήλωσε ότι πλην του ότι αποκάλυψε το σεξουαλικό του προσανατολισμό στους φίλους του με αποτέλεσμα κάποιοι εξ αυτών να απομακρυνθούν, δεν άλλαξε κάτι στην καθημερινότητά του. Η συγκεκριμένη δήλωση έρχεται σε αντίθεση με τον πυρήνα του αιτήματος του Αιτητή, καθώς βάσει της ανωτέρω δήλωσης, δεν προκύπτει ότι ο Αιτητής περιθωριοποιήθηκε από την κοινωνία ή τον κύκλο του καθώς παράλληλα συνέχιζε τις σπουδές του και την προσωπική του ζωή χωρίς να στιγματιστεί. Ο Αιτητής τέλος δήλωσε ότι δεν ένιωσε διαφορετικός εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού.

 

Αναφορικά με το στοιχείο του στίγματος, οι Καθ’ ων η αίτηση εντόπισαν ότι ενώ αρχικά ο Αιτητής δήλωσε ότι του επιτάθηκαν λεκτικά και σωματικά εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού, στη συνέχεια δήλωσε ότι δεν φοβήθηκε να εμπλακεί σε κουβέντα περί ομοφυλοφιλίας με ένα αγνώστων λοιπών στοιχείων άνδρα στη γειτονιά του, υποστηρίζοντας τα δικαιώματα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας, γεγονός το οποίο τον εξέθεσε ενώπιον του συγκεκριμένου προσώπου αλλά και ολόκληρης της γειτονιάς του.

 

Βάσει της ανωτέρω εκτενούς ανάλυσης και αξιολόγησης, οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν ότι οι δηλώσεις του Αιτητή αναφορικά με το σεξουαλικό του προσανατολισμό δεν κατέστησαν ικανές να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας των δηλώσεων του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε σχετική έρευνα αναφορικά με τις συνθήκες που αντιμετωπίζουν τα μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας στη ΛΔΚ. Ολοκληρώνοντας την αξιολόγηση του υπό εξέταση ισχυρισμού, οι Καθ΄ ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι δηλώσεις του Αιτητή βρίσκουν, εν μέρει, έρεισμα στις αντληθείσες πληροφορίες, πλην όμως η έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας δεν άφησε περιθώρια αποδοχής του υπό εξέταση ισχυρισμού ως αντικατοπτρίζον βιωματική συνθήκη. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός απορρίφθηκε ως μη αξιόπιστος.

 

Περνώντας στην αξιολόγηση του 3ου ισχυρισμού, ήτοι των δηλώσεων του Αιτητή περί του ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του ότι υποβλήθηκε σε διαδικασίες εξορκισμού από την οικογένειά του εξαιτίας του σεξουαλικού του προσανατολισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση τόνισαν ότι λόγω της αιτιώδους συνάφειας με τον προηγουμένως απορριφθέντα ισχυρισμό , ο υπό εξέταση ισχυρισμός παρουσιάζεται κλονισθείς εκ προοιμίου.

 

Προχωρώντας ωστόσο στην αξιολόγηση των σχετικών δηλώσεων του Αιτητή, οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν ότι ο Αιτητής δεν ήταν σε θέση να παραθέσει με χρονική συνοχή τα εξιστορισθέντα γεγονότα αφού δήλωσε ότι υποβλήθηκε σε εξορκισμούς 5 χρόνια μετά την έναρξη και 3 χρόνια μετά τη λήξη της ομοφυλοφιλικής σχέσης που διατηρούσε. Παράλληλα, οι περιγραφές του ως προς το πλήθος των τελετουργικών εξορκισμού στα οποία υποβλήθηκε ήταν ασαφείς και στερούμενες περιγραφικής λεπτομέρειας. Βάσει των ανωτέρω, οι Καθ’ ων η αίτηση αξιολόγησαν ότι οι δηλώσεις του Αιτητή δεν μπόρεσαν να θεμελιώσουν την εσωτερική αξιοπιστία του υπό εξέταση ισχυρισμού.

 

Προχωρώντας στην αξιολόγηση της εξωτερικής αξιοπιστίας του υπό εξέταση ισχυρισμού, οι Καθ’ ων η αίτηση προχώρησαν σε έρευνα εκ της οποίας επιβεβαιώθηκε ότι στη χώρα καταγωγής εφαρμόζεται η επονομαζόμενη «θεραπεία μεταστροφής» κατά τη διάρκεια της οποίας μέλη της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας υποβάλλονται σε διάφορες επίπονες διαδικασίες προκειμένου να εξαγνιστούν και να «διορθωθούν». Ως εκ τούτου, οι δηλώσεις του Αιτητή κρίθηκαν ως εξωτερικά αξιόπιστες. Ολοκληρώνοντας, οι Καθ’ ων η αίτηση απέρριψαν τον υπό εξέταση ισχυρισμό ως μη αξιόπιστο καθώς έκριναν ότι οι δηλώσεις του Αιτητή και δη η έλλειψη εσωτερικής αξιοπιστίας δεν οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα εξιστορισθέντα αποτελούν βιωματικά περιστατικά. Παρατηρώ ότι στη συνέχεια η αρμόδια αρχή εξέτασε το ενδεχόμενο της υπαγωγής του αιτητή σε καθεστώς διεθνούς προστασίας κρίνοντας ότι, επί τη βάσει του μοναδικού αποδεκτού ισχυρισμού του Αιτητή περί των προσωπικών του στοιχείων, δεν στοιχειοθετήθηκε βάσιμος και δικαιολογημένο φόβος δίωξης σε περίπτωση επιστροφής του στη ΛΔΚ,  όπως προνοεί το άρθρο 3(1) του Περί Προσφύγων Νόμου όπως επίσης δεν συντρέχει κανένας λόγος παραχώρησης καθεστώτος συμπληρωματικής προστασίας δυνάμει του άρθρου 19 (1) καθότι δεν αποδείχθηκε ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 19(2), (α), (β), (γ), του Περί Προσφύγων Νόμου.

 

Το Γραπτό σημείωμα με τα επισυνημμένα έγγραφα μεταφράστηκαν στον αιτητή και του δόθηκε χρόνος για να τοποθετηθεί επί του σημειώματος. Κατά την ακροαματική διαδικασία της παρούσας αίτησης, ο αιτητής επανέλαβε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής λόγω του σεξουαλικού του προσανατολισμού, προσθέτοντας ότι στη χώρα καταγωγής δεν μπορεί να ζήσει όπως θέλει και να προστατευτεί. Προσέθεσε δε ότι δέχτηκε λεκτικές και σωματικές απειλές από την οικογένειά του και από άτομα στο δρόμο. Επανέλαβε ότι συνειδητοποίησε το σεξουαλικό του προσανατολισμό σε ηλικία 14 ετών καθώς άρχισε να αναπτύσσει αποκλειστικά σεξουαλικά συναισθήματα προς τους άνδρες. Στη συνέχεια δήλωσε ότι από ηλικίας 15 μέχρι 24 ετών διατήρησε πλήθος σχέσεων με άνδρες και μία μόνο με γυναίκα . Ερωτηθείς για ποιο λόγο σύναψε σχέση με γυναίκα, ο αιτητής προέβαλε ότι ήθελε να δοκιμάσει για να δει αν μπορεί να λειτουργήσει η εν λόγω σχέση.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος των Καθ’ων η αίτηση μέσω του Γραπτού της σημειώματος αναφέρει πως το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε από τον αρμόδιο λειτουργό της Ε.Υ.Υ.Α επιμελώς σε κάθε στάδιο της προβλεπόμενης από το νόμο διαδικασίας και η απόφαση την οποία αμφισβητεί ο αιτητής κατά την εισήγησή του ήταν αποτέλεσμα ενδελεχούς έρευνας, ορθής αξιολόγησης των στοιχείων και ορθής εφαρμογής του Νόμου.

 

Θα πρέπει να αναφερθεί πως η περίπτωση του αιτητή υπάγεται στις διατάξεις του άρθρου 6Β(2)(α) και 6Β(2)(ββ) του σχετικού Νόμου. To άρθρο 6Β του περί Νομικής Αρωγής Νόμου προβλέπει τα εξής (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«Νομική αρωγή σε αιτητές και δικαιούχους διεθνούς προστασίας

6Β. (1) [...]

 

(2) Παρέχεται δωρεάν νομική αρωγή σε αιτητή διεθνούς προστασίας, ο οποίος ασκεί προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος -

 

(α) Kατά δυσμενούς απόφασης του Προϊσταμένου επί της αίτησης διεθνούς προστασίας του εν λόγω αιτητή, την οποία απόφαση ο Προϊστάμενος έλαβε δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 5, 12Βδις, 12Βτετράκις, 12Δ ή 13 του περί Προσφύγων Νόμου του 2000, ή

 

(β) [.]

 

υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

 

(αα) Η δωρεάν νομική αρωγή αφορά μόνο την πρωτοβάθμια εκδίκαση της προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου δυνάμει των διατάξεων του Άρθρου 146 του Συντάγματος, και όχι την εκδίκαση έφεσης ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της δικαστικής απόφασης η οποία εκδίδεται στα πλαίσια της εν λόγω πρωτοβάθμιας εκδίκασης, ούτε άλλο ένδικο μέσο∙ και

 

(ββ) κατά την κρίση του Διοικητικού Δικαστηρίου, η προσφυγή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας:

 

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου (ββ) εφαρμόζονται χωρίς να περιορίζουν αυθαίρετα την παροχή της δωρεάν νομικής αρωγής και χωρίς να εμποδίζεται η ουσιαστική πρόσβαση του αιτητή διεθνούς προστασίας στη δικαιοσύνη.».

  

Στη βάση των προαναφερόμενων προνοιών της σχετικής νομοθεσίας, δίδεται ευρεία διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσον, με βάση τα ενώπιον του στοιχεία, η προσφυγή του Αιτητή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας (Νομική Αρωγή αρ. 23/2010, Farshad Khamsen, ημερομηνίας 14/10/2010).

 

Το Δικαστήριο θα πρέπει να λάβει υπόψη του το δικαίωμα του Αιτητή να ακουστεί στη βάση του άρθρου 146 του Συντάγματος, αλλά θα πρέπει περαιτέρω να εξετάσει το Δικαστήριο την αίτηση με βάση το υλικό που έχει ενώπιον του χωρίς να δίδονται νομικές αρωγές ανεξέλεγκτα σε υποθέσεις που δεν έχουν πιθανότητες επιτυχίας (Νομική Αρωγή αρ. 10/2010 ALALI ABDULHAMID, ημερομηνίας 06/05/2010 και Νομική Αρωγή υπ’ αρ. 25/2010, ANTHONIA IDAHOR, ημερομηνίας 13/12/2010).

Κατά την εξέταση των εκατέρωθεν ισχυρισμών το Δικαστήριο προβαίνει σε εκ πρώτης όψεως εξέταση της υπόθεσης, χωρίς βεβαίως το Δικαστήριο να καλείται να αποφασίσει επί της οριστικής τύχης της προσφυγής που πιθανόν να καταχωρήσει ο Αιτητής.  Σημειώνεται, πως το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης για νομική αρωγή, δεν θα επηρεάσει την τελική έκβαση της προσφυγής που πιθανόν να καταχωρηθεί από τον Αιτητή εφόσον το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία δεν αποφασίζει επί της οριστικής τύχης της προσφυγής (Durgo Man v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 278/09, ημερομηνίας 15.7.2009, Baghour και Roud Gad, υπόθ. αρ.7/11 και 8/11, ημερομηνίας 28.3.2011 ).

Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόνοιες της νομοθεσίας αλλά και όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον μου, δεν διακρίνω νοηματική συνέπεια και χρονική συνοχή ανάμεσα στα όσα ο Αιτητής δήλωσε στην συνέντευξη του αλλά και σε όσα δήλωσε κατά την ακροαματική διαδικασία ενώπιόν μου. Κρίνω αναγκαίο επίσης να αναφέρω ότι σχετικά με τους ισχυρισμούς του Αιτητή, η αρμόδια Υπηρεσία προέβη στη δέουσα έρευνα προς εξέταση τόσο της εσωτερικής όσο και της εξωτερικής της αξιοπιστίας. Από τα ενώπιον μου δεδομένα διαπιστώνω ότι το ιστορικό όπως ο ίδιος ο Αιτητής το ανέφερε δεν συνοδεύεται από ισχυρούς δείκτες αξιοπιστίας όπως συνοχή, πειστικότητα, περιγραφική λεπτομέρεια, νοηματική συνέπεια και χρονική συνοχή. Ως εκ τούτου,  κρίνω ότι ορθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι ο Αιτητής δεν κατάφερε να παράσχει λεπτομέρειες και/ή στοιχεία ικανά να στοιχειοθετήσουν τον πυρήνα του αιτήματός του καθώς υπέπεσε σε πλήθος αντιφάσεων.  

Επιπλέον, κατά την ακροαματική διαδικασία, ο Αιτητής υπέπεσε σε περαιτέρω αντιφάσεις που ενισχύουν την ορθότητα της εκτίμησης του λειτουργού περί αναξιοπιστίας του Αιτητή. Ειδικότερα, αν και βάσει του πρακτικού της προφορικής του συνέντευξης προκύπτει ότι ο Αιτητής σύναψε μόνο δύο σχέσεις με ομόφυλα άτομα, κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας δήλωσε ότι από ηλικίας 15 μέχρι 25 ετών σύναψε πλήθος ομοφυλοφιλικών σχέσεων. Οι δε δηλώσεις του Αιτητή κρίνεται ότι δεν ανταποκρίνονται στην ευλόγως αναμενόμενη εσωτερική διεργασία την οποία αναμένεται να διέλθει οποιοδήποτε άνθρωπο συνειδητοποιεί την ομοφυλοφιλία του και μάλιστα σε νεαρή ηλικία. Η δε δήλωση του Αιτητή περί του ότι, συν τοις άλλοις, σύναψε σχέση με γυναίκα για να δοκιμάσει και αν θα μπορούσε να δουλέψει κρίνεται ως ανυπόστατη. Από το σύνολο του αφηγήματός του άλλωστε, εκλείπει το στοιχείο της στοχοποίησής του από τα μέλη της οικογένειάς του, όπως ο ίδιος ισχυρίζεται,  αφού από το σύνολο των ενώπιόν μου στοιχείων δεν προκύπτει με σαφήνεια η αφορμή και/ή το συγκεκριμένο περιστατικό εξαιτίας του οποίου ο Αιτητής φέρεται να αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Παρατηρείται συναφώς ότι από τη στιγμή που ο Αιτητής εγκατέλειψε την οικία που διέμενε μέχρι να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής μεσολάβησε ένα σημαντικό χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο Αιτητής διέμεινε στην Kinshasa χωρίς να αντιμετωπίσει οποιοδήποτε πρόβλημα.

Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω, ορθώς ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι η εσωτερική και εξωτερική αξιοπιστία του Αιτητή δεν μπόρεσε να θεμελιωθεί. Από τα όσα ο Αιτητής  παρουσίασε ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου αλλά και στην ενώπιον μου δικαστική διαδικασία δεν προκύπτει αληθοφάνεια των ισχυρισμών που συνοδεύουν τον πυρήνα του αιτήματος του, ενόψει των ουσιωδών αντιφάσεων στην περιγραφή των εξιστορισθέντων γεγονότων και κυρίως της αδυναμίας του να στοιχειοθετήσει τις δηλώσεις του περί ομοφυλοφιλίας. Ως εκ τούτου, διαφαίνεται, εκ πρώτης όψεως, ότι ορθώς η Υπηρεσία Ασύλου κατέληξε  στο ότι δεν μπορεί ο Αιτητής να υπαχθεί σε καθεστώς διεθνούς προστασίας σε συνάρτηση με τις προσωπικές του περιστάσεις όπως και με πληροφορίες από την χώρα καταγωγής, οι οποίες αντλήθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό.

Η ορθή κρίση του αρμόδιου λειτουργού επί της αξιοπιστίας του Αιτητή αποτελεί βασικό στοιχείο για την έγκριση του αιτήματος ασύλου όπως υπαγορεύεται και από την παράγραφο 197 του Εγχειριδίου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των Προσφύγων, της Ύπατης Αρμοστείας των Ηνωμένων Εθνών. Συνεπώς, τα σημεία αντιφάσεων που διαπιστώθηκαν από τον αρμόδιο λειτουργό και όσα διαπιστώνονται και την ενώπιον μου διαδικασία πλήττουν σοβαρά την αξιοπιστία του Αιτητή και τον πυρήνα του αιτήματος του, με αποτέλεσμα να υπάρχει κώλυμα έγκρισης της παρούσας νομικής αρωγής (Amiri Mohammad ν. Aναθεωρητικής Aρχής Προσφύγων και Άλλης (2009) 3 ΑΑΔ 358, EDWARD ESKANDAZ ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 1673/2010, 4/7/2013, JAFAR KALASH ν. ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΠΡΟΣΦΥΓΩΝ κ.α., Υπόθεση Αρ. 626/2010, 8/10/2013).

Με βάση λοιπόν το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου, όπως τα έχω αναφέρει και πιο πάνω, καταλήγω εκ πρώτης όψεως ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς από την Υπηρεσία Ασύλου και δεν διαπιστώνω οποιαδήποτε πλημμέλεια εκ μέρους της. Η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου κρίνω εκ πρώτης όψεως πως υπήρξε επαρκώς αιτιολογημένη, περιέχουσα ξεκάθαρα το σκεπτικό και τους λόγους που οδήγησαν σε αυτήν, είναι δε προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης των δεδομένων και στοιχείων, που τέθηκαν ενώπιον της Υπηρεσίας.

Όπως  έχει αποφασιστεί  σε διάφορες υποθέσεις ( Tamaga Durgo Man v. Δημοκρατίας, υπόθ. αρ. 278/09, ημερ. 15.7.2009Nacira Baghour και Maged Amin Roud Gadυπόθ. αρ. 7/11 και 8/11, ημερ. 28.3.2011 και Yahya Ali Ahmad Odeh, υπόθ. αρ. 10/12, ημερ. 28.3.2012) το Δικαστήριο εξετάζοντας τέτοια αίτηση έχει αφενός διακριτική ευχέρεια για την έγκριση ή απόρριψη της, και αφετέρου δεν προβαίνει σε οριστικά συμπεράσματα για την τύχη της ίδιας της προσφυγής μιας και αυτό που εξετάζει είναι αν έχει πραγματικές πιθανότητες να εκδοθεί δικαστική απόφαση υπέρ της.

Επομένως, για τους λόγους που έχουν εκτεθεί, κρίνω ότι στη βάση των ενώπιον μου στοιχείων πως δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφυγή που έχει καταχωρηθεί από τον Αιτητή έχει πραγματικές πιθανότητες επιτυχίας.

Με δεδομένη την μη ικανοποίηση της απαραίτητης εκ του Νόμου προϋπόθεσης, η αίτηση αναπόφευκτα απορρίπτεται χωρίς έξοδα.

Τα έξοδα του μεταφραστή να καταβληθούν από τη Δημοκρατία.

 

 

                                                                                  Χ. ΠΛΑΣΤΗΡΑ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο