ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: Τ2459/2023

12 Μαρτίου, 2024

[Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

 

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

 

Μεταξύ:

 

D.M.

Αιτήτρια

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

 

Καθ’ ων η Αίτηση

 

Κ. Κουπαρή (κα), Δικηγόρος για την Αιτήτρια

Ε. Προκοπίου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τους Καθ' ων η Αίτηση

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.: Με την παρούσα προσφυγή η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση των Καθ' ων η Αίτηση, ημερομηνίας 17/08/2023, με την οποία απορρίφθηκε η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της για επανεξέταση του φακέλου της ως απαράδεκτη, ως άκυρη και/ή στερημένη οιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος.

 

Τα ουσιώδη γεγονότα της παρούσας υπόθεσης εκτίθενται στο Υπόμνημα των Καθ' ων η Αίτηση και υποστηρίζονται από τα στοιχεία του σχετικού διοικητικού φακέλου που έχει κατατεθεί από τους Καθ' ων η Αίτηση. Όπως προκύπτει από αυτά, η Αιτήτρια είναι υπήκοος της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό και στις 28/01/2020 υπέβαλε αίτηση για παραχώρηση καθεστώτος διεθνούς προστασίας αφού εισήλθε παράτυπα στις ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές.

 

Στις 04/10/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη της Αιτήτριας από λειτουργό της EUAA στην Υπηρεσία Ασύλου με τη δωρεάν συνδρομή διερμηνέα. Στις 07/11/2022, ο εν λόγω λειτουργός ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με τη συνέντευξη της Αιτήτριας, για απόρριψη του αιτήματός της για διεθνή προστασία ενόψει του ότι τα όσα η Αιτήτρια είχε επικαλεστεί και έγιναν αποδεκτά, δεν πληρούσαν τα απαραίτητα αντικειμενικά στοιχεία που να στοιχειοθετούν δικαιολογημένο φόβο δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου (παρ. 42, 43 και 45 του Εγχειριδίου για τις Διαδικασίες και τα Κριτήρια Καθορισμού του Καθεστώτος των Προσφύγων). Στη συνέχεια, εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου, αφού εξέτασε την Έκθεση/Εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού, απέρριψε το αίτημα της Αιτήτριας στις 16/11/2022.

 

Στις 21/12/2022 η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή σχετικά με το αίτημα της Αιτήτριας (στην οποία συμπεριέλαβε τη σχετική εισηγητική έκθεση ως αιτιολόγηση της απόφασης της), η οποία παρελήφθη ιδιοχείρως από την Αιτήτρια αυθημερόν, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.

 

Η Αιτήτρια καταχώρησε (μέσω δικηγόρου) εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου την υπ' αριθμόν 7610/2022 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στις 29/12/2022, η οποία απορρίφθηκε (λόγω μη προώθησης) στις 08/05/2023.

 

Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 27/06/2023, η Αιτήτρια υπέβαλε «Μεταγενέστερη Αίτηση Διεθνούς Προστασίας» για επανεξέταση του φακέλου της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Στις 27/06/2023 αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που επιλήφθηκε της πιο πάνω μεταγενέστερης αίτησης, με την Έκθεση/Εισήγηση της, εισηγήθηκε την απόρριψη της εν λόγω μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας ως απαράδεκτης. Στις 27/06/2023 η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και την ίδια ημέρα, με επιστολή ημερομηνίας 27/06/2023 που εξέδωσε η Υπηρεσία Ασύλου, κοινοποιήθηκε δια χειρός στην Αιτήτρια η απόφαση απόρριψης της μεταγενέστερης αίτησής της, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.

 

Η Αιτήτρια καταχώρησε (αυτοπροσώπως) κατά της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου την υπ' αριθμόν Τ2090/2023 προσφυγή ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας στις 11/07/2023, η οποία απορρίφθηκε στις 28/07/2023.

 

Ακολούθως και συγκεκριμένα στις 09/08/2023, η Αιτήτρια υπέβαλε δεύτερη «Μεταγενέστερη Αίτηση Διεθνούς Προστασίας» για επανεξέταση του φακέλου της ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. ερυθρά 170-167 του διοικητικού φακέλου).

 

Στις 16/08/2023 αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου που επιλήφθηκε της πιο πάνω αναφερόμενης δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης, με την Έκθεση/Εισήγηση της, εισηγήθηκε την απόρριψη της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας ως απαράδεκτης (βλ. ερυθρά 182-179 του διοικητικού φακέλου). Στις 17/08/2023 η εν λόγω εισήγηση εγκρίθηκε από εξουσιοδοτημένο από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου (βλ. ερυθρό 183 του διοικητικού φακέλου) και με επιστολή ημερομηνίας 24/08/2023 που εξέδωσε η Υπηρεσία Ασύλου, κοινοποιήθηκε την ίδια ημέρα δια χειρός στην Αιτήτρια η απόφαση απόρριψης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησής της, κατόπιν επεξήγησης του περιεχομένου της από διερμηνέα.

 

Στις 29/08/2023 η Αιτήτρια καταχώρησε (μέσω δικηγόρου) την υπό εξέταση προσφυγή εναντίον της ως άνω αναφερόμενης απορριπτικής απόφασης της Υπηρεσίας Ασύλου (επί του δεύτερου μεταγενέστερου αιτήματός της για επανεξέταση του φακέλου της). Την ίδια μέρα, δια της συνηγόρου της, η Αιτήτρια καταχώρησε μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε διάταγμα του Δικαστηρίου για παραμονή της στην Κυπριακή Δημοκρατία μέχρι την έκδοση τελικής απόφασης επί της υπό αναφορά προσφυγής της. Στις 20/09/2023 και μετά από ακρόαση της ανωτέρω μονομερούς αίτησης, εκδόθηκε από το παρόν Δικαστήριο το αιτούμενο διάταγμα.

 

Η ευπαίδευτη συνήγορος της Αιτήτριας, δια της γραπτής αγόρευσης της (υπό τη μορφή υπομνήματος), προβάλλει ισχυρισμό ότι είναι ανυπόστατη η έκθεση/αξιολόγηση της αρμόδιας λειτουργού (επί της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης), καθώς λανθασμένα κατέγραψε στην εν λόγω έκθεση/εισήγηση (σελ. 4) ότι εξ υπαιτιότητας της η Αιτήτρια δεν αναφέρθηκε σε ψυχολογικό τραύμα, ενώ υπάρχει σχετικό έγγραφο που δείχνει το ψυχικό της τραύμα (παραπέμποντας στο έντυπο αναφοράς ειδικών αναγκών για την Αιτήτρια, ημερ. 30/01/2020 – βλ. ερυθρά 8-5 του διοικητικού φακέλου). Βάσει τούτου, υποβάλλει ότι σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(2) του περί Προσφύγων Νόμου, θα έπρεπε η εν λόγω αίτησή της να τύχει χειρισμού ως νέο διάβημα και όχι ως ξεχωριστή αίτηση. Επιπρόσθετα, η συνήγορος της Αιτήτριας προβάλλει ισχυρισμό ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης της Αιτήτριας στα πλαίσια του πνεύματος του νόμου προς ουσιαστική εξέταση της αίτησής της ως νέο διάβημα, αφού η αρμόδια λειτουργός προέβη σε αξιολόγηση βασιμότητας/ουσίας βάσει του άρθρου 16Δ(3)(β) του περί Προσφύγων Νόμου σχετικά με τα στοιχεία (που υπέβαλε η Αιτήτρια με τη δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της) τα οποία προέκυψαν μετά τον θάνατο του κυοφορούμενου από την Αιτήτρια εμβρύου, χωρίς προηγουμένως να ενημερώσει σχετικά την Αιτήτρια.

 

Καταλήγοντας, υποβάλλει ότι παραβιάστηκε η αρχή της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης, καθώς και οι πρόνοιες του άρθρου 18 του περί Προσφύγων Νόμου, ως προς την αρχή που προνοεί εξειδικευμένη έρευνα κατά την αξιολόγηση αιτήσεων διεθνούς προστασίας, καθότι η πηγή στην οποία ανέτρεξε η αρμόδια λειτουργός για πληροφορίες αναφορικά με την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, όπου εντόπισε πως υπάρχει υποστηρικτικό δίκτυο και οργανώσεις που παρέχουν βοήθεια σε άτομα με ψυχικά νοσήματα, αφορά σε συγκεκριμένη ‘μηχανή αναζήτησης’ πληροφοριών στο διαδίκτυο (η συνήγορος της Αιτήτριας παραπέμπει στο ερυθρό 173 του διοικητικού φακέλου), που δεν μπορεί να αποτελέσει έγκυρη/αξιόπιστη πηγή προς τεκμηρίωση των πιο πάνω (η συνήγορος της Αιτήτριας παραπέμπει επίσης στη σελ. 16 στον Οδηγό της EASO με τίτλο ‘Country of Origin Information (COI) Report Methodology’, Ιούνιος 2019). Τέλος, η συνήγορος της Αιτήτριας παραπέμπει στο ακόλουθο σκεπτικό απόφασης (στη συναφή, ως αναφέρει, υπόθεση ενώπιον του Δ.Δ.Δ.Π.) στην Υπόθεση αρ.3215/21, ημερ. 19/09/2022: «[.] δεν νοείται εξέταση, και μάλιστα με έρευνα στη βάση πληροφοριών για την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα του αιτητή, ειδικώς σε περίπτωση που η χώρα καταγωγής του αιτητή δεν κατατάσσεται στις ασφαλείς χώρες ιθαγενείας, χωρίς ο αιτητής να κληθεί σε - στοιχειώδη έστω - συνέντευξη επί των ισχυρισμών του αλλά και των επικαιροποιημένων προσωπικών του περιστάσεων. Στην απουσία συνέντευξης πως θα μπορούσε άλλωστε να εκφρασθεί κρίση επί του κατά πόσο, στη βάση της νομολογιακής μεθόδου της «αναπροσαρμοζόμενης κλίμακας» [1], προκύπτει η απαιτούμενη εκ του αρ.19 (2) (γ) του Νόμου σοβαρή και προσωπική απειλή κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας αμάχου (βλ. και απόφαση ΔΕΕ, ημ.10/06/21, υπ. αρ.C-901/19 CF and DN v Bundesrepublik Deutschland).».

 

Στο σημείο αυτό επισημαίνεται ότι, η παρούσα προσφυγή αφορά στην επίδικη απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερ. 17/08/2023 (με την οποία συγκεκριμένα η δεύτερη μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας που υποβλήθηκε στις 09/08/2023, απορρίφθηκε ως απαράδεκτη).

 

Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, σχετικό είναι το άρθρο 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου.  Από το λεκτικό του ανωτέρου αναφερόμενου άρθρου, καθώς και από το αιτητικό της παρούσας προσφυγής, προκύπτει ότι το Δικαστήριο εξετάζει στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, κατά πόσον η απόφαση να απορριφθεί μεταγενέστερο αίτημα ως απαράδεκτο είναι ορθή και νόμιμη, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις παραδεκτού που τίθενται στο άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου.   Σύμφωνα με το  άρθρο 16Δ(3) του περί Προσφύγων Νόμου:

«(α) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το παραδεκτό της αίτησης σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 12Βτετράκις, ο Προϊστάμενος προβαίνει σε προκαταρτική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτητή νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία ο Προϊστάμενος δεν έλαβε υπόψη κατά την έκδοση της εκδοθείσας απόφασής του, σχετικά με την εξέταση του κατά πόσο ο αιτητής πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας:

Νοείται ότι, σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτητής δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

(β) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώνει ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν τα προαναφερόμενα στην παράγραφο (α) νέα στοιχεία ή πορίσματα, προβαίνει σε ουσιαστική εξέτασή τους, αφού προηγουμένως ενημερώσει σχετικά τον αιτητή, και εκδίδει νέα εκτελεστή απόφαση, μόνο εφόσον –

(i) Τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στον αιτητή διεθνούς προστασίας και

(ii) ικανοποιείται πως ο αιτητής, άνευ δικής του υπαιτιότητας, αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη διαδικασία και ιδίως μέσω της προσφυγής στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

[…]»

 

Ως προς το παραδεκτό μεταγενέστερης αίτησης για διεθνή προστασία (σε σύμπνοια και με τα όσα αναφέρονται στο Άρθρο 40, εδάφια (3) και (4), της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ), διαφαίνεται από τα πιο πάνω, ότι ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου δεν προβαίνει σε ουσιαστική εξέταση των νέων στοιχείων που υποβάλλει αιτητής, εκτός εάν πληρούνται και οι δύο προϋποθέσεις υπό τα σημεία (i) και (ii), του εδαφίου (3)(β) του άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου. Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι, αιτητής δύναται να καταγράψει και εξηγήσει με λεπτομέρεια τους λόγους που επιθυμεί την επανεξέταση του φακέλου του, ως επίσης να παραθέσει/προσκομίσει συναφή τεκμήρια/έγγραφα προς υποστήριξή τους, ως προκύπτει από το ειδικό έντυπο («Μεταγενέστερη Αίτηση Διεθνούς Προστασίας») που συμπληρώνεται και υποβάλλεται από τα πρόσωπα που επιθυμούν επανεξέταση του φακέλου τους ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου.

 

Σχετικό είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση της αδελφής Δικαστή κας Κλεάνθους στην Υπόθεση Αρ. 1317/20, ημερ. 20/09/2021: «36. Το παρόν Δικαστήριο έχει συνεπώς την εξουσία να προβαίνει σε έλεγχο ακόμα και τροποποίηση της απόφασης επί μεταγενέστερης αίτησης μέχρι το σημείο κρίσης επί του παραδεκτού όχι όμως υποχρέωση εξέτασης της ανάγκης χορήγησης διεθνούς προστασίας, χωρίς να έχει προηγηθεί ολοκληρωμένη κατ' ουσία εξέταση των ισχυρισμών της Αιτήτριας.» [βλ. επίσης σημείο  6 στην κατάληξη της απόφασης του ΔΕΕ ημερ. 04/10/2018 στην υπόθεση C‑652/16, Προδικαστική παραπομπή στην υπόθεση C‑652/16, Nigyar Rauf Kaza Ahmedbekova, Rauf Emin Ogla Ahmedbekov κατά Zamestnik‑predsedatel na Darzhavna agentsia za bezhantsite (ECLI:EU:C:2018:801)]. Συνακόλουθα, σχετική είναι και η απόφαση του ΔΕΕ ημερ. 09/09/2020 στην υπόθεση C-651/19, JP κατά Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides (ECLI:EU:C:2020:681), όπου στις σκέψεις 59 και 60 αναφέρονται τα ακόλουθα:

«59 Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αποσκοπεί στην υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, νέων στοιχείων ή πορισμάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση στην οποία υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όταν από την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή πορίσματα, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2 στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.

60 Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. [.]»

 

Ενόψει των ανωτέρω, κρίνω σκόπιμη την παράθεση των ισχυρισμών της Αιτήτριας ως προβλήθηκαν κατά τη διαδικασία εξέτασης του αιτήματός της (με σύνοψη, παράλληλα, της αξιολόγησης τους σε κάθε στάδιο από την Υπηρεσία Ασύλου).

 

Με την καταχώρηση της αίτησης της για παραχώρηση διεθνούς προστασίας (βλ. μετάφραση στο ερυθρό 17 του διοικητικού φακέλου), η Αιτήτρια ανέφερε ότι ο λόγος που την ανάγκασε να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής της ήταν για να αποφύγει τον θάνατο και την κακοποίηση της από τον θείο της, ο οποίος την βίαζε για κάποιο διάστημα καθόσον την είχε υπό την φροντίδα του. Δήλωσε επίσης πως μιλούσε κάθε φορά για αυτό στους γονείς της αλλά όταν ο θείος της (που είχε θέση εξουσίας) έμαθε ότι η ίδια ξεκίνησε να μιλά σε άλλους, άρχισε να την απειλεί πως θα την σκοτώσει.

 

Κατά τη συνέντευξη της (βλ. ερυθρά 63-49 του διοικητικού φακέλου) με αρμόδιο λειτουργό της EUAA, η Αιτήτρια ανέφερε ότι κατέχει πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια μόρφωση, καθώς επίσης, σπουδές μέχρι και το πρώτο έτος πανεπιστημίου, αλλά δεν εργαζόταν στη χώρα της. Δήλωσε επίσης ότι ζούσε στην Kinshasa προτού εγκαταλείψει τη χώρα της, ενώ εκεί ζουν και τα πέντε από τα έξι αδέλφια της (η μητέρα της έχει αποβιώσει, ενώ ο πατέρας της μαζί με ένα από τα αδέλφια της ζουν στην πόλη Boma). Η ίδια γεννήθηκε στην πόλη Matadi και κατόπιν που ολοκλήρωσε την πρωτοβάθμια εκπαίδευση της, μετοίκησε στην πόλη Boma, όπου παρέμεινε για δύο έτη, ενώ κατά τη φοίτηση της σε σχολείο δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, η Αιτήτρια διέμενε με τον θείο της σε περιοχή της Kinshasa και όταν τελείωσε το σχολείο, η ίδια μετοίκησε σε άλλη περιοχή της Kinshasa, όπου παρέμεινε για ενάμιση περίπου έτος μέχρι που εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της. [βλ. ερυθρά 58-57 του διοικητικού φακέλου]

 

Ως προς τους λόγους για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια ανέφερε ότι από τα 15 της χρόνια ο θείος της, στο σπίτι του οποίου ζούσε η ίδια και ο οποίος την στήριξε οικονομικά, άρχισε να την κακοποιεί και την βίαζε, ενώ όταν η ίδια ήθελε να πει την αλήθεια στους γονείς της, εκείνος την απείλησε. Έτσι, η Αιτήτρια αποφάσισε ότι θα ήταν καλύτερα για το συμφέρον της να μην μιλήσει, εφόσον οι γονείς της δεν ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση και η ίδια τους έδινε κάποια από τα χρήματα που έπαιρνε από τον θείο της. Εν τέλει, η Αιτήτρια αποφάσισε να διαφύγει και να πάει σε φιλικά της πρόσωπα εφόσον δεν άντεχε πλέον την κατάσταση, ενώ έπειτα που ανέφερε τα εν λόγω γεγονότα στους γονείς της, εκείνοι δεν την πίστεψαν, ειδικότερα, η μητέρα της. Ως επίσης ισχυρίστηκε, ο θείος της ήταν άτομο με εξουσία στην φυλή τους και την είχε απειλήσει πως θα την σκότωνε εάν έλεγε την αλήθεια, έτσι, η ίδια δεν είχε άλλη επιλογή και αναγκάστηκε (αρχικά) να παραμείνει μαζί με τον θείο της και αυτό επηρέασε τη ζωή της, ενώ το περιστατικό του βιασμού της από τον θείο της, της είχε αφήσει κάποιο τραύμα, ως επικαλέστηκε. Έπειτα, η ίδια είχε αποταθεί σε ιατρό στην χώρα της για βοήθεια αλλά δεν μπορούσε για οικονομικούς λόγους να ακολουθήσει τα όσα εκείνος την συμβούλευσε να κάνει, ως δήλωσε. Ως εκ τούτου, έφυγε λόγω των όσων γίνονταν με τον θείο της καθώς και λόγω των απειλών για τη ζωή της. [βλ. ερυθρό 55, σημείο 4Χ, του διοικητικού φακέλου].

 

Ερωτηθείσα στη συνέχεια της συνέντευξης της κατά πόσο υπήρχαν οποιοδήποτε άλλοι (επιπλέον) λόγοι για τους οποίους εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια δήλωσε πως ήθελε να ξεχάσει όλα όσα πέρασε και να ξεκινήσει μια καινούργια ζωή και επίσης, να βοηθήσει την οικογένεια της λόγω των οικονομικών τους προβλημάτων που ήταν και η αιτία του προβλήματός της (βλ. ερυθρό 54, σημείο 1Χ, του διοικητικού φακέλου). Ακολούθως, στο (υποθετικό) ερώτημα που της τέθηκε αναφορικά με τι πιστεύει ότι μπορεί να της συμβεί σε περίπτωση που επιστρέψει στη χώρα καταγωγής της, η Αιτήτρια προέβαλε ότι αν και η Kinshasa είναι μια μεγαλούπολη, θα μαθευτεί ότι η ίδια επέστρεψε και (πλέον) η ίδια δεν γνωρίζει για τις προθέσεις του θείου της, επικαλούμενη επίσης ότι εάν μαθευτούν τα όσα της είχε κάνει, θα καταστρέψουν τη φήμη του (βλ. ερυθρό 54, σημείο 4Χ, και ερυθρό 53, σημείο 1Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Ως η Αιτήτρια διευκρίνισε, ο θείος της δεν γνωρίζει ότι η ίδια είχε αναφέρει στους γονείς της και στον φίλο της ότι εκείνος την κακοποιούσε, παρά μόνο την είχε απειλήσει (λεκτικά) όταν η ίδια (προτού φύγει) του είπε πως θα μιλήσει για αυτά που της έκανε (βλ. ερυθρό 52, σημεία 1Χ και 2Χ, του διοικητικού φακέλου). Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια ανέφερε ότι το τελευταίο περιστατικό έγινε περί το τέλος του 2018, λίγο προτού η ίδια φύγει από κοντά του, που ήταν και η τελευταία φορά που την είχε κακοποιήσει και επίσης ήταν η τελευταία φορά που τον είδε, αφού έκτοτε ουδέποτε είχαν ξανά επαφή (βλ. ερυθρό 52, σημείο 3Χ, του διοικητικού φακέλου). Καταλήγοντας, αποκρινόμενη σε σειρά σχετικών ερωτήσεων, η Αιτήτρια επιβεβαίωσε πως θα μπορούσε να επιστρέψει στην χώρα καταγωγής της και να ζήσει σε κάποιο άλλο μέρος, και συγκεκριμένα στην πόλη Boma με τον πατέρα της, επικαλούμενη επίσης ότι σε περίπτωση που επιστρέψει στην χώρα της, δεν είναι ‘έτοιμη’, καθότι θα πρέπει η ίδια να φροντίζει πέραν του εαυτού της και για τον πατέρα της που είναι άρρωστος, άρα θα ήθελε να βρει δουλειά ώστε να καταφέρει (προτού επιστρέψει) να αποταμιεύσει χρήματα για την περίθαλψη του (βλ. ερυθρό 50 του διοικητικού φακέλου).

 

Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, οι Καθ' ων η Αίτηση προέβησαν σε έρευνα όλων των ενώπιων τους ουσιωδών στοιχείων και δεδομένων, αποδεχόμενοι τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ως προς την ταυτότητα, το προφίλ και την χώρα καταγωγής της (βλ. ερυθρά 97-96 του διοικητικού φακέλου), καθώς επίσης και ως προς το ότι ο θείος της την κακοποιούσε σεξουαλικά (βλ. ερυθρά 96-95 του διοικητικού φακέλου). Όσον αφορά τον ισχυρισμό της Αιτήτριας περί του ότι ο θείος της την απείλησε να μην αποκαλύψει το ότι την κακοποιούσε, αυτός δεν έγινε αποδεκτός λόγω του ότι κατά την αξιολόγηση της αξιοπιστίας της ως προς τον εν λόγω ισχυρισμό, διαπιστώθηκε πως η Αιτήτρια δεν ήταν σε θέση να υποστηρίξει με επαρκείς πληροφορίες και λεπτομέρειες το κατ’ ισχυρισμό περιστατικό που βίωσε αναφορικά με τις απειλές που δέχτηκε, ούτε προκύπτει από τις δηλώσεις της ότι απειλείτο η ζωή της (βλ. ερυθρά 94-93 του διοικητικού φακέλου).

 

Αξιολογώντας τα πραγματικά περιστατικά που έγιναν αποδεκτά, ο εν λόγω λειτουργός κατέληξε στην εισήγηση για απόρριψη του αιτήματος διεθνούς προστασίας αφού έκρινε ότι δεν επιβεβαιώθηκε δικαιολογημένος φόβος δίωξης για κάποιον από τους λόγους που αναφέρονται στο άρθρο 3(1) του περί Προσφύγων Νόμου ώστε να αναγνωριστεί η Αιτήτρια ως πρόσφυγας, καθώς επίσης ούτε περίπτωση η Αιτήτρια να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ώστε να της παραχωρηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Προσφύγων Νόμου.  Ειδικότερα, ως προς τον αποδεκτό ισχυρισμό της Αιτήτριας περί κακοποίησης από τον θείο της, ο λειτουργός κατά την αξιολόγηση κινδύνου, επεσήμανε ότι το ίδιο πρόσωπο δεν την παρενόχλησε για αρκετό χρονικό διάστημα ενώ βρισκόταν ακόμα στη χώρα καταγωγής της και μετά το περιστατικό και η ίδια είχε συνεχίσει κανονικά τη ζωή της [βλ. ερυθρά 93-87 του διοικητικού φακέλου].  Η Αιτήτρια υπέβαλε προσφυγή με αρ. 7610/22 στο Δικαστήριο, η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης (βλ. ερυθρό 119 του διοικητικού φακέλου).

 

Κατά την καταχώρηση της (πρώτης) μεταγενέστερης αίτησής της για επανεξέταση του φακέλου της (ημερ. 27/06/2023), η Αιτήτρια κατέγραψε στο σχετικό έντυπο ότι είναι μια κοπέλα που υπέστη σεξουαλική κακοποίηση και η τωρινή της ζωή δεν είναι όπως τις άλλες κοπέλες στην ηλικία της, ενώ η ίδια ζει με το τραύμα που της στοίχησε την εγκυμοσύνη της λόγω άγχους (βλ. μετάφραση στο ερυθρό 131 του διοικητικού φακέλου).

 

Η  αρμόδια λειτουργός των Καθ' ων η Αίτηση που εξέτασε προκαταρκτικά τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια με την (πρώτη) μεταγενέστερή της αίτηση, κατέγραψε σχετικά με αυτούς τα ακόλουθα (βλ. σημείο 2, ερυθρό 138 του διοικητικού φακέλου):

«Με την μεταγενέστερη αίτηση, δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, (αλλά επανέλαβε τους ίδιους). Ειδικότερα, η Αλλοδαπή κατά τη διάρκεια της συνέντευξης της ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα της εξαιτίας της σεξουαλικής κακοποίησης από τον θείο της. Η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι ο θείος άρχισε να τη βιάζει από την ηλικία των 15 ετών μέχρι το τέλος του 2018 (Π.Β. ερυθ. 63-49). Οι ισχυρισμοί της εξετάστηκαν κατ’ουσίαν και απορρίφθηκαν. Με την μεταγενέστερη αίτησή της, η Αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι είναι κοπέλα που υπέστη σεξουαλική παρενόχληση (Π.Β. ερυθ. 131). Επομένως, τα στοιχεία που υπέβαλε η Αλλοδαπή με την μεταγενέστερη αίτηση της δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

[.]

Τα στοιχεία που υπέβαλε η Αλλοδαπή με την μεταγενέστερη αίτησή της δεν αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας. Ειδικότερα, η Αλλοδαπή με τη μεταγενέστερη αίτησή της, ισχυρίστηκε ότι η ζωή της δεν είναι σαν των άλλων κοριτσιών της ηλικίας της και ζει με το τραύμα που προκάλεσε την εγκυμοσύνη της λόγω του στρες. Η αλλοδαπή ισχυρίστηκε ότι επιθυμεί να επανεξεταστεί ο φάκελος της και ότι έχει φέρει αποδεικτικά στοιχεία, που αποδεικνύουν την αλήθεια (Π.Β. ερυθ. 131-129). Η αλλοδαπή προσκόμισε αποδεικτικά ιατρικά έγγραφα σχετικά με την ψυχολογική και σεξουαλική κακοποίηση που έχει υποστεί και σύμφωνα με τα οποία πρέπει να λάβει ψυχολογικής υποστήριξης. Παρότι, τα εν λόγω ιατρικά έγγραφα έχουν υποστηρικτικό χαρακτήρα, δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησής της με καθεστώς διεθνούς προστασίας (Π.Β. ερυθ. 123-122). Οι λόγοι αυτοί που επικαλείται δεν συνδέονται με τις προϋποθέσεις του περί Προσφύγων Νόμου 2000 για χορήγηση διεθνούς προστασίας.»

 

Επιπλέον, η αρμόδια λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν (τέτοιες) ενδείξεις από τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια με την (πρώτη) μεταγενέστερη αίτηση της ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης (βλ. σημείο 3, ερυθρό 138 του διοικητικού φακέλου). Καταλήγοντας, η αρμόδια λειτουργός διαπιστώνει στην Έκθεση/Εισήγησή της ότι οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αποτελούν νέα στοιχεία και ούτε αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης διεθνούς προστασίας, και ως εκ τούτου εισηγήθηκε την απόρριψη του εν λόγω μεταγενέστερου αιτήματός της ως απαράδεκτου (βλ. ερυθρό 137 του διοικητικού φακέλου).  Η Αιτήτρια υπέβαλε προσφυγή με αριθμό  Τ2090/23 στο Δικαστήριο, κατά της ανωτέρω απορριπτικής απόφασης.

 

Κατά την καταχώρηση της επίδικης (δεύτερης) μεταγενέστερης αίτησής της για επανεξέταση του φακέλου της (ημερ. 09/08/2023), η Αιτήτρια κατέγραψε στο σχετικό έντυπο ότι ο θείος της, που είναι πολιτικός με επιρροή και αρκετή εξουσία στην ΛΔΚ, άρχισε να την κακοποιεί από την ηλικία των 16 ετών, ενώ η ίδια εγκατέλειψε τη χώρα της για προστασία διότι κινδυνεύει η ζωή της από εκείνον εφόσον είναι ο μόνος συγγενής που έχει στην πατρίδα της και δεν θα ήταν πρόβλημα για εκείνον να την σκοτώσει καθότι έχει εξουσία. Κατέγραψε επιπλέον ότι η ίδια υπέφερε από ψυχικές διαταραχές έκτοτε από εκείνο το περιστατικό, ενώ περί τον Μάρτιο του 2023, η ίδια έχασε το μωρό που κυοφορούσε λόγω άγχους, και έπειτα αναζήτησε ψυχολογική υποστήριξη, ενώ είχε και τάσεις αυτοκτονίας. Τέλος, ως καταγράφεται στην εν λόγω μεταγενέστερη αίτησή της, η ίδια ζητά όπως κληθεί σε συνέντευξη ώστε να προσκομίσει όλα τα νέα τεκμήρια που κατέχει τα οποία αποδεικνύουν ότι πράγματι ήταν θύμα σεξουαλικής κακοποίησης καθώς και ότι στην Κύπρο κατά τον Νοέμβριο (του 2022) έμεινε έγκυος και δεν κατάφερε να γεννήσει το μωρό της αφού εξαιτίας του άγχους και του τραύματός της πέθανε μέσα στην κοιλιά της [βλ. ερυθρά 169-168 του διοικητικού φακέλου]

 

Στο σημείο αυτό, αναφέρεται ότι, παράλληλα με την επίδικη (δεύτερη) μεταγενέστερή αίτηση ημερ. 09/08/2023 της Αιτήτριας, η συνήγορος της Αιτήτριας απέστειλε στην Υπηρεσία Ασύλου σχετικό αίτημα για κλήτευση της Αιτήτριας για συνέντευξη, ενόψει νέων στοιχείων, ως ισχυρίζεται (προβάλλοντας τους εν λόγω ισχυρισμούς στη σχετική επιστολή της ημερ. 09/08/2023 – βλ. ερυθρά 172-171 του διοικητικού φακέλου).

 

Η  αρμόδια λειτουργός των Καθ' ων η Αίτηση που εξέτασε προκαταρκτικά τους ισχυρισμούς που προέβαλε η Αιτήτρια με την επίδικη (δεύτερη) μεταγενέστερή της αίτηση, κατέγραψε σχετικά με αυτούς τα ακόλουθα (βλ. σημείο 2, ερυθρό 180 του διοικητικού φακέλου):

«Στις 09/08/2023, ο/η ΑΔΠ ισχυρίστηκε πως ο θείος της στην ηλικία των 16 ετών την κακοποιούσε σεξουαλικά, η ζωή της βρίσκεται σε κίνδυνο. Κατά την διάρκεια της συνέντευξης του ανέφερε τους ίδιους ισχυρισμούς, ότι δηλαδή δέχθηκε σεξουαλική κακοποίηση από τον θείο της, και ότι δέχθηκε απειλές από αυτόν. Οι ισχυρισμοί της εξετάστηκαν κατ ουσία και απορρίφθηκαν. Τα στοιχεία που υπέβαλε η ΑΔΠ με την μεταγενέστερη αίτηση της δεν αποτελούν νέα στοιχεία.

[Ο]/η ΑΔΠ ισχυρίστηκε πως [.] αντιμετωπίζει ψυχολογικά προβλήματα κατόπιν σεξουαλικής κακοποίησης από τον θείο της, χωρίς να επικαλεστεί τους λόγους για τους οποίους δεν αναφέρθηκε σε αυτά τα στοιχεία, κατά την προηγούμενη αίτησή του/της ενώ φαίνεται ότι αυτά προϋπήρχαν. Επομένως λόγω δικής της υπαιτιότητας δεν υποβλήθηκαν τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα. Στην συνέντευξη κλήθηκε να αναφέρει αν αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας αλλά δεν ανέφερε ότι αντιμετωπίζει οποιοδήποτε ψυχολογικό πρόβλημα.

Όσον αφορά τους ισχυρισμούς της για το ότι, ήταν έγκυος τον Μάρτιο του 2023 όπου απέβαλε λόγω στρες, ζήτησε την βοήθεια του ΚΑΡΥΤΑΣ για την εξεύρεση ψυχολόγου, θέλει να δώσει τέλος στην ζωή της, δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης της με διεθνή προστασία. Έγκυρες πηγές πληροφόρησης αναφέρουν ότι υπάρχει υποστηρικτικό δίκτυο καθώς και οργανώσεις, για άτομα με ψυχικά νοσήματα. (ΠΒ. Ερυθ. 176-173)

Προσκόμισε έγγραφα τα οποία παρατίθενται πιο κάτω,

·        Ιατρικό πιστοποιητικό από το νοσοκομείο της Κινσάσα, με ημερομηνία 08/08/2016, στο οποίο αναφέρεται, κάποια παλιά παραμόρφωση, ουρογεννητική λοίμωξη, τριβή δεξιού αντιβραχίου, δυσπεψία. Η ίδια ανέφερε στον ιατρό ότι δέχθηκε σεξουαλική κακοποίηση από τον θείο της. [Τ]ο έγγραφο αυτό [που] προσκόμισε και κατά την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης της, έχει υποστηρικτικό χαρακτήρα και επιπλέον τα όσα αναφέρονται δεν στοιχειοθετούν πραγματικό φόβο δίωξης. Επιπλέον τα όσα αναφέρονται στο έγγραφο έχουν εξεταστεί και απορριφθεί από την Υπηρεσία Ασύλου.

·        Ιατρικές εξετάσεις από νοσοκομείο της Δημοκρατίας, έγγραφο το οποίο δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης της με διεθνή προστασία.

·        [Έ]γγραφο από το Μακάριο Νοσοκομείο θνησιγενούς εμβρύου, έγγραφο το οποίο δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης της με διεθνή προστασία.

·        Μηνύματα συνομιλίας με τον οργανισμό ΚΑΡΥΤΑΣ, έγγραφο το οποίο δεν αυξάνει τις πιθανότητες χορήγησης της με διεθνή προστασία.»

 

Επιπλέον, η αρμόδια λειτουργός διαπίστωσε ότι δεν υπάρχουν ενδείξεις από τα στοιχεία που υπέβαλε η Αιτήτρια με τη (δεύτερη) μεταγενέστερη αίτηση της ότι, σε περίπτωση επιστροφής της στη χώρα καταγωγής, θα διέτρεχε τον κίνδυνο να υποβληθεί σε βασανιστήρια ή σε απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία κατά παράβαση του Άρθρου 3 της ΕΣΔΑ ή/και της αρχής της μη επαναπροώθησης (βλ. σημείο 3, ερυθρό 180 του διοικητικού φακέλου). Ως εκ των ανωτέρω δεδομένων, καταλήγοντας, η αρμόδια λειτουργός με την Έκθεση/Εισήγησή της, εισηγήθηκε την απόρριψη του εν λόγω (δεύτερου) μεταγενέστερου αιτήματος της Αιτήτριας ως απαράδεκτου (βλ. ερυθρό 179 του διοικητικού φακέλου).

 

Το παρόν Δικαστήριο, ασκώντας την εξουσία που του παρέχεται δυνάμει του Κανονισμού 3(ε) των Διαδικαστικών Κανονισμών του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας 2019, ως τροποποιήθηκαν μέχρι σήμερα, κάλεσε τους Καθ’ων η Αίτηση για να παραστούν και να τοποθετηθούν επί των ισχυρισμών της συνηγόρου της Αιτήτριας. 

 

Η συνήγορος της Αιτήτριας κατέθεσε περίγραμμα αγόρευσης, σε μορφή σημειώσεων, επικαλούμενη κυρίως την απόφαση του ΔΕΕ της 9ης Σεπτεμβρίου 2021 στην υπόθεση C18/20, XY v. Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl, αναφέροντας ότι οι αρχές πρέπει πρώτα να καθορίζουν αν υπάρχουν νέα στοιχεία και μετά να προβαίνουν σε έλεγχο περί παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης.   Σε σχέση με την παρούσα υπόθεση, ισχυρίστηκε ότι το νέο στοιχείο που επικαλέστηκε η Αιτήτρια ήταν τα ψυχολογικά της προβλήματα λόγω της σεξουαλικής κακοποίησης από το θείο της, τα οποία ουδέποτε εξετάστηκαν από τους Καθ’ων η αίτηση παρά το ότι είχε γίνει αποδεκτό ως στοιχείο που αναφέρθηκε στην αρχή της διαδικασίας και παρέπεμψε στο ερυθρό 5-8 του διοικητικού φακέλου.  Τέλος ισχυρίστηκε ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασης της Αιτήτριας, αφού έπρεπε να κληθεί σε συνέντευξη για να επεξηγήσει το νέο αυτό στοιχείο που επικαλέστηκε ενώ παραβιάστηκε και η αρχή της καλής πίστης και χρηστής διοίκησης.  Η συνήγορος της Αιτήτριας παρέπεμψε σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης σε σχέση με την μεταχείριση ψυχικά νοσούντων στο Κονγκό. 

 

Κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου ημερ. 08/11/2023, η συνήγορος της Αιτήτριας υπέβαλε ότι με βάση τα σημεία που καταγράφονται στο γραπτό της υπόμνημα, έχει γίνει σωρεία λαθών από την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου και θα πρέπει η αίτηση της Αιτήτριας να γίνει παραδεκτή από το Δικαστήριο. Ακολούθως, η δικηγόρος για τους Καθ’ ων η Αίτηση ανέφερε ότι έχει καταχωριστεί έγγραφο από τον ΟΚΥΠΥ σχετικά με διάγνωση της Αιτήτριας με κάποια ψυχολογική διαταραχή και πρόκειται συγκεκριμένα για κατάθλιψη ελαφριάς μορφής και οριακή νοημοσύνη. Περαιτέρω, η συνήγορος της Αιτήτριας ανέφερε ότι η Αιτήτρια έχει παραπεμφθεί και σε ψυχίατρο και αντιμετωπίζει συνεχώς πονοκεφάλους λόγω των όσων έχει βιώσει, ενώ η κατάσταση της επιδεινώθηκε λόγω του ότι έχασε το έμβρυο που κυοφορούσε, και η ίδια νιώθει ενοχές για αυτό το γεγονός, και που κακοποιήθηκε από τον θείο της. Η συνήγορος της Αιτήτριας ισχυρίστηκε επίσης πως δεν ακολουθήθηκε ορθά η διαδικασία από την αρμόδια λειτουργό κατά την εξέταση της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας, υποβάλλοντας ότι δεν τεκμηριώνονται τα στοιχεία στα οποία βασίστηκε, εφόσον η πηγή στην οποία παραπέμπει δεν αποτελεί αξιόπιστη και επίσημη πηγή.

 

Καταλήγοντας, η συνήγορος της Αιτήτριας προέβαλε επίσης ότι, επί της ουσίας και της πρώτης της αίτησης και λόγω πλημμέλειας των (τότε) συνηγόρων της, η Αιτήτρια δεν έτυχε ακρόασης και θα έπρεπε από την πρώτη φορά να της δινόταν καθεστώς προστασίας, ενώ ακολούθησε μια σωρεία λανθασμένων χειρισμών από την αρμόδια λειτουργό. Η δε συνήγορος για τους Καθ’ ων η Αίτηση σημείωσε ότι η Αιτήτρια υπέπεσε σε διάφορες αντιφάσεις, ίσως και λόγω της διάγνωσης της με οριακή νοημοσύνη, και δεν μπορούσε να διαχωρίσει τα βιώματα της αν είναι συστηματικά ή αν ήταν συγκεκριμένο το βίωμα που έζησε.

 

Αναφορικά με τα πιο πάνω, διακρίνεται ότι, με το δεύτερο μεταγενέστερο της αίτημα (βλ. ερυθρά 170-167 του διοικητικού φακέλου), η Αιτήτρια επικαλείται διάφορους λόγους για επανεξέταση του φακέλου της. Αρχικά, επαναλαμβάνει τους βασικούς ισχυρισμούς που είχε προβάλει και στην αρχική της αίτηση για διεθνή προστασία, ήτοι τη σεξουαλική κακοποίηση που υπέστη από τον θείο της στη χώρα καταγωγής της (ισχυρισμός που είχε γίνει αποδεκτός), ως επίσης ότι κινδυνεύει η ζωή της εάν επιστρέψει στην πατρίδα της λόγω των απειλών από τον θείο της (ισχυρισμός που δεν έγινε αποδεκτός). Οι εν λόγω ισχυρισμοί εξετάστηκαν (δεόντως) στα πλαίσια της διαδικασίας αξιολόγησης της αρχικής της αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου και είχε απορριφθεί το αίτημά της για διεθνή προστασία. Ως εκ τούτου, είναι ξεκάθαρο ότι οι εν λόγω ισχυρισμοί δεν αποτελούν νέα στοιχεία ώστε να πληρείται η προϋπόθεση που τίθεται από το άρθρο 16Δ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου [βλ. συναφώς, αιτιολογική σκέψη (36) στο Προοίμιο της Ευρωπαϊκής Οδηγίας 2013/32/ΕΕ: «Όταν ο αιτών υποβάλλει νέα αίτηση χωρίς να προσκομίζει νέα στοιχεία ή επιχειρήματα, θα ήταν δυσανάλογο να υποχρεούνται τα κράτη μέλη να ανοίγουν νέα πλήρη εξεταστική διαδικασία. Στις περιπτώσεις αυτές, τα κράτη μέλη θα πρέπει να μπορούν να απορρίπτουν την αίτηση ως απαράδεκτη με βάση την αρχή του δεδικασμένου.»].

 

Στη συνέχεια η αρμόδια λειτουργός κατέληξε ότι όσον αφορά τα ψυχολογικά προβλήματα και προβλήματα υγείας που επικαλέστηκε, αυτά δεν αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης της με διεθνή προστασία.  Παρέπεμψε προς τούτο σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και αξιολόγησε τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε η Αιτήτρια.     Σε σχέση με το έγγραφο εξέτασης της από ιατρό στη χώρα καταγωγής της (που φέρει ημερομηνία 08/08/2016), η αρμόδια λειτουργός κατέγραψε ότι το έγγραφο προσκομίστηκε και κατά την εξέταση της πρώτης μεταγενέστερης αίτησης της και επιπλέον τα όσα αναφέρονται δεν στοιχειοθετούν πραγματικό φόβο δίωξης.  Παρατηρώ ότι, αν και το ως άνω αναφερθέν ιατρικό έγγραφο που προσκόμισε η Αιτήτρια έχει υποστηρικτικό χαρακτήρα ως προς την κακοποίηση που η ίδια υπέστη σχετικά με τον βιασμό της από τον θείο της στη χώρα καταγωγής της (ισχυρισμός που εξάλλου εξετάστηκε στα πλαίσια αξιολόγησης της αρχικής της αίτησης από την Υπηρεσία Ασύλου και έγινε αποδεκτός), αφορά διάγνωση της Αιτήτριας ως προς τα σωματικά/φυσικά τραύματά της, χωρίς δε, να αναφέρεται στη ψυχολογική της κατάσταση (πέραν απλώς μιας σημείωσης στο τέλος του κειμένου που αποτελεί εισήγηση για ψυχολογική επιτήρηση).  Επιπρόσθετα, τα υπόλοιπα έγγραφα που προσκόμισε όπως οι ιατρικές εξετάσεις από νοσοκομείο της Δημοκρατίας και η βεβαίωση περί θνησιγενούς εμβρύου της Αιτήτριας, δεν είναι στοιχεία που αυξάνουν από μόνα τους τις πιθανότητες χορήγησης της Αιτήτριας με διεθνή προστασία.

 

 Η συνήγορος της Αιτήτριας επικαλέστηκε ότι τα ψυχολογικά προβλήματα της Αιτήτριας ήταν γνωστά στους Καθ’ων η Αίτηση, παραπέμποντας στον διοικητικό φάκελο το συμπληρωμένο «Έντυπο αναφοράς ειδικών αναγκών αιτητή διεθνούς προστασίας» (ημερομηνίας 30/01/2020 – βλ. ερυθρά 8-5 του διοικητικού φακέλου), όπου μεταξύ άλλων, στο αντίστοιχο πεδίο σημειώνονται οι αναφορές της Αιτήτριας στον βιασμό που υπέστη από τον θείο της, καθώς επίσης και στο ψυχολογικό τραύμα που είχε (βλ. ερυθρό 5 του διοικητικού φακέλου). Παρά ταύτα, τα όσα ανέφερε και καταγράφηκαν στα πλαίσια συμπλήρωσης του εν λόγω ειδικού εντύπου που προβλέπεται από το άρθρο 9ΚΔ(3)(α) του περί Προσφύγων Νόμου, δεν μπορούν να αποτελέσουν υποστηρικτικό χαρακτήρα ως προς τους εν λόγω ισχυρισμούς της, εφόσον σύμφωνα με άρθρο 9ΚΔ(1) του περί Προσφύγων Νόμου, το εν λόγω έντυπο αφορά συγκεκριμένα στη διαδικασία για «ατομική συνεκτίμηση για να διαπιστωθεί κατά πόσο το ίδιο πρόσωπο είναι αιτητής που χρήζει ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων και, εάν είναι, για να προσδιοριστούν οι διαδικαστικές του ανάγκες και να τύχει της αναγκαίας υποστήριξης και των ειδικών διαδικαστικών εγγυήσεων», και οι εν λόγω εκτιμήσεις «διενεργούνται χωρίς επηρεασμό της εκτίμησης των αναγκών διεθνούς προστασίας». Εξάλλου δε, και αφού μεσολάβησε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα από τα εν λόγω γεγονότα, κατά την αρχική συνέντευξή της στην Υπηρεσία Ασύλου, η Αιτήτρια ρωτήθηκε σχετικά με το κατά πόσο αντιμετωπίζει (γενικά) οποιαδήποτε ιατρικά ζητήματα ή προβλήματα υγείας, όπου αποκρίθηκε αναφέροντας μόνο κάποια ενόχληση που είχε στο χέρι της καθώς και στον πονόδοντο που είχε (βλ. ερυθρό 61, σημείο 1Χ, του διοικητικού φακέλου).

 

Συνεπώς, ως προκύπτει εκ των ανωτέρω, οι πιο πάνω ισχυρισμοί της Αιτήτριας (περί ψυχολογικού τραύματος) δεν αποτελούν νέα στοιχεία, ούτε αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στην Αιτήτρια διεθνούς προστασίας.  

 

Αναφορικά με τις πληροφορίες που επικαλείται η συνήγορος της Αιτήτριας  περί κινδύνου που ενδέχεται να διατρέξει στη χώρα της λόγω των ψυχολογικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει, διαφαίνεται ότι η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ανέτρεξε σε πληροφορίες από εξωτερικές πηγές με βάση τις οποίες διακρίνεται ότι, παρά τα όποια εμπόδια στην πρόσβαση σε ιατροφαρμακευτική περίθαλψή στην ΛΔΚ, υπάρχει στην χώρα υποστηρικτικό δίκτυο καθώς και οργανώσεις για άτομα με ψυχικές διαταραχές (βλ. ερυθρά 176-174 του διοικητικού φακέλου). Ως εκ τούτου, η αρμόδια λειτουργός διαπίστωσε ότι οι εν λόγω  ισχυρισμοί της Αιτήτριας δεν αυξάνουν (σημαντικά) τις πιθανότητες χορήγησης της με διεθνή προστασία.

 

Αναφορικά δε, με τα όσα προβάλλει η συνήγορος της Αιτήτριας περί του ότι η πηγή στην οποία ανέτρεξε η αρμόδια λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου για πληροφορίες αναφορικά με την χώρα καταγωγής της Αιτήτριας (όπου εντόπισε πως υπάρχει υποστηρικτικό δίκτυο και οργανώσεις που παρέχουν βοήθεια σε άτομα με ψυχικά νοσήματα), αφορά σε συγκεκριμένη ‘μηχανή αναζήτησης’ πληροφοριών στο διαδίκτυο (παραπέμποντας στο ερυθρό 173 του διοικητικού φακέλου), που δεν μπορεί να αποτελέσει έγκυρη/αξιόπιστη πηγή προς τεκμηρίωση των πιο πάνω πληροφοριών, σημειώνεται (γενικά) ότι η μηχανή αναζήτησης ‘Google’ αποτελεί, μεταξύ άλλων, ‘μέσο’ για αναζήτηση πληροφοριών που υπάρχουν σε πηγές στο διαδίκτυο, αλλά δεν αποτελεί πηγή πληροφόρησης (καθαυτή) – βλ. σχετικά, ενότητα 2.6, σελ. 15, στον Οδηγό της EASO με τίτλο Judicial practical guide on country of origin information’, 2018[1].

 

Όσον αφορά δε, την παραπομπή (που κάνει η συνήγορος της Αιτήτριας) στη σελ. 16 στον Οδηγό της EASO με τίτλο Country of Origin Information (COI) Report Methodology’, Ιούνιος 2019, παρατηρείται ότι εκεί γίνεται αναφορά (στα πλαίσια σχετικού παραδείγματος) συγκεκριμένα και μόνο στην ‘Wikipedia’, όπου αναφέρεται ότι ‘η αξιοπιστία της είναι ευρέως συζητήσιμη’. Εξάλλου, τα αποτελέσματα από την εν λόγω αναζήτηση που έγινε από την αρμόδια λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου, φαίνεται να έχουν υποστηρικτικό χαρακτήρα ως προς επιβεβαίωση των πληροφοριών που αναφέρονται στην (κύρια/βασική) πηγή στην οποία ανέτρεξε η εν λόγω λειτουργός (βλ. ερυθρά 176-174 του διοικητικού φακέλου), η οποία αφορά (ανεξάρτητο) οργανισμό που ιδρύθηκε το 2003 (που ασχολείται με ζητήματα που αφορούν την φτώχεια παγκοσμίως, ενεργώντας με διάφορους τρόπους προς την εξάλειψή της, ως επίσης, προς τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης[2]), και συναφώς, θεωρείται ότι αποτελεί αξιόπιστη/έγκυρη πηγή πληροφόρησης.

 

Σχετικά με τα όσα προβάλλει η συνήγορος της Αιτήτριας, περί του ότι θα έπρεπε η Αιτήτρια να ενημερωθεί προηγουμένως αναφορικά με την κατ’ ουσία εξέταση της αίτησης της και να κληθεί (εκ νέου) σε συνέντευξη ενώπιον της Υπηρεσίας Ασύλου, αυτά επίσης απορρίπτονται, εφόσον στην παρούσα περίπτωση δεν πληρούνται οι αντίστοιχες προϋποθέσεις που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, για πραγματοποίηση συνέντευξης και ενημέρωση περί ουσιαστικής εξέτασης του μεταγενέστερου αιτήματος. Τουναντίον, σύμφωνα με το άρθρο 16Δ(3)(δ), ως ισχύει και για την παρούσα περίπτωση, «σε περίπτωση που μεταγενέστερη αίτηση δεν εξετάζεται περαιτέρω δυνάμει του παρόντος άρθρου, αυτή θεωρείται απαράδεκτη σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του  άρθρου 12Βτετράκις…», σύμφωνα με το οποίο «…ο Προϊστάμενος κλείνει το φάκελο και διακόπτει τη διαδικασία εξέτασης της αίτησης με απόφασή του την οποία λαμβάνει και καταχωρίζει στον φάκελο χωρίς να εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 12Δ και 13…».

 

Περαιτέρω, η συνήγορος της Αιτήτριας προώθησε κατά το στάδιο των διευκρινήσεων ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (ημερ. 08/11/2023) και τον ισχυρισμό περί του ότι η ψυχολογική κατάσταση της Αιτήτριας επιδεινώθηκε (έκτοτε) λόγω και του ότι έχασε το έμβρυο που κυοφορούσε. Πέραν του ότι αυτό δεν μπορεί να θεωρείται ότι αποτελεί στην ουσία κάποιο ουσιώδες (νέο) στοιχείο ως προς τα ήδη υπάρχοντα δεδομένα που αναλύθηκαν ανωτέρω, η σχετική διάγνωση που φαίνεται να υπάρχει για την Αιτήτρια, ως παραδέχθηκε προφορικά η συνήγορος των Καθ’ων η Αίτηση, αναφέρεται σε κατάθλιψη ελαφριάς μορφής και οριακή νοημοσύνη, δεδομένα που, εν πάση περιπτώσει, δεν αυξάνουν από μόνα τους σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης στην Αιτήτρια διεθνούς προστασίας.

 

Κατά συνέπεια, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι έγινε δέουσα έρευνα πριν τη λήψη της επίδικης απόφασης, η αιτιολόγηση της οποίας συμπληρώνεται από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου ως ανωτέρω αναλύεται (βλ. άρθρο 29 του Ν. 158(Ι)/1999, Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1171 και Διογένους ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 371 και Στέφανος Φράγκου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 270). Είναι δε πάγια νομολογημένο ότι η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (βλ. Motorways Ltd v. Δημοκρατίας Α.Ε. 2371/25.6.99).  Εξουσιοδοτημένος από τον Υπουργό Εσωτερικών λειτουργός, μετά από μελέτη της εισηγητικής έκθεσης, ενέκρινε την εισήγηση του αρμόδιου λειτουργού και ορθά και νόμιμα απορρίφθηκε η μεταγενέστερη αίτηση της Αιτήτριας ως απαράδεκτη. Τα όσα η Αιτήτρια κατέγραψε στη (δεύτερη) μεταγενέστερη της αίτηση δεν πληρούσαν τα κριτήρια που τίθενται από το άρθρο 16Δ(3) (α) και (β) του περί Προσφύγων Νόμου, και ειδικότερα την προϋπόθεση που τίθεται στο άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του περί Προσφύγων Νόμου, ήτοι να αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες να της χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας, ώστε να κριθεί η αίτηση της παραδεκτή. Ούτε και κατά την παρούσα διαδικασία προτάθηκε οποιοσδήποτε σοβαρός και/ή βάσιμος ισχυρισμός ή στοιχείο που να ανατρέπει να ευρήματα της αρμόδιας λειτουργού περί απόρριψης της δεύτερης μεταγενέστερης αίτησης της Αιτήτριας ως απαράδεκτης. 

 

Παρά δε, το ότι έχει γίνει σχετική έρευνα σε εξωτερικές πηγές πληροφόρησης από την Υπηρεσία Ασύλου ώστε να κριθεί κατά πόσον πληρείται η προϋπόθεση που τίθεται από το άρθρο 16Δ(3)(β)(i) του περί Προσφύγων Νόμου, και συγκεκριμένα, αν αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες χορήγησης στην Αιτήτρια διεθνούς προστασίας, κατόπιν και της ακρόασης της υπόθεσης, το παρόν Δικαστήριο προέβη σε ανεξάρτητη έρευνα (σε αξιόπιστες πηγές) όσον αφορά την κατάσταση των γυναικών στην ΛΔΚ καθώς και για τα άτομα με ψυχικές διαταραχές στην ΛΔΚ, ώστε να επιβεβαιώσει ότι τηρείται πλήρως η αρχή της μη επαναπροώθησης.

 

Σύμφωνα με σχετική έρευνα για την κατάσταση των γυναικών στην ΛΔΚ, παρά τις βελτιώσεις στη θέση των γυναικών στη χώρα, οι γυναίκες αντιμετωπίζουν διακρίσεις, ενώ η κατάσταση παραμένει δύσκολη για τις περισσότερες γυναίκες χωρίς αντρική υποστήριξη, αν και οι τροποποιήσεις στον Οικογενειακό Κώδικα το 2016 αφαίρεσαν τη νομική απαίτηση σύμφωνα με την οποία οι παντρεμένες γυναίκες χρειάζονταν την άδεια του συζύγου τους για να κάνουν διάφορες νομικές πράξεις, όπως η υπογραφή σύμβασης εργασίας, το άνοιγμα τραπεζικού λογαριασμού ή η λήψη δανείου[3]. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, οι βασικοί παράγοντες που μπορούν να βοηθήσουν ένα άτομο να ενσωματωθεί στην Kinshasa και να βρει στέγη, περιλαμβάνουν τις σχετικές γλωσσικές δεξιότητες (Lingala και γαλλικά), τις καλές σχέσεις με τα μέλη της οικογένειας στον τόπο διαμονής και τη διασύνδεση με την εκκλησία[4].  

 

Όσον αφορά την εργοδότηση στην ΛΔΚ, αναφέρεται στην πιο πάνω έρευνα, ότι οι γυναίκες δεν χρειάζονται την έγκριση των συγγενών αντρών για να εργαστούν, αλλά οι οικονομικές διακρίσεις και ορισμένοι νομικοί περιορισμοί στην απασχόλησή τους παρέμειναν σε ισχύ, ωστόσο, καταγράφεται επίσης ότι, η πλειοψηφία των γυναικών στην Kinshasa εργάζεται στον άτυπο τομέα (εμπόριο σε μικρές αγορές, στα χωράφια ή στις φάρμες), ενώ μια μικρότερη ομάδα ακαδημαϊκά μορφωμένων γυναικών εργάζεται στον επίσημο τομέα[5]. Πέραν τούτων, διαφαίνεται ότι στην περίπτωσή τους, οι ανύπαντρες και μορφωμένες γυναίκες ‘θα ήταν πιο ανεξαρτητοποιημένες από πολλές παντρεμένες γυναίκες στη ΛΔΚ’, αλλά και ότι οι ανύπαντρες γυναίκες ‘συχνά εκλαμβάνονται ως ιερόδουλες στην Kinshasa και επομένως αναμένεται σεξουαλική δοσοληψία από αυτές’[6]. Περαιτέρω, όσον αφορά τις κοινωνικές υπηρεσίες στην ΛΔΚ, προκύπτει ότι υπάρχουν διάφορες κατηγορίες (βασικής) κοινωνικής προστασίας στη χώρα, οι πλείστες εκ των οποίων αφορούν τον επίσημο τομέα, ενώ ‘η οικογένεια και η εκκλησία αποτελούν ή πρακτικά επιτελούν τον ρόλο της άτυπης κοινωνικής ασφάλισης’ (η πλειοψηφία βασίζεται στην οικογενειακή υποστήριξη και σε άλλα άτυπα δίκτυα, με τις περισσότερες κοινωνικές υπηρεσίες στην ΛΔΚ να παρέχονται από τις εκκλησίες, ενώ η κοινωνική βοήθεια σε ‘ευάλωτα άτομα’ παρέχεται από άλλους φορείς, όπως ΜΚΟ, καθώς και τις εκκλησίες)[7].

 

Σχετικά με τα πιο πάνω και ειδικότερα ως προς τις προσωπικές περιστάσεις της Αιτήτριας, ως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται στον διοικητικό φάκελο και αφορούν το ατομικό της προφίλ, διαπιστώνεται ότι η Αιτήτρια είναι ενήλικη γυναίκα σε νεαρή ηλικία, με μόρφωση μέχρι και το δευτεροβάθμιο επίπεδο (ως επίσης με μερική πανεπιστημιακή μόρφωση), με εργασιακή ικανότητα (χωρίς να εντοπίζεται οιαδήποτε σοβαρή αναπηρία/ανικανότητα στην Αιτήτρια), η οποία ζούσε στην Kinshasa για αρκετά χρόνια, καθώς και στην πόλη Boma για κάποιο διάστημα, με υποστηρικτικό δίκτυο (πέραν κάποιων συγγενών της, ο πρώην φίλος της και κάποια άλλα φιλικά της πρόσωπα ζουν στην Kinshasa), καθώς και με οικογενειακούς δεσμούς στη χώρα καταγωγής (ο πατέρας της και ένα από τα αδέλφια της ζουν στην πόλη Boma, ενώ τα υπόλοιπα αδέλφια της ζουν στην Kinshasa).

 

Πέραν των πιο πάνω, σύμφωνα με άλλες πηγές, προκύπτει ότι η σεξουαλική βία (όπου πολλοί από τους δράστες ήταν ένοπλες ομάδες που εδρεύουν στο ανατολικό Κονγκό) είναι μια από τις κύριες αιτίες ψυχικών προβλημάτων, ενώ οι εγκαταστάσεις ψυχικής υγείας στην ΛΔΚ είναι εξαιρετικά μειωμένες, ωστόσο, καταγράφεται επίσης ότι υπάρχουν ανθρωπιστικές οργανώσεις που εργάζονται για να βοηθήσουν γυναίκες και παιδιά που υποφέρουν από τραυματικές εμπειρίες και ψυχικές ασθένειες, αντιμετωπίζοντας τη ψυχική υγεία και το τραύμα των γυναικών στην ΛΔΚ με πολλούς τρόπους και μέσω συγκεκριμένων δράσεων[8].

 

Συναφώς, καταγράφεται επίσης ότι αρκετοί πολίτες στην ΛΔΚ που υπέστησαν βίαιες τραυματικές εμπειρίες (κυρίως ως αποτέλεσμα των βίαιων συγκρούσεων που υπήρξαν διαχρονικά στη χώρα), αντιμετώπισαν προβλήματα με τη ψυχική τους υγεία (ως πιο κοινά συμπτώματα των διαταραχών ψυχικής υγείας αναφέρονται, η σοβαρή καταθλιπτική διαταραχή, καθώς και διαταραχή του μετατραυματικού στρες – PTSD, όπου σε ορισμένες περιπτώσεις συνοδεύονταν από αυτοκτονικό ιδεασμό)[9]. Λόγω της εκτεταμένης φτώχειας στην ΛΔΚ, λίγοι πολίτες έχουν την οικονομική δυνατότητα να έχουν πρόσβαση σε φροντίδα για τη ψυχική υγεία εάν επιλέξουν να την αναζητήσουν, ωστόσο, αν και η κατάσταση για τον τομέα της ψυχικής υγείας στη χώρα είναι δύσκολη/δυσχερής, υπάρχουν ομάδες που εργάζονται ώστε να βοηθήσουν άτομα στην ΛΔΚ που αντιμετωπίζουν ψυχικές διαταραχές (ως ένα παράδειγμα αναφέρεται η Heartland Alliance, που μέσω τέτοιων προσπαθειών, βοήθησε στην παροχή υπηρεσιών ψυχικής υγείας σε περισσότερους από 8000 Κονγκολέζους και οι συμμετέχοντες που είχαν βιώσει τραυματικές εμπειρίες, ανέφεραν ‘μείωση κατά 68% στα συμπτώματα του PTSD, της κατάθλιψης και/ή του άγχους’)[10].

 

Περαιτέρω, όσον αφορά τον τομέα της ψυχικής υγείας στην ΛΔΚ συγκεκριμένα για άτομα με ψυχικές διαταραχές, σε έγκυρη πηγή καταγράφεται ότι στο πλαίσιο της στρατηγικής συνεργασίας της χώρας με τον Π.Ο.Υ., περιλαμβάνονται μέτρα για την ενίσχυση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας μεταξύ των βασικών προτεραιοτήτων, με επίκεντρο την ενίσχυση των υπηρεσιών ψυχικής υγείας για τις γυναίκες σε επίπεδο πρωτοβάθμιας φροντίδας[11]. Επίσης, από πληροφορίες που καταγράφονται στην ίδια πηγή, προκύπτει ότι, πέραν των εγκαταστάσεων πρωτοβάθμιας φροντίδας που μπορούν να χορηγούν φάρμακα, υπάρχει και ένας πολύ μικρός αριθμός νοσοκομείων σε διάφορες περιοχές ανά τη χώρα, που προσφέρουν εξειδικευμένες υπηρεσίες ψυχικής φροντίδας, ενώ, ‘αν και η ψυχοθεραπεία και άλλες παρόμοιες μορφές θεραπείας είναι σχεδόν ανύπαρκτες’, εντούτοις, ‘οι τοπικές γυναικείες οργανώσεις παρέχουν συχνά υπηρεσίες υποστήριξης για θύματα βιασμού’ και επιπλέον, ‘η ψυχική υγεία και η ψυχοκοινωνική υποστήριξη αποτελεί μια αυξανόμενη εξειδίκευση στους διεθνείς ανθρωπιστικούς και αναπτυξιακούς οργανισμούς’, όπου ‘μέσω αυτών, ψυχολόγοι και ψυχίατροι παρέχουν συμπληρωματικές εξειδικευμένες υπηρεσίες’[12].

 

Ως εκ τούτου, στην παρούσα υπόθεση δεν στοιχειοθετούνται τα απαραίτητα αντικειμενικά στοιχεία ως προς τον φόβο δίωξης ή τον κίνδυνο σοβαρής βλάβης που πιθανό να αντιμετωπίσει η Αιτήτρια, ενώ σύμφωνα με εξωτερικές πηγές πληροφόρησης και υπό τις περιστάσεις της παρούσας περίπτωσης, δεν υπάρχει κίνδυνος δίωξης ή σοβαρής βλάβης στον βαθμό που απαιτείται, ώστε να τεκμηριώνεται αίτημα διεθνούς προστασίας λόγω της (υφιστάμενης) ψυχολογικής της κατάστασης, λαμβάνοντας υπόψη ότι στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας υφίστανται υπηρεσίες/εγκαταστάσεις ψυχικής υγείας, ως επίσης, υπάρχουν κοινωνικοί φορείς και άλλοι οργανισμοί που μπορούν να παρέχουν βοήθεια σε άτομα που αντιμετωπίζουν προβλήματα με ψυχικές διαταραχές.

 

Πέραν των όσων αναφέρονται πιο πάνω, λαμβάνεται επίσης υπόψη το γεγονός ότι, σύμφωνα με έγκυρες και πρόσφατες πηγές για την κατάσταση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και την κατάσταση ασφαλείας στη χώρα καταγωγής της Αιτήτριας, τα πλείστα βίαια περιστατικά συγκεντρώνονται στις ανατολικές περιφέρειες της χώρας, όπου εντοπίζονται/περιορίζονται οι ένοπλες διαμάχες/συγκρούσεις στην ΛΔΚ, και όχι στον χώρο προηγούμενης διαμονής της όπου αναμένεται να επιστρέψει[13].

 

 

Με βάση τα όσα ανέλυσα ανωτέρω, η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Επιδικάζονται €500 έξοδα εναντίον της Αιτήτριας και υπέρ των Καθ' ων η Αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Μ. ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.



[1] https://euaa.europa.eu/sites/default/files/publications/judicial-practical-guide-coi_en.pdf

[2] Βλ. ‘The Borgen Project – About us’, https://borgenproject.org/about-us/ [ημερ. πρόσβασης 24/02/2024]

[3] EUAA, COI QUERY: Democratic Republic of Congo (DRC) – Situation of women without a support network in Kinshasa (July 2021 - 23 August 2023), 25 August 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2023_08_EUAA_COI_Query_Response_Q28_DRC_Situation_of_women_without_network.pdf (βλ. ενότητα ‘1. Treatment by society’ – σελ. 2-3) [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]

[4] Ibid. (βλ. ενότητα ‘2. Access to housing’ – σελ. 3) [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]

[5] Ibid. (βλ. ενότητα ‘3. Access to employment’ – σελ. 4-5) [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]

[6] Ibid. [ημερ. πρόσβασης 25/01/2024]

[7] Ibid. (βλ. ενότητα ‘4. Access to social services’ – σελ. 5-6) [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]

[8] Βλ. The Borgen Project - Borgen Magazine, Staff report by Katelyn Mendez, ‘Women’s Mental Health and Trauma in the DRC’, JANUARY 8, 2021, https://www.borgenmagazine.com/womens-mental-health-and-trauma-in-the-drc/ [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]

[9] Βλ. The Borgen Project - Borgen Magazine, Anna Inghram for The Borgen Project, ‘Mental Health in the Democratic Republic of Congo’, JUNE 25, 2022, https://www.borgenmagazine.com/mental-health-in-the-democratic-republic-of-congo/ [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]

[10] Ibid. [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]

[11] EASO, Democratic Republic of Congo (DRC): Medical Country of Origin Information Report, August 2021, https://coi.euaa.europa.eu/administration/easo/PLib/2021_08_EASO_MedCOI_Report_DRC_update.pdf (βλ. ενότητα ‘16.1.2 Strategies and policies for psychiatry’ υπό ενότητα ‘16 Psychiatry’ – σελ. 85) [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]

[12] Ibid. (βλ. ενότητα ‘16.1.3 Healthcare provisions for psychiatry’ υπό ενότητα ‘16 Psychiatry’ – σελ. 85-86) [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]

[13] Βλ. (ενδεικτικά) ακόλουθες πηγές:

-          Refugee Documentation Centre (RDC, Ireland) - Legal Aid Board, Democratic Republic of Congo: Information on the human rights situation nationwide and in North Kivu, 29 September 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/ireland/PLib/2023_09_DRC_Human_rights.pdf [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]

-          Refugee Documentation Centre (RDC, Ireland) - Legal Aid Board, DRC: Information on the current security situation including use of child soldiers by militia groups, 1 December 2023, https://coi.euaa.europa.eu/administration/ireland/PLib/2023_12_DRC_Security_child_soldiers.pdf [ημερ. πρόσβασης 25/02/2024]


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο