ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθ. Αρ.: T114/24

 

18 Απριλίου, 2024

 [Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

E.A.S.

Αιτητής

-και-

 

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ ΑΣΥΛΟΥ

Καθ' ων η Αίτηση

Εμφανίσεις:

Χ. Παφίτη (κα) για Α. Λαζάρου (κα), Δικηγόρος για τον Αιτητή

Αιτητής παρών

Ε. Ηρακλέους (κα) για πίστη μετάφραση από Αγγλικά σε Ελληνικά και αντίστροφα.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα προσφυγή ο Αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, επιστολής ημερομηνίας 08/01/24 η οποία του κοινοποιήθηκε την ίδια μέρα, με την οποία απορρίφθηκε η μεταγενέστερη του αίτηση ως απαράδεκτη ως άκυρη και/ή παράνομη και/ή αντισυνταγματική και στερείται οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ο Αιτητής, υπήκοος Νιγηρίας, υπέβαλε μεταγενέστερη αίτηση στις 08/01/24, ακολούθησε σημείωμα/εισήγηση και απόρριψη της μεταγενέστερη αίτηση ως απαράδεκτη την ίδια μέρα, απόφαση που αποτελεί και το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

 

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Κατά την ενώπιον μου διαδικασία η δικηγόρος του Αιτητή υιοθέτησε τους λόγους που αναγράφονται τόσο στην προσφυγή όσο και στην μεταγενέστερη αίτηση του Αιτητή και συγκεκριμένα στον ισχυρισμό για έλλειψη δέουσας έρευνας και πλάνης περί τα πράγματα και τον Νόμο και ότι ο Αιτητής στερήθηκε το δικαίωμα για προσωπική συνέντευξη πριν την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ανέφερε ότι ενώ υπέβαλε νέα στοιχεία οι Καθ΄ ων η αίτηση δεν τον κάλεσαν σε συνέντευξη κατά παράβαση της νομοθεσίας.

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Η παρούσα υπόθεση αφορά απόρριψη μεταγενέστερου αιτήματος του Αιτητή για διεθνή προστασία το οποίο εξετάστηκε από την Υπηρεσία Ασύλου στη βάση του Άρθρου 12Βτετράκις (2)(δ) και Άρθρου 16Δ του περί Προσφύγων Νόμου του 2000 έως 2023, (Ν.6(Ι)/2000).

 

Όπως ορίζεται στο σχετικό Άρθρο 16Δ(2) του Νόμου δεν θεωρείται οτιδήποτε το οποίο υποβλήθηκε ως νέα αίτηση αλλά ως περαιτέρω διαβήματα στα πλαίσια της αποφασισθείσας αίτησης. Αυτό το οποίο πρωτίστως αξιολογείται από τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου στα πλαίσια παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης είναι κατά πόσο ο αιτών υπέβαλε νέα στοιχεία ή πορίσματα τα οποία δεν λήφθηκαν υπόψη κατά την έκδοση της απόφασης επί του αρχικού αιτήματος του. Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ο αιτών δεν έχει προσκομίσει νέα στοιχεία ή πορίσματα, η μεταγενέστερη αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με βάση την αρχή του δεδικασμένου, χωρίς να πραγματοποιηθεί συνέντευξη.

 

Εάν δε διαπιστωθεί ότι υπέβαλε νέα στοιχεία, δεν καθίσταται υποχρεωτικό για τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου να προβεί πάντα σε νέα κλήση του ενδιαφερόμενου σε συνέντευξη καθότι θα πρέπει τα στοιχεία αυτά (α) να αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χορήγησης σ΄ αυτόν του καθεστώτος διεθνούς προστασίας και (β) ο αιτών - ενδιαφερόμενος προκύπτει να αδυνατούσε να υποβάλει τα εν λόγω στοιχεία ή πορίσματα κατά την προηγούμενη και/ή αρχική διαδικασία εξέτασης ασύλου. Οι πιο πάνω πρόνοιες του Νόμου ενσωματώθηκαν στην εθνική νομοθεσία σε σύμπνοια με τις διατάξεις του Άρθρου 40 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ[1]. Η μεθοδολογία προκαταρκτικής αξιολόγησης επί των μεταγενέστερων αιτήσεων και/ή οι προϋποθέσεις για απόφαση επί του παραδεκτού μεταγενέστερης αίτησης επιβεβαιώνονται και στην απόφαση ΔΕΕ C-921/19, LH v Staatssecretaris van Justitie en Veiligheid, ημερ.10/06/2021, ήτοι:

 

«34     Επομένως, το άρθρο 40, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2013/32 προβλέπει την εξέταση των μεταγενέστερων αιτήσεων σε δύο στάδια. Το πρώτο στάδιο, προκαταρκτικής φύσεως, έχει ως αντικείμενο τον έλεγχο του παραδεκτού των αιτήσεων αυτών, ενώ το δεύτερο στάδιο αφορά την επί της ουσίας εξέταση των εν λόγω αιτήσεων.

35      Το πρώτο αυτό στάδιο πραγματοποιείται επίσης σε δύο στάδια, καθένα από τα οποία οδηγεί στην εξακρίβωση των διαφορετικών προϋποθέσεων παραδεκτού που θέτουν οι ίδιες αυτές διατάξεις.

36      Επομένως, πρώτον, το άρθρο 40, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/32 ορίζει ότι, προκειμένου να ληφθεί απόφαση σχετικά με το παραδεκτό αίτησης για διεθνή προστασία δυνάμει του άρθρου 33, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, της οδηγίας αυτής, η μεταγενέστερη αίτηση για διεθνή προστασία υποβάλλεται κατ’ αρχάς σε προκαταρκτική εξέταση, προκειμένου να καθοριστεί εάν προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα νέα στοιχεία ή πορίσματα σχετικά με την εξέταση του εάν ο αιτών πληροί τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για να χαρακτηρισθεί ως δικαιούχος διεθνούς προστασίας δυνάμει της οδηγίας 2011/95.

37      Η εξέταση του παραδεκτού της μεταγενέστερης αίτησης συνεχίζεται, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 40, παράγραφος 3, της οδηγίας αυτής, μόνον όταν πράγματι υφίστανται τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με την πρώτη αίτηση για διεθνή προστασία, προκειμένου να εξακριβωθεί αν τα νέα αυτά στοιχεία και πορίσματα αυξάνουν σημαντικά την πιθανότητα να πληροί ο αιτών τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να του αναγνωρισθεί το καθεστώς αυτό.

38      Κατά συνέπεια, οι δύο αυτές προϋποθέσεις παραδεκτού, μολονότι πρέπει αμφότερες να πληρούνται για να συνεχιστεί η εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης, σύμφωνα με το άρθρο 40, παράγραφος 3, της εν λόγω οδηγίας, εντούτοις είναι διακριτές και δεν πρέπει να συγχέονται

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Πρόσθετα των πιο πάνω, σημαντικότατη πρόνοια που περιλαμβάνεται στο Άρθρο 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ και τυγχάνει εφαρμογής στις μεταγενέστερες αιτήσεις προβλέπει ότι (α) ο αιτών έχει υποχρέωση να αναφέρει τα γεγονότα και να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία, και (β) επιτρέπεται η διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης μόνο βάσει γραπτών παρατηρήσεων χωρίς να απαιτείται η εκ νέου προσωπική συνέντευξη του αιτούντα.

 

Ο αρμόδιος λειτουργός που εξέτασε το μεταγενέστερο αίτημα του Αιτητή, ετοίμασε σημείωμα (ερυθρά 111-108 του διοικητικού φακέλου στο εξής «Δ.Φ.») με εισήγηση όπως η μεταγενέστερη αίτηση κριθεί ως απαράδεκτη, διαπίστωση η οποία από τα ενώπιον μου στοιχεία προκύπτει να είναι απόλυτα ορθή. Γίνεται εκτενής περιγραφή από τον λειτουργό στο σχετικό σημείωμα αναφορικά με την αρχική διαδικασία ασύλου όπου καταγράφεται ότι μετά την απορριπτική απόφαση της πρώτης αίτησης ασύλου ημερ.24/08/22, ο Αιτητής υπέβαλε προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας η οποία απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης της και ως εκ τούτου η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου ημερομηνίας 24/08/22 κατέστη τελική. Ο Αιτητής στη συνέντευξη του και στα πλαίσια της αρχικής του αίτησης ισχυρίστηκε ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής του λόγω φόβου δίωξης από τις αρχές της χώρα του εξαιτίας της συμμετοχής του σε διαδήλωση με το κίνημα #ENDSARS. Επίσης ισχυρίστηκε ότι δέχθηκε δολοφονική επίθεση στο σπίτι του από τις αρχές και κατόπιν αυτού έφυγε από τη χώρα του(ερυθρά 33-16 Δ.Φ.). Στη προσφυγή του στο Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας ημερ. 08/09/22 ισχυρίστηκε ότι κινδυνεύει η ζωή του διότι συμμετείχε στις διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης και φυλακίστηκε για το λόγο αυτό, (ερυθρό 70 Δ.Φ.)

 

Με την μεταγενέστερη αίτηση του ο Αιτητής ισχυρίστηκε ότι η ζωή του δεν είναι ασφαλής στη χώρα του και δεν θέλει να πεθάνει και χρειάζεται προστασία καθώς οι αρχές της χώρας του θα τον σκοτώσουν. Επίσης ισχυρίστηκε ότι η μητέρα του πέθανε και του είπε να μην ξαναγυρίσει στη χώρα του (ερυθρά 83-80Δ.Φ.). Συνεπώς, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου έκρινε ότι ο Αιτητής δεν πρόβαλε νέους ισχυρισμούς.

 

Όπως αναφέρθηκε, πιο πάνω, ορθά απορρίφθηκε η αίτηση του σε προκαταρκτικό στάδιο ως απαράδεκτη διότι ο Αιτητής δεν υπέβαλε στην ουσία νέα στοιχεία ή πορίσματα με το μεταγενέστερο αίτημα του. Στο σχετικό έντυπο μεταγενέστερου αιτήματος του απαιτείται όπως ο Αιτητής καταγράψει με λεπτομέρεια τους λόγους που ζητά από το αρμόδιο όργανο να επανεξετάσει τον φάκελο του. Είχε δε υποχρέωση βάση του σχετικού Εντύπου και σε συνάρτηση με την πρόνοια του Άρθρου 42 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ (που τυγχάνει εφαρμογής στις μεταγενέστερες αιτήσεις) να αναφέρει με σαφήνεια τα γεγονότα και/ή να παρέχει αποδεικτικά στοιχεία που να δικαιολογούν τη νέα διαδικασία. Τα δε έγγραφα που καταχώρησε ο Αιτητής με ένορκη δήλωση του ημερομηνίας 23/01/24, η οποία επισυνάπτονται με την προσφυγή του, διαπιστώνεται ότι ούτε αυτά μπορούν να οδηγήσουν σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης για αριθμό λόγων.

 

Καταρχάς, δεν επισυνάφθηκαν στην μεταγενέστερη του αίτηση ως όφειλε ο Αιτητής και το Δικαστήριο στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας (που αφορά μεταγενέστερο αίτημα) δεν μπορεί να ασκήσει πρωτογενή έλεγχο εγγράφων και/ή στοιχείων που δεν υποβλήθηκαν. Σχετική επί αυτού του σημείου είναι και η απόφαση ΔΕΕ C-651/19, JP v Commissaire général aux réfugiés et aux apatrides, ημερ.02/09/2020, στην οποία αποφασίστηκαν, μεταξύ άλλων, και στην έκταση που μας ενδιαφέρει τα εξής:

 

«58. Στο πλαίσιο αυτό επισημαίνεται, πρώτον, αφενός, ότι πριν από κάθε μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας προηγείται μια πρώτη αίτηση η οποία έχει οριστικώς απορριφθεί, στο πλαίσιο της οποίας η αρμόδια αρχή διενήργησε εξαντλητική εξέταση προκειμένου να διαπιστώσει αν ο αιτών πληρούσε τις προϋποθέσεις για την παροχή διεθνούς προστασίας. Αφετέρου, πριν καταστεί απρόσβλητη η απορριπτική απόφαση, ο αιτών έχει δικαίωμα άσκησης προσφυγής κατά της απόφασης αυτής.

59. Σημειώνεται συναφώς ότι, όπως προκύπτει από το άρθρο 40 της οδηγίας 2013/32, η μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας αποσκοπεί στην υποβολή, από τον ενδιαφερόμενο αιτούντα, νέων στοιχείων ή πορισμάτων σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αίτησης, τα οποία αυξάνουν σημαντικά τις πιθανότητες χαρακτηρισμού του αιτούντος ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας. Όταν η προκαταρκτική εξέταση στην οποία υποβάλλεται μια τέτοια αίτηση καταλήγει στο συμπέρασμα ότι προέκυψαν ή υποβλήθηκαν από τον αιτούντα τέτοια νέα στοιχεία ή πορίσματα, τότε η αίτηση εξετάζεται περαιτέρω σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου II της οδηγίας αυτής. Αντιθέτως, όταν από την προκαταρκτική εξέταση δεν προκύπτουν τέτοια στοιχεία ή πορίσματα, η εν λόγω αίτηση απορρίπτεται ως απαράδεκτη, σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφος 2 στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2013/32.

60. Επομένως, το δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά απόφασης με την οποία απορρίπτεται ως απαράδεκτη μεταγενέστερη αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να ελέγξει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της αίτησης αυτής προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα, κατά τα διαλαμβανόμενα στην προηγούμενη σκέψη. Εξ αυτού συνάγεται ότι, στο δικόγραφο της προσφυγής του ενώπιον του δικαστηρίου αυτού, ο αιτών πρέπει, κατ' ουσίαν, απλώς να αποδείξει ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του.»

 

(ο τονισμός δικός μου)

 

Από την πιο πάνω απόφαση του ΔΕΕ ο ίδιος ο αιτών έχει υποχρέωση να υποβάλει νέα στοιχεία που να τεκμηριώνουν το παραδεκτό της μεταγενέστερης του αίτησης και/η να παρουσιάσει στοιχεία που να υποδεικνύει ότι η κατάσταση στη χώρα του δεν είναι ασφαλής για την περίπτωση του. Με την μεταγενέστερη του αίτηση δεν υπέβαλε τα «έγγραφα» που παρουσιάζει σήμερα ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Μετά δε από έλεγχο συγκεκριμένων εγγράφων που καταχώρησε κατά την ενώπιον μου διαδικασία διαπιστώνεται το Τεκμήριο 1 κατ΄ ισχυρισμό ένταλμα σύλληψης του ημερομ.05/04/21 είναι σε σχέση με περιστατικό που προϋπήρχε στο αρχικό αίτημα του, το οποίο εξετάστηκε και απορρίφθηκε – δεν υποβλήθηκε δε λόγω δικής του υπαιτιότητας στα προηγούμενα στάδια διαδικασίας ασύλου. Αναφορικά τώρα με τα Τεκμήρια 2 & 3 κατ΄ ισχυρισμό Πιστοποιητικό Θανάτου του ξαδέλφου του ημερ.15/01/24 και κατ΄ ισχυρισμό ένορκη δήλωση που αφορά τον θάνατο του ξαδέλφου του ημερ. 15/01/24, αυτά αφορούν έγγραφα τα οποία ετοιμάστηκαν και υποβλήθηκαν σχεδόν με την καταχώρηση της παρούσας προσφυγής (23/01/24), δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες ως προς τους λόγους που υποβάλλονται στο παρόν στάδιο της διαδικασίας. Σε αυτό το σημείο θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα έγγραφα τα οποία προσκομίζει ο αιτών αξιολογούνται με βάση τη νομολογία και τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο σε συνάρτηση με τους ισχυρισμούς του και (α) κατά πόσο είναι συναφή με το αίτημα ασύλου, (β) ζήτημα ύπαρξης του τύπου εγγράφου σύμφωνα με τις γενικές πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (γ) περιεχόμενο των εγγράφων/ συμβατότητας με τις δηλώσεις του αιτούντος και πληροφορίες της χώρας καταγωγής, (δ) ακρίβεια/λεπτομέρειες των εγγράφων, (ε)  εάν αποτελεί άμεση μαρτυρία ενός ουσιώδους πραγματικού περιστατικού, (στ) τύπος/τυποποιημένη μορφή για συγκεκριμένους τύπους εγγράφων παρουσιάζει ενδιαφέρον ως προς την αξιολόγηση της γνησιότητάς του.[2] Παρόλο που τα εν λόγω έγγραφα, δεν θα αποτελούσαν αντικείμενο εξέτασης, για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω – ήτοι ότι στα πλαίσια εξέτασης της παρούσας προσφυγής το Δικαστήριο ελέγχει μόνον κατά πόσον, αντιθέτως προς ό,τι αποφάσισε η αρμόδια αρχή, από την προκαταρκτική εξέταση της μεταγενέστερης αίτησης προέκυψαν νέα στοιχεία ή πορίσματα και/ή ο Αιτητής τεκμηρίωσε ότι βασίμως θεώρησε ότι υφίστανται νέα στοιχεία ή πορίσματα σε σχέση με εκείνα που εξετάστηκαν στο πλαίσιο της προηγούμενης αιτήσεώς του – τα συγκεκριμένα έγγραφα δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά αλλά ούτε αυξάνουν τις πιθανότητες χορήγησης καθεστώτος διεθνούς προστασίας. Τα εν λόγω έγγραφα είναι (α) κακής ποιότητας αντίγραφα και όχι πρωτότυπα, (β) ειδικά το Τεκμήριο 1 είναι χαλκευμένο (γ) δεν προκύπτει από πουθενά η αυθεντικότητα τους, (δ) δεν μπορεί να επαληθευτεί η ταυτότητα αυτών που υπογράφουν τα έγγραφα/επιστολές/ένταλμα σύλληψης, (ε) ούτε προσθέτει οτιδήποτε στο αφήγημα του Αιτητή πέραν της επανάληψης των όσων αναφέρθηκαν κατά την αρχική διαδικασία αίτησης ασύλου του και/ή αρχικής του συνέντευξης όπου κρίθηκε αναξιόπιστος. Σημειώνεται μάλιστα ότι στην προσφυγή του Αιτητή που καταχώρησε ενώπιον μου γίνεται αναφορά από τη δικηγόρο του σε γεγονότα που καμία σχέση έχουν με την ουσία του μεταγενέστερου αιτήματος του Αιτητή και συγκεκριμένα προβάλλεται ισχυρισμός ότι τα νέα στοιχεία που υπέβαλε ο Αιτητής ενδυναμώνουν τον ισχυρισμό του ότι αυτός διώκεται από τη μητριά και τις αδελφές του λόγω της περιουσίας που κληρονόμησε αλλά και τις αρχές της χώρας του που δεν είναι σε θέση να του προσφέρουν προστασίας.

 

Δεν θεωρώ ότι έχει υποδειχθεί επαρκώς τί δεν λήφθηκε υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου το οποίο έπρεπε να ληφθεί υπόψη ή όχι κατά την έκδοση της απόφασης. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 503) ούτε διαπιστώνεται ελλιπής έρευνα αλλά ούτε πλάνη περί το νόμο και των πραγματικών δεδομένων που λήφθηκαν υπόψη από την Υπηρεσία Ασύλου κατά την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης (Βλέπε  Αντώνης Ράφτης ν. Δημοκρατίας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 345 ). Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη, ενώ η αιτιολογία της προσβαλλόμενης πράξης συμπληρώνεται και/ή αναπληρώνεται μέσα από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου του Αιτητή, όπως επίσης και από το σύνολο της όλης διοικητικής ενέργειας (Βλέπε Φράγκου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ.270).

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με €1600 έξοδα εναντίον του Αιτητή και υπέρ των Καθ' ων η αίτηση. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

                             

 

                          Μ. ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1]  της 26ης Ιουνίου 2013 σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (αναδιατύπωση).

[2] Πρακτικός Οδηγός της ΕΑΣΟ: Αξιολόγηση των Αποδεικτικών Στοιχείων, Μάρτιος 2015, σελ.14-15


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο