ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ

Υπόθεση Αρ.: Τ1532/23

04 Απριλίου  2024

[Δ. ΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π.]

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

S.A.E.M.

Αιτητής

ΚΑΙ

Κυπριακής Δημοκρατίας,

μέσω Υπηρεσίας Ασύλου

Καθ' ων η αίτηση

 

Μπενέτης (κος) για Αλ Τάχερ, Μπενέτης και Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε. Δικηγόροι για τον Αιτητή

(Sara Habib (κα) , - μεταφραστής για πιστή μετάφραση από αραβικά προς τα ελληνικά και αντιστρόφως)

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ, Δ.Δ.Δ.Δ.Π. Ο Αιτητής με την παρούσα προσφυγή, αξιώνει την ακύρωση της απόφασης των Καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 21/11/2022, η οποία κοινοποιήθηκε στον Αιτητή στις 10/05/2023, και με την οποία έλαβε γνώση της απόρριψης της αίτησής του για παραχώρηση σε αυτόν καθεστώτος διεθνούς προστασίας, καθότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 και 19 του Περί Προσφύγων Νόμου, ως παράνομη, άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

 

ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Ως εκτίθεται στην ένσταση που καταχωρήθηκε από τους Καθ' ων η αίτηση και προκύπτει από το περιεχόμενο του σχετικού Διοικητικού Φάκελου της Υπηρεσίας Ασύλου που κατατέθηκε ως τεκμήριο 1 στα πλαίσια των διευκρινήσεων της παρούσας προσφυγής, ο Αιτητής έχει την ιθαγένεια της Αιγύπτου. Στις 31/10/2022 συμπλήρωσε αίτηση για παροχή διεθνούς προστασίας. Στις 21/11/2022 πραγματοποιήθηκε συνέντευξη από Αρμόδιο Λειτουργό της Υπηρεσίας Ασύλου. Στις 21/12/2022 ο Αρμόδιος Λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου ετοίμασε Έκθεση/Εισήγηση προς τον Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ασύλου σχετικά με την συνέντευξη του Αιτητή. Αυθημερόν ο Προϊστάμενος της Υπηρεσίας Ασύλου, ενέκρινε την Εισήγηση για απόρριψη της αίτησης ασύλου του Αιτητή. Στις 10/05/2023, η Υπηρεσία Ασύλου εξέδωσε απορριπτική επιστολή μαζί με την αιτιολόγηση της απόφασής της, σχετικά με το αίτημα του Αιτητή, η οποία παραλήφθηκε και υπογράφτηκε ιδιοχείρως από τον Αιτητή αυθημερόν. Η τελευταία αυτή απόφαση, αποτελεί το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.

ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ

Ο Αιτητής παραθέτει στο εισαγωγικό δικόγραφο της διαδικασίας πλείονες λόγους ακύρωσης χωρίς αυτοί να συνοδεύονται από σαφή αιτιολογία ή παραπομπή σε συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά ή στοιχεία του διοικητικού φακέλου.

Κατά το στάδιο τον διευκρινήσεων, στις 30/06/2023, όπου και διεκπεραιώθηκε ακροαματική διαδικασία, οι συνήγοροι του Αιτητή αγόρευσαν προφορικά υποστηρίζοντας ότι  η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να κηρύξουν ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα να προσβάλει την εν λόγω απόφαση ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου, με προθεσμία 75 ημερών, παραβιάζει το αρ.12ΒΤρις (9) του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000) και οδηγεί σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Περαιτέρω, εισηγείται, ότι η απόφαση των καθ’ ων η αίτηση να κηρύξουν ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας την Αίγυπτο αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη, και η δυνατότητα προσφυγής που παρέχεται σύμφωνα με την παράγραφο 9 του αρ. 12ΒΤρις του Περί Προσφύγων Νόμου του 2000 (6(I)/2000), στρέφεται εναντίον της κανονιστικής διοικητικής πράξης που καθορίζει τις ασφαλείς χώρες ιθαγένειας. Ως εκ των άνω υποβάλει ότι ο Αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος της ακρόασης και της δίκαιης δίκης. Ερωτηθείς ο Αιτητής  τον λόγο που καταχώρησε αίτηση για διεθνή προστασία, δήλωσε ότι έχει οικονομικά προβλήματα.

Η παρούσα προσφυγή εμπίπτει στις πρόνοιες του εδαφίου (ε) του άρθρου 3 των περί της Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2019 (3/2019), ως αυτοί έχουν προσφάτως τροποποιηθεί και συνεπώς η υπόθεση ορίστηκε απευθείας για Ακρόαση από το Πρωτοκολλητείο. Σχετικό Υπόμνημα ως προβλέπεται στο εδάφιο (ε) του άρθρου 3, καταχωρίστηκε από τους Καθ’ ων η αίτηση, συνοδευόμενο και από τον σχετικό διοικητικό φάκελο. Το Δικαστήριο, έχοντας διακριτική ευχέρεια δυνάμει της πρώτης επιφύλαξης του εδαφίου (ε) του άρθρου 3, δεν έκρινε σκόπιμη την παρουσία των Καθ’ ων η αίτηση και η διαδικασία διεξήχθη με μόνη την παρουσία του Αιτητή και των συνηγόρων του.

ΝΟΜΙΚΟ ΠΛΑΙΣΙΟ

Το άρθρο 11 του περί της Ίδρυσης και Λειτουργίας Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018 [Ν. 73(Ι)/2018, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει τη δικαιοδοσία του παρόντος Δικαστηρίου.

Το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου [Ν. 6(Ι)/2000, ως έχει τροποποιηθεί] καθορίζει την έννοια του όρου «πρόσφυγας» και τις προϋποθέσεις υπαγωγής σε αυτό τον ορισμό.

 

Το άρθρο 19 του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τις περιπτώσεις όπου χορηγείται το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Το άρθρο 12Δ του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου):

«Ταχύρρυθμη διαδικασία εξέτασης αιτήσεων

12Δ.-(1) Κατά προτεραιότητα και όχι αργότερα από τριάντα ημέρες από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εξετάζονται από τον Προϊστάμενο, με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, αιτήσεις που κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού εμπίπτουν στις διατάξεις των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου.

(2) Κατά την εξέταση της αίτησης, ο αρμόδιος λειτουργός προβαίνει σε προσωπική συνέντευξη του αιτητή, μετά από την οποία υποβάλλει έκθεση με τα γεγονότα της υπόθεσης και τις διαπιστώσεις του αναφορικά με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, στον Προϊστάμενο.

(3) Ο Προϊστάμενος, μετά την εξέταση της έκθεσης του αρμόδιου λειτουργού, δύναται, με απόφασή του, να:

(α) Αναγνωρίσει αιτητή ως πρόσφυγα·

(β) αναπέμψει την αίτηση στον αρμόδιο λειτουργό για να ακολουθήσει την κανονική διαδικασία εξέτασης αιτήσεων, δυνάμει του άρθρου 13· ή

(γ) απορρίψει την αίτηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 12Α, 12Β, 12Βδις, 12Βτρις, 12Βτετράκις, 12Βπεντάκις ή/και του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου και να εκδώσει απόφαση επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή διάταγμα απέλασης, που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της απόφασης αυτής, δυνάμει των διατάξεων του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου:

Νοείται ότι, η εκτέλεση της απόφασης επιστροφής και/ή απομάκρυνσης και/ή του διατάγματος απέλασης τελεί υπό την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 4 και 8.

(4) Αίτηση δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού σύμφωνα με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν άρθρο, εφόσον τηρούνται οι αρχές και εγγυήσεις του παρόντος Νόμου αναφορικά με την εξέταση αιτήσεων, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Ο αιτητής, κατά την υποβολή της αίτησης και την παρουσίαση των γεγονότων, απλώς έθεσε θέματα τα οποία είναι άνευ σημασίας για την εξέταση του εάν πληροί τις προϋποθέσεις για να του χορηγηθεί καθεστώς διεθνούς προστασίας

(β) ο αιτητής προέρχεται από ασφαλή χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το άρθρο 12Βτρις

(γ) […]

(δ) […]

(ε) […]

(στ) […]

(ζ) […]

(η) […]

(θ) […]

(ι) […]

(5) […]»

Το άρθρο 12ΣΤ του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα:

«Προδήλως αβάσιμη αίτηση

12ΣΤ. Αίτηση απορρίπτεται ως προδήλως αβάσιμη εφόσον διαπιστωθεί ότι ο αιτητής δεν πληροί τις προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως πρόσφυγας ή δικαιούχος συμπληρωματικής προστασίας και ταυτόχρονα εφαρμόζεται οποιαδήποτε από τις προβλεπόμενες στο εδάφιο (4) του άρθρου 12Δ περιπτώσεις.»

Το άρθρο 12Βτρις του περί Προσφύγων Νόμου προβλέπει τα ακόλουθα (υπογράμμιση του παρόντος Δικαστηρίου):

«Ασφαλής χώρα ιθαγένειας

12Βτρις.-(1) Για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, ο Υπουργός δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

(2) Κατά την εκτίμηση μιας χώρας ως ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, με σκοπό τον ενδεχόμενο χαρακτηρισμό ή αποχαρακτηρισμό ως τέτοιας σύμφωνα με το παρόν άρθρο, λαμβάνεται μεταξύ άλλων υπόψη ο βαθμός στον οποίο παρέχεται προστασία κατά της δίωξης ή κακομεταχείρισης μέσω:

(α) Tης σχετικής πρωτογενούς και δευτερογενούς νομοθεσίας και του τρόπου εφαρμογής της

(β) της τήρησης των δικαιωμάτων και ελευθερίων που ορίζονται –

(i) στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, ιδίως δε των δικαιωμάτων από τα οποία δεν χωρεί παρέκκλιση δυνάμει του Άρθρου 15, παράγραφος 2, αυτής, και

(ii) στο Διεθνές Σύμφωνο για τα Αστικά και Πολιτικά Δικαιώματα, και

(iii) στη Σύμβαση κατά των Βασανιστηρίων και Άλλων Μορφών Σκληρής, Απάνθρωπης ή Εξευτελιστικής Μεταχείρισης ή Τιμωρίας

(γ) της τήρησης της αρχής της μη επαναπροώθησης σύμφωνα με τη Σύμβαση

(δ) της πρόβλεψης μηχανισμού πραγματικής προσφυγής κατά των παραβάσεων των προαναφερόμενων δικαιωμάτων και ελευθεριών.

(3) Η αξιολόγηση του κατά πόσο μια τρίτη χώρα είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο βασίζεται σε σειρά πηγών πληροφοριών, περιλαμβανομένων ειδικότερα πληροφοριών από άλλα κράτη μέλη, την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο, την Υπάτη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες, το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλους σχετικούς διεθνείς οργανισμούς.

(4) […]

(5) […]

(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) […]

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.

(7) Αίτηση η οποία υποβλήθηκε από πρόσωπο που κατέχει την ιθαγένεια χώρας που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, και αίτηση από ανιθαγενή του οποίου η χώρα προηγούμενης συνήθους διαμονής έχει χαρακτηρισθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας, σύμφωνα με το παρόν άρθρο, δύναται να εξεταστεί κατά την κρίση του αρμόδιου λειτουργού με την ταχύρρυθμη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 12Δ, εκτός εάν ο αιτητής προβάλει βάσιμους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του, οπότε η αίτηση εξετάζεται σύμφωνα με την κανονική διαδικασία του άρθρου 13.

(8) Για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος άρθρου, η Υπηρεσία Ασύλου παρέχει την ευκαιρία στον αιτητή να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του.

(9) Σε περίπτωση που ο Προϊστάμενος θεωρήσει τρίτη χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή δυνάμει του εδαφίου (6), η Υπηρεσία Ασύλου ενημερώνει τον αιτητή περί της απόφασης του Προϊσταμένου καθώς και για το δικαίωμα του αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της έννοιας της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και να προσβάλει στο Διοικητικό Δικαστήριο την απόφαση του Προϊσταμένου δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος, καθώς και για την προθεσμία άσκησης τέτοιας προσφυγής.

(10) […]

(11) […]

(12) […]»

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

Αρχικά, θα πρέπει να αναφέρω ότι οι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι δεν αναπτύσσονται επαρκώς και/ή καθόλου στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του Αιτητή, νομολογιακά θεωρούνται εγκαταλειφθέντες.[1] 

Κατόπιν των ως άνω, θα προχωρήσω στην εξέταση του  πιο πάνω ισχυρισμού. Όπως προκύπτει από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, διαπιστώνω ότι ο αρμόδιος λειτουργός στην αρχή της συνέντευξης, εξήγησε δεόντως ότι στην επίδικη αίτηση τυγχάνει εφαρμογής η έννοια της ασφαλούς χώρας ιθαγενείας και γι' αυτό η αίτηση του θα τύχει εξέτασης με ταχύρρυθμη διαδικασία, δυνάμει του ότι η χώρα καταγωγής έχει χαρακτηριστεί ως τέτοια με τη σχετική Κ.Δ.Π.202/22 (βλ. ερυθρό 15 του διοικητικού φακέλου). Επίσης, δόθηκε η ευκαιρία στον Αιτητή να τοποθετηθεί επί του χαρακτηρισμού της χώρα καταγωγής ως ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, με τον ίδιο να δηλώνει ότι  δεν έχει να προσθέσει οτιδήποτε προς τούτου. (βλ. ερυθρό 15 του διοικητικού φακέλου)

Σύμφωνα με το αρ.12ΒΤρις (6),

«(6) Τρίτη χώρα που έχει οριστεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας σύμφωνα με το παρόν άρθρο δύναται, μετά από εξατομικευμένη εξέταση της αίτησης, να θεωρηθεί ως ασφαλής χώρα ιθαγένειας για το συγκεκριμένο αιτητή, μόνον εφόσον ο αιτητής –

(α) Έχει την ιθαγένεια της χώρας αυτής, ή

(β) είναι ανιθαγενής και είχε προηγουμένως τη συνήθη διαμονή του στην εν λόγω χώρα,

και δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του και όσον αφορά τον χαρακτηρισμό του ως δικαιούχου διεθνούς προστασίας.»

Από τα πιο πάνω, συνάγεται ότι για να θεωρηθεί μια χώρα καταγωγής ως ασφαλής χώρα ιθαγενείας ο αιτητής «δεν έχει προβάλει σοβαρούς λόγους για να θεωρηθεί ότι η χώρα αυτή δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή». Στην προκειμένη περίπτωση και όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου η Υπηρεσία Ασύλου παρείχε την ευκαιρία στον Αιτητή  να προβάλει λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η ασφαλής χώρα ιθαγένειας δεν είναι ασφαλής χώρα ιθαγένειας στη συγκεκριμένη περίπτωσή του αλλά δεν το έπραξε, ως εκ τούτου ορθώς θεωρήθηκε ασφαλής χώρα ιθαγενείας και εφαρμόστηκε η ταχύρρυθμη διαδικασία, στη βάση του 12ΒΤρις και 12Δ (4) (β).

Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου του Αιτητή ότι σύμφωνα με την παράγραφο 9 του άρθρου 12Βτρις ο Αιτητής  έπρεπε να ενημερωθεί ότι η απόφαση των Καθ΄ ων η αίτηση να κηρύξουν την χώρα καταγωγής του ως ασφαλή χώρα ιθαγένεια και την δυνατότητα του να προσφύγει εναντίον της απόφασης αυτής εντός καθορισμένης προθεσμίας, παραπέμπω προς τούτο στην απόφαση της αδελφού μου Δικαστή κα. Παπαντωνίου, στην υπόθεση T1489/23, R.T. και Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, ημερ. 30 Αυγούστου, 2023, και στην μνημονευόμενη  εκεί νομολογία, την ανάλυση και την κατάληξη του οποίου υιοθετώ. Ως εκ τούτου διαπιστώνω τα ακόλουθα:

Σύμφωνα με το άρθρο 12ΒΤρις (1) μια χώρα ορίζεται ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας από τον Υπουργό Εσωτερικών εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης σύμφωνα με το άρθρο 3Γ ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία ούτε απειλή η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης.

Ο Υπουργός Εσωτερικών ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται από το άρθρο 12Βτρις των περί Προσφύγων Νόμων του 2000 έως 2020, εξέδωσε το Διάταγμα περί Ασφαλών Χωρών Ιθαγένειας, υπ’ αριθμό 202/2022, σύμφωνα με το οποίο η χώρα καταγωγής του Αιτητή, ήτοι η Αίγυπτος, περιλαμβάνεται στο κατάλογο ασφαλών χωρών ιθαγένειας και χαρακτηρίζεται ως ασφαλής υπό την έννοια του άρθρου 12ΒΤρις.

 Άρα το ερώτημα επικεντρώνεται πρωταρχικά στη διάκριση μεταξύ κανονιστικής πράξης και εκτελεστής ατομικής διοικητικής πράξης.  Διάκριση που δεν είναι πάντοτε εύκολη, στην πράξη, αλλά έχει ουσιαστικό αποτέλεσμα και σημασία αφού οι Κανονιστικές Πράξεις στην κυπριακή έννομη τάξη δεν μπορούν να προσβληθούν απ΄ ευθείας με προσφυγή. (βλ. απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερομηνίας 23.4.2019 στις Αναθεωρητικές Εφέσεις Αρ. 277/2012 και 17/2013 ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, μέσω Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού v. ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ FREDERICK κ.ά.).

Στο Σύγγραμμα Π. Δ. Δαγτόγλου Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, έκδοση 1977, αναφέρονται τα εξής σχετικά στη σελ.54:

«Χαρακτηριστική πηγή του διοικητικού δικαίου είναι η κανονιστική πράξη της διοικήσεως, η πράξη δηλαδή εκείνη με την οποία η διοίκηση θεσπίζει αφηρημένα  διατυπωμένους και γενικά δεσμευτικούς κανόνες συμπεριφοράς, δηλαδή κανόνες δικαίου.

Η κανονιστική πράξη της διοικήσεως είναι ουσιαστικός (μόνο) νόμος.  Κατά τούτο διακρίνεται από τον τυπικό νόμο που ψηφίζεται από την Βουλή.

Από την ατομική διοικητική πράξη (την διοικητική πράξη κατά κυριολεξία) διακρίνεται η κανονιστική πράξη κατά το ότι περιέχει κανόνες δικαίου, έχει κανονιστικό χαρακτήρα.

Η διάκριση αυτή είναι θεμελιώδης στο διοικητικό δίκαιο.  Οι συνέπειες της είναι πολλαπλές και μεγάλες.  Αφορούν, πρώτα, την αρμοδιότητα: η αρμοδιότης προς έκδοση κανονιστικών πράξεων δεν περιλαμβάνει αυτομάτως την αρμοδιότητα προς έκδοση ατομικών πράξεων και αντιστρόφως.  Οι συνέπειες της διακρίσεως αφορούν επίσης τον τύπο και την διαδικασία:  επί ατομικών πράξεων απαιτείται αιτολογία και, κατά κανόνα, κοινοποίηση: επί κανονιστικών πράξεων αιτιολογία δεν απαιτείται, επιβάλλεται όμως επεξεργασία (των διαταγμάτων κανονιστικού χαρακτήρος) από το Συμβούλιο της Επικρατείας και δημοσίευση τους.  Εξ άλλου, η κανονιστική πράξη, είναι, ελευθέρως ανακλητή για το μέλλον (ex nune)."

Στην υπόθεση Kanika Hotels κ.ά. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας (1996)3 Α.Α.Δ. 169. λέχθηκαν τα ακόλουθα:

Το κριτήριο αν μία πράξη είναι διοικητική ή όχι δεν είναι μόνο τυπικό, δηλαδή δεν εξαρτάται μόνο από την φύση του οργάνου που προβαίνει στην πράξη αλλά είναι κυρίως ουσιαστικό· δηλαδή πρέπει και το περιεχόμενο της πράξης να είναι διοικητικής φύσης. Έτσι, δεν μπορούν να προσβληθούν απευθείας με προσφυγή κανονιστικές πράξεις της διοίκησης που έχουν νομοθετικό περιεχόμενο (δέστε Παπαφιλίππου ν. Republic, 1 R.S.C.C. 62 και Police ν. HondrouR.S.C.C. 82). Η κανονιστική πράξη είναι πράξη που θέτει κανόνες που ως επί το πλείστον είναι κανόνες δικαίου και δημιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές. Σε αντίθεση, η ατομική διοικητική πράξη δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας ένα κανόνα δικαίου και εφαρμόζοντας τον στη κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κανονιστικής πράξης που τη διακρίνει από την ατομική είναι η γενικότητα, εννοιολογική γενικότητα και όχι αριθμητική, που παρέχει στην πράξη την δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις αόριστες που είτε ήδη υπάρχουν είτε θα υπάρξουν στο μέλλον. Το δε νομικό περιεχόμενο της κανονιστικής πράξης δεν εξαντλείται με μία εφαρμογή αλλά διατηρεί τη δυνατότητα να προκαλεί νέες εφαρμογές σε αόριστες και μέλλουσες περιπτώσεις που συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η πράξη. (Lanitis Farm Ltd vRepublic (1982) 3 C.L.R. 124).

Στην υπόθεση Σύνδεσμος Υπεραγορών Τροφίμων Κύπρου κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (1999)3 Α.Α.Δ. σελ.751, αναφέρθηκαν επίσης τα ακόλουθα:

«Αναμφισβήτητο εσωτερικό γνώρισμα της κανονιστικής πράξης είναι η γενικότητα. Στη γενικότητα έγκειται κυρίως ότι το νομικό περιεχόμενο της πράξης δεν εξαντλείται δια μίας και μόνης εφαρμογής, αλλά διατηρεί τη δυνατότητα να προκαλεί νέες εφαρμογές επί αορίστων και μελλουσών περιπτώσεων που συγκεντρώνουν τις τεθείσες γενικώς από την πράξη προϋποθέσεις.

Τον κανονιστικό χαρακτήρα στην πράξη προσδίδει όχι η τυχαία, η αριθμητική γενικότητα, αλλά η εννοιολογική, η αφηρημένη γενικότητα (Στασινόπουλος, ανωτέρω, σελ. 105). Ο εντοπισμός της κανονιστικής πράξης επί ορισμένων ατόμων ή ακόμα και επί ενός μόνο ατόμου, δεν μεταβάλλει το χαρακτήρα της, εφ' όσον είναι τυχαίος και διατηρείται η δυνατότητα εφαρμογής της πράξης επί παντός άλλου ατόμου, για το οποίο υπάρχουν βέβαια οι απαιτούμενες προϋποθέσεις. 

Ούτε ο κατά τόπο περιορισμός των εφαρμογών της κανονιστικής πράξης αίρει το χαρακτήρα της. Ακόμα και ο κατά χρόνο περιορισμός των εφαρμογών της, έστω κι αν φτάνει μέχρι εντοπισμού σε ορισμένη ημέρα, δεν αίρει το χαρακτήρα του κανόνα, εφ' όσον η πράξη εξακολουθεί να απευθύνεται προς αόριστο αριθμό προσώπων.

 

Η κανονιστική πράξη είναι πράξη που θέτει κανόνες που ως επί το πλείστον είναι κανόνες δικαίου και δημιουργεί, λόγω της φύσης της, καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές (Kanika Hotels Ltd και άλλοι ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169). Αντίθετα η ατομική διοικητική πράξη, δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας ένα κανόνα δικαίου και εφαρμόζοντας τον στην κάθε συγκεκριμένη περίπτωση (βλέπε Lanitis Farm Ltd vRepublic (1982) 3 C.L.R. 124).»

 

Σε άλλη απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Αλέκτωρ Φαρμακευτική Λτδ κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2007) 3 ΑΑΔ 250, το Εφετείο ασχολήθηκε με την εκτελεστότητα ή μη διοικητικής πράξης με την οποία ο Υπουργός Υγείας εξέδωσε διάταγμα δυνάμει του σχετικού Νόμου, με το οποίο καθόρισε το ανώτατο ποσοστό κέρδους από χονδρική πώληση φαρμακευτικών προϊόντων. Την προσφυγή είχε καταχωρήσει εταιρεία ασχολούμενη με την εισαγωγή και πώληση τέτοιων προϊόντων και η Ολομέλεια επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία κρίθηκε ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα είχε γενικό χαρακτήρα και ρυθμιστικό περιεχόμενο και δεν υπόκειτο στην αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση είναι χαρακτηριστικό:

"Η αναθεωρητική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία ασκείται δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, περιορίζεται στον έλεγχο πράξεων οι οποίες απορρέουν από την άσκηση της εκτελεστικής και διοικητικής λειτουργίας του κράτους. Οι Κανονιστικές Διοικητικές Πράξεις, νομοθετικού περιεχομένου, διαφεύγουν αυτού του ελέγχου. Οι πράξεις αυτές εκδίδονται κατ' εξουσιοδότηση νόμου και συνήθως θέτουν κανόνα ή κανόνες δικαίου. Ως εκ της φύσεως τους, δημιουργούν καταστάσεις γενικές, αφηρημένες, απρόσωπες και αντικειμενικές και έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα όχι την αριθμητική γενικότητα αλλά την εννοιολογική, η οποία παρέχει δυνατότητα εφαρμογής της συγκεκριμένης πράξης σε περιπτώσεις αόριστες οι οποίες είτε υπάρχουν είτε θα εμφανιστούν στο μέλλον. Το νομικό περιεχόμενο των Κανονιστικών Διοικητικών Πράξεων δεν εξαντλείται στη μια εφαρμογή τους αλλά η ισχύς του, διατηρείται ώστε να παρέχεται η δυνατότητα νέων εφαρμογών σε αόριστες και μέλλουσες περιπτώσεις οι οποίες συγκεντρώνουν τις προϋποθέσεις που έχει θέσει η πράξη. Αντίθετα, η ατομική διοικητική πράξη δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας ένα κανόνα δικαίου κατά την εφαρμογή του στη συγκεκριμένη ατομική περίπτωση. Βλ. Lanitis Farm v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124, Δημητριάδη και Άλλοι v. Υπουργικού Συμβουλίου και Άλλων (1996) 3 Α.Α.Δ. 85, Kanika Hotels Ltd κ.ά. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού- Αμαθούντας (1996) 3 Α.Α.Δ. 169, Δημοκρατία v. Cyprus General Bonded &Transit Stores Association και Άλλοι (1998) 3 Α.Α.Δ. 57 και Σύνδεσμος Υπεραγορών Τροφίμων Κύπρου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 751».

Εν προκειμένω, οι Καθ’ων η αίτηση αποφάσισαν περί της εφαρμογής της έννοιας της ασφαλούς χώρας στη βάση του διατάγματος του Υπουργού Κ.Δ.Π 202/2022, προκειμένου η αίτηση του Αιτητή να εξεταστεί με την ταχύρρυθμη διαδικασία και δεν αποφάσισαν την κήρυξη της χώρας καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλούς. Η θέση του συνηγόρου  ότι η απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου να κηρύξει τη χώρα καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας αποτελεί ξεχωριστή διοικητική πράξη απορρίπτεται. Οι καθ’ ων η αίτηση δεν προέβησαν σε χαρακτηρισμό της χώρας καταγωγής του Αιτητή ως ασφαλούς αλλά σε εφαρμογή του διατάγματος του Υπουργού.

Σύμφωνα με το αρ. 12ΒΤρις του περί Προσφύγων Νόμου 12Βτρις, ο Υπουργός, για σκοπούς εξέτασης αιτήσεων, δύναται με διάταγμα να ορίσει χώρα ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, και κάθε διάταγμα το οποίο εκδίδει δυνάμει του παρόντος άρθρου, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Είναι δε στη βάση του συγκεκριμένου νομοθετικού πλαισίου που καθορίστηκε ποιες χώρες ορίζονται ως ασφαλείς χώρες ιθαγένειας, περιλαμβανομένης της Αιγύπτου, δια διατάγματος και συγκεκριμένα από την Κ.Δ.Π 202/22.

Επομένως το διάταγμα Κ.Δ.Π 202/22 ως εκ της φύσεως και του περιεχομένου του, δημιουργεί καταστάσεις γενικές, αφηρημένες, απρόσωπες και αντικειμενικές, που έχουν ως κύριο χαρακτηριστικό γνώρισμα την εννοιολογική γενικότητα, η οποία παρέχει δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις αόριστες, υπάρχουσες ή εμφανιζόμενες στο μέλλον. Συνεπώς, δεν διακρίνω οτιδήποτε μεμπτό στην διαδικασία που τηρήθηκε  ούτε υφίσταται ζήτημα παράβασης των διατάξεων του περί Προσφύγων Νόμου, αφού σε κάθε περίπτωση και όπως προνοεί εξάλλου το άρθρο 12ΒΤρις (8) δόθηκε η δυνατότητα στον Αιτητή να αμφισβητήσει την εφαρμογή της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας για την περίπτωση του, αλλά με τους ισχυρισμούς που προέβαλε δεν έθιξε οποιοδήποτε στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει σε κατάληξη ότι η χώρα ιθαγένειας του δεν είναι ασφαλής για τον ίδιο προσωπικά.

Η εφαρμογή της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας είναι μαχητό τεκμήριο. Η αιτούντες έχουν το βάρος απόδειξης να ανατρέψουν το τεκμήριο χαρακτηρισμού της χώρας ως ασφαλούς, δηλαδή ότι υπάρχει έλλειψη προστασίας στην χώρα ιθαγένειας λόγω των ατομικών και προσωπικών τους περιστάσεων. Η αδυναμία προσκόμισης αποδεικτικών στοιχείων και ανατροπής του τεκμηρίου της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας έχει ως αποτέλεσμα το συμπέρασμα ότι η καθορισμένη χώρα είναι ασφαλής για τον Αιτητή.

Σε κάθε περίπτωση, ο Αιτητής  ενημερώθηκε για τη δυνατότητα προσβολής της τελικής απόφασης επί της αιτήσεώς του και ασκώντας την παρούσα προσφυγή εμπροθέσμως ουδέν αποστερήθηκε, καθώς τόσο στο πλαίσιο της διοικητικής όσο και της παρούσας διαδικασίας είχε τη δυνατότητα να εγείρει ισχυρισμούς προς ανατροπή του τεκμηρίου της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας, πράγμα που δεν έπραξε. 

Εξάλλου επισημαίνεται ότι καίτοι δεδομένη η υποχρέωση της διοίκησης να προβεί στην προβλεπόμενη ενημέρωση του εδαφίου (9) του άρθρου 12Βτρις, τυχόν τέτοια παράλειψη δεν αποτελεί παράβαση ουσιώδους τύπου, δεδομένης της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου καθώς ο Αιτητής, ιδίως εκπροσωπούμενος δια συνηγόρου, έχει κάθε μέσο αμφισβήτησης του τεκμηρίου της ασφαλούς χώρας ιθαγένειας ακόμα και στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας (βλ. απόφασης του ΔΕΕ στην υπόθεση C‑517/17, Milkiyas Addis, ημερ. 16.7.2020, ECLI:EU:C:2020:579. Σκέψεις 72-75)

Επί αυτού ακριβώς του σημείου, συντάσσομαι με την απόφαση του αδελφού μου Δικαστή Α. Χριστοφόρου στην υπόθεση M.R. v. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπηρεσίας Ασύλου, αρ. Τ1337/23, 26.05.2023, ότι: «εφόσον ο αιτητής δεν στερήθηκε δια της εδώ παρατηρούμενης παράλειψης των καθ' ων η αίτηση του δικαιώματος του να προσβάλει τη σχετική απόφαση δια της οποίας αποφασίστηκε η υπαγωγή της περίπτωσης του στις διατάξεις περί ασφαλούς χώρας ιθαγενείας, ουδείς λόγος μπορεί να γίνει για παράβαση ουσιώδους τύπου και δια τούτο, στην απουσία βλάβης των δικαιωμάτων του αιτητή δεν καθίσταται η επίδικη διαδικασία άκυρη άνευ ετέρου».

Υπό το φως των ανωτέρω, ο υπό εξέταση λόγος προσφυγής απορρίπτεται.

Κατόπιν των ανωτέρω, θα προχωρήσω στην εξέταση της αίτησης προκειμένου να εξακριβώσω αν διενεργήθηκε η δέουσα έρευνα εκ μέρους των καθ’ ων η Αίτηση λαμβανομένου υπ' όψιν ότι σύμφωνα με τον Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμο του 2018, Ν.73(Ι)/2018, το Διοικητικό Δικαστήριο Διεθνούς Προστασίας έχει την εξουσία να εξετάσει την παρούσα υπόθεση επί της ουσίας. Το γεγονός αυτό οφείλεται στο ότι η παρούσα υπόθεση αφορά αίτηση που χρονικά πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 11 (2) και (3) του Περί Ίδρυσης και Λειτουργίας του Διοικητικού Δικαστηρίου Διεθνούς Προστασίας Νόμου του 2018, Ν.73(Ι)/2018, οι οποίες δίδουν στο Δικαστήριο την υποχρέωση ελέγχου της νομιμότητας και ορθότητας της πράξης.

Έχει πλειστάκις νομολογηθεί ότι η έκταση, ο τρόπος και η διαδικασία που ακολουθείται ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια της διοίκησης. Περαιτέρω, η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται. Το κριτήριο για την πληρότητα της έρευνας έγκειται στη συλλογή και τη διερεύνηση των ουσιωδών στοιχείων τα οποία παρέχουν ασφαλές συμπέρασμα. (Βλέπε Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών κ.α., Α.Ε. 1518/1.11.96, Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 , Α.Ε.2371, Motorways Ltd v. Δημοκρατίας ημερ. 25/6/99).

Το Δικαστήριο στα πλαίσια ελέγχου της προσβαλλόμενης απόφασης εξετάζει κατά πόσον το αρμόδιο όργανο ερεύνησε όλα εκείνα τα στοιχεία που όφειλε να ερευνήσει και να συνεκτιμήσει για να καταλήξει στην απόφασή του σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου. Η έρευνα θεωρείται πλήρης όταν το διοικητικό όργανο συλλέγει και εξετάζει όλα τα ουσιώδη στοιχεία μιας υπόθεσηςώστε να καταλήξει σε ασφαλή συμπεράσματα. Το είδος και η έκταση της έρευνας εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του αποφασίζοντος οργάνου και διαφέρει κατά περίπτωση (βλ. απόφαση αρ. 128/2008 JAMAL KAROU VΑναθεωρητικής Αρχής Προσφύγων, ημερ. 1 Φεβρουαρίου, 2010).

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αιτητή, όπως καταγράφονται στην Έκθεση του λειτουργού της Υπηρεσίας Ασύλου, αλλά και όπως διαφαίνονται από τον Διοικητικό φάκελό που κατατέθηκε στο Δικαστήριο ως Τεκμήριο 1 κατά το στάδιο των Διευκρινήσεων και δεν αμφισβητούνται, ο Αιτητής είναι ενήλικας από την Αίγυπτο. Κατά τη διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε ότι ήρθε στην Κύπρο προκειμένου να βελτιώσει τις συνθήκες της ζωής του και για να στηρίξει οικονομικά τους γονείς του οι οποίοι είναι μεγάλοι σε ηλικία. Σε πρόσθετη ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού αν κάποιος άλλος λόγος που κινητοποίησε τη φυγή του από την Αίγυπτο, ο Αιτητής απάντησε αρνητικά. Τέλος, σε ερώτηση του αρμόδιου λειτουργού ποιες θεωρεί ότι θα είναι οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης επιστροφής του στη χώρα καταγωγής του, ο Αιτητής δήλωσε ότι επιθυμεί να παραμείνει στην Κύπρο και να εργαστεί, ώστε να μπορέσει να υποστηρίξει οικονομικά τους γονείς του και να παντρευτεί όταν επιστρέψει στη χώρα του.

Ερωτώμενος σχετικά με τις δηλώσεις του στη φόρμα καταγραφής του αιτήματός του για παροχή διεθνούς προστασίας, οι οποίες αφορούσαν στην αναχώρηση από τη χώρα καταγωγής εξαιτίας της πολιτικής κατάστασης και της απουσίας κατοικίας, ο αιτητής απάντησε ότι η φόρμα συμπληρώθηκε από δικηγόρο στον οποίο είχε υποδείξει να δηλώσει ότι εγκατέλειψε τη χώρα καταγωγής προκειμένου να εργαστεί. Περαιτέρω ερωτήθηκε αν επιθυμούσε να σχολιάσει οτιδήποτε και απάντησε αρνητικά.

Εν συνεχεία, ο αρμόδιος λειτουργός της Υπηρεσίας Ασύλου διέκρινε δύο ουσιώδεις ισχυρισμούς: έναν σχετικά με την ταυτότητα, τη χώρα καταγωγής και τα στοιχεία προφίλ του αιτητή και ένα  δεύτερο ισχυρισμό σχετικά με τους οικονομικούς λόγους που τον έκαναν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής. Και οι δύο ισχυρισμοί έγιναν δεκτοί.

Κατά την εξέταση του κινδύνου και στο πλαίσιο των ισχυρισμών που έγιναν δεκτοί, ο λειτουργός παρέθεσε πληροφορίες σχετικά με την κατάσταση ασφαλείας στην Αίγυπτο. Λαμβάνοντας υπόψη την κατάσταση ασφαλείας στην Αίγυπτο και πιο συγκεκριμένα στην επαρχία Kafrelshiekh, τόπο συνήθους διαμονής του Αιτητή, ο λειτουργός έκρινε ότι δεν υπάρχει εύλογη πιθανότητα να υποστεί ο Αιτητής δίωξη ή σοβαρή βλάβη σε περίπτωση επιστροφής του στη χώρα καταγωγής καθότι δεν επικρατούν συνθήκες αδιάκριτης βίας λόγω (διεθνούς ή εσωτερικής) ένοπλης σύγκρουσης ενώ από τα στοιχεία του προφίλ του ως υγιούς, ενήλικου άνδρα, με στοιχειώδη μόρφωση χωρίς κάποια ευαλωτότητα δεν προκύπτει ότι θίγεται ειδικώς λόγω των χαρακτηριστικών του προφίλ του. Ακολούθως, κατά τη νομική ανάλυση, ο αρμόδιος λειτουργός έκρινε ότι τα παρατεθέντα στοιχεία δεν εμπίπτουν υπό της πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 3 του Περί Προσφύγων Νόμου ούτε οι προϋποθέσεις του άρθρου 19 του Ν.6(Ι)/2000 για να παρασχεθεί στον Αιτητή το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας. Επισημαίνει δε ότι η χώρα καταγωγής του Αιτητή περιλαμβάνεται στον κατάλογο των ασφαλών χωρών καταγωγής και χαρακτηρίζεται ως ασφαλής κατά την έννοια του άρθρου 12Β τρις.

Έχω εξετάσει με προσοχή τον διοικητικό φάκελο του Αιτητή και όπως προκύπτει από τα στοιχεία που βρίσκονται σ΄ αυτόν, ορθά η Υπηρεσία Ασύλου αποφάσισε ότι, παρά την ικανοποιητική αξιοπιστία του αναφορικά με τους λόγους που τον οδήγησαν να εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, αυτοί δεν εμπίπτουν στις πρόνοιες της Σύμβασης της Γενεύης του 1951 και στον Περί Προσφύγων Νόμο.

Είναι σαφής και ευδιάκριτη η διαφοροποίηση του οικονομικού μετανάστη από τον πρόσφυγα. Πρόσωπο που εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του, με σκοπό να εργαστεί και να εγκατασταθεί αλλού, ωθούμενος αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, όπως εν προκειμένω ο Αιτητής, αποτελεί οικονομικό μετανάστη και όχι πρόσφυγα (βλ. IRENE FESENKO v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1051/2010, ημερ. 21.12.2011Md Jakir Hossain v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 2319/06, ημερ. 16.7.2008, Barakan Petrosyan κ.α. v. ΔημοκρατίαςΥποθ. Αρ. 883/08, ημερ. 10.2.2010 και Khaled Al Issa v. Αναθεωρητικής Αρχής ΠροσφύγωνΥποθ. Αρ. 993/08, ημερ. 29.12.2009).

Σύμφωνα δε, με την παράγραφο 62 του «Εγχειρίδιου για τις διαδικασίες και τα κριτήρια καθορισμού του καθεστώτος των προσφύγων σύμφωνα με τη Σύμβαση του 1951 και το Πρωτόκολλο του 1967 για το Καθεστώς των Προσφύγων»:

«62. Μετανάστης είναι το πρόσωπο που για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που αναφέρονται στον ορισμό, εγκαταλείπει οικειοθελώς τη χώρα του με σκοπό να εγκατασταθεί αλλού. Μπορεί δε να ωθείται από την επιθυμία για αλλαγή ή για περιπέτεια ή από οικογενειακούς ή άλλους προσωπικούς λόγους. Εάν ωθείται αποκλειστικά από οικονομικά κίνητρα, είναι οικονομικός μετανάστης και όχι πρόσφυγας».

Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από τα λεχθέντα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο Αιτητής δήλωσε με σαφήνεια ότι ο λόγος που αφίχθηκε στην Κυπριακή Δημοκρατία, ήταν για να στηρίξει οικονομικά την οικογένειά του και να αποταμιεύσει χρήματα προκειμένου να παντρευτεί, ενώ περαιτέρω δεν αναφέρθηκε στην ύπαρξη κάποιου κινδύνου κατά της ζωής του.

Πέραν τούτου, διαπιστώνω ότι κατά το στάδιο της διοικητικής διαδικασίας υποβλήθηκαν στον Αιτητή ανοικτής φύσεως ερωτήματα, τα οποία είχε τη δυνατότητα να απαντήσει. Ο αρμόδιος λειτουργός έκανε επαρκείς ερωτήσεις, για να καλύψει τόσο τον πυρήνα του αιτήματος, όσο και τα επιμέρους θέματα, ακολουθώντας την ορθή διερευνητική διαδικασία. Οι ισχυρισμοί αυτοί που επικαλείται δεν θα μπορούσαν να τον εντάξουν στην έννοια του πρόσφυγα έτσι όπως αυτή η έννοια ερμηνεύεται από την Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και από το άρθρο 3 του περί Προσφύγων Νόμου, Ν.6 (Ι)/2000. Οι ισχυρισμοί αυτοί δεν είναι αρκετοί ούτε για να του χορηγηθεί καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας.

Από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου είναι εμφανές πως, η Υπηρεσία Ασύλου διενήργησε τη δέουσα έρευνα όλων των ζητημάτων που έθεσε ο Αιτητής ενώπιον του. Οι Καθ' ων η αίτηση συνεκτίμησαν και αξιολόγησαν όλα τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους, προτού καταλήξουν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Ο Αιτητής δεν επικαλέστηκε εναντίον του οποιαδήποτε διάκριση ή δίωξη από οποιονδήποτε φορέα που να τον εμποδίζει να διαμείνει και να εργαστεί στη χώρα καταγωγής του.

Η γενική αξιοπιστία του Αιτητή κρίθηκε μεν ικανοποιητική, πλην όμως, οι ισχυρισμοί του δεν μπορούν να τον υπαγάγουν στις πρόνοιες του Νόμου για την παραχώρηση διεθνούς προστασίας. Οι ισχυρισμοί του Αιτητή, οι οποίοι στο σύνολό τους περιστρέφονται γύρω από την απροθυμία του να επιστρέψει στη χώρα καταγωγής του για οικονομικούς λόγους, δεν στοιχειοθετούν λόγο υπαγωγής στο προστατευτικό καθεστώς του πρόσφυγα.

Εν προκειμένω, σύμφωνα με την απόφαση της Υπηρεσίας Ασύλου, στην περίπτωση του Αιτητή δεν μπορούσε να θεμελιωθεί βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων και συνακόλουθα, δε συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις του άρθρου 3 του του Περί Προσφύγων Νόμου Νόμος 6(Ι)/2000, ούτως ώστε να παρασχεθεί σε αυτόν το καθεστώς του πρόσφυγα. Περαιτέρω, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, ούτε οποιοσδήποτε λόγος συνέτρεχε για να αναγνωρισθεί στον Αιτητή το καθεστώς της συμπληρωματικής προστασίας, δυνάμει του άρθρου 19(1) του περί Προσφύγων Νόμου, εφόσον δεν αποδείχθηκε να υφίσταται κίνδυνος να υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη σε περίπτωση επιστροφής στη χώρα του.

Με βάση το σύνολο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον μου και αφού εξέτασα τόσο τη νομιμότητα, όσο και την ουσία της παρούσης, καταλήγω ότι το αίτημα του Αιτητή εξετάστηκε επιμελώς σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και εύλογα απορρίφθηκε η αίτησή του για διεθνή προστασία. Η απόφαση της Διοίκησης, αποτελεί προϊόν επαρκούς έρευνας και ορθής αξιολόγησης όλων των δεδομένων και στοιχείων, σύμφωνα και με το Νόμο και είναι πλήρως αιτιολογημένη.

Ορθά η Διοίκηση, κατέληξε ότι τα γεγονότα της υπό εξέταση περίπτωσης δε στοιχειοθετούν τις αναγκαίες προϋποθέσεις για να αναγνωριστεί στον Αιτητή το καθεστώς του πρόσφυγα, ως προβλέπεται στα άρθρα 3-3Δ του Νόμου, αφού δεν τεκμηριώθηκε βάσιμος φόβος δίωξης για λόγους φυλετικούς, θρησκευτικούς, ιθαγένειας, ιδιότητας μέλους συγκεκριμένου κοινωνικού συνόλου ή πολιτικών αντιλήψεων, ούτε το καθεστώς συμπληρωματικής προστασίας, που προβλέπεται στο άρθρο 19 του Νόμου, αφού αυτός «δεν κατάφερε να αποδείξει βάσιμο φόβο ότι θα υποστεί σοβαρή και αδικαιολόγητη βλάβη, ως καθορίζεται στο άρθρο 19(2)».

Καταληκτικά, λαμβάνω υπόψη ότι ο Υπουργός Εσωτερικών στα πλαίσια των εξουσιών του άρθρου 12 Β τρις του περί Προσφύγων Νόμου, Ν. 6 (Ι)/2000, με την ΚΔΠ 202/2022, καθόρισε τη χώρα καταγωγής του Αιτητή, ως ασφαλή χώρα ιθαγένειας, εφόσον ικανοποιείται βάσει της νομικής κατάστασης, της εφαρμογής του δικαίου στο πλαίσιο δημοκρατικού συστήματος και των γενικών πολιτικών συνθηκών, ότι στην οριζόμενη χώρα γενικά και μόνιμα δεν υφίστανται πράξεις δίωξης, σύμφωνα με το άρθρο 3Γ, ούτε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή ταπεινωτική μεταχείριση ή τιμωρία, ούτε απειλή, η οποία προκύπτει από τη χρήση αδιάκριτης βίας σε κατάσταση διεθνούς ή εσωτερικής ένοπλης σύγκρουσης χωρίς εν προκειμένω ο Αιτητής  να προβάλει οποιουσδήποτε ισχυρισμούς/ στοιχεία που αφορούν προσωπικά τον ίδιο και οι οποίοι να ανατρέπουν το τεκμήριο περί ασφαλούς τρίτης χώρας.

Δια τους λόγους που πιο πάνω αναφέρονται η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται και η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται με έξοδα €800 υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

 

ΔΚΑΤΣΑΡΙΔΗΣ Δ.Δ.Δ.Δ.Π.

 



[1] Βλ. απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, Μαραγκός ν. Δημοκρατίας (2006) 3 Α.Α.Δ. 671, ημερ. 03/11/2006, https://www.cylaw.org/cgi-bin/open.pl?file=/apofaseis/aad/meros_3/2006/rep/2006_3_0671.htm


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο